Κεφαλαίο 19

«Δε λες τίποτα;» τον ρώτησε ο Ρέναρντ. «Έχουμε χρόνο. Όλοι κοιμούνται εδώ μέσα. Οι τοίχοι είναι χοντροί. Δε θ’ ακούσουν τα σπαθιά μας. Ναι, νομίζω πως έχουμε χρόνο.»

«Στ’ όνομα του Πάλανταϊν, Ρέναρντ. Γιατί;»

Παρά την κουκούλα και το σκοτάδι, ο Χούμα διέκρινε σχεδόν το πρόσωπο του άλλου. Ένιωθε σχεδόν την πικρία στη φωνή του.

«Όταν κειτόμουν ετοιμοθάνατος από το λοιμό πριν από τόσα χρόνια, ικέτεψα τον Πάλανταϊν, τη Μισακάλ και όλους τους θεούς αυτού του οίκου να με σώσουν. Δεν έκαναν τίποτα. Εγώ έλιωνα, πέθαινα. Το πρόσωπό μου τρομάζει πολλούς τώρα. Αν το είχαν δει τότε, θα είχαν γεμίσει φρίκη. Βλέπεις, είχα κολλήσει τον Κόκκινο Λοιμό.»

Ο Κόκκινος Λοιμός. Απ’ όλους τους λοιμούς που έπλητταν τους ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια, ο Κόκκινος Λοιμός ήταν ο χειρότερος. Οι ιππότες είχαν αναγκαστεί να κάψουν χωριά ολόκληρα, όταν οι μεγαλύτεροι θεραπευτές τους δεν μπορούσαν να ελέγξουν την αρρώστια. Τα θύματα αργοπέθαιναν, αλλά η κάθε μέρα ήταν γεμάτη πόνο και πολλοί αυτοκτονούσαν πολύ πριν τους σκοτώσει η πανούκλα. Το όνομά της οφειλόταν στο κοκκίνισμα του δέρματος του θύματος, που στο τέλος καιγόταν από την αρρώστια. Ήταν τρομακτική – και ακόμα μιλούσαν ψιθυριστά γι’ αυτήν.

«Τελικά, όταν σιγουρεύτηκα πια ότι οι πόνοι θα με σκότωναν, δέχτηκα μια επίσκεψη όχι από τους θεούς που είχα ικετέψει αλλά από το μοναδικό θεό που ήταν πρόθυμος να μου διώξει τον πόνο – με κάποιο αντάλλαγμα.» Η αιχμή του σπαθιού υψώθηκε ξανά. «Ο Μόρτζιον. Μόνο εκείνος νοιάστηκε να απαντήσει στις προσευχές μου, κι ας μην είχα στραφεί ποτέ σ’ αυτόν. Ήταν πρόθυμος να μου διώξει τον πόνο και να με ξανακάνει υγιή, αν δεχόμουν να γίνω δικός του. Δεν ήταν δύσκολη απόφαση, Χούμα. Δέχτηκα αμέσως και ευχαρίστως.»

Ο Χούμα παρακαλούσε να συμβεί κάτι – να σαλέψει ο Άρχοντας Όσγουολ, να έρθουν κάποιοι ιππότες να δουν τι είναι αυτό το σκοτάδι, οτιδήποτε – αλλά δε γινόταν τίποτα. Πόσο καιρό το σχεδίαζε ο Ρέναρντ; Πόσο καιρό περίμενε αυτή τη στιγμή;

Ο Χούμα άκουσε μάλλον παρά είδε τη λεπίδα να έρχεται προς το μέρος του. Ο άλλος κινούνταν με μεγάλη σιγουριά μέσα στο σκοτάδι. Όμως ο Χούμα κατάφερνε να αποφεύγει τα χτυπήματα ξανά και ξανά – κι ας ήξερε ότι ο Ρέναρντ ήταν ο καλύτερος μονομάχος απ’ όλους. Και ειδικά τώρα που είχε απέναντι του ένα Χούμα που βρισκόταν σε τέτοια εσωτερική διαμάχη.

Τότε, τόσο ξαφνικά όσο του είχε επιτεθεί, ο Ρέναρντ σταμάτησε. Γέλασε σιγανά. «Πολύ καλός. Σαν τον πατέρα σου.»

