Κεφαλαίο 10

«Τόσο πολύ εκπλήσσεσαι, Χούμα; Ήμουν νέος, ασυγκράτητος. Πολύ πιθανό να έφευγα για άλλους λόγους. Αηδία για τη Δοκιμασία ίσως, που εξακολουθώ να βρίσκω βάρβαρο τρόπο ξεδιαλέγματος.»

Ο Χούμα σωριάστηκε ξανά στο κρεβάτι. Για κάποιον που είχε ανατραφεί με τις αυστηρές πεποιθήσεις της Ιπποσύνης, όλοι οι μάγοι ήταν αναξιόπιστοι. Ο αποστάτης θεωρούνταν πιο μαύρος και από τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα γιατί θα μπερδευόταν με ξόρκια που ακόμα κι εκείνοι θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν.

Ο Μάτζιους διάβασε την έκφρασή του και χαμογέλασε θλιμμένα. «Ο αποστάτης δεν είναι παρά ό,τι πιστεύει ο ίδιος για τον εαυτό του. Υπάρχουν πολύ λίγοι, μια και είναι δύσκολο να διαφύγεις της προσοχής του Συμβουλίου, αλλά ορισμένοι από αυτούς είναι πολύ καλά άτομα. Ίσως όχι αρκετά ισχυροί κάποιες φορές. Αν είχαν περάσει τη Δοκιμασία, οι περισσότεροι θα είχαν χαθεί. Ενόσω ζουν κάνουν αυτό το λίγο που μπορούν για να βοηθήσουν τους άλλους. Υπάρχει βέβαια και η άλλη πλευρά.»

«Ο Γκάλαν Ντράκος.»

«Ναι.» Ο Μάτζιους είχε χλομιάσει. «Τον φοβούνται ακόμα και οι σκοτεινοί κληρικοί της βασίλισσας. Εκείνη όμως τον χρειάζεται.» Ο ιππότης σφίχτηκε. «Ξέρεις πολλά.»

«Άκουσα πολλά γι’ αυτόν στα ταξίδια μου. Σκέφτηκα ότι ίσως αυτός μπορούσε να με βοηθήσει, να μου προσφέρει προστασία. Αυτός δε φοβάται τα τρία τάγματα.»

Από το άλλο δωμάτιο ακούστηκε κάποια κίνηση. Ο Μάτζιους οπισθοχώρησε ξανά στη σκιά. «Δε νομίζω να μπορέσουμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας προς το παρόν. Προσπάθησε να καταλάβεις πως όλα όσα έκανα τα έκανα για καλό σκοπό. Θα μιλήσουμε αργότερα.»

Ο Μάτζιους έγινε ένα με το σκοτάδι. Ο ιππότης πήδησε όρθιος κι άπλωσε το χέρι του στο σκοτάδι. Τοίχος μονάχα, όπως το περίμενε. Ό,τι λογής πύλη κι αν είχε χρησιμοποιήσει ο Μάτζιους, ήταν και πάλι κλειστή.

Ο Καζ όρμησε στο δωμάτιο μ’ ένα γρύλισμα. «Τον άκουσα! Που είναι;»

Ξαφνιασμένος από την αγριάδα του μινώταυρου, ο Χούμα έκανε πίσω. «Τι τρέχει, Καζ;»

«Είναι παγίδα, όπως το υποψιαζόμουν! Το τσεκούρι μου χάθηκε! Τα μαχαίρια μου λείπουν!»

«Τι είναι αυτά που λες;» Ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο δικό του σπαθί που κρεμόταν κοντά στο κρεβάτι. Μόνο που…

Το θηκάρι κρεμόταν εκεί, όπως και πριν, αλλά ήταν πια άδειο. Ο Χούμα άρχισε να ψάχνει βιαστικά τα πράγματά του. Όπως τα όπλα του Καζ, έτσι και τα δικά του έλειπαν όλα. Είχαν εξαφανιστεί την ώρα που μιλούσαν οι δύο φίλοι.

Ο Χούμα έφερε το χέρι του στο κεφάλι. Το δωμάτιο άρχιζε να γίνεται τρομερά ζεστό. Ένιωθε έξαψη. Ξαφνικά ο Καζ βρέθηκε πλάι του και τον κράτησε όρθιο.

«Τι σου έκανε; Είσαι άρρωστος;»

«Καλά είμαι.» Έκανε πέρα το γεμάτο έγνοια σύντροφό του.

Ο Χούμα είχε φερθεί σαν βλάκας, είχε πιστέψει ότι το παρελθόν ίσχυε ακόμα, ενώ πλέον έβλεπε καθαρά ότι ο μάγος έλεγε ψέματα. Οι αντιφάσεις του, οι εκτενείς εξηγήσεις του έθεταν πιο πολλές ερωτήσεις από τις απαντήσεις που έδιναν.

