Κεφαλαίο 21

Ο Χούμα έριξε στο μεγαλόσωμο σιδηρουργό μια μπερδεμένη ματιά και ρώτησε «Την ποια;»

«Τη Δρακολόγχη. Είσαι επιτέλους εκείνος;» Τα χαρακτηριστικά του νάνου σφίχτηκαν με ολοφάνερη ανησυχία. Περιμένοντας την απάντηση, ο σιδηρουργός στένεψε τα μάτια και το λεπτό σαν ξωτικού στόμα του έγινε μια ίσια γραμμή στο σχεδόν ανθρώπινο πρόσωπό του. Αυτό το «διαφορετικό» που είχε του έδινε μια εμφάνιση τρομακτική αλλά ωραία, καθόλου συνηθισμένη στις τρεις γνωστές φυλές.

«Πέρασα τις προκλήσεις, αυτό μου είπαν τουλάχιστον. Αυτό είπε ο γκρίζος άντρας.»

«Ο γκρίζος το είπε, ε; Ακόμα και τον πανάρχαιο Γουιρμφάδερ;» Η βαριά μορφή δεν περίμενε απάντηση. «Ναι, θα τις πέρασες, φαντάζομαι, γιατί δεν τον ακούμε τελευταία. Είναι τόσο παράξενο που δεν ακούμε πια τον κομπασμό και τη λύσσα του πια. Δε θυμάμαι από πότε έχουμε να δούμε τόση ησυχία. Θα χρειαστεί να το συνηθίσω, φαντάζομαι.» Σήκωσε τους ώμους.

«Απάντησα ικανοποιητικά στην ερώτησή σου;» Αν και ο Χούμα δεν είχε βρει ακόμα την αυτοπεποίθησή του, την αξιοπρέπειά του την είχε ξαναβρεί. Δεν ήθελε να δείχνει αναστατωμένος.

«Πράγματι» ψιθύρισε ο σιδηρουργός – περισσότερο στον εαυτό του παρά στον ιππότη. «Πράγματι.»

Ο σιδηρουργός έβγαλε ένα δυνατό, ανοιχτόκαρδο γέλιο, «Μεγάλε, Ρέορξ! Αυτό δεν περίμενα να το δω! Επιτέλους, κάποιος θα μπορέσει να εκτιμήσει σωστά τη δουλειά μου. Ξέρεις πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που μίλησα με κάποιον αρμόδιο;»

«Κι αυτοί;» ο Χούμα του έδειξε τις φασματικές μορφές πίσω από το καμίνι. Δε φάνηκαν να έχουν θιγεί.

«Αυτοί; Αυτοί είναι οι βοηθοί μου. Είναι υποχρεωμένοι να τους αρέσει η δουλειά μου. Δε θα μπορούσαν να καταλάβουν την πραγματική χρησιμότητα της Δρακολόγχης, όπως ένας ιππότης. Πάλανταϊν, περίμενα τόσο καιρό!» Η φωνή του αντήχησε μέσα στην αίθουσα.

«Ξεχάστηκα.» Η φωνή του τεράστιου άντρα έσβησε ξαφνικά και το πρόσωπό του σοβάρεψε. Ο Χούμα πρόσεξε ότι οι μεταπτώσεις της διάθεσής του ήταν τόσο απότομες όσο ασυνήθιστα ήταν τα χαρακτηριστικά του. «Είμαι ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ, αρχισιδηρουργός, οπλοποιός και μαθητής του ίδιου του Ρέορξ. Τον ερχομό σου τον περίμενα περισσότερο απ’ όσο θέλω να θυμάμαι. Για πολλά χρόνια φοβόμουν ότι δε θα πατούσες ποτέ το πόδι σου εδώ πέρα, αλλά έπρεπε να γνωρίζω καλύτερα.» Ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ άπλωσε το χέρι του στον Χούμα, που το πήρε χωρίς σκέψη και βρέθηκε να σφίγγει καυτό μέταλλο.

Ο σιδηρουργός τον είδε που το κοίταζε και χαμογέλασε. «Ο ίδιος ο Γουιρμφάδερ μού το έκοψε πριν από χρόνια, όταν ήμουν ένας ανόητος νεαρός. Αν και με πόνεσε, ποτέ δε λυπήθηκα για την απώλειά του. Τούτο εδώ δουλεύει καλύτερα – τόσο που συχνά έχω αναρωτηθεί πώς θα γινόταν να αποκτήσω ένα ολόκληρο σφυρήλατο κορμί.» Το σκέφτηκε κάμποση ώρα πριν συνειδητοποιήσει ότι είχε ξεφύγει από το θέμα. «Φυσικά, χωρίς το ασημένιο χέρι, ούτε τη δύναμη θα είχα ούτε την αντοχή που χρειάζεται για να σφυρηλατήσω το τεράστιο κομμάτι του δρακοασημιού για να φτιάξω την όμορφη Δρακολόγχη.»

