«Δεν ξέρουμε αν τον πήραν στ’ αλήθεια, Χούμα, αλλά ακόμα κι αν είναι αιχμάλωτος του Γκάλαν Ντράκος, είναι αδύνατο να τον ελευθερώσουμε. Θα τον κρατούν στο κάστρο του ίδιου του αποστάτη» του επισήμανε για εκατοστή φορά ο Καζ.
«Η μεγαλύτερη ελπίδα μας είναι να παραδώσουμε τις Δρακολόγχες στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ και στο Μεγάλο Μάγιστρο» πρόσθεσε ο Μπουόρον.
Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. Είχαν κι οι δυο τους δίκιο, το ήξερε, αλλά η ανικανότητά του να προστατέψει τον Μάτζιους, που τον ήξερε σ’ όλη του τη ζωή, τον κατέτρυχε.
Πλέον οδηγούσε την άμαξα ο Μπουόρον, με το πληγωμένο του χέρι κρεμασμένο. Ο Χούμα καθόταν με τις λόγχες, προσέχοντας τα νώτα τους. Η ασημένια δράκαινα είχε προσφερθεί να πάει στους δικούς της για βοήθεια και ο Χούμα είχε συμφωνήσει αμέσως.
Με τον Κράινους σκοτωμένο και τους φρουρούς τους σκόρπιους, οι τρεις σύντροφοι ήταν προς το παρόν ασφαλείς. Στην πραγματικότητα όμως ένα μέρος του Χούμα αποζητούσε ένα καινούριο ξεκαθάρισμα.
Οι επόμενες μέρες πέρασαν χωρίς απρόοπτα, ενώ οι σύντροφοι προχωρούσαν προς τη Σολάμνια και το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Κάποιες φορές ο Χούμα ξυπνούσε από τις φωνές των ντρέντγουλφ –ήταν σίγουρος ότι ήταν εκείνοι–, αλλά δεν τους προξένησαν το παραμικρό.
Όλο αυτό το διάστημα η ασημένια δράκαινα δεν είχε επιστρέψει. Κανείς δεν έδινε κάποια εξήγηση γι’ αυτό, αν και συμφωνούσαν κι οι τρεις τους πως είχε να κάνει με το όλο και αυξανόμενο πλήθος του στρατού της δρακοβασίλισσας. Ο Χούμα θυμήθηκε τα λόγια του Κράινους, ότι οι Ιππότες της Σολάμνια είχαν ουσιαστικά ηττηθεί και ότι σύντομα θα έπεφτε και το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Όσο κι αν ήθελε να μην τα πιστέψει, αυτά τα λόγια του φαίνονταν πολύ αληθινά.
Στο μεταξύ είχαν φτάσει πέρα, στα βορειοδυτικά του Κάεργκοθ. Ο Χούμα θυμήθηκε τον διοικητή του Έργκοθ, τον Άρχοντα Γκάι Έιβοντεϊλ κι ευχήθηκε να περάσουν από την περιοχή χωρίς να τον βρουν μπροστά τους. Ύστερα από την ξαφνική αναχώρησή του, ο Χούμα δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το πώς θα τον υποδεχόταν ο άρχοντας. Ούτε και ήξερε με βεβαιότητα τι θα έκαναν οι κάτοικοι του Έργκοθ μόλις έβλεπαν τις Δρακολόγχες. Μπορούσαν μια χαρά να τις κατάσχουν.
Οι τρεις σύντροφοι προχωρούσαν γρήγορα σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά –και πάλι– ο Χούμα αδημονούσε. Η κακοβουλία της Τακίσις κατάπινε τα πάντα και ο Χούμα ένιωθε ανήμπορος.
Διέσχιζαν πλέον τις πεδιάδες. Αυτό θα συνεχιζόταν για μεγάλο μέρος του ταξιδιού τους. Αν και διευκόλυνε την πορεία τους, τους παρείχε μηδαμινή κάλυψη.
Κατά το μεσημέρι, μόνο δυο μέρες δρόμο από τα σύνορα, είδαν μια μεγάλη περίπολο, πολύ μακριά για να την αναγνωρίσουν. Ήταν όμως προφανές ότι και η περίπολος τους είχε δει, γιατί οι στρατιώτες στράφηκαν προς το μέρος τους κι άνοιξαν το βήμα τους.
Ο Καζ τράβηξε το πολεμικό του τσεκούρι. Ο Χούμα πήδησε από το πίσω μέρος της άμαξας και τράβηξε τη λεπίδα του από το θηκάρι. Ο Μπουόρον παρέμεινε στην άμαξα, αλλά έβγαλε το σπαθί του και περίμενε την περίπολο να πλησιάσει.
