Κεφαλαίο 13

Ο Μπουόρον γύρισε και κοίταξε τη νύμφη. Ο ίδιος είχε σκληρά χαρακτηριστικά και δεν ήταν ούτε όμορφος ούτε άσχημος – ήταν ταλαίπωρος. Μια βαθιά θλίψη υπήρχε στα μάτια του. Πράγμα παράξενο, μα και εκείνου του έλειπε το εντυπωσιακό μουστάκι που είχαν οι περισσότεροι ιππότες. Αντί για αυτό, διατηρούσε μια μαύρη γενειάδα, κομμένη το ίδιο με τη γενειάδα του Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο καιρό να ζούσε στην περιοχή.

«Άφησέ μας μόνους τώρα» είπε ο Μπουόρον στη νύμφη.

«Δε θα μονομαχήσετε;»

Ο Μπουόρον φάνηκε να βρίσκει χυδαία την ερώτηση. «Είναι ένας από τους συντρόφους μου. Δε θα μονομαχήσω μαζί του.» «Α.» Η νύμφη σκυθρώπασε. «Θα πολεμήσεις με το μάγο;»

«Το μάγο;» Ο ιππότης έδιωξε μια μπούκλα από το πρόσωπό του και κοίταξε τον κοιμισμένο σωρό. «Πρέπει να είναι πτώμα στην κούραση για να κοιμάται με τόση φασαρία.»

«Αυτή τον κοίμισε» του εξήγησε ο Χούμα.

Ο ιππότης αναστέναξε. Δε φάνηκε να εκπλήσσεται. «Γιατί;»

Η νύμφη στραβομουτσούνιασε. «Δε μου αρέσει. Είναι ένας από τους ονειρευτές που σου έδειξα.»

«Αλήθεια;» Ο Μπουόρον ίσιωσε το κορμί του. Του είχε κινήσει το ενδιαφέρον. «Ποιος είναι;»

«Αυτός που πεθαίνει συνέχεια.»

Ο Χούμα οτένεψε τα μάτια. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ο Μάτζιους του είχε αποκαλύψει ότι η σκηνή του θανάτου του εμφανιζόταν συνέχεια στα όνειρά του. Η νύμφη δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό. Ή μήπως το ήξερε; Έβλεπε όντως τα όνειρα των άλλων;

«Απάλλαξέ τον» τη διέταξε ο ιππέας.

«Δε θες να καθίσεις μαζί μου;» Άλλαξε επίτηδες στάση. Ο ιππότης κοκκίνισε ξανά.

«Όχι. Άφησέ μας. Είναι σοβαρό.»

Το πλάσμα του νερού ακούμπησε τα λεπτά του χεράκια στους γοφούς και τον αγριοκοίταξε. «Δε μ’ αρέσεις πια. Δε θέλω να ξανάρθεις να με δεις.»

Μπήκε στο νερό και, όταν έφτασε σε αρκετό βάθος, βούτηξε. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει πως ήταν κάτι άλλο και όχι άνθρωπος, εκτός από το αμυδρό πρασίνισμα της επιδερμίδας της και τη θαυμαστή ρευστότητα των κινήσεων της. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πώς ανέπνεε.

«Δεν το εννοεί» είπε ο Μπουόρον. «Έχει θυμώσει ξανά μαζί μου πάρα πολλές φορές και κάθε φορά το ξεχνάει πριν προλάβω να πάρω ανάσα. Πιστεύω πως αυτή είναι η φύση του είδους της –αν και είναι η μοναδική που γνωρίζω.»

Ο Χούμα χαμήλωσε τα μάτια στον πάντα κοιμισμένο Μάτζιους. «Θα θυμηθεί να ελευθερώσει το θύμα της;»

«Δώσ’ της λίγα λεπτά. Το ξόρκι δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ ακόμα. Το δικό μου όνομα το ξέρεις, αδερφέ ιππότη. Ποιο είναι το δικό σου;»

Ο Χούμα ίσιωσε το κορμί του. «Είμαι ο Χούμα, Ιππότης του Στέμματος από το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ.»

«Το Βίνγκααρντ!» Το πρόφερε λες και ήταν το όνομα του Πάλανταϊν. «Κατάφεραν επιτέλους να περάσουν; Κοντεύει πια να τελειώσει αυτός ο πόλεμος;»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κοίταξε τη γη. Του περιέγραψε γρήγορα τα γεγονότα. Δεν του άρεσαν καθόλου.

«Ένα από τα παιχνίδια της» είπε δείχνοντας το νερό «είναι να παίρνει τον καθρέφτη του ονειρευτή, ένα αρχαίο αντικείμενο, να τον κουνάει και να βλέπει τίνος τα όνειρα έπιασε.» Ο γενειοφόρος ιππότης ρίγησε. «Τα όνειρα των δούλων της δρακοβασίλισσας είναι πιο μαύρα απ’ όσο μπορείς να φανταστείς.»