Να τη πάλι η Δρακολόγχη. «Τι είναι η Δρακολόγχη; Αν είναι αυτός ο λόγος που ήρθα, μπορώ να τη δω;»

Ο Άιρονγουιβερ ξαφνιάστηκε. «Δε σ’ την έδειξα;» έφερε το χέρι στο κεφάλι του, αδιάφορος για τη μουντζούρα που ήταν και τα δυο γεμάτα. «Όχι βέβαια! Το μυαλό μου έχει φυράνει. Έλα λοιπόν. Ακολούθα με και θα δούμε μαζί ένα θαύμα που συνδυάζει περισσότερα από τις δικές μου ικανότητες και το δικό σου κουράγιο μαζί.»

Ο σιδηρουργός γύρισε κι άρχισε να προχωρεί στα σκοτεινότερα βάθη της αίθουσας. Οι τέσσερις σκιώδεις βοηθοί του παραμέρισαν να περάσει ο μάστορας τους και ο ιππότης. Όταν έφτασε κοντά τους ο Χούμα, οι βοηθοί φάνηκαν να γίνονται ένα με το σκοτάδι το ίδιο και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τέσσερα ζευγάρια μάτια που φαίνονταν να τον διαπερνούν.

Κάμποσα μέτρα μπροστά του ο Άιρονγουιβερ σφύριζε ένα σκοπό που έμοιαζε αμυδρά με ένα εμβατήριο της Σολάμνια. Αυτό χαλάρωσε λιγάκι τον Χούμα, αν και απορούσε τι σχέση είχε ο σιδηρουργός με τους Ιππότες της Σολάμνια και από πόσο παλιά. Εκείνη τη στιγμή ο ιππότης δε θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν ξυπνούσε ξανά στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, για να ανακαλύψει ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο.

Έφτασαν σε μια άλλη πύλη και ο πελώριος σιδηρουργός στάθηκε και στράφηκε στον Χούμα. «Πέρα από αυτή την πύλη μόνο εσύ μπορείς να πας. Εγώ πρέπει να γυρίσω στις δουλειές μου. Κάποιος άλλος θα σε οδηγήσει στον έξω κόσμο και στους φίλους σου.»

Τους φίλους του; Πώς ήξερε για τον Καζ και τον Μάτζιους ο Ντάνκαν Άιρονγουιβερ; «Και η Δρακολόγχη;»

«Όταν τη δεις, θα τη γνωρίσεις, μικρέ μου φίλε.»

«Πού θα…» ο Χούμα πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμα, αλλά σταμάτησε απότομα βλέποντας ότι μιλούσε στον αέρα. Στράφηκε γοργά προς τα εκεί από όπου είχαν έρθει, αλλά ο σιδηρουργός ήταν αόρατος. Μονάχα σκοτάδι. Ο Χούμα έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς εκείνη την κατεύθυνση και ύστερα οπισθοχώρησε αηδιασμένος, όταν το πρόσωπό του έπεσε πάνω σ’ έναν ιστό αράχνης απίστευτα μεγάλο και χοντρό.

Έφτυσε την αηδιαστική ουσία από το στόμα του και παρατήρησε τον ιστό. Ήταν παλιός, έργο γενεών και γενεών. Η σκόνη κειτόταν πάνω του σε παχύ στρώμα. Εδώ κι εκεί, ήταν προσκολλημένος σε σκουριασμένα σύνεργα, σπαθιά, παλιά εργαλεία σιδηρουργού – πράγματα ξεχασμένα από τους κατασκευαστές και τους χρήστες τους πολύ καιρό πριν γεννηθεί ο ίδιος.

Μα μόλις είχε έρθει αποκεί.

Μια ανησυχητική σκέψη τού ήρθε στο μυαλό: τι είδους αράχνη θα χρειαζόταν έναν τόσο μεγάλο ιστό;

Με τα μάτια καρφωμένα στον ιστό, ο Χούμα άπλωσε το χέρι του κατά την πύλη. Το μάνταλο, μακρύ και οδοντωτό, σκουριασμένο από τα χρόνια, υποχώρησε ύστερα από μεγάλη μάχη. Τελικά η πύλη άνοιξε μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Αργά και με μεγάλο σεβασμό, ο Χούμα μπήκε στην αίθουσα της Δρακολόγχης.


Είδε έναν πολεμικό κέλητα, αρματωμένο με την καθαρότερη πλατίνα, να φτύνει φωτιά από τα ρουθούνια του παραβγαίνοντας με τον άνεμο. Τότε είδε τον αναβάτη του, έναν ιππότη γενναίο και έτοιμο, με τη μεγάλη λόγχη σε θέση μάχης. Στο στήθος του φορούσε ένα θώρακα με το σύμβολο της Τριανδρίας – το Στέμμα, το Ξίφος και το Ρόδο. Μέσα από την προσωπίδα που του κάλυπτε το πρόσωπο έβγαινε φως, λαμπρό και ζωογόνο, και ο Χούμα κατάλαβε πως αυτός ήταν ο Πάλανταϊν.

