Ο πρώτος στον οποίο εμπιστεύτηκε το μυστικό ήταν ο Μπουόρον. «Είσαι τυχερός που δε σε πρόσεξε κανένας» είπε ο γενειοφόρος ιππότης. «Άνοιξες το στόμα σου σαν χάννος με το που τον έφεραν.»
Ο Χούμα κούνησε το κεφάλι. «Έμεινα εμβρόντητος. Τελευταία φορά που είδα τον Καζ, αυτός τραβούσε βόρεια κι εγώ κάλπαζα νότια. Μας ακολουθούσαν ένα σωρό εχθροί. Εγώ φαίνεται πως ήμουν το κυρίως θήραμα, γιατί ακολούθησαν εμένα.»
«Και το πλήρωσαν» παρατήρησε ήσυχα ο Μπουόρον. Ο Χούμα τού είχε διηγηθεί αυτό το περιστατικό χωρίς σάλτσες. Ο άλλος είχε εντυπωσιαστεί.
«Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που βρίσκεται εδώ ο Καζ και που έφτασε τουλάχιστον δύο μέρες πριν από μένα. Πρέπει να στράφηκε σχεδόν αμέσως νότια και να με έχασε παρά τρίχα. Αφού χωρίσαμε, εγώ αναγκάστηκα να διώξω το άλογό μου ελπίζοντας ότι θα παράσερνε μακριά τους διώκτες μου. Μετά από αυτό, ήμουν πεζός για κάμποσο διάστημα. Αλλά και πάλι, για να φτάσει μέχρι εδώ πέρα, θα πρέπει να κάλπαζε σαν τρελός. Πρέπει να έχασε κι αυτός το άλογό του λίγο μετά από μένα.»
«Ήξερε προς τα πού πήγαινες;»
Ο Χούμα σκέφτηκε πολλή ώρα. Του φαινόταν τόσο μακρινό. «Αρκετά τουλάχιστον, για να κινηθεί νοτιοδυτικά.»
Ο Μπουόρον κοίταξε από το παράθυρο προς το μέρος του κλουβιού. Ο Καζ ήταν βυθισμένος σ’ ένα βλοσυρό θυμό. «Υπάρχουν πολλά μονοπάτια που θα μπορούσε ένα διαλέξει ένας καλός πολεμιστής για να ταξιδέψει με ασφάλεια. Πρέπει να ανακάλυψε κι εκείνος την ύπαρξή μας σ’ αυτό το μέρος και να συμπέρανε ότι θα σταματούσες εδώ. Ίσως μάλιστα να υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο προορισμός σου.»
Αυτό φάνηκε κάπως λογικό στον Χούμα. «Πράγματι, ανέφερα ότι ήθελα να γυρίσω στους ιππότες. Μπορεί να υπέθεσε ότι, αφού δεν μπορούσα να γυρίσω στη Σολάμνια, θα ερχόμουν εδώ.»
«Ή…» Ο Μπουόρον δίστασε. «Ή είναι όντως κατάσκοπος και αυτή ήταν η πρόθεσή του από την αρχή.»
«Όχι.» Ο Χούμα τελευταία αμφέβαλλε για πολλά, αλλά η αφοσίωση του μινώταυρου ήταν αναμφισβήτητη.
«Μπορεί να δυσκολευτείς να πείσεις γι’ αυτό τους υπόλοιπους. Ο μινώταυρος είναι μινώταυρος. Θα τον ανακρίνουν και –είτε μιλήσει είτε όχι– μάλλον θα τον εκτελέσουν.»
«Για ποιο λόγο; Το μόνο που έκανε ήταν να αμυνθεί.»
Ο Μπουόρον μόρφασε. «Δεν άκουσες τι σου είπα; Είναι μινώταυρος. Δε χρειάζονται άλλο λόγο.»
Ο Χούμα βημάτισε νευρικά. «Πρέπει να μιλήσω με τον Τάγκιν.»
«Βιάσου λοιπόν! Η ανάκριση θ’ αρχίσει αύριο, μετά την πρωινή βάρδια μάλλον.»
