Κεφαλαίο 12

Συριστικές, ακατάληπτες φωνές ακούστηκαν σαν να διαφωνούσαν για κάτι. Ο νυσταγμένος ιππότης χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα πριν να συνειδητοποιήσει ότι οι φωνές τσακώνονταν για τον ίδιο. Ευχήθηκε να μπορούσαν τα μάτια του να δουν ποιος νοιαζόταν τόσο πολύ για το καλό του.

Μια άλλη φωνή, κάπως γνωστή, μπήκε στη μέση γεμάτη θυμό. «Γιατί αργείτε;»

«Είναι σημαδεμένος»

«Και τι σημασία έχει αυτό, Σκουλάρις;»

Αυτός που λεγόταν Σκουλάρις διέκρινε μια προσβολή στην ερώτηση και απάντησε σφυρίζοντας. «Όταν ένας Ιππότης της Σολάμνια φέρνει τέτοιο σημάδι, κάτι δεν πάει καλά.»

Μια δεύτερη φωνή που έμοιαζε περισσότερο με κρώξιμο μεγάλου φρύνου μπήκε στην κουβέντα. «Δε θα καταλάβει, Νυχταφέντη! Αυτός που κείτεται στη γη είναι περισσότερο δικός μας από αυτόν.»

Εκείνος που είχε μιλήσει πρώτος, ο Νυχταφέντης, προσπάθησε ξανά να εξηγήσει. «Έχουμε πράκτορες ανάμεσά τους. Και πολύ ισχυρούς μάλιστα.» Ο άλλος έκρωξε συμφωνώντας. Ο Χούμα σάλεψε λιγάκι. Φαίνεται ότι θεωρούσαν πως έφερε κάποιο σημαντικό σημάδι. Το μόνο που είχε εκείνη τη στιγμή ήταν ένα φλεγόμενο μέτωπο.

«Ξέρω τι σημαίνει το σημάδι» είπε η γνωστή φωνή – πού την είχε ξανακούσει άραγε; «Ξέρω επίσης ότι δε θα τον σκοτώσει, όπως είχα νομίσει στην αρχή. Έχει πληροφορίες που χρειάζομαι. Η ίδια του η ύπαρξη είναι σημαντική για μένα.»

«Τι θέλεις να κάνουμε λοιπόν; Δεν μπορούμε να του κάνουμε κακό, αφού κάποιος δικός μας του έχει κάνει το σημάδι της προστασίας.» Αυτός που φαινόταν ξένος προς τους υπόλοιπους γρύλισε και οι αισθήσεις του Χούμα μπήκαν σε επιφυλακή γιατί αναγνώρισε τον ήχο. Μόνο οι ντρέντγουλφ έβγαζαν τέτοιους ήχους.

Κάποιος πρέπει να πρόσεξε την αλλαγή θέσης του κορμιού του, γιατί ένα γαντοφορεμένο χέρι του έπιασε το πρόσωπο και το γύρισε από τα αριστερά στα δεξιά. Το γάντι ήταν σάπιο. Βρομούσε τόσο άσχημα που ο Χούμα τραβήχτηκε άθελά του. Ο επονομαζόμενος Νυχταφέντης γέλασε αισχρά.

«Δεν είναι δικός μας, αλλά ένας δικός μας θέλει να τον προστατέψει. Γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον.»

«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο βραχνός.

«Πρέπει να τον κρύψετε, άθλια ψοφίμια!» γρύλισε ο ξένος. «Κρύψτε τον μέχρι να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή μαζί σας οι υπηρέτες μου! Εκτός από τα κορμιά, σας πήρε και τα μυαλά η πανούκλα;»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Χούμα θέλησε ν’ ανοίξει τα μάτια του, μια χαραμάδα μονάχα.

Δύο μορφές που έμοιαζαν με μουχλιασμένους, βρομερούς σωρούς από ρούχα στέκονταν και μιλούσαν με… με έναν ντρέντγουλφ. Κανείς άλλος δεν υπήρχε. Το θολωμένο μυαλό του Χούμα χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι ο Γκάλαν Ντράκος –από το κάστρο του κάπου πέρα μακριά– χρησιμοποιούσε το νεκροζώντανο αυτό υπηρέτη σαν τα μάτια και τα αυτιά του στο Έργκοθ.

Το ότι βρίσκονταν ακόμα κάπου μέσα στα ερείπια ήταν απλή εικασία. Τα λίγα που μπορούσε να διακρίνει δικαιολογούσαν κάπως αυτή την εικασία, γιατί το δωμάτιο ήταν γεμάτο χαλάσματα και ένα μέρος του ταβανιού έλειπε. Ο Χούμα δεν ήξερε πόση ώρα είχε μείνει αναίσθητος, ούτε πόσο μακριά τον είχαν σύρει.