Ο γενειοφόρος ιππότης ήταν ο πρώτος που τους αναγνώρισε. Γύρισε στον Χούμα. «Πολίτες του Έργκοθ» του είπε «τμήμα του στρατού του Βορρά, θα έλεγα.»
Δεν υπήρχε τρόπος να τους ξεφύγουν. Πώς θα αντιδρούσαν οι κάτοικοι του Έργκοθ στη θέα ενός πελεκυφόρου μινώταυρου και δύο ιπποτών ενός τάγματος υπεύθυνου σε μεγάλο βαθμό για την παρακμή της κάποτε πανίσχυρης Αυτοκρατορίας του Έργκοθ;
Πλησιάζοντας, ο περιπολάρχης σήκωσε το χέρι του. Άντρας με πλατύ στέρνο, σχεδόν χοντρός, με αραιά, γκρίζα μαλλιά, τους κοίταξε έναν-έναν προσεκτικά, με το βλέμμα του να μένει περισσότερη ώρα στον Καζ που –παρά τη φύση του– έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φαίνεται απειλητικός. Κατά τη γνώμη του Χούμα, ο μινώταυρος είχε αποτύχει πανηγυρικά.
Ο Ιππότης του Έργκοθ μίλησε πρώτα στον Μπουόρον. «Από τα φυλάκια του Βορρά δεν είσαι;»
«Ναι.» Οι δύο ιππότες σφίχτηκαν. Έκοβε το μάτι του περιπολάρχη.
«Ο σύντροφός σου, ο ιππότης, όχι;»
Απάντησε ο Χούμα. «Άρχοντά μου, είμαι ο Ιππότης Χούμα του Τάγματος του Στέμματος.»
«Μάλιστα» είπε ο Ιππότης του Έργκοθ με ενδιαφέρον ίσο με αυτό που θα έδειχνε αν του ανακοίνωνες ότι σας πεδιάδες φυτρώνει χορτάρι. Έδειξε τον Καζ. «Κι αυτός; Από πού ήρθε; Έχω ακούσει φήμες…»
«Εγώ» είπε περήφανα ο μινώταυρος «είμαι ο Καζ. Αποστάτησα από τους πρώην αφέντες μου και τώρα είμαι σύντροφος του Χούμα, του πιο ευγενικού και γενναίου ιππότη.»
Τα λόγια του μπορεί να προκαλούσαν το χαμόγελο των κατοίκων του Έργκοθ αν δεν έβλεπαν τη σκοτεινή του ματιά και δεν καταλάβαιναν ότι εννοούσε και την τελευταία του λέξη.
«Είμαι επίσης και μινώταυρος, μην το ξεχνάμε.»
«Μάλιστα.» Ο περιπολάρχης άλλαξε θέση πάνω στη σέλα. Το λουρί έτριξε. Γύρισε στον Χούμα. «Είμαι ο Φάραν και, μολονότι δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, εγώ και οι άντρες μου έχουμε αποσπαστεί σ’ έναν παλιό γνωστό σου, τον Άρχοντα Γκάι Έιβοντεϊλ.»
Ο Χούμα δεν μπόρεσε να μείνει απαθής.
«Τον θυμάσαι, βλέπω. Μου ζήτησε να σε συνοδέψω κοντά του και δε θα δεχτώ καμία αντίρρηση.»
Ο Χούμα κοίταξε τους δυο συντρόφους του. Η περίπολος ήταν πολυπληθής και είχε και κάμποσους τοξότες. Η αντίσταση θα ήταν ανοησία. Όσο ζούσαν υπήρχε ελπίδα. «Δεχόμαστε με χαρά τη συνοδεία σας.»
Ο Φάραν χαμογέλασε. «Το φαντάστηκα.» Κούνησε το χέρι του και η περίπολος χωρίστηκε στα δύο, βάζοντας την άμαξα στη μέση. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν. «Έχουμε μια μέρα δρόμο μπροστά μας, γι’ αυτό λέω να μη χάνουμε άλλο πολύτιμο χρόνο.»
«Οφείλω να παραδεχτώ ότι η ξαφνική σου απουσία εκείνη τη νύχτα με εξέπληξε, Χούμα» του έλεγε την επόμενη μέρα ο Άρχοντας Γκάι Έιβοντεϊλ. Οι τρεις σύντροφοι κάθονταν μονάχοι μπροστά στο διοικητή, στη σκηνή του.
