Κεφαλαίο 20

Σιωπή. Τα ανάκατα χλιμιντρίσματα των αλόγων που πλησίαζαν και οι φωνές των τρομοκρατημένων χωρικών που πίστευαν ότι είχε εξαπολυθεί εναντίον τους το χειρότερο είδος λοιμού, ο θόρυβος των οπλών, ακόμα και ο άνεμος, όλα σώπασαν.

Τη σιωπή διέκοψε μια μακρινή κλαγγή μετάλλου πάνω σε μέταλλο.

Αργά, δύσπιστα, ο Χούμα σήκωσε το κεφάλι του από τις παλάμες του και κοίταζε τον κόσμο γύρω του με γουρλωμένα μάτια. Οι βασανισμένοι τόποι έξω από το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, η ύπαιθρος ολόκληρη, είχαν χαθεί.

Αυτό που στεκόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά του ήταν ο καθρέφτης – ο ίδιος καθρέφτης που είχε πέσει μέσα του πριν από μέρες. Πλέον, αυτό που του αποκάλυπτε ήταν η αναμαλλιασμένη μορφή ενός τσακισμένου ιππότη που μόλις και μετά βίας φαινόταν ζωντανός.

Βρισκόταν ξανά στη σπηλιά του Γουιρμφάδερ.

Συνέβαινε στ’ αλήθεια; Στην αρχή φαινόταν απίθανο. Πιο λογικό ήταν να είναι παραίσθηση. Ωστόσο, ο Χούμα ένιωθε ακόμα τους πόνους απ’ όσα του είχαν συμβεί σε αυτό το υποτιθέμενο όνειρο. Εφιάλτης λοιπόν. Ένας πολύ αληθινός εφιάλτης. Γιατί ο Ρέναρντ ήταν όντως νεκρός.

Ο Χούμα έγειρε πίσω κι έβγαλε τα γάντια του. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε τον καταραμένο καθρέφτη.

Ήταν θυμωμένος κι ανακουφισμένος μαζί. Θυμωμένος που ένιωθε σαν μαριονέτα, ανακουφισμένος που θα του επιτρεπόταν να συνεχίσει την αναζήτηση του και ίσως και να επιστρέψει με τον Καζ και τον Μάτζιους.

Που βρίσκονταν εκείνοι άραγε όλο αυτό το διάστημα;

Ο Χούμα συνέχισε να κοιτάζει τον καθρέφτη. Ήταν ακόμα επηρεασμένος από το σοκ εξαιτίας της προδοσίας και του θανάτου του Ρέναρντ. Ο Ρέναρντ ήταν νεκρός και ο Χούμα θα προσευχόταν για εκείνον, αλλά οι ιππότες –όχι, ολόκληρο το Άνσαλον– είχε ακόμη μια ευκαιρία αν του είχαν πει την αλήθεια, ότι δηλαδή κάπου σ’ αυτά τα βουνά υπήρχε το κλειδί της νίκης.

Το είδωλο του ανταπέδωσε το βλέμμα μέσα από τον καθρέφτη και, επιτέλους, το μυαλό του συνέλαβε αυτό που έβλεπε.

Προχώρησε βιαστικά, μπροστά. Προς στιγμήν ο Χούμα είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί σ’ αυτή την αίθουσα, τι είχε συμβεί στον ίδιο. Όσο δύσκολο κι αν φαινόταν κάτι τέτοιο, είχε σχεδόν ξεχάσει τον Γουιρμφάδερ.

Αν εκεί ο χρόνος περνούσε όπως και στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, η πελώρια μορφή θα πρέπει να είχε σαπίσει. Νεκροφάγα όντα κάθε μορφής και σχήματος θα πρέπει να είχαν οριοθετήσει τις περιοχές τους. Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε όμως.

Το γιγάντιο κεφάλι με το λαιμό κειτόταν εκεί ακριβώς που είχε πέσει, αλλά ο γιγάντιος όγκος του Γουιρμφάδερ είχε γίνει μέταλλο, μέταλλο από τα πιο καθαρά, λαμπρότερο κι από το ασήμι. Ταυτόχρονα, έμοιαζε μ’ εκείνο το διαφορετικό μέταλλο περισσότερο από κάθε άλλο. Το χάιδεψε με τα χέρια του νιώθοντας την απαλότητά του και θαυμάζοντας την τεράστια ποσότητά του. Μη βρίσκοντας καλύτερο όνομα, το ονόμασε δρακοασήμι.

