Κεφαλαίο 17

Το χέρι του Χούμα ταλαντεύτηκε λίγους πόντους μονάχα πάνω από το σπαθί. Η λάμψη επέμεινε, αλλά οι λέξεις δεν ακούστηκαν ξανά.

Το σπαθί ήταν εντυπωσιακό. Η λαβή του ήταν λαμπρά στολισμένη με πετράδια – ανάμεσά τους και μια τεράστια πράσινη πέτρα που έδειχνε να είναι η πηγή της φεγγοβολής. Ένας κώδωνας προστάτευε το χέρι όποιου το κρατούσε. Η ίδια η λεπίδα ήταν κοφτερή σαν καινούρια. Η επιθυμία του Χούμα ν’ αγγίξει το σπαθί έγινε σχεδόν ακαταμάχητη. Με ένα τέτοιο όπλο ήταν σίγουρος πως ούτε ο Γουιρμφάδερ δε θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.

Ο Γουιρμφάδερ! Ο Χούμα θυμήθηκε το δράκο και η μαγεία χάθηκε. Με το σπαθί… Όχι. Ο ιππότης τραβήχτηκε μακριά του. Δεν ήξερε πώς, αλλά καταλάβαινε ότι το σπαθί ήταν κακόβουλο. Δεν έψαχνε το σύντροφό του. Έψαχνε το δούλο των διαταγών του.

Καθώς απόστρεφε το βλέμμα του από τη λεπίδα, κάτι γυάλισε σε μια γωνιά, αντανακλώντας το φως. Ο Χούμα έτρεξε ανάμεσα στα τιμαλφή και τα νομίσματα για να δει καλύτερα.

Ήταν αυτό που έλπιζε. Ένας σκαλιστός καθρέφτης, διπλάσιος σε μέγεθος από τον ίδιο. Ο καθρέφτης που είχε αναφέρει ο Γουιρμφάδερ. Ο Χούμα θυμήθηκε τα τυφλά μάτια του ενοίκου της σπηλιάς και αναρωτήθηκε πώς χρησιμοποιούσε τον καθρέφτη ένας αόμματος. Ήταν προφανές ότι ο δράκος μάζευε αιώνες ολόκληρους τους θησαυρούς του.

Καθρέφτες. Αυτός ήταν ο τρίτος. Τον ένα τον είχε η νύμφη. Ένας δεύτερος κρεμόταν στο κάστρο του Μάτζιους. Όλοι τους μαγικοί. Τους είχε φτιάξει ο ίδιος άραγε; Μάλλον δε θα το μάθαινε ποτέ.

«Ανθρωπάκι, θέλω να μιλήσουμε.»

Η φωνή του Γουιρμφάδερ πλημμύρισε την αίθουσα και ο Χούμα αναπήδησε. Ξαφνικά η αίθουσα γέμισε μ’ ένα λαμπρό φως και ο Χούμα έβρισε τον εαυτό του που δεν κατάλαβε το σφάλμα του. Δεν υπήρχαν άλλες είσοδοι σ’ εκείνη την αίθουσα γιατί η είσοδος ήταν η οροφή! Εκείνη τη στιγμή ο δράκος παραμέριζε την τεράστια πλάκα που χρησίμευε ως καπάκι του μεγάλου σαν σπίτι σεντουκιού του. Ο Χούμα έψαξε με τα μάτια τους ατέλειωτους σωρούς λαφύρων, προσπαθώντας να βρει κάτι χρήσιμο, διαπιστώνοντας ότι το βλέμμα του γύριζε πεισματικά στην κακόβουλη σμαραγδένια λεπίδα.

«Ανθρωπάκι.» Ο Γουιρμφάδερ ξεφύσησε κι ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το τρομακτικό του πρόσωπο. «Η μυρωδιά του πλούτου είναι μεθυστική, ε;»

Ο Χούμα ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να καλύψει την απόσταση μέχρι το σπαθί σε δέκα δευτερόλεπτα. Είχε τόσο χρόνο;

«Είναι άσκοπο να κρύβεσαι, ανθρωπάκι. Σε βρίσκω με τη μυρωδιά. Μπορώ να σπείρω την καταστροφή σε αυτή την αίθουσα. Αλλά δε χρειάζεται να σε σκοτώσω. Υπάρχει κι άλλος τρόπος.»

Ο Χούμα τεντώθηκε προς το σπαθί. Το τεράστιο κεφάλι τού δράκου στράφηκε προς τον ήχο που παράχθηκε από αυτή την κίνηση.

«Κάνουμε μια συμφωνία, Ιππότη της Σολάμνια; Κάνεις κάτι για μένα, με αντάλλαγμα έναν από τους θησαυρούς μου; Με τα χρόνια έχω μαζέψει μερικά πράγματα που ανήκαν στους αδερφούς σου.»

Ο Χούμα θυμήθηκε το αρχαίο λείψανο που φορούσε το τσακισμένο έμβλημα των Ιπποτών του Ρόδου. Είχε κάνει άραγε και σε κείνον την ίδια προσφορά ο Γουιρμφάδερ; Μήπως επέλεγε την ανταμοιβή του όταν τον σκότωσε ο δράκος;

Μερικά νομίσματα κύλησαν αργά κάτω από τα πόδια του Χούμα και το κεφάλι του δράκου τού έκλεισε ξαφνικά το δρόμο. Ο Χούμα σήκωσε το σπαθί του κοιτάζοντας θλιμμένα το άλλο που βρισκόταν τόσο κοντά του. Μα τόσο κοντά του!

