Κεφαλαίο 4

Ο πόλεμος επρόκειτο να είναι σύντομος και τελειωτικός. Η Τακίσις, η Βασίλισσα του Σκότους, είχε στείλει προπομπούς τα παιδιά της, τους σκλάβους της, τους πολεμιστές της, τους μάγους της και τους μύστες της σε μια μεγάλη συλλογική δύναμη. Επίκεντρο της επίθεσης της ήταν οι Ιππότες της Σολάμνια, γιατί στο πρόσωπό τους έβλεπε τη δύναμη και τον κίνδυνο που κάποτε αντιπροσώπευαν τα ξωτικά. Τώρα πια τα ξωτικά ήταν μια σκιά της αλλοτινής τους δύναμης. Η αυτοεξορία τους από τον εξωτερικό κόσμο τούς είχε αφαιρέσει την ικμάδα. Θα είχαν την προσοχή της αφού πρώτα έλιωνε την Ιπποσύνη.

Οι ιππότες όμως είχαν κι αυτοί τους συμμάχους τους και –το κυριότερο– είχαν την τάξη και την πειθαρχία που απουσίαζε θλιβερά από τους ακολούθους της βασίλισσας. Επίσης, οι ιππότες είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στον αιώνιο εχθρό της, τον Πάλανταϊν.

Έλεγαν ότι είχε δημιουργήσει την Ιπποσύνη ο ίδιος ο Πάλανταϊν. Ήταν βέβαια αλήθεια ότι ο Βίνους Σολάμνους, ο διοικητής από το Έργκοθ που είχε στραφεί ενάντια στην τυραννία του αυτοκράτορά του, είχε εισαγάγει τον Όρκο και το Μέτρο που ακολουθούσαν οι στρατιώτες του, αλλά πάντα ισχυριζόταν ότι είχε πέσει σ’ ένα άλσος του μακρινού νησιού Σάνκριστ, ενός τόπου πέρα από τις δυτικές ακτές του ίδιου του Άνσαλον, όπου τον περίμενε ο ίδιος ο Πάλανταϊν. Με τους δίδυμους γιους του, τις θεότητες Κίρι-Τζόλιθ και Χάμπακουκ, ο Πάλανταϊν είχε οδηγήσει τον Βίνους Σολάμνους στη δημιουργία μιας ισχυρής ομάδας στην υπηρεσία του Καλού.

Από τον Χάμπακουκ προερχόταν το Τάγμα του Στέμματος, το οποίο θεωρούσε την πίστη ως κυριότερη έκφρασή του. Όλοι οι νέοι ιππότες γίνονταν μέλη αυτού του τάγματος για να μάθουν καλύτερα να δρουν συλλογικά, να βοηθούν τους συντρόφους τους και να ακολουθούν πιστά τον Όρκο και το Μέτρο.

Από την Κίρι-Τζόλιθ, θεά της Δίκαιης Μάχης, προερχόταν το Τάγμα του Ξίφους. Όσοι το επιθυμούσαν μπορούσαν να γίνουν μέλη του μόλις αποδείκνυαν την αξία τους ως μέλη του Στέμματος. Για τον Ιππότη του Ξίφους το πρώτο και κυριότερο ήταν η τιμή. Κανένα χέρι δε θα υψωνόταν με άδικο θυμό, κανένα σπαθί δε θα τραβιόταν για προσωπική αντιζηλία.

Τέλος, από τον ίδιο τον Πάλανταϊν προερχόταν το Τάγμα του Ρόδου. Αυτοί αποτελούσαν την ελίτ και ήταν οι ιππότες που είχαν τόσο ενστερνιστεί τα έργα του Πάλανταϊν που για αυτούς τίποτε άλλο δε μετρούσε. Η σοφία και η δικαιοσύνη κυβερνούσαν τη ζωή τους. Από τις τάξεις τους εκλεγόταν συνήθως ο Μέγας Μάγιστρος, ο ανώτατος αρχηγός των ιπποτών.

Αν και ποτέ δεν είχε ισχύ κάτι τέτοιο όσο ζούσε ο Βίνους Σολάμνους, το Τάγμα του Ρόδου έγινε τάγμα της αφοσίωσης. Αν και όλοι οι ιππότες ισχυρίζονταν ότι προέρχονταν από βασιλικό αίμα, το Τάγμα του Ρόδου ήταν ανοιχτό μόνο σε εκείνους που είχαν το «καθαρότερο» αίμα από όλους. Αυτό τον κανόνα δεν τον αψηφούσε ποτέ κανείς, κι ας ερχόταν σε αντίθεση με όλες τις διδαχές του Πάλανταϊν.