Περπάτησε αδέξια γύρω από την τεράστια μάζα, μαγνητισμένος ξαφνικά από το αντικείμενο που είχε σκοτώσει τον Γουιρμφάδερ. Κάπου ανάμεσα στα τεράστια σαγόνια του, το πελώριο πτώμα έκρυβε το σπαθί που είχε μιλήσει στον Χούμα. Ήταν σίγουρος ότι τον είχε καλέσει, όπως ήταν σίγουρος και ότι έπρεπε να το αποκτήσει. Ακόμα κι αν δεν επρόκειτο να κερδίσει τίποτε άλλο από αυτή την εμπειρία, το σπαθί το ήθελε.

Το κεφάλι του νεκρού τιτάνα ήταν αναποδογυρισμένο – και ο Χούμα διαπίστωσε ότι η κάτω σιαγόνα του ήταν σφιχτά κλεισμένη με την επάνω. Αυτό σήμαινε ότι το σπαθί ήταν θαμμένο μέσα σε ένα τρομερό όγκο καθαρού μετάλλου και ότι δεν υπήρχε τρόπος να το πάρει. Θυμωμένος, ο Χούμα χτύπησε με το χέρι του το ρύγχος του πλάσματος. Το τράνταγμα τον ξανάφερε στα συγκαλά του και αναρωτήθηκε τι εμμονή τον είχε πιάσει με το αρχαίο ξίφος. Καλύτερα να…

Κάτι κλότσησε με το πόδι του. Έβγαλε μεταλλικό ήχο και ο Χούμα κοίταξε κάτω και είδε ακριβώς το αντικείμενο που έψαχνε. Αναφωνώντας ξαφνιασμένος, έπεσε στα γόνατα και πήρε το όπλο κυριολεκτικά στην αγκαλιά του. Ήταν γραφτό να γίνει δικό του. Αυτό ήταν ένα σημάδι.

Από τη στιγμή που το άγγιξαν τα χέρια του, το σπαθί άρχισε να λάμπει ξανά. Ο Χούμα απόλαυσε ευτυχισμένος τη φεγγοβολή, γιατί τον χαλάρωνε και τον έκανε να ξεχνάει τα τρομερά γεγονότα των περασμένων ημερών. Διστακτικά, έβαλε το σπαθί στο θηκάρι του και σκαρφάλωσε πάνω στο πελώριο τέρας. Ο κυρτός λαιμός του Γουιρμφάδερ αποδείχτηκε εξαιρετική σκάλα για να φτάσει σε μια από τις ψηλότερες σήραγγες που υπήρχαν παντού στη σπηλιά και να ψάξει να βρει το μυστηριώδη σιδηρουργό. Θεώρησε πως αυτός ήταν ο λογικός προορισμός του.

Ούτε το άφθονο χρυσάφι, ούτε τα λαμπερά πετράδια τον ενδιέφεραν από τη στιγμή που είχε το σπαθί. Ο καθρέφτης εξακολουθούσε να του κινεί την περιέργεια, αλλά δεν μπορούσε να τον κουβαλήσει μέσα στη σπηλιά. Παρηγορήθηκε στη σκέψη ότι, αν τα κατάφερνε, θα γυρνούσε να τον πάρει.

Με μια σωστή λεπίδα επιτέλους στο χέρι του, ο Χούμα γρήγορα ένιωσε ξεκούραστος και σίγουρος για τον εαυτό του, καθώς ανέβαινε τον απίστευτα μακρύ λαιμό του Γουιρμφάδερ.

Οι σήραγγες που βρίσκονταν ακριβώς από πάνω του φωτίζονταν με φυσικό τρόπο, αν και όχι όσο οι χαμηλότερες. Κοιτάζοντας στο βάθος μιας σήραγγας, ο Χούμα δεν είδε καμία διαφορά ανάμεσα σε αυτήν και στα περάσματα που είχε διασχίσει στην αρχή. Σκούρες σκιές υπήρχαν παντού. Εμψυχωμένος μια και κρατούσε ένα όπλο αντάξιό του, ο Χούμα κατέβηκε από το λαιμό του πετρωμένου δράκου και μπήκε στην πλησιέστερη σήραγγα.

Όσο περνούσε η ώρα και δεν έβρισκε παρά μόνο καινούριους διαδρόμους, γινόταν όλο και πιο ανυπόμονος. Πού ήταν οι προκλήσεις που τον περίμεναν; Ο Γουιρμφάδερ ήταν μια από αυτές, αλλά ο Χούμα ήξερε ότι έπρεπε να υπάρχουν κι άλλες δύο. Βέβαια, σκεφτόταν, δε γινόταν να συγκριθούν με τη μάχη του με το πελώριο τέρας. Ίσως η αντιμετώπιση του Γουιρμφάδερ να ήταν αρκετή.

