Κεφαλαίο 30

Ο Γκάλαν Ντράκος σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε τον ιππότη. Στα στενά του χείλη απλωνόταν ένα χαμόγελο ύαινας.

Ο αποστάτης μάγος σήκωσε τα χέρια κι έβγαλε την κουκούλα του μανδύα του, ώστε να φαίνεται ολότελα το πρόσωπό του. Τα μαλλιά του –λεπτά και ανάκατα– ήταν κολλημένα στο κρανίο του και στο μέτωπό του σχημάτιζαν μια δεύτερη κορυφή. Το κεφάλι του ήταν στενόμακρο, σχεδόν όχι ανθρώπινο. Ο μάγος άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το κεφάλι του ενός από τους δύο ντρέντγουλφ που στέκονταν δεξιά κι αριστερά του. Φάνηκαν τα δάχτυλά του –μακριά, κοκαλιάρικα που τελείωναν σε γαμψά νύχια.

«Κι έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο τέλος. Δε θα ήθελα να συμβεί διαφορετικά. Έπρεπε να έρθεις εδώ για να δεις το θρίαμβό μου… τον τελειωτικό μου θρίαμβο.»

«Το ήξερες πως ήμουν εδώ;»

«Οι πιστοί του Νουιτάρι δεν τον τιμούν καθόλου. Είναι τόσο απορροφημένοι από τους εαυτούς τους που δεν αντιλαμβάνονται τι μπορεί να κάνει κάποιος ο οποίος δεν περιορίζεται από τους κανόνες που έχουν θέσει εκείνοι οι ανόητοι του Συμβουλίου των Τριών Ταγμάτων. Δε θα στρεφόμουν σ’ αυτούς για βοήθεια.»

Όσο μιλούσε ο Ντράκος, ο Χούμα μελετούσε τις δυνατότητές του – και δεν είχε πολλές. Ένα σχέδιο, γέννημα της απελπισίας, άρχισε να ξετυλίγεται στο μυαλό του. Υποχώρησε ένα βήμα και σήκωσε το ελεύθερο χέρι του πάνω από τη μεγάλη σφαίρα όπου λίγες μόνο στιγμές πριν είχε δει την όψη της δρακοβασίλισσας. «Μια κίνηση να κάνεις, το έσπασα. Και τότε τι θα γίνουν τα όνειρά σου;»

«Θα γίνονταν κυριολεκτικά κομμάτια – αν μπορούσες βέβαια να τη σπάσεις. Σου προσφέρω την ευκαιρία να προσπαθήσεις.»

Ο Χούμα χτύπησε την κορυφή της σμαραγδένιας σφαίρας όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το γαντοφορεμένο χέρι του αναπήδησε. Δε φάνηκε ούτε γρατσουνιά.

«Βλέπεις;»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και άφησε το χέρι του να πέσει αδιάφορα στη ζώνη του.

«Νομίζω…» Ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει ο Γκάλαν Ντράκος πριν τραβήξει ο Χούμα ένα κοφτερό μαχαίρι και το πετάξει ίσια πάνω του.

Η λεπίδα πέταξε με ακρίβεια. Ωστόσο ο αποστάτης σήκωσε απλώς το δάχτυλό του και το μαχαίρι έκοψε ταχύτητα, έκανε κύκλο και γύρισε πίσω στον Χούμα. Ο ιππότης έσκυψε μπροστά και κατρακύλησε στα σκαλιά της κρυστάλλινης εξέδρας. Το μαχαίρι αναπήδησε πάνω στην πράσινη σφαίρα και έπεσε με θόρυβο στο δάπεδο.

«Θλιβερό. Ύστερα από όλα αυτά περίμενα περισσότερα από σένα.» Πριν σταθεί ο Χούμα στα πόδια του, ο Ντράκος κροτάλισε τα δάχτυλα. Ξαφνικά ο ιππότης ένιωσε να τον πιάνουν από πίσω κάτι τεράστια χέρια, φτιαγμένα, λες, από πέτρα. Πάλεψε προσπαθώντας να ανοίξει τα τερατώδη δάχτυλα. Η αόρατη απειλή δεν ενέδωσε και η πανοπλία του ιππότη άρχισε να χώνεται στη σάρκα του.

«Στον τοίχο» έδειξε ο Ντράκος.

Ο Χούμα γύρισε στον αέρα και σηκώθηκε ψηλά. Κάτι ψυχρό και πέτρινο τον έπιασε από τους καρπούς και τους αστραγάλους. Ο ιππότης ήταν παγιδευμένος.

Οι γοργές, ακριβείς κινήσεις δεν του είχαν δώσει καμία ευκαιρία να δει τον υπηρέτη του μάγου. Ξαφνικά διαπίστωσε έντρομος ότι ο δεσμοφύλακάς του ήταν ένα από τα γκαργκόιλ της αίθουσας. Το γκαργκόιλ στράφηκε αργά στη θέση του. Πάνω από τον ώμο του ο Χούμα είδε ότι ένα άλλο γκαργκόιλ, μόνο χέρια σχεδόν, τον κρατούσε καρφωμένο στον τοίχο.