Ο πόλεμος είχε αποτελματωθεί με το χειρότερο τρόπο. Άντρες, δράκοι, ογκρ, γκόμπλιν – οι απώλειες μεγάλωναν, τα νεκροφάγα πλάσματα θρέφονταν καλά, ξέσπασαν οι πρώτοι λοιμοί…

«Δεν πίστευα…» Η φωνή της ασημένιας δράκαινας έσβησε. Ο Χούμα δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο γρήγορα απλωνόταν η καταστροφή σε μια μέχρι πρότινος ακόμα άθικτη περιοχή. Από κάτω τους όμως, τρομακτικά ρεαλιστική, υπήρχε η μαρτυρία.

Δάση ολόκληρα από αρχαία, περήφανα δέντρα είχαν ξεριζωθεί από τη γη – είτε από δράκους είτε από μάγους. Οι αγροί δεν ήταν παρά μεγάλοι σωροί από ανασκαμμένο χώμα, γεμάτοι βαριές πατημασιές. Οι νεκροί κείτονταν ανά χιλιάδες, ιππότες και ογκρ μαζί, αν και τα τελευταία φαίνονταν περισσότερα – ή μήπως αυτή δεν ήταν παρά η τυφλή ελπίδα του Ιππότη της Σολάμνια;

Το πρόσωπο του Χούμα χλόμιασε. Κοίταξε τους σκορπισμένους ολόγυρα νεκρούς και ύστερα σκέπασε τα μάτια του μέχρι να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.

«Μάταιος αγώνας» του φώναξε ο Καζ στο αυτί. Ο μινώταυρος είχε ξεχάσει το φόβο του για την πτήση εξαιτίας του μεγάλου ενδιαφέροντος του για τη μάχη. «Ο Κράινους διαλέγει τα θύματά του, και οι αρχηγοί του ανταποδίνουν τη χάρη με μικρές δαγκωματιές. Κανείς δε θα βγει κερδισμένος.»

Τα λόγια του έκαναν τον Χούμα να σφιχτεί. Ο Καζ δεν μπορούσε να τα βάλει με την ίδια του τη φύση. Για εκείνον η μάχη δεν ήταν παρά μια μελέτη ικανότητας και θέσης. Ακόμα κι αν τον αφορούσε προσωπικά, ο ίδιος θα σκεφτόταν στρατηγικές και τακτικές. Ακόμα και το τσεκούρι του ούρλιαζε στον αέρα.

Η ασημένια δράκαινα έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος τους. «Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να προσγειωθούμε εδώ. Φαίνεται πως το Κάιρ έχει χαθεί και για τις δύο πλευρές. Αυτή η γη δε θα θρέψει κανένα.»

Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του. «Υπάρχει ελπίδα λοιπόν. Οι γραμμές ανεφοδιασμού των ογκρ πρέπει να είναι πολύ αραιές. Οι ιππότες φαίνονται πιο σίγουροι έτσι.»

«Αλλά η δύναμή τους δεν είναι τόσο μεγάλη όσο των ογκρ» τον διέκοψε ο μινώταυρος.

Τόση ένταση τους είχε προκαλέσει ο όλεθρος στο έδαφος που κανείς τους δεν πρόσεξε τις μεγάλες, σκούρες μορφές που έρχονταν πάνω-κάτω προς το μέρος τους. Ο Καζ ήταν αυτός που τις εντόπισε. Έσφιξε ξαφνικά τον ώμο του Χούμα. Ο Χούμα έστρεψε το κεφάλι και ακολούθησε το βλέμμα του Καζ.

«Δράκοι!» φώναξε στο ασημένιο ερπετό που τους μετέφερε. «Έξι τουλάχιστον!»

Καθώς πλησίαζαν, ο Χούμα άρχισε να ξεχωρίζει καλύτερα σχήματα και χρώματα. Κόκκινοι – με αρχηγό έναν μαύρο; Στένεψε τα μάτια του και διαπίστωσε ότι έτσι ήταν. Ένας πελώριος μαύρος δράκος – με έναν αναβάτη. Το ίδιο και οι υπόλοιποι!

«Δεν μπορώ να τους πολεμήσω όλους» είπε η ασημένια δράκαινα. «Μόλις πλησιάσουμε στη γη, πηδήξτε. Θα προσπαθήσω να τους παρασύρω μακριά.»

Η ασημένια δράκαινα πέταξε σύρριζα στα δέντρα, προσπαθώντας να βρει κάποιο σημείο κατάλληλο για προσγείωση πριν τους πλησιάσουν οι φονικοί τους αντίπαλοι.

«Πηδήξτε μόλις σας πω! Έτοιμοι;»

«Με λυπεί να φεύγω από μια μάχη, ακόμα κι ανάμεσα στα σύννεφα. Δεν υπάρχει τρόπος να βοηθήσουμε, Χούμα;»

Ο Χούμα είχε το πρόσωπό του γυρισμένο αλλού. «Όχι, καλύτερα να πηδήσουμε.»