Τότε ο πιο απειλητικός από τους δύο κουρελήδες εχθρούς σήκωσε το χέρι αποκαλύπτοντας μια κοκαλιάρικη, χαρακωμένη παλάμη – και έδειξε με το δάχτυλο το μαντατοφόρο του αποστάτη. «Πρόσεχε, μάγε. Προς το παρόν έχεις την ευλογία της, αλλά η βασίλισσα είναι πολύ ευμετάβλητη για εκείνους που την απογοητεύουν. Καλά θα κάνεις να μιλάς πιο ευγενικά σ’ αυτούς που έχεις την ανάγκη τους.»

Η ωχρή μορφή του ντρέντγουλφ ζωήρεψε από συγκρατημένο θυμό. Ο Ντράκος άφηνε τα συναισθήματά του να γίνουν αντιληπτά μέσω του δούλου του. Η μικρότερη από τις δύο κουκουλοφόρες φιγούρες μαζεύτηκε, σηκώνοντας μπροστά της δυο πρησμένα χέρια, όλο φόβο.

Ο άλλος, ο Νυχταφέντης, πρέπει να χαμογελούσε, γιατί ο τόνος της φωνής του ήταν γεμάτος ειρωνεία. «Οι δυνάμεις σου προκαλούν φόβο στους φοβητσιάρηδες, αλλά όχι σε κάποιον που απολαμβάνει την προστασία του Μόρτζιον.»

Του Μόρτζιον! Ο Χούμα μόλις που κατάφερε να πνίξει την έκπληξη που διαπέρασε σαν ρίγος το αδύναμο κορμί του. Ήταν αιχμάλωτος των πιστών του Μόρτζιον, του θεού της Αρρώστιας και της Σήψης!

«Άσκοπη απώλεια χρόνου» μουρμούρισε τελικά ο Ντράκος.

«Σύμφωνοι. Πολύ καλά, μάγε. Οι αδερφοί μου θα φυλάξουν τούτον εδώ για τους λακέδες σου, αλλά μόνο επειδή αυτό συμφέρει τους σκοπούς του αφέντη. Όχι επειδή σε φοβάμαι.»

«Όχι βέβαια.»

«Μα το σημάδι…» είπε ο βραχνός.

«Υπάρχουν φορές, αδερφέ μου, που πρέπει όλοι μας να κάνουμε θυσίες για τη δόξα του Μόρτζιον.»

«Και για τη βασίλισσα, φυσικά» πρόσθεσε επίτηδες ο Ντράκος.

«Και για τη βασίλισσα. Κρίμα. Είμαι ακόμα περίεργος για την αιτία του σημαδιού.» Ο Σκουλάρις ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο του Χούμα.

Ο Χούμα κύλησε πέρα από το σοκ, νιώθοντας σαν να είχε παραβιαστεί η ίδια του η ψυχή. Ζάρωσε, αλλά δεν είχε χώρο για να αποφύγει το βίαιο χέρι.

Εντελώς ξαφνικά, έπαψε να βρίσκεται στα ερείπια. Ένα καλειδοσκόπιο ήχων και εικόνων τον τύλιξε. Ο Χούμα δεν ένιωσε καθόλου φόβο. Ένα μέρος του εαυτού του ήξερε ότι αυτή η κατάσταση υπήρχε μόνο στο μυαλό του, αν και δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί αυτό έπρεπε να τον ηρεμήσει. Του φάνηκε πως άκουσε θόρυβο αλόγων που κάλπαζαν στη μάχη, την κλαγγή της πανοπλίας, τις πολεμικές κραυγές και το ατσάλι να χτυπά πάνω σε ατσάλι. Είδε ένα όραμα με τρεις ιππότες. Ο καθένας τους φορούσε κι από ένα σύμβολο της Ιπποσύνης: το Στέμμα, το Ξίφος και το Ρόδο. Φορούσαν όλοι προσωπίδες, αλλά ο Χούμα ήξερε με κάποιον τρόπο ότι οι δύο που βρίσκονταν πίσω δεν μπορούσαν να είναι παρά οι δίδυμοι θεοί Χάμπακουκ και Κίρι-Τζόλιθ. Δυο από την Τριανδρία της Σολάμνια – πράγμα που σήμαινε ότι αυτός που στεκόταν μπροστά τους…

Με τρομακτική σφοδρότητα, ο Χούμα τραβήχτηκε από αυτό το όραμα για να γυρίσει ξανά στον πραγματικό κόσμο. Αν δεν τον είχαν φιμώσει, θα ούρλιαζε, γιατί το κοκαλιάρικο, αρρωστιάρικο χέρι που τραβήχτηκε από πάνω του σαν να πήρε μαζί του κομμάτια από τις σάρκες του. Με τα θολωμένα του μάτια, ο Χούμα διέκρινε δύο ντυμένες μορφές να τον κοιτάζουν.