«Τον πατέρα μου;»

Μονομαχώντας, είχαν απομακρυνθεί από την πύλη και είχαν προχωρήσει προς τα εκεί που στέκονταν οι κληρικοί κατά τη διάρκεια των τελετουργιών τους. Ο Ρέναρντ έβγαλε την κουκούλα του – και ακόμα και στο σκοτάδι, ο Χούμα μπόρεσε να διακρίνει το ωχρό, τραβηγμένο του δέρμα. «Ο πατέρας σου. Ω, ναι. Για αυτό σε προστάτεψα, βλέπεις. Το σημάδι του Μόρτζιον, ακόμα και σε κάποιον άσχετο, δηλώνει ότι δεν πρέπει να τον πειράξουν ποτέ οι πιστοί του Μόρτζιον.»

Ο Χούμα θυμήθηκε τα λόγια των πιστών του Μόρτζιον στα ερείπια. Είχαν δει το σημάδι και είχαν τσακωθεί γι’ αυτό. Ο Σκουλάρις δεν ήξερε γιατί το είχε ο Χούμα.

«Τι ανόητος αισθηματίας που είμαι» συνέχισε ο Ρέναρντ «να θέλω να σώσω το συγγενή μου.»

«Το συγγενή σου;»

«Μοιάζεις τόσο με τον αδερφό μου, Χούμα. Ντούρακ ήταν το όνομά του – Ντούρακ, Άρχοντας του Έλντορ, ενός τόπου που καταλήφθηκε λίγο μετά την είσοδο και των δυο μας στις τάξεις της Ιπποσύνης. Τίποτα δεν απομένει από το Έλντορ σήμερα, εκτός από μερικά θλιβερά ερείπια. Δε βαριέσαι. Αντίθετα, με τις εκτάσεις των Μπάξτρι που κυβερνούσαν μαζί ο Όσγουολ και ο Τρέικ, εγώ δε θα κληρονομούσα τίποτα. Ο πατέρας σου ήταν ο κληρονόμος, ως πρωτότοκος.»

«Σταμάτα!» Ο Χούμα ρίχτηκε βίαια στον άνθρωπο που είχε προδώσει ό,τι είχε πιστέψει. Στον άνθρωπο που είχε υπάρξει φίλος του.

Ο Ρέναρντ αμύνθηκε με ευκολία. Ύστερα από λίγες στιγμές χωρίστηκαν ξανά.

«Ανήκα στον Μόρτζιον πολύ καιρό πριν μας στείλει ο πατέρας μας ως ακολούθους στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Από την αρχή προσπάθησα να προστατέψω τον Ντούρακ. Στο κάτω-κάτω ήταν οικογένειά μου. Οι άλλοι ακόλουθοι του Μόρτζιον μπορεί να μην το καταλάβαιναν αυτό, γι’ αυτό του έκανα το ίδιο αόρατο σημάδι που προστάτεψε κι εσένα από αυτούς. Ο πατέρας σου πέθανε στη μάχη ένα μόλις χρόνο αφότου έγινε ιππότης. Έμεινε πίσω με μια χούφτα συντρόφους για να κλείσει ένα πέρασμα των ανατολικών βουνών προς το Ύλο – το μοναδικό πέρασμα που θα επέτρεπε στις δυνάμεις της βασίλισσας να μας επιτεθούν από τα νώτα. Οι υπόλοιποι τρέξαμε με τα άλογα να ειδοποιήσουμε τον κυρίως στρατό. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα. Ειρωνεία, ε; Εκείνη την τελευταία στιγμή ήθελα να του πω την αλήθεια για τον εαυτό μου, αλλά, φυσικά, δεν μπορούσα. Ήξερα πως άφηνε πίσω του μια σύζυγο κι ένα γιο.»

Ο Χούμα ρίγησε. Ένα μέρος του εαυτού του ήθελε ν’ ακούσει την υπόλοιπη ιστορία κι ένα άλλο αηδίαζε.