«Θα είναι ο Τάγκιν στα διαμερίσματά του τώρα;»
«Δε νομίζω. Ως Ιππότης του Ρόδου, αυτή τη στιγμή θα κάνει την καθημερινή του προσευχή. Ο μόνος λόγος που την καθυστέρησε σήμερα είναι το κυνήγι. Και μια και το αναφέραμε, μπόρεσες να γαληνέψεις καθόλου την ψυχή σου τελευταία;»
Ο Χούμα σταμάτησε το πήγαινε-έλα χλομιάζοντας. «Όχι. Θα μου άξιζε να πάρει ο Πάλανταϊν το βλέμμα του από πάνω μου για πάντα.»
Ο Μπουόρον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Νομίζω πως ο Πάλανταϊν δεν είναι τόσο σκληρός. Έλα.»
Μετά την προσευχή, ο Τάγκιν δεν μπόρεσε να δει τον Χούμα. Είχε σύσκεψη με τους υπαρχηγούς του και τον περιπολάρχη. Ο Χούμα είχε τη φρόνηση να μην επιμείνει. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να λιγοστέψει τις πιθανότητές του να τους πείσει να ελευθερώσουν τον Καζ.
Μια και οι αρχηγοί ήταν απασχολημένοι, ο Χούμα αποφάσισε να αντιμετωπίσει το μινώταυρο. Δεν ήταν σωστό να παριστάνει πως δε γνώριζε τον τεράστιο ανατολίτη. Ο Καζ τού είχε φερθεί πάντα με εντιμότητα.
Ο τόπος περιορισμού του μινώταυρου ήταν ένα κλουβί σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι περιοδεύοντες θίασοι για τα εξωτικά τους ζώα: ένα μεταλλικό κλουβί με κάγκελα, μια μοναδική πόρτα και πάτωμα στρωμένο με χορτάρι και άχυρα. Ο Καζ δε βημάτιζε πέρα-δώθε. Αντίθετα, καθόταν και κοίταζε δύσθυμα το μίγμα κρέατος και δημητριακών που του είχαν δώσει οι δεσμοφυλακές του. Δεν ήταν λαχταριστό ούτε στο ελάχιστο και ο Χούμα αναρωτήθηκε αν η γεύση του ήταν τόσο απαίσια όσο η όψη του.
Δυο ιππότες φρουρούσαν το κλουβί κι έκλεισαν αμέσως το δρόμο του Χούμα.
«Μπορώ να ανακρίνω τον κρατούμενο;»
«Αυτό θα το κάνει ο άρχοντας διοικητής. Όποιος θέλει, μπορεί να παρακολουθήσει.»
«Μπορώ τουλάχιστον να του μιλήσω;»
Ο δυο ιππότες αλληλοκοιτάχτηκαν. Σίγουρα απορούσαν γιατί ένας δικός τους να θέλει να μιλήσει με ένα αιχμάλωτο μινώταυρο. Τελικά, εκείνος που είχε μιλήσει πρώτος απάντησε «Όχι χωρίς την άδεια του άρχοντα διοικητή.»
Στο μεταξύ ο Καζ είχε ακούσει τις φωνές. Άργησε να αντιδράσει, ίσως επειδή δεν ήταν σίγουρος τίνος τη φωνή άκουγε. Ύστερα γύρισε ξαφνικά και όρμησε στις μπάρες.
«Χούμα!»
Οι δυο φρουροί αναπήδησαν κι εκείνος που ήταν προφανώς επικεφαλής χτύπησε την ντυμένη με ατσάλι γροθιά του στο κάγκελο, αρκετά μακριά από το μινώταυρο, για να μην μπορεί να την αρπάξει. «Σιωπή, Κτήνος! Θα έχεις την ευκαιρία να μιλήσεις όταν αρχίσει η ανάκριση.»
Ο Καζ ρουθούνισε αγριεμένος. «Θεωρούσα έντιμους τους ιππότες, αλλά βλέπω ότι λίγοι από αυτούς έχουν τιμή!» Πέρασε το μακρύ, μυώδες μπράτσο του ανάμεσα στα κάγκελα, με την παλάμη ανοιχτή, σαν να παρακαλούσε. «Χούμα! Βγάλε με από αυτό το κλουβί!»