«Δεν μπόρεσα να μπω στο μυαλό του. Προστατεύεται από τη δύναμη της θέλησής του και μόνο. Καταπληκτικό.»

«Και το σημάδι;» έκρωξε ο δεύτερος.

«Δεν υπάρχει πια. Ήταν πολύ αδύναμο. Είναι –και σε υπερβολικό βαθμό– πιόνι αυτού του παρατεινόμενου πόνου που οι βλάκες αποκαλούν “ζωή”. Δεν είναι δικός μας – ίσως να μη γίνει ποτέ δικός μας.»

Από πίσω τους, η φωνή του Ντράκος βγήκε ξανά από το ρύγχος του ντρέντγουλφ. «Δεν σηκώνει άλλο δισταγμό.»

«Κανένα. Μόλις έρθουν οι δούλοι σου, είναι δικός σου.» Ο κληρικός κροτάλισε τα δάχτυλα. Εκείνη τη στιγμή ο Χούμα έκλεισε τα μάτια του για να τα καθαρίσει. Από το σκοτάδι πρόβαλαν κουκουλοφόρες μορφές, τσακισμένοι από την αρρώστια βρικόλακες, σαν τους νεκρούς μιας μάχης που επέστρεφαν σε κάποιου είδους ζωή.

«Πάρτε τον στις κατακόμβες. Δέστε τον στο βωμό.»

«Όχι θυσίες!»

Ακόμα κι ο Χούμα είδε τα χείλη του κληρικού να στραβώνουν. «Μη φοβάσαι, κοπρίτη. Θα είναι σώος και αβλαβής. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν εσύ θα έχεις περισσότερη τύχη από μένα.»

Ο Ντράκος δεν απάντησε ή τουλάχιστον ο ντρέντγουλφ δεν επανέλαβε κανένα μήνυμά του. Ο Χούμα πάλεψε με τα δεσμά του, αλλά ήταν πολύ γερά. Τέσσερις κουκουλοφόρες φιγούρες τον άρπαξαν απότομα και τον σήκωσαν. Η βρόμα και των τεσσάρων τους ήταν ανυπόφορη.

Είχε ελπίσει ότι θα έπαιρνε μια ιδέα για το πού βρίσκονταν και το πού πήγαιναν, αλλά το σκοροφαγωμένο μανίκι ενός από αυτούς που τον κουβαλούσαν του έκρυβε τη θέα. Υποπτευόταν ότι βρίσκονταν ακόμα πολύ κοντά στο κτίριο όπου είχε πέσει –ανόητα– θύμα μιας από τις παγίδες των πιστών. Ο Χούμα ήξερε μερικά πράγματα για τους πιστούς του Μόρτζιον. Ήταν ειδικοί στις συνωμοσίες και στη μυστικότητα της αδελφότητάς τους. Το γεγονός ότι τον πήγαιναν στις κατακόμβες σήμαινε ότι ζούσαν κάτω από το ίδιο το Κάεργκοθ – και αυτή ήταν μια τρομακτική αποκάλυψη. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που δε βρισκόταν κανένα ίχνος της πανούκλας. Δεν προερχόταν μέσα από την πόλη ή από κάμπου κοντά της, αλλά από τα έγκατά της.

Ένα αεράκι έδιωξε κάπως την μπόχα από τα ρουθούνια του. Ο Χούμα συμπέρανε ότι έπρεπε να είχαν βγει από κάποιο ερειπωμένο σπίτι ξανά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αναζητούσε απεγνωσμένα κάποιο σχέδιο διαφυγής, υποθέτοντας ότι οι κατακόμβες θα ήταν κυριολεκτικά αδιάβατες. Ήταν όμως σφιχτά δεμένος και φιμωμένος και η κατάστασή του φαινόταν τραγική.

Η ομάδα είχε αφήσει πίσω της το κτίριο, όταν ο Χούμα άκουσε κάτι που έμοιαζε με κραυγή νυχτοπουλιού. Οι κουρελιάρες μορφές σταμάτησαν απότομα, αναγνωρίζοντας καθυστερημένα αυτό που ο Χούμα είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή.