«Όπως θες.»

Πέρασαν πάνω από κάτι που κάποτε ήταν ένα αγροτόσπιτο. Τώρα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας χαμηλός τοίχος από τούβλα που σχημάτιζε ένα ακανόνιστο ορθογώνιο. Πιο πέρα όμως το έδαφος ήταν καθαρό.

«Κόβω ταχύτητα! Ετοιμαστείτε!»

Πήραν θέσεις.

«Τώρα!»

Ο Καζ κινήθηκε πρώτος. Έπεσε σαν να τον είχε χτυπήσει κατάστηθα ένα βέλος. Τα νύχια της δράκαινας ακούμπησαν απαλά τη γη καθώς γλιστρούσε σε μια καινούρια στροφή.

Ο Χούμα έγειρε για να πηδήσει – και δίστασε.

«Τι κάνεις εκεί;» ούρλιαξε η ασημένια δράκαινα βλέποντας τους έξι δράκους να πλησιάζουν.

«Δεν μπορείς να τους πολεμήσεις μόνος!»

«Μην είσαι ανόητος!»

«Πολύ αργά» της φώναξε βιαστικά.

Κάθε δράκος μετέφερε μια ψηλή, δυσοίωνη μορφή ντυμένη με λιτή, εβένινη πανοπλία. Τα πρόσωπά τους κρύβονταν πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας τους. Αν ήταν άνθρωποι, ογκρ ή κάτι άλλο, ο Χούμα δεν μπορούσε να το ξέρει.

Ο αναβάτης του τρομερού μαύρου δράκου, μια τεράστια μορφή που έκανε τον Χούμα να μοιάζει με νάνο, έγνεψε στους άλλους. Οι κόκκινοι τραβήχτηκαν και περίμεναν. Ο μαύρος δράκος τσίριξε ανυπόμονα καθώς τον πρόγκιξε ο καβαλάρης του.

Οι δυο δράκοι πλησίασαν με άγριους βρυχηθμούς. Νύχια έσκισαν τον αέρα κι ένα νύχι βυθίστηκε στο αντιβράχιο της ασημένιας δράκαινας. Εκείνη, με τη σειρά της, έσκισε το εκτεθειμένο στήθος του μαύρου, αφήνοντας μεγάλες, διαγώνιες νυχιές πάνω του.

Ο θωρακοφόρος πολεμιστής στριφογύρισε ένα φονικό, διπλό τσεκούρι και ο Χούμα έσκυψε από ένστικτο για να τον αποφύγει. Καθώς συμπλέκονταν οι δυο δράκοι, ο Χούμα μπόρεσε να βρεθεί σε θέση που του επέτρεπε να ανταποδώσει το χτύπημα.

Οι άλλοι αναβάτες περίμεναν γεμάτοι νευρικότητα, με τους δράκους τους να τσιρίζουν άγρια που δεν τους επέτρεπαν να μπουν στη μάχη.

Τότε η ασημένια δράκαινα βρήκε με τα νύχια της το μαύρο δράκο στη μια φτερούγα και εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο. Ο μαύρος αναβάτης πετάχτηκε στο πλάι, κι έμεινε ανοιχτός στην επίθεση του Χούμα. Χωρίς να το σκεφτεί, ο ιππότης χτύπησε το άνοιγμα κάτω από τον ώμο του αντιπάλου του. Η αιχμή τρύπησε εύκολα τους λεπτούς κρίκους και η φόρα της την έσπρωξε βαθύτερα. Ο δρακοκαβαλάρης βόγκηξε κι έγειρε πίσω.

Μια χορωδία κραυγών από δράκους και πολεμιστές ειδοποίησε το μαύρο δράκο για τον τραυματισμό του αναβάτη του. Με ξέφρενες κινήσεις, ο μαύρος απομακρύνθηκε από την ασημένια.

Ο Χούμα ετοιμάστηκε για τη μαζική επίθεση που θα επακολουθούσε, αλλά, όλως περιέργως, ο εχθρός δεν εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημά του. Οι υπόλοιποι δράκοι σχημάτισαν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από το μαύρο δράκο και το βαριά πληγωμένο αναβάτη του και τα έξι τέρατα στράφηκαν προς τα κει απ’ όπου είχαν έρθει. Ο εχθρός απομακρύνθηκε πετώντας, κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα της ασημένιας δράκαινας και του ιππότη.

Ο Χούμα μπόρεσε να ανασάνει ήρεμα ξανά.

Από κάτω του η ασημένια δράκαινα ξαναβρήκε και αυτή την αυτοκυριαρχία της. Οι πληγές αιμορραγούσαν ακόμα και ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο βαθιές να ήταν.

