Κεφαλαίο 31

Το σχεδόν υπνωτιστικό κάλεσμα της δρακοβασίλισσας διαλύθηκε από μια οικεία φωνή.

«Χούμα! Δόξα στους θεούς! Φοβηθήκαμε ότι γκρεμίστηκες μαζί με το κάστρο!»

Γύρισε πάνω στη σέλα του. Ο Μπένετ και ο Καζ πήγαν κοντά του. «Τους άλλους τους στείλαμε να ζητήσουν βοήθεια» του εξήγησε βιαστικά ο Καζ. «Μόνο, Σάργκας! Τι είναι αυτό;»

Η φωνή του Μπένετ ήταν άδεια από κάθε συναίσθημα. «Η δρακοβασίλισσα, έτσι δεν είναι;»

Ο Χούμα τού έγνεψε απλώς καταφατικά. Σήκωσε τα μάτια στο σκιώδες τέρας που στεκόταν από πάνω τους. Η πύλη απ’ όπου είχε περάσει η δρακοβασίλισσα επεκτεινόταν και γινόταν πιο στερεή, πιο αληθινή.

Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του ιππότη. Έπιασε το ραβδί του Μάτζιους που είχε μικρύνει και το έδωσε στον Μπένετ. «Πήγαινέ το στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Πρέπει να παραδοθεί στο Συμβούλιο. Εκείνοι, ως ανώτεροι μάγοι, θα ξέρουν τι να το κάνουν. Ανήκε στον Μάτζιους και φοβάμαι ότι εμένα δε θα μου χρειαστεί άλλο.»

Ο Καζ και ο Μπένετ αλληλοκοιτάχτηκαν.

Ο Χούμα κοίταξε και τους δύο κατάματα. «Πρέπει να τους πείτε ότι ο Ντράκος δεν υπάρχει πια. Επίσης, θέλω να οργανώσετε τους λογχοφόρους. Μπένετ, είσαι γιος και ανιψιός Μεγάλων Μάγιστρων. Είσαι γεννημένος αρχηγός.

Εγώ θα κοιτάξω να τραβήξω πάνω μου την οργή της Σκοτεινής Βασίλισσας όσο περισσότερο μπορώ, αλλά μοναδική μας αληθινή ελπίδα είναι η μαζική επίθεση. Πρέπει να έχουν μείνει τουλάχιστον εκατό λόγχες. Τότε, αν είναι θέλημα του Πάλανταϊν, θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε.»

Ο Μπένετ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Χούμα, αυτή εδώ είναι θεά! Γι’ αυτήν εμείς δεν είμαστε παρά μια ανάσα!»

«Μα είμαστε Ιππότες της Σολάμνια» απάντησε ο Χούμα. «Μιας ιπποτικής τάξης που σφυρηλατήθηκε από την ιερή Τριανδρία, της οποίας επικεφαλής είναι ο Πάλανταϊν. Η αποστολή μας είναι να διαφυλάξουμε τη δικαιοσύνη και να φροντίσουμε να μην κλονιστεί ποτέ ο Κριν από το Κακό. Να η έσχατη δοκιμασία μας. Να πού δοκιμαζόμαστε στ’ αλήθεια μπροστά στον Όρκο και το Μέτρο.»

Ο άλλος δε βρήκε να του δώσει καμία απάντηση. Το πρόσωπο του Μπένετ είχε κοκκινίσει ελαφρώς.

«Δεν έχω καιρό για κουβέντες. Μπένετ, γύρνα πίσω. Καζ, πήγαινε μαζί του» είπε ο Χούμα.

Ο μινώταυρος χαμήλωσε το βλέμμα στο υποζύγιό του και μετά κοίταξε ξανά τον Χούμα. «Συμφωνώ να γυρίσει ο ένας από τους δυο μας και το σωστό θα ήταν αυτός να είναι ο Μπένετ. Εγώ όμως θα μείνω. Έχω δώσει κι εγώ όρκο και δεν έχω δείξει ακόμα την αξία μου. Το ίδιο σκέφτεται και ο Κεραυνός.»

Ο Χούμα αναστέναξε. «Καζ, δεν μπορώ να σε σταματήσω. Μπένετ, κάνε το καθήκον σου.»

Ο Μπένετ έσφιξε τα δόντια, αλλά έγνεψε καταφατικά. Στο σινιάλο του, ο ασημένιος του δράκος γύρισε – αλλά όχι πριν κοιτάξει κατάματα την Γκουίνεθ. Αντάλλαξαν μεταξύ τους κάτι σαν μήνυμα και ο Χούμα θυμήθηκε ότι ήταν συγγενής της δικής του δράκαινας. Ο αποχωρισμός δεν τους ήταν εύκολος.

Όταν έφυγε ο Μπένετ, ο Χούμα στράφηκε στο μινώταυρο. «Τώρα.»

Οι δύο δράκοι ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό. Από πάνω τους ο πεντακέφαλος δράκος της Τακίσις φάνηκε να ταλαντεύεται. Ολόκληρο το βουνό και οι ουρανοί από πάνω του συστρέφονταν μέσα σε μια τεράστια τρύπα του ίδιου του ουράνιου θόλου. Ήταν η πύλη μέσα από την οποία είχε υλοποιηθεί σε αυτή τη διάσταση η δρακοβασίλισσα. Η πύλη μέσα από την οποία είχε περάσει ολόκληρη τη δύναμή της, χάρη στη βοήθεια του αθρήνητου Γκάλαν Ντράκος. Το σύνολο της δύναμής της είχε αποκοπεί από αυτήν επειδή ο Χούμα είχε σπάσει τη σμαραγδένια σφαίρα, αλλά η πύλη παρέμενε. Και η Τακίσις διέθετε ήδη τη δύναμη που είχε προλάβει να αντλήσει. Ποτέ άλλοτε, σε καμία άλλη εισβολή της στη θνητή διάσταση δεν ήταν τόσο ισχυρή.

Τι γοητευτικό… Πιο ενδιαφέρον κι από τη διαρκή ανάγκη σας να τσακώνεστε μεταξύ σας για χαμένες υποθέσεις.

Η ψυχρή, σκληρή αυτή σκέψη χτύπησε σαν χαστούκι το μυαλό του Χούμα.