«Σου εξήγησα τις περιστάσεις.»
«Ναι, όντως.» Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ ακούμπησε κάτω την κούπα του. Τους είχαν προσφέρει και κρασί, αλλά κανείς τους δεν το είχε δεχτεί. «Θα έπρεπε να το περιμένω, το παραδέχομαι, αλλά όταν ανακαλύψαμε εκείνη τη φωλιά της πανούκλας, θα χαιρόμουν πολύ αν είχα τη βοήθεια του μάγου.»
Ο Καζ σηκώθηκε αγριεμένος. «Καθόμαστε εδώ πέρα τρεις ώρες τώρα, από τις οποίες τις δύο τις χάσαμε περιμένοντας εσένα, διοικητή. Την τελευταία μία ώρα δε μας λες τίποτε άλλο παρά κούφιες κοσμικότητες και παλιές ειδήσεις! Πόσο θα κρατήσει αυτό; Θα μας αφήσεις να πάμε στη Σολάμνια με τις λόγχες;»
Δυο φρουροί έτρεξαν στη σκηνή, αλλά ο διοικητής τούς έγνεψε να φύγουν. Ο Χούμα πρόσεξε ότι δε βγήκαν από τη σκηνή.
Ο άρχοντας ακούμπησε κάτω την κούπα του. «Τις τρεις τελευταίες ώρες και ολόκληρη την περασμένη νύχτα βασανίζω το μυαλό μου για το τι να σας κάνω, εσάς και τα όπλα σας. Η απάντηση στην τελευταία σου ερώτηση είναι “ναι, μπορείτε να περάσετε μαζί με τις λόγχες. Για ποιο λόγο να τις παραδώσω στον αυτοκράτορα; Θα τις κρεμάσει κι αυτές σε κάποιο τοίχο του παλατιού του μαζί με τα τελευταία του τρόπαια, παρά τα όσα μπορούν να κάνουν για ολόκληρο το Άνσαλον.”»
Ο Χούμα και ο Έιβοντεϊλ κοιτάχτηκαν. «Εκτός από μερικούς ρομαντικούς παλικαράδες, οι υπόλοιποι είμαστε αρκετά ρεαλιστές για να παραδεχτούμε την αλήθεια. Δεν πολεμάμε πια για τον αυτοκράτορα. Πολεμάμε για το Έργκοθ, την πατρίδα μας, τις οικογένειές μας. Αυτό έχει τελικά σημασία. Οι αυτοκράτορες έρχονται και παρέρχονται, αλλά ο λαός παραμένει. Αυτό κάποια στιγμή το ξεχάσαμε κι ένα μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα χωρίς εμάς – αλλά αυτά τα ξέρεις, φαντάζομαι.»
«Τότε» είπε ο Χούμα «αν λες αλήθεια, γιατί μας κρατάτε εδώ;»
«Δε σας κρατάμε. Περιμένουμε.»
«Τι περιμένετε;»
Ένα κέρας ανήγγειλε μια άφιξη. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ σηκώθηκε χαμογελώντας με νόημα. «Νομίζω πως αυτοί είναι. Ελάτε μαζί μου, σας παρακαλώ.»
Σηκώθηκαν και τον ακολούθησαν. Δυο φρουροί έρχονταν ξοπίσω τους.
Όταν πρωτομπήκαν στο στρατόπεδο, το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ο Χούμα ήταν ο τεράστιος κενός χώρος μπροστά στη σκηνή του διοικητή. Τότε είχε αναρωτηθεί τι σκοπό εξυπηρετούσε αυτό, όπως απορούσε ακόμα πώς ο Έιβοντεϊλ είχε μάθει που βρίσκονταν ή ακόμα και ότι έρχονταν. Πλέον καταλάβαινε.
Η πρώτη που προσγειώθηκε ήταν η ίδια η ασημένια δράκαινα. Φαινόταν ολότελα γιατρεμένη και μάλιστα χαιρέτησε τον Χούμα με τέτοιο ενθουσιασμό που τον συγκίνησε.
«Συγνώμη για την καθυστέρηση, Χούμα, αλλά το να βρω βοήθεια αποδείχτηκε δυσκολότερο απ’ όσο περίμενα. Τους βρήκα όμως!»
Άλλοι δυο ασημένιοι δράκοι προσγειώθηκαν, ένας θηλυκός και ένας αρσενικός. Η δράκαινα τους σύστησε σαν αδέρφια της και χαιρέτησαν κι οι δυο τους τον Χούμα με σοβαρότητα, αναμετρώντας τον με το βλέμμα. Εκείνος τους ανταπόδωσε το χαιρετισμό με κάποια αμηχανία.