Το μεγάλο πολεμικό άλογο πήδησε ξαφνικά στον αέρα και τεράστιες φτερούγες ξεπρόβαλαν από τα πλευρά του. Το κεφάλι του μάκρυνε και ο λαιμός του κύρτωσε και μάκρυνε κι αυτός, αλλά ούτε το μεγαλείο του έχασε ούτε την ομορφιά του. Από πλατινένιος κέλητας, έγινε πλατινένιος δράκος – και μαζί ο ιππότης με το σύντροφό του έδιωξαν από μπροστά τους το σκοτάδι με τη βοήθεια της λόγχης… της Δρακολόγχης. Έλαμπε με δική της ζωή και σκοπό – και το σκοτάδι διαλυόταν μπροστά της. Γέννημα του κόσμου και του ουρανού, ήταν η αληθινή δύναμη, ο αληθινός θεός.

Αφού διέλυσε το σκοτάδι, ο δράκος προσγειώθηκε μπροστά στον Χούμα που δεν μπορούσε παρά να πέσει στα γόνατα. Ο ιππότης έλυσε τη Δρακολόγχη από τη σκευή της και την έτεινε στη θνητή μορφή μπροστά του. Ο Χούμα σηκώθηκε αργά, με κάποιο δισταγμό και προχώρησε μπροστά. Άπλωσε το χέρι κι έπιασε τη λόγχη από το κοντάρι της. Ύστερα δράκος και αναβάτης χάθηκαν, αφήνοντας τον Χούμα μόνο, με το θαυμαστό του δώρο.

Τη σήκωσε ψηλά και φώναξε όλο χαρά.


Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα, σχεδόν όλη του η ενέργεια είχε στραγγίξει από το κορμί του, αλλά δεν τον πείραξε γιατί ήταν η εξάντληση που νιώθει κανείς μετά την αγαλλίαση της πραγματοποίησης των ονείρων του. Ήξερε καλά ότι στη ζωή του δε θα γνώριζε άλλη τέτοια έκσταση.

Απόμεινε πεσμένος στο έδαφος της αίθουσας, λουσμένος σε ένα λευκό, αγνό φως. Σηκώθηκε στα γόνατα, κοίταξε το φως και πλημμύρισε από δέος.

Από πάνω του, ολοζώντανος, στεκόταν ο δράκος. Τα μάτια του κοίταζαν το θνητό κι έμοιαζε σαν να είχε μόλις προσγειωθεί. Ήταν φτιαγμένος από καθαρή πλατίνα και σκαλισμένος από καλλιτέχνη που η ικανότητά του ανταγωνιζόταν τους θεούς. Είχε τα φτερά απλωμένα, καταλαμβάνοντας ολόκληρη την αίθουσα και ο Χούμα απόρησε που το μέταλλο άντεχε τόση καταπόνηση. Κάθε φολίδα του δράκου, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη, ήταν τέλεια φτιαγμένη, με κάθε λεπτομέρεια. Έμοιαζε τόσο με ζωντανός που, αν ανέπνεε, ο Χούμα δε θα ένιωθε καμία έκπληξη.

Και ο αναβάτης του ήταν έτοιμος, λες, να πηδήσει με το δράκο στον ουρανό – τόσο αληθινός φαινόταν. Σαν του δράκου, και η δική του ματιά φαινόταν καρφωμένη στον Χούμα, αν και δε φαινόταν εύκολα: είχε την προσωπίδα κατεβασμένη. Η αρματωσιά του ήταν τόσο ακριβής στην παραμικρή λεπτομέρεια όσο και το δέρμα του δράκου – και ο Χούμα έβλεπε όλους τους συνδέσμους, όλες τις αρθρώσεις, ακόμα και τις λεπτομέρειες της διακόσμησης του θώρακα.

Αυτό που είχε φωτίσει την αίθουσα ήταν η Δρακολόγχη.

Μακριά, λεπτή, στενή, η λόγχη ήταν τρεις φορές το μπόι του ιππότη. Η αιχμή της φαινόταν τόσο κοφτερή που τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Πίσω από την κεφαλή, σχεδόν ένα μέτρο από την αιχμή, κοφτερές ακίδες ξεπρόβαλλαν από κάθε πλευρά, ικανές να προκαλέσουν μεγάλο πλήγμα στον εχθρό.

Το πίσω μέρος της λόγχης τελείωνε σ’ ένα σκαλιστό φυλακτήρα με μορφή δράκου που ορμούσε, ενώ το κοντάρι έβγαινε από το στόμα του σαν φλόγα. Πίσω από το φυλακτήρα, το πλατινένιο χέρι του ιππότη κρατούσε σταθερά τη λόγχη, έτοιμη για μάχη.