Θα πρέπει να μαζέψω μερικούς σαν εσάς και να μελετήσω αυτό το διασκεδαστικό, περαστικό πράγμα που αποκαλείτε «αγάπη». Φαίνεται τόσο… χρήσιμο.

Επιτέλους, ο Χούμα παρηγορήθηκε κάπως στη σκέψη ότι η Τακίσις δε θα μπορούσε ποτέ να βιώσει τα δικά του συναισθήματα. Για κάποια σαν αυτή, θα έμεναν πάντα μυστήρια. Στο συγκεκριμένο θέμα υστερούσε σε σχέση με οποιονδήποτε θνητό.

Μάθε με λοιπόν.

Αν και ήξερε ότι η δρακοντίσια μορφή της στεκόταν ακόμα στην κορυφή του βουνού, ο Χούμα είδε και τη γεμάτη χάρη, σαγηνευτική μορφή μιας πλανεύτρας με μαύρα μαλλιά σαν κοράκι, ντυμένης με το πιο λεπτό μαύρο μετάξι. Όταν χαμογέλασε, ήταν σαν να μην είχε χαμογελάσει ποτέ κανείς άλλος.

Μπορώ να γίνω οτιδήποτε θελήσεις. Μπορείς να μου δείξεις αυτή την αγάπη, που τη θεωρείς τόσο σημαντική. Θα είμαι μια πολύ πρόθυμη μαθήτρια.

Μέσα στο μυαλό του η σαγηνευτική μορφή γύρισε λίγο λοξά, σε καινούριες προκλητικές στάσεις. Ο Χούμα ήταν εντελώς αδύνατο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Ήταν όμορφη πέρα από κάθε σύγκριση και ήθελε να μάθει τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει να είσαι θνητός. Θα μπορούσε να της δείξει τι σήμαινε αγάπη και τότε ο Κριν δε θα ξανάβλεπε ποτέ του το Κακό, ούτε θα υπέφερε ξανά.

Πρόσθεσε –και τον βάραιναν τόσο– και τις ενδιαφέρουσες πτυχές της διδασκαλίας του.

Του χαμογέλασε και φάνηκε να του τείνει ένα λεπτό, τέλεια σμιλεμένο χέρι.

Ο Χούμα ένιωσε στο στήθος του μια θέρμη. Άθελά του το έπιασε. Ένα οικείο αντικείμενο βρέθηκε στο χέρι του.

«Όχι!» φώναξε χωρίς να το σκεφτεί. «Δε θα πέσω θύμα της σκοτεινής σου γοητείας! Ποτέ σου δε θα μάθεις τι είναι αγάπη και τι ζωή – και δε θέλω τίποτα από σένα! Η αγάπη μου ανήκει αλλού!»

Ένιωσε ένα τράνταγμα από κάτω του. Η Γκουίνεθ είχε αναπηδήσει. Δεν είχε καιρό να τη σκεφτεί όμως, γιατί η Σκοτεινή Βασίλισσα αιχμαλώτισε ξανά τη σκέψη του. Θα μπορούσες να γνωρίσεις χαρές που κανείς άλλος άνθρωπος δε γνώρισε ποτέ. Θα μπορούσες να διοικήσεις το στρατό μου, γιατί κανένας πολεμιστής δεν είχε τη δική σου επινοητικότητα, προσαρμοστικότητα και αποφασιστικότητα. Θα μπορούσες να είσαι ο δεύτερος έπειτα από μένα μονάχα κι εγώ Θα σε αντάμειβα πέρα από κάθε προσδοκία.

Άνεμος φρικτός σηκώθηκε. Η ασημένια δράκαινα κόντεψε να παρασυρθεί πάνω στη βουνοπλαγιά και ο Κεραυνός με τον Καζ την ακολούθησαν. Ο Χούμα άρπαξε τη Δρακολόγχη με το ένα χέρι και με το άλλο ψηλάφισε το μενταγιόν του Πάλανταϊν. Με αυτά τα δύο είχε ακόμα ελπίδες.

Πολύ καλά. Με απέρριψες. Άνοιξες το δρόμο της καταστροφής της δικής σου και της αγαπημένης σου.

Μπορεί η δρακοβασίλισσα να αγνοούσε την αγάπη, ήξερε όμως άριστα το μίσος.

«Χούουουμααα!»

Ο ιππότης γύρισε στιγμιαία και είδε τον Κεραυνό να προσγειώνεται αναγκαστικά σε μια βραχώδη προεξοχή. Ο Καζ σφιγγόταν απελπισμένα πάνω στη σέλα.

Το θέμα θα τακτοποιηθεί μεταξύ μας, ω θνητέ Ιππότη της Σολάμνια! Για όλα όσα έκανες, θα ικετέψεις τη συγνώμη μου! Θα με εκλιπαρήσεις να βάλω τέλος στην αγωνία σου, αλλά αυτό δε θα σου το χαρίσω παρά στο τέλος της αιωνιότητας.

Ο Χούμα θυμήθηκε την επιλογή του Γκάλαν Ντράκος. Προτίμησε τη λήθη κορμιού και ψυχής παρά την τρυφερή «δικαιοσύνη» της Βασίλισσας του Σκότους. Και αυτό από κάποιον που δεν ήξερε τι θα πει συμπόνια, είχε βασανίσει ανελέητα τον Μάτζιους, είχε στείλει χιλιάδες σ’ έναν άδικο θάνατο. Στο τέλος για τον Ντράκος δεν υπήρχε παρά μονάχα φόβος, φόβος στη σκέψη και μόνο ότι θα βρισκόταν στο έλεος της κυράς του.

Πρώτα θα κάνω το κορμί σου αλοιφή – αλλά δε θα πεθάνεις. Μετά θα πάρω το μυαλό σου και θα του αποκαλύψω όλη τη σκοτεινή ομορφιά του οίκου μου. Η τρέλα δεν πρόκειται να σε σώσει. Δε θα το επιτρέψω. Έπειτα θα πάρω την αγάπη σου και θα της χαρίσω τις λεπτότερες «διασκεδάσεις μου» ενώ εσύ θα κοιτάζεις.