Ο τελευταίος που έφτασε ήταν ένας δράκος με χρώμα μπρούτζινο, λιγάκι μικρότερος από τους υπόλοιπους. Ό,τι όμως του έλειπε σε μέγεθος το κέρδιζε σε μυς και ταχύτητα. Οι άνθρωποι του είχαν δώσει το παρατσούκλι Κεραυνός και ήταν περήφανος γι’ αυτό. Επιτέλους, σκέφτηκε ο Χούμα, ο Καζ βρήκε μια αδερφή ψυχή.
«Τέσσερις-πέντε λόγχες για τον καθένα μας δε θα είναι πρόβλημα» είπε η ασημένια δράκαινα στον Χούμα.
«Η σέλα…» άρχισε ο Χούμα.
«Έβαλα κάποιον ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό» τον έκοψε ο Έιβοντεϊλ. «Έχουμε τέσσερις σέλες, που θα σας φτάσουν. Σας βεβαιώνω ότι θα αντέξουν μια χαρά τις δυσκολίες που σας περιμένουν.»
«Το καλό που τους θέλω» μουρμούρισε ο Καζ.
«Τέσσερις, είπες» είπε ο Χούμα. «Εμείς είμαστε τρεις, χωρίς τον Μάτζιους. Εκτός κι αν σκέφτεσαι…»
«Κάθε άλλο!» Ο διοικητής του Έργκοθ κοίταξε τον Χούμα ίσια στα μάτια. «Στο όνομα του Πάλανταϊν και ολόκληρου του Άνσαλον, σου απαγορεύω να ρίξεις τον εαυτό σου στα χέρια του αποστάτη σε μια μάταιη προσπάθεια να σώσεις το μάγο! Εσύ ο ίδιος είπες πόσο σημαντικές είναι οι Δρακολόγχες για το μέλλον όλων μας. Αν χαραμίσεις τη ζωή σου, μας καταδικάζεις να εκπληρώσουμε τα μαύρα όνειρα της δρακοβασίλισσας!»
Μέσα του ο Χούμα ντράπηκε για την ανακούφιση που ένιωσε στο άκουσμα των λόγων του Έιβοντεϊλ. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να σώσει το σύντροφό του, ενώ ένα άλλο τού έλεγε να σωθεί ο ίδιος. Ο Χούμα ήταν διχασμένος.
«Και ποιος θα είναι ο τέταρτος λοιπόν;»
«Εγώ.»
«Εσύ;» ρουθούνισε κοροϊδευτικά ο Καζ. «Έχουν τρελαθεί λοιπόν όλοι οι διοικητές σ’ αυτό τον κόσμο;»
«Ο Φάραν είναι παραπάνω από ικανός να αναλάβει το ρόλο μου» είπε ψυχρά ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ. «Παρά την αντιπάθειά του για τη Σολάμνια, είναι ρεαλιστής. Δε θα κάνει τίποτα που να ταράξει τα πράγματα. Κανέναν δεν εμπιστεύομαι περισσότερο.»
«Και τι θα πει ο αυτοκράτοράς σου;» ρώτησε ο Μπουόρον, που μέχρι τότε παρακολουθούσε σιωπηλός.
«Αυτό μπορεί να μου το πει αν επιζήσω. Όπως σας είπα, εγώ πολεμάω για το Έργκοθ. Δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν εξέθετα κάποιον άλλο σε τέτοιο θανάσιμο κίνδυνο – κι ας ξέρω πως θα υπήρχαν πολλοί εθελοντές. Κάποιος πρέπει να έρθει μαζί σας ως αντιπρόσωπος του Έργκοθ στο Μεγάλο σας Μάγιστρο κι αυτός μπορώ θαυμάσια να είμαι εγώ.»
Ο Χούμα συμφώνησε, αν και με μεγάλο δισταγμό. Προς το παρόν ήταν στα χέρια του Έιβοντεϊλ. Δεν είχαν άλλη επιλογή –και ο διοικητής θα ήταν πολύ καλός σύντροφος, σκέφτηκε τελικά.