Το ένα του χέρι χάιδευε το σφαίρωμα του σπαθιού του. Ίσως να μη χρειαζόταν πραγματικά αυτό που υπήρχε μέσα στο βουνό –ό,τι κι αν ήταν. Το σπαθί μονάχα άξιζε όσο ολόκληρος στρατός –και ο Χούμα το είχε κάτω από τον έλεγχό του.

Ακολουθούσε τις σήραγγες που έμοιαζαν ατέλειωτες, με την ανυπομονησία του να φουντώνει. Το μόνο που ήθελε πια ήταν να φύγει. Οι προκλήσεις δεν τον ενδιέφεραν πλέον. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η λεπίδα. Τι καλύτερο μπορούσε να του προσφέρει η σπηλιά από ένα όπλο τόσο ισχυρό και τέλειο;

Ξαφνικά, του ήρθε η ιδέα ενός στρατεύματος κάτω από τις διαταγές του. Ύστερα από όσα είχε κατορθώσει, ο Άρχοντας Όσγουολ σίγουρα θα τον αντάμειβε. Όχι μόνο είχε φέρει ένα όπλο μεγάλης αξίας αλλά είχε αποκαλύψει τον Ρέναρντ και είχε σώσει τη ζωή του ηλικιωμένου ιππότη.

Μια ανώτερη θέση διοικητή ήταν πάντα το όνειρό του. Αποκεί και πέρα, δε θα αργούσε να διοικήσει ολόκληρο το στρατό.

Ένα χαμόγελο άρχισε να απλώνεται στο πρόσωπό του.

«Ούτε βήμα!»

Στην αρχή ο Χούμα δεν είδε τη μορφή που στεκόταν μπροστά του. Ντυμένη μ’ ένα μακρύ, πλούσιο, γκρίζο μανδύα, η μορφή χανόταν μέσα στο περιβάλλον της – με τόσες μάλιστα σκιές ολόγυρα. Το πρόσωπο της μορφής ήταν γκρίζο, όπως και τα δόντια και η γλώσσα της. Μοναδική διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη συνάντησή του με τον γκρίζο άντρα ήταν ότι εκείνη τη στιγμή δε χαμογελούσε ούτε τόσο δα.

«Πάλι εσύ!» ο Χούμα χάρηκε που είδε το γερο-μάγο –αν φυσικά ήταν μάγος–, γιατί έτσι θα μπορούσε να παινευτεί και σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό του. «Τις προκλήσεις σου τις κέρδισα με ευκολία! Έρχομαι να ζητήσω το έπαθλό μου – όχι ότι έχει και τόση σημασία πια.»

«Ασφαλώς. Άσε το σπαθί σου εκεί που βρίσκεσαι και προχώρα μπροστά.»

«Το σπαθί μου;» Καλύτερα να του ζητούσε το χέρι του.

«Το σπαθί σου. Πάντα μου πίστευα ότι αυτό το μέρος έχει καλή ακουστική. Κάνω λάθος λοιπόν;» Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο του μάγου ήταν το ίδιο απροσπέλαστο με του Ρέναρντ.

«Γιατί;» Ο Χούμα αδιαφορούσε αν φαινόταν καχύποπτος. Στο κάτω-κάτω, ο γκρίζος άντρας ήταν υπηρέτης της δρακοβασίλισσας. Φαίνεται πως οι θεοί φοβούνταν πια τη δύναμη του Χούμα –και γιατί όχι άλλωστε;

«Αυτό το πράμα που κουβαλάς δεν μπορεί να μπει σε αυτό το παλάτι. Πουθενά δεν επιτρέπεται.»

«Αυτό;» Ο Χούμα έτεινε το υπέροχο σπαθί, θαυμάζοντας την έντονη λάμψη του. Προηγουμένως πίστευε ότι ήταν καλοψτιαγμένο, αλλά η ακτινοβολία της ολοζώντανης ομορφιάς του ήταν χάρμα οφθαλμών. Να το παραδώσει; Όχι δίχως μάχη…

«Αυτή η θαυμαστή λεπίδα που κρατάς είναι γνωστή ως το Σπαθί των Δακρύων. Είναι κειμήλιο από την Εποχή των Ονείρων. Με αυτό η Τακίσις ξεπλάνεψε τη φυλή των ογκρ και τα παράσυρε μακριά από την ομορφιά, μέχρι που ξεστράτισαν όλα, εκτός από ελάχιστους. Είναι το όπλο με το οποίο λένε ότι ο υπέρμαχος του Σκότους θα μονομαχήσει με το Φως κατά την τελειωτική μάχη πριν από την έσχατη ημέρα. Είναι ολοφάνερα κακό και πρέπει να διωχτεί αποδώ. Αν υπάρχει αληθινή επιλογή.»

