Η βροχή δε σταμάτησε όλη νύχτα. Παρ’ ότι ήταν εξαντλημένος, ο Χούμα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όπως ο Άρχοντας Όσγουολ, έτσι κι εκείνος είδε ότι υπήρχε κάποιο σημάδι στην απότομη αλλαγή από την αιώνια συννεφιά στην ακατάπαυστη βροχή, που –όσο περνούσε η ώρα– του κουρέλιαζε τα νεύρα.
Άκουσε καλπασμό αλόγων. Ακόμα και μέσα στη μαύρη νύχτα, υπήρχε πάντα κάποια δραστηριότητα. Μερικοί άντρες κοιμούνταν, άλλοι δούλευαν. Το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ δε γινόταν να πιαστεί στον ύπνο.
Κάποια περίπολος που επιστρέφει, συμπέρανε ο Χούμα. Ο θόρυβος έσβησε κατά την κατεύθυνση των στάβλων. Ο Χούμα αναρωτήθηκε τι νέα έφερναν – αν έφερναν νέα. Είχαν υποχωρήσει κι άλλο οι γραμμές τους; Σε λίγο οι ιππότες θα έβλεπαν την ίδια την πρόσοψη του Ακροπυργίου; Σε πόσο καιρό θα έκλεινε η λαβίδα πάνω στο λίκνο της Ιπποσύνης;
Ο Χούμα σηκώθηκε αργά κι αθόρυβα, μη θέλοντας να ενοχλήσει τους γύρω του στους κοινούς κοιτώνες που μοιράζονταν οι Ιππότες του Στέμματος. Το κτίριο ήταν ουσιαστικά ένας μεγάλος θάλαμος με επάλληλες σειρές από σκληρά κρεβάτια κι ένα μικρό αποθηκευτικό χώρο για κάθε ένοικο. Καθώς οι ιππότες κοιμούνταν με βάρδιες, ο θάλαμος δεν ήταν ποτέ γεμάτος. Επίσης, πολλοί βρίσκονταν μακριά από το Ακροπύργιο για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Μόνο οι πιο υψηλόβαθμοι ιππότες είχαν δικά τους διαμερίσματα.
Αποφάσισε ότι λίγος καθαρός αέρας θα του έκανε καλό. Με προσεκτικά βήματα, πέρασε ανάμεσα από τους συντρόφους του, φτάνοντας μέχρι την πόρτα.
Ο αέρας ήταν δροσερός και λίγο πιο δυνατός απ’ όσο είχε φανταστεί. Πήρε βαθιές ανάσες, ευγνωμονώντας την προσωρινή ανάπαυλα από τη θλίψη και τη σύγχυση. Ευχήθηκε την επόμενη μέρα να πήγαιναν όλα καλά.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Άρχιζαν να του κάνουν παιχνίδια, φαίνεται, γιατί για μια στιγμή ήταν σίγουρος πως είχε δει μια σκοτεινή φιγούρα να πλησιάζει τα διαμερίσματα του Άρχοντα Όσγουολ, ακριβώς πίσω από τους δυο φρουρούς.
Σκέφτηκε να ειδοποιήσει κάποιον, αλλά οι σκοποί δε φάνηκαν να ενοχλούνται – και όταν κοίταξε ξανά, δεν είδε ίχνος του υποτιθέμενου παρείσακτου. Ο Χούμα δεν είχε καμία όρεξη να γελοιοποιηθεί. Όχι εκείνη τη στιγμή. Κοίταξε για λίγο τη νύχτα γύρω του και ύστερα αποσύρθηκε. Αυτή τη φορά ο ύπνος ήρθε πιο γρήγορα.
Η επόμενη μέρα πέρασε υπερβολικά γρήγορα. Ο Χούμα είχε σκοπό να μείνει μακριά από τους άλλους ιππότες, τουλάχιστον μέχρι να λυθεί το ζήτημα της αρχηγίας. Του είχαν συμβεί παρά πολλά για να είναι σίγουρος πως θα κρατούσε την ουδετερότητά του στο συγκεκριμένο θέμα. Αυτά που θα έλεγε ήξερε καλά ότι θα ήταν σαν να μιλούσε ο Άρχοντας Όσγουολ, που πάντοτε στεκόταν στο πλευρό του. Ακόμα και Ρέναρντ μπορεί να επηρεαζόταν.