Εκείνη τον κοίταξε λες και του απαντούσε, με την έγνοια αποτυπωμένη σε κάθε της κίνηση.

«Πληγώθηκες;»

«Όχι. Εσύ; Χρειάζεσαι βοήθεια;» Πώς γιατρεύεις άραγε ένα δράκο; «Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω, αλλά μπορώ να προσπαθήσω.»

Εκείνη κούνησε το λαμπερό κεφάλι της. «Μπορώ να γιατρευτώ μόνη μου. Λίγη ξεκούραση χρειάζομαι μόνο. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι οι περίεργες συνθήκες αυτής της μάχης. Αυτή ήταν κάτι παραπάνω από απλή περίπολος. Δεν μπορώ να σκεφτώ την απάντηση, αλλά νομίζω πως ήταν κάποιο σημάδι.»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. «Πρέπει να μαζέψουμε τον Καζ και να τρέξουμε στον Άρχοντα Όσγουολ. Θα θέλει να τα μάθει όλα.»

Η ασημένια δράκαινα έσκυψε προς τα κάτω και είδε κάτι που την έκανε να χαμογελάσει κυνικά. «Φαίνεται πως έχουμε κι άλλους επισκέπτες» είπε. «Κάποιους που νομίζω πως δε θα χαρούν να δουν ένα μινώταυρο ανάμεσά τους.»

Ο Χούμα ακολούθησε το βλέμμα της και τους είδε. Ιππότες της Σολάμνια. Πάνω από είκοσι, λογάριασε. Μια περίπολος με τη δική της σημαία. Η ασημένια δράκαινα είχε δίκιο. Το πιθανότερο ήταν πως οι ιππότες θα σκότωναν τον Καζ, με τίμημα βέβαια τη ζωή μερικών δικών τους.

Ο Καζ, κρυμμένος στα απομεινάρια του κάρου του αγρότη και αγνοώντας την ύπαρξη των ιππέων που έρχονταν από πίσω του, σηκώθηκε να χαιρετήσει τον Χούμα και την ασημένια δράκαινα. Ακόμα κι αν οι ιππότες δεν είχαν δει το μινώταυρο, η προσγείωση της δράκαινας δε θα τους ξέφευγε. Ένας ιππότης εντόπισε το ταυροκέφαλο πλάσμα και φώναξε για να προειδοποιήσει τους άλλους. Αμέσως η περίπολος όρμησε σε πλήρη επίθεση. Ο μινώταυρος γύρισε απότομα ακούγοντας το βροντερό θόρυβο, κι απόμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Ύστερα, το πολεμικό τσεκούρι που του είχε αφήσει ο Χούμα βρέθηκε να στριφογυρίζει ανυπόμονα στα χέρια του. Σπαθιά σηκώθηκαν και λόγχες σημάδεψαν.

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να σκεφτεί να κάνει παρά ένα πράγμα μονάχα: φώναξε το σχέδιό του στην ασημένια δράκαινα. Οι πολεμιστές σήκωσαν κατάπληκτοι τα μάτια και η τακτική τους επέλαση έγινε άτακτη, καθώς ξέχασαν στιγμιαία τα πάντα μπροστά στο θαυμαστό κάτοικο του ουρανού. Η ασημένια δράκαινα χαμήλωσε πίσω από τον Καζ και κατάφερε να τον αρπάξει από τους ώμους. Ο Καζ έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή κι άφησε το τσεκούρι του να πέσει, ενώ τα μεγάλα νύχια της του έσφιξαν και τους δυο ώμους και τον σήκωσαν στον αέρα. Οι ιππότες τράβηξαν άγρια τα χαλινάρια προσπαθώντας απεγνωσμένα να σταματήσουν τα άλογά τους, ενώ ταυτόχρονα ζητωκραύγαζαν νομίζοντας πως παρακολουθούν το τέλος ενός διαγουμιστή μινώταυρου.

Ο Καζ συνέχισε να αραδιάζει στη σειρά κάτι βρισιές που θα έκαναν και το χειρότερο ληστή να κοκκινίσει, αλλά ήταν εντελώς ανίσχυρος στα νύχια της δράκαινας. Μόλις βρέθηκαν λίγο πιο μακριά, η δρακόντισσα τον άφησε απαλά στο έδαφος και προσγειώθηκε εκεί κοντά.

Ο Χούμα πήδηξε από την πλάτη της και βρέθηκε αμέσως αντιμέτωπος με το μινώταυρο. Αν ο τελευταίος δεν είχε ορκιστεί να τον υπηρετεί, ο ιππότης υποπτεύθηκε ότι θα τον έσφαζε επιτόπου. Φωτιές έκαιγαν στα βαθουλωτά μάτια του μινώταυρου, που ρουθούνιζε συνέχεια όλο θυμό.