«Ζούσε πάντα εδώ;»

Ο Μπουόρον σήκωσε τους ώμους. Δεν του άρεσε να μιλάει για τη νύμφη. Η σχέση τους –όποια κι αν ήταν αυτή– δε θα ήταν αρεστή στην Ιπποσύνη. «Ήταν εδώ όταν ήρθα στο φυλάκιο. Οι θησαυροί της είναι αρχαίοι.» Σώπασε. «Τυχαία τη βρήκα. Οι άλλοι ιππότες δεν έρχονται ποτέ τόσο μακριά. Κυνηγούσα ένα ελάφι και δεν είχα σκοπό να το αφήσω να μου ξεφύγει. Δεν τρώμε συχνά τόσο σπουδαίο φαγητό στο φυλάκιο. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο, το ελάφι έτρεξε σ’ αυτό το μέρος. Το άλογό μου σταμάτησε απότομα και έπεσα. Όταν επιτέλους συνήλθα από τον πονοκέφαλο, βρέθηκα να την κοιτάζω στα μάτια.»

Ο Χούμα διέκρινε την αμηχανία στα μάτια του άλλου. «Μην ανησυχείς, ιππότη. Δε θα πω σε κανένα για αυτή τη λίμνη.»

Ο Μπουόρον σήκωσε τους ώμους. «Το ξέρουν μέσες-άκρες. Δεν έκρυψα τον ερχομό μου εδώ – και το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι μαζί της. Οι νύμφες δεν είναι αληθινές. Θα ήθελα κάτι παραπάνω.» Ο Μάτζιους άρχισε να σαλεύει. «Ο φίλος σου ο μάγος ξυπνάει. Δε νομίζω να του αρέσει που ήταν γητεμένος όλη αυτή την ώρα.»

Ο Χούμα κοίταξε τον Μάτζιους. Δεν είχε ξυπνήσει τελείως, αλλά έπρεπε να αποφασίσει αμέσως. «Δε χρειάζεται να το μάθει.»

Ο γενειοφόρος ιππότης δεν είπε τίποτα, αλλά τα μάτια του άστραψαν από ευγνωμοσύνη. Ο Χούμα έβλεπε καθαρά ότι η νύμφη του νερού τον ένοιαζε περισσότερο απ’ όσο άφηνε να φανεί.

Ο Μάτζιους πετάχτηκε όρθιος λες και κάποια αίσθηση τον είχε ειδοποιήσει ότι ο ίδιος και ο Χούμα δεν ήταν πια μόνοι. Γύρισε και κοίταξε το νεοφερμένο.

«Σε χαιρετώ, Μάγε του Ερυθρού Χιτώνα.» Ο χαιρετισμός του Μπουόρον ήταν κοφτός και υπηρεσιακός. Ο Μάτζιους απολάμβανε το σεβασμό εκείνου που ταξίδευε με ένα συνάδελφο ιππότη.

Ο μάγος είχε συνέλθει. Ανταπόδωσε το χαιρετισμό με μια βαθιά υπόκλιση, κατά τη συνήθειά του. «Σε χαιρετώ, Ιππότη της Σολάμνια. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχε κι άλλος ευγενικός ιππότης τόσο μακριά στο Νότο.»

Η έκφραση του Χούμα δεν άλλαξε, αλλά είχε ενοχληθεί από το καινούριο ψέμα του φίλου του. Όταν το έσκαγαν από τα ερείπια, ο Μάτζιους του είχε πει ότι έπρεπε να παρακάμψουν το φυλάκιο.

«Έχουμε φυλάκιο εδώ» απάντησε ο Μπουόρον. «Μικρό και συχνά ξεχασμένο. Δεν αμφιβάλλω ότι με το πέρασμα του χρόνου θα το εγκαταλείψουν.»

«Ναι.» Ο μάγος ήταν ολοφάνερα αδιάφορος. Κοίταξε το σημείο όπου τον είχε πάρει ο ύπνος και μετά τη λιμνούλα. «Συγνώμη που δεν ξύπνησα νωρίτερα. Δεν το συνηθίζω. Δεν ήθελα να φανώ αγενής.»

Ο Μπουόρον κινήθηκε νευρικά και το άλογό του –ένας γκρίζο πολεμικό άτι– βημάτισε νευρικά, νιώθοντας την κίνηση του καβαλάρη του. «Παρακαλώ. Συμβαίνει συχνά εδώ. Και εγώ ο ίδιος έχω κοιμηθεί το ίδιο βαριά.»

«Και, πάλι, είμαι αδικαιολόγητος.»

«Πόσο μακριά είναι το φυλάκιο;» ρώτησε τελικά ο Χούμα, προκαλώντας το άγριο βλέμμα του Μάτζιους.