Οι ιππότες κοίταξαν τον Χούμα στενεύοντας τα μάτια. «Φαίνεται να σε ξέρει καλά. Πώς γίνεται αυτό;»
«Γνωριζόμαστε κι έχουμε ταξιδέψει μαζί, δεν είναι δούλος της δρακοβασίλισσας. Είναι κύριος του εαυτού του. Είναι φίλος.»
«Φίλος;» Οι φρουροί κοίταξαν τον Χούμα έκπληκτοι και γεμάτοι αμφιβολία. Και άλλοι ιππότες άρχιζαν να μαζεύονται, περίεργοι για το τι ήταν όλες αυτές οι φωνές.
Τελικά μίλησε κι ο άλλος φρουρός. «Κέιλεμπ, ίσως πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Τάγκιν.»
«Δεν τον διακόπτω τώρα.» Ο Κέιλεμπ –ένας ψηλός, εύσωμος άντρας με όψη σαρκοφάγου– έδειξε τον Χούμα. «Αν δεν ήξερα την αλήθεια, θα σε περνούσα για κατάσκοπο, αφού συναναστρέφεσαι με μάγους και μινώταυρους. Όπως έχουν τα πράγματα, νομίζω πως είσαι ανόητος. Αν θες να μιλήσεις με αυτό το πλάσμα, ρώτα τον Τάγκιν. Εγώ, αν περνούσε από το χέρι μου, θα σε κλείδωνα μέχρι την ανάκριση.»
Ακούστηκαν μουρμουρητά επιδοκιμασίας και ο Χούμα ξαφνιάστηκε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα από συμπαθής ξένος είχε γίνει κάτι σαν απόβλητος.
«Τι συμβαίνει εδώ;»
Στο άκουσμα αυτής της φωνής πάγωσαν όλοι – ακόμα και ο Καζ. Ήταν ο Άρχοντας Τάγκιν, ντυμένος με την επίσημη πανοπλία του. Τουλάχιστον είκοσι χρόνια είχαν περάσει πάνω από το πρόσωπό του. Ήταν πλέον η προσωποποίηση της εξουσίας.
«Άντρες, τελευταία έχετε αρχίσει να γίνεστε όχλος. Βλέπω πως θα χρειαστεί να κάνω αλλαγές.» Ο Τάγκιν στράφηκε στον Χούμα. «Μου είπαν πως γνωρίζεις κάπως το μινώταυρο.» Πίσω από τον διοικητή, ο Μπουόρον χαμήλωσε τα μάτια. «Η ανάκριση αρχίζει σε μισή ώρα. Θέλω να είσαι παρών και προετοιμασμένος. Κατάλαβες;»
«Μάλιστα, άρχοντά μου.»
Ο Τάγκιν γύρισε στους φρουρούς. «Όσο για σας, υπάρχουν κανόνες της Ιπποσύνης που μάλλον αγνοείτε. Έχω την απαίτηση να διδαχτείτε και οι δυο σας από αυτό το περιστατικό.»
Ο Ιππότης του Ρόδου δεν περίμενε την απάντησή τους. Αντί γι’ αυτό, τους προσπέρασε και πλησίασε το κλουβί. Ο Καζ τον αγριοκοίταξε. Ο Τάγκιν έμεινε απαθής.
«Μάθε αυτό, μινώταυρε. Οι βασικές αρχές της Ιπποσύνης παραμένουν οι ίδιες. Η ανάκρισή σου θα είναι αμερόληπτη. Θα σου δοθεί κάθε ευκαιρία να αποδείξεις ότι λες αλήθεια, όπως και ο ιππότης αποδώ. Αυτό σ’ το υπόσχομαι.»
Ο Καζ δεν απάντησε. Έγνεψε μόνο ελάχιστα, καταφατικά.
Ο Τάγκιν έκανε μεταβολή και τράβηξε κατά το αρχηγείο του.
«Δεν παύεις να με εκπλήσσεις με την ικανότητά σου να γίνεσαι πάντα το επίκεντρο, Χούμα.»