Ο Γουιρμφάδερ μύρισε τον αέρα. «Ένας Ιππότης της Σολάμνια, μα την αλήθεια! Το κρυφτούλι έφτασε στο τέλος του, ανθρωπάκι! Δέχεσαι την προσφορά μου…» τα τεράστια σαγόνια σχημάτισαν και πάλι ένα χαμόγελο «ή πρέπει να δούμε τι άλλο μπορεί να γίνει;»

«Τι θέλεις;»

Το θηρίο τσίτωσε τ’ αυτιά του. «Αααα! Μιλάει κιόλας! Αν λογαριάζω σωστά, έχουν περάσει τριακόσια χρόνια από τότε που τόλμησε να μου μιλήσει ευθέως κάποιος παρείσακτος για άλλο λόγο, εκτός από το να με εκλιπαρήσει! Ύστερα από τόσο καιρό, ακόμα και η δική σου φωνή μου είναι ευχάριστη!»

«Χαίρομαι» είπε ο Χούμα. Δε βρήκε να πει τίποτ’ άλλο.

Το γέλιο που ακολούθησε τον ανάγκασε να βουλώσει τ’ αυτιά του. «Είσαι και γενναίος, ανθρωπάκι!» Το πελώριο ερπετό σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Είμαι ο Γουιρμφάδερ, πρωτότοκος και μεγαλύτερος από τα παιδιά της τρομερής μάνας μου και πρώτος στο κάλεσμά της! Την υπερασπίστηκα ενάντια στους φρικτούς θεούς του Φωτός και των άθλιων οπαδών τους – και έβγαινα πάντα θριαμβευτής! Τόσο μεγάλη και τρομερή ήταν η δύναμή μου, που τελικά αναγκάστηκε να πολεμήσει μαζί μου ακόμα και η ίδια η Κίρι-Τζόλιθ – και το έκανε με τρομερό τρόπο, να το ξέρεις!

Πολεμούσαμε πάνω από ένα χρόνο. Βουνά γεννήθηκαν, ισοπεδώθηκαν και γεννήθηκαν ξανά. Η γη σειόταν από τη μάχη μας, οι θάλασσες τινάζονταν ψηλά. Τελικά έκανα ένα λάθος και η Κίρι-Τζόλιθ με νίκησε. Όμως η νίκη δεν ήταν αρκετή! Από τη ρημαγμένη γη έριξε πάνω μου αυτό το βουνό και μου έκρυψε το χαρμόσυνο ουρανό! Θα γινόμουν, είπε, κομμάτι αυτού του βουνού. Δε θα με έφτανε ούτε το ελαφρύτερο αεράκι. Μόνο, με ειρωνεύτηκε, μόνο ένας από τους αδερφούς της θα μπορούσε να με ελευθερώσει! Μόνο ένας τέτοιος θα μπορούσε να με βγάλει από τη σκλαβιά μου!»

Τα τυφλά μάτια κοίταζαν όλο νόημα τον Χούμα, που άρχιζε να καταλαβαίνει που το πήγαινε ο δράκος.

«Για πολύ καιρό νόμιζα πως εννοούσε κάποιον από τους άλλους θεούς, σαν την ίδια, και ήμουν έξαλλος από οργή. Ύστερα κατάλαβα την πονηριά των λόγων της. Δεν εννοούσε ένα θεό. Ένας πολεμιστής ευθύς και πιστός στον προορισμό του θα έκανε αυτό που δεν μπορούσα να κάνω εγώ και είναι οι Ιππότες της Σολάμνια, γιοι του Πάλανταϊν. Αυτό δεν τους κάνει πνευματικούς αδερφούς της Κίρι-Τζόλιθ;»

Ο Χούμα κοίταζε το λαμπρό σπαθί που ήταν βαθιά θαμμένο μέσα στο σωρό των κοσμημάτων και των νομισμάτων. Μέσα του ένιωθε μια παρόρμηση τόσο δυνατή που παραλίγο να τρέξει προς το μέρος του. Αλλά ξαφνικά, το τρομερό πρόσωπο του Γουιρμφάδερ φανερώθηκε ξανά μπροστά του. Η καυτή θειούχα ανάσα του έτσουξε τα μάτια.

«Ελευθέρωσέ με, Ιππότη της Σολάμνια, και ό,τι θελήσεις είναι δικό σου! Ακόμα και ο καθρέφτης που με υπηρέτησε τόσο πιστά πριν έρθει το σκοτάδι!»

Ο καθρέφτης. Ο Χούμα τον κοίταξε. Αν μπορούσε να μάθει τα μυστικά του… Ξαφνιάστηκε από το ίδιο του το θράσος. «Πώς λειτουργεί; Θα μπορούσα να το σκεφτώ…»

«Πρέπει να σκεφτείς ένα μέρος όπου θες να πας και να ρωτήσεις… Όχι! Λευτέρωσέ με πρώτα!»

Το ίδιο το βουνό τραντάχτηκε από το ξέσπασμα της ξέφρενης οργής του δράκου.

Το σφυροκόπημα άρχισε ξανά, πιο δυνατό – αν ήταν δυνατόν δηλαδή κάτι τέτοιο.

Ο Γουιρμφάδερ ύψωσε το τεράστιο κεφάλι του και τσίριξε «Δε με κοροϊδεύεις ξανά!»