«Όχι πολύ. Μία ώρα με το άλογο. Φυσικά, πρέπει να έρθετε. Παρά τα τρομερά νέα που φέρνετε, η παρουσία σας θα είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη.»

Ο Μάτζιους γέλασε αινιγματικά.

Ο άλλος ιππότης άρχισε να τον αντιπαθεί για τα καλά. Κάνοντας πως δεν άκουσε το γέλιο του μάγου, έδειξε τα δύο άλογα.

«Τα ζώα σας φαίνονται σαν να κάλπαζαν όλη τη νύχτα. Θα χρειαστούν φροντίδα αν σκοπεύετε να συνεχίσετε το δρόμο σας.» Φρόντισε να μην τους ρωτήσει το σκοπό του ταξιδιού τους, υποθέτοντας ότι ο Χούμα θα τον πληροφορούσε σχετικά, όταν και αν θα το θεωρούσε σκόπιμο.

Ο μάγος υποχώρησε. «Πολύ καλά. Αλλά θα είναι σύντομη στάση. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.»

«Χμ.» Αυτή ήταν η μοναδική απάντηση που μπόρεσε να του δώσει ο Μπουόρον, αλλά τους κοίταξε και τους δύο με ενδιαφέρον που δε διέφυγε από τον Χούμα ενόσω έλυναν τα άλογα και ίππευαν. Όταν ετοιμάστηκαν, τους έδειξε προς τα δυτικά. «Προς τα εκεί. Προχωρήστε πρώτοι. Έρχομαι αμέσως.»

Ο Χούμα με τον Μάτζιους οδήγησαν τα άλογά τους ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους. Ο πρώτος γύρισε και είδε τον Μπουόρον να ξεπεζεύει και να βγάζει ένα μικρό ξυλόγλυπτο από ένα σάκο της σέλας του. Δίπλα του το νερό άρχισε να κοχλάζει και το κεφάλι μιας νύμφης ξεπρόβαλε στην επιφάνεια. Ύστερα τα δέντρα τού έκοψαν τη θέα. Όταν γύρισε να τον κοιτάξει ο σύντροφός του, ο Χούμα έκανε σαν να σκεφτόταν το δρόμο που είχαν μπροστά τους. Δεν πέρασαν ένα-δυο λεπτά, και ο Μπουόρον πήγε κι εκείνος πλάι τους. Έγνεψε στον Χούμα και μπήκε αμέσως επικεφαλής.

Καθώς προχωρούσαν, ο Χούμα τού έκανε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με το φυλάκιο. «Υπάρχουν πολλά φυλάκια εδώ;»

«Είμαστε το ένα από τα δύο μονάχα. Το άλλο βρίσκεται στη δυτική πλευρά εκείνης της ορεινής έκτασης.» Του έδειξε μια κορυφογραμμή που έγινε ορατή μόνο όταν έφτασαν στην κορυφή ενός λόφου. «Ουσιαστικά εμείς φυλάμε την ανατολική πλευρά κι εκείνοι τη δυτική. Όμως εδώ δεν υπάρχει τίποτα που να ενδιαφέρει τη δρακοβασίλισσα. Αντί να πολεμάμε με τα αναθεματισμένα τα ογκρ, εμείς κυνηγάμε επίδοξους ληστές.»

«Είστε μεγάλο φυλάκιο;» Δεν ήξερε καν ότι υπήρχε φυλάκιο εκεί.

Ο Μπουόρον γέλασε με φανερή πικρία. «Ούτε εγώ το ήξερα, μέχρι να με διατάξουν να έρθω πριν από πέντε χρόνια. Όχι, δεν είμαστε μεγάλο φυλάκιο. Ογδόντα ιππότες που προσπαθούμε να φρουρήσουμε μια περιοχή τόσο μεγάλη όπως η Σολάμνια. Κάποτε ήμασταν περισσότεροι.»

Ο Χούμα δε χρειαζόταν περισσότερες εξηγήσεις. Τώρα που ο πόλεμος πήγαινε τόσο άσχημα, είχαν αποκοπεί απ’ όλους τους υπόλοιπους, εκτός από τους συναδέλφους τους της δυτικής πλευράς, των βουνών. Δεν μπορούσαν να παρατήσουν τα φυλάκια και να τρέξουν στο Βορρά για να μπουν και οι ίδιοι στη μάχη. Τους είχαν διατάξει να μείνουν εκεί – και θα έμεναν μέχρι νεοτέρας. Το καθήκον ήταν κάτι που διαπότιζε βαθιά τους ιππότες. Ο Ρέναρντ είχε επανειλημμένα τονίσει τη σημασία του.

«Πήγες ποτέ στα βουνά;» ρώτησε απότομα ο Μάτζιους.

«Όχι.» Ο Μπουόρον δεν είχε όρεξη για κουβέντες με το μάγο.