Ο Χούμα και ο Μπουόρον σήκωσαν τα μάτια μπαίνοντας στο στρατώνα των ιπποτών. Ο Μάτζιους, λαμπρός μέσα στους ερυθρούς του χιτώνες, τους κοίταζε από την άλλη άκρη της αίθουσας. Είχε άραγε επιστρέψει όντως στην τάξη της Λουνιτάρι ή ήταν και αυτή άλλη μια από τις λόξες του;
«Ο μάγος επιστρέφει στη γη των ζωντανών» παρατήρησε στεγνά ο Μπουόρον.
Ο μάγος σάλεψε. «Μα την αλήθεια, Χούμα, το μόνο πράγμα που είναι πιο ανόητο από εσένα τον ίδιο, που πας κι έρχεσαι μέσα σε λωρίδες μετάλλου, είναι οι παρέες σου. Εξαιρούμαι εγώ, βέβαια.»
«Αν δεν έχεις να πεις κάτι σημαντικό, Μάτζιους, μη λες τίποτα.» Ο Χούμα ξαφνιάστηκε από το ίδιο του το σχόλιο.
Ο Μάτζιους τον αγνόησε. «Βλέπω ότι ο μινώταυρος κατάφερε να μπλέξει σε φασαρίες. Δεν έχουμε καθόλου χρόνο για τέτοια. Αν δε χρειαζόμουν ανάπαυση, θα είχαμε φύγει από χτες το βράδυ.»
Ο Μπουόρον χαμογέλασε με κακία. «Χωρίς την άδεια του Τάγκιν, δεν πας πουθενά.»
«Αλήθεια;»
«Όχι μαζί μου, Μάτζιους. Όχι, αν δεν ελευθερωθεί ο Καζ» πρόσθεσε ο Χούμα.
Ο μάγος αναστέναξε. «Πολύ καλά. Ελπίζω να μην πάρει πολλή ώρα. Ξέρω πόσο χρονοβόρα και βαρετή μπορεί να είναι μια ανάκριση.»
«Χούμα, είναι στ’ αλήθεια φίλος σου αυτή η λέρα;» μπήκε στη μέση ο Μπουόρον.
«Απίστευτο, ε; Πάντως ελπίζω ακόμα να βρω στο βάθος τον παλιό Μάτζιους.»
Αυτή τη φορά ο μάγος δεν απάντησε. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Χούμα και άρχισε να παρατηρεί κάτι ενδιαφέρον στο ραβδί του.
«Θα έρθεις μαζί μου, Μάτζιους;»
Ο παιδικός του φίλος σήκωσε τα μάτια. «Σε μια ανάκριση; Όχι βέβαια. Μπορεί να αποφασίσουν να δικάσουν κι εμένα. Θα περιμένω εδώ το αποτέλεσμα.»
Ο Χούμα άφησε ένα στεναγμό, αν και κανείς δεν ήξερε αν ήταν από ανακούφιση ή από ανησυχία.
Αντίθετα προς τις επίσημες ανακρίσεις του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ, οι διαδικασίες στο φυλάκιο ήταν γοργές, απροκάλυπτες και εύστοχες. Ανέκριναν τον Καζ για το που βρισκόταν τον τελευταίο μισό χρόνο. Το έγκλημά του ενάντια στους προηγούμενους αφέντες του και η κατοπινή συνάντησή του με τον Χούμα εξετάστηκαν με κάθε λεπτομέρεια, καθώς ο Άρχοντας Τάγκιν αναζητούσε κάποια αντίφαση που θα έβγαζε το μινώταυρο αναξιόπιστο.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, βγήκαν στη φόρα πολλά γεγονότα από το παρελθόν του μινώταυρου. Ήταν κι αυτός ένας από τους μεγάλους προμάχους της φυλής του. Μάλιστα, του είχαν δώσει το όνομα ενός παλιού του προγόνου, ενός πανίσχυρου πολεμιστή που κυβερνούσε τη φυλή τους για είκοσι τρία χρόνια, πριν νικηθεί επιτέλους.