«Θα πρέπει κάποτε να ρωτήσεις τον Άρχοντα Όσγουολ να σου πει για τον Ντούρακ. Όταν τον συναντήσεις στην άλλη όχθη!» Ο Ρέναρντ επιτέθηκε στον Χούμα πιάνοντας στον ύπνο τον ταραγμένο ιππότη. Πάλεψαν και ο Χούμα βρέθηκε να κοιτάζει ένα πρόσωπο σχεδόν παραμορφωμένο από την τρέλα. Πάει το ατάραχο προσωπείο που τον έκανε πάντοτε να απορεί, πάει η μάσκα που πίσω της ο Ρέναρντ έκρυβε την προδοσία του. Ο Χούμα κατάφερε να τον απωθήσει.

«Πώς την έλεγαν, ανιψιέ; Καρίνα; Μια φορά μονάχα την είδα ύστερα από χρόνια, όταν βρήκα επιτέλους το χωριό όπου πήγαινε πριν το θάνατό του. Ήταν ωραία γυναίκα –σταρένια μαλλιά, πρόσωπο ξωτικού, λεπτή– μια γυναίκα γεμάτη ζωή. Σκέφτηκα να την πολιορκήσω, αλλά τότε είδα εσένα –ολόιδιος ο Ντούρακ, αν και μικρό παλικαράκι– και κατάλαβα ότι, έτσι φρικτός που ήμουν, θα με απέφευγε. Ήταν ανοησία μου να σκεφτώ οτιδήποτε πέρα από την υπόσχεσή μου στον αληθινό μου κύριο.» Το σπαθί του Ρέναρντ κατέβηκε πάνω στον Χούμα σκίζοντας τον αέρα. Ο νεότερος ιππότης κύλησε στο πλάι και στάθηκε με τα γόνατα λυγισμένα.

«Τη σκότωσες, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του Χούμα ήταν ψυχρή και άψυχη, καθώς ξαναζούσε επιτέλους τις μέρες της μοιραίας αρρώστιας της μητέρας του, μιας αρρώστιας που έλεγες πως είχε έρθει από το πουθενά.

«Θα έπρεπε να με ευχαριστήσεις. Εσένα σκεφτόμουν. Ήθελα να γίνεις ο ιππότης που θα γινόταν ο Ντούρακ. Πίστεψα ότι μπορούσα να σε κρατήσω στην άγνοια.» Ο Ρέναρντ χαμογέλασε αισχρά.

«Το όνειρα. Είδα ένα όνειρο για τον απαίσιο θεό σου.»

«Σκέφτηκα να σε φέρω με το μέρος μου, να σε κάνω σύντροφο και να γλιτώσουμε τα τωρινά.»

«Τι συμβαίνει εδώ, μα τον Πλατινένιο Δράκο;»

Οι δυο αντίπαλοι κοκάλωσαν, ενώ το δωμάτιο φωτίστηκε. Στην πόρτα στεκόταν ο Μπένετ με δυο συντρόφους του από το Τάγμα του Ξίφους δεξιά κι αριστερά του. Μια γοργή ματιά έδειξε στον Ρέναρντ την παράλειψή του. Ο Μπένετ πρέπει να είχε αποσυρθεί για να κοιμηθεί με τη θέλησή του ή τουλάχιστον να είχε φύγει από το ναό και ο Ρέναρντ δεν είχε προλάβει να του κάνει ό,τι και στους υπόλοιπους.

«Ρέναρντ; Χούμα;» Όποια κι αν ήταν τα ελαττώματά του, ο γιος του νεκρού Μεγάλου Μάγιστρου δεν ήταν καθόλου αργός. Αντιλήφθηκε αμέσως το σκηνικό, είδε τον κουρελιασμένο μανδύα και την κουκούλα που σκέπαζε την πανοπλία του Ρέναρντ και κατάλαβε τι αντιπροσώπευε ο ιππότης.

Ο Μπένετ τράβηξε το σπαθί του και σημάδεψε τον προδότη. «Τον θέλω αυτόν!»

«Πόσο γρήγορα χάνεται το επίχρισμα της αξιοπρέπειας μπροστά στα ευτελή αισθήματα» σχολίασε πικρά ο Ρέναρντ. Χωρίς άλλη λέξη, έδωσε μια άγρια σπαθιά στον Χούμα –που την απέφυγε σκύβοντας– και πήδησε πάνω από τα στασίδια.