«Θαυμάζεις, βλέπω, τα έργα μου.» Ο Ντράκος τον πλησίασε και ο αιχμάλωτος ιππότης είδε ότι μεγάλο μέρος του προσώπου του καλυπτόταν από ένα λεπτό στρώμα φολίδων. Ο αποστάτης είχε σχεδόν όψη ερπετού και ο Χούμα αναρωτήθηκε πόσο μέρος της ανθρώπινης υπόστασης του θυσίασε για να αποκτήσει τόση δύναμη.

«Για να είμαστε δίκαιοι, στην αρχή σε υποτίμησα. Σε είχα θεωρήσει πιόνι του Μάτζιους, έναν παλιό φίλο που γινόταν ξανά χρήσιμος. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν ανακάλυψα ότι όχι μόνο δεν ήσουν πιόνι αλλά και ότι ο κοινός μας φίλος σε εμπιστευόταν στ’ αλήθεια.»

Η αναφορά στον Μάτζιους έκανε τον Χούμα να αρχίσει να παλεύει με τα δεσμά του, αλλά τα χέρια του γκαργκόιλ δε χαλάρωσαν καθόλου. Αγριοκοίταξε απελπισμένος τον αποστάτη, που έλαμπε ακόμα πιο ευχαριστημένος.

«Αποκήρυξε όλα όσα είχε κάνει, ξέρεις. Αμφιβάλλω αν τις τελευταίες μέρες υπήρξε Λευκότερος Χιτώνας σε ολόκληρο τον Κριν. Κρίμα. Έπρεπε να άκουγες τα ουρλιαχτά του. Οι βοηθοί μου μπορούν να επιδείξουν μεγάλη φαντασία. Κάποιον αναγκάστηκα να τον τιμωρήσω για υπερβάλλοντα ζήλο. Θα τον σκότωνε το φίλο μας.» Ο αποστάτης γέλασε πνιχτά. «Με πειράζει όμως τόσο πολύ να αποθαρρύνω τη φαντασία. Όχι ότι είχε σημασία πια. Φοβάμαι ότι ύστερα από αυτό ο Μάτζιους δεν ήταν πια μαζί μας. Άρχισε να μιλάει μόνος του – πράγματα από την παιδική του ηλικία, φαντάζομαι. Οι βοηθοί μου ενοχλήθηκαν όσο δε φαντάζεσαι. Δεν έδινε καμία σημασία στην υπέροχη δουλειά τους. Και μάλιστα, ούτε που ξαναμίλησε, μέχρι να συναντηθούμε εμείς οι δύο. Θα πρέπει να ήσουν πολύ σημαντικός για εκείνον, για να θελήσει να αφήσει το καταφύγιο του μυαλού του.» Ο Ντράκος σήκωσε τους ώμους. «Φτάνουν πια τα περασμένα. Ας ασχοληθούμε με το μέλλον – όσοι από εμάς έχουν μέλλον.»

Ο Χούμα ανταπόδωσε το χαμόγελο στο μάγο, αν και το μυαλό του κάλπαζε όλο ανησυχία. «Οι δράκοι ηττήθηκαν. Οι αποστάτες σου ηττήθηκαν. Ο Κράινους και το μεγαλύτερο μέρος της Μαύρης Φρουράς είναι νεκροί. Πριν τελειώσει η μέρα τα ογκρ θα αρχίσουν να υποχωρούν. Έχασες. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο πόλεμος δε θα είναι παρά μια ανάμνηση.»

Τα μάτια του Ντράκος άστραψαν και ο Χούμα είδε πως είχε χτυπήσει διάνα. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή του ήταν τραχιά, θυμωμένη.

«Όλα σωστά, εκτός από ένα. Τα ογκρ θα υποχωρήσουν. Είναι νταήδες και οι νταήδες είναι δειλοί. Είναι αναλώσιμα –τίποτα περισσότερο– και θα ξαφνιαστούν βλέποντας πόσο μικρή σημασία έχουν για τον κόσμο μου.»

«Τον κόσμο σου;»

«Τον κόσμο μου – ως φερέφωνου της κυράς μου της Τακίσις φυσικά.» Ο Ντράκος εκτέλεσε μια άψογη, ευγενική υπόκλιση.

«Δεν έχεις στρατό.»

«Αυτό ήταν το πρόβλημα με τον Κράινους. Όλα τα έβλεπε σαν μάχη. Ακόμα κι όταν αναγνώριζε τη δύναμή μου, την έβλεπε μόνο σαν ένα μέσο για την επίτευξη των δικών του σκοπών.»

Ο Γκάλαν Ντράκος είχε ανέβει στη μαύρη, κρυστάλλινη εξέδρα και στεκόταν στην κορυφή της χαϊδεύοντας τη σφαίρα. Η σμαραγδένια της φεγγοβολή τού φώτιζε το πρόσωπο κάνοντάς τον να μοιάζει με πτώμα σε σήψη. Ο Χούμα ρίγησε άθελά του.

«Η δύναμή μου προέρχεται από τους πιστούς μου – είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς αυτήν. Όταν με βρήκε ο Μάγος του Μελανού Χιτώνα, ο Σαγκάθανους, αυτό του κίνησε αρχικά το ενδιαφέρον. Ήμουν ανόητος εκείνη την εποχή και δεν έλεγχα παρά ένα-δυο ντόπιους μονάχα και ένιωθα όντως κάτι για εκείνο το απαίσιο μέρος που ήταν ο τόπος γέννησής μου.» Κοίταξε τον Χούμα. «Άκουσες ποτέ σου για το Κάλθεραϊ; Όχι; Εκπλήσσομαι. Είναι μια μικρή αγροτική επαρχία στη μέση της Ιστάρ. Χώρια από τη βρόμη, το μόνο που έχουν για πούλημα είναι μερικά γερά κορμιά μισθοφόρων. Φαντάσου! Ο μεγαλύτερος μάγος όλων των εποχών να έχει γεννηθεί σε μια τόσο ανάξια επαρχία!»