Ωστόσο, δύο ώρες πριν από την καθορισμένη ώρα συνεδρίασης του Συμβουλίου ο Άρχοντας Όσγουολ τον κάλεσε κοντά του. Ο Ιππότης του Ρόδου που του έφερε το μήνυμα τον κοίταξε με μεγάλη περιέργεια αλλά, πιστός στον Υψηλό Πολεμιστή, δεν του έκανε καμία ερώτηση.
Καθώς πήγαινε στα διαμερίσματα του Άρχοντα Όσγουολ, ο Χούμα βρέθηκε μπροστά σε αυτόν ακριβώς που ήθελε να αποφύγει.
«Μου είπαν πως είσαι ζωντανός. Είχα τις αμφιβολίες μου, αλλά τώρα σε βλέπω με τα μάτια μου.»
Ο Μπένετ φορούσε την επίσημη στολή του, που περιλάμβανε κι έναν πορφυρό μανδύα που έφερε τόσο τα εμβλήματα της Ιπποσύνης όσο και της οικογένειάς του. Πάνω στο θώρακα της πανοπλίας του περνούσε διαγώνια ένας μαύρος αορτήρας. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, μέσα στη βροχή που συνεχιζόταν αδύναμη και στο άγριο χάραμα, φαινόταν να λάμπει. Άσχετα από οτιδήποτε άλλο, ο Μπένετ ήταν γιος του πατέρα του. Τα γερακίσια χαρακτηριστικά του ήταν ακριβές αντίγραφο του γεροντότερου ιππότη.
«Ζητώ συγνώμη, Άρχοντα Μπένετ.» Οι οικογενειακοί τίτλοι μοιράζονταν ίσα ανάμεσα στον Όσγουολ και τον Τρέικ, μέχρι την ανάρρηση του τελευταίου στο αξίωμα του Μεγάλου Μάγιστρου. Πλέον, ως κληρονόμος του Τρέικ, ο Μπένετ μοιραζόταν τον τίτλο με το θείο του. Μια και ο Όσγουολ δεν είχε δικούς του κληρονόμους, οι τίτλοι θα βρίσκονταν σύντομα στα χέρια ενός μόνο ατόμου. «Σκόπευα να εκφράσω νωρίτερα τα συλλυπητήριά μου…»
«Μη μες περνάς για βλάκα, γιδοβοσκέ» του αποκρίθηκε ο Μπένετ. «Κρατήθηκες μακριά μου επειδή υπήρξαμε ανέκαθεν εχθροί. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν έχεις θέση ανάμεσά μας. Από την καλή μου την καρδιά, δεν άφησα να σε διώξουν. Όταν σε παίνευα –μεταθανάτια, όπως νόμιζα–, δεν πίστευα ότι θα γύριζες πίσω.»
Ο Χούμα ένιωσε ολόκληρο το κορμί του να σφίγγεται, αλλά δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποκύψει στην πρόκληση του Μπένετ. Ήταν σίγουρος ότι μεγάλο μέρος του θυμού του γιου του νεκρού Μεγάλου Μάγιστρου οφειλόταν στον πρόωρο θάνατο του πατέρα του.
«Ποτέ δεν υπήρξα εχθρός σου, άρχοντά μου. Το αντίθετο, πάντα σε θαύμαζα, παρά τις αντιρρήσεις σου για την επιλογή μου.» Όσο μιλούσε ο Χούμα, το πρόσωπο του Μπένετ έδειχνε μια ήπια έκπληξη. «Το παράστημά σου, η αξιοσύνη σου, η ικανότητά σου να διοικείς κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες… Είσαι ό,τι θέλω να γίνω, ό,τι μπορεί να μη γίνω ποτέ. Το μόνο που ζητάω είναι να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω το καθήκον μου.»
Το στόμα του Μπένετ έκλεισε σφιχτά. Κοίταξε για μια στιγμή τον Χούμα και ύστερα μουρμούρισε «Ίσως.»
«Ίσως;» Ο Χούμα σήκωσε το ένα φρύδι. «Τι εννοείς;»
Ωστόσο, ο καινούριος Άρχοντας του Μπάξτρι τού είχε κιόλας γυρίσει την πλάτη. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Χούμα ήταν να τον δει να χάνεται μέσα στην ομίχλη του Ακροπυργίου.