«Δεν έχει πού να πάει!» Τώρα ο Μπένετ έμοιαζε περισσότερο με αρπακτικό. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα κι έκαιγαν έντονα, αλλά έπιαναν την κάθε κίνηση, μελετούσαν την κάθε γωνία. Οι κινήσεις του ήταν ρευστές, υπολογισμένες. Ο Μπένετ ήταν ένα γεράκι έτοιμο να βουτήξει στο θύμα του. Τώρα παραμόνευε τον Ρέναρντ.

Όμως ο Ρέναρντ μπήκε στη σκιά του τοίχου – και τον διαπέρασε. Ο Χούμα έτρεξε στον τοίχο πριν από τους άλλους κι άγγιξε το σημείο. Δεν περίμενε ότι ο Ρέναρντ θα χρησιμοποιούσε μαγεία για να ξεφύγει, όπως είχε κάνει κάποτε ο Μάτζιους. Όχι, μπορεί… ναι! Τα δάχτυλα του Χούμα βρήκαν μια μικρή προεξοχή και ξαφνικά ο τοίχος άνοιξε να τον καταπιεί. Πίσω του άκουσε τον Μπένετ να φωνάζει στους άλλους δύο να τον ακολουθήσουν και έπειτα ο τοίχος έκλεισε ξανά. Ο Χούμα δεν είχε το χρόνο να τους περιμένει.

Πού έλπιζε να πάει ο Ρέναρντ;

Τα γρήγορα βήματα του μεγαλύτερου ιππότη μόλις που ακούγονταν να ανεβαίνουν μια σκάλα. Τι έλπιζε να βρει εκεί πάνω;

Αυτή δεν ήταν κάποια αρχαία, κρυφή σκάλα, όπως υπέθεσε στην αρχή ο Χούμα. Προσπέρασε δυο παράθυρα και συνέχισε να ανεβαίνει στο επόμενο πάτωμα. Η σκάλα τελείωνε σε μια καταπακτή της οροφής. Σήκωσε προσεκτικά το χέρι του και με το μαχαίρι έτοιμο στο άλλο χέρι, την έσπρωξε ν’ ανοίξει. Άνεμος και βροχή όρμησαν να τον χαιρετήσουν.

Η επίθεση που περίμενε δε συνέβη.

Βήματα πίσω του τον ειδοποίησαν για την παρουσία του Μπένετ και των δύο συντρόφων του. Ο Χούμα δεν ήθελε να βρεθούν αυτοί αντιμέτωποι με τον Ρέναρντ. Τον ήθελε για τον εαυτό του. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά και βγήκε έξω, στη βροχή.

Η σκεπή ήταν άδεια. Δεν υπήρχε μέρος να κρυφτείς, ούτε τόπος για να τρέξεις. Ο ιππότης πλησίασε την πιο κοντινή μαρκίζα και κοίταξε. Ιππότες άρχιζαν να μαζεύονται από κάτω. Ο Μπένετ είχε σημάνει συναγερμό.

Ο πρώτος από τους δύο συντρόφους του Μπένετ βγήκε από την καταπακτή. «Πού είναι; Τον έπιασες;»

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Πού ήταν ο Ρέναρντ; Οι νεοφερμένοι χτένισαν κι εκείνοι τη σκεπή, αλλά δε βρήκαν ούτε ίχνος. Ο Ρέναρντ είχε απλώς εξαφανιστεί.

Αυτό ο Μπένετ αρνιόταν να το πιστέψει. Ιππότες έψαξαν όλα τα γύρω κτίρια και, μη βρίσκοντας τίποτα, έψαξαν και το υπόλοιπο Ακροπύργιο. Μάζεψαν τα πράγματα του Ρέναρντ και τα επιθεώρησαν κι αυτά, αλλά δε βρήκαν στοιχεία.

Μόλις έμαθαν για την επίθεση, οι κληρικοί έσπευσαν στο πλευρό του Όσγουολ. Προς μεγάλη τους έκπληξη, εκείνος φάνηκε να συνέρχεται. Όπως εξήγησε ένας κληρικός στον Χούμα, στον Μπένετ και στους υπόλοιπους συγκεντρωμένους, το σώμα του Άρχοντα Όσγουολ απέβαλε την επήρεια του φίλτρου που του είχε δώσει νωρίτερα ο Ρέναρντ – κι έτσι ο δολοφόνος υπολόγιζε να του δώσει και δεύτερη δόση πριν προλάβει να συνέλθει.