Ο Χούμα άπλωσε το χέρι στην πανοπλία του. «Φεύγουμε – με όποιο τρόπο μπορούμε.»

Ο Καζ τον βοήθησε να τη φορέσει.

Ο διάδρομος φαινόταν αφύλακτος, αν και ο ιππότης ήταν σίγουρος ότι αόρατοι υπηρέτες παρακολουθούσαν κάθε τους κίνηση. Αναρωτήθηκε μέχρι πού θα τους άφηνε να φτάσουν ο Μάτζιους.

«Αυτό δε μ’ αρέσει» μουρμούρισε ο Καζ. Εκείνος, πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο, δυσπιστούσε έντονα προς τα έργα όλων των μάγων.

Έφταααν χωρίς απρόοπτα σε μια ψηλή, ελικοειδή σκάλα –πράγμα που τους έκανε ακόμα πιο προσεκτικούς. Ο Χούμα ακούμπησε ένα δάχτυλο στην κουπαστή. Μη νιώθοντας τίποτα, τόλμησε να την πιάσει. Κατέβηκε ένα σκαλί. Άλλο ένα. Κι ένα τρίτο. Ο Καζ τον ακολουθούσε από τόσο κοντά όσο του επέτρεπε ο όγκος του. Χωρίς να το καταλάβουν, επιτάχυναν το βήμα τους.

Στο έκτο σκαλί, ο Χούμα ξαφνιάστηκε. Δε βρισκόταν πια στο σκαλί, αλλά ξανά στην κορυφή της σκάλας. Πέντε σκαλιά παρακάτω, ο Καζ γύρισε απότομα αναζητώντας τον. Πριν προλάβει ο Χούμα να τον προειδοποιήσει, ο πελώριος ανατολίτης πάτησε το έκτο σκαλί. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να ρίξει μια ματιά στον Καζ πριν εξαφανιστεί, για να εμφανιστεί την επόμενη στιγμή πλάι του.

«Κι άλλα κόλπα» μουρμούρισε ο Καζ.

Προσπάθησαν ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα. Κάθε φορά εκείνος που πατούσε το σκαλί δεν καταλάβαινε τίποτα. Ήταν μαγεία από τις πιο πολύπλοκες και ύπουλες.

Ήταν παγιδευμένοι σ’ ένα φαύλο κύκλο. Ο Χούμα τα παράτησε πρώτος, συνειδητοποιώντας την τρέλα του εγχειρήματος. Ο Καζ συνέχισε λίγο ακόμα, ελπίζοντας να βρει διέξοδο. Τελικά πήγε και εκείνος στο πλευρό του Χούμα στο διάδρομο.

«Και τώρα;»

Ο Χούμα άφησε κάτω το σακίδιο που κουβαλούσε και έβγαλε το άδειο θηκάρι. «Τίποτα. Φαίνεται πως δε θα πάμε πουθενά.»

«Δε γίνεται να μείνουμε εδώ!» στα μάτια του γίγαντα φάνηκε εκείνη η κόκκινη αγριάδα.

«Έχεις καμιά ιδέα; Δεν υπάρχουν παράθυρα και οι τοίχοι είναι συμπαγείς. Για μας τουλάχιστον.»

«Θα μπορούσαμε να φύγουμε σκαρφαλώνοντας.»

Ο Χούμα σήκωσε το άδειο θηκάρι και προχώρησε προς τις σκάλες. Σήκωσε το θηκάρι πάνω από την κουπαστή και το άφησε να πέσει.

Το θηκάρι εξαφανίστηκε.

Ενώ ο Καζ τον κοίταζε, ο Χούμα γύρισε και του έδειξε το πάτωμα. Το θηκάρι κειτόταν δίπλα τους.

«Θα περιμένουμε. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.»

Οι ώμοι του μινώταυρου βούλιαξαν ηττημένοι.


Παρά τις προσπάθειες τους να μείνουν άγρυπνοι, ήρθε η στιγμή που η νύστα τούς νίκησε. Και έτσι ο Χούμα ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε την Γκουίνεθ κι ένα βουνό. Ονειρεύτηκε έναν ασημένιο δράκο σε πτήση. Ονειρεύτηκε κακούς μάγους να πολεμούν με θεούς. Ήταν όλα τόσο τυχαία ανακατεμένα που δεν καταλάβαινε ούτε τι ονειρευόταν, ούτε πώς είχε αρχίσει.