Πήγε να βρει τον Άρχοντα Όσγουολ.
Ήταν και ο Ρέναρντ εκεί. Ο Χούμα τούς διέκοψε την ώρα που μελετούσαν ένα χάρτη. Ο Άρχοντας Όσγουολ έδειχνε ένα σημείο κοντά στο Βορρά. Σήκωσαν τα μάτια παρατηρώντας την είσοδο του Χούμα και ο Υψηλός Πολεμιστής χαμογέλασε ελαφρά. Ο Ρέναρντ ίσα που του έγνεψε.
Ο Άρχοντας Όσγουολ τύλιξε το χάρτη. «Ήσουν μακριά από το αρχηγείο του Στέμματος;»
«Όχι. Είχα την ατυχία να πέσω στον ανιψιό σου, άρχοντά μου.»
Ο γεροντότερος κούνησε το κεφάλι. Έδειχνε ακόμα πιο στεγνός από το προηγούμενο βράδυ. «Ναι. Μην του δίνεις σημασία, Χούμα. Τον έχει αναστατώσει το γεγονός ότι γύρισες τάχα από τους νεκρούς.»
«Εξακολουθεί να με μισεί γι’ αυτό που είμαι.»
«Τότε είναι ανόητος» πετάχτηκε ξαφνικά ο Ρέναρντ. «Αποδείχτηκες δέκα φορές πιο ιππότης από τον ίδιο.»
«Σ’ ευχαριστώ, αν και δεν το πιστεύω.»
«Τότε είσαι κι εσύ ανόητος.»
Τους έκοψε ο Άρχοντας Όσγουολ. «Το τελευταίο που μας χρειάζεται είναι να τσακωνόμαστε μεταξύ μας.» Ο Υψηλός Πολεμιστής έφερε την παλάμη στο μέτωπό του και παραλίγο να ρίξει ένα δαυλό. Ο Χούμα πήγε να τον πλησιάσει, αλλά ο Άρχοντας Όσγουολ του έγνεψε να κάνει πέρα. «Καλά είμαι. Αλλά φαίνεται πως δεν κοιμήθηκα αρκετά χτες το βράδυ. Κακή νύχτα για αγρύπνια, θα έλεγα.»
«Θα μπορέσεις να αντέξεις το Συμβούλιο;» τον ρώτησε ο Ρέναρντ.
«Έχω άλλη επιλογή; Ίσως είναι απλώς η προσωπική μου γνώμη, αλλά, αν ο ανιψιός μου –που οφείλω να τονίσω ότι πιστεύει πως κάνει το καλύτερο– έχει κάποιο έλεγχο του επόμενου Μεγάλου Μάγιστρου, θα είναι ο χαμός μας.»
Η ένταση του Υψηλού Πολεμιστή ξάφνιασε τον Χούμα. Ήξερε πως δεν τα πήγαιναν καλά, αλλά αυτό… «Γιατί;»
«Ο Μπένετ, όπως και πολλοί άλλοι δικοί μας, είναι υπερβολικά επηρεασμένος από τους θρύλους της Ιπποσύνης. Είναι το είδος του αρχηγού που θα ρίξει και τον τελευταίο ικανό ιππότη του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ σε μια μαζική, ηρωική επίθεση που θα είναι το τέλος όλων μας.»
«Αλήθεια;» Ο τόνος του Χούμα έδειχνε αμφιβολία. Ακόμα και στο σκοτάδι, ο Μπένετ φαινόταν να υπολογίζει τα πάντα και να ελέγχει πλήρως τις αισθήσεις του.
«Ναι. Δεν τον έχεις δει ποτέ σε Συμβούλιο Αρχηγών. Πάντα υποστηρίζει τις αστραπιαίες επιθέσεις και τα κύματα καταστροφής, ποτέ μια συνεπή, μακροχρόνια στρατηγική. Από τότε που πέθανε ο Τρέικ νομίζω πως είναι πιο αποφασισμένος να κάνει κάτι βαρυσήμαντο, για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του.»
«Μπορεί ο Χούμα να δυσκολεύεται να το πιστέψει, αλλά εγώ ξέρω τον Μπένετ περισσότερο καιρό. Θα έλεγα ακριβώς το ίδιο» πρόσθεσε ο Ρέναρντ.