Ωστόσο, ο Καζ είχε μεγαλώσει σε μια εποχή που οι μινώταυροι δεν είχαν δικό τους άρχοντα. Όπως είχε μάθει ο Χούμα, αυτοί που έλεγχαν πια τη φυλή ήταν μαριονέτες στα χέρια των διοικητών της δρακοβασίλισσας. Κάθε μινώταυρος, αρσενικός ή θηλυκός, μόλις έφτανε σε ηλικία πολεμιστή, στρατολογούνταν στις όλο και πυκνότερες τάξεις της Σκοτεινής Βασίλισσας. Ποτέ δεν υπήρχαν σε μια μονάδα αρκετοί μινώταυροι ώστε να προκαλέσουν αναταραχή. Ο λαός του Καζ τιμωρούνταν σκληρά ακόμα και για τη μικρότερη παράβαση.
Ο ψηλός πολεμιστής παραδέχτηκε ότι είχε πολεμήσει κι ο ίδιος. Ήταν μέρος της φύσης του. Αλλά σιγά-σιγά η παράλογη σφαγή που έβλεπε γύρω του τον είχε αηδιάσει. Σε πολλά από αυτά που τον υποχρέωναν να κάνει δεν υπήρχε ίχνος τιμής. Τα ογκρ δε νοιάζονταν αν είχαν απέναντι τους ένα στρατό ή ένα χωριό. Όποιος στεκόταν στο δρόμο τους πέθαινε.
Τότε ο Καζ άρχισε να τους διηγείται με κάθε λεπτομέρεια το τελευταίο περιστατικό, τότε που είχε πέσει πάνω στον αιμοσταγή λοχαγό των ογκρ. Για λίγο όλοι οι ιππότες που τον άκουγαν τάχθηκαν με το μέρος του.
Οι ειδήσεις για την κατάρρευση των γραμμών της Σολάμνια και το χάος που ακολούθησε ανανέωσαν την οργή των ιπποτών. Ύστερα ο Καζ τους περιέγραψε την επίθεση στο κάστρο του Μάτζιους και τη φυγή που ακολούθησε το χωρισμό του από τον Χούμα.
Η ανάκριση έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ο Καζ περιέγραψε τη σύντομη αλλά αιματηρή συνάντηση του Χούμα με τον πολέμαρχο. Τα συναισθήματα πλημμύρισαν ξανά προς το μέρος του Χούμα. Εκείνοι που τους είχε κακοφανεί η παράξενη φιλία του με το μινώταυρο τον έβλεπαν ξανά με καινούριο σεβασμό.
Μετά τον Καζ, μίλησε ο Χούμα. Δεν παρακάλεσε τους ιππότες, τους μίλησε μονάχα για τις γενναίες και δίκαιες πράξεις του μινώταυρου. Επίσης τους τόνισε ότι η τιμή ήταν το ίδιο σημαντική για τον Καζ όσο και για την Ιπποσύνη.
Όταν ειπώθηκαν πια όλα, ο Άρχοντας Τάγκιν φάνηκε τρομερά κουρασμένος. Όρθιος μπροστά στο μινώταυρο, που τον φρουρούσαν δεμένο, ο Άρχοντας Τάγκιν πήρε βαθιά ανάσα και είπε «Ο μινώταυρος Καζ υπήρξε απολύτως συνεργάσιμος. Μας περιέγραψε αληθώς τα έργα των δυνάμεων της δρακοβασίλισσας και τα λόγια του επιβεβαιώθηκαν από τον Χούμα, Ιππότη του Στέμματος. Κέρδισε δικαιωματικά έναν τιμημένο θάνατο.»
Ο Καζ ρουθούνισε θυμωμένα και άρχισε να παλεύει με τα δεσμά του. Ο Χούμα πήγε να σηκωθεί όρθιος, αλλά ο Μπουόρον τον κάθισε κάτω με το ζόρι. Ο Τάγκιν συνέχισε.
«Υπάρχει όμως και μια άλλη δυνατότητα. Ο Πάλανταϊν είναι ο θεός του Δικαίου και της Σοφίας. Η εκτέλεση του μινώταυρου θα μπορούσε να είναι μια τρομερή παρωδία δικαιοσύνης. Για αυτό, τον θέτω υπό την επίβλεψη του Ιππότη Χούμα, ο οποίος πιστεύω ότι θα μπορέσει να τον κρατήσει υπό έλεγχο.»