Ο Χούμα ένιωσε ανάξιος να πάρει τη Δρακολόγχη από τον ιππέα – τόσο τέλεια ήταν. Εντούτοις πήρε κουράγιο και την πλησίασε, σκαρφαλώνοντας για να τη βγάλει από τη σκευή που την κρατούσε στερεωμένη στη σέλα. Η βάση της λόγχης περιστρεφόταν επιτρέποντας σχετική ελευθερία κινήσεων στον Χούμα, αλλά δεν ήταν σίγουρος πώς να βγάλει από πάνω της το μεταλλικό χέρι του αναβάτη. Μόλις την άγγιξε, τα δάχτυλα του ιππότη φάνηκαν να χαλαρώνουν από μόνα τους και η λόγχη έπεσε σχεδόν στα ανοιχτά χέρια του Χούμα.

Ήταν βαριά, όπως και θα ’πρεπε άλλωστε, αλλά αυτό δεν απασχολούσε εκείνη τη στιγμή τον Χούμα. Ήταν τόσο συγκινημένος που συνέβαινε σ’ αυτόν, τον πιο ασήμαντο από τους ιππότες. Το ότι ο Πάλανταϊν τον είχε ευλογήσει έτσι ήταν πραγματικό θαύμα – και μόλις ακούμπησε τη λόγχη στο έδαφος, γονάτισε για να εκφράσει τις ευχαριστίες του. Η Δρακολόγχη φάνηκε να λάμπει ακόμα πιο έντονα.

Όταν ξεπέρασε επιτέλους το αρχικό δέος, πρόσεξε τις υπόλοιπες λόγχες που διακοσμούσαν τους τοίχους ολόγυρά του. Μπερδεύτηκε κάπως που του είχαν διαφύγει, αλλά ευχαρίστησε ξανά τον Πάλανταϊν που το είχε προβλέψει, γιατί μία λόγχη δε θα ήταν βέβαια αρκετή. Μέτρησε είκοσι συνολικά, δεκαεννέα όμοιες με τη δική του και μία μικρότερη αλλά το ίδιο λαμπρή και συμπέρανε πως πρέπει να ήταν για το πεζικό.

Μία-μία έβγαλε τις λόγχες από τα στηρίγματά τους παίρνοντάς τες στα χέρια του με σεβασμό. Ήταν τα εργαλεία με τα οποία ο Κριν θα μπορούσε να απαλλαγεί από τη δρακοβασίλισσα. Εθελοντές θα βρίσκονταν αμέτρητοι.

Πράγμα περίεργο, δε φαινόταν να υπάρχει άλλη έξοδος εκτός από την πύλη απ’ όπου είχε έρθει. Αναρωτήθηκε πώς θα έβγαζε τις λόγχες από το βουνό και πώς θα τις μετέφερε στη Σολάμνια. Είχε φτάσει μέχρι εκεί για να αποτύχει εξαιτίας ενός απλού εμποδίου;

Κοιτάζοντας ολόγυρα, τα μάτια του έπεσαν στη μορφή του καβαλάρη ιππότη. Κοίταζε ελάχιστα λοξά και προς τα πάνω, σαν να έψαχνε κάτι κοντά στις πέρα γωνίες της οροφής. Τόσο έντονη ήταν η εικόνα που ο Χούμα δεν μπόρεσε να μη γυρίσει να κοιτάξει προς την ίδια κατεύθυνση.

Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Ύστερα παρατήρησε το σχεδόν αόρατο περίγραμμα μιας καταπακτής. Έτρεξε να δει καλύτερα και στον τοίχο από κάτω της διέκρινε λαβές και πατήματα. Ήταν απλές προεξοχές, εντελώς αόρατες αν δε στεκόσουν ακριβώς μπροστά τους.

Ο Χούμα γύρισε και κοίταξε όλο αγωνία τις λόγχες που είχε μαζέψει. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τις αφήσει εκεί, αλλά ήξερε καλά ότι για να βγάλει έστω και μία από την αίθουσα θα χρειαζόταν βοήθεια. Χρειαζόταν τον Καζ και τον Μάτζιους.

Άρχισε να σκαρφαλώνει ζωηρά. Δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο το περίμενε και σε λίγο βρισκόταν κοντά στην οροφή. Όμως το άνοιγμα της καταπακτής αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση, γιατί για να τη σπρώξει σωστά, έπρεπε να γείρει επικίνδυνα προς τα πίσω. Οι μύες του χεριού του που τον κρατούσε να μην πέσει και τσακιστεί τεντώθηκαν μέχρι που κόντευαν να σπάσουν. Είχε αναγκαστεί να βγάλει τα γάντια του για να πιάνεται καλύτερα – και αφού το δέρμα των δαχτύλων του άρχιζε να σκίζεται αργά, άρχισε τις προσευχές.

Όταν άνοιξε επιτέλους η καταπακτή, έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Όποιος ήταν ο σχεδιαστής της, την είχε φτιάξει επίτηδες τόσο δύσκολη, για λόγους που δεν περνούσαν καν από το μυαλό του. Αυτό όμως που είχε σημασία ήταν ότι ο δρόμος ήταν ανοιχτός.