Ενώ οι ιππότες σκορπίζονταν, άλλοι για να συνεχίσουν το ψάξιμο κι άλλοι στα διάφορα καθήκοντά τους, ο Χούμα ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Αναπήδησε. Πρώτη του σκέψη ήταν πως ο Ρέναρντ είχε γυρίσει για να τον αποτελειώσει. Η μορφή πίσω του μίλησε. «Ο Μπένετ είμαι.»

Ο Χούμα γύρισε αργά και οι δυο άντρες βρέθηκαν αντικριστά. Ο ανιψιός του Όσγουολ φαινόταν να πολεμάει με διάφορα συναισθήματα ταυτόχρονα, γιατί στο πρόσωπό του διάβαζες εκφράσεις ντροπής, θυμού και σύγχυσης. Τελικά άπλωσε το χέρι.

«Σου είμαι ευγνώμων για όλα όσα έκανες.»

Αβέβαιος για το πώς να αντιδράσει, ο Χούμα πήρε απλώς το χέρι του άλλου και το έσφιξε. «Απέτυχα να συλλάβω το φονιά του πατέρα σου.»

Ο Μπένετ πίεσε τον εαυτό του να μείνει απαθής. Ο Χούμα καταλάβαινε ότι ο άλλος ένιωθε πάρα πολύ άβολα. «Τον αποκάλυψες. Έσωσες το θείο μου. Και… και μάλιστα πολέμησες με αυτό τον ωχρό προδότη και τον συγκράτησες, πράγμα που εγώ δε θα κατάφερνα.»

Ο ιππότης με το γερακίσιο πρόσωπο τον χαιρέτησε κοφτά και έφυγε. Ο Χούμα τον είδε να χάνεται μ’ ένα σύντομο χαμόγελο στα χείλη, πριν γυρίσει κι αυτός για να φύγει, ελπίζοντας να βρει κάποιο ίχνος του Ρέναρντ.


Κανείς δεν ξαφνιάστηκε όταν δύο μέρες αργότερα ο Άρχοντας Όσγουολ έγινε ο καινούριος Μεγάλος Μάγιστρος. Πριν παρθεί η απόφαση, είχε μείνει απομονωμένος και μιλούσε μόνο με τα μέλη του Συμβουλίου. Κάθε πιθανή αντίρρηση του Μπένετ είχε εξαφανιστεί. Και μάλιστα, ο ανιψιός του νέου Μεγάλου Μάγιστρου τού ζητούσε να προαχθεί στο Τάγμα του Ρόδου. Κατά πάσα πιθανότητα, θα τον πρότειναν. Ήταν επίσης αναμενόμενο ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα φορούσε τα εμβλήματα του Υψηλού Πολεμιστή.

Ο Χούμα κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να αντέξει αυτές τις δυο μέρες. Όταν του παραχωρήθηκε, επιτέλους, ακρόαση από τον Άρχοντα Όσγουολ, ο Χούμα έτρεμε ολοφάνερα. Για εκείνον, ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν μια μορφή σχεδόν τόσο σεβαστή όσο και ο Πάλανταϊν, γιατί αυτός ήταν στο κάτω-κάτω το ζωντανό σύμβολο της θέλησης της Τριανδρίας.

Καθώς γονάτιζε υποτακτικά, ένας παράξενος ήχος έφτασε στα αυτιά του και τόλμησε να σηκώσει τα μάτια. Περιστοιχισμένος από μια εντυπωσιακή τιμητική φρουρά παλαίμαχων και των τριών ταγμάτων, ο Μεγάλος Μάγιστρος καθόταν στο θρόνο του και γελούσε.

«Σήκω όρθιος, Χούμα. Μαζί μου δε χρειάζονται τέτοιες τσιριμόνιες.»

Ο Χούμα σηκώθηκε και πλησίασε. «Μεγάλε Μάγιστρε…»

Αναστεναγμός. «Αν θες να ακολουθήσεις τους τύπους, λέγε με τουλάχιστον Άρχοντα Όσγουολ. Εγώ δεν έχω την ξιπασιά του αδερφού μου – όχι ακόμα τουλάχιστον.»

«Άρχοντα Όσγουολ, πριν αρχίσω, πες μου για τον Ντούρακ του Έλντορ.»