Ο Χούμα είχε δει θαύματα και φρικαλεότητες που λίγοι άνθρωποι είχαν αντικρίσει – και μόνο η πίστη του στον Πάλανταϊν, τη δικαιοσύνη και το Καλό που αντιπροσώπευε ο θεός του τον είχαν σώσει. Κάθε φορά αυτή του η πίστη τον δυνάμωνε. Είχε φτάσει στο σημείο να αγαπάει τον Κριν όσο και τον Πάλανταϊν και ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για το καλό του κόσμου του, αν αυτό σήμαινε την ήττα του Σκότους.

Αντί να τραβήξει πίσω την Γκουίνεθ, ο Χούμα την πίεσε να προχωρήσει.

Η ασημένια δράκαινα υπάκουσε. Δε θα τον εγκατέλειπε.

Είστε ανόητοι. Πιο ανόητοι από τον Ντράκος που πίστεψε ότι θα γινόταν θεός. Η καταφυγή του στη λήθη τον έσωσε από το τρυφερό μου έλεος. Εσάς τι θα σας σώσει;

Ήταν σαν να άνοιγε ξαφνικά μια ομίχλη. Η δρακοβασίλισσα στεκόταν εκεί και κοίταζε με μια ομορφιά συναρπαστική και τρομερή ταυτόχρονα.

Ένα-ένα τα κεφάλια του δράκου τον χλεύαζαν. Ήταν πέντε συνολικά και το καθένα τους αντιπροσώπευε κι από ένα της παιδί. Πονηρό και σκληρό πράσινο. Γλοιώδες λευκό. Πανίσχυρο, καταστροφικό κόκκινο. Απρόβλεπτο μαύρο. Κυρίαρχο μπλε.

Κινούνταν μπρος-πίσω σαν πλοκάμια, σαν να του έριχναν κάποιο υπνωτικό ξόρκι. Τα μάτια τους δεν τον έχαναν στιγμή. Δε σταματούσαν λεπτό να κινούνται.

Η Σκοτεινή Βασίλισσα ήταν πάνω από είκοσι μέτρα και πανίσχυρη. Κάθε της κίνηση ήταν προσποίηση της χάρης και της δύναμης. Σε κάθε της κίνηση –όσο αδιόρατη κι αν ήταν– σου έδειχνε πόσο ανόητο ήταν να τολμήσεις να παραβείς τη θέλησή της.

Τώρα βλέπεις. Τώρα γνωρίζεις.

Ο γρήγορος, μικρός, λευκός δράκος φύσηξε ξαφνικά προς το μέρος του. Ο Χούμα μόλις που πρόλαβε να δει τον κώνο του ψύχους που τινάχτηκε πάνω του, αλλά η Γκουίνεθ έστριψε με ευκολία και πέταξε πέρα από την εμβέλειά του.

Ο Δράκος των Πολλών Χρωμάτων και Κανενός –ο Χούμα θυμήθηκε το αρχαίο όνομα– γέλασε δηκτικά. Για τη θεά, η επίθεση δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, όπως παίζει η γάτα με το ποντίκι πριν το κάνει μια μπουκιά.

Ολόγυρά τους ο άνεμος συνέχιζε να λυσσομανάει μαστιγώνοντάς τους και η ασημένια δράκαινα έστριψε επικίνδυνα κοντά στη βουνοπλαγιά. Τα κεφάλια της δρακοβασίλισσας γέλασαν χαιρέκακα.

Ο Χούμα διέκρινε ένα μικρό δισταγμό στις κινήσεις του θεϊκού κολοσσού. Και δεν τον κορόιδευε πια. Τα ζευγάρια των ματιών τον κάρφωναν με μεγαλύτερη ένταση, σαν να τον μελετούσαν από την αρχή. Τα τεράστια φτερά άνοιξαν με μια κίνηση που σε έναν κοινό δράκο ο Χούμα θα αναγνώριζε μια ένδειξη ανυπομονησίας.

Έκανε σινιάλο στην Γκουίνεθ. Εκείνη έστριψε αφήνοντας μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην ίδια και τη δρακοβασίλισσα και στράφηκε να την κοιτάξει. Το χέρι του Χούμα κράτησε σταθερά τη Δρακολόγχη. Τα πέντε κεφάλια κοκάλωσαν και ήταν σε ετοιμότητα.

Ο ιππότης έκανε καινούριο σινιάλο.

Η καταιγίδα που εξαπέλυε η δρακοβασίλισσα δεκαπλασιάστηκε, αναγκάζοντας τον Καζ με τον Κεραυνό να αναζητήσουν κάποια ασφάλεια στο έσχατο άκρο της βουνοπλαγιάς. Μόλις που πρόλαβαν να δουν την ασημένια δράκαινα να αψηφά τους τρομερούς ανέμους και τη δυνατή βροχή και να πετάει μπροστά με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Ύστερα ιππότης και δράκαινα εξαφανίστηκαν, φτάνοντας στην άκρη της κορυφής.

Ο Καζ μουρμούρισε από μια προσευχή σε κάθε θεό του οίκου του Πάλανταϊν που μπορούσε να ανακαλέσει η θολωμένη του μνήμη. Την τελευταία και μεγαλύτερη την κράτησε για τον Πλατινένιο Δράκο – το θεό που οι θνητοί γνώριζαν ως Πάλανταϊν.

Ακόμα δεν είχαν καταφέρει να επιχειρήσουν κάποιο χτύπημα ενάντια στη δρακοβασίλισσα. Το γεγονός ότι δεν τους είχε τσακίσει με όλες της τις δυνάμεις ήταν ζωτικής σημασίας. Σήμαινε ότι η Βασίλισσα του Σκότους διατηρούσε ένα πολύ εύθραυστο έλεγχο των δυνάμεων της. Προσπαθούσε να κάνει πολλά και η δύναμή της σκορπιζόταν υπερβολικά και εξασθένιζε σε πολλά ανόμοια ξόρκια.

Η Γκουίνεθ εξαπόλυσε έναν κώνο πάγου στο πράσινο κεφάλι της θεάς, που τον τίναξε από πάνω της σαν ξερόφυλλο.

Δυο σαγόνια έκλεισαν επικίνδυνα κοντά τους. Καθώς η Γκουίνεθ απομακρυνόταν, ο Χούμα διέκρινε στιγμιαία το κεφάλι ενός κόκκινου δράκου. Είδε το τεράστιο πλάσμα να σηκώνεται, επιτέλους, από την κορυφή. Η Σκοτεινή Κυρά δε θεωρούσε πια βέβαιη τη νίκη της. Μετέφερε τη μάχη στον Χούμα, αποφασισμένη να μην πολεμήσει περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο.