Συμφώνησαν να ιππεύσει ξανά ο Χούμα την ασημένια δράκαινα, ενώ ο Μπουόρον και ο Έιβοντεϊλ θα έπαιρναν αντίστοιχα το νεότερο αρσενικό και το θηλυκό. Έτσι ο Καζ θα έπαιρνε τον ευερέθιστο Κεραυνό. Όπως το περίμενε ο Χούμα, ο μινώταυρος και ο μπρούτζινος δράκος αποδέχτηκαν ο ένας τον άλλο σαν παλιοί στρατιώτες. Μοναδικός του φόβος ήταν ότι αυτοί οι δύο θα ορμούσαν από μόνοι τους στον εχθρό, πράγμα που εκμυστηρεύτηκε στην ασημένια δράκαινα.
Εκείνη γέλασε πνιχτά. «Αλήθεια, ο Κεραυνός και ο Καζ κάνουν ένα πολύ ταραχοποιό ζευγάρι, αλλά ο δράκος έχει μυαλό, έτσι νομίζω τουλάχιστον. Θα τον προειδοποιήσω μόλις βρεθούμε στον αέρα.»
«Φρόντισε να καταλάβουν ότι η προειδοποίηση αφορά και τους δυο τους.»
«Δε θα αφήσω καμία αμφιβολία.»
Θέλησαν να φυγουν χωρίς φανφάρες, αλλά ο Φάραν ούτε να το ακούσει. Ο υποδιοικητής είχε παρατάξει την τιμητική φρουρά για να τους αποχαιρετήσει.
Ο Κεραυνός ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από τη Δρακολόγχη. Τρόμος ήδη των ουρανών, κατά δήλωσή του, τώρα με τη λόγχη και με τον Καζ στη σέλα, θα γινόταν το τέλειο όπλο. Οι ασημένιοι δράκοι τον κοίταζαν με κρυμμένη φαιδρότητα, αν και η δράκαινα του Χούμα ομολόγησε αργότερα ότι τα λόγια του μπρούτζινου δεν ήταν καυχησιές. Ήταν στ’ αλήθεια τρομερός αντίπαλος.
Οι δράκοι υψώθηκαν στον ουρανό ένας-ένας, με τον Χούμα και τη δράκαινα πρώτους και τον Καζ με τον Κεραυνό τελευταίους. Ο ήλιος ήταν κιόλας ψηλά, αλλά στην πλάτη των δράκων οι σύντροφοι θα κάλυπταν οπωσδήποτε μεγάλη απόσταση εκείνη τη μέρα.
Μέχρι να έρθει θριαμβευτικά η νύχτα, είχαν περάσει για τα καλά τα σύνορα της Σολάμνια. Όμως κάτι που δεν είχαν σκεφτεί τους καθυστέρησε. Η ψιχάλα που είχε αρχίσει στο Έργκοθ είχε πια γίνει κατακλυσμός και οι τέσσερις αναβάτες έγιναν μούσκεμα. Οι δράκοι δε φαίνονταν να επηρεάζονται από την καταιγίδα – και ειδικά ο μπρούτζινος, ο οποίος φαινόταν να απολαμβάνει τις αστραπές που κόντεψαν δυο φορές να τους σουβλίσουν. Κατά προτροπή του Χούμα, προσγειώθηκαν –επιτέλους– για τη νύχτα, ελπίζοντας ότι οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες το πρωί. Οι δράκοι σχημάτισαν έναν προστατευτικό τοίχο γύρω τους και οι τέσσερις σύντροφοι έστησαν τις δύο σκηνές που είχε σκεφτεί να πάρει μαζί ο Έιβοντεϊλ. Οι σκηνές τούς προφύλασσαν από τη βροχή – και το μόνο που ενοχλούσε τον Χούμα ήταν η έντονη μυρωδιά του μινώταυρου, που όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο δυνάμωνε.
Η βροχή δε σταμάτησε, αλλά μειώθηκε. Οι καβαλάρηδες σκεπάστηκαν με τους μανδύες τους ή τις λιγοστές κουβέρτες που είχαν μαζί τους. Χάρη στους δράκους, σε δυο μέρες θα βρίσκονταν κοντά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Αν δεν τους βάραιναν οι παραπανίσιες λόγχες, θα χρειάζονταν ακόμα λιγότερο χρόνο.
Και πάλι, το ταξίδι κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει, γιατί πλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της δρακοβασίλισσας. Ο Ντράκος είχε ένα οχυρό στην καρδιά της Σολάμνια, έχοντας καταφέρει επιτέλους να αποκόψει τις βόρειες από τις νότιες οδούς που οδηγούσαν στο Βίνγκααρντ ή ξεκινούσαν από αυτό, δημιουργώντας έναν αποτελεσματικό τοίχο γύρω από το Ακροπύργιο. Τα εφόδια σπάνιζαν. Ο έλεγχος των ουρανών ήταν ακόμα αμφισβητούμενος, αλλά το ηθικό των δράκων του Φωτός άρχιζε να πέφτει. Το μόνο που τους κρατούσε ακόμα στη θέση τους, τους αποκάλυψε η ασημένια δράκαινα, ήταν οι φήμες για τη Δρακολόγχη.