«Κάνεις λάθος. Είναι το κλειδί της νίκης μας. Κοίταξέ το!»

Ο γκρίζος άντρας σκίασε τα μάτια του. «Το έχω δει. Πολλές φορές. Ύστερα από τόσους αιώνες αυτή η παρωδία ακτινοβολίας ερεθίζει ακόμη τα μάτια.»

Ο Χούμα χαμήλωσε τη λεπίδα, αλλά μόνο όσο χρειαζόταν για να σημαδέψει τον άντρα που του έκλεινε το δρόμο. «Αυτό είναι; Ή είσαι από αυτούς που αποφεύγουν γενικά το φως; Νομίζω ότι ο κίνδυνος είσαι εσύ.»

«Το πρόσωπό σου να έβλεπες μόνο…»

«Το πρόσωπό μου;» Ο Χούμα γέλασε αλαζονικά. «Το Σπαθί των Δακρύων, λες. Μήπως το λένε έτσι εξαιτίας των δακρύων που θα χύσει η δρακοβασίλισσα όταν, επιτέλους, βρεθεί μπροστά σε κάτι δυνατότερο από την ίδια;»

Το πρόσωπο του γκρίζου άντρα παραμορφώθηκε από την αηδία. «Βλέπω ότι η απαίσια λεπίδα δεν έχει χάσει καθόλου τη γοητεία της.»

Κρατώντας το όπλο κτητικά, ο Χούμα σταύρωσε τα χέρια. «Αρκετά άκουσα το μύδρο σου. Θα μ’ αφήσεις λοιπόν να περάσω;»

Ο φύλακας έφερε το ραβδί του στο ύψος των ματιών. «Όχι με το σπαθί.»

Ο Χούμα χαμογέλασε μόνο και τίναξε το σπαθί προς το βραχώδες τοίχωμα στ’ αριστερά του. Η λεπίδα βυθίστηκε στην πέτρα λες και η σήραγγα ήταν φτιαγμένη από πηγμένο γάλα, λάμποντας με ένα σμαραγδένιο φως. Η λεπίδα φαινόταν άθικτη, ενώ σ’ εκείνο το σημείο το τοίχωμα είχε χάσει τη φυσική λάμψη του.

Ο γκρίζος άντρας περιορίστηκε να χαμογελάσει. «Χτύπα τον ξανά» είπε κοροϊδευτικά. «Μπορεί να έχει ακόμα δυνάμεις.»

Ο Χούμα τον αγριοκοίταξε. «Τελευταία σου ευκαιρία. Παραδίνεσαι;»

«Όχι μέχρι να παραδώσεις το σπαθί.»

«Τότε θ’ ανοίξω δρόμο μέσα από το κορμί σου.»

«Αν μπορείς.»

Ο ιππότης ύψωσε το Σπαθί των Δακρύων –που τώρα έλαμπε δυνατότερα, σαν να ανυπομονούσε– και προχώρησε. Ο γκρίζος άντρας εγκατέλειψε την αμυντική του στάση κι έριξε το ραβδί του στο δάπεδο της σήραγγας. Ο Χούμα απόμεινε εκεί, έκπληκτος, με το χέρι σηκωμένο.

«Ώστε παραδίνεσαι;»

Ο κουκουλοφόρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αν θες να συνεχίσεις, θα πρέπει να με ρίξεις κάτω.»

Χτύπα τον! φώναξε μια φωνή μέσα στο μυαλό του Χούμα. Τότε σε ολόκληρη τη σήραγγα κυριαρχούσε η πράσινη λάμψη του Σπαθιού των Δακρύων. Χτύπα τον! επανέλαβε η φωνή.

«Δεν…» ο Χούμα αγωνιζόταν να ολοκληρώσει τη φράση του. Η φωνή έγινε επίμονη. Χτύπα τον και πάρε το έπαθλό σου!

«…πρέπει!»

«Άσε κάτω το σπαθί, Χούμα. Μόνο τότε θα λευτερωθείς.»