«Τον Ντούρακ; Ήξερα δυο-τρεις. Του Έλντορ… δεν είμαι σίγουρος…»

«Σε παρακαλώ. Ξέρεις ποιον λέω. Τον αδερφό του Ρέναρντ. Τον… πατέρα μου.»

Ο νέος Μεγάλος Μάγιστρος τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Πατέρας σου; Ο Ντούρακ; Μα τότε ο Ρέναρντ…»

«Θείος μου.» Ο Χούμα κατάπιε μια κακιά λέξη.

«Πάλανταϊν!» Η φωνή του Άρχοντα Όσγουολ μόλις ξεπερνούσε τον ψίθυρο. «Χούμα, λυπάμαι ειλικρινά.»

«Άρχοντά μου. Ο πατέρας μου;»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος σκούπισε κάτι από το μάτι του. «Λυπάμαι, Χούμα. Μακάρι να μπορούσα να σου τα πω όλα, αλλά ειλικρινά δε θυμάμαι πολλά. Ο Ντούρακ ήταν καλός ιππότης, αν και κάπως υπερβολικά ενθουσιώδης. Ήταν λαμπρός πολεμιστής, γεννημένος πολεμιστής, θα έλεγες, και μάθαινε τόσο εύκολα… Θυμάμαι ότι περνούσε πολύ χρόνο στα δυτικά, αλλά δεν ήξερα ότι είχε οικογένεια εκεί. Θυμάμαι όμως» είπε ο Όσγουολ τρίβοντας το πιγούνι του «ότι μας φώναζε όταν τον αφήσαμε με τους άλλους να κρατήσουν το πέρασμα. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε. Όταν μας φώναξε «Να τους προσέχετε», νόμισα πως εννοούσε τους άντρες του. Τι ανόητος! Εννοούσε την οικογένειά του –και αυτό το ήξερε μόνο ο Ρέναρντ.»

Ο Μεγάλος Μάγιστρος δεν είχε άλλα να προσθέσει, πράγμα που απογοήτευσε τον Χούμα, αν και δεν το έδειξε. Την αμήχανη σιωπή έσπασε ο Όσγουολ λέγοντας «Έχεις την άδειά μου να πας στο Έργκοθ και στα βουνά σου. Πόσους ιππότες θα χρειαστείς να σε συνοδέψουν;»

«Κανένα.»

«Κανένα;» Ο Μεγάλος Μάγιστρος έγειρε μπροστά, με τα χέρια του να σφίγγουν γερά το θρόνο. «Όπως είπες και ο ίδιος, αυτό είναι θέμα εξαιρετικής σπουδαιότητας, θέλω να εξασφαλίσω την επιτυχία σου. Ο Πάλανταϊν έκρινε σκόπιμο να μας δώσει αυτή την ευκαιρία, αλλά εγώ δε σ’ αφήνω να μπεις σε περιττούς κινδύνους»

«Αυτό που θέλει ο Πάλανταϊν πρέπει να το πάρει από εμένα και μόνο» απάντησε ο Χούμα. «Το νιώθω. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς. Απλώς, έτσι μου φαίνεται σωστό.»

Ο Όσγουολ αναστέναξε και έγειρε πίσω στο θρόνο. «Είσαι πολύ πειστικός. Το μυαλό μου μου λέει ότι κάνεις λάθος, αλλά η καρδιά μου σε ακούει. Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο θέμα θα ακολουθήσω την καρδιά μου, γιατί σ’ αυτήν αρχίζει η πίστη.»

«Ευχαριστώ, άρχοντά μου.»

Ο Άρχοντας Όσγουολ σηκώθηκε όρθιος. Ο Χούμα τον μιμήθηκε. Ο Μεγάλος Μάγιστρος τον έπιασε γερά από τους ώμους. «Άσχετα από τη γέννησή σου και το ποιοι ήταν οι γονείς σου, εγώ θα σε βλέπω πάντα σαν γιο μου.»

Κρατήθηκαν έτσι για μια στιγμή και ύστερα ο Όσγουολ τον άφησε. «Πήγαινε. Φύγε πριν γίνω ένας ακόμη πιο ανόητος ευαίσθητος.»