«Θα πρέπει να ήταν τρομερό για σένα.» Ο Χούμα ξαφνιάστηκε και ο ίδιος από το σχόλιό του.

Τα φιδίσια χαρακτηριστικά συσπάστηκαν σε ένα σκληρό χαμόγελο. «Πόσο δίκιο έχεις. Κανείς άλλος δεν μπόρεσε να το καταλάβει αυτό. Επειδή κι εσύ μεγάλωσες σε παρόμοιες συνθήκες, υποθέτω.»

Όλα έδειχναν ότι ο Ντράκος είχε μάθει πολλά γι’ αυτόν.

Για σένα το άφησα. Η ξαφνική καθαρότητα αυτής της σκέψης κατέπληξε τον Χούμα. Λες και ήταν τα λόγια του Μάτζιους… Τι είχαν αφήσει γι’ αυτόν;

Νιώθοντας κάτι, ένας ντρέντγουλφ έτρεξε κοντά του και τον μύρισε. Η μυρωδιά της αποσύνθεσης του προκάλεσε αναγούλα.

Ο Ντράκος, πάλι, κοίταζε κάτι μέσα στη σφαίρα, κάτι που ίσως μόνο εκείνος μπορούσε να δει.

Οι δύο άντρες σήκωσαν τα μάτια στο άκουσμα των μεγάλων δερμάτινων φτερών. Ο Σάιαν Μπλάντμπεϊν είχε επιστρέψει χωρίς την άδεια του αφέντη του. Η ματιά του νεαρού πράσινου δράκου πρόδιδε φόβο.

«Άρχοντα Γκάλαν! Τα ογκρ άρχισαν να σπάνε! Οι αδερφοί μου φεύγουν πανικόβλητοι οι δειλοί! Τι θα κάνουμε;»

Ο Ντράκος πανηγύριζε. «Ήρθε η ώρα. Το Χάος βρίσκεται σε κορύφωση χωρίς προηγούμενο από τον Καιρό των Ονείρων.» «Άφησέ μας!» απάντησε στον ανήσυχο δράκο. «Δε θα επιτρέψω να μολύνει η μπόχα σου την αίθουσα τέτοιες ώρες!»

Ο νεαρός δράκος έφυγε βιαστικά. Ο Ντράκος κάλεσε τους δύο ντρέντγουλφ που άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα.

Ο Χούμα παρακολουθούσε με αηδία και θαυμασμό. Έβλεπε στην κυριολεξία τη ζωτική ουσία –αν μπορούσε κανείς να την ονομάσει έτσι– να φεύγει από τα δύο φρικαλέα βδελύγματα. Ούτε καν αντιστάθηκαν. Ο Γκάλαν Ντράκος πήρε τα χέρια του από τις δύο σκελετωμένες, ακίνητες μορφές. Οι ντρέντγουλφ έγιναν στάχτη.

«Ο φόβος είναι Χάος. Ο Πόλεμος είναι Χάος. Το Χάος είναι απεριόριστη δύναμη. Είναι μια δύναμη που σέβονται ακόμα και οι θεοί. Καταλαβαίνεις;»

Ο Χούμα τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Απορροφημένος από τον άρρωστημένο θαυμασμό του για την καταστροφή των δύο ντρέντγουλφ, δεν είχε ακούσει. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Αυτό.» Ο μάγος χάιδεψε τη σφαίρα. «Αυτό είναι το κλειδί για τη δημιουργία ενός αγωγού ανάμεσα στο επίπεδό μας και την Άβυσσο. Μια πύλη ή δίοδος προς την απώτατη κατοικία της δρακοβασίλισσας. Κατάλαβε αυτό: όταν έρχονται οι θεοί στο θνητό επίπεδο, εννοώ όταν έρχονται στ’ αλήθεια στο θνητό επίπεδο, δεν είναι παρά σκιά του εαυτού τους. Αυτό δε σημαίνει πως είναι αδύναμοι. Κάθε άλλο. Οι αντίπαλοί τους όμως τους βρίσκουν σε μειονεκτική θέση.»

Τα μάτια του ιππότη άστραψαν. Είχε καταλάβει. «Αυτός είναι ο λόγος που η δρακοβασίλισσα δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την πύλη που δημιούργησε. Φοβάται ότι θα τη χτυπήσει ο Πάλανταϊν σε κάποια στιγμή κρίσης. Εσύ όμως έφτιαξες ένα μέσο με το οποίο μπορεί να αντλήσει από τη δύναμή της ακόμα κι όταν βρίσκεται στο δικό μας κόσμο.»

Ο Γκάλαν Ντράκος σφίχτηκε και ύστερα χαμογέλασε ψυχρά. Μια δόνηση φάνηκε να τραντάζει το κάστρο, αλλά ο μάγος δεν της έδωσε σημασία. «Είσαι πιο οξύνους απ’ όσο περίμενα. Πάντως η ασήμαντη παρεμβολή σου θα είναι παρελθόν σε λίγο.»