Ακούστηκε ένα σφύριγμα και κάτι έσκισε τον αέρα – και τότε ο ένας από τους δεσμοφύλακες του Χούμα έπεσε κάτω μ’ ένα βέλος στο στήθος. Ο ιππότης ξέφυγε από τα χέρια των υπολοίπων και κατάφερε να πέσει στη γη ανάσκελα.

Ακολούθησε πανδαιμόνιο κι ένα λαμπρό φως έκανε αδύνατη κάθε φυγή για τις κουκουλοφόρες μορφές. Εύστοχα βέλη χτύπησαν και έριξαν άλλους δυο, πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Εκείνος που τον φώναζαν Σκουλάρις έφυγε τρέχοντας και χάθηκε από το οπτικό πεδίο του Χούμα. Η φυγή του δεν κράτησε πολύ όμως. Όχι ένα, αλλά τρία βέλη τον βρήκαν στην πλάτη. Ο Νυχταφέντης ταλαντεύτηκε σαν μαριονέτα κι έπεσε κουβάρι.

Αρματωμένες μορφές έρχονταν ορμητικά, ενώ το φως πήγαινε να σβήσει. Από τους κουκουλοφόρους παλιανθρώπους, που ήταν πάνω από μια ντουζίνα, ο Χούμα διαπίστωσε κατάπληκτος πως μονάχα τέσσερις στέκονταν ακόμα όρθιοι. Δεν είχαν δυνατά όπλα και οι πρώτοι στρατιώτες που μπλέχτηκαν στη μάχη έκαναν το λάθος να τους θεωρήσουν ακίνδυνους. Το σφάλμα τους έγινε προφανές όταν ένας από τους κληρικούς έβγαλε ένα μικρό πουγκί και το έριξε στην πιο κοντινή οπλισμένη φιγούρα. Ο Χούμα άκουσε το ουρλιαχτό του στρατιώτη και τις πνιχτές φωνές των άλλων καθώς όλα τα στάδια της πανούκλας εκδηλώθηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Μια γνωστή μορφή στάθηκε μπροστά του κι έσκυψε να ελέγξει τα δεσμά του. «Τι ανόητος που ήμουν! Έπρεπε να το ξέρω…»

Οι τοξότες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Μέχρι να του κόψει τα δεσμά ο Έιβοντεϊλ και ο τελευταίος άθλιος κειτόταν νεκρός.

«Ο ντρέντγουλφ; Τον είδες;»

«Ντρέντγουλφ;» Ο Έιβοντεϊλ κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Δεν τον είδα!»

«Το σπαθί μου!» Το όπλο του Χούμα κειτόταν σχεδόν θαμμένο κάτω από έναν κληρικό. Το τράβηξε χωρίς να σκεφτεί, με μοναδική του έγνοια να σταματήσει το τετράποδο τέρας. Κατά κάποιον απίθανο τρόπο, το πλάσμα είχε ξεγλιστρήσει από τη μάχη και το είχε σκάσει. Ο Χούμα δεν ήθελε να ξαναβρεί ο ντρέντγουλφ τα ίχνη του και να μεταφέρει στον αφέντη του πού ήταν και τι έκανε.

Άκουσε πίσω του τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ να τον φωνάζει, αλλά τον αγνόησε. Έπρεπε να καταστρέψει το τέρας.

Ο ήχος ποδιών που έτρεχαν τον έφερε σε επιφυλακή. Τον ακολούθησε με όλη του την ταχύτητα αποφεύγοντας μόλις και μετά βίας ένα σωρό τρύπες και ανωμαλίες του εδάφους που θα τον ξάπλωναν κάτω στο παραμικρό λάθος βήμα. Δε σκεφτόταν τον κίνδυνο.

Πήδηξε πάνω από τα συντρίμμια ενός πέτρινου τοίχου. Ο λοιμός δεν είχε προκαλέσει άμεσα όλη αυτή την καταστροφή. Αυτό το είχαν κάνει οι έξαλλες εξεγέρσεις και το κάψιμο των σπιτιών που είχαν προσβληθεί από την πανούκλα.