«Δε θα πολεμήσεις!» τον διέταξε ο Χούμα.

«Θα με σκοτώσουν! Άσε με τουλάχιστον να πεθάνω πολεμώντας αντί να στέκομαι σαν κανένας ανίκανος και βλάκας νάνος.»

Πολύ σιγανά και μ’ ένα ψυχρό θυμό που ξάφνιασε και τον ίδιο, ο Χούμα επανέλαβε τα λόγια του. «Είπα: δε θα πολεμήσεις.»

Ο μινώταυρος ξεφύσησε απότομα και φάνηκε να βουλιάζει. Κοίταξε τον Χούμα. «Όπως θέλεις. Θα σ’ εμπιστευτώ, εσένα που μου έσωσες δυο φορές τη ζωή.»

Άντε πάλι! Ο Χούμα αναστέναξε εκνευρισμένος και στράφηκε προς την περίπολο που πλησίαζε διστακτικά την παράξενη τριάδα. Ο περιπολάρχης, ο μόνος που φαινόταν ανεπηρέαστος από τη θέα της μεγάλης δράκαινας, τους διέταξε να σταματήσουν κι έσκυψε μπροστά, παρατηρώντας προσεκτικά το νεαρό ιππότη.

«Φαίνεται πως ο Μπένετ δε σε ξεφορτώθηκε τελικά, Χούμα.»

Ο Χούμα τον αναγνώρισε επιτέλους, καθυστερημένα. «Ρέναρντ!»

Ο Ρέναρντ σήκωσε την προσωπίδα του. Μερικοί ιππότες κουνήθηκαν άβολα στις σέλες τους. Το πρόσωπο του Ρέναρντ ήταν νεκρικά ωχρό και, όταν μίλησε, τα χαρακτηριστικά του ήταν σαν απολιθωμένα. Θα μπορούσε να είναι ωραίος άντρας, αλλά η ομορφιά του είχε καταστραφεί στα νιάτα του, όταν κόντεψε να πεθάνει από το λοιμό. Το πρόσωπό του ήταν λιπόσαρκο και χαρακωμένο και κάποιοι που τον συκοφαντούσαν συνήθιζαν να λένε ότι ο Ρέναρντ είχε πεθάνει από την αρρώστια, αλλά δεν το είχε πάρει είδηση. Τέτοια γλαφυρά σχόλια όμως δε γίνονταν ποτέ παρουσία του. Λίγοι ιππότες μπορούσαν να τον συναγωνιστούν.

Ο Χούμα χάρηκε που τον είδε. Ο μεγαλύτερος του ιππότης τον είχε πάρει κάτω από την προστασία του από την αρχή, από τότε που είχε έρθει στο Βίνγκααρντ για να υποβάλει την αίτησή του να τον δεχτούν στην Ιπποσύνη. Ο Ρέναρντ τον είχε στηρίξει όταν άλλοι επέμεναν να τον απορρίψουν σαν ένα αγόρι που το μόνο που μπορούσε να ισχυριστεί ήταν ότι ο πατέρας του διατέλεσε ιππότης, χωρίς την επιβεβαίωση της μητέρας του.

Στο μεταξύ, οι ιππότες είχαν ξεπεράσει το δέος τους μπροστά στη δράκαινα και εκείνη τη στιγμή κοίταζαν όλοι τον Καζ. Ακούγονταν πολλά μουρμουρητά, τα περισσότερα είχαν να κάνουν με την παρουσία ενός τόσο περίεργου πλάσματος όπως ο μινώταυρος. Ο Ρέναρντ έδωσε τη διαταγή. «Δέστε το μινώταυρο. Είμαι σίγουρος ότι ο Άρχοντας Όσγουολ θα δείξει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτόν και για το τι δουλειά έχει τόσο μακριά από τη μάχη.»

Ο Καζ πισωπάτησε σηκώνοντας τις γροθιές του. «Για προσπάθησε! Ο πρώτος που θα απλώσει χέρι πάνω μου δε θα είναι σε θέση να το ξανακάνει!»

Ένας ιππότης τράβηξε το σπαθί του. «Αναιδέστατο κτήνος! Δε θα ζήσεις για να κάνεις αυτό που λες!»

«Μη!» Ο Χούμα πλησίασε τον Ρέναρντ. «Δεν είναι εχθρός. Προσπαθούσε να ξεφύγει από τα ογκρ. Τον βρήκα αιχμάλωτο των γκόμπλιν και τον έσωσα. Σκότωσε ένα ογκρ για να σώσει ανθρώπινες ζωές!»

Μερικοί από τους άντρες πέταξαν κάποια σχόλια σχετικά με την ευπιστία του νεαρού ιππότη και ο Χούμα κατάλαβε ότι είχε γίνει κατακόκκινος.