Ο Χούμα έτρεξε προς το σπαθί. Ο δράκος τινάχτηκε μανιασμένος. Τα πελώρια σαγόνια του άνοιξαν και η μακριά, διχαλωτή γλώσσα πετάχτηκε σαν μαστίγιο. Ο Γουιρμφάδερ σκόπευε να κάνει μια μπουκιά το μικροσκοπικό ανθρωπάκι.

Το χέρι του Χούμα έκλεισε γύρω από τη λαβή του σπαθιού. Του έκαψε τη χούφτα, παρ’ όλο που φορούσε γάντια. Παρά τον πόνο, το τράβηξε από το σωρό και το σήκωσε ψηλά, ενεργώντας χάρη στην ικανότητα των αντανακλαστικών του.

Τα σαγόνια του Γουιρμφάδερ έκλεισαν πάνω στον Χούμα, καταπίνοντας τεράστιες ποσότητες θησαυρών. Για μια στιγμή ο ιππότης εξαφανίστηκε μέσα στο στόμα του θηρίου.

Με μια κραυγή πόνου που ράγιζε και πέτρα, ο πανάρχαιος δράκος τραντάχτηκε από ένα σπασμό. Χρυσάφι, ασήμι, αγάλματα, πετράδια κι ένας τσακισμένος Χούμα έπεσαν από το στόμα του. Ο ιππότης έπεσε στους σωρούς των θησαυρών και το δεξί του χέρι τραντάχτηκε ολόκληρο.

Από πάνω, ο Γουιρμφάδερ κουνούσε μπρος-πίσω το κεφάλι, προσπαθώντας να βγάλει το καρφωμένο σπαθί. Μάταιος κόπος. Το κορμί του λειτουργούσε αντανακλαστικά. Το μυαλό του δράκου ήταν νεκρό, καθώς η σμαραγδένια λεπίδα είχε διαπεράσει όλη τη θωράκισή του. Το μόνο που κατάφερναν οι κινήσεις του ήταν να χώνουν το σπαθί όλο και πιο βαθιά.

Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος τη στιγμή που το τεράστιο κεφάλι κατέβαινε για τελευταία φορά. Ακόμα και πεθαμένος, ο Γουιρμφάδερ μπορούσε ένα προκαλέσει το θάνατο του Χούμα. Ο ιππότης προσπάθησε να τον αποφύγει.

Το τεράστιο κρανίο βρόντησε ορμητικά στο έδαφος κοντά στον ιππότη. Εκείνος τινάχτηκε μπροστά μαζί με μια γενναία ποσότητα λαφύρων, με την τελευταία του σκέψη στη Σολάμνια. Το κορμί του χτύπησε τον καθρέφτη…

…και προσγειώθηκε μέσα στις λάσπες ενός μουλιασμένου από τη βροχή τόπου.

Η πρώτη έξαλλη σκέψη του ήταν το σπαθί. Είχε μείνει καρφωμένο στα σαγόνια του νεκρού δράκου. Ο Χούμα έπρεπε να το πάρει πίσω.

Πώς; Επιθεώρησε τη γύρω περιοχή. Το ξάφνιασμά του τον έκανε να παραπατήσει. Ήταν στη Σολάμνια! Πολύ κοντά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Ανακάθισε και βύθισε το πρόσωπό του στις παλάμες του. Είχε ανακαλύψει το μυστικό του καθρέφτη. Είχε μεταφερθεί μακριά από τα βουνά – και τους συντρόφους του!

Το δεξί του χέρι ήταν μουδιασμένο και σχεδόν άχρηστο, αλλά δεν ένιωθε να έχει σπάσει κάποιο κόκαλο. Η προσωρινή παράλυση θα περνούσε σε λίγες ώρες. Ο ίδιος και η πανοπλία του ήταν μέσα στη λάσπη. Ψαχούλεψε βιαστικά τη μέση του και αναστέναξε με ανακούφιση. Είχε ακόμα το σπαθί του, όσο ασήμαντο κι αν φαινόταν σε σύγκριση με τον κατακλυσμό δύναμης που ένιωθε σφίγγοντας τη λαβή της σμαραγδένιας λεπίδας. Εκτός και αν…

Του ήρθε μια ιδέα.

Δεν ήταν εύκολο να προσανατολιστεί, αλλά τα λίγα αναγνωρίσιμα ακόμη σημάδια της περιοχής τού έλεγαν ότι βρισκόταν στα νότια του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Αν ήταν ηλιόλουστη η μέρα, θα μπορούσε να διακρίνει το ισχυρό κάστρο.

Σκουπίζοντας χωρίς αποτέλεσμα τη λάσπη από το πρόσωπό του, ο Χούμα κίνησε κατά το Βορρά.

Τα σπίτια που προσπέρασε λίγη προστασία θα παρείχαν ακόμα κι ενάντια στα άγρια ζώα, πόσο μάλλον στους ανθρώπους. Οι ξύλινες κατασκευές ήταν ετοιμόρροπες και σάπιες. Οι αχυροσκεπές μόλις που άξιζαν αυτό το όνομα. Υπήρχαν πάρα πολλές τρύπες και ελάχιστα υλικά για να τις κλείσει κανείς. Η λάσπη που χρησίμευε ως συνεκτικό υλικό για τις πέτρες είχε γίνει τόσο υγρή που σε πολλά σημεία οι τοίχοι είχαν γκρεμιστεί ολότελα.