Ο Άρχοντας Όσγουολ κοίταξε τον Χούμα. «Και κάτι άλλο. Δε θα πιστέψει ποτέ την ιστορία σου με τα μαγικά σπαθιά, τους φυλακισμένους δράκους και τις θεόσταλτες προκλήσεις που αποτελούν το κλειδί της νίκης. Εγώ τα πιστεύω. Πες το πίστη στον Πάλανταϊν, αλλά τα πιστεύω.»
Ξαφνικά ο γεροντότερος ιππότης έγειρε μπροστά, φέρνοντας το χέρι του στο κεφάλι.
«Ξεκούραση. Χρειάζομαι λίγη ξεκούραση» μουρμούρισε.
«Βοήθησέ με να τον μεταφέρουμε, Χούμα.»
Μαζί οι δυο ιππότες οδήγησαν τον Όσγουολ στο κρεβάτι. Καθώς τον βοηθούσαν να ξαπλώσει, ο Άρχοντας Όσγουολ έπιασε τον Ρέναρντ. «Φρόντισε να με ξυπνήσουν εγκαίρως για το Συμβούλιο. Κατάλαβες;»
Το χλομό πρόσωπο στράφηκε στον Χούμα και ξανά στον Υψηλό Πολεμιστή. Με την ίδια έλλειψη συναισθήματος που έδειχνε πάντα, ο Ρέναρντ απάντησε «Βεβαίως. Το ξέρεις ότι θα σε ειδοποιήσω.»
«Ωραία.» Ο Άρχοντας Όσγουολ αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Οι δυο ιππότες έφυγαν αθόρυβα. Όταν έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ο Ρέναρντ στράφηκε στον Χούμα.
«Σε θέλει στο Συμβούλιο.»
«Κι αυτός;» ρώτησε ο Χούμα, ανήσυχος για την υγεία του Όσγουολ.
«Θα έρθει. Του υποσχέθηκα να το φροντίσω.» Ο Ρέναρντ χαμογέλασε πραγματικά, αμυδρά. «Όλα είναι υπό έλεγχο. Θα δεις.»
Ο Χούμα φρόντισε να φτάσει από τους πρώτους.
Δεν ήταν όλα τα Ιπποτικά Συμβούλια ανοιχτά στους άντρες του Ακροπυργίου. Στα περισσότερα παραβρίσκονταν μόνο οι επικεφαλής και όσοι είχαν κάποια σχέση με την ημερήσια διάταξη. Επίσης υπήρχε μια τυπική διαδικασία, κάποια βήματα που ακολουθούνταν κάτω από κανονικές συνθήκες. Όμως το σώμα των διοικητών είχε την αίσθηση ότι η εκλογή του διαδόχου του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν υπόθεση που αφορούσε όλους και, μολονότι δε χωρούσαν όλοι οι ιππότες στην αίθουσα, έπρεπε στο σύνολό τους να έχουν επαρκή εκπροσώπηση.
Οι Μάγιστροι του Τάγματος του Στέμματος και του Ξίφους είχαν καθίσει κιόλας. Ο Άρακ Χόκαϊ τραβούσε το μικρό γενάκι του και κοίταξε μάλλον αλαξονικά τον ομόλογό του, αυτόν του Ξίφους. Ο Χούμα δεν αναγνώρισε τον άντρα που καθόταν δίπλα στον Χόκαϊ. Δεν ήταν ο ίδιος ιππότης που είχε διοικήσει το Τάγμα του Ξίφους τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ο προηγούμενος διοικητής είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, στα ανατολικά, και ο αντικαταστάτης του είχε οριστεί στο πεδίο της μάχης από ανάγκη. Το γωνιώδες πρόσωπο του ιππότη θύμιξε στον Χούμα περισσότερο ένα τέλειο άγαλμα παρά έναν αληθινό άνθρωπο. Το μουστάκι του ήταν μακρύ και λεπτό, ενώ τα μάτια του έμοιαξαν σχεδόν αόρατα κάτω από τα πυκνά του φρύδια. Όταν μπήκε ο Μπένετ, έγινε φανερό ποιος ήταν η πραγματική δύναμη που διοικούσε το Τάγμα του Ξίφους, γιατί ο άλλος σφίχτηκε.