Σχεδόν! Μια αμυδρή εικόνα ήρθε κι έφυγε από το μυαλό του Χούμα.

«Να το θεωρείς τιμή σου. Θα γίνεις μάρτυρας ενός γεγονότος που θα αλλάξει ολόκληρο τον Κριν!»

Και μ’ αυτά τα λόγια η μεγάλη σμαραγδένια σφαίρα έλαμψε ακόμα πιο έντονα. Ο Γκάλαν Ντράκος κατέβασε ξανά την κουκούλα του και κάλεσε από το πουθενά ένα χλομό ραβδί στο χρώμα του κόκαλου.

Τα μάτια του Χούμα συγκεντρώθηκαν ολοκληρωτικά στο ραβδί του αποστάτη. Αυτό ήταν το κλειδί! Το ραβδί του Μάτζιους. Ο σύντροφός του το είχε χάσει μετά τη σύλληψή του από τη Μαύρη Φρουρά. Το είχε χάσει; Μάλλον το είχε αφήσει πίσω του. Ο Μάτζιους μπορούσε να το καλέσει ανά πάσα στιγμή, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Γκάλαν Ντράκος με το δικό του.

Τι μπορούσε να κάνει όμως; Πού ήταν τώρα;

Ο αποστάτης σήκωσε ψηλά το ραβδί του και οι δαυλοί τρεμόπαιξαν. Ήταν λες και τραβούσε τις φλόγες προς το μέρος του. Η αίθουσα σκοτείνιασε.

«Τακίσις, μεγάλη βασίλισσα, αφέντρα του Σκότους, ήρθε η ώρα να ανοίξεις διάπλατα την πύλη. Ήρθε η ώρα να αφήσεις όλη σου τη δύναμη να έρθει από τον οίκο σου σε αυτόν εδώ!»

Ο Χούμα ξέχασε προσωρινά το ραβδί του Μάτζιους. Παρακολούθησε με φρίκη τον τοίχο πίσω από τη σφαίρα να στραβώνει και να συστρέφεται σαν τρελό, ονειρικό τοπίο. Τότε, αργά, εκείνο το μέρος του κτιρίου φάνηκε να καταρρέει ολότελα.

Δεν ήταν τα βουνά όμως αυτά που αποκαλύφτηκαν από το ξόρκι. Ήταν μάλλον ένα σκοτεινό και χαώδες τοπίο που έμοιαζε να χύνεται σ’ έναν ανοιχτό, άπατο λάκκο, απ’ όπου ούτε αχτίδα φωτός δεν μπορούσε να ξεφύγει.

Ενώ κοίταζε ο Χούμα, το τοπίο άλλαξε ξανά. Τώρα έγινε δασώδες, αλλά τα δέντρα ήταν ή ξεραμένα ή ετοιμοθάνατα και μαύρα σαν τη νύχτα.

Ύστερα έγινε μια φλεγόμενη έρημος απ’ όπου εξείχαν τα οστά ξεχασμένων ταξιδιωτών. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε γίνει μια αληθινή θάλασσα οστών.

«Τι είναι αυτό;» Ο Χούμα νόμιζε πως ήξερε, αλλά έλπιζε να τον διαψεύσει ο μάγος.

Ο Γκάλαν Ντράκος γύρισε από την εξωφρενική εξέδρα και κοίταξε τον ιππότη στενεύοντας τα μάτια. «Είναι ο οίκος της κυρίας μου – είναι η Άβυσσος.»

«Αλλάζει συνέχεια.»

«Το μυαλό σου είναι αυτό που αντιλαμβάνεται τις αλλαγές. Η Άβυσσος στηρίζεται στις εμπειρίες του καθενός μας. Στην προκειμένη περίπτωση, στις δικές σου. Εγώ αυτές τις ασυνείδητες σκέψεις έχω μάθει να τις ελέγχω.»

Ο Γκάλαν Ντράκος κατέβηκε από την εξέδρα και πλησίασε τον Χούμα, που πάλευε μάταια να λευτερωθεί. Το κάστρο τραντάχτηκε ξανά, αλλά ο Ντράκος αδιαφόρησε και πάλι. Έφερε το χέρι του με τα γαμψά νύχια στο μέτωπο του ιππότη.

«Μην ανησυχείς.» Ο τόνος του αποστάτη ήταν προστατευτικός. «Ούτε χρόνος ούτε δύναμη μου περισσεύει για να ασχοληθώ μαζί σου. Απλώς θα αποκλείσω τη σκέψη σου από την Άβυσσο. Σαν να χτίζω έναν τοίχο.»

Μια δυνατή επίκρουση τίναξε πίσω το κεφάλι του Χούμα. Για μια στιγμή όλες του οι σκέψεις σβήστηκαν. Ο Ντράκος ανέβηκε ξανά στην εξέδρα. Χτύπησε δυο φορές το κοκάλινο ραβδί του μουρμουρίζοντας κάτι σε μια μαγική γλώσσα. Η σμαραγδένια σφαίρα έλαμψε σαν μικροσκοπικός ήλιος. Το μουρμουρητό άρχισε ξανά.

Ο Χούμα κάλεσε με τη σκέψη του το ραβδί.