Οι στοιχειωμένες εκφράσεις των κάτισχνων επιζώντων που κατοικούσαν αυτή την παρωδία χωριού τον έκαναν να ανατριχιάσει. Τι έκανε το Ακροπύργιο για αυτή την κατάσταση; αναρωτήθηκε. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σχεδόν νεκροί. Τα σπίτια τους ήταν κάτι παραπάνω από ερείπια – και ορισμένοι δεν είχαν ούτε σπίτι. Αντί γι’ αυτό, κάθονταν στη λασπωμένη και ρημαγμένη γη και κοίταζαν τη συμφορά ολόγυρά τους.

Ήξερε καλά ότι οι ιππότες δεν μπορούσαν να νοιαστούν για όλους, αλλά και πάλι αγωνιούσε. Παρακαλούσε να βρει καινούριο μέσο μεταφοράς για να επιστρέψει στο βουνό και να αντιμετωπίσει –αν του επιτρεπόταν– ξανά τις ίδιες προκλήσεις. Ανησυχούσε επίσης και για τους δυο συντρόφους του. Τον αναζητούσαν άραγε;

Κοιτάζοντας τη ρημαγμένη γη, ο Χούμα σκεφτόταν ότι οι ιππότες θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν τους χωρικούς να ξαναφτιάξουν τα χωριά τους, να προστατέψουν με περιπόλους τα δάση τους και να συλλέξουν ίσως –ή και να καλλιεργήσουν– την τροφή τους. Αντιθέτως, δε γινόταν τίποτα.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή και σκέφτηκε αυτές τις σχεδόν βλάσφημες ιδέες του. Τι θα έλεγε ο Ρέναρντ αν τον άκουγε; Χαμογέλασε αμυδρά. Μάλλον τίποτα, κατέληξε.

Κάμποσοι χωρικοί ξεπρόβαλαν και τον κοίταξαν με μια ποικιλία εκφράσεων – φόβο, σεβασμό, θυμό και αηδία. Πέντε άντρες του έκοψαν το δρόμο. Ο Χούμα στάθηκε και περίμενε. Οι πέντε άντρες δεν παραμέρισαν.

Αυτός που φαινόταν για αρχηγός τους ήταν ένας ψηλός, μεγαλόσωμος άντρας με αφρόντιστη μαύρη γενειάδα, μαλλιά που αραίωναν, τσακισμένη μύτη και πάνω από εκατό κιλά βάρος, που κάποτε πρέπει να ήταν γεμάτος μυς. Φορούσε το συνηθισμένο λασπωμένο παντελόνι και τη φθαρμένη κάπα του αγρότη. Τα ρούχα του ήταν εντελώς ανεπαρκή για τον κρύο καιρό. Το βαρύ του χέρι έσφιγγε μια σφύρα σιδηρουργού.

«Ρίξε το σπαθί σου, ανθρωπάκο, και δε θα σε πειράξουμε. Τα πράγματά σου θέλουμε, όχι εσένα.»

Ένας αδύνατος νεαρός με αρρωστιάρικη φάτσα, που στεκόταν δίπλα στο μεγαλόσωμο άντρα, γέλασε νευρικά. Ήταν σχεδόν φαλακρός και είχε όλα τα σημάδια κάποιου που επέζησε από το λοιμό – ανάμεσά τους και κάποιο ίχνος τρέλας. Οι άλλοι τρεις ήταν κάτι απερίγραπτα απολειφάδια με πρόσωπα και κορμιά λιωμένα από καιρό. Κανείς τους δεν ήταν αληθινός ληστής. Ο Χούμα προσευχήθηκε σιωπηλά να μη χρειαστεί να σηκώσει χέρι εναντίον τους.

«Κουφός είσαι;»

«Δεν μπορώ να σας δώσω ούτε τα πολύτιμα πράγματά μου ούτε το φαΐ μου, αν αυτά θέλετε. Έχω ελάχιστα πράγματα.»

«Δεν έχεις άλλη επιλογή.» Ο μεγαλόσωμος άντρας κούνησε τη σφύρα του δοκιμαστικά ενάντια στον Χούμα με μεγάλη ακρίβεια. «Μου φαίνεται πως δεν κατάλαβες. Παίρνουμε ό,τι βρίσκουμε.»

Η σφύρα σηκώθηκε όρθια, έτοιμη να χτυπήσει. Ο Χούμα τράβηξε το σπαθί του, αλλά δίσταζε να το χρησιμοποιήσει ακόμα και εναντίον εκείνων. Δεν του άφησαν όμως άλλη επιλογή, γιατί η σφύρα του αρχιληστή πέρασε σύρριζα από το πρόσωπό του σφυρίζοντας και αστοχώντας παρά τρίχα.

Πέντε φιγούρες όρμησαν στον ιππότη – ή αυτό προσπάθησαν να κάνουν. Ξαφνικά, το δεξί πόδι του Χούμα βρήκε έναν επιτιθέμενο στο στομάχι. Το ελεύθερο χέρι του ξάφνιασε το νεαρό που γελούσε και που είχε λογαριάσει να γλιστρήσει κάτω από το σπαθί του ιππότη με ένα παλιό, σκουριασμένο, κοντό ξίφος. Ο Χούμα τον έριξε καταγής με την επίπεδη πλευρά της λεπίδας του και ο νεαρός απόμεινε αναίσθητος. Δε δυσκολεύτηκε να αφοπλίσει το γέρο με τα υγρά μάτια. Άοπλος, εκείνος απομακρύνθηκε βιαστικά, αφήνοντας τον Χούμα να ασχοληθεί με τους δύο που απόμεναν, ο ένας από τους οποίους ήταν ο υποτιθέμενος αρχηγός.