Τελικά η αίθουσα γέμισε και άρχισε η αναμονή. Μόνο δύο σημαντικά πρόσωπα έλειπαν: ο Ρέναρντ και ο Άρχοντας Όσγουολ. Το Ιπποτικό Συμβούλιο περίμενε υπομονετικά και τα μέλη του περνούσαν την ώρα τους συξητώντας μεταξύ τους. Τελικά, ο Μπένετ πλησίασε μεγαλόπρεπα τον Άρχοντα Χόκαϊ και του μίλησε κοφτά, σε χαμηλό τόνο. Ο Χόκαϊ του απάντησε στο ίδιο ύφος και η ξωηρή διαφωνία τους κράτησε αρκετά ώστε να τους πάρουν είδηση. Ο Χούμα μόνο να φανταστεί μπορούσε τι λόγια αντάλλασσαν μεταξύ τους.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή όρμησε στην αίθουσα ο Ρέναρντ λαχανιασμένος. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο από την ένταση και η εικόνα τού συνήθως ατάραχου ιππότη σε τέτοια συναισθηματική σύγχυση ήταν αρκετή για να σηκωθούν κάμποσοι όρθιοι περιμένοντας τα κακά νέα.
Ο Ρέναρντ ψιθύρισε κάτι γρήγορα στον Άρχοντα Χόκαϊ. Ο Μπένετ και τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου έβαλαν τα δυνατά τους να ακούσουν. Το πρόσωπο του Μπένετ άσπρισε και ο ίδιος έσφιξε με όλη του τη δύναμη το πλησιέστερο κάθισμα. Ο Άρχοντας Χόκαϊ σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στο αναστατωμένο ξαφνικά πλήθος.
«Το Συμβούλιο αναβάλλεται μέχρι νεοτέρας. Με λύπη μου, σας πληροφορώ ότι ο Άρχοντας Όσγουολ του Μπάξτρι, Υψηλός Πολεμιστής και Μάγιστρος του Τάγματος του Ρόδου αρρώστησε… από την ίδια αρρώστια που πρόσβαλε τον Μεγάλο Μάγιστρο.»
«Στο Ακροπύργιο επιβλήθηκε καραντίνα. Δεν περιμένουμε να βγάλει τη νύχτα ο Άρχοντας Όσγουολ.»
Ο Ρέναρντ έτρεμε ακόμα.
«Ήρθα να τον ξυπνήσω, όπως μου είχε ζητήσει, και τον βρήκα αναίσθητο στο κρεβάτι του να τρέμει – κι ας ήταν σκεπασμένος με δυο-τρεις κουβέρτες. Του έδωσα όποια βοήθεια μπορούσα και έτρεξα να φέρω έναν κληρικό.»
Ο Χούμα δεν τον είχε ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση. Ήταν λες και ξαναζούσε τη δική του μάχη με το λοιμό.
«Ο κληρικός τι έκανε;»
«Λίγα πράγματα. Η αρρώστια τον μπερδεύει. Άλλο ένα δώρο της βασίλισσας, φαντάζομαι – ανάθεμα την ώρα που γεννήθηκε.»
«Δεν μπορεί να γίνει τίποτα;» Ξαφνικά ο Χούμα ένιωσε αδύναμος. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν ο μέντοράς του, ο φίλος του, ό,τι πιο κοντινό σε πατέρα είχε ποτέ του. Δεν έπρεπε να πεθάνει!
«Μόνο να προσευχόμαστε και να περιμένουμε.» Υπήρχε άραγε κάποιο αμυδρό ίχνος ειρωνείας στη φωνή του Ρέναρντ; Ο Χούμα δεν τον κατηγορούσε. Και ο ίδιος ένιωθε τόσο ανήμπορος… Η δρακοβασίλισσα, ο Κράινους και ο αποστάτης μάγος Γκάλαν Ντράκος θα γελούσαν σίγουρα μαζί τους.
«Χούμα…» Ο Ρέναρντ ακούμπησε το χέρι στον ώμο του. Το ωχρό του πρόσωπο ήταν πάντα γεμάτο ένταση. Πόσο αγαπούσε τον Όσγουολ ο Ρέναρντ! «Κοιμήσου λιγάκι.»