Ακούστηκαν ζητωκραυγές. Οι γνώμες σχετικά με τον Χούμα είχαν αλλάξει τόσο πολύ που πλέον οι δικοί του τον θεωρούσαν μεγάλο ήρωα, όπως και οι κάτοικοι του Έργκοθ.
«Λύστε το μινώταυρο.»
Ο Ιππότης Κέιλεμπ υπάκουσε διστακτικά. Την ώρα που αφαιρούσε κα τα τελευταία του δεσμά, ο Καζ τού χαμογέλασε με κακία. Την επόμενη στιγμή ο μινώταυρος ορμούσε στο πλήθος. Ο Καζ άρπαξε τον παλιό του σύντροφο και τον σήκωσε ψηλά κραυγάζοντας όλο χαρά.
«Πίστευα πως δε θα σε ξανάβλεπα, φίλε Χούμα! Πρέπει να σου πω ότι από σεβασμό για σένα συγκρατούσα το θυμό μου όσο έψαχνα! Χαίρομαι που γύρισα αμέσως νότια. Μου πέρασε, βλέπεις, από το μυαλό ότι μπορεί να πήγαινες βόρεια για να με βρεις.»
Ο Χούμα κοκκίνισε. «Έλπιζα να είσαι καλά. Ο δρόμος μου με έφερε νότια – κι ας μην το είχα σκοπό. Ο Μάτζιους…»
Ο Καζ παρανόησε. «Ναι, τον είδα εκείνο το δρακόσπορο, το μάγο φίλο σου, να με κοιτάζει. Φαινόταν πρόθυμος να με θυσιάσει για το συμφέρον του. Η ικανοποιημένη του έκφραση με ερέθισε τόσο που άρχισα να σκέφτομαι την απόδραση με κάθε κόστος.» Ο μινώταυρος γέλασε δυνατά, αν και ο Χούμα δεν καταλάβαινε το λόγο.
Ο Τάγκιν ξερόβηξε. Ο Χούμα έστρεψε βιαστικά το μινώταυρο προς το μέρος του. «Άρχοντα Τάγκιν, Ιππότη του Ρόδου. Σου παρουσιάζω το μινώταυρο Καζ.»
«Είμαι απόγονος μιας γενιάς που έχει βγάλει τουλάχιστον δώδεκα προμάχους της φυλής μου.» Το αίμα δεν είχε την ίδια αξία στη γη των μινώταυρων όσο στους αριστοκρατικούς ιππότες της Σολάμνια, αλλά μια γενεαλογία προμάχων τύχαινε μεγάλου θαυμασμού από τους μινώταυρους. Για τους ιππότες ήταν σαν να αυτοαποκαλούνταν ο Καζ ευγενής της φυλής του.
Ο Τάγκιν χαιρέτησε το μινώταυρο κι ύστερα σοβάρεψε. «Όταν φύγουν οι άλλοι, θέλω να μιλήσουμε. Έχω καλέσει και το μάγο.»
Η αίθουσα δεν άργησε να αδειάσει. Με μια ματιά του διοικητή, ο Μπουόρον αποχώρησε και αυτός. Ο Καζ φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά ο Άρχοντας Τάγκιν δεν είπε τίποτα μέχρι να φτάσει ο Μάτζιους.
Με φανερό δισταγμό, ο μάγος μπήκε στην αίθουσα. Ο Καζ σφίχτηκε και τα μάτια του κοκκίνισαν από οργή. Ο Χούμα φοβήθηκε ότι θα του ορμούσε, αλλά ο Καζ συγκρατήθηκε. Ο Μάτζιους έκανε λες και η τεράστια μορφή δεν ήταν καν εκεί.
«Αποφάσισα να έρθω αφού με ζήτησες, Άρχοντα Τάγκιν.»
«Τι ευγενικό εκ μέρους σου!» Όπως ο Μπουόρον, έτσι και ο ηλικιωμένος ιππότης δεν είχε πια διάθεση να κρύψει την έχθρα του για το μάγο. «Αποφάσισα να σας επιτρέψω να συνεχίσετε το ταξίδι σας – και μάλιστα να σας δώσω και συνοδεία.»