Προσγειώθηκε πάνω σε κάτι χαλάσματα. Ξαφνικά το πόδι του γλίστρησε και βρέθηκε να πέφτει ανάσκελα. Με τεράστια προσπάθεια, κατάφερε να κρατήσει το σπαθί του. Το πόδι του δίπλωσε από κάτω του και ο ιππότης έτριξε τα δόντια από τον πόνο. Καθώς κειτόταν εμβρόντητος, είδε να τινάζεται στο πρόσωπό του η φρικαλέα όψη του τέρατος. Τα μακριά, κιτρινισμένα δόντια υψώθηκαν πάνω από το λαρύγγι του και η κόκκινη σαν αίμα γλώσσα έγλειψε τα πανίσχυρα σαγόνια. Τα τυφλά μάτια δεν είχαν να δείξουν παρά μονάχα το θάνατο στον παγιδευμένο ιππότη. Τα μπροστινά νύχια του ντρέντγουλφ πίεσαν βαριά το στήθος του Χούμα.

«Καλύτερα να στερήσω από το μάγο τη μαριονέτα του!» Τα σαγόνια έκλεισαν πάνω στο λαρύγγι του Χούμα.

Ο Χούμα έστρεψε άγρια τη λεπίδα του προς τον ντρέντγουλφ. Ήταν σε άβολη θέση και το πλήγμα που του κατάφερε ήταν αμελητέο. Απομάκρυνε όμως το τέρας από πάνω του.

Ο ντρέντγουλφ κύλησε στο πλάι και στάθηκε στα τέσσερα πόδια. Τα άλικα μάτια του έλαμψαν άγρια και τα χείλη του τραβήχτηκαν με μίσος. Ο Χούμα σήκωσε ψηλά το σπαθί του.

Ξαφνικά το τέρας τυλίχτηκε στις φλόγες. Τη μια στιγμή στεκόταν εκεί έτοιμο να ορμήσει και την επόμενη ήταν μια πύρινη σφαίρα. Ο Χούμα το κοίταζε έκπληκτος και ύστερα πρόσεξε μια καινούρια μορφή να βγαίνει από κάτι χαλάσματα που κάποτε ήταν ένα μεγαλούτσικο πανδοχείο.

«Μάτζιους!»

Ο μάγος έφερε γοργά το δάχτυλο στα χείλη γνέφοντάς του να σωπάσει. Ήταν πιο λεπτός και ένα μεγάλο μέρος της ματαιοδοξίας του είχε χαθεί από τους τρόπους του. Τα άλλοτε λαμπερά, χρυσαφένια μαλλιά του δεν ήταν πια παρά θαμπά καφετιά και πολύ πιο κοντοκομμένα. Είχαν καεί άραγε; Ο Μάτζιους φορούσε επίσης και κάτι που ο Χούμα είχε να τον δει να το φοράει από τον πρώτο καιρό της εκπαίδευσής του – έναν ερυθρό χιτώνα.

«Έλα! Έριξα ένα ξόρκι σύγχυσης πάνω στους άντρες του Άρχοντα Έιβοντεϊλ, αλλά δε θα αργήσουν να καταλάβουν προς τα πού πήγες!»

«Μα…» ο Χούμα καταλάβαινε πως ήταν τρέλα να ακολουθήσει ξανά τον παλιό του φίλο, αλλά οι γεροί παλιοί δεσμοί τους άντεχαν ακόμη και εκείνη τη μέρα.

«Έλα!» επανέλαβε ανυπόμονα ο Μάτζιους.

Ο Χούμα τον ακολούθησε.

Διέσχισαν με εκπληκτική ταχύτητα την πόλη κι έφτασαν στο νότιο άκρο της. Εκεί τους περίμεναν δυο άλογα. Ο Μάτζιους του έγνεψε να καβαλήσει το πιο γεροδεμένο. Μόνο όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά αποφάσισε να μιλήσει.

«Πρέπει να καλπάσουμε δυνατά για ένα διάστημα, πρέπει να παρακάμψουμε ένα φυλάκιο της Σολάμνια.»

«Φυλάκιο;» Ο Χούμα, μη γνωρίζοντας αρκετά καλά την περιοχή στα νότια της Σολάμνια, ξαφνιάστηκε πολύ. Ιππότες της Σολάμνια στο Έργκοθ!

«Εσύ ήσουν αυτός που εξαπόλυσε το φως;»

«Ναι» απάντησε ο Μάτζιους. «Θα σου τα εξηγήσω το πρωί, όταν θα είμαι σίγουρος ότι μας έχουν χάσει οι Ιππότες του Έργκοθ, που είναι σίγουρα κιόλας στο κατόπι μας.»