Βρίσκονταν στον πρόναο του Ναού του Πάλανταϊν στο Ακροπύργιο, όπου είχαν μεταφέρει τον Υψηλό Πολεμιστή ελπίζοντας ότι οι θεοί μπορεί να βοηθούσαν στη γιατρειά του. Προς το παρόν, οι κληρικοί που τον φρόντιζαν βρίσκονταν σε αμηχανία. Τη μια στιγμή πίστευαν ότι είχαν νικήσει την αρρώστια, την επόμενη εκείνη επέστρεφε πιο δυνατή από πριν. Δεν είχαν άλλο χρόνο. Το κορμί του Άρχοντα Όσγουολ δε θα άντεχε για πολύ ακόμα σε αυτή την κατάσταση.
Ο Ρέναρντ χαμογέλασε αχνά. «Αν συμβεί κάτι, θα σε ξυπνήσω, σ’ το υπόσχομαι.»
Παρά τις καλές του προθέσεις, ο Χούμα ένιωσε ξαφνική νύστα, λες και μόνο η αναφορά στον ύπνο τον έκανε να καταλάβει πόσο τον χρειαζόταν.
«Να με ξυπνήσεις!»
«Αυτό υποσχέθηκα και στον Άρχοντα Όσγουολ» απάντησε πικρά ο Ρέναρντ.
Φεύγοντας, ο Χούμα άκουγε τη φωνή του Μπένετ από το διπλανό δωμάτιο, όπου συσκέπτονταν οι κληρικοί. Ο Μπένετ έδειχνε να ενδιαφέρεται για το θείο του σχεδόν όσο και για τον πατέρα του. Όταν μαθεύτηκαν τα νέα της αρρώστιας του Υψηλού Πολεμιστή, η φωνή του Μπένετ ήταν εκείνη που εμπόδισε τον πανικό και οργάνωσε την προσωρινή καραντίνα και τη μεταφορά του άρρωστου ευγενή στο ναό. Πλέον ο Ιππότης του Ξίφους μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στις προσευχές για το θείο του και στις διαφωνίες του με τους κληρικούς, που θεωρούσε ότι αντιδρούσαν με μεγάλη βραδύτητα στην κρίση.
Και ο πόλεμος; Λες και τον είχαν ξεχάσει οι έγκλειστοι των τειχών του Ακροπυργίου. Αυτή η σκέψη τριβέλιζε τον Χούμα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το κρεβάτι του.
Ξύπνησε απότομα, με το μυαλό του εκπληκτικά καθαρό. Πρώτη του σκέψη ήταν ο Άρχοντας Όσγουολ – και υπέθεσε το χειρότερο. Οι άλλοι κοιμούνταν, περισσότερο συνηθισμένοι στις καθημερινές απώλειες ζωών. Έτσι του φάνηκε.
Βγήκε έξω στη νύχτα και κοίταξε γύρω του. Στο αδύναμο φως των δαυλών, διέκρινε κάποιους σκοπούς που φυλούσαν άγρυπνοι τα τείχη, ενώ κάποιοι άλλοι περιπολούσαν στο προαύλιο. Φρουροί εξακολουθούσαν να φυλούν την πόρτα που οδηγούσε στην κατοικία του Υψηλού Πολεμιστή. Αυτό ήταν καλό σημάδι.
Μη μπορώντας να κοιμηθεί, ο Χούμα αποφάσισε να επιστρέψει στο ναό. Το ότι ο Ρέναρντ δεν είχε πάει να τον ξυπνήσει δεν του έκανε εντύπωση. Ήταν προφανές ότι ο ωχρός ιππότης είχε σκοπό να μείνει ξάγρυπνος καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης – αν αυτό ήταν δυνατόν.
Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, μετατρέποντας το προαύλιο σε μια λεκάνη γεμάτη λάσπη.
Πλησιάζοντας το Ναό του Πάλανταϊν, τον βρήκε παράξενα σκοτεινό. Κανείς δεν τον φρουρούσε, πράγμα που δεν τον εξέπληξε. Αφού ανέβηκε όμως τα σκαλιά κι ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πύλη του ναού, πρόσεξε πως ήταν μισάνοιχτη. Την άνοιξε σπρώχνοντας και βρήκε το ίδιο σκοτεινό και τον κυρίως διάδρομο. Αυτό δεν ήταν σωστό. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας φρουρός ή έστω ένας κληρικός.