Ο Μάτζιους πήρε μια ανάσα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, Άρχοντα Τάγκιν, αλλά δε χρειαζόμαστε συνοδεία. Ο Χούμα και εγώ μπορούμε να τα καταφέρουμε και μόνοι μας.»
«Αλλά δε θα είστε μόνοι, σπορά του λύκου» σφύριξε ο Καζ. «Συνοδεία-ξεσυνοδεία, θα έρθω κι εγώ μαζί σας.»
Ο Τάγκιν σήκωσε το χέρι του για να σωπάσουν. «Δεν έχετε άλλη επιλογή. Θα συνοδεύεστε οπωσδήποτε. Δεν είναι από ευγένεια. Είναι απαίτηση, αν θέλετε να συνεχίσετε αυτή την… αναζήτηση.»
Ο Μάτζιους αγριοκοίταξε ανοιχτά τον Χούμα. «Κι ορκίστηκες να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Η γλώσσα σου πάει ροδάνι, βλέπω.»
Ο Χούμα θύμωσε, αλλά δε θα του έκανε τη χάρη να μπλέξει σε έναν παιδαριώδη καβγά.
Ο διοικητής του φυλακίου πλησίασε τον Μάτζιους τόσο που τα πρόσωπά τους δεν απείχαν παρά μία παλάμη. «Φεύγετε αύριο το πρωί, με την αυγή. Ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα. Αν σκέφτεσαι να το σκάσεις κρυφά, μην μπεις στον κόπο. Θα σε βρούμε και τότε θα σε βάλω φυλακή. Μπορούμε να φυλακίσουμε και μάγους. Πίστεψέ με.»
Ο Χούμα ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα βλέποντας τον Μάτζιους να υποχωρεί πρώτος. «Πολύ καλά. Μια και προφανώς δεν έχουμε άλλη επιλογή…»
«Δεν έχετε.»
Ο Μάτζιους γύρισε στον Χούμα και του έδειξε το μινώταυρο. «Πρέπει να έρθει κι αυτός μαζί μας;» ρώτησε.
«Απαραιτήτως.» Στην απάντηση του Χούμα πρόσθεσε και ο Καζ ένα γρύλισμα, δείχνοντας τα δόντια του.
«Το πρωί λοιπόν.» Ο Μάτζιους στράφηκε ξανά στον Άρχοντα Τάγκιν. «Τελειώσαμε;»
«Όχι. Αν κατάλαβα καλά, όλα αυτά βασίζονται σ’ ένα όνειρο;»
Ο μάγος χαμογέλασε. Φαινόταν λυπημένος. «Η Δοκιμασία δεν ήταν όνειρο. “Εφιάλτης” θα ήταν η σωστή λέξη. Ένας εφιάλτης που ελπίζω να μπορέσω ν’ αλλάξω.»
Ο Τάγκιν τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Δεν του τα ’χεις πει όλα, ε, Μάτζιους;»
Τα μάτια του Χούμα γούρλωσαν και, βλέποντας τον Μάτζιους να αργεί να απαντήσει, γούρλωσαν ακόμα περισσότερο.
Ο μάγος κοίταξε τους άλλους και υστέρα στράφηκε απότομα προς την πόρτα. «Όχι. Θα το κάνω όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή.»
Τον παρακολούθησαν να φεύγει.
«Πρόσεχε τον, Χούμα» ψιθύρισε τελικά ο Τάγκιν. «Όχι μόνο για το δικό σας καλό, αλλά και για το δικό του.»
Ο νεότερος ιππότης δεν μπόρεσε παρά να γνέψει καταφατικά. Και πάλι αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να πιστέψει πια τον Μάτζιους.
Ένας ιππότης στεκόταν σκοπός στην ψηλότερη κορυφή. Είχε κατεβασμένη την προσωπίδα της περικεφαλαίας του κι έτσι ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσει κανείς. Φορούσε το έμβλημα των Ιπποτών του Ρόδου και στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα υπέροχο σπαθί. Φαινόταν σαν να πρόσφερε το όπλο στον Χούμα.