«Έχει πάει κανείς;»

«Μόνο στις εξωτερικές κορυφές. Το εσωτερικό της οροσειράς το αποφεύγουμε.»

Ο Μάτζιους φάνηκε να ενδιαφέρεται. «Πώς έτσι;»

«Τα μονοπάτια δεν είναι ασφαλή. Αυτό είναι όλο.»

Ο Χούμα είδε το σύντροφό του να κατεβάζει μούτρα. Αυτό που έψαχνε να βρει ήταν ασυνήθιστο.

Τόσο βαθιά στο Νότιο Έργκοθ, ήταν δύσκολο να πιστέψεις ότι γινόταν πόλεμος. Ο ουρανός βέβαια ήταν τόσο βαρύς όσο και στο Βορρά, αλλά στα δάση και τους αγρούς επικρατούσε μεγαλύτερη ηρεμία. Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν μια ηρεμία ψεύτικη, γιατί τη στιγμή που οι ορδές της δρακοβασίλισσας θα ξεμπέρδευαν με τη Σολάμνια, αυτή θα διαλυόταν. Με τη Σολάμνια στα χέρια της, η βασίλισσα θα σάρωνε την υπόλοιπη ήπειρο σε λιγότερο από ένα χρόνο.

«Κοντεύουμε.»

Ο Χούμα κοίταξε για πρώτη φορά το φυλάκιο της Σολάμνια. Δεν ήταν κανένα ψηλό οικοδόμημα, όπως το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Ήταν ολόκληρο κατασκευασμένο από ξύλο, φτιαγμένο όμως έτσι που οι φλόγες να μην μπορούν να το μετατρέψουν σε θανάσιμη παγίδα. Τα τείχη που περικύκλωναν το συγκρότημα φαίνονταν να έχουν τέσσερις φορές το μπόι του Χούμα. Το πάνω μέρος τους ήταν οδοντωτό για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους τοξότες. Μόνο ένα κτίριο φαινόταν πάνω από το ψηλό τείχος, μια σκοπιά μ’ ένα φρουρό που είχε στραμμένη την προσοχή του στους τρεις ξένους που πλησίαζαν. Ο άντρας έβαλε μια φωνή και έδειξε προς το μέρος τους. Ο Μπουόρον δεν του απάντησε, αλλά του έγνεψε κουρασμένα.

Ο Χούμα έριξε μια ματιά στον Μάτζιους. Ο μάγος κοίταζε με λαχτάρα τα μακρινά βουνά.

Όταν ο φρουρός είδε ότι ο ένας από τους ξένους ήταν κι αυτός ιππότης, άρχισε να φωνάζει ξανά. Καθώς πλησίασαν οι τρεις καβαλάρηδες, η ξύλινη πύλη άνοιξε και φάνηκε λες και όλοι οι κάτοικοι του φυλακίου βγήκαν να τους προϋπαντήσουν.

«Μπουόρον! Γύρισες κιόλας; Τι μας έφερες;»

Ο ψηλός, ηλικιωμένος άντρας που είχε μιλήσει πρέπει να ήταν κιόλας ιππότης τον καιρό που ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν παιδί. Ήταν γεμάτος βαθιές ρυτίδες και η φωνή του έτρεμε ελαφρά, αλλά οι κινήσεις του ήταν όλο χάρη. Ο Χούμα υπέθεσε ότι μπορούσε ακόμα να δουλέψει το σπαθί. Αντίθετα με την πλειοψηφία των ιπποτών, οι οποίοι έδειχναν να προτιμούν τις γενειάδες που διατηρούσαν οι πολίτες του Έργκοθ, ο ηλικιωμένος ιππότης έτρεφε το παραδοσιακό –αν και γκριζωπό– μουστάκι. Ήταν Ιππότης του Ρόδου και ο μοναδικός που έβλεπε με μια πρώτη ματιά ο Χούμα.

«Χαίρε, Άρχοντα Τάγκιν. Δύο ταξιδιώτες που χρειάζονται ανάπαυση, ο ένας τους αδερφός των ταγμάτων μας. Φέρνει νέα τεράστιας σημασίας.»

Ο Τάγκιν έγνεψε, βλοσυρά, καταφατικά. «Το περίμενα.» Στράφηκε στους υπόλοιπους συγκεντρωμένους ιππότες. «Γυρίστε στα καθήκοντα σας!» είπε. «Να θυμάστε πως είστε Ιππότες της Σολάμνια και όχι κανένα κοπάδι πεινασμένες χήνες!»

Στα πρόσωπα των ιπποτών φάνηκε κάποια απογοήτευση. Πολλοί από αυτούς, όπως τους είχε εξηγήσει ο Μπουόρον, ήταν τοποθετημένοι στο φυλάκιο κάπου δέκα χρόνια. Ο Τάγκιν βρισκόταν εκεί το διπλάσιο χρόνο – και, μάλιστα, είχε επανδρώσει ο ίδιος το φυλάκιο για πολλά χρόνια.

Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε ότι βρισκόταν ανάμεσα σε διαφορετικού είδους ιππότες σε σύγκριση με εκείνους του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Αυτοί ήταν λιγότερο αυστηροί με τους κανονισμούς, πιο πρόθυμοι να προσαρμοστούν στις συνθήκες.

Όπως αποδείχτηκε, το φυλάκιο αποτελούνταν από τρία κτίρια μονάχα. Το ένα ήταν ο πύργος, που χρησίμευε επίσης σαν οπλοστάσιο και στάβλος. Το άλλο ήταν ένα είδος στενόμακρου σπιτιού που ο Χούμα αναγνώρισε ως στρατώνα του λόχου. Το τρίτο και, περιέργως, το πιο ασήμαντο στην όψη από όλα ήταν το κέντρο της διοίκησης και αρχηγείο του Τάγκιν. Όλα ήταν ξύλινα. Ο Χούμα, που είχε μεγαλώσει σε χωριό, ένιωθε πιο άνετα παρά στο περήφανο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ.

Οι κατασκευαστές του φυλακίου το είχαν σχεδιάσει όσο καλύτερα μπορούσαν. Ο Χούμα πρόσεξε ότι το κτίσμα ήταν αρκετά κοντά στο δάσος, για να μπορούν οι ιππότες να βρίσκουν εύκολα κυνήγι και καυσόξυλα, αλλά αρκετά βαθιά στους αγρούς, ώστε, σε περίπτωση επίθεσης, ο εχθρός να είναι αναγκασμένος να τρέξει ακάλυπτος σε μια μεγάλη, ανοιχτή και επίπεδη έκταση. Το νερό το έπαιρναν από ένα μικρό ρυάκι κι ένα βαθύ πηγάδι. Αργότερα ο Χούμα θα ανακάλυπτε ότι οι ιππότες καλλιεργούσαν τη σοδειά τους σε μια οχυρωμένη επέκταση, πίσω από το υπόλοιπο φυλάκιο. Και πάλι ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τις διαφορές ανάμεσα σ’ αυτό το μέρος και τη Σολάμνια.

Ο Τάγκιν διέταξε τον Μπουόρον να του φέρει τους δύο άντρες μόλις πλένονταν κι έτρωγαν. Ο Μάτζιους δήλωσε ωμά πως δε θα μιλούσε σε κανένα αν δεν τον άφηναν να ξεκουραστεί λίγο. Ο διοικητής συνοφρυώθηκε με την αλαζονεία του μάγου, αλλά συγκατατέθηκε.

Ο Χούμα ξύπνησε από τους ήχους των αντρών που ετοιμάζονταν να βγουν έφιπποι. Έριξε μια γοργή ματιά στον Μάτζιους που στριφογύριζε ανήσυχα και ύστερα πήγε στο πλησιέστερο παράθυρο. Κοίταξε έξω. Ο ήλιος έδυε. Μερικοί καλά αρματωμένοι ιππότες έβγαιναν έφιπποι από την πύλη και πολλοί, εκτός από τα συνηθισμένα τους όπλα, είχαν και δίχτυα με βαρίδια. Ο αριθμός των ιππέων ήταν πολύ μεγάλος για περίπολο.

Είδε τον Μπουόρον να περνάει πεζός την πύλη και του έγνεψε. Ο ιππότης του έγνεψε και εκείνος και γύρισε πίσω. Ο Χούμα άρχισε να ντύνεται. Ο Μπουόρον μπήκε στο δωμάτιο.

«Είσαι καλύτερα τώρα;» του μιλούσε χαμηλόφωνα.

«Πολύ καλύτερα. Βδομάδες είχα να κοιμηθώ τόσο.» Ο Χούμα δε μίλησε άλλο μέχρι να ντυθεί ολότελα. Ύστερα ο ίδιος και ο Μπουόρον βγήκαν έξω. Στο μεταξύ είχε φύγει και ο τελευταίος ιππέας και η πύλη είχε κλείσει.

Ο Χούμα έδειξε τις πύλες. «Γιατί τόσο βαριά περίπολος; Υπάρχει δραστηριότητα από τα ογκρ;»

Ο Μπουόρον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αναρωτιέμαι αν θα υπάρξει ποτέ. Όχι, αυτό το πρόβλημα είναι περισσότερο τοπικό. Κάνουμε εμπόριο με τα ξωτικά του Κουαλινέστι, αν και τα ίδια είναι μάλλον εσωστρεφή, όπως τα περισσότερα του είδους τους.»