Ξαφνικά ο Χούμα βρέθηκε μπροστά σε έναν από τους Ιππότες του Ρόδου, που εκτελούσε καθήκοντα τιμητικού φρουρού και –για την περίπτωση– φύλακα του άρρωστου Υψηλού Πολεμιστή. Ο ιππότης στεκόταν στην πύλη και φαινόταν πολύ αυστηρός. Ο Χούμα παραλίγο να τον χαιρετήσει στρατιωτικά, όταν συνειδητοποίησε ότι ο αυτός ο άνθρωπος δε θα στεκόταν έτσι μέσα στο σκοτάδι αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Διέσχισε το μαρμάρινο δάπεδο και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το φρουρό.
Ο Ιππότης του Ρόδου τον κοίταξε κι εκείνος, αλλά δεν τον είδε.
Ο Χούμα έφερε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του άλλου. Ένιωθε και άκουγε την ανάσα του, αλλά ήταν η ανάσα ενός βαθιά κοιμισμένου. Τόλμησε να του δώσει ένα ελαφρύ χαστούκι στο μάγουλο. Ο φρουρός ούτε που σάλεψε.
Ο Χούμα έσκυψε κοντά του και κοίταξε προσεκτικά τα ανοιχτά του μάτια. Ήταν θολά. Είχε ξαναδεί ανθρώπους σε παρόμοια κατάσταση, ανθρώπους που τους είχαν ναρκώσει για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Υπέθεσε ότι ο Ιππότης του Ρόδου δε θα θυμόταν τίποτα για την παραμέληση του καθήκοντος του. Υπέθεσε επίσης ότι κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και στους υπόλοιπους ενοίκους του ναού – και ανάμεσά τους και στον Ρέναρντ.
Με μια επίκληση στον Πάλανταϊν, ο Χούμα τράβηξε το σπαθί του. Προχώρησε στο σκοτεινό διάδρομο μέχρι που έφτασε στο μέρος όπου καθόταν ο Ρέναρντ, για να διαπιστώσει ότι ο λιπόσαρκος ιππότης ήταν φευγάτος. Η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου αναπαυόταν ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν μισάνοιχτη και ο Χούμα ανακάλυψε άλλους δυο φρουρούς στην ίδια κωματώδη κατάσταση.
Ο Χούμα φοβήθηκε το χειρότερο. Συμπέρανε βιαστικά ότι ο Ρέναρντ και ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν μαγεμένοι.
Με υπολογισμένα βήματα, άνοιξε αργά την πύλη της κάμαρας του Όσγουολ. Το σκοτάδι τον μπέρδεψε για μια στιγμή μονάχα και ύστερα οι εξασκημένες του αισθήσεις εντόπισαν μια πιο σκοτεινή θολούρα, τον Άρχοντα Όσγουολ όρθιο δίπλα στο κρεβάτι του.
Όρθιο; Ο Χούμα ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Όχι, δεν ήταν ο Άρχοντας Όσγουολ. Ο Όσγουολ ήταν πράγματι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τι ήταν λοιπόν; Ένας ίσκιος;
Ο Χούμα προσχώρησε και το σκοτάδι φάνηκε να μετατοπίζεται. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η μορφή –ή αυτό που του είχε φανεί σαν τέτοια– δεν ήταν πια εκεί. Με κάποια ταραχή, ο Χούμα προχώρησε, μέχρι που βρέθηκε να στέκει δίπλα στην ακίνητη μορφή του Άρχοντα Όσγουολ. Με ανακούφιση, διαπίστωσε ότι ο άρχοντας ανάσαινε κανονικά.
Το πόδι του σκόνταψε σε κάτι. Κοίταξε κάτω και είδε πως αυτό που κοίταζε ήταν το ακίνητο σώμα ενός κληρικού. Ο κληρικός κοιμόταν, όπως και οι φρουροί, με τα μάτια ορθάνοιχτα και θολά. Ο Χούμα τον τράνταξε άγρια προσπαθώντας να τον ξυπνήσει, αλλά εκείνος ούτε που κουνήθηκε.
Ένιωσε μάλλον παρά άκουσε το σκοτάδι να σαλεύει πίσω του. Δίστασε και αυτός ο δισταγμός θα μπορούσε να του στοιχίσει και τη ζωή, γιατί κάτι μεταλλικό χτύπησε το θώρακά του και αν είχε κινηθεί λίγο πιο αργά, θα του είχε τρυπήσει το λαρύγγι.