«Όχι!» Το σπαθί μιλούσε μέσα από το στόμα του ιππότη, ο ίδιος δεν είχε πει λέξη. Αυτό έκανε το χέρι του Χούμα να σηκωθεί, σαν να ήθελε να χτυπήσει τον γκρίζο μάγο.

«Όχι!» Αυτή τη φορά μιλούσε ο Χούμα. Σωριάστηκε στο πλάι του διαδρόμου και κοίταξε με ξαφνική αηδία και φρίκη το αντικείμενο που κρατούσε στο χέρι του, παρά τη λαμπρότητά του, που έκανε ακόμα και τον γκρίζο άντρα να αποστρέφει το βλέμμα.

Πάρε με! Κράτα με! Προορισμός μου είναι η ματωμένη δόξα! Προορισμός μου είναι να σκίσω τον κόσμο για χάρη της κυράς μου!

«Όχι!» Η κραυγή της άρνησης ακούστηκε πιο αποφασιστική τη στιγμή που το ξάφνιασμα του Χούμα γινόταν θυμός. Είχε απαλλαγεί από τα μάγια του κακόβουλου όπλου. Η λεπίδα του είχε ζητήσει το αδύνατο – να χτυπήσει επίτηδες κάποιον που ούτε του άξιζε να χτυπηθεί ούτε καν προσπαθούσε να αμυνθεί. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Ρέναρντ και δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο στο φαιόχρωμο φύλακα.

Δύναμη ξεχείλισε από το σπαθί και ο Χούμα ούρλιαξε. Η άγρια δύναμη του όπλου τον έριξε καταγής. Ένιωθε λες και του ξέσκιζαν κάθε κύτταρο του κορμιού του. Δεν έβλεπε παρά μόνο την πράσινη λάμψη, δεν ένιωθε παρά μόνο πόνο και δεν άκουγε παρά μόνο την ασίγαστη διαταγή του Σπαθιού των Δακρύων, που προσπαθούσε να του επιβληθεί.

«Χούμα!» Μια οικεία φωνή τον διεκδίκησε με την επιρροή της. Αρπάχτηκε από αυτή τη σανίδα σωτηρίας και συγκεντρώθηκε.

«Πρέπει να θελήσεις να το αποχωριστείς ολοκληρωτικά, αλλιώς το δαιμονικό σπαθί θα πάρει, και το κορμί, και την ψυχή σου!»

Ολοκληρωτικά; Ο Χούμα αγωνίστηκε να επιβληθεί στον πόνο. Έβλεπε πλέον καθαρά ότι το Σπαθί των Δακρύων δούλευε μονάχα για τους δικούς του σκοπούς και ποτέ δε θα γινόταν στ’ αλήθεια υπηρέτης κάποιου άλλου. Αυτή η αναγνώριση του έδωσε όλη τη δύναμη της θέλησης που χρειαζόταν.

«Σ’ απαρνιέμαι!» Κράτησε το σπαθί με τεντωμένο χέρι, αηδιασμένος. «Δε θέλω τίποτα από σένα και γι’ αυτό δεν έχεις καμία επιρροή πάνω μου.»

Ο πόνος μειώθηκε και ο Χούμα συνέχισε. Αργά, κατάφερε να διώξει από το χέρι του το ξένο αντικείμενο, βρίζοντάς το, γνωρίζοντας πως δεν είχε καμία ισχύ πάνω του. Η αποφασιστικότητά του φάνηκε να το περιορίζει και η σμαραγδένια λάμψη μειώθηκε δραματικά.

Αφέντης, του φώναξε. Είσαι αληθινός αφέντης.

Μπροστά στη δύναμη του μυαλού του, το σπαθί δείλιασε. Η αυτοπεποίθηση του Χούμα μεγάλωσε και στο μυαλό του άστραψε μια ιδέα. Από τη στιγμή που το είχε νικήσει, δεν μπορούσε να το κρατήσει με ασφάλεια;

Όχι! Ο Χούμα απόδιωξε τη σκέψη. Ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του. Το δέρμα του είχε ασπρίσει.

Πέταξε άγρια τη δαιμονική λεπίδα στην άκρη του διαδρόμου. Ταυτόχρονα του φάνηκε πως άκουγε ή πως ένιωθε μια αβάσταχτη κραυγή. Το σπαθί βρόντησε στον απέναντι τοίχο κι έπεσε στο δάπεδο. Η λάμψη του είχε χαθεί ολότελα.

«Ποτέ» είπε λαχανιασμένος ο Χούμα.

Ακούμπησε στον τοίχο με τα χέρια στα γόνατα. «Ούτε για όλη τη δύναμη του κόσμου.»