Έβγαλε το χέρι του κι ένιωσε ένα δροσερό αεράκι να χορεύει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ψαχουλεύοντας, ανακάλυψε πως το έδαφος καλυπτόταν από κάτι απαλό, χιόνι ίσως. Άρπαξε το χείλος του ανοίγματος και τραβήχτηκε προς τα πάνω.

Ήταν μέρα. Δεν έβρεχε. Δεν υπήρχαν σύννεφα. Ο ήλιος; Φώτιζε τη βουνοπλαγιά και ο Χούμα απόμεινε εκεί, σχεδόν κρεμασμένος ακόμη, ρουφώντας τη θέα. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχε δει πραγματικά τον ήλιο; Δε θυμόταν πια. Ήταν ένα μεγαλειώδες θέαμα κι ένα σημάδι ίσως ότι η παλίρροια είχε αντιστραφεί.

Πραγματικά, το έδαφος ήταν σκεπασμένο από ένα λεπτό στρώμα χιονιού. Στο χιόνι γύρω του δεν υπήρχαν ίχνη, έτσι, αν δεν πετούσε κάτι πάνω από το κεφάλι του, ο Χούμα ήταν μόνος. Όμως ο ουρανός ήταν καθαρός. Καθαρός και γαλάζιος. Είχε ξεχάσει ότι ο ουρανός ήταν γαλάζιος.

Ο Χούμα βγήκε από το αόρατο στόμιο και κοίταξε προσεκτικά το τοπίο. Πρόσεξε ένα μεγάλο βράχο κοντά του και τον έβαλε δίπλα στην καταπακτή για σημάδι.

«Το έλπιζα ότι θα τα κατάφερνες. Προσευχόμουν να τα καταφέρεις. Αν δεν τα κατάφερνες, ούτε που ξέρω τι θα έκανα.»

«Γκουίνεθ!» το όνομα ξεπήδησε από τα χείλη του τη στιγμή που γυρνούσε προς το μέρος της.

Ήταν ντυμένη με απλό μανδύα σε ασημένια απόχρωση και τα μαλλιά της ανέμιζαν. Η νεαρή γυναίκα που είχε φροντίσει για την ανάρρωσή του στη σκηνή δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτή τη μεγαλόπρεπη… τι; Ιέρεια; Τι ρόλο είχε παίξει σε όλα αυτά;

«Πραγματικά τα κατάφερα, Γκουίνεθ! Κάτω από τα πόδια μας βρίσκονται τα όπλα που θα απαλλάξουν τον κόσμο από τη δρακοβασίλισσα!»

Εκείνη χαμογέλασε με τον ενθουσιασμό του κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα πόδια της έμοιαζαν να μην αγγίζουν καλά-καλά το χιονισμένο έδαφος και ο Χούμα παρατήρησε ότι δεν άφηνε πατημασιές πίσω της.

«Μίλησέ μου γι’ αυτό.»

Προσπάθησε, προσπάθησε τόσο πολύ, αλλά οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του ήταν τόσο αδύναμες, τόσο μπερδεμένες, τόσο απλοϊκές γι’ αυτό που ήθελε να εκφράσει. Ακούγονταν όλα τόσο απίθανα καθώς διηγιόταν την περιπέτειά του στην Γκουίνεθ. Τα είχε όντως περάσει όλα αυτά; Πώς εκείνος ο αρχαίος τρόμος που άκουγε στο όνομα Γουιρμφάδερ είχε γίνει ένα λαμπερό άγαλμα τόσες φορές το μπόι του ιππότη; Το όραμα στην αίθουσα της Δρακολόγχης ήταν αληθινό ή προϊόν των παραισθήσεών του;

Η Γκουίνεθ άκουσε ολόκληρη τη διήγηση με το πρόσωπο ανέκφραστο, εκτός από μια απροσδιόριστη έκφραση στα μάτια της που τον κοίταζαν. Όταν τελείωσε, εκείνη του έγνεψε όλο σοφία και του είπε, «Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, κατάλαβα το μεγαλείο. Σε σένα είδα αυτό που έλειπε από τόσους και τόσους πριν από σένα. Εσύ νοιάζεσαι στ’ αλήθεια για το λαό του Κριν. Εκεί απέτυχαν οι άλλοι. Κι αυτοί νοιάζονταν, αλλά πολύ λίγο σε σχέση με την προσωπική τους φιλοδοξία.»

Ο Χούμα την έπιασε από τα χέρια και την κράτησε. «Τώρα θα χαθείς κι εσύ σαν τον γκρίζο άνθρωπο και το σιδηρουργό;»

«Ναι, για ένα διάστημα. Πρέπει να βρεις τους συντρόφους σου. Όταν γυρίσεις, θα σε περιμένει κάποιος άλλος. Κάποιος που έχεις γνωρίσει και που θα σε βοηθήσει τις μέρες που έρχονται.»