Τέλειωσε απότομα, γιατί τον διέκοψε μια φωνή μέσα στον ύπνο του.

«Ξύυυπνααα.»

Ο Χούμα χρειάστηκε κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι ο συριστικός ψίθυρος δεν ήταν μέρος του ονείρου του, αλλά το κάλεσμα ενός ομιχλώδους υπηρέτη.

«Αφέντηηης. Θέεελειειει. Μιλήσσσειειει.»

Ο Χούμα σηκώθηκε και ο Καζ, ακούγοντας το στοιχειακό, τον μιμήθηκε.

«Χούουουμααα. Μονάααχχχααα.»

«Θα πάω μαζί του – είτε αρέσει του αφέντη σου είτε όχι! Προχώρα λοιπόν, μη σε ρουφήξω!»

Είτε κατάλαβε τα λόγια του μινώταυρου είτε όχι, το στοιχειακό του αέρα προχώρησε στο διάδρομο προς τη σκάλα. Ο Χούμα το ακολούθησε με τον Καζ στο κατόπι του. Το στοιχειακό άρχισε να κατεβαίνει. Όταν έφτασαν στο σκαλί που τους γυρνούσε πίσω, ο Χούμα δίστασε κάπως. Έκανε ένα βήμα και αυτή τη φορά, προς μεγάλη του έκπληξη, δεν τον σταμάτησε τίποτα. Ο αέρινος υπηρέτης ήρθε κοντά του σαν να ανυπομονούσε να προχωρήσουν. Ο Χούμα συνέχισε να κατεβαίνει –αργά στην αρχή, πιο γρήγορα κατόπιν– διαπιστώνοντας ότι ο Μάτζιους δεν είχε στήσει καμία παγίδα.

Μια δυνατή, θυμωμένη φωνή τον έκανε να γυρίσει και να κοιτάξει λίγο ψηλότερα. Όσο ο ιππότης τού είχε γυρισμένη την πλάτη, ο Καζ είχε προσπαθήσει να τον ακολουθήσει. Προς μεγάλη ενόχληση του μινώταυρου, το ξόρκι τον κράτησε δέσμιο του.

Χωρίς να πει λέξη, ο Χούμα γύρισε κι ακολούθησε τον υπηρέτη στη στριφογυριστή σκάλα, περνώντας από διαδρόμους που δεν είχε δει την προηγούμενη μέρα. Αυτές οι αίθουσες έμοιαζαν πολύ με το άλσος, καθώς κατά τόπους ήταν σκοτεινότερες απ’ όσο θα ήταν δυνατόν. Πότε-πότε κάποια πλάσματα φτερούγιζαν στο τρεμάμενο φως των λιγοστών δαυλών. Μόνο όταν περνούσαν από αυτούς τους δαυλούς, μπορούσε να σιγουρευτεί ο Χούμα ότι ακολουθούσε τον υπηρέτη.

«Αφέντηηη.»

Στην αρχή ο Χούμα δεν κατάλαβε, γιατί το δωμάτιο όπου μπήκαν ήταν σκοτεινό και μαύρο σαν τους διαδρόμους – και δεν έβλεπε τι υπήρχε μέσα του. Τότε άκουσε το θόρυβο από κάτι που κινούνταν.

Μια μονάχα λέξη ακούστηκε και το δωμάτιο φωτίστηκε από το ραβδί του Μάτζιους. Ο θόρυβος που είχε ακούσει ο Χούμα ήταν ο μάγος που σηκωνόταν από το κάθισμά του. Καθώς γύρισε προς το μέρος του, ο Χούμα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Στα μάτια του ο Μάτζιους φαινόταν τουλάχιστον δύο φορές πιο γέρος απ’ όσο προηγουμένως. Κανείς δε θα πίστευε ότι οι δύο άντρες ήταν συνομήλικοι.

«Χούμα.» Ο τόνος του μάγου σχεδόν ικέτευε τη φιλία του. Όλος ο θυμός που είχε μέσα του ο Χούμα άρχισε να εξατμίζεται στη θέα αυτής της χαμένης ζωτικότητας.

«Μάτζιους, τι;..»

«Ξέρω. Κάθε φορά που συναντιόμαστε, σε αφήνω με περισσότερες ερωτήσεις και φόβους. Φοβάμαι πως αυτό δεν μπορεί να αλλάξει ούτε τώρα, αν και θα προσπαθήσω να ξεδιαλύνω μερικές από τις απορίες σου. Καταρχήν θέλω να δεις αυτό.»