Ο Χούμα απελπίστηκε συνειδητοποιώντας ότι αυτοί οι δύο δεν το έβαζαν κάτω. Ο ένας που είχε σπαθί πολεμούσε με απόγνωση που έδινε τρομερή δύναμη στην κατά τ’ άλλα ασήμαντη κοψιά του. Ο αρχιληστής χαμογελούσε όλο κακία, προχωρώντας συνέχεια.

Με μεγάλη του λύπη, ο Χούμα έκανε την επιλογή του. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των υπόλοιπων χωρικών, ο Ιππότης του Στέμματος βρήκε ένα άνοιγμα στην άμυνα του σπαθοφόρου και του κάρφωσε το σπαθί βαθιά στο στήθος. Ο άντρας μουρμούρισε κάτι πνιχτά και κατέρρευσε. Ενώ ακόμα έπεφτε ο αντίπαλός του, ο Χούμα ανταπέδιδε οδυνηρά τα χτυπήματα του αρχηγού το ένα μετά το άλλο. Το γιγάντιο πλάσμα άρχισε να του δίνει άγρια σφυροκοπήματα, ενώ ο Χούμα περίμενε. Όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, όπως το περίμενε, με μια μοναδική σπαθιά έβαλε τέλος στην απελπισμένη συμμορία.

Ο Χούμα, λαχανιασμένος, σήκωσε τα μάτια στους θεατές. Δεν έδειχναν κανένα συναίσθημα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν ευχαριστημένοι ή θυμωμένοι. Κοίταξε γύρω του για τους τρεις επιζώντες. Δύο ήταν αναίσθητοι και ο τρίτος το είχε βάλει στα πόδια. Δε θα τον ενοχλούσαν ξανά.

Αηδιασμένος, ο Χούμα σκούπισε το σπαθί του, το έβαλε στο θηκάρι του και τράβηξε ξανά βόρεια. Δεν είχε βγει ακόμα από το χωριό, όταν φούντωσαν οι καβγάδες καθώς οι ανθρώπινοι γύπες έπεσαν στα υπάρχοντα των νεκρών ληστών.


Την πρώτη φορά που αντίκρισε το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, Οίκο της Ιπποσύνης από τότε που διέταξε την ανέγερσή του ο Βίνους Σολάμνους, τόσους αιώνες πριν, ο Χούμα είχε νιώσει σαν ένας κόκκος σκόνης μπροστά στο παλάτι των θεών.

Αυτό το συναίσθημα ελάχιστα είχε αλλάξει.

Τα τείχη του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ έφταναν σε μεγάλο ύψος. Λίγοι μονάχα αντίπαλοι τολμούσαν να αναρριχηθούν σε αυτά. Τα τείχη περιέβαλλαν το κάστρο και ήταν γεμάτα πολεμίστρες για τους τοξότες. Μοναδικό άνοιγμα των τεράστιων τειχών ήταν το σημείο όπου στεκόταν φρουρός η πελώρια, διπλή, σιδερένια πύλη. Είχε πάχος όσο το μήκος του χεριού του Χούμα και μπορούσε ν’ αντέξει την ορμή της επίθεσης ενός δράκου. Κάθε θυρόφυλλο της πύλης ήταν διακοσμημένο με το τριπλό σύμβολο της Ιπποσύνης – τη μεγαλόπρεπη Αλκυόνα με τα φτερά μισάνοιχτα, το σπαθί πιασμένο στα κοφτερά της νύχια και, στο κέντρο του σπαθιού, το Ρόδο. Πάνω από το κεφάλι της υπήρχε μια κορόνα.

Ύστερα από μεγάλη αναμονή μέσα στη βροχή, ένας φρουρός ήρθε να απαντήσει στις βραχνές φωνές του Χούμα. Κοίταξε κάτω την καταλασπωμένη μορφή με την ανάκατη αρματωσιά της Σολάμνια και του Έργκοθ και φώναξε «Ποιος είσαι και τι θέλεις;»

Ο Χούμα έβγαλε την περικεφαλαία του. «Είμαι ο Χούμα, Ιππότης του Τάγματος του Στέμματος και γυρίζω από τόπους πολύ μακρινούς. Πρέπει να μιλήσω στον Άρχοντα Όσγουολ ή ακόμα και στον ίδιο τον Μεγάλο Μάγιστρο. Είναι επείγον!»

«Τον Μεγάλο Μάγιστρο;» Ο Χούμα δεν έβλεπε καλά το πρόσωπο του άντρα, αλλά η έκπληξη ήταν ολοφάνερη στη φωνή του. «Περίμενε!»

Ο Χούμα απόρησε από την παράξενη αντίδραση του άλλου.

Επιτέλους, οι πύλες άρχισαν να ανοίγουν σιγά-σιγά.

Στην πύλη στεκόταν ο ίδιος φρουρός που του είχε κάνει τις ερωτήσεις. Με ένα του νεύμα, ο Χούμα τον ακολούθησε στο Ακροπύργιο. Οι ιππότες που είχαν ανοίξει την πύλη φαίνονταν το ίδιο έκπληκτοι με το φρουρό. Το μυστήριο μεγάλωνε.