Στον αέρα η δρακοβασίλισσα ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια από την ασημένια δράκαινα. Οι ανοιχτές φτερούγες της έκρυβαν τον ουρανό. Το καθένα από τα μπροστινά της νύχια θα μπορούσε να κόψει εύκολα το κεφάλι του Χούμα και να το κάνει λιώμα.

Βαρέθηκα τα παιχνίδια. Πεταρίζεις σαν πεταλούδα.

Η ασημένια δράκαινα αναπήδησε και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσε η Τακίσις.

Το μαύρο κεφάλι της Τακίσις φώναξε κάτι σε μια γλώσσα μαγική. Ιππότης και δράκαινα βυθίστηκαν ξαφνικά στο σκοτάδι.

Ακούστηκε ένας βρυχηθμός.

Νύχια έσκισαν τον αέρα πάνω από τον Χούμα. Η ασημένια δράκαινα βούτηξε την τελευταία στιγμή. Η Δρακολόγχη έλαμπε ακόμα – το μοναδικό φως στον ουρανό.

Φως; Δεν μπορείς να έχεις φως!

Στην αρχή δεν το πρόσεξε ούτε ο Χούμα, αλλά ήταν αλήθεια. Το σκοτάδι έγινε σκιά και η σκιά έγινε φως ξανά. Η Τακίσις ζυγιάστηκε στον αέρα, έξαλλη από τη δύναμη της Δρακολόγχης.

Ο Πάλανταϊν δεν μπορεί να σε προστατεύει πάντα.

«Χούμα» του φώναξε η δράκαινα κοντανασαίνοντας με κόπο. «Δε θα μπορέσω να την αποφεύγω για πολύ ακόμα.»

Ο Χούμα άγγιξε το μενταγιόν που κρεμιόταν στο κέντρο του στέρνου του. Έγνεψε καταφατικά. «Καιρός να χτυπηθούμε μαζί της.»

Ελάτε λοιπόν! Γνωρίστε το αγκάλιασμά μου!

«Σου προσφέρω την ίδια ευκαιρία που έδωσα και στον Γκάλαν Ντράκος, Σκοτεινή Βασίλισσα. Σου προσφέρω την ευκαιρία να παραδοθείς.»

Αστειεύεσαι την ώρα του χαμού σου, θνητέ Χούμα. Ενδιαφέρον το χιούμορ σου. Θα διασκεδάζω μια ολόκληρη αιωνιότητα.

Ο Χούμα σταθεροποίησε τη Δρακολόγχη έτσι που να σημαδεύει ίσια στο κέντρο της τεράστιας μορφής της δρακοβασίλισσας.

«Θα δεις αν αστειεύομαι. Αυτή είναι η δύναμη του Πάλανταϊν. Κανένα θνητό όπλο δεν μπορεί να σε νικήσει, αλλά η Δρακολόγχη δεν είναι θνητό όπλο.»

Εσύ όμως είσαι θνητός, Ιππότη της Σολάμνια.

Ο Χούμα έσκυψε το κεφάλι. Το παραδέχτηκε.

«Είμαι Ιππότης της Σολάμνια. Είμαι το χέρι του Πάλανταϊν, της Κίρι-Τζόλιθ και του Χάμπακουκ σε αυτό τον κόσμο. Βρίσκεσαι στον Κριν. Είσαι δική μου, Βασίλισσα του Σκότους.»

Κλότσησε τα πλευρά της Γκουίνεθ κι εκείνη τινάχτηκε μπροστά με καινούρια ενεργητικότητα. Η Δρακολόγχη άστραψε.

Κάτι παράξενο συνέβη.

Ο Χούμα ένιωσε λες και η πανοπλία του έγινε λαμπρότερη. Την ένιωσε διαφορετική. Στην όψη και στην αφή έμοιαζε με πλατίνα. Χάθηκαν τα κοψίματα και τα γδαρσίματα που είχε πάνω της. Το γαντοφορεμένο του χέρι φάνηκε να λάμπει έντονα όσο και η λόγχη. Τότε θυμήθηκε το όραμα και το άγαλμα από το οποίο είχε πάρει την πρώτη λόγχη.

Από κάτω του η Γκουίνεθ άλλαξε κι εκείνη. Έγινε μακρύτερη, λεπτότερη και πολύ πιο όμορφη. Έγινε ένα λαμπερός, άσπρος, πολεμικός κέλητας, ένας πλατινένιος δράκος, μια μεγαλόπρεπη αλκυόνα.

Όλα αυτά μπορεί να ήταν μια παραίσθηση – αλλά και η Δρακολόγχη έτσι δεν του είχε φανεί;

Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Το μόνο που ήξερε ο Χούμα ήταν ότι το πελώριο πολύχρωμο τέρας δίσταζε ξανά. Αυτή τη φορά δράκος όρμησε σε δράκο. Νύχια και δόντια έσκισαν τον αέρα. Η Δρακολόγχη σκάλωσε για μια στιγμή μονάχα. Ο Χούμα ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση.

Η δρακοβασίλισσα δεν είχε υπολογίσει σε τέτοιο βαθμό στην ίδια της την ορμή. Το κορμί της τινάχτηκε μπροστά και η Δρακολόγχη βρήκε ξαφνικά ακάλυπτο το λαιμό του κεντρικού κεφαλιού.

Ιχώρ έλουσε τον Χούμα. Ένα μέρος του έκαψε το πληγωμένο του πόδι, βγάζοντας τον στιγμιαία από την εκστατική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Έδιωξε τη σκέψη του πόνου από το μυαλό του.

Το ουρλιαχτό της τράνταξε κυριολεκτικά τα βουνά κι ακούστηκε μίλια μακριά. Τέσσερα κεφάλια στράφηκαν στα τυφλά στην πηγή του πόνου. Το πέμπτο, το μπλε, κρεμόταν άχαρα, άχρηστο πια. Η Τακίσις γρατσούνισε με άγριες νυχιές. Προσπάθησε μάταια να βγάλει τη Δρακολόγχη από τον κορμό της, αλλά η ασημένια δράκαινα δεν έκανε πίσω. Τα τέσσερα κεφάλια που απόμεναν προσπάθησαν να δαγκώσουν την Γκουίνεθ.

Ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι η Βασίλισσα του Σκότους δεν είχε ξανανιώσει πόνο.

Η Τακίσις τούς έδινε αγωνιώδεις νυχιές και δαγκωνιές. Ο Χούμα έκανε σήμα στην Γκουίνεθ να υποχωρήσει. Με φρίκη, διαπίστωσε ότι η λόγχη δεν έβγαινε. Η ασημένια δράκαινα άρχισε να αιμορραγεί άσχημα και ο Χούμα είδε ότι ήταν γεμάτη από ακανόνιστες πληγές που έσταζαν αίμα. Τα σκισμένα της φτερά χτυπούσαν αργά και η ανάσα της γινόταν όλο και πιο ρηχή.

Η δρακοβασίλισσα συνέχισε να ουρλιάζει χτυπώντας μπρος-πίσω τα φτερά της. Η βάση της Δρακολόγχης λύγισε κάμποσο. Ο Χούμα προσπάθησε μάταια να τη σταθεροποιήσει. Η πίσω άκρη του όπλου τινάχτηκε ξαφνικά προς τα πάνω και τον χτύπησε βαριά στο πλάι του κεφαλιού. Ο Χούμα έπεσε ανάσκελα, ζαλισμένος και αιμόφυρτος.

Άκουσε κάτι να σπάει.

Με γιγάντια προσπάθεια, ίσιωσε το κορμί του – και είδε ότι από τη βάση της λόγχης δεν απόμεναν παρά σκλήθρες. Η Τακίσις του είχε πάρει τη λόγχη.

Πού ήταν;

«Χ… Χούμα.»

«Γκουίνεθ!» Έγειρε μπροστά. Η δράκαινα ανάσαινε ακανόνιστα και σε κάθε της κίνηση από το στόμα της έτρεχε αίμα.

«Αυτή… εγώ, εκεί κάτω. Δεν μπορώ…»

Τα φτερά της κοκάλωσαν στη μέση της κίνησης.

Άρχισαν να πέφτουν προς τη βουνοπλαγιά. Πρόλαβε να ουρλιάξει το όνομά της μια φορά πριν χτυπήσουν. Ύστερα ένιωσε το κορμί του να αρπάζεται από τη σέλα και όλα σκοτείνιασαν.

Όταν ξύπνησε, ο κόσμος ήταν κόκκινος. Αίμα και πόνος. Πρέπει να κειτόταν εκεί ώρες ολόκληρες. Τα μάτια του –κατακόκκινα– τον έτσουζαν και η όρασή του ήταν θολή. Ο άνεμος ούρλιαζε ακόμα.

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον πόνο. Του διαπερνούσε ολόκληρο το κορμί. Το πληγωμένο του πόδι είχε μουδιάσει.

Με μεγάλη προσπάθεια, ο Χούμα ανακάθισε.

Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έπεσε με το κεφάλι στο παγωμένο χώμα της πλαγιάς. Το μυαλό του άστραψε ξανά από τον πόνο.

Τώρα σερνόταν. Δεν έβλεπε ίχνος της Γκουίνεθ ή της δρακοβασίλισσας. Κατάφερε να συρθεί πόντο-πόντο.

Ενώ αγωνιζόταν, κάτι κοντά στην κορυφή τού τράβηξε την προσοχή.

Ένα χέρι. Ένα ανθρώπινο χέρι.

Δεν ήταν σίγουρος πού βρήκε τα αποθέματα δύναμης, αλλά κατάφερε να συρθεί προς τη μορφή που κειτόταν κοντά σε ένα βράχο.

«Γκουίνεθ.»

Είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή της. Οι πληγές όμως που κάλυπταν το κορμί της δεν ήταν λιγότερο τρομερές. Το ένα της χέρι ήταν γυρισμένο από κάτω της. Το πρόσωπό της ήταν τώρα ωχρό σαν τα ασημένια της μαλλιά. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, τραχιά και με ρίγη. Κάθε τόσο κινούνταν άβολα και μικροί ήχοι πόνου, όμοιοι με γρυλίσματα ζώου, ξέφευγαν από τα σκασμένα και ματωμένα της χείλη. Το κορμί της ήταν γεμάτο πληγές που αιμορραγούσαν και μελανιές. Ήταν θαύμα που ζούσε.

Το στόμα της άνοιξε σε μια σιωπηλή κραυγή. Ο Χούμα σύρθηκε στο πλευρό της, αγνοώντας τα γδαρμένα, ματωμένα του χέρια και τον πόνο που του συντάραζε τα σωθικά.

Όταν την έφτασε, πρόσεξε επιτέλους ότι το γερό της χέρι έσφιγγε τη Δρακολόγχη του πεζικάριου σαν να ήταν η ίδια της η ζωή. Κομματιασμένη και τσακισμένη, η Γκουίνεθ είχε σώσει τη μικρότερη λόγχη, γνωρίζοντας ότι ήταν το μοναδικό όπλο που θα τους έσωζε αν επέστρεφε η δρακοβασίλισσα.

Ο πρόφερε ξανά το όνομά της.

Ακούστηκε ένας βρυχηθμός. Η Γκουίνεθ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και κοίταξε ίσια επάνω.

«Χούμα;»

«Ξεκουράσου. Θα έρθει ο Καζ ή κάποιος άλλος.»

«Όχι!» Τα μάτια της δάκρυσαν. «Η Τακίσις. Δεν πρέπει να την αφήσεις να λευτερωθεί.»

Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια. Κάτι χτυπιόταν πέρα από το ύψωμα. Κάτι τεράστιο που πονούσε τρομερά. Ο βρυχηθμός ακούστηκε ξανά.

Η Γκουίνεθ πήγε να μιλήσει κι έβηξε αίμα. «Αργά ή γρήγορα, εκείνη θα συνέλθει από τη Δρακολόγχη. Πρέπει να την προ… προλάβεις.»

«Τι μπορώ να κάνω;» Ο Χούμα μόλις που κατάφερε να συρθεί λιγάκι.

«Πάρε αυτό» του έδειξε τη μικρότερη Δρακολόγχη. «Κατάφερα να… τη σώσω.» Η Γκουίνεθ τον άρπαξε ξαφνικά. «Είσαι πολύ χτυπημένος; Άσε με να σε βοηθήσω.»