Δεν ήταν σε θέση να ξέρει αν η σκέψη ήταν δική του ή, όπως πίστευε, προερχόταν από το εκδικητικό πνεύμα του Μάτζιους. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να συγκεντρωθεί στην επίκληση του ραβδιού του νεκρού μάγου και χωρίς καμία χρονοτριβή.

Ήταν τόσο απλό τώρα που ήξερε. Τη μια στιγμή τα χέρια του ήταν άδεια και την επόμενη το αριστερό του κρατούσε το ραβδί σε σμίκρυνση. Στην παλάμη που έσφιγγε το μαγικό αντικείμενο. Ένιωσε ένα ρίγος και τα μάτια του γούρλωσαν. Σαν να είχε δική του ζωή και κίνηση, το ραβδί γύρισε μέσα στο χέρι του και χτύπησε το πέτρινο πόδι που του φυλάκιζε τον καρπό.

Το γκαργκόιλ τον άφησε.

Ο Γκάλαν Ντράκος ήταν ακόμα γυρισμένος προς τη σφαίρα. Τα χέρια του ήταν τεντωμένα σαν να επικαλούνταν κάποιο δικό του θεό.

Ο Χούμα λευτέρωσε το δεξιό του καρπό.

Ο Ντράκος φώναξε κάτι ακατάληπτο. Η φεγγοβολή της σφαίρας είχε απλωθεί και τύλιγε πια το μάγο. Ήταν ψηλότερος τώρα. Ο Χούμα κοίταξε τη σφαίρα. Η ενέργεια έμοιαζε να περιστρέφεται χαοτικά μέσα της. Το κάστρο σείστηκε – άγρια αυτή τη φορά.

«Όχι!» Αυτή τη φορά ο Ντράκος φάνηκε να μιλάει σε κάποιον άλλο. «Η ροή είναι πολύ μεγάλη! Πρέπει να τραβήξω κι άλλη δύναμη, αλλιώς η ενέργεια θα με κατακλύσει ολόκληρο!»

Ο Χούμα δεν κατάλαβε τα λόγια του, αλλά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κόψει το δεσμό ανάμεσα στις δυο διαστάσεις. Αν τραβούσε την ενέργεια η Τακίσις…

Αυτή τη φορά ο σεισμός ήταν τόσο δυνατός που κάμποσα γκαργκόιλ έπεσαν μπροστά και τσακίστηκαν στο δάπεδο. Η έκφραση του Γκάλαν Ντράκος δεν άλλαξε στη θέα του λευτερωμένου Χούμα. Ο μάγος μουρμούρισε κάτι και στράφηκε αμέσως στο ξόρκι του.

Τη στιγμή που λευτερώθηκε ο Χούμα, το ραβδί, λες και ήταν ζωντανό, άρχισε να τεντώνεται και να φαρδαίνει. Μεγάλωνε για να γίνει όπως παλιά.

Ξαφνικά τα γκαργκόιλ άρχισαν να βγαίνουν από τις κόγχες τους, δημιουργώντας μια ετερόκλητη συλλογή από τερατουργήματα με ένα πράγμα στο μυαλό τους: την καταστροφή του Χούμα.

Έχοντας εκπαιδευτεί στη χρήση του ραβδιού, ο ιππότης το βρήκε πολύ αποτελεσματικό σαν όπλο. Σε κάθε του άγγιγμα τινάζονταν σπίθες κι έκοβε τα γκαργκόιλ λες και ήταν φτιαγμένα από βούτυρο. Κι όμως ο ακρωτηριασμός ή ο αποκεφαλισμός δεν αρκούσαν για να σταματήσει τα τέρατα. Έρχονταν από παντού εναντίον του και ο Χούμα κατάλαβε ότι ο αποστάτης δε θα ξέμενε ποτέ από μαγικούς υπηρέτες. Πολεμούσε όμως με όλη του την αποφασιστικότητα και την πίστη στον Πάλανταϊν.

Ήξερε ότι δε χρειαζόταν παρά ένα μονάχα γερό χτύπημα στον Ντράκος, αλλά τα γκαργκόιλ τον πίεζαν από παντού και σε τόσο μικρή απόσταση το ραβδί ήταν ουσιαστικά άχρηστο. Αν δε συνέβαινε κάτι, δεν του απόμεναν παρά λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν τον λιώσουν τα πέτρινα όντα.

«Χούουουμααα!»

Η φωνή ερχόταν από ψηλά και κάλυπτε ακόμα και τις δονήσεις του κάστρου. Τι έκανε ο Ντράκος; Έπρεπε να ρίξει κάτω και τα βουνά τα ίδια;

«Χούουουμααα!»

Τώρα την έβλεπε.

«Γκουίνεθ!»