Αργά βήματα φανέρωσαν την παρουσία του γκρίζου άντρα που πλησίαζε. Ένα δυνατό χέρι έπεσε στον ώμο του Χούμα. «Δεν υπάρχει πια λόγος να φοβάσαι. Το Σπαθί των Δακρύων δεν είναι τίποτα. Τίποτα περισσότερο από καπνός στον ουρανό. Βλέπεις;»

Ο Χούμα σήκωσε τα μάτια. Το δαιμονικό σπαθί τρεμόπαιζε και άρχισε να χάνεται, να βυθίζεται στην ανυπαρξία πάνω στην πέτρα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, δεν υπήρχε ούτε ίχνος της υλικής του παρουσίας.

«Πού είναι;»

«Εκεί που είναι η θέση του, ελπίζω. Έχει δική του σκέψη, αλλά αυτό το ξέρεις ήδη. Νομίζω πως εκεί που το έβαλα θα χρειαστεί κάμποσο κόπο για να λευτερωθεί.»

Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια. «Με έσωσες – εμένα και την ψυχή μου.»

«Εγώ;» Ο γκρίζος άντρας φάνηκε να διασκεδάζει ελαφρά. «Εγώ δεν έκανα τίποτα περισσότερο από μερικές φιλικές προτροπές. Εσύ έπρεπε να δώσεις την πραγματική μάχη. Τα κατάφερες όμως.»

«Και τώρα τι γίνεται;» Ο Χούμα ανασηκώθηκε αργά. Το κορμί του υπέφερε. Το κεφάλι του πονούσε. Εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθε ικανός για τίποτα. Σωριάστηκε στον τοίχο.

«Τώρα;» Ο γκρίζος άντρας φαινόταν να διασκεδάζει. Ο Χούμα δεν καταλάβαινε πού έβρισκε το αστείο. «Τώρα… προχωρείς και διεκδικείς το έπαθλό σου. Νίκησες και τις τρεις προκλήσεις.»

«Νίκησα…» Ο ιππότης κούνησε λυπημένα το κεφάλι. «Λάθος κάνεις. Μόλις που κατάφερα να σώσω τη ζωή μου – πόσο μάλλον την ψυχή μου.»

«Είσαι ζωντανός. Ναι. Αυτός είναι ο σκοπός των πάντων. Η μάχη για τη ζωή, για κάποιο σκοπό.»

«Ο Γουιρμφάδερ. Το Σπαθί των Δακρύων. Οι προκλήσεις είναι μόνο δύο. Εκτός…» Η αλήθεια τού ήρθε πολύ απότομα.

Ο γκρίζος άντρας τού χάρισε ένα θλιμμένο, γκρίζο χαμόγελο. «Το ταξίδι σου διαμέσου του καθρέφτη δεν ήταν τυχαίο. Μια απαίσια, σκούρα κηλίδα είχε απλωθεί στο ύφασμα της Ιπποσύνης – και ποιος άλλος ήταν ικανότερος για να την καθαρίσει παρά εσύ! Οι περισσότεροι νομίζω πως θα σκότωναν ευχαρίστως τον Ρέναρντ χωρίς να του δώσουν την ευκαιρία να παραδοθεί. Εσύ, ακόμα και τότε, θέλησες να τον σώσεις. Αυτό το πάθος για τη ζωή είναι αυτό για το οποίο αγωνίζεται στ’ αλήθεια η Ιπποσύνη, πάνω απ’ όλα τα άλλα.»

Ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του, κοίταξε τη σήραγγα που έμοιαζε ατελείωτη πίσω από τον γκρίζο άντρα και ύστερα στράφηκε ξανά στην κουκουλοφόρα φιγούρα. «Είσαι ο Πάλανταϊν;»

Ο γκρίζος άντρας χαμογέλασε σκανταλιάρικα και χτύπησε με το δάχτυλο το πλάι της μύτης του. «Θα μπορούσα να πω πως είμαι, αλλά δε θα το κάνω. Ας πούμε απλώς ότι η ισορροπία ανάμεσα στο Καλό και το Κακό πρέπει να διατηρηθεί κι εγώ είμαι ένας από αυτούς που έχουν επιλεγεί για να φροντίσουν γι’ αυτό – σαν κι εσένα δηλαδή, αν και φοβάμαι ότι ο ρόλος μου, συγκρινόμενος με το δικό σου, είναι πολύ μικρός.» Δεν έδωσε στον Χούμα την ευκαιρία να του απαντήσει. «Καιρός να διαβείς και την τελευταία σήραγγα και να διεκδικήσεις το έπαθλό σου. Όπως είπα και πριν, πρέπει να πας άοπλος. Χωρίς κανένα όπλο, εκτός από την πίστη σου.»