Ο μάγος τον πήγε σ’ ένα συνεχόμενο δωμάτιο, όπου ο Χούμα βρέθηκε μπροστά στο χωμάτινο στοιχειακό που τους είχε οδηγήσει μέσα από το δάσος. Κάτι κειτόταν μπροστά στο χωμάτινο λοφίσκο, κάτι οικείο, που η θέα του σε παρέλυε.

Ο Χούμα το αναγνώρισε. «Ο ντρέντγουλφ.»

Κειτόταν στρεβλωμένος σε παράξενες γωνίες και ο Χούμα παρατήρησε ότι το ένα του πλευρό είχε ξεσκιστεί. Και –πράγμα ακόμη πιο παράξενο– ήταν απολιθωμένος. Έσκυψε και βεβαιώθηκε. Ήταν σάμπως να άγγιζε βράχο.

Τα τυφλά μάτια έμοιαζαν να τον κοιτάζουν ακόμα. Ο Χούμα στράφηκε στον Μάτζιους για εξηγήσεις.

«Υπήρχαν άλλοι τρεις, αλλά χάθηκαν στο δάσος. Με κάποιον τρόπο, έστω και τσακισμένο και ξεσκισμένο, αυτός εδώ κατάφερε να φτάσει μέχρι τον αγρό, όπου αυτό» ο Μάτζιους έδειξε το χωμάτινο στοιχειακό «τον αποτέλειωσε. Η ζημιά έγινε. Ο Γκάλαν Ντράκος ξέρει πού είμαι – και μάλλον ξέρει ότι είστε κι εσείς εδώ. Δεν έχω καμία επιλογή.»

Ο Χούμα τον άκουγε μη ξέροντας πού ήθελε να καταλήξει.

«Έλα μαζί μου.» Γύρισαν στο δωμάτιο που βρίσκονταν προηγουμένως και ο Μάτζιους πλησίασε τον τοίχο όπου κρεμόταν ένας μεγάλος καθρέφτης με χρυσό κάδρο. Ήταν οβάλ και διακοσμημένος με περίπλοκους μαιάνδρους. Ο Μάτζιους χτύπησε το ραβδί στο πάτωμα και είπε «Δείξε μου.»

«Να, η κορυφή στο κέντρο.» Ένα πελώριο βουνό εμφανίστηκε σε πρώτο πλάνο. Ο Χούμα το αναγνώρισε γρήγορα. Ήταν το ίδιο βουνό που εικονιζόταν ανάγλυφα στο ένα από τα δύο μεγάλα υφαντά. «Όταν πέρασα τη Δοκιμασία στο κάστρο, το είδα – το βουνό. Το θυμόμουν καλά, γιατί ήταν ο τελευταίος τόπος που μου είχε παρουσιαστεί. Δεν ήξερα ότι ήταν αληθινό, μέχρι που βρήκα αυτό το μέρος και το υφαντό στον προθάλαμο. Όταν το είδα κρεμασμένο στον τοίχο, κατάλαβα ότι αυτά που είχα δει κατά τη Δοκιμασία ήταν πιο αληθινά απ’ όσο φαντάζονταν οι δάσκαλοί μου. Αυτό το βουνό έχει κάποια σημασία για τον πόλεμο. Κάτι κρύβει. Είναι ο μοναδικός γρίφος που δεν μπορώ να λύσω. Δεν ξέρω ούτε καν την ακριβή του θέση, αλλά είναι στα δυτικά – στα νοτιοδυτικά ίσως.»

Γύρισε στον Χούμα και του έτεινε τα όπλα του, αν και το χέρι του ήταν άδειο ένα μόλις δευτερόλεπτο νωρίτερα. «Και ο μινώταυρος πήρε πίσω τα όπλα του. Το στοιχειακό θα σας οδηγήσει μέσα από υπόγεια περάσματα στα άλογα που έχω για έκτακτες ανάγκες.»

Ο Μάτζιους έκανε μεταβολή και κοίταξε τον καθρέφτη. «Δείξε μου!»

Το βουνό εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε μια εικόνα του κάστρου, περικυκλωμένου. Ένας πελώριος μαύρος δράκος με έναν αναβάτη. Κι άλλοι δράκοι –κόκκινοι– εκεί κοντά.

«Μα τα φεγγάρια του Κριν!» Ο Μάτζιους χαμογέλασε πικρά. «Αξίζω την προσοχή του ίδιου του Κράινους;»

«Του Κράινους!»

Ο μάγος κοίταξε τον Χούμα, μα το πικρό του χαμόγελο έγινε πιο έντονο.

«Α, ναι, έχετε συναντηθεί εσείς οι δυο. Αν είχα χρόνο, θα σου έλεγα πολλά σημαντικά για τον ίδιο και τη Μαύρη Φρουρά. Όπως έχουν τα πράγματα όμως…» Το κάστρο τραντάχτηκε ξανά και το ταβάνι άρχισε να γκρεμίζεται.