«Κι ο Καζ με τον Μάτζιους;»

«Εδώ κοντά είναι.» Του χαμογέλασε. «Μου κάνει εντύπωση που έχουν ανεχτεί τόσο καιρό ο ένας τον άλλο.»

«Πρέπει να τους βρω» είπε αποφασιστικά ο Χούμα. Είχε τόσα να κάνει. Δεν ήθελε καθόλου να αφήσει την Γκουίνεθ, έστω και αν επρόκειτο να ξανασυναντηθούν. Ή μήπως όχι;

Το βλέμμα της έγινε αμήχανο και τραβήχτηκε από τη λαβή των χεριών του. Χαμογελούσε ακόμα αλλά πιο αχνά, σαν κάλυψη ή σαν άμυνα. «Οι φίλοι σου είναι προς τα εκεί.» Του έδειξε ανατολικά. «Καλά θα κάνεις να πας τώρα κοντά τους. Έχουν αρχίσει ν’ ανησυχούν πολύ για σένα.»

Έκανε μεταβολή κι έφυγε γοργά κι ανάλαφρα. Ο Χούμα παραλίγο να την ακολουθήσει, αλλά του άρεσε τόσο που σεβάστηκε την επιθυμία της. Βασανιζόταν από τη σκέψη ότι μπορεί να μην την έβλεπε ξανά, αλλά την άφησε να φύγει και στράφηκε κι εκείνος ανατολικά, προχωρώντας πάνω στο μαλακό χιόνι. Παρατήρησε ότι τα σύννεφα δεν είχαν διαλυθεί. Μόλις που άφηναν ελεύθερη την κορυφή.

Δεν είχε περπατήσει περισσότερο από δέκα λεπτά, όταν άκουσε τη φωνή. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Ήταν ο Καζ –και μάλιστα θυμωμένος. Ο ιππότης άνοιξε το βήμα του. Μονάχα ένα άτομο μπορούσε να θυμώσει τόσο το μινώταυρο.

«Μακάρι να είχα ακολουθήσει την επιθυμία μου και να είχα δώσει τέλος στην άθλια ύπαρξή σου τότε. Δεν έχεις ούτε τιμή ούτε συνείδηση.» Ο μινώταυρος ορθωνόταν πανύψηλος. Οι γροθιές του τόνιζαν κάθε του λέξη χτυπώντας τον αέρα, σαν να τα είχε βάλει μαζί του.

Ο Μάτζιους καθόταν κατά περίεργο τρόπο ήσυχος σ’ ένα μεγάλο βράχο, με το κεφάλι στις παλάμες, ακίνητος, ενώ ο μινώταυρος συνέχιζε να τον βρίζει. Ο Χούμα τούς πλησίασε σφιγμένος.

Ο Μάτζιους ήταν αυτός που ένιωσε το πλησίασμά του. Το πρόσωπο του μάγου ήταν ωχρό και τραβηγμένο και τα μαλλιά του πετιόνταν άγρια γύρω από το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα. Γούρλωσαν καθώς σήκωσε το κεφάλι και το μουδιασμένο του μυαλό αναγνώρισε, επιτέλους, τη μορφή του μοναδικού του φίλου.

«Χούμα!»

«Τι;» Ο Καζ αναπήδησε ακούγοντας την αναπάντεχη επίκληση. Είδε προς τα πού κοίταζε ο μάγος και γύρισε. Το κοκκίνισμα των ματιών του χάθηκε κι ένα χαμόγελο όλο δόντια φάνηκε στο ταυρόμορφο πρόσωπό του. Προς το παρόν είχε ξεχάσει το θυμό του. «Χούμα!»

Ο μινώταυρος έκανε μπροστά και ο Μάτζιους φάνηκε να κουλουριάζεται μέσα στον εαυτό του. Κοίταζε με θλίψη προς το μέρος του Χούμα, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να μιμηθεί τον Καζ και να χαιρετήσει το χαμένο του σύντροφο.

Ο μινώταυρος κόντεψε να λιώσει τον Χούμα με το τρομερό του αγκάλιασμα. Τον κοίταζε χαμογελώντας όλη την ώρα και ξαφνικά σήκωσε τον άμοιρο ιππότη στον αέρα και τον έφερε βόλτα. Στα χέρια του τεράστιου κτηνάνθρωπου ο Χούμα ένιωθε σαν παιδάκι.

«Που ήσουν; Σ’ έψαξα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω το δρόμο που πήρες. Έψαξα ξανά και ξανά φωνάζοντάς σε, αλλά μόνο ο άνεμος μου απαντούσε κι εκείνη η κολασμένη κραυγή. Σαργκ… θεοί! Τελικά πίστεψα πως πέθανες.» Τον κατέβασε στο έδαφος. Στράφηκε στον Μάτζιους που οπισθοχώρησε σαν να τον είχαν χτυπήσει. «Όταν είπα σε τούτον εδώ τι είχε συμβεί, στην αρχή πήγε να βάλει τα γέλια από τη χαρά του!»