Ο φρουρός, ένας νεαρός Ιππότης του Στέμματος, τράβηξε τον Χούμα σε μια σκοτεινή γωνιά, για να μην τους βρέχει η ψιχάλα που δυνάμωνε. «Ξέρω ποιος είσαι, γιατί ο Άρχοντας Ρέναρντ μιλάει με μεγάλη εκτίμηση για το άτομό σου στην εκπαίδευση. Για αυτό δράττομαι της ευκαιρίας να σε προειδοποιήσω πριν κάνεις κανένα λάθος.»

«Να με προειδοποιήσεις; Για τι πράγμα;»

«Μόλις σήμερα το πρωί…» ο ιππότης κοίταξε γύρω του «…ο Μεγάλος Μάγιστρος, ο Άρχοντας Τρέικ, πέθανε, θύμα μιας κακιάς, θανατηφόρας αρρώστιας.»

Όχι! παραλίγο να φωνάξει ο Χούμα. Ο Μεγάλος Μάγιστρος νεκρός! Ο Τρέικ δε συμπάθησε ποτέ του τον Χούμα –τον σιχαινόταν μάλιστα όσο και ο γιος του ο Μπένετ–, αλλά ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη νιώσει θλίψη, σαν όλους τους συντρόφους του, μπροστά στο θάνατο της κεφαλής της Ιπποσύνης.

«Δεν το ήξερα. Ο κόσμος στο χωριό φαινόταν ανήσυχος, αλλά δε μου…»

«Δεν το ξέρουν!» του σφύριξε ο άλλος. «Ο Άρχοντας Όσγουολ διέταξε να μην ξεφύγει ούτε λέξη από το Ακροπύργιο μέχρι να εκλεγεί ο καινούριος Μεγάλος Μάγιστρος! Αν μαθευτεί ότι βρισκόμαστε σε τέτοια δυσχέρεια, και η τελευταία μας άμυνα θα καταρρεύσει!»

Η τελευταία άμυνα; «Πες μου…»

«Γκάρβιν.»

«Πες μου, Γκάρβιν, τι έγινε όταν έπεσε σκοτάδι στις γραμμές μας; Ποια είναι τώρα η θέση μας;» Ο Χούμα τού έσφιξε τα μπράτσα.

«Δεν πέρασες από τις γραμμές μας;» Ο Γκάρβιν κοίταξε τον Χούμα περίεργα. «Το μέτωπο δεν απέχει ούτε δύο μέρες με το άλογο, είτε προς τα ανατολικά είτε προς τα δυτικά. Η Μαύρη Φρουρά του πολέμαρχου κινείται ανέγγιχτη στο Νότο. Τα περισσότερα φυλάκιά μας έχουν αποκοπεί. Και εμείς έχουμε αποκοπεί.»

«Δεν υπάρχει ελπίδα;»

Ο Γκάρβιν σφίχτηκε. «Είμαστε Ιππότες της Σολάμνια, Χούμα.»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά, ξέροντας ότι θα πολεμούσαν μέχρι τον τελευταίο – ό,τι κι αν συνέβαινε. Η σκέψη του επέστρεψε στη σπηλιά, στις προκλήσεις και, κυρίως, στο σπαθί. Εκείνη τη στιγμή το λαχταρούσε πραγματικά. Στο χέρι του, θα μπορούσε να πετσοκόψει τις κακόβουλες δυνάμεις της βασίλισσας. Η Σολάμνια θα έβγαινε νικήτρια. Ίσως μάλιστα να κατάφερνε να στήσει και ο ίδιος κάποιο μικρό βασίλειο…

Κούνησε βίαια το κεφάλι του και ο Γκάρβιν σκυθρώπασε ξαφνιασμένος. Ο Χούμα έδιωξε τις ασεβείς σκέψεις από το μυαλό του. Το σπαθί δεν ήταν κληρονομιά του Πάλανταϊν στην Ιπποσύνη. Παρά το μεγαλείο και τη δύναμή του, είχε κάτι που αηδίαζε τον Χούμα – κι ας το ποθούσε τόσο. Όχι πως είχε σημασία. Πέφτοντας μέσα στον καθρέφτη, είχε χάσει τα πάντα. Δεν υπήρχε ελπίδα.

Όχι! Ίσιωσε το κορμί του και χαμογέλασε απολογητικά στον Γκάρβιν για τους παράξενους τρόπους του. Αν κατάφερνε να τον ακούσει κάποιος, υπήρχε ακόμη χρόνος.

«Γκάρβιν, πού μπορώ να βρω τον Άρχοντα Όσγουολ;»

«Τώρα;» Ο άλλος κοίταξε από το καταφύγιό τους το μαύρο ουρανό. «Έχει περάσει η ώρα του δείπνου, αυτό είναι σίγουρο. Θα είναι στα διαμερίσματά του. Ετοιμάζεται για το Ιπποτικό Συμβούλιο, αύριο το βράδυ.»

«Θα περιμένουν μέχρι αύριο το βράδυ για να διαλέξουν καινούριο Μεγάλο Μάγιστρο; Οι δούλοι της βασίλισσας μπορεί να βρεθούν στις πύλες μας απόψε κιόλας! Τουλάχιστον οι δράκοι!»

Ο Γκάρβιν έγνεψε καταφατικά. «Αυτό είπε και ο Άρχοντας Όσγουολ, αλλά το Συμβούλιο είναι Συμβούλιο.»

«Πρέπει να του μιλήσω αμέσως λοιπόν.»

Ο Χούμα έφυγε τρέχοντας μέσα στη βροχή.