Ο Χούμα συγκράτησε λίγο το άλογό του. «Γιατί τρέχουμε να ξεφύγουμε από τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ;»

Τα μάτια του μάγου άστραψαν. «Τυφλός είσαι; Φαντάζεσαι ότι σε βοήθησε από την καλή του την καρδιά;»

Ο Χούμα συγκρατήθηκε και δεν του πέταξε ότι, ναι, είχε δείξει εμπιστοσύνη στον άρχοντα. Πού ήταν το έγκλημα;

«Του είπες ότι κάτι υπάρχει στα βουνά, έτσι δεν είναι; Του μίλησες για το μονοπάτι!»

«Παραμιλάς, Μάτζιους. Ούτε καν γνωρίζω κανένα μονοπάτι.»

Ο Μάτζιους μόρφασε και ο Χούμα κατάλαβε ότι αυτά τα λόγια τού είχαν ξεφύγει. Συνήλθε γρήγορα όμως και είπε «Του είπες ότι υπάρχει κάτι στα βουνά, στο νοτιοδυτικά, που μπορεί να χαρίσει τη νίκη ενάντια στην Τακίσις. Πριν απ’ όλα ο Έιβοντεϊλ είναι ευγενής από το Έργκοθ, Χούμα. Οι ευγενείς του Έργκοθ είναι γνωστοί για την προθυμία τους να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να αυξήσουν το κύρος και τη δύναμή τους. Σκέψου τι του έχεις πει. Θα ήταν πολύ σπουδαίο γι’ αυτόν να το μεταφέρει στον αυτοκράτορά του. Σκέψου πώς θα αντάμειβε ο αυτοκράτορας αυτόν που θα κατάφερνε να φέρει –επιτέλους– την ειρήνη στο Άνσαλον. Ένας ευγενής του Έργκοθ θα σκότωνε για κάτι τόσο πολύτιμο όπως είναι αυτό που ψάχνουμε.»

Τα λόγια του –ή ο τόνος της φωνής του ίσως– ήταν σχεδόν υπνωτιστικά. Ο Χούμα επαναλάμβανε συνεχώς στον εαυτό του ότι ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ ήταν καλός άνθρωπος. Όμως πρώτα δε θα ήταν πιστός στον αυτοκράτορά του κι ύστερα σ’ ένα περιπλανώμενο ιππότη; Είχε προσφέρει ασφάλεια στον Χούμα, αλλά μόνο αν ταξίδευε μαζί του. Ο Χούμα κούνησε το κεφάλι του για να διώξει όλη αυτή την παράνοια. Τώρα πια δεν ήταν σίγουρος για το τι ήταν σωστό και τι λάθος και το μόνο που ήθελε ήταν να βρει το βουνό. Προς τα εκεί κατευθυνόταν τώρα και φαινόταν άσκοπο να γυρίσει πίσω.

Δεν πρόσεξε το πικρό χαμόγελο που σχηματίστηκε στο κουρασμένο πρόσωπο του μάγου, γιατί ο τελευταίος είχε κιόλας γυρίσει μπροστά.

Με τον Μάτζιους να τους οδηγεί, προχώρησαν σ’ ένα δαιδαλώδες μονοπάτι που διέσχιζε αγρούς και δάση στα νότια του Κάεργκοθ.

Κόντευε να χαράξει όταν σταμάτησαν – επιτέλους. Ο Μάτζιους του έδειξε μια μικρή, μισοκρυμμένη λίμνη. Έδεσαν τα άλογα κοντά σε πλούσιο χορτάρι. Ο μάγος κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, χωρίς και πάλι να του εξηγήσει τίποτα. Ο Χούμα ακούμπησε την πλάτη του σ’ ένα δέντρο και κάθισε κοιτάζοντας την ήρεμη λίμνη. Συλλογιζόταν τον αποστάτη μάγο που ήθελε τον Χούμα τόσο όσο και τον Μάτζιους. Τον Ντράκος.

Ο ντρέντγουλφ είχε γίνει στάχτη, αφήνοντας τον Γκάλαν Ντράκος χωρίς κατάσκοπο, τυφλό στις ενέργειες του Χούμα και του Μάτζιους – προς το παρόν τουλάχιστον. Με τον πόλεμο να τον απασχολεί τόσο πολύ προσωπικά, ο αποστάτης μάγος αναγκαζόταν να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους κατασκόπους του. Ο Χούμα υποπτευόταν ότι ο Ντράκος ήξερε τουλάχιστον όσο κι ο ίδιος σχετικά με το τι έψαχνε ο Μάτζιους, ίσως και περισσότερα. Κάπου, κάποτε, θα υπήρχαν περισσότεροι κατάσκοποι και ο Χούμα δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι, αργά ή γρήγορα, ο Γκάλαν Ντράκος θα άφηνε τις άλλες δουλειές του για να φροντίσει να δοθεί επιτέλους και στους εχθρούς του και στις επιδιώξεις τους.