«Κάποιο από τα ξωτικά που βλέπουμε τακτικά μας είπε ότι στην περιοχή παραμονεύει κάποιο θηρίο.» Ο γενειοφόρος ιππότης χαμογέλασε. «Θέλαμε να τα ρωτήσουμε τι έκαναν τόσο μακριά από τη γη τους, αλλά η σχέση μας δεν επέτρεπε τέτοιες ερωτήσεις. Προτιμήσαμε λοιπόν να τα ευχαριστήσουμε και να ψάξουμε τριγύρω.»

«Το είδατε αυτό το πλάσμα;»

«Το λέμε απλώς το Κτήνος. Είναι πονηρό, ίσως είναι ανιχνευτής των ογκρ. Τρεις φορές μας ξεγλίστρησε. Απόψε όμως νομίζουν πως θα μπορέσουν να βρουν το λημέρι του. Με λίγη τύχη, θα το πιάσουν ζωντανό.»

«Για ποιο λόγο;»

«Αν είναι κατάσκοπος, μπορεί να έχει πληροφορίες. Αν είναι κάποιου είδους ζώο, ο Τάγκιν θέλει να το δει. Τα ξωτικά του Κουαλινέστι ανησυχούν πολύ εξαιτίας του. Ο διοικητής θέλει να δει γιατί.»

Ο Άρχοντας Τάγκιν τέλειωνε τις καθημερινές του υποχρεώσεις, όταν ο Μπουόρον οδήγησε σ’ εκείνον τον Χούμα να μιλήσουν. Ο ηλικιωμένος ιππότης χαιρέτησε φιλικά τον επισκέπτη του (εδώ το πρωτόκολλο δεν είχε καμιά αξία), αλλά φαινόταν νευρικός.

«Δεν έχεις ιδέα για την παρούσα κατάσταση;»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Καμιά. Ελπίζαμε να ανασυνταχτούμε. Αυτό ξέρω όλο κι όλο.»

«Κατάλαβα.» Ο Τάγκιν τον κοίταξε με βλέμμα διαπεραστικό. Ύστερα από κάμποσο ο ηλικιωμένος ιππότης είπε «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Καλό θα ήταν να μάθουν οι άντρες τα νέα πρωί-πρωί, Μπουόρον.»

Ο Μπουόρον, που στεκόταν σιωπηλός καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, δε δίστασε. «Θα το κάνω εγώ, Άρχοντα Τάγκιν.»

«Ωραία.» Ο διοικητής καθάρισε το τραπέζι όπου δούλευε από ό,τι υπήρχε πάνω του. «Μπορείς να πηγαίνεις, παλικάρι μου.»

Ο Χούμα γύρισε να φύγει μαζί με τον Μπουόρον, αλλά ο Τάγκιν τον σταμάτησε αμέσως. «Όχι εσύ, Ιππότη Χούμα. Έχω ακόμα μερικές ερωτήσεις να σου κάνω. Κάθισε, παρακαλώ.»

Δεν είπαν τίποτα μέχρι να φύγει ο Μπουόρον. Ο Χούμα ένιωθε άβολα μόνος του μπροστά στον Τάγκιν, αλλά είχε αρκετή αυτοκυριαρχία ώστε να μην το δείξει. Ο Τάγκιν έπαιζε τα δάχτυλά του ταμπούρλο πάνω στο τραπέζι. Αφού συμμάζεψε προφανώς τις σκέψεις του, μίλησε.

«Ποιος είναι ο σκοπός του ταξιδιού σου;»

«Άρχοντά μου;»

Η νευρικότητα του γεροντότερου είχε εξαφανιστεί. Η φωνή και η ματιά του ήταν κι οι δυο σταθερές. «Μην κρύβεσαι, Χούμα. Εδώ δεν είσαι στο Βίνγκααρντ. Δε θα σε κατηγορήσω για οτιδήποτε μου πεις. Θα μείνει μεταξύ μας. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι αρκετά καλός κριτής χαρακτήρων και –παρά την παρέα σου– σε εμπιστεύομαι.»

«Ευχαριστώ, άρχοντά μου.»

Ο Τάγκιν χαμογέλασε θλιμμένα με την ευγένεια του ιππότη. «Ξέρω ήδη πολύ καλά την κατάστασή μου και την ηλικία μου. Σε παρακαλώ να με λες Τάγκιν. Λοιπόν, για ποιο λόγο ήρθες εδώ; Μπορώ να σκεφτώ εκατό διαφορετικούς δρόμους που θα σε είχαν φέρει πίσω στο Βίνγκααρντ εδώ και μέρες. Γιατί πήγες νότια; Ο μάγος είναι; Παρά την αγένειά του, φαντάζομαι πως είστε φίλοι.»

«Μαζί μεγαλώσαμε.» Ο Χούμα δίσταζε να επεκταθεί περισσότερο σχετικά με τη φιλία του με τον Μάτζιους.