Πρώτος πετούσε ο ασημένιος αρσενικός, όταν ένιωσαν την πρώτη εχθρική εισβολή. Μια μαγική παρουσία που εξέταζε τους νεοφερμένους. Η εισβολή δεν ήταν παρά μια στιγμιαία επαφή με τη σκέψη τους, αλλά ήταν αρκετή για να σταματήσει απότομα ολόκληρη την ομάδα.
«Πίσω!» φώναξε ο αρσενικός.
Οι τέσσερις κολοσσοί περιστράφηκαν και γύρισαν αρκετά πίσω. Πετώντας, αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
«Τι ήταν αυτό που νιώσαμε;» ρώτησε η θηλυκιά του Χούμα.
«Ένα μυαλό, όχι δράκου, αλλά ένα πανίσχυρο μυαλό ανθρώπου. Ανεξάρτητο μάλιστα. Αυτός εδώ δεν ήταν ποτέ του μαθητής των Ταγμάτων της Μαγείας.»
«Δεν ήταν κληρικός;»
Ο αρσενικός κούνησε αρνητικά το τεράστιο κεφάλι του. «Όχι, οπωσδήποτε μάγος. Αποστάτης.»
Ο Χούμα κοίταξε γύρω του νευρικά. «Δεν είναι βέβαια απειλή για σας!»
«Υλικά όχι, Χούμα» του απάντησε η δικιά του ασημένια δράκαινα. «Αλλά δε θα δυσκολευτεί να ενημερώσει κι άλλους για την παρουσία μας –αν δεν το έχει κάνει ήδη– και αυτοί οι άλλοι μπορεί να είναι όντως απειλή. Η δική του μοναδική αποστολή είναι να φυλάει τους ουρανούς.»
«Αφήστε με να τον σκοτώσω!» φώναξε ο Κεραυνός.
«Και τι θα κάνεις» τον ρώτησε η θηλυκιά «για να τον εμποδίσεις να στείλει το μήνυμά του πριν τον χτυπήσεις;»
Ο μπρούτζινος δράκος έκλεισε το στόμα του.
«Νομίζω» άρχισε ο ασημένιος αρσενικός «ότι υπάρχει δρόμος ανοιχτός για μας. Άλλωστε, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος. Θα πετάξω πολύ ψηλότερα απ’ όσο πετάω συνήθως. Μόλις φτάσω εκεί, θα μπορέσω ίσως να διαπιστώσω αν η εμβέλεια της ισχύος του φτάνει τόσο ψηλά. Για να βεβαιωθώ, θα ρισκάρω να μας ανακαλύψουν.» «Αν ο σύντροφός μου δεν έχει αντίρρηση…» πρόσθεσε.
Ο Μπουόρον κούνησε αρνητικά το κεφάλι, αν και έσφιξε με μεγαλύτερη δύναμη το μπροστάρι της σέλας.
«Και οι υπόλοιποι τι λέτε;»
Οι άλλοι δε διαφώνησαν. Θεωρώντας το ως κατάφαση, ο αρσενικός έκανε μια πλήρη περιστροφή και άρχισε να παίρνει ύψος. Με τον Μπουόρον σφιγμένο πάνω του, ο αρσενικός άρχισε να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, μέχρι που χάθηκε μέσα στο στρώμα των νεφών. Πέρασαν κάμποσα λεπτά της ώρας και οι υπόλοιποι περίμεναν γεμάτοι αγωνία. Ύστερα ο Χούμα είδε μια μορφή να ξεπροβάλλει από τα σύννεφα.
Ο Μπουόρον ήταν μάλλον χλομός, αλλά κατά τ’ άλλα φαινόταν μια χαρά. Ο δράκος του φαινόταν μαγεμένος. «Δίκιο είχα. Είναι τόσο συνηθισμένο με τα μυαλά που είναι προσκολλημένα στη γη. Η έρευνά του φτάνει μονάχα μέχρι το στρώμα των νεφών. Στο βαθμό που τον αφορά, πιο πάνω δεν υπάρχει τίποτα.»
«Γιατί να μην το σκεφτώ εγώ;» παραπονέθηκε ο Κεραυνός.