Ο Καζ ρουθούνισε. Κάθε προσβολή της τιμής του Χούμα ήταν και δική του προσβολή, μια και του χρωστούσε τη ζωή του. «Αυτή είναι η τιμή των Ιπποτών της Σολάμνια; Έτσι φέρεστε στους δικούς σας; Ίσως ήταν λάθος μου να πιστέψω ότι η Ιπποσύνη είναι τιμημένη όπως η φυλή μου!»

Ο ιππότης που είχε τραβήξει το σπαθί του άρχισε να πιέζει το άλογό του να προχωρήσει. «Θα σου πάρω το κεφάλι, μινώταυρε!»

«Τίποτα τέτοιο δε θα κάνεις, Ιππότη Κόνραντ.» Ο θυμωμένος ιππότης προσπάθησε να αντισταθεί στη ματιά του Ρέναρντ, αλλά –όπως είχε συμβεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν– νικητής αποδείχτηκε ο χλομός ιππότης. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στα παγερά, γαλάζια του μάτια.

«Για να λέμε την αλήθεια, κανείς σας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κριτική ικανότητα του Χούμα» συνέχισε ο Ρέναρντ. «Και το ξέρετε αυτό. Φερθείτε σαν ιππότες, όχι σαν μικροπρεπείς πολίτες του Έργκοθ ή ψηλομύτικα, ισχυρά ξωτικά.» Οι άλλοι ησύχασαν, αν και ήταν φανερό ότι δεν τους άρεσε να τους μαλώνουν σαν παιδάκια. Ο Χούμα κατάλαβε ότι αυτό άφηνε αδιάφορο τον Ρέναρντ. Τον Ρέναρντ τον απασχολούσε μόνο ο Ρέναρντ.

Στράφηκε στον Χούμα. «Ο μινώταυρος βρίσκεται κάτω από την επιτήρηση σου, Χούμα. Είναι φανερό ότι ξέρω περισσότερα για τη ράτσα του από τους υπόλοιπους. Αν υποσχεθεί ότι θα μας ακολουθήσει ειρηνικά, δε χρειάζομαι άλλη διαβεβαίωση.»

Ο Χούμα κοίταξε τον Καζ που ατένιζε ολόκληρη την περίπολο και ιδιαίτερα τον λιπόσαρκο ιππότη. Ύστερα από λίγη σκέψη, ο μινώταυρος συμφώνησε. «Υπόσχομαι ότι θα σας ακολουθήσω ειρηνικά και ότι θα σεβαστώ την κρίση του Χούμα σε κάθε περίπτωση.»

Το τελευταίο ήταν η κριτική του για την έλλειψη εμπιστοσύνης των ιπποτών προς ένα δικό τους. Οι ιππότες σάλεψαν αμήχανα. Δεν τους άρεσε να ιππεύει μαζί τους ελεύθερος ένας τόσο δυνατός αιχμάλωτος. Η ασημένια δράκαινα τους κοίταζε με μια έκφραση συγκρατημένης χαράς. Το πρόσωπο του Ρέναρντ ήταν ανέκφραστο, αλλά ο Χούμα βρήκε την παρατήρηση διασκεδαστική.

Ο περιπολάρχης έδειξε πίσω του με τον αντίχειρα. «Έχουμε λίγα παραπανίσια άλογα. Τα μαζέψαμε κανένα μίλι πιο πίσω. Νομίζω ότι το ένα τους είναι αρκετά ψηλό και δυνατό για να σηκώσει το μινώταυρο. Όταν βολευτείτε, θέλω τους δυο σας μπροστά. Έχουμε πολλά να κουβεντιάσουμε, κι εσένα, Ιππότη Χούμα, πρέπει να είναι μάλλον ενδιαφέρουσα η αναφορά σου.»

Οι άλλοι ιππότες παραμέρισαν για να περάσουν ανάμεσά τους ο Καζ με τον Χούμα. Υπήρχαν πέντε παραπανίσια άλογα –τέσσερα πολεμικά κι ένα καματερό, παρατημένο προφανώς από τον ιδιοκτήτη του. Το καματερό και δυο από τα πολεμικά αποδείχτηκαν ακατάλληλα για ίππευση και τα έπαιρναν μαζί τους κυρίως για το κρέας που υπήρχε κολλημένο στα κόκαλά τους. Το ψηλότερο άλογο –και μοναδικό που ήταν ικανό να σηκώσει το μεγαλόσωμο μινώταυρο– ήταν νευρικό, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να το κάνει καλά ο Καζ. Ο Χούμα βρήκε έναν γκριζωπό, ασημένιο κέλητα που του άρεσε από την πρώτη στιγμή. Μόλις καβάλησαν, πλησίασαν ξανά τον Ρέναρντ.