«Αλήθεια; Ασυνήθιστος συνδυασμός. Πάντως, ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από τα σύμβολα ή τους Χιτώνες – είτε Λευκοί είναι αυτοί, είτε Ερυθροί, είτε και Μαύροι ακόμα.»

«Δεν είναι κακός, Άρχοντα Τάγκιν.»

Ο διοικητής του φυλακίου χαμογέλασε αμυδρά. «Δεν είπα κάτι τέτοιο.»

Ο Χούμα άρχισε να λυγίζει μπροστά στην κατανόηση του άλλου. «Φοβάται για τη ζωή του, αλλά ελπίζει επίσης να δώσει τέλος στον πόλεμο.»

«Ποιο έρχεται πρώτο;»

«Θα…» ο Χούμα σφίχτηκε. «Θα έλεγα ότι θεωρεί τη ζωή του πιο σημαντική.»

«Κατανοητό. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δε θα κάνει ζημιά στον κόσμο.»

Ο Χούμα δε βρήκε τι να απαντήσει.

Ο Άρχοντας Τάγκιν σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιο. «Γιατί αποφάσισες να πας μαζί του σ’ αυτή την… ας την πούμε αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου; Από φιλία και μόνο;»

«Ναι. Όχι. Και τα δυο.»

Ο γεροντότερος σήκωσε το ένα του φρύδι. «Και τα δυο;»

Για να του δώσει να καταλάβει, έπρεπε πρώτα να του μιλήσει για τη Δοκιμασία και για το πώς είχε επηρεάσει τον Μάτζιους. Ο Ιππότης του Ρόδου τον άκουσε υπομονετικά να του μιλάει για το προαίσθημα θανάτου του Μάτζιους. Η έκφρασή του άλλαξε λιγάκι.

«Υπήρξες πολύ ειλικρινής μαζί μου» είπε ο διοικητής όταν τέλειωσε ο Χούμα. «Θα ήθελα να τα σκεφτώ όλα αυτά και να ξαναμιλήσουμε αύριο.»

Τώρα που είχαν τελειώσει, ο Χούμα ίδρωσε. «Ναι, άρχοντά μου. Ευχαριστώ.»

Ο Τάγκιν κάθισε στην καρέκλα του. «Έχω ζήσει πολλά χρόνια, Χούμα. Έχω δει περισσότερα απ’ όσα νομίζεις. Θα ήθελα να το σκεφτείς αυτό απόψε. Ελεύθερος.»

Ο Χούμα χαιρέτησε κι έφυγε. Μόλις βρέθηκε έξω, ξεφύσησε δυνατά. Βρήκε τον Μπουόρον να τον περιμένει.

«Έχεις πολλή ώρα νηστικός» είπε τελικά ο γενειοφόρος ιππότης. «Θες να φας κάτι;»

Ο Χούμα χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. «Λίγο φαγητό θα ήταν ό,τι πρέπει. Μπορεί να πεινάει και ο Μάτζιους.»

«Μπορεί να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του. Μάγος είναι.»

Το σχόλιο ήταν πολύ οξύ. Ο Χούμα έριξε μια ματιά στους στρατώνες των ιπποτών. Τελικά απάντησε «Μάλλον κοιμάται ακόμα. Όταν ξυπνήσει, θα πεινάσει.»

«Ωραία.» Ο Μπουόρον τον πήρε μαζί του και ο Χούμα δεν έφερε αντίρρηση.

Έπεσε η νύχτα, προχώρησε και τελικά έφυγε κι αυτή. Ο Μάτζιους εξακολουθούσε να κοιμάται. Ο Χούμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μάγος το έκανε επίτηδες για να πάρει δυνάμεις. Έτσι όπως φαινόταν ωχρός και άκαμπτος σαν πτώμα, θα μπορούσε να είναι νεκρός. Αλλά ο Χούμα τού πήρε το σφυγμό και δεν αντιλήφθηκε τίποτα στραβό.

Καθώς περνούσε η πρώτη ώρα της ημέρας, ο φρουρός έβγαλε μια φωνή ότι η περίπολος γύρισε επιτέλους. Οι άντρες έτρεξαν να ανοίξουν τις πύλες, με τα σενάρια σχετικά με το κυνήγι να οργιάζουν. Ο Χούμα βρήκε τον Μπουόρον και ανακατεύτηκαν με τους υπόλοιπους. Ο Τάγκιν βγήκε από το οίκημά του και τους κοίταζε από μακριά.

Ο πρώτος που έφτασε στην πύλη κοίταξε από μια τρύπα και στράφηκε ανάστατος στους άλλους. «Κάτι φέρνουν!»

Ο Τάγκιν έσπευσε κοντά τους. «Όσοι έχουν βάρδια να γυρίσουν στις θέσεις τους. Μα την Τριανδρία, εδώ είναι στρατός, δεν είναι τσίρκο! Θα το δείτε σύντομα, αν είναι όντως κάποιο ζώο!»