«Ούτε εσύ ούτε εγώ το σκεφτήκαμε» σχολίασε η δράκαινα του Χούμα. «Τώρα που το ακούω, εκπλήσσομαι. Είχα ξεχάσει πόσο στενόμυαλοι είναι μερικοί άνθρωποι. Τώρα που το ξέρουμε όμως, ας κάνουμε γρήγορα.»
Οι υπόλοιποι ακολούθησαν τον Χούμα και τη συντρόφισσά του προς τον ουρανό, ώσπου διαπέρασαν τα σύννεφα και βγήκαν από πάνω τους. Αποκεί υπολόγισαν τη θέση τους σε σχέση με το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Οι δράκοι συνέχισαν να πετούν ολόκληρη τη νύχτα, ενώ οι αναβάτες τους κοιμούνταν. Ο Χούμα ξύπνησε από το θόρυβο που έκανε ο Καζ, ο οποίος τσακωνόταν με ένα από τα ερπετόμορφα πλάσματα σχετικά με την ανάγκη του να προσγειωθούν πριν μουδιάσει ολότελα – είτε γινόταν πόλεμος είτε όχι. Οι ίδιοι οι δράκοι ήταν ολοφάνερα κουρασμένοι κι έτοιμοι να προσγειωθούν για να δουν ξανά που βρίσκονταν.
Πρώτος ο Κεραυνός και ύστερα οι υπόλοιποι άρχισαν να κατεβαίνουν διαγράφοντας κύκλους. Ο μπρούτζινος δράκος χάθηκε μέσα στη μεταξένια, λευκή θάλασσα, ακολουθούμενος από την άλλη θηλυκιά. Ο Χούμα και η ασημένια δρακόντισσα ακολούθησαν αμέσως μετά.
Η δροσερή ομίχλη τούς τύλιξε και ο Χούμα δεν έβλεπε ούτε το κεφάλι της δράκαινας. Από κάτω τους ακούστηκε ένας δυνατός βρόντος και το πρώτο που σκέφτηκε ο Χούμα ήταν ότι έμπαιναν σε κάποια τρομερή καταιγίδα. Τότε, ξαφνικά, βρέθηκαν έξω από το κάλυμμα των νεφών και…
…μέσα στο χάος.
Είχαν υποθέσει, εσφαλμένα, ότι είχαν περάσει τις εχθρικές γραμμές. Το μυαλό του Χούμα σαρώθηκε από φρικτούς εφιάλτες στη συνειδητοποίηση του πόσο στενά πολιορκούνταν το Ακροπύργιο. Η μάχη μαινόταν παντού.
Άνθρωποι και ογκρ συγκρούονταν με μανία. Στα μάτια του Χούμα φαινόταν λες και ολόκληρος ο τόπος από κάτω του ήταν σπαρμένος με νεκρούς κι ετοιμοθάνατους. Και οι δύο πλευρές προχωρούσαν και υποχωρούσαν ταυτόχρονα, ανάλογα με το πώς το έβλεπες. Ήταν χάος. Οι δράκοι της Τακίσις βουτούσαν εξακολουθητικά, χτυπώντας με ίση μανία τόσο τις τσακισμένες παρατάξεις των ιπποτών όσο και όποια ογκρ, συμμάχους της, είχαν την ατυχία να βρίσκονται κοντά τους. Υπήρχαν δράκοι χρυσοί, ασημένιοι, μπρούτζινοι και χάλκινοι, αλλά φαίνονταν να υστερούν πάντοτε αριθμητικά. Και, ακόμα χειρότερα, παντού βασίλευε μια αίσθηση κακόβουλης δύναμης που το θάρρος των καλών δράκων δεν μπορούσε να καταβάλει. Ακόμα κι εκεί ψηλά, μακριά από τη μάχη, ο Χούμα ένιωσε την απογοήτευση και την παραίτηση να πλημμυρίζουν την καρδιά του.
«Η Τακίσις είναι εδώ στον Κριν» μουρμούρισε η συντρόφισσα του Χούμα «και ταΐζει τα ξαδέρφια μας με τη δύναμή της, παγώνοντας το μυαλό των εχθρών της. Δεν περίμενα ότι θα διατηρούσε τόση δύναμη στο θνητό επίπεδο. Λες και ήταν εδώ πριν από εμάς!»
Έτσι ήταν. Η παρουσία της δρακοβασίλισσας ήταν καταλυτική. Ο Χούμα ρίγησε από το κρύο που απειλούσε να του μουδιάσει το μυαλό περισσότερο κι από το κορμί. Πώς να πολεμήσεις μια θεά;
«Χούμα, εκεί πάνω. Το βλέπεις;»
Το βλέμμα του ακολούθησε το κεφάλι της δράκαινας και, αφού σκούπισε κάμποσες φορές τα μάτια του, αναγνώρισε το μικροσκοπικό αντικείμενο που διακρινόταν στον ορίζοντα.