Τον είδε και κατέβηκε διαγράφοντας κύκλους τη στιγμή που ένα γκαργκόιλ πετούσε το ραβδί του Χούμα από το χέρι του. Η ασημένια δράκαινα βρυχήθηκε και χτύπησε τα πλησιέστερα τέρατα. Έγιναν σκόνη. Η δράκαινα πήρε ύψος, πέταξε τριγύρω και κατέβηκε ξανά για καινούρια επίθεση. Κάμποσα από τα γκαργκόιλ άφησαν τον Χούμα για να την αντιμετωπίσουν. Η Γκουίνεθ βρέθηκε να σύρεται προς το έδαφος από το άθροισμα του βάρους τεσσάρων τεράτων που είχαν αρπαχτεί από το κάτω μέρος του κορμιού της. Μουγκρίζοντας από ενόχληση μάλλον παρά από πόνο, άρχισε να περιστρέφεται όσο καλύτερα μπορούσε μέσα στη μεγάλη αίθουσα για να πετάξει τα γκαργκόιλ από πάνω της. Εκείνα κρατιόνταν γερά και η δράκαινα αναγκάστηκε να πάρει ύψος και να βγει από την αίθουσα για να τα αποτινάξει.

Ακόμα κι έτσι όμως, είχε δώσει χρόνο στον Χούμα. Εκείνος άρπαξε το ραβδί του Μάτζιους και έκανε καινούρια περιστροφή, καταστρέφοντας τον πλησιέστερο αντίπαλο με το πρώτο χτύπημα. Τα υπόλοιπα προσπάθησαν να σφίξουν τον κλοιό τους.

Κάμποσες μορφές μπήκαν τρέχοντας στην αίθουσα. Η Μαύρη Φρουρά. Οι αρματωμένες μαύρες φιγούρες σταμάτησαν στη στοά κι απόμειναν να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό.

Ο Χούμα είδε την απόκοσμη ματιά που έριξε στιγμιαία ο Ντράκος στους στρατιώτες του. Στα μάτια του γυάλιζε μια λάμψη όμοια με αυτήν της σμαραγδένιας σφαίρας. Πρόφερε μία μόνο λέξη και η έντασή της τον έκανε να μαζευτεί.

Μια λεπτή, φονική αστραπή πράσινης ενέργειας ξεπήδησε από τη σφαίρα και όρμησε με τρομακτική ταχύτητα στους ανυποψίαστους φρουρούς. Πριν φτάσει καν στη μέση της απόστασης, χωρίστηκε στα δύο και μετά στα τέσσερα. Καθυστερημένα, οι φρουροί κατάλαβαν τα δύσκολα και γύρισαν να φύγουν. Τέσσερις δεν πρόλαβαν καν να κινηθούν. Οι αστραπές τούς καμάκωσαν σαν ψάρια και τους έσυραν στην αίθουσα. Ο Χούμα ρίγησε. Το ξόρκι φαινόταν να κυριαρχεί στον Γκάλαν Ντράκος όσο κυριαρχούσε κι εκείνος στο ξόρκι. Ο ιππότης αμφέβαλλε αν ο αποστάτης ήξερε πραγματικά τι έκανε. Το μόνο που ενδιέφερε πια τον Ντράκος ήταν η δύναμη.

Οι άλλοι φρουροί το έβαλαν στα πόδια. Αποκεί που στεκόταν ο Χούμα παρακολούθησε –ανήμπορος να αντιδράσει– μια καινούρια αστραπή που τινάχτηκε μπροστά, αυτή τη φορά προς τον ίδιο.

Τον χτύπησε κατάστηθα και, σκορπίζοντας από την ίδια της την ορμή, χτύπησε και το στρατό των γκαργκόιλ. Τότε κάτι απώθησε την αστραπή και τη γύρισε πίσω στη σμαραγδένια σφαίρα. Ο Χούμα άγγιξε το στήθος του κι ένιωσε το μενταγιόν που του είχε δώσει ο Έιβοντεϊλ. Το μενταγιόν του κληρικού του Πάλανταϊν.

«Χούμα! Το κάστρο διαλύεται!»

Ένα γκαργκόιλ έπεσε στα γόνατα. Ένα άλλο απλώς κατέρρευσε. Ο Χούμα γύρισε και βρέθηκε μπροστά στον Γκάλαν Ντράκος. Ο αποστάτης είχε μια τρελή έκφραση στο μη ανθρώπινο πια πρόσωπό του.

«Θα το κάμψω – θα το υποτάξω στη δύναμή μου! Είμαι ο Ντράκος, ο μεγαλύτερος μάγος που έζησε ποτέ!»

Ο μάγος έβγαλε ξανά το ραβδί του και το χτύπησε τρεις φορές πάνω στην εξέδρα. «Σούρακ! Γκεστέι Σούρακ Κάοκ!»

Τα γκαργκόιλ είχαν χάσει κάθε ίχνος ζωής. Ενώ κατέρρεαν γύρω από τον Χούμα, η ασημένια δράκαινα υλοποιήθηκε ξανά και πέταξε προς το μέρος του. Ο Ντράκος δεν έκανε καμία κίνηση για να τους πλησιάσει, ούτε καν τους είδε. Αντίθετα, μόρφαζε προς τους ουρανούς. Η μορφή του διατρεχόταν από ενέργεια.

«Το κατάφερα, κυρά! Η δύναμη είναι δική μου!»

Απορροφημένος ολότελα από τον προφανή του θρίαμβο, ο αποστάτης δεν είδε την εικόνα που σχηματίστηκε μέσα στην πράσινη σφαίρα. Ένα κοροϊδευτικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο όχι ανθρώπινο. Ενώ ο Χούμα παρακολουθούσε, το πρόσωπο μέσα στη σφαίρα χωρίστηκε στα δύο. Ύστερα στα τρία. Τα πρόσωπα συστράφηκαν, έγιναν φιδίσια, πρόσωπα δράκων. Πέντε κεφάλια τουλάχιστον. Και όλα χλεύαζαν.