«Άριον!» Ο ομιχλώδης υπηρέτης εμφανίστηκε μπροστά στο βιαστικό αφέντη του. «Πήγαινέ τους στους στάβλους! Γρήγορα!»

«Αφέεεντηηη.»

«Μάτζιους, άσε με να σε βοηθήσω.»

«Να με βοηθήσεις;» Ο μάγος χαμογέλασε. «Κάποτε στεκόμουν στο πλευρό του Γκάλαν Ντράκος. Ανάμεσα στους μάγους του, ήμουν ο δεύτερος μετά από εκείνον. Ούτε οι δράκοι δεν μπορούν να με σταματήσουν.»

Μια ισχυρή ριπή ανέμου έσπρωξε τον Χούμα στην πύλη, ενώ αναρωτιόταν πόσο ειλικρινής ήταν ο Μάτζιους. Όχι μόνο σχετικά με τις ικανότητές του αλλά και σχετικά με τους λόγους του. Θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια;

«Χούμα!»

«Καζ!»

Ο μινώταυρος ήρθε ορμητικά από το σκοτεινό διάδρομο, αγνοώντας τον κίνδυνο. Πιστός στο λόγο του, ο Μάτζιους τού είχε επιστρέψει τα όπλα του και μαζί τους και το πολεμικό τσεκούρι.

Τα πρώτα λόγια του πελώριου πολεμιστή ήταν τα αναμενόμενα. «Τι τρέλα μάς ξαμόλησε πάλι;»

«Μόνο τον πολέμαρχο, έξι δράκους – κι ο Πάλανταϊν ξέρει τι άλλο.»

Έπεσαν κι άλλες πέτρες.

Ο Καζ σήκωσε το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι του. «Μα τους προγόνους μου τριάντα γενιές πίσω, δε θα κάτσω να με λιώσουν οι πέτρες!»

«Ανόητοιοιοι: Ακολουθήστεεε!»

«Αυτό το πράγμα…»

«…είναι ο οδηγός μας για να φύγουμε αποδώ. Φτάνουν τα λόγια!»

Έτρεξαν πίσω από το στοιχειακό του αέρα, που πλέον φαινόταν να διαθέτει εκπληκτική ταχύτητα. Εκείνη τη στιγμή έλαμπε με μια αμυδρή ασημένια φεγγοβολή, για να μην μπορούν να το χάσουν μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους.

Ο στάβλος αποδείχτηκε ότι έμοιαζε περισσότερο με αεριζόμενη σπηλιά. Υπήρχαν μισή ντουζίνα άλογα σε διάφορα μεγέθη, αλλά όλα μυώδη και γυαλιστερά. Όσο διάλεγαν οι σύντροφοί τα υποζύγιά τους, το στοιχειακό εξαφανίστηκε.

«Πού είμαστε;» ρώτησε ο Καζ.

Ο Χούμα πήδησε στη ράχη του αλόγου που είχε διαλέξει –μια ψηλή φοράδα με ασημένιο τρίχωμα– και κοίταξε την είσοδο της σπηλιάς. «Δυτικά του άλσους, νομίζω. Ο διάδρομος περνούσε από κάτω του.»

«Ωραία. Άλλη μια μικρή δυσκολία στην μπάντα.» Ο μινώταυρος ανέβηκε στο δικό του ζώο, ένα άλογο ψηλό τουλάχιστον όσο και ο ίδιος.

Ένα καινούριο τράνταγμα έσεισε τη σπηλιά. Ο Χούμα λευτέρωσε τα υπόλοιπα ζώα. Δεν ήθελε να πεθάνουν αν κατέρρεε το σπήλαιο.

«Γιααα!» τα άλογα ήταν γοργά και για δέκα λεπτά ο Χούμα και ο Καζ κάλπαζαν χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω τους.

Πίσω τους άκουγαν τις κραυγές των δράκων που διέλυαν την άμυνα του κάστρου και του αφέντη του.

Τι νόημα έχει να δώσεις μια μάχη που δεν μπορείς να κερδίσεις; Κι όμως ο Χούμα ήξερε ότι η επόμενη μάχη θα ήταν δική του.

Βγήκαν σ’ ένα ξέφωτο και τότε ο Χούμα τόλμησε να κοιτάξει πίσω του. «Καβαλάρηδες!»

Ήταν τουλάχιστον είκοσι, φιγούρες με εβένινες πανοπλίες πάνω σε κατάμαυρα άλογα, σαν πλάσματα της Αβύσσου. Η Μαύρη Φρουρά. Το χέρι του Χούμα πήγε στο σπαθί του για να σιγουρευτεί πως ήταν στη θέση του.