Ο Άρχοντας Όσγουολ παρατήρησε ότι είχε να βρέξει έτσι από την αρχή του πολέμου. Στο παρελθόν δεν υπήρχε παρά μόνο ομίχλη. Τώρα έλεγες ότι η βροχή θα παράσερνε τα πάντα.

Ο Υψηλός Πολεμιστής βγήκε απότομα από την ονειροπόλησή του. Θα ξεμωραινόταν, σκέφτηκε, για να συλλογίζεται τη βροχή, όταν η τύχη της Ιπποσύνης και του κόσμου κρεμόταν από το αν θα κατάφερνε τους ξεροκέφαλους του Συμβουλίου να επισπεύσουν την εκλογή του καινούριου Μεγάλου Μάγιστρου. Με την αναποφασιστικότητα που είχε δείξει κατά την πανωλεθρία, είχε καταστρέψει κάθε δική του πιθανότητα. Ήταν ένα στιγμιαίο σφάλμα, ένα σοκ λόγω της αιφνίδιας αλλαγής της κατάστασης και της συνειδητοποίησης ότι εκείνη την επίθεση δε θα μπορούσαν να την αποκρούσουν. Οι απώλειες ήταν βαριές.

Ο ανιψιός του Όσγουολ, ο Μπένετ, κινητοποιούσε τη δική του κλίκα. Παρέμενε πάντα μέσα στα όρια του Όρκου και του Μέτρου, αλλά ήταν φιλόδοξος και θα προσπαθούσε να χειραγωγήσει την εκλογή. Λογικά, διάδοχος του νεκρού Μεγάλου Μάγιστρου θα γινόταν κάποιος από τους τρεις αρχηγούς των ταγμάτων. Αλλά ο Μπένετ πίστευε ότι εκείνος έπρεπε να ακολουθήσει τον πατέρα του. Ανέκαθεν το ήθελε αυτό ο Τρέικ. Το μόνο εμπόδιο ήταν ο Όσγουολ.

«Άρχοντα Όσγουολ;»

Σήκωσε τα μάτια και είδε τον Ρέναρντ να τον κοιτάζει με έντονο βλέμμα. Ο χλομός ιππότης στεκόταν δίπλα στη δεύτερη καρέκλα που υπήρχε στο δωμάτιό του.

Ο Ρέναρντ. Παρά το ψυχρό ύφος του, ο Υψηλός Πολεμιστής εκτιμούσε τον Ρέναρντ σχεδόν όσο και τον Χούμα. Μόνο που ο Χούμα είχε χαθεί στην πανωλεθρία. Φαίνεται πως είχε σταθεί ακλόνητος μέχρι το τέλος.

«Τι τρέχει, Ρέναρντ;»

«Δεν έχεις διατυπώσει ακόμα τα σχέδιά σου. Νομίζω πως θα ήταν φρόνιμο…»

Απέξω ακούστηκε φασαρία. Οι δύο φρουροί που στέκονταν στην πόρτα του δωματίου λογομαχούσαν με κάποιον. Ο νεοφερμένος επέμενε – και η φωνή του είχε κάτι το οικείο.

«Ρέναρντ, τι;..»

Ο χλομός ιππότης είχε ανοίξει την πόρτα και –ο γεροντότερος δεν πίστευε στα μάτια του– τώρα στεκόταν με το στόμα ανοιχτό μπροστά σ’ ένα λασπωμένο ιππότη που πάλευε με τους δυο φρουρούς. Λίγα δευτερόλεπτα μονάχα χρειάστηκαν για να αναγνωρίσει ο Άρχοντας Όσγουολ τον καινούριο κι απόμεινε κι εκείνος να τον κοιτάξει με έκπληξη και αγαλλίαση.

«Χούμα!»

Ακούγοντας τον τόνο της φωνής του ανωτέρου τους, οι δύο φρουροί σταμάτησαν την πάλη. Συνήλθε κι ο Ρέναρντ και είπε απλά και τυπικά «Αφήστε τον να περάσει.»

Ο Χούμα όρμησε ελεύθερος στο δωμάτιο. «Άρχοντα Όσγουολ, Ρέναρντ…»

«Στάσου προσοχή, Χούμα» τον έκοψε ο λιπόσαρκος ιππότης.

Ο Χούμα σφίχτηκε στη στιγμή. Ο Ρέναρντ στράφηκε στον Υψηλό Πολεμιστή που του έγνεψε καταφατικά. «Γυρίστε στις θέσεις σας» είπε ο Ρέναρντ στους φρουρούς. «Διαταγή του Υψηλού Πολεμιστή.»

Μόλις έκλεισε η διπλή πόρτα, ο Άρχοντας Όσγουολ γύρισε και κοίταξε τον ιππότη που έτρεμε. Ο Χούμα έδινε την εντύπωση πως ήθελε να πει κάτι πριν αυτό εκραγεί μέσα στο κεφάλι του.

«Ανάπαυση, Χούμα. Έλα να καθίσεις. Πες μας για το θαύμα που σε έφερε από τους νεκρούς.»

Ο Χούμα γονάτισε μπροστά στο γεροντότερο πολεμιστή. Ανακουφισμένος πια, άφησε την ιστορία να βγει από τα χείλη του σαν χείμαρρος.