«Χούμα, πρέπει να φύγουμε!»

«Δεν μπορώ!» Ο Χούμα κοίταξε τις Δρακολόγχες που κουβαλούσε η Γκουίνεθ. Ήταν πολύ άβολες για το σκοπό που τις ήθελε. Ακόμα και η λόγχη του πεζικάριου ήταν ασήκωτη. Τότε το βλέμμα του έπεσε στο ραβδί του Μάτζιους. Μια παρόρμηση τον κατέλαβε.

Το πήρε στο χέρι. Λέξεις που δεν καταλάβαινε βγήκαν ποτάμι από το στόμα του και ξαφνικά το ραβδί φωτίστηκε. Το έριξε με όλη του τη δύναμη.

Το ραβδί δεν πέτυχε τον Γκάλαν Ντράκος, αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος του. Αντίθετα, το ραβδί –όμοιο με λόγχη– πέταξε με απόλυτη ακρίβεια ίσια στο κέντρο της πράσινης σφαίρας. Αγγίζοντας τη, φάνηκε να διστάζει, αλλά ύστερα συνέχισε και τη διαπέρασε τσακίζοντας κάθε αντίσταση.

«Μην κοιτάς!» φώναξε ο Χούμα στην Γκουίνεθ.

Η σμαραγδένια σφαίρα εξερράγη με μια βροντή.

Το κάστρο τραντάχτηκε και η αίθουσα έγειρε, καθώς το κάστρο ένιωθε τον απόηχο της καταστροφής της σφαίρας.

«Χούμα!» Η ασημένια δράκαινα τον σκούντησε. «Πρέπει να φύγουμε! Βιάσου!»

Εκείνος ξαναβρήκε την ισορροπία του κι έπιασε τη μια φτερούγα της. Μια γρήγορη ματιά τού αποκάλυψε ότι η εξέδρα ήταν τυλιγμένη σε μια πράσινη κόλαση που λες και σκέπαζε ολόκληρο τον τοίχο.

Απέξω κάτι βρυχήθηκε.

«Πάλανταϊν!» ψιθύρισε ο ιππότης. Δεν ήταν δυνατόν! Μόνο ένα πλάσμα μπορούσε να φανταστεί, ικανό να βγάλει μια τέτοια εκκωφαντική, τρανταχτή κραυγή. Ένας δράκος. Ένας γιγάντιος δράκος. Ένας τιτάνας με πέντε κεφάλια, σκέφτηκε. Η Τακίσις.

«Εσύυυ!»

Ο Χούμα ξέχασε το βρυχηθμό και γύρισε προς τη φωτιά από όπου είχε προέλθει η καινούρια κραυγή. Κάτι πρόβαλε αργά από τη σμαραγδένια φωτιά. Περπατούσε σε δύο πόδια, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ανθρώπινο. Σήκωσε ένα πέλμα με πόδια δράκου που κάποτε ήταν χέρι. Ένα δαιμονικό πρόσωπο με συστρεμμένα χαρακτηριστικά σαν παραμορφωμένου ερπετού φάνηκε να προβάλλει κάτω από τα κουρελιασμένα απομεινάρια μιας κουκούλας.

«Χούουουμααα!»

Ο Γκάλαν Ντράκος προχώρησε παραπατώντας.

«Θα σε δω νεκρό!»

Ένα πλάσμα με πλοκάμια τινάχτηκε προς το μέρος του – και σταμάτησε από κάτι που φάνηκε στιγμιαία όμοιο με ασημένια ασπίδα. Ο Γκάλαν Ντράκος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

«Έχεις κι εσύ τον προστάτη σου! Κρίμα που είναι τόσο αργά για τον Κριν!» Το πρόσωπό του συστράφηκε.

Ο Χούμα έκανε ένα βήμα μπροστά. Η Γκουίνεθ πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο ιππότης την κοίταξε κι εκείνη σώπασε. Ύστερα άρχισε να προχωρεί αργά προς τον τρελό μάγο.

«Πάρα πολλοί χάθηκαν εξαιτίας σου, Γκάλαν Ντράκος. Μάρτυράς μου ο Πάλανταϊν, δεν μπορώ να σε αφήσω ελεύθερο. Πρέπει να δώσω ένα τέλος.»

Όταν μίλησε επιτέλους ο Ντράκος, η φωνή του ήταν απόλυτα συγκρατημένη. Κοίταξε πέρα.

«Ναι, όλα θα τελειώσουν εδώ. Με νίκη του… με την αποκάλυψη της προδοσίας μου. Έπαιξα κι έχασα.» Ο Ντράκος στράφηκε στον Χούμα και φάνηκε να ζαρώνει.

Ο αποστάτης τραβήχτηκε μέχρι το χείλος της Αβύσσου. Τα πόδια του δεν άντεχαν να περπατήσουν άλλο. Στηριζόταν όλο και περισσότερο στο ραβδί του.

Ο Χούμα κινήθηκε αποφασιστικά προς το μέρος του. «Δεν μπορώ να σε αφήσω να φύγεις.»