Με τον Χούμα να τον κοιτάζει, ο γκρίζος άντρας σήκωσε το ένα του χέρι. Κρατούσε δυο εγχειρίδια από τις αιχμές τους. Ο Χούμα άπλωσε ενστικτωδώς το χέρι στη ζώνη του, αλλά τα εγχειρίδιά του είχαν χαθεί. Ανήκαν πλέον στον γκρίζο άντρα – μόνο που είχε χαθεί κι εκείνος. Μπροστά στον Χούμα δεν υπήρχε παρά μονάχα η σήραγγα που έχασκε.

Έκανε ένα βήμα προς το σκοτεινό διάδρομο.

Είπε δύο προσευχές – μία στον Πάλανταϊν και μία στον Γκίλεαν, τον Άρχοντα της Ουδετερότητας, και προχώρησε στο σκοτάδι.


Δεν είχε την αίσθηση του χρόνου, αλλά ήταν σίγουρος ότι περπατούσε πολλή ώρα, όταν έφτασαν τα πρώτα σφυροκοπήματα στ’ αυτιά του. Δεν ακούγονταν ούτε μακριά ούτε κοντά και η έντασή τους ήταν αμετάβλητη. Δεν ήταν όπως στη μεγάλη αίθουσα, τότε που ο πελώριος δράκος ούρλιαζε έξαλλος από το μαρτύριο. Αντίθετα, ο οικείος ήχος ενός σιδηρουργού που δούλευε ησύχασε τον ιππότη, που θυμήθηκε κάποιο σημείο της εκπαίδευσής του που είχε να κάνει με τα βασικά αυτής της δουλειάς. Όλοι οι ιππότες είχαν κάποια γνώση της τέχνης του σιδηρουργού, γιατί ο καθένας τους μπορεί να χρειαζόταν να επιδιορθώσει μια πανοπλία ή ένα πέταλο αλόγου. Ένας καλός σιδηρουργός, όπως υπαγόρευε η Ιπποσύνη, μπορούσε να κάνει, ουσιαστικά, τα πάντα με ένα σφυρί, ένα αμόνι κι ένα πυρακτωμένο κομμάτι μετάλλου.

Αυτός που δούλευε το αμόνι έπρεπε να είναι γερός άντρας, κατέληξε ο Χούμα, γιατί τα σφυροκοπήματα ακούγονταν τόσο ρυθμικά και για τόσο πολλή ώρα που οι περισσότεροι άντρες θα είχαν γονατίσει από την κούραση. Αλλά ποιος έλεγε ότι ήταν άνθρωπος; Δεν μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Ρέορξ; Αυτό το μέρος ήταν τόπος των θεών και της δύναμης. Μπροστά του μπορεί να βρισκόταν οτιδήποτε.

Τότε, χωρίς να το πάρει είδηση, ο Χούμα βρέθηκε να στέκεται μέσα στο μεγάλο οπλοστάσιο.

Αμέτρητα σύνεργα του πολέμου και της ειρήνης κρέμονταν παντού, στέκονταν όρθια ή κείτονταν κάτω από τον ένα τοίχο μέχρι τον άλλο, έως εκεί που έφτανε το μάτι του μέσα στο μισόφωτο και αρκετά κρέμονταν κι από την οροφή. Ένα δρεπάνι που η λεπίδα του, αν την ίσιωνες, θα ήταν τουλάχιστον ίση με το μπόι του. Σπαθιά κάθε σχήματος και μεγέθους, άλλα κυρτά, άλλα ίσια, άλλα λεπτά κι άλλα βαριά. Στολισμένα με πετράδια και απλά. Για το ένα χέρι ή και για τα δύο. Εκεί έβλεπε περισσότερες πανοπλίες κι από τις κάτω αίθουσες. Οι πανοπλίες ξεκινούσαν από τους πιο πρωτόγονους θώρακες μέχρι πλήρεις πανοπλίες του τελευταίου τύπου, σαν αυτές που φορούσε ο Αυτοκράτορας του Έργκοθ. Ασπίδες κρέμονταν από πάνω τους, με κάθε έμβλημα που είχε υπάρξει ποτέ και ανάμεσά τους κι εκείνο των Ιπποτών της Σολάμνια.