«Ξέχασέ με εμένα. Ξέχνα τη Δρακολόγχη. Τι σου συμβαίνει; Γιατί έγινες άνθρωπος; Γιατρεύεσαι μόνη σου;»

«Δε… δεν έχει σημασία. Η πτώση απλώς έφερε πιο γρήγορα το Κακό. Ευχαριστώ μονάχα τον Πάλανταϊν που είσαι ακόμα ζωντανός.»

«Μη μιλάς άλλο.»

Δε γίνεται να πεθάνει, σκέφτηκε με φρίκη ο Χούμα.

Εγώ, εγώ μπορώ να τη σώσω, θνητέ.

Ξαφνικά ο άνεμος πάγωσε. Ο Χούμα έμεινε σιωπηλός, χωνεύοντας τις λέξεις. Πώς; σκέφτηκε.

Αυτή – ω τι πόνος! Δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τις δυνατότητές μου! Απάλλαξέ με από την αγωνία και θα σας κάνω καλά και τους δύο, το ορκίζομαι στοεπέκεινα! Το ορκίζομαι, ύψιστε θεέ!

Ο Χούμα χαμήλωσε τα μάτια στην Γκουίνεθ, που τον κοίταζε με ένταση. Μόλις που ανάσαινε.

«Τι τρέχει;»

«Σου… μας προσφέρει τη ζωή.»

«Με τι αντάλλαγμα;»

Ο Χούμα δίστασε. «Τη λευτεριά της.»

«Χού…» Η Γκουίνεθ έβηχε ανεξέλεγκτα. Έκλεισε τα μάτια. Για μια στιγμή ο ιππότης φοβήθηκε ότι πέθανε. Εκείνη όμως τα άνοιξε ξανά και τον κοίταξε κατάματα. «Δεν μπορείς να τη σκοτώσεις – αυτό δεν είναι δυνατό. Αλλά ούτε και να τη λευτερώσεις μπορείς. Ολόκληρος ο Κριν θα υποφέρει για το μαρτύριό της. Η ζωή μου δεν αξίζει τόσο πολύ.» Σώπασε. Η προσπάθεια της να μιλήσει της σπαταλούσε και τη λιγοστή ενέργεια που της είχε απομείνει.

Ο Χούμα τη σκέπασε με το σώμα του για να μην τη χτυπάει ο άγριος άνεμος. «Δε σ’ αφήνω να πεθάνεις.»

«Δεν έχεις άλλη επιλογή.» Του χαμογέλασε αχνά.

«Δε γίνεται» τραύλισε ο Χούμα και τελικά άρθρωσε αυτό που είχε από καιρό παραδεχτεί μέσα του. «Σ’ αγαπώ. Ντρέπομαι που δε σου το είπα νωρίτερα. Δε θέλω να σε χάσω.»

Παρά τις τρομερές πληγές της, το πρόσωπό της έλαμψε.

«Θέλω… θέλω να με θυμάσαι όπως είμαι τώρα, γιατί αυτή είμαι πραγματικά. Πρώτη φορά έζησα στ’ αλήθεια σαν ανθρώπινο πλάσμα. Αγάπησα σαν ανθρώπινο πλάσμα.»

Το χέρι της γλίστρησε. «Θα πεθάνω σαν ανθρώπινο πλάσμα… γνωρίζοντας ότι εσύ…» Η Γκουίνεθ έκλεισε τα μάτια, τσακισμένη από τον πόνο. Άρχισε να τρέμει και ο Χούμα τη συγκράτησε, «…εσύ…»

Το ρίγος σταμάτησε. Ο ιππότης χαλάρωσε το σφίξιμο. Τα μάτια της Γκουίνεθ ήταν κλειστά και στην επιθανάτια όψη της ήταν απλωμένη μια παράξενη γαλήνη.

«Γκουίνεθ;»

Θνητέεε! Ακόμα δεν είναι αργά!

Ο Χούμα τής απόθεσε κάτω το κεφάλι.

Πίσω από το ύψωμα φάνηκε αστραπιαία μια ουρά που χάθηκε ξανά. Ο ουρανός ήταν πάλι μαύρος. Η πύλη, η δίοδος της Τακίσις από και προς την Άβυσσο, τρεμόσβηνε και είχε απομείνει σαν μια σκιά του προηγούμενου κακόβουλου μεγαλείου της –υπήρχε όμως ακόμα.

Ο Χούμα έπιασε τη Δρακολόγχη και άρχισε να σέρνεται προς το ύψωμα. Ενεργούσε χωρίς τη θέλησή του. Στο μυαλό του οι σκέψεις του για το τι μπορεί να είχε συμβεί ήταν συγκεχυμένες. Δεν υπήρχε πια στο παρόν. Δεν κατάλαβε καν ότι έφτασε στο ύψωμα, μέχρι να βρεθεί να κοιτάζει τη δρακοβασίλισσα.

Κειτόταν λίγο πιο χαμηλά, σ’ έναν κρατήρα που είχε ανοίξει με την πτώση της.

Ο Χούμα απόμεινε εκεί κάμποση ώρα. Ανάσαινε πια με δυσκολία και συνειδητοποίησε ότι τα πλευρά του πρέπει να ήταν σπασμένα. Μια έβλεπε και μια όχι, ξανά και ξανά.

Με κάποιον τρόπο κατάφερε να φέρει τη Δρακολόγχη στην κορυφή του υψώματος και να την περάσει από πάνω του, με την αιχμή μπροστά. Ο ψυχρός άνεμος δεν τον ενοχλούσε πια. Του καθάριζε μάλιστα το μυαλό για την αποστολή που τον περίμενε.

Τι… κάνεις εκεί;

Η σκέψη της δρακοβασίλισσας τρεμόπαιξε ξαφνικά μέσα στο μυαλό του. Ξαφνιάστηκε τόσο που παραλίγο να του πέσει η λόγχη από το ύψωμα. Την τράβηξε και τη χρησιμοποίησε για να σηκωθεί όρθιος, με το κορμί του να ταλαντεύεται μπρος-πίσω.

Με τη Δρακολόγχη έτοιμη σαν ακόντιο, ο Χούμα κοίταξε τη θεά που χτυπιόταν.