Ο παραμορφωμένος μάγος γέλασε μ’ ένα γέλιο που φάνηκε να τραβάει πολύ σε μάκρος. Τα μάτια του ήταν στενές σχισμές που έλαμπαν. «Δε θα περιμένω τη δικαιοσύνη της βασίλισσας. Προτιμώ τη λήθη. Δε θα της δώσω το καταραμένο μου πνεύμα για να παίζει στην αιωνιότητα.»

Ο Γκάλαν Ντράκος, ο αρχιμάγος, ο αποστάτης, πρόφερε μία μονάχα λέξη.

Οι σμαραγδένιες φλόγες τον τύλιξαν. Όποια προστασία κι αν είχε, την έχασε. Ο Χούμα κάλυψε τα μάτια του ενώ η φωτιά έλαμψε ακόμη πιο ζωηρά. Όταν κοίταξε ξανά, δεν είχε απομείνει τίποτα από το μάγο.

«Κάηκε μόνος του.»

«Όχι.» Η ασημένια δράκαινα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έπαψε να υπάρχει. Αυτό ήταν το ξόρκι που έριξε. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πριν περάσει πολύς καιρός, όσοι τον ήξεραν θα τον έχουν ξεχάσει – εκτός από την πρώην κυρά του.» Σκυθρώπασε. «Κατάφερε όντως να δραπετεύσει από τη δρακοβασίλισσα. Καταπληκτικό!»

Το κάστρο άρχισε να καταρρέει ξανά.

«Χούμα!» Η Γκουίνεθ συνειδητοποίησε τον κίνδυνο και ο στιγμιαίος θαυμασμός της έσβησε.

«Ναι!» Άρχισε να σκαρφαλώνει πάνω της και ύστερα σταμάτησε. «Όχι! Το ραβδί του Μάτζιους! Πρέπει να…»

«Είναι αυτό το ραβδάκι στη ζώνη σου;»

Ο Χούμα έσκυψε και κοίταξε. Στο δεξιό του πλευρό, μέσα στην ασφάλεια του πουγκιού της ζώνης του βρισκόταν ένα γνωστό του ραβδί, τριάντα πόντους μάκρος. «Πώς…»

Τελικά η Γκουίνεθ αγρίεψε. «Θα σου μιλήσω άλλη μέρα για τη μαγεία! Χούμα, μάρτυράς μου ο Πάλανταϊν, σ’ αγαπώ! Δε σε αφήνω να πεθάνεις εδώ πέρα, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό!»

Ακούγοντάς την, ο Χούμα σκαρφάλωσε αδέξια πάνω της. Κάθε στιγμή που έμενε εκεί έβαζε τη ζωή της σε κίνδυνο – και γιατί; Για τους δικούς του δισταγμούς, τους δικούς του φόβους.

Κι όμως τον αγαπούσε.

Η ασημένια δράκαινα υψώθηκε γοργά στον αέρα.

«Κόλλα πάνω μου – και κράτα τη Δρακολόγχη ίσια!» του φώναξε.

Το κάστρο μετατοπίστηκε και συνέχισε να καταρρέει. Τα γκαργκόιλ πετάχτηκαν μακριά σαν κουρέλια. Μέρη της αίθουσας άρχισαν να κομματιάζονται. Ένα μέρος του ψηλότερου διαδρόμου γκρεμίστηκε. Τώρα η δράκαινα δε θα μπορούσε να ξεφύγει μέσα από τη στενή καπνοδόχο.

Ο Χούμα την άκουσε να φωνάζει κάτι σε μια μαγική γλώσσα. Άκουσε τις πέτρες να συντρίβονται και κομμάτια βράχου πέρασαν σύρριζα πάνω από το κεφάλι του.

«Ίσια! Αυτό ήταν!»

Ένιωσε τη Δρακολόγχη να κόβει το χοντρό, πέτρινο τοίχο μεγαλώνοντας το άνοιγμα. Η Γκουίνεθ δίπλωσε πίσω τα φτερά της και τινάχτηκε σαν βέλος που πετάγεται από το τόξο. Ο Χούμα κατάλαβε ότι τον κάλυπτε με το κορμί της όσο καλύτερα μπορούσε.

Βγήκαν. Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την ανάσα του και ξεφύσησε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να ανεβαίνει διαγράφοντας κύκλους. Από ψηλά είδαν την πράσινη φεγγοβολή να τυλίγει το μεγαλύτερο μέρος του κάστρου.

Ό,τι απόμενε όρθιο από το κάστρο του μάγου στάθηκε για μια στιγμή σκαλωμένο πάνω από το γκρεμό. Ταλαντεύτηκε και ύστερα άρχισε να γέρνει αργά. Πρώτος έπεσε ο πύργος, μια μεγάλη λόγχη που έγειρε κι έπεσε με την αιχμή.

Ο Χούμα έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. «Πάλανταϊν!»

Ένα καινούριο, πυκνότερο σκοτάδι είχε απλωθεί ξαφνικά.

«Χούμα…» Η φωνή της ασημένιας δράκαινας ήταν ασταθής.

Ακολούθησε τη ματιά της μέχρι την κορυφή απ’ όπου είχε πέσει το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος. Κάτι πελώριο με πολλά κεφάλια, που ακτινοβολούσε κακία, κοίταζε προς το μέρος τους.

Χούμα, πρόμαχε τον Πάλανταϊν, έλα σε μένα, έλα στην αγκαλιά μου.

Ήταν η Τακίσις.

Загрузка...