Έπιασε ένα μικρό βότσαλο και το πέταξε στο κέντρο της λίμνης, για να το δει να τινάζεται ξανά προς το μέρος του. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αλλά τα πόδια του μπερδεύτηκαν. Τι ήταν πάλι; αναρωτήθηκε θυμωμένος.

Ένα γυναικείο κεφάλι ξεπετάχτηκε απότομα από την άκρη της λίμνης. Αν και αμυδρά πρασινωπό, ήταν πολύ όμορφο. Τα μάτια ήταν στενές σχισμές, λες και είχε μόλις ξυπνήσει. Είχε μια μικρούλα, αυθάδικη μύτη και μεγάλα, γεμάτα χείλη. Όταν σηκώθηκε από το νερό, ο Χούμα είδε πως ήταν λεπτή με μακριά πόδια, αν και δεν του έφτανε ούτε μέχρι τους ώμους. Το μοναδικό της ρούχο, ένα λεπτό φόρεμα, ήταν βρεγμένο και κολλούσε πάνω στις καμπύλες του κορμιού της. Μια νύμφη. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για νύμφες. Έλεγαν ότι ανήκαν στην Εποχή των Ονείρων, τότε που δεν υπήρχε καταγραμμένη ιστορία. Το κατά πόσο αποτελούσαν φυλή ήταν αμφίβολο. Σπάνια τις έβλεπε κανείς.

«Καλημέρα, ανθρωπάκι» Η φωνή της ήταν μελωδική, σαν ενός μικρού πουλιού του δάσους. Του χαμογέλασε και το πρόσωπο του Χούμα κοκκίνισε. Ας ήταν τόσο όμορφη, μια άλλη μορφή πήρε τη θέση της στη φαντασία του, εκείνη της Γκουίνεθ. Κατάφερε να σηκωθεί όρθιος.

«Γεια σου.» Του πήρε κάμποσο μέχρι να βρει το κουράγιο να της απαντήσει. Τον ενοχλούσε όσο και τον έλκυε. Ο μύθος έλεγε πως αυτά τα πλάσματα δεν ήταν μόνο παιχνιδιάρικα αλλά και θανάσιμα. Πολλοί άντρες είχαν γητευτεί μέχρι θανάτου, αν υπήρχε κάποια αλήθεια στους αρχαίους μύθους. Το χέρι του Χούμα χάιδεψε το σφαίρωμα του σπαθιού του. Το είδος της ήταν μαγικό και, παρά τη φιλία του με τον Μάτζιους, εξακολουθούσε να διατηρεί ένα μέρος της επιφυλακτικότητας των ιπποτών απέναντι στη μαγεία.

Κοίταξε δίπλα του και είδε με έκπληξη ότι ο Μάτζιους κοιμόταν ακόμα. Υποψιάστηκε ότι ο ύπνος του δεν ήταν πια φυσικός και ανατρίχιασε.

Η νύμφη γέλασε ξαφνιασμένη. «Σε πέρασα για άλλον» είπε. «Κι εσύ μ’ αρέσεις όμως.»

«Μπα;» έβαλε τα δυνατά του να ακουστεί αδιάφορος, αλλά η καρδιά και το μυαλό του δούλευαν πυρετωδώς. «Πώς και με πέρασες για άλλον;» Αν έρχονταν κι άλλοι στη λίμνη, ο Χούμα δεν είχε καμία διάθεση να μείνει εκεί περισσότερο. Αν ήταν κι αυτοί σαν τη νύμφη και τα πράγματα έφταναν στα άκρα, δεν είχε καμία πιθανότητα επιβίωσης. Το χέρι του έσφιξε άθελά του τη λαβή του σπαθιού του.

«Μοιάζεις με τον Μπουόρον. Όλα αυτά τα γελοία μέταλλα. Έρχεται και με βλέπει. Θες να δεις το σπίτι μου;»

Ο Χούμα πισωπάτησε ανήσυχος. Το σπίτι της –από τα λίγα που ήξερε– θα βρισκόταν μάλλον στο βυθό της λίμνης. Αν είχε αποφασίσει να τον αναγκάσει… «Όχι, ευχαριστώ» απάντησε βιαστικά. «Να μη σου γίνω βάρος…»

Εκείνη μόρφασε. «Ακόμα και η φωνή σου μοιάζει με του Μπουόρον.»