«Τι;» Ο Χούμα κοίταξε τον Μάτζιους. Ο παιδικός του φίλος δεν εννοούσε να τον κοιτάξει.

Ο Καζ έδειξε τον ιππότη με το δάχτυλο. «Ξέρεις γιατί ήσουν τόσο σημαντικός για εκείνον; Δεν ήταν για τη φιλία σου. Ούτε για τις ικανότητές σου. Το τρελό του όραμα τον είχε πείσει ότι κάπου υπήρχε όντως ένα δώρο του Πάλανταϊν και ότι, αν προσπαθούσε να το πάρει, θα έχανε τη ζωή του. Για αυτό σκόπευε να στείλει εσένα στη θέση του. Εσύ θα δεχόσουν την επίθεση που θα σκότωνε εκείνον! Η δική σου ζωή ήταν αναλώσιμη!» Ο θυμωμένος πολεμιστής γέλασε ψυχρά. «Μπορείς να το πιστέψεις; Ισχυρίστηκε ότι ένας ιππότης ντυμένος με την πανοπλία του ήλιου, που κρατούσε μια λόγχη με απίστευτη δύναμη, θα τον τρυπούσε πέρα για πέρα. Άκουσες ποτέ σου τέτοια ανοησία;

Όταν σε θεώρησε νεκρό, πίστεψε ότι το όραμά του είχε αλλάξει για πάντα. Ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε αμέσως το μεγάλο μυστικό και θα το χρησιμοποιούσε στη μνήμη σου και προς δική του δόξα.»

Ο Καζ σταμάτησε να πάρει ανάσα και ο Χούμα βρήκε την ευκαιρία να παρακάμψει το μινώταυρο και να σταθεί μπροστά στον Μάτζιους. Ο μάγος σήκωσε τα μάτια σχεδόν έντρομος και τραβήχτηκε ένα βήμα. Ο Χούμα του άπλωσε το χέρι, αλλά ο Μάτζιους αρνήθηκε να το πιάσει.

Ο μινώταυρος ήρθε και στάθηκε πίσω από τον Χούμα. «Μη βρίσκοντας ούτε μονοπάτι ούτε σπηλιά, αυτός άρχισε να καταρρέει. Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα είχε συνείδηση. Φαντάζομαι ότι βοήθησα κι εγώ, γιατί δεν πέρασε ώρα και μέρα χωρίς να του θυμίσω τι είχε κάνει. Κι εσύ που τον θεωρούσες καλό σου φίλο…»

Ο Χούμα έσκυψε. Η φωνή του ήταν απαλή. «Μάτζιους, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Δε σε μισώ για ό,τι έκανες. Δεν το έκανες εσύ. Καθόλου.»

Η σκιά του μινώταυρου τους κάλυψε και τους δύο. Ο Μάτζιους γύρισε αλλού.

«Τι λες εκεί, Χούμα;» ρώτησε επιτακτικά ο μινώταυρος. «Τούτος εδώ σε πρόδωσε, το σχεδίαζε να σε προδώσει πριν συναντηθούμε οι δυο μας. Και όλα αυτά για μια μεγάλη, ανόητη τρέλα!»

«Δεν ήσουν εκεί» του πέταξε κοφτά ο Χούμα. «Έχω ακούσει ιστορίες για το πόσο αληθινές είναι οι Δοκιμασίες. Καμιά φορά υπάρχουν μόνο στο μυαλό. Άλλοτε είναι απολύτως και τρομακτικά υπαρκτές. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δοκιμαζόμενος μάγος μπορεί να πεθάνει.»

«Μάτζιους» ψιθύρισε ο Χούμα στον τσακισμένο από τις τύψεις φίλο του. Ο μάγος έδειχνε να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πρέπει να του φαινόταν ότι το φάντασμα του φίλου του είχε γυρίσει να στοιχειώσει εκείνον που τον είχε προδώσει. «Μάτζιους, ξέχνα το όραμα. Είχες δίκιο για το βουνό. Βρήκα αυτό που αναζητούσαμε!»

Τα μάτια του μάγου γούρλωσαν – ύστερα στένεψαν και άρχισε να ηρεμεί. «Το βρήκες;»

«Ναι. Αντιμετώπισα τις προκλήσεις του βουνού και νίκησα.»

«Τι είναι αυτά που λες;» βρυχήθηκε ο Καζ. «Ποιες προκλήσεις;»

Ο Χούμα τούς περιέγραψε σύντομα τα όσα είχαν συμβεί στο βουνό. Η ιστορία του Γουιρμφάδερ έκανε να φωτιστούν παράξενα τα μάτια του Μάτζιους, που παραδέχτηκε τραυλίζοντας ότι το σχέδιο του αγάλματος το είχε μελετήσει χρόνια πριν, αλλά δεν είχε καταλήξει παρά σε κάτι σπαράγματα μύθου. Η προδοσία τού Ρέναρντ κατέπληξε και τους δύο ακροατές. Ο Μάτζιους είχε μεγαλώσει μαζί με τον Χούμα και συχνά αναρωτιόταν σχετικά με τον πατέρα του.