Ο Άρχοντας Όσγουολ και ο Ρέναρντ άκουσαν προσεκτικά όλα τα μέρη της διήγησης του Χούμα. Η αναζήτηση του Μάτζιους, το κυνήγι της Μαύρης Φρουράς, οι πανταχού παρόντες ντρέντγουλφ, τα βουνά, η σπηλιά, το σπαθί… Αν δεν ήταν ο Χούμα εκείνος που μιλούσε, οι δυο ιππότες δε θα πίστευαν ούτε λέξη. Εκείνον όμως τον πίστευαν πραγματικά.

Η δυνατή κλαγγή του μετάλλου πάνω στο μέταλλο, αυτή που έμοιαζε τόσο με τον ήχο του σιδηρουργείου του Ακροπυργίου, φάνηκε να ενδιαφέρει περισσότερο από καθετί άλλο τον Άρχοντα Όσγουολ. Ρώτησε τον Χούμα τι γνώμη είχε.

«Ένα εργαστήρι των θεών. Δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά. Αν δεν ήταν ο Ρέορξ που δίνει σχήμα στο μέταλλο, κάπου μέσα στο βουνό… Τίποτ’ άλλο δεν έχω να προσθέσω παρά μόνο ότι νιώθω πως πρέπει να γυρίσω πίσω» είπε ο Χούμα. «Αν το θέλει ο Πάλανταϊν» πρόσθεσε.

«Μάλιστα.» Ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει στην αρχή ο Υψηλός Πολεμιστής. Ο Ρέναρντ έγνεψε απλώς καταφατικά.

Ο Άρχοντας Όσγουολ σκέφτηκε για μια στιγμή. «Αυτό το σπαθί φαίνεται καταπληκτικό. Θα μπορούσε να…»

Ο Χούμα τον έκοψε μεμιάς. «Φοβάμαι πως είναι χαμένο για μας. Ο Γουιρμφάδερ είναι ο τάφος του.»

Ο τόνος του ήταν επιφυλακτικός. Ήθελε να ξεχάσουν οι άλλοι δυο το σπαθί όχι μόνο επειδή δεν το εμπιστευόταν αλλά και εξαιτίας του πειρασμού που ένιωθε να σφίξει τη λαβή του και να το υψώσει.

Ο Υψηλός Πολεμιστής πήρε τα λόγια του τοις μετρητοίς. «Εμπιστεύομαι την κρίση σου.» Κοίταξε μια τον Χούμα, μια τον Ρέναρντ και ξανά τον Χούμα. «Έχω την εντύπωση πως δεν μπορούμε να αφήσουμε για πολύ αυτή την εκκρεμότητα. Δεν έχουμε άλλο χρόνο.»

Ελέγχοντας το νευρικό ενθουσιασμό του, ο Χούμα βιάστηκε να μιλήσει. «Μόνο μεταφορικό μέσο χρειάζομαι. Ένα άλογο –μήπως είναι κοντά οι δράκοι; Ένα δράκο ίσως;»

Ο Υψηλός Πολεμιστής συνοφρυώθηκε. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα, Χούμα. Όχι αυτή τη στιγμή. Αν σε στείλω σε κάποια απεγνωσμένη αποστολή, χάνω την πιθανότητα να κρατήσω την Ιπποσύνη μακριά από τα χέρια εκείνων που νοιάζονται περισσότερο για το κύρος και τη δύναμη από όσο για τον Όρκο και το Μέτρο. Θα χρειαστεί να περιμένεις μέχρι να εκλεγεί καινούριος Μεγάλος Μάγιστρος.»

Ο Χούμα φάνηκε να μπερδεύεται. «Μα εσύ δεν…»

«Εγώ βρέθηκα λειψός. Ίσως υπάρξει άλλος.»

«Μα…» Ο Χούμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η αποστολή του θα καθυστερούσε –ίσως και να ματαιωνόταν– για έναν τόσο ασήμαντο λόγο.

«Νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω, Χούμα. Λυπάμαι, αλλά θα χρειαστεί να περιμένεις. Ρέναρντ, ο Χούμα είναι ένας από τους δικούς σου. Φρόντισε να πλυθεί, να φάει και να κοιμηθεί. Αύριο το πρωί θέλω να τον δω φρέσκο και καθαρό.»

«Μάλιστα, άρχοντά μου.» Ο Ρέναρντ ακούμπησε φιλικά αλλά σταθερά το χέρι του στον ώμο του Χούμα. Ο νεότερος ιππότης σηκώθηκε διστακτικά.

Χωρίστηκαν σιωπηλά. Η θλίψη του Χούμα μεγάλωσε. Δεν απειλούνταν μόνο η αποστολή του αλλά και η ζωή ενός ανθρώπου που ήταν ό,τι πλησιέστερο είχε ποτέ σε πατέρα. Σε τέτοιους καιρούς, κανείς –εκτός από τον Άρχοντα Όσγουολ– δεν μπορούσε να διοικήσει τους ιππότες. Ο Μπένετ, παρά την ικανότητά του, υστερούσε σε εμπειρία. Ακόμα και ο Χούμα το καταλάβαινε αυτό. Οι Ιππότες της Σολάμνια χρειάζονταν δυνατή ηγεσία, ηγεσία που μόνο ο Άρχοντας Όσγουολ μπορούσε να τους προσφέρει. Χωρίς τον Όσγουολ, η Ιπποσύνη θα διαλυόταν.

Χωρίς τον Υψηλό Πολεμιστή στην αρχηγία, συνειδητοποίησε ξαφνικά ο Χούμα, ποτέ δε θα μπορούσε να γυρίσει στο βουνό.

Загрузка...