Ο Χούμα σύρθηκε πάνω από το γκρεμό και το φαράγγι. Έχασε την ισορροπία του πάνω από δέκα φορές, αλλά κάθε φορά την ξανάβρισκε πριν πέσει. Αν και κόντευε στην κορυφή, ο άλλος ιππότης δεν τον βοήθησε. Αντί γι’ αυτό, η παράξενη μορφή συνέχισε να κρατάει τεντωμένο το σπαθί.
Ο Χούμα προχώρησε σκοντάφτοντας και δέχτηκε το προσφερόμενο όπλο. Ήταν όμορφο σπαθί – αρχαίο. Ο Χούμα έσκισε τον αέρα τρεις φορές. Ο άλλος τον κοίταζε.
Ο νεαρός ιππότης τον ευχαρίστησε για το όπλο και τον ρώτησε πώς τον έλεγαν. Ο ιππότης με την προσωπίδα δεν απάντησε. Θυμώνοντας ξαφνικά, ο Χούμα τον πλησίασε και του σήκωσε την προσωπίδα.
Ποτέ του δεν κατάλαβε τι είδε γιατί κάτι ούρλιαξε και ο Χούμα τινάχτηκε όρθιος στο στρώμα, με το όνειρο χίλια κομμάτια.
Ο Τάγκιν φρόντισε να διαπιστώσει ότι τίποτα δεν πήγαινε στραβά. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις αντιδράσεις του Μάτζιους, αλλά εκείνο το πρωί ο μάγος φερόταν πολύ καλά.
Έφτασε η συνοδεία. Δέκα άντρες είχαν προσφερθεί εθελοντικά. Ο Χούμα είδε με ανακούφιση ότι ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Μπουόρον.
Όταν ήταν όλοι έτοιμοι και πάνω στα άλογά τους, ο Μπουόρον έδωσε το σινιάλο να ανοίξουν οι πύλες. Καθώς έβγαιναν, ένας-ένας οι άντρες, με εξαίρεση τον Μάτζιους και τον Καζ, χαιρετούσαν το διοικητή. Ο Άρχοντας Τάγκιν δεν είχε πει τίποτα στον Χούμα εκείνο το πρωί, αλλά του ανταπόδωσε το χαιρετισμό μ’ ένα ελαφρύ, καθησυχαστικό νεύμα.
Η διαδρομή τους θα ήταν σε ανοιχτό πεδίο σε ολόκληρο το ταξίδι, προσφέροντάς τους μια ανεμπόδιστη θέα των οροσειρών. Απείχαν αρκετών ημερών πορεία από τον προορισμό τους. Ο Χούμα αναρωτήθηκε ποια κορυφή να αναζητούσε ο Μάτζιους και τι περίμενε να βρει. Ο μάγος ήταν πολύ ήσυχος. Για την ακρίβεια, από τη στιγμή που άφησαν το φυλάκιο τα μάτια του ήταν καρφωμένα στις βουνοκορφές. Κοίταζε τους πελώριους πέτρινους γίγαντες λες και από αυτούς κρεμόταν η ζωή του – πράγμα μάλλον πιθανό άλλωστε.
Αν είχε κοιτάξει πίσω του εκείνη τη στιγμή, ο Χούμα μπορεί να πρόσεχε τη γοργή μορφή που τιναζόταν από τη μια κρυψώνα στην άλλη. Αδιαφορούσε που ήταν μέρα, πράγμα που έβλαπτε το είδος του, αφού δε θεωρούσε τον εαυτό του παρά προέκταση του αφέντη του. Όμως σε όλο το μακρύ αυτό ταξίδι ήταν τα μάτια και τα αυτιά εκείνου που στα χέρια του βρισκόταν η ζωή του. Για χάρη του άντεχε το κάψιμο και τον πόνο του ηλιακού φωτός, που διαπερνούσε ακόμα και τα αιώνια σύννεφα.
Όπου κι αν πήγαιναν ο ιππότης με το μάγο, ο ντρέντγουλφ θα τους ακολουθούσε.