Ο Χούμα κοίταξε την ερημιά ολόγυρά του. «Τι συνέβη εδώ;»

Η απουσία συναισθήματος έκανε ακόμη πιο φρικτά τα λόγια του Ρέναρντ. «Τι συμβαίνει συνήθως, Χούμα; Οι μάγοι διεξάγουν τους προσωπικούς τους πολέμους και ανασκάπτουν τη γη, αφήνοντας σ’ αυτούς που είναι δεμένοι μαζί της μονάχα βράχια και κρατήρες. Ό,τι απομείνει εύφορο και πράσινο το καίνε, το παγώνουν ή το ρημάζουν οι δράκοι. Μέχρι να συναντηθούν οι εχθρικοί στρατοί, δεν έχουν μείνει και πολλά που ν’ αξίζουν τη μάχη.»

Ο Ρέναρντ τα είχε πάντα με τους μάγους. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Ο Χούμα δεν του είχε αναφέρει ποτέ τον Μάτζιους, για να μην αποξενωθούν και χάσει ένα δυσεύρετο υποστηρικτή.

«Χάσαμε;»

«Τέλμα. Απλώς η μάχη μεταφέρθηκε βόρεια, αν και μας έστειλαν να βεβαιωθούμε ότι η υποχώρηση τους στο Βορρά δεν ήταν προσποιητή. Ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε όταν σας είδαμε.»

Η ασημένια δράκαινα, που στεκόταν υπομονετικά σιωπηλή όλη αυτή την ώρα, μπήκε τελικά στην κουβέντα. «Δεν είδατε λοιπόν τους δρακοκαβαλάρηδες;»

Το κεφάλι του Ρέναρντ τινάχτηκε προς τα πάνω και οι υπόλοιποι ιππότες σφίχτηκαν. «”Δρακοκαβαλάρηδες” είπες;»

«Έξι ήταν. Όλοι τους ντυμένοι στα μαύρα και καβάλα σε κόκκινους δράκοντες, εκτός από τον αρχηγό τους, που ίππευε έναν πελώριο μαύρο. Φαίνονταν να ψάχνουν, μέχρι που είδαν εμάς. Προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο, αλλά ο ιππότης σου αρνήθηκε να μ’ εγκαταλείψει. Επέμενε να πάρει μέρος στη μάχη»

Με τα περισσότερα πρόσωπα κρυμμένα από τις προσωπίδες, ο Χούμα δεν μπορούσε να διακρίνει τις αντιδράσεις των συντρόφων του. Κάποιοι –λίγοι– φάνηκαν να συμφωνούν με ελαφρά καταφατικά νεύματα, ενώ κάποιος ακούστηκε να μουρμουρίζει κάτι περί περιττής επιπολαιότητας. Στο μεταξύ ο Ρέναρντ φαινόταν γεμάτος έγνοια.

«”Έναν πελώριο μαύρο” είπες;»

«Το μεγαλύτερο. Αλλά νέο. Ο αναβάτης του αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί μας. Το κάναμε, αλλά τότε συνέβη κάτι παράξενο. Ο Χούμα τον πλήγωσε βαριά και ο μαύρος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη μονομαχία. Αντί να θελήσουν να εκδικηθούν, οι υπόλοιποι ακολούθησαν το μαύρο για να βρουν βοήθεια για το σακατεμένο αρχηγό τους. Αν μας είχαν επιτεθεί όλοι μαζί, θα μας είχαν κατασφάξει. Ακόμη δεν μπορώ να το καταλάβω.»

Το πρόσωπο του Ρέναρντ παρέμεινε χαρακτηριστικά ανέκφραστο. Πόσο τον ανησυχούσαν τα νέα, δύσκολο να πεις. Όταν μίλησε, ήταν λες και η ιστορία της επίθεσης είχε φύγει κιόλας από το μυαλό του. «Οφείλω να σ’ ευχαριστήσω για την υπηρεσία που πρόσφερες στο δικό μας. Θα έρθεις μαζί μας; Δεν ξέρω τίποτα από θεραπείες τραυμάτων δράκου, αλλά αν μπορούν να βοηθήσουν οι δυνάμεις ενός κληρικού της Μισακάλ, υπάρχουν κάμποσοι με την κύρια δύναμή μας.»

Το τεράστιο πλάσμα τέντωσε τις φτερούγες του –πράγμα που καταπτόησε κάμποσους ιππότες και άλογα– και αρνήθηκε την προσφορά. «Αρκούν τα δικά μου ταλέντα. Μόνο ανάπαυση χρειάζομαι. Θα γυρίσω στους δικούς μου. Μπορεί να με δεις αργότερα.» Η τελευταία παρατήρηση απευθυνόταν περισσότερο στον Χούμα παρά στον Ρέναρντ.