Κειτόταν ανάσκελα, με τα φτερά της διπλωμένα άβολα κάτω από το κορμί της. Τα τέσσερα κεφάλια που απόμεναν τινάζονταν άγρια προς τη σπασμένη Δρακολόγχη, η οποία ήταν ακόμα καρφωμένη στο κορμί της. Κάθε φορά που τα κεφάλια το πλησίαζαν, το όπλο σπίθιζε κι εκείνα τραβιόνταν πίσω από τον πόνο.

«Άκουσέ με» είπε ο Χούμα.

Στην αρχή ακούγονταν μόνο τα τινάγματα και οι τρομερές κραυγές πόνου και μανίας.

«Άκουσέ με» επανέλαβε.

Θνητέ… Τι ζητάς;

Η τεράστια δράκαινα προσπάθησε να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερε.

«Νικήθηκες, Τακίσις, δρακοβασίλισσα.»

Όχι! Αυτό δε γίνεται!

«Τα στρατεύματά σου τράπηκαν σε φυγή. Οι αποστάτες σου είναι άλλοι νεκροί κι άλλοι σκορπισμένοι. Το Συμβούλιο θα τους καταδιώξει. Κάτι τέτοιους θα τους προσέχουμε περισσότερο στο μέλλον. Δε θα υπάρξει άλλος Γκάλαν Ντράκος.»

Πέρασε κι άλλη ώρα. Η δρακοβασίλισσα προσπαθούσε φανερά να κερδίσει τον έλεγχο.

Τι θέλεις, θνητέ;

«Πρέπει να διατηρηθεί η ισορροπία. Χωρίς το Κακό, το Καλό αποτελματώνεται. Ξέρω πως δεν μπορώ να σε σκοτώσω.»

Λευτέρωσέ με λοιπόν!

Η ένταση της στιγμής έκανε τον Χούμα να παραπατήσει προς τα πίσω. Η Δρακολόγχη παραλίγο να του γλιστρήσει από το χέρι.

«Πρώτα πρέπει να παραδοθείς.»

Ο άνεμος είχε κοπάσει. Ο ουρανός ήταν παράξενα καθαρός. Ο Χούμα ένιωσε τον ήλιο να του ζεσταίνει το κορμί.

Η πύλη είχε σχεδόν εξαφανιστεί.

Η δρακοβασίλισσα ήταν εντελώς ακίνητη. Ήταν σχεδόν σαν νεκρή. Ο Χούμα τράβηξε τη λόγχη από την άκρη κι έσκυψε από πάνω της.

Ένα κεφάλι δράκου, πράσινο σμαραγδί, τινάχτηκε εναντίον του. Ο Χούμα τραβήχτηκε, αλλά ήταν αργά.

Μια πυκνή στήλη τοξικού, πράσινου αερίου τον χτύπησε σφυρίζοντας και τον τύλιξε πριν προλάβει να σκεφτεί. Έπεσε μπρούμυτα και αυτή τη φορά το χέρι του που κρατούσε τη λόγχη χαλάρωσε ολότελα. Το όπλο έπεσε από το χείλος του γκρεμού. Ο άτυχος ιππότης έπεσε κι εκείνος προς τη δρακοβασίλισσα. Σε κάθε του αναπήδηση πάνω στον πετρώδη κρατήρα έβγαζε και από ένα ουρλιαχτό.

Κι άλλοτε είχε νιώσει πόνο, αλλά τώρα καταλάβαινε το πραγματικό νόημα της λέξης. Ούρλιαζε απανωτά, αλλά δεν πέθανε.

Ζεις ακόμα! Τι χρειάζεται για να πεθάνεις; Ένας κοινός θνητός είσαι!

Τότε ο Χούμα, παρά τον πόνο του, γέλασε.

«Ανήκω στον Πάλανταϊν, ανήκω στην Γκουίνεθ. Κανείς τους δε θα σου επιτρέψει να με πάρεις!»

Ο Χούμα άρχισε να σηκώνεται. Έβηχε και τα χέρια του έτρεμαν. Είχε εισπνεύσει πάρα πολύ δηλητηριώδες αέριο. Η πτώση του είχε τσακίσει το κορμί και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σταθεί όρθιος – τόσο πολύ γυρνούσε το κεφάλι του. Ήξερε ότι, παρά τα λεγόμενά του, δεν είχε πολλή ζωή ακόμα.

«Έρχονται, Τακίσις»

Ποιοι;

«Οι υπόλοιπες Δρακολόγχες. Πάνω από εκατό. Ο πόνος και η αγωνία σου στο εκατονταπλάσιο. Σου προσφέρω μια ευκαιρία. Εκείνοι δε θα κάνουν το ίδιο. Το ξέρεις.»

Δεν μπορούν να με σκοτώσουν!

«Μπορούν να σε κάνουν να υποφέρεις αιώνια.»

Δ εν μπορούν! Η ισορροπία! Εσύ το είπες!

«Και τι τους νοιάζει εκείνους η ισορροπία; Αυτοί θέλουν την ειρήνη. Αυτό θα σου πουν.»

Μεγάλη παύση. Τα μάτια του Χούμα άρχισαν να κλείνουν, αλλά κατάφερε να τα ανοίξει και πάλι.

«Δε θα μπορέσεις να λευτερωθείς πριν έρθουν. Ακόμα κι αν εγώ πεθάνω, εκείνοι θα σε πιάσουν. Μια θεά στο έλεος των θνητών.»

Τι ζητάς;

Ήταν ολοφάνερο ότι η Τακίσις δυσκολευόταν πολύ να συνεχίσει. Μόνο ένα κεφάλι κοίταζε πια τον Χούμα. Τα άλλα ταλαντεύονταν ανεξέλεγκτα.

«Αποσύρσου από τον Κριν.»

Εγώ…

«Φύγε τώρα!»

Πολύ καλά.

«Πάρε και τους δράκους σου μαζί. Δεν πρέπει να ξανάρθουν ποτέ στον Κριν. Πάρ’ τους μαζί σου.»

Κι άλλη παύση.

«Ορκίσου το» πρόσθεσε ο Χούμα.

Εκείνη δίστασε.

Τ’ ορκίζομαι.

«Θέλω να σε ακούσω να ορκίζεσαι σε ό,τι έχεις ιερό.»