Υπήρχαν τόσο πολλά ακόμα και ο Χούμα λαχταρούσε να τα δει όλα. Ένιωθε σαν να είχε μπει στο χαμένο τάφο κάποιου μεγάλου πολεμιστή. Μόνο που αυτός δεν ήταν κάποιος χαμένος τόπος ανάπαυσης των νεκρών, γιατί οι πανοπλίες και τα όπλα δεν είχαν ίχνος σκόνης και κανένα σημάδι από το πέρασμα του χρόνου. Κάθε αντικείμενο που παρατηρούσε θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί μόλις την προηγούμενη μέρα – τόσο κοφτερές ήταν οι ακμές και τόσο λείες οι επιφάνειες. Καμιά σκουριά δεν είχε διαβρώσει τις πανοπλίες. Η ξύλινη λαβή του δρεπανιού δεν ήταν σάπια. Όμως ο Χούμα ήξερε ότι αυτά τα όπλα ήταν πιο παλιά κι από τις κάτω αίθουσες, ότι αυτή η αίθουσα είχε δημιουργηθεί πριν από οτιδήποτε άλλο μέσα σε αυτό το βουνίσιο λαβύρινθο.

Δεν ήξερε πώς το γνώριζε, αλλά ήταν σίγουρος.

Τα σφυροκοπήματα είχαν γίνει πια οικεία στ’ αυτιά του και όταν σταμάτησαν, δεν το πρόσεξε αμέσως. Όταν το κατάλαβε, βρισκόταν κιόλας στη μέση του οπλοστασίου και η ματιά του έπεφτε μια εδώ και μια εκεί. Τότε κοντοστάθηκε αβέβαιος για μια στιγμή. Εκείνη τη στιγμή ήταν που είδε το φως που τρεμόσβηνε μπροστά του και άκουσε τον άγνωστο σιδηρουργό να ξαναπιάνει δουλειά. Μονάχα μια μεγάλη, βαριά πύλη τους χώριζε.

Ο Χούμα τέντωσε το χέρι του για να χτυπήσει το ένα θυρόφυλλο κι εκείνο άνοιξε. Την κίνησή του συνόδευε ένα τρομερό τρίξιμο και ο ιππότης πρόσεξε παραξενεμένος ότι τα σφυροκοπήματα συνεχίζονταν λες και ο σιδηρουργός δεν είχε ακούσει τίποτα – ή δεν τον ένοιαζε.

Ήταν ένας σιδηρουργός μεγαλόσωμος σαν θεός. Μια πελώρια δεξαμενή νερού, που δεν μπορούσε παρά να χρησιμεύει στην ψύξη του μετάλλου. Ένα τεράστιο καμίνι όπου –ο Χούμα αναγκάστηκε να μισοκλείσει τα μάτια– σκιώδεις μορφές τροφοδοτούσαν το φούρνο όλο δύναμη και χαρά.

Το σφυροκόπημα σταμάτησε οριστικά. Τράβηξε τα μάτια του από το πυρακτωμένο καμίνι και γύρισε.

Το αμόνι ήταν ψηλό μέχρι τη μέση του και θα ζύγιζε δώδεκα φορές το βάρος του με πλήρη πανοπλία. Η γεμάτη κάπνα μορφή που στεκόταν δίπλα του –σηκώνοντας ψηλά με ευκολία μια διπλή σφύρα με το ένα χέρι– γύρισε να κοιτάξει το νεοφερμένο. Οι φιγούρες στο καμίνι σταμάτησαν το έργο τους, όπως και οι δυο κοντά στο αμόνι. Ο σιδηρουργός χαμήλωσε το χέρι του και προχώρησε μπροστά. Τα μάτια του Χούμα δεν πήγαν αμέσως στο πρόσωπό του, αλλά καθηλώθηκαν πρώτα στο μπράτσο του. Ήταν μεταλλικό, από ένα μέταλλο που έλαμπε σαν αυτό που είχε μετενσαρκωθεί νωρίτερα ο Γουιρμφάδερ.

Τότε ο Χούμα κοίταξε το σιδηρουργό στο πρόσωπο. Όπως το κορμί του, έτσι κι αυτό ήταν γεμάτο κάπνα. Διαπίστωσε ότι δεν ανήκε σε κάποια ιδιαίτερη φυλή, γιατί τα χαρακτηριστικά του ήταν ένα κράμα από χαρακτηριστικά ξωτικού, ανθρώπου, νάνου και από κάτι… απροσδιόριστο.

Ο σιδηρουργός τον κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια και με φωνή παράξενα ήσυχη τον ρώτησε «Ήρθες επιτέλους για τη Δρακολόγχη;»

Загрузка...