Κάτι ξεπρόβαλε πίσω από τους ιππείς. Ωχρά, κυνόμορφα πλάσματα με τυφλά, κόκκινα μάτια. Έξι, επτά ίσως. Ντρέντγουλφ.

Ξαφνικά, η γη μπροστά από τους μαύρους ιππείς άνοιξε με μια τρομερή έκρηξη. Ένας ιππέας κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία του κι άλλοι δύο μπόρεσαν να αποφύγουν την έκρηξη, αλλά οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν πίσω από το πελώριο βουνό που ο Χούμα αναγνώρισε σαν το στοιχειακό της γης. Πόντος υπέρ του Μάτζιους, σκέφτηκε ο Χούμα. Ο μάγος είχε στείλει έναν από τους πιο πιστούς του υπηρέτες να βοηθήσει τον παλιό του φίλο.

Η προειδοποίηση ήταν αρκετή για τους ντρέντγουλφ, οι οποίοι απέφυγαν το χαλασμό – αν και ένας τους έπεσε θύμα ενός αλόγου που έχασε την ισορροπία του. Οι υπόλοιποι συνέχισαν το κυνήγι.

Ένα κλαδί δέντρου χτύπησε τον Χούμα στο μπράτσο, ο οποίος γύρισε την τελευταία στιγμή, αποφεύγοντας ένα άλλο, χαμηλό κλαδί. Ο Καζ κάλπασε λίγο ακόμα στα δεξιά, υποφέροντας από το μεγάλο του μέγεθος. Τα κέρατα του κεφαλιού του μπερδεύονταν συνεχώς επικίνδυνα. Ωστόσο ο Καζ συνέχισε βλοσυρός.

Ο Χούμα κοίταζε πίσω του κάθε φορά που του το επέτρεπε το έδαφος, αλλά έβλεπε πάντα το ίδιο θέαμα. Οι ντρέντγουλφ τουλάχιστον προχωρούσαν με σταθερό βήμα και δεν έδειχναν να κουράζονται. Μόνο έξι από τους μαύρους καβαλάρηδες είχαν καταφέρει να ανασυνταχθούν και να τους ακολουθήσουν.

«Δεν μπορούμε…» ένα κλαδί χτύπησε τον Καζ στο πρόσωπο τη στιγμή που πήγαινε να μιλήσει. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Θα σκάσουν τ’ άλογα.»

Ο Χούμα συμφώνησε. Τα ζώα πιέζονταν σε εξοντωτικό ρυθμό. Ο Χούμα πήρε μια δύσκολη απόφαση.

«Θα χωριστούμε! Τράβα βόρεια!» Χρειάστηκε να δείξει για να τον καταλάβει ο άλλος. Ο Καζ σκυθρώπιασε, αλλά συμφώνησε. Ο Χούμα ήταν σαν να του έλεγε ότι ο ίδιος θα πήγαινε νότια. Μη έχοντας δικό του σχέδιο, ο μινώταυρος υπάκουσε.

Μόλις έδωσε ο Χούμα το σύνθημα, ο Καζ έστρεψε απότομα το άλογό του δεξιά. Το ζώο αναγκάστηκε να στρίψει γύρω από ένα δέντρο και ο μινώταυρος κόντεψε να χάσει το χέρι του. Ο Χούμα τον είδε να χάνεται και ύστερα τράβηξε κι αυτός τα γκέμια του αλόγου του.

Το ζώο βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Έκοψε ταχύτητα το συντομότερο δυνατό, σκοντάφτοντας κάμποσες φορές στους θάμνους. Ο Χούμα δεν το περίμενε να σταματήσει πριν πηδήσει από τη σέλα. Προσγειώθηκε με τα πόδια κι άρχισε να τρέχει προς το καταφύγιο των δέντρων.

Οι ντρέντγουλφ πλησίαζαν γοργά και ο Χούμα δεν προλάβαινε να ετοιμαστεί. Ανάμεσα στα διάφορα αντικείμενα της σπηλιάς-στάβλου είχε βρει και μια μικρή ξύλινη ασπίδα και την είχε περάσει στο ελεύθερο χέρι του. Το βαρύ σπαθί του βγήκε με μια απαλή, αθόρυβη κίνηση. Ευχήθηκε να κυνηγούσαν πρώτα το άλογο οι ντρέντγουλφ. Μόνο έτσι θα είχε κάποια ελπίδα.