«Πού τον περιμένεις;» Ο Χούμα κοίταξε ανήσυχος την όχθη της λίμνης, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή σχεδόν να δει μια βαριά αρματωμένη φιγούρα να ξεπροβάλει τσακίζοντας τα δέντρα.

Η νύμφη πλησίασε την όχθη περπατώντας. Ο Χούμα στράφηκε στον Μάτζιους, αλλά εκείνος κοιμόταν ακόμα.

«Δε θα ξυπνήσει παρά μόνο όταν του το επιτρέψω. Δε μου αρέσει.»

Ο ιππότης ζάρωσε το μέτωπο. «Τον ξέρεις κι αυτόν;»

Εκείνη κούνησε το χέρι της λες και ο μάγος ήταν ασήμαντος. «Όχι τον ίδιο. Την εικόνα του.»

«Από που;» Ο Χούμα δεν ήξερε τι να υποθέσει γι’ αυτό το πλάσμα. Φαινόταν εύθραυστη, αλλά η δύναμή της ήταν αρκετή για να παγιδέψει τον Μάτζιους με μεγάλη ευκολία. Ίσως αυτό να μην ήταν τόσο εύκολο αν ο Μάτζιους δεν ήταν τόσο εξαντλημένος, αλλά και πάλι πρόδιδε μεγάλη ικανότητα.

«Τον βλέπω στον καθρέφτη μου. Μου δείχνει τι ονειρεύονται οι άλλοι. Είναι τόσο βαρετά εδώ πέρα. Μου λείπουν οι χτίστες της σπηλιάς.»

«Οι χτίστες της σπηλιάς;»

Οι νάνοι. Ήταν σκέτη τρέλα να προσπαθείς να βγάλεις νόημα από μερικά λεγόμενα της νύμφης.

Εκείνη τη στιγμή στεκόταν κοντά του κι έσκυβε πλησιάζοντάς τον αθώα, όσο χρειαζόταν για να τον κάνει να παραλύσει. «Είσαι σίγουρος ότι δε θες να έρθεις να δεις το σπίτι μου; Δε θα σε απογοητεύσω αν δε με κάνεις να πλήξω.»

Να η πραγματική παγίδα. Πόσοι αρσενικοί δεν είχαν υποκύψει άραγε στην ομορφιά της για να την ακολουθήσουν στο βυθό και να βρεθούν παγιδευμένοι σε μια θαλάσσια σπηλιά; Ο Χούμα προσευχήθηκε ενστικτωδώς στον Πάλανταϊν.

Η νύμφη απομακρύνθηκε. «Μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ!»

Αν και τεχνικώς δε θα την έλεγες κακόβουλη, δεν ήταν πλάσμα του Πάλανταϊν, ούτε και του Γκίλεαν. Συνεπώς, μια ειλικρινής προσευχή σ’ έναν από τους δύο θα την ενοχλούσε, αν δεν την έδιωχνε κιόλας.

Ο Χούμα ετοιμαζόταν να της ζητήσει συγνώμη, όταν άκουσε τον ήχο ενός μεγαλόσωμου αλόγου που ερχόταν από τους θάμνους, όχι μακριά από εκεί που βρισκόταν. Προσπάθησε να σηκωθεί και να πιάσει το σπαθί του.

«Μα να ο Μπουόρον. Ελπίζω να μονομαχήσετε οι δυο σας. Αιώνες έχω να δω μια καλή μονομαχία.»

Άλογο και ιππέας ξεπρόβαλαν από τις φυλλωσιές και μπήκαν στη στενή λωρίδα γης που περιτριγύριζε τη λίμνη. Ο άντρας φορούσε ένα χιτώνα που τον σκέπαζε σχεδόν ολόκληρο, αλλά από κάτω ο Χούμα διέκρινε τη λάμψη της πανοπλίας. Στην αρχή ο νεοφερμένος δεν τους πρόσεξε. Όταν τους είδε, κοίταξε τον Χούμα σχεδόν αποσβολωμένος. Ο χιτώνας του άνοιξε και ο Χούμα είδε για πρώτη φορά καλά την πανοπλία του. Σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπό του και ξανά στην πανοπλία. Θυμήθηκε τα λόγια του Μάτζιους για κάποιο προκεχωρημένο φυλάκιο κάπου στο νότιο Έργκοθ. Ένα φυλάκιο της Σολάμνια.

Η νύμφη χαμογέλασε γλυκά. «Κατάλαβες γιατί σε πέρασα για τον Μπουόρον; Μέχρι και οι πανοπλίες σας ίδιες είναι.»

Αλήθεια έλεγε. Ο Μπουόρον ήταν Ιππότης του Στέμματος.

Загрузка...