«Μα τους προγόνους μου είκοσι πέντε γενιές πριν! Αχ, και να ήμουν εκεί όταν βρήκες τον πατέρα όλων των δράκων. Τέτοια μάχη και να τη χάσω!» Ο μινώταυρος κούνησε το κεφάλι.

Ο ιππότης μόρφασε. «Περισσότερο από καθετί άλλο, ήταν μάχη επιβίωσης. Η τύχη είχε μεγάλη συμμετοχή σ’ αυτήν.»

«Δεν το νομίζω. Δε βλέπω να παίζει ρόλο ο παράγοντας τύχη σ’ αυτές τις προκλήσεις. Πόσοι άλλοι θα έκαναν τα ίδια; Πόσοι άλλοι θα το έβαζαν στα πόδια ή θα στέκονταν τρέμοντας μπροστά στο δράκο; Πολλοί μινώταυροι θα το θεωρούσαν τρέλα.»

Ο Μάτζιους τράβηξε το μπράτσο του Χούμα σχεδόν σαν παιδάκι. «Η Δρακολόγχη; Την έχεις μαζί σου; Πρέπει να τη δω!»

Μια γερή γροθιά με γαμψά νύχια έπεσε μπροστά στο πρόσωπο του μάγου. «Δε θα δεις τίποτα.»

Ο Χούμα πάλεψε με την οργή του μινώταυρου κατεβάζοντάς του το χέρι. Ο Καζ τον αγριοκοίταξε και μετά πίεσε τον εαυτό του να συγκρατηθεί.

«Αυτός είναι ο λόγος που σας χρειάζομαι τώρα» τους είπε ο Χούμα. «Ίσως περιμένει κι άλλο ένα πρόσωπο να μας βοηθήσει, αλλά σας χρειάζομαι να με βοηθήσετε να τραβήξω τις λόγχες από την αίθουσα. Όλες, εκτός από μία, έχουν το διπλό σου μπόι, Καζ. Θα είναι δύσκολο.»

«Θα το κάνουμε όμως – και αυτό εδώ το παράσιτο θα μας βοηθήσει.»

Ο Μάτζιους χλόμιασε, αλλά δεν υποχώρησε. «Θα κάνω ακριβώς την ίδια δουλειά με σας τους δύο. Και μάλλον περισσότερη.»

Ο άνεμος τύλιξε τη χαίτη του μινώταυρου γύρω από το πρόσωπό του, δίνοντάς του ιδιαίτερα άγρια όψη. «Αυτό θα το δούμε, μάγε.»

«Αρκετά!» φώναξε ο Χούμα. Αν ήταν ανάγκη, θα τις έβγαζε και μόνος του τις λόγχες, σερνοντάς τες. «Αν σκοπεύετε να έρθετε, ελάτε, αλλιώς μείνετε εδώ μέχρι να σας σκεπάσει το χιόνι!»

Έφυγε με βαρύ βήμα. Αμέσως μετά οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν γοργά και χωρίς σχόλια.


Είχε σημαδέψει τη θέση όσο καλύτερα μπορούσε. Ο βράχος ήταν εκεί που τον είχε αφήσει. Τον πλησίασε και κοίταξε κάτω. Ο Καζ με τον Μάτζιους κοίταξαν με περιέργεια, ειδικά όταν το χέρι του Χούμα δε βρήκε παρά σκληρό χώμα και όχι την καταπακτή που έπρεπε να βρίσκεται εκεί.

«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Μάτζιους.

«Δεν τη βρίσκω! Δεν τη βρίσκω!»

Οι άλλοι δύο έπεσαν στα γόνατα κι άρχισαν να ψάχνουν το έδαψος.

«Δε χρειάζεται να ψάξετε άλλο» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. «Οι Δρακολόγχες είναι ασφαλείς και έτοιμες για το ταξίδι που θα τις φέρει στον κόσμο.»

Η φωνή ερχόταν από ψηλά. Ένας δυνατός άνεμος χτύπησε τους τρεις συντρόφους, κάνοντάς τους να πισωπατήσουν. Η φωνή ζήτησε συγνώμη και τα τεράστια φτερά μείωσαν τη φόρα τους, ενώ η μεγαλόπρεπη δράκαινα προσγειώθηκε σ’ ένα γειτονικό βράχο.

«Άκουσα τις επικλήσεις» είπε η ίδια ασημένια δράκαινα που είχε βοηθήσει τον Χούμα και τον Καζ κάποια στιγμή που εκείνη τη στιγμή τούς φαινόταν τόσο μακρινή. «Οι λόγχες είναι έτοιμες και μας περιμένουν σε ασφαλές μέρος.» Κοίταξε τον ιππότη – με αγάπη; «Το επόμενο στάδιο του ταξιδιού τους, Χούμα, εξαρτάται από σένα.»

Загрузка...