Ήταν αποφασισμένος να τους καθυστερήσει για να δώσει μια ευκαιρία στον Καζ. Ο Χούμα καταλάβαινε ότι αυτό θα του στοίχιζε μάλλον τη ζωή, αλλά δεν έβλεπε να γλιτώνει κανείς από τους δυο τους αν δεν έμενε πίσω ο άλλος. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να το ζητήσει ούτε καν από τον Καζ.

Καρφωμένο με εμμονή στο στόχο του, το φρικτό πλάσμα έτρεχε πίσω από το αδέσποτο άλογο, που τώρα έβλεπε τα δύσκολα και είχε αρχίσει ξανά να καλπάζει. Δε θα πήγαινε μακριά – και ο Χούμα αισθανόταν αηδία που έπρεπε να θυσιάσει με τέτοιο τρόπο το ζώο.

Άλλοι δυο ντρέντγουλφ πέρασαν τρέχοντας. Τους ακολούθησε ακόμα ένας. Υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι δυο. Ο Χούμα ηρέμησε και προσπάθησε να διατηρήσει την υπομονή του.

Κι άλλος. Κι άλλος. Όταν φάνηκε πως δεν υπήρχε κανείς άλλος, ο Χούμα τόλμησε να κρυφοκοιτάξει πίσω από τον κορμό. Αυτό αποδείχτηκε λάθος του, γιατί τότε φάνηκε ο πρώτος ιππέας – και τον είδε με την πρώτη.

Ο Χούμα είχε διαλέξει το συγκεκριμένο δέντρο για την τεράστια ρίζα του, που εξείχε από το έδαφος. Ήταν ευτυχής επιλογή, γιατί ο ιππέας –για να διεκδικήσει πρώτος το τρόπαιο– ανάγκασε το άλογό του να πλησιάσει υπερβολικά. Το αριστερό μπροστινό πόδι του σκούρου κέλητα πιάστηκε σε μια ρίζα. Με μια οξεία κραυγή, το άλογο έπεσε μπροστά και ο ιππέας του τινάχτηκε στον αέρα, για να προσγειωθεί τελικά σ’ έναν μπερδεμένο σωρό. Ο Χούμα σιγουρεύτηκε ότι ο ιππέας ήταν νεκρός και στράφηκε να αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους.

Οι άλλοι σχημάτισαν ομάδα. Τα κενά ανάμεσα στα δέντρα ήταν τόσο μικρά που οι καβαλάρηδες αναγκάστηκαν να κόψουν ταχύτητα και να προχωρήσουν στο δάσος ο ένας πίσω από τον άλλο, χαλώντας τον αρχικό σχηματισμό τους. Ο Χούμα έβγαλε μια πολεμική κραυγή και όρμησε.

Τον πρώτο Μαύρο Φρουρό τον πέτυχε τη στιγμή που ύψωνε το τσεκούρι του για να τον χτυπήσει, για να τον δει να μπερδεύεται στα κλαδιά. Ο Χούμα τού επιτέθηκε με επιτυχία και ο ιππέας έπεσε από το άλογο.

Τότε του ήρθε η έμπνευση και πήδησε πάνω στο ελεύθερο άλογο. Το ζώο τού αντιστάθηκε. Ο Χούμα το χειραγώγησε και η βαριά του οπλή τσάκισε το κεφάλι ενός αντιπάλου του. Αποκρούοντας τον επόμενο εχθρό, ο Χούμα σπιρούνισε το άλογο, με νότια κατεύθυνση αυτή τη φορά. Όπως είχε ελπίσει, οι τέσσερις ιππείς τον ακολούθησαν.

Κάτι του επιτέθηκε. Μια λευκή, θολή μάζα. Από τύχη μονάχα κατάφερε να το χτυπήσει με το σπαθί του, αν και ο ντρέντγουλφ κατάφερε να του σκίσει το αλυσιδωτό παντελόνι. Ο ιππότης βρέθηκε να καλπάζει μ’ έναν ντρέντγουλφ να συσπάται στην άκρη του σπαθιού του. Το βάρος του πλάσματος τον υποχρέωνε να το σέρνει κυριολεκτικά μαζί του, για να μη χάσει το όπλο του. Ο Χούμα ένιωθε το μπράτσο του έτοιμο να ξεριζωθεί.

Τα τρομερά σαγόνια του τέρατος προσπάθησαν να τον δαγκώσουν και τα τυφλά του μάτια γύρισαν στο κρανίο μέχρι που ο ντρέντγουλφ γλίστρησε από το σπαθί κι έπεσε πίσω από τον Χούμα. Εκείνος κοίταξε πίσω του και είδε με φρίκη ότι το πλάσμα έτρεχε άθικτο. Ο ντρέντγουλφ έστρεψε τα μάτια του την κατάλληλη στιγμή για να δει τις οπλές του πρώτου αλόγου των διωκτών του ιππότη να κατεβαίνουν πάνω του.