Οι πύλες άνοιξαν και η ομάδα μπήκε κουρασμένη αλλά θριαμβευτική. Μερικοί φαίνονταν τραυματισμένοι, αλλά ο Μπουόρον ψιθύρισε πως είχαν επιστρέψει όλοι.

Το Κτήνος δεν ήταν ορατό έτσι μπερδεμένο που ήταν στα δίχτυα. Φαίνονταν μερικά κομμάτια καφετιάς γούνας, αλλά η φύση του παρέμενε κρυμμένη: το πλάσμα είχε αναγκαστεί να γίνει κουβάρι. Ρουθούνιζε και γρύλιζε.

Ο Τάγκιν είπε να το σύρουν σ’ ένα κλουβί, φτιαγμένο επίτηδες μέρες πριν. Ενώ ο Χούμα κοίταζε, κάμποσοι ιππότες έπιασαν το δεμένο όγκο και τον τράβηξαν μέσα στο κλουβί. Το Κτήνος συσπάστηκε και μερικά από τα λουριά του χαλάρωσαν. Οι ιππότες βγήκαν βιαστικά από το μαντρί, ενώ εκείνο συνέχιζε τις προσπάθειες για να λευτερωθεί.

Ο περιπολάρχης πλησίασε τον Άρχοντα Τάγκιν και χαιρέτησε. «Το βρήκαμε στη ρεματιά. Είχε σκοτώσει ένα ελάφι πρόσφατα και το έτρωγε. Μας μύρισε, αλλά το είχαμε πια κυκλώσει. Τους πρώτους που πήγαν να το πιάσουν τους τράβηξε μέσα. Και άλλοι τραυματίστηκαν προσπαθώντας να σώσουν τους πρώτους. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα αναγκαζόμασταν να το σκοτώσουμε. Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Μπερδεύτηκε στα δίχτυα και το πιάσαμε.»

Ο γεροντότερος ιππότης έγνεψε καταφατικά. «Ο Πάλανταϊν σάς φύλαξε – είναι φανερό. Χαίρομαι που δε σκοτώθηκε κανείς. Το κλουβί πρέπει να το αντέξει.»

«Καλύτερα να μην το λέμε “κλουβί”. “Φυλακή” θα ήταν σωστότερος όρος, άρχοντά μου.»

«Φυλακή;» Δίπλα του, ο Μπουόρον με τον Χούμα αλληλοκοιτάχτηκαν. «Τι πιάσαμε;»

Το Κτήνος ήταν ακόμα μη αναγνωρίσιμο, μια και είχε καταφέρει να λευτερώσει τα άκρα του, αλλά χωρίς να αποκαλύψει τη μορφή του. Πλέον όμως ήταν φανερό ότι μερικά από τα μουγκρητά του ήταν πνιγμένες λέξεις.

Ο περιπολάρχης φαινόταν εξαιρετικά περήφανος. «Ένας κατάσκοπος της δρακοβασίλισσας! Ένα από τα άσχημα όντα του Βορρά. Επιτέλους, ο πόλεμος έφτασε μέχρι εδώ.»

Στο μάτι του ιππότη υπήρχε μια λάμψη που ο Χούμα, τουλάχιστον, τη βρήκε ανησυχητική.

Ο Τάγκιν πλησίασε περισσότερο το κλουβί-φυλακή. Το Κτήνος είχε –επιτέλους– αρχίσει να σκίζει τα δίχτυα που το κάλυπταν ακόμα. «Μα την κατάρα του Σαργκόνας! Θα σας ξεσκίσω όλους!»

Ο Χούμα κοκάλωσε. Ο Μπουόρον τον κοίταξε απορώντας που είχε ξαφνιαστεί τόσο στη θέα του Κτήνους. Μια και είχε έρθει πρόσφατα από το Βορρά, θα έπρεπε να είναι εξοικειωμένος με αυτά τα πλάσματα.

Το Κτήνος τράβηξε και τα τελευταία δίχτυα από το κερασφόρο κεφάλι του. Στράφηκε στους δεσμοφύλακές του βαριανασαίνοντας. Με μανία που πάγωνε το αίμα, τράνταξε τις μπάρες της καινούριας του φυλακής.

«Ηλίθιοι! Δειλοί! Ας μονομαχήσει ένας σας μαζί μου! Δώστε μου μια τίμια ευκαιρία! Πού είναι η περιβόητη τιμή σας!»

Από το σημείο που στεκόταν το Κτήνος δεν έβλεπε τον Χούμα. Ο Χούμα όμως το έβλεπε μια χαρά. Κοίταζε με γουρλωμένα μάτια τον πελώριο κτηνάνθρωπο και αναρωτιόταν πώς στην ευχή θα κατάφερνε να σώσει το μινώταυρο από την εκτέλεση.

Загрузка...