Βρίζοντας τον εαυτό του, ο Χούμα απέκρουσε μια ακόμη άγρια σουβλιά της λεπτής, στριφτής λεπίδας. Είδε για πρώτη φορά τον αντίπαλό του, μια φιγούρα από αιωρούμενο σκοτάδι, που τον κοίταζε με δυο κόκκινα, άγρια μάτια. Η μορφή τού πέταξε το μαχαίρι στο κεφάλι, αναγκάζοντάς τον να σκύψει. Τη στιγμή που ο Χούμα έσκυβε για να αποφύγει το όπλο, η φασματική μορφή έβγαλε ένα μικρό πουγκί και το σήκωσε ψηλά.
Ο ιππότης τραβήχτηκε γοργά. Πλέον δεν είχε καμία αμφιβολία για το τι αντιμετώπιζε. Οι πράξεις του, το παρουσιαστικό του –του έκανε εντύπωση που δεν είχε αναγνωρίσει με την πρώτη τον παρείσακτο– φανέρωναν έναν πιστό του Μόρτζιον, Άρχοντα της Αρρώστιας και της Σήψης. Ένα από αυτά τα παράσιτα είχε φτάσει μέχρι το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε καταφέρει να σκοτώσει μία ή και δυο ίσως από τις πιο σημαντικές μορφές της Ιπποσύνης.
Η ρακένδυτη φιγούρα δίστασε πριν ρίξει το περιεχόμενο του πουγκιού. Ο Χούμα τινάχτηκε μπροστά, με τη σπάθα υψωμένη μπροστά του. Το πλατύ μέρος της λεπίδας χτύπησε το πουγκί, που έσκασε, αλλά όχι πριν πετάξει η φόρα του σπαθιού το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του πίσω στον κουκουλοφόρο εισβολέα. Ο Χούμα οπισθοχώρησε αποφεύγοντας τη φονική φωτιά που έλουσε τον άλλο.
Ο δολοφόνος έβηξε ξερά από τη σκόνη που απλώθηκε στο πρόσωπό του. Υποχώρησε παραπατώντας, αλλά ο Χούμα δεν τόλμησε να προχωρήσει. Ο πιστός του Μόρτζιον έγειρε σ’ ένα στασίδι και ύστερα σηκώθηκε όρθιος ξανά.
«Αν νομίζεις…» η φωνή ήταν τραχιά και γεμάτη ένταση, αλλά γνωστή «ότι θα με σκοτώσεις με τα ίδια μου τα εργαλεία, μάθε ότι ο Μόρτζιον προστατεύει τους πιστούς του. Άλλωστε, το μόνο που ήθελα ήταν να σε κοιμίσω. Τώρα δε μου αφήνεις περιθώρια.»
Καθώς ο κουκουλοφόρος καθάρισε το λαρύγγι του από τη σκόνη και αποκάλυψε την ταυτότητά του, ο Χούμα κόντεψε να αφήσει το σπαθί του να του πέσει από το χέρι. Έκανε απελπισμένος ένα βήμα προς τα πίσω, τη στιγμή που ο άλλος τραβούσε ένα βαρύ σπαθί που έκρυβε στο μανδύα του.
«Αν σε κέντριζε η αιχμή του μαχαιριού, και πάλι θα κοιμόσουν. Τώρα φοβάμαι πως δε μου μένει παρά μόνο αυτό.» Η λεπίδα υψώθηκε σημαδεύοντας το λαιμό του ιππότη.
Ο Χούμα δεν κατάφερνε να κάνει τον εαυτό του να πολεμήσει. Δεν μπορεί να συνέβαινε στα αλήθεια αυτό. Δεν ήταν αλήθεια. Ήταν ένας τρομερός εφιάλτης και θα ξυπνούσε!
Ο δολοφόνος γέλασε αθόρυβα. Το σπαθί χαμήλωσε ελάχιστα. Το γέλιο του αντήχησε μέσα στο μυαλό του Χούμα, χλευάζοντας όλα όσα είχε πιστέψει μέχρι τότε.
«Προσπάθησα να σε προστατέψω από αυτό. Λυπάμαι στ’ αλήθεια, Χούμα»
Γιατί, Ρέναρντ;