Το νεκροζώντανο πλάσμα ποδοπατήθηκε χωρίς να το αντιληφθεί κανείς και σκοτώθηκε.

Τόσο το άλογό του όσο κι εκείνα των διωκτών του έφταναν στα όρια της αντοχής τους. Αφρός έβγαινε από το στόμα του αλόγου. Ο κέλητας άρχισε να σκοντάφτει. Ο ιππότης άκουσε ένα γδούπο πίσω του και διακινδύνευσε μια γρήγορη ματιά. Ένα από τα υπόλοιπα άλογα είχε καταρρεύσει παρασέρνοντας κι ένα άλλο.

Ο Χούμα ανάγκασε το υποζύγιό του να σταματήσει κι ύστερα το έστριψε. Οι δύο φρουροί που ίππευαν ακόμα του επιτέθηκαν από τα πλάγια, με σκοπό να τον βάλουν στη μέση. Ο ιππέας στα δεξιά του κατέβασε άγρια το σπαθί του και ο άλλος τον ακολούθησε σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η αντίδραση του Χούμα ήταν άψογη. Απόκρουσε τον πρώτο με την ασπίδα και τον δεύτερο με τέτοια ακρίβεια που βρήκε κι ένα άνοιγμα. Η αιχμή της λεπίδας του χώθηκε στην αριστερά πλευρά του ιππέα, ανάμεσα στο θώρακα και την περικεφαλαία. Ο ιππέας έπεσε προς τα πίσω και παρασύρθηκε από το ανυποψίαστο άλογό του.

Απρόθυμος να πολεμήσει ένας με έναν, ο τελευταίος ιππέας που απόμενε στράφηκε προς τα πίσω, προς τους δύο συντρόφους του που προσπαθούσαν να βγουν κάτω από τα τραυματισμένα τους άλογα. Ο Χούμα τον χτύπησε άγρια και παραλίγο να του καταφέρει θανάσιμο πλήγμα, αλλά ο Μαύρος Φρουρός έπεσε από το άλογό του και δεν ξανασηκώθηκε.

Στο μεταξύ είχαν επιστρέψει οι υπόλοιποι ντρέντγουλφ. Το άλογο του Χούμα παραπάτησε και έπεσε στα γόνατα. Ο ιππότης πήδηξε από τη σέλα και πετάχτηκε πέρα πριν τον πλακώσει. Ύστερα σηκώθηκε όρθιος με την ασπίδα και το σπαθί στο χέρι και στάθηκε αντιμέτωπος με τα πέντε πλάσματα και τους δύο ιππείς που είχαν ανασυνταχθεί. Το μυαλό του θόλωσε στην απλή συνειδητοποίηση ότι θα πέθαινε. Όταν ο πρώτος ντρέντγουλφ όρμησε στο λαρύγγι του, τον περίμενε με μια απελπισμένη προβολή του σπαθιού του, σαν κάποιος που μοναδικό σκοπό του είχε να πάρει μαζί του όσο περισσότερους εχθρούς μπορούσε. Έτσι λοιπόν έκοβε, τρυπούσε και πελεκούσε σχεδόν στα τυφλά, μη βλέποντας τίποτα καθαρά πια. Ακόμα και η ασπίδα του έγινε όπλο, καθώς την κατέβασε με δύναμη τουλάχιστον σε μια άσπρη μορφή, αρκετά σκληρά ώστε να της τσακίσει το κρανίο.

Κιτρινισμένα σκυλόδοντα που έσταζαν πύο άστραψαν μπροστά στο πρόσωπό του. Ατσάλι απείλησε να του κόψει το λαρύγγι στα δυο. Ο Χούμα απέκρουσε τις δυο επιθέσεις κι έπειτα αντεπιτέθηκε.

Στο τέλος συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε τον αέρα. Αυτό τον ξανάφερε στα συγκαλά του. Έδιωξε τη θολούρα από τα μάτια του και κοίταξε τον πίνακα μπροστά του.

Οι δύο τελευταίοι φρουροί ήταν νεκροί και τα όπλα τους πεταμένα μακριά. Το αίμα χυνόταν στη γη. Ολόγυρα, οι πέντε ντρέντγουλφ κείτονταν κομματιασμένοι.

Ξαφνικά τον νίκησε η εξάντληση. Έπεσε στα γόνατα και για κάμποση ώρα μετά απόμεινε να κοιτάζει το έργο του.

Загрузка...