«Το Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ!» φώναξε ο Καζ από μπροστά. Το έβλεπαν όλοι πια – και η μάχη φαινόταν να σκεπάζει κάθε σπιθαμή εδάφους μέχρι τα τείχη του.
Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ έβγαλε μια φωνή κι έδειξε στα δεξιά τους. Ένας χρυσός δράκος πολεμούσε με δύο κόκκινους. Η μάχη ήταν άγρια και ήταν κι οι τρεις τους πληγωμένοι. Όταν έγινε φανερό ότι ο χρυσός θα έχανε, ο Κεραυνός δεν περίμενε άλλο. Με τον Καζ έτοιμο με τη Δρακολόγχη του, οι δυο σύντροφοι μπήκαν στη μάχη.
Ξαφνικά έβλεπες παντού δράκους – και οι περισσότεροι ήταν εχθροί. Κάθε σκέψη για φαγητό και ξεκούραση ξεχάστηκε. Δεν υπήρχαν παρά νύχια και δόντια, φωνές και ουρλιαχτά, αίμα και πόνος.
Και οι Δρακολόγχες.
Εκεί οι δράκοι του Σκότους δεν ήξεραν τίποτα για τις λόγχες, ίσως γιατί δεν ήθελε κάτι τέτοιο ο Ντράκος. Ωστόσο σύντομα έμαθαν, καθώς χάνονταν ο ένας μετά τον άλλο καρφωμένοι από τις αιχμές τους. Όταν τις τραβούσες από την πληγή, οι λόγχες ήταν ακηλίδωτες και άθικτες κι έλαμπαν με ένα δικό τους φως.
Τα παιδιά της Τακίσις άρχισαν σύντομα να γυρνούν και να φεύγουν από τη λάμψη των λογχών, που σύντομα τις θεώρησαν σημάδι του Πάλανταϊν, με τον οποίο δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα. Άλλοι, πιο πέρα, είδαν τον πανικό με τον οποίο έφευγαν τ’ αδέρφια τους από τη μάχη και συμπέραναν ότι η μάχη είχε χαθεί. Η φυγή των πρώτων δράκων έγινε σύντομα ένα κύμα πανικού στον ουρανό, καθώς όλο και περισσότεροι έφευγαν μέσα στον παράλογο φόβο τους.
Απαλλαγμένοι από τους αντιπάλους τους, οι δράκοι του Πάλανταϊν ενίσχυσαν τις τάξεις των ιπποτών και η κατάσταση άρχισε να αντιστρέφεται και στο έδαφος. Πρώτα οι δυτικές, ύστερα και οι ανατολικές πτέρυγες του στρατού της δρακοβασίλισσας άρχισαν να κάμπτονται, να υποχωρούν και τελικά να καταρρέουν. Χωρίς τη βοήθεια των δικών τους δράκων, τα ογκρ και οι άνθρωποι που πολεμούσαν υπέρ του Σκότους έχασαν το κουράγιο τους και πολλοί άρχισαν να πετούν τα όπλα τους και να φεύγουν.
Τελικά η μάχη τελείωσε. Λίγοι μονάχα ενοχλήθηκαν από τις βροντές και τις αστραπές που τράνταζαν τα βουνά στα δυτικά. Μια κάποια νίκη την είχαν απεγνωσμένα ανάγκη – κι αυτή την είχαν επιτύχει. Εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήξερε πώς, αλλά όλοι ευχαριστούσαν τον Πάλανταϊν και τον οίκο του για το θαύμα και ύστερα περίμεναν βλοσυροί να δουν τι θα επακολουθούσε.
Κάμποσο μετά το μεσημέρι, τέσσερις εξαντλημένοι δράκοι προσγειώθηκαν στο προαύλιο του Ακροπυργίου του Βίνγκααρντ. Στις ράχες τους είχαν από έναν αναβάτη, το ίδιο χλομό και εξαντλημένο. Μια ασημένια φεγγοβολή περιέβαλε τους νεοφερμένους και τελικά κάποιος συνειδητοποίησε ότι ήταν οι λόγχες αυτές που έλαμπαν έτσι θεϊκά – ούτε οι δράκοι ούτε οι αναβάτες τους.
Στο μεταξύ, οι φήμες είχαν αρχίσει να διαδίδονται.