«Ενθουσιάστηκα που σε γνώρισα, έστω και για λίγο, Ιππότη Χούμα» συνέχισε η δράκαινα. «Καλά νέα να έχεις. Ας σε προστατεύει ο Πάλανταϊν.»

Χωρίς άλλες κουβέντες, η ασημένια δράκαινα σηκώθηκε ψηλά στον αέρα. Ο Χούμα και οι άλλοι αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπο για να αποφύγουν τη σκόνη. Όταν κατακάθισε επιτέλους, το εκπληκτικό πλάσμα βρισκόταν ήδη μακριά. Η ομάδα την είδε να χάνεται μέσα στα σύννεφα, νιώθοντας ακόμη δέος εξαιτίας της παρουσίας της. Ο Ρέναρντ γύρισε και μέτρησε τους άντρες που βρίσκονταν στις διαταγές του –μαζί με τον Χούμα και τον Καζ– κι έστρεψε το άλογό του. Δεν έδωσε καμιά διαταγή –ούτε και χρειαζόταν. Οι άλλοι απλώς τον ακολούθησαν, με τους δύο νεοφερμένους να ιππεύουν ακριβώς από πίσω του.

Μόνο όταν προχώρησαν κάμποσο, τους έγνεψε ο Ρέναρντ να πάνε στο πλάι του. Μιλώντας, εξακολούθησε να κοιτάζει το δρόμο μπροστά του. «Εκείνοι οι ιππείς… Έτυχε ποτέ να τους ξαναδείς ή να ακούσεις κάτι γι’ αυτούς, Χούμα;»

«Θα έπρεπε;»

«Μπορεί. Ο μινώταυρος…»

«Το όνομά μου είναι Καζ.» Φαινόταν να έχει απαυδήσει να του μιλούν σαν να μην ήταν εκεί.

«Καζ, λοιπόν. Εσύ θα πρέπει να τους ξέρεις σίγουρα.»

«Είναι η Μαύρη Φρουρά. Ένα από τα πολλά τους ονόματα. Υπηρετούν τον αποστάτη μάγο Γκάλαν Ντράκος και τον πολέμαρχο της βασίλισσας, τον Κράινους.»

«Και ο ίδιος ο πολέμαρχος;»

Ο Καζ σήκωσε τους ώμους. «Είναι ένας γίγαντας, αν και κατά πόσο είναι ογκρ, άνθρωπος ή κάτι άλλο, αυτό το ξέρουν μόνο μερικοί επίλεκτοι. Είναι ένα στρατηγικό μυαλό που του αρέσει να ρισκάρει, ακόμη και τον εαυτό του. Το αγαπημένο του υποζύγιο… υποζύγιο…» Ο μινώταυρος σταμάτησε να μιλάει και γούρλωσε τα μάτια.

Ένα λεπτό, φονικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Ρέναρντ, τρομακτικό –αλήθεια– θέαμα σε τέτοια θανάσιμη μορφή. Ο Ρέναρντ στράφηκε στον Χούμα. «Αυτό που πιστεύω ότι θα πρόσθετε είναι ότι το αγαπημένο υποζύγιο του Κράινους είναι ένας πελώριος μαύρος δράκος που ονομάζεται Τσαρ. Τόσο ο άνθρωπος όσο και το θηρίο είναι μανιακοί με τον κίνδυνο και η μονομαχία είναι από τις πιο αγαπημένες τους ασχολίες.»

«Και… κι εγώ μονομάχησα μαζί του.» Ο Χούμα τρόμαξε από αυτή τη συνειδητοποίηση. Είχε αντιμετωπίσει τον ίδιο τον Κράινους και είχε επιζήσει.

Το ίδιο και ο πολέμαρχος, σκέφτηκε ξαφνικά. Είχε πληγωθεί βαριά, όντως, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα ζούσε και, κατά κάποιον τρόπο, ο Χούμα ήταν σίγουρος ότι ο πολέμαρχος θα έψαχνε να τον βρει. Για να ξανακερδίσει την αξιοπρέπειά του. Την τιμή του. Για να πατσίσει μαζί του και κάτι παραπάνω.

Για να τον σκοτώσει.

«Αντιλαμβάνομαι ότι ο πολέμαρχος παίρνει πολύ προσωπικά τις μάχες του» πρόσθεσε ο Ρέναρντ σχεδόν αδιάφορα. Ξαφνικά πίεσε το άλογό του να βιαστεί και οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν κατά πόδας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ακόμη κι έτσι όμως, δεν προχωρούσαν αρκετά γρήγορα για τον Χούμα, ο οποίος ξαφνικά άρχισε να κοιτάζει τον ουρανό γεμάτος νευρικότητα.

Загрузка...