Είδαν κι οι δυο τους το μοναχικό δράκο να πετάει από πάνω τους και άκουσαν τη φωνή του αναβάτη του, μια φωνή που ο Χούμα γνώριζε καλά.

Ο Καζ. Η φωνή του έτρεμε και ο δράκος του ήταν ολοφάνερα κουρασμένος, αλλά πετούσαν διαγράφοντας κύκλους, έτοιμοι να πλησιάσουν.

«Ο χρόνος σου τελειώνει, βασίλισσα.»

Ορκίζομαι ότι θ’ αποσ… αποσυρθώ (ρίγησε από τον πόνο και για μια στιγμή ο Χούμα φοβήθηκε ότι θα τον έλιωνε με το βάρος της) από τον Κριν μαζί με τα παιδιά μου, για όσο καιρό ο κόσμος είναι ακέραιος. Τ’ ορκίζομαι στο…

Το είπε. Στο επέκεινα. Στον ύψιστο θεό.

Ο Κεραυνός προσγειώθηκε εκεί κοντά, με μάτι άγρυπνο. Ο Καζ, αδιαφορώντας για τον όγκο της κακόβουλης δρακοβασίλισσας, έτρεξε κοντά στον Χούμα.

«Νίκησες! Τη νίκησες!» Ο Καζ σταμάτησε αποτόλμα και η έκφρασή του σοβάρεψε. «Είμαι μάρτυρας, Χούμα. Θα το θυμάμαι όσο θυμάμαι και τους προγόνους μου.»

Ο Χούμα τον έκανε να σωπάσει με το βλέμμα. «Καζ, πρέπει να βγάλεις τη Δρακολόγχη από το κορμί της.»

«Τι;» Ο Καζ σηκώθηκε και κοίταξε τον Χούμα σαν να είχε χάσει τα μυαλά του. «Να τη λευτερώσω; Θα γίνει χαμός! Θα πεθάνουμε – αν είμαστε τυχεροί!»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι. Μου ορκίστηκε. Μπορώ να σε βεβαιώσω ότι…» έκλεισε τα μάτια «…ότι θα φύγει.»

«Δεν μπορώ να το κάνω!»

«Καζ.» Ο Χούμα μόρφασε. «Της το υποσχέθηκα. Είναι θέμα τιμής για μένα. Εσύ καταλαβαίνεις από τιμή. Στην αρχαία γλώσσα λέμε “Εστ Σουλάρις οθ Μίθας.” Η τιμή μου είναι η ζωή μου.»

Ο μινώταυρος κοίταξε μια τον ιππότη και μια τη θεά. Εκείνη, σιωπηλή, έτρεμε από τον πόνο.

«Βιάσου. Τη λόγχη, την τιμή μου – οι άλλοι δε θα σε αφήσουν.»

Διστακτικά, ο μινώταυρος άρχισε να κινείται. «Η τιμή μου» είπε μονολογώντας σχεδόν, με τα μάτια καρφωμένα στο σκοπό του «είναι η ζωή μου.»

Τα κεφάλια της δρακοβασίλισσας γύρισαν προς το μέρος του, αλλά μόνο ένα, το ύπουλο πράσινο, έμεινε καρφωμένο πάνω του. Τα άλλα κουνιόνταν απλώς μπρος-πίσω, λες και ήταν ολότελα ανεξέλεγκτα.

Η λόγχη ήταν βαθιά καρφωμένη στη βάση του λαιμού του μπλε κεφαλιού. Με μεγάλη αηδία και αρκετό φόβο, ο Καζ σκαρφάλωσε πάνω στην Τακίσις, τη Σκοτεινή Βασίλισσα.

Ο πράσινος δράκος τον κοίταζε έντονα.

Σε μια επίδειξη τρελής παλικαριάς, ο πελώριος πολεμιστής ρουθούνισε περιφρονητικά. Ζάρωσε βλέποντας το κεφάλι έτοιμο να τον χτυπήσει, αλλά εκείνο γύρισε και κοίταξε βλοσυρά την πηγή της αγωνίας της βασίλισσας.

«Θεοί» μουρμούρισε ο Καζ. Θυμήθηκε τον όρκο και σιώπησε. Είχε φτάσει τη Δρακολόγχη. Την έπιασε γερά και την τράβηξε.

Η Δρακολόγχη βγήκε χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Ο Καζ έχασε την ισορροπία του και έπεσε κατρακυλώντας από την κολοσσιαία μορφή, με τη λόγχη πάντα στο χέρι.

Ένα φρικτό γέλιο που σου μούδιαζε το μυαλό πλημμύρισε τον αέρα.

Ο Καζ σταμάτησε, γύρισε και κοίταξε ψηλά.

Η Τακίσις ήταν εκεί, σε όλο το κολασμένο της μεγαλείο. Με τα φτερά ανοιχτά, να αγκαλιάζουν ολόκληρο τον ουρανό. Τα πέντε της κεφάλια κοίταζαν τους ουρανούς γελώντας. Ο πόνος, οι πληγές, ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Πέντε τρομερά κεφάλια δράκων κοίταξαν τον ανήμπορο, τσακισμένο ιππότη κι έπειτα το μινώταυρο που την είχε λευτερώσει. Σε καθένα τους απλωνόταν κι από ένα χαιρέκακο χαμόγελο.

Ο ουρανός γέμισε φλόγες και ο Καζ αναγκάστηκε να καλύψει τα μάτια του.

Όταν τα άνοιξε ξανά, ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος και ο ήλιος, ο τόσο καιρό ξεχασμένος ήλιος, έλαμπε μεγαλόπρεπα, θριαμβευτικά.


Ο ήλιος είχε ξαναβρεί τη λάμψη του. Ο Χούμα δεν ένιωθε πια κρύο, αλλά ούτε και ζέστη. Νύστα. Αυτό ένιωθε. Στην ανοιχτή του παλάμη είδε το μενταγιόν του Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Το πρόσωπο του Πάλανταϊν έλαμπε ζωηρά στο φως του ήλιου. Η ματιά του ήταν υπερβολικά έντονη. Ο Χούμα έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να σφίξει το φυλαχτό. Δεν πείραζε. Όταν θα έπεφτε ο ήλιος, θα το κοίταζε ξανά.

Η σκέψη του πήγε στην Γκουίνεθ και στο τι θα έκαναν τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει.

Загрузка...