Λίγοι ιππότες υπήρχαν στο προαύλιο όταν ξεκίνησε να φύγει ο Χούμα. Το προτιμούσε έτσι. Θα έκανε την αναχώρησή του ευκολότερη – για τον ίδιο τουλάχιστον. Ένα μέρος του εαυτού του ένιωθε σαν να το έβαζε στα πόδια, ενώ έπρεπε να μείνει στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ μέχρι να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο Ρέναρντ. Ωστόσο, ο Χούμα δεν ήθελε πια να έχει καμία σχέση με τη σύλληψή του. Ήξερε πάρα πολύ καιρό το λιπόσαρκο ιππότη για να ξεχάσει το παρελθόν, τότε που ήταν φίλοι.

Πρόσεξε όμως μια μορφή. Ήταν ο Μπένετ. Όρθιος στο στηθαίο, έψαχνε με το βλέμμα του το Ακροπύργιο. Ο ανιψιός του Μεγάλου Μάγιστρου αναζητούσε ακόμα το δολοφόνο του πατέρα του. Η έρευνα στα προσωπικά είδη του Ρέναρντ είχε αποκαλύψει κάτι αρχαία σχέδια του Ακροπυργίου που τα θεωρούσαν οριστικά χαμένα. Περιλάμβαναν και δύο περάσματα προς το ναό, που ακόμα και οι κληρικοί τα αγνοούσαν.

Δύσθυμα, ο Μπένετ έστρεψε το βλέμμα του από τις εκτάσεις που περιέβαλλαν το Βίνγκααρντ και πρόσεξε τον Χούμα. Του έγνεψε αργά και ύστερα γύρισε να φύγει. Αυτό ήταν όλο.


Ο δρόμος του έφερε τον Χούμα μέσα από ένα άλλο μισοπεθαμένο χωριό. Προχωρούσε μία ώρα. Δυο φορές είχε συναντήσει ιππότες που περιπολούσαν – και τις δύο τούς ενημέρωσε για τη μάταιη αναζήτηση του προδότη Ρέναρντ στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Οι κάτοικοι του συγκεκριμένου χωριού κοίταζαν τον Χούμα με διαφορετικό ύφος από τους κατοίκους των χωριών απ’ όπου είχε περάσει μέχρι τότε. Υπήρχε ένταση ακόμα και στις κινήσεις τους, λες και περίμεναν να δουν την ίδια τη δρακοβασίλισσα να κατεβαίνει από τον ουρανό από στιγμή σε στιγμή. Άρχισαν να μαζεύονται αργά γύρω από τον Χούμα και το άλογό του.

Το πολεμικό άλογο καθυστερούσε νευρικά, φουσκώνοντας τα ρουθούνια του στη θέα των πιθανών εχθρών. Ο Χούμα τράβηξε γερά τα γκέμια, παίρνοντας ξανά τον έλεγχο του ζώου. Δεν ήθελε το αίμα αθώων χωρικών στα χέρια του.

Σε λίγο ήταν αδύνατον να προχωρήσει το άλογο – τόσο πυκνό είχε γίνει το συγκεντρωμένο πλήθος. Οι χωρικοί τύλιξαν το άλογο και τον αναβάτη του με ένα κύμα ανθρώπινου φόβου. Ο Χούμα άρχισε να ξεχωρίζει πνιχτές ερωτήσεις, σχετικές με τα γεγονότα του Ακροπυργίου.

Ένα ρυπαρό, κοκαλιάρικο χέρι τού άγγιξε το δεξί πόδι.

Μια τραχιά φωνή τον ρώτησε «Αλήθεια είναι; Δολοφόνησαν τον Μεγάλο Μάγιστρο; Δεν είμαστε ασφαλείς πια;»

«Εγώ άκουσα ότι το Συμβούλιο θέλει να παραδοθεί!» φώναξε ένας άλλος από κάπου μακριά.

Τα τελευταία αυτά λόγια ενέτειναν την ανησυχία του πλήθους. Οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν ακόμη πιο κοντά του, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που σήμαιναν γι’ αυτούς οι οπλές του εκπαιδευμένου αλόγου. Ο Χούμα προσπάθησε να τους απωθήσει.

«Κάντε πέρα! Αφήστε με να περάσω, αλλιώς το άλογο μπορεί να σας χτυπήσει!»

«Το σκάει!» φώναξε η ίδια φωνή. «Οι ιππότες είναι χαμένοι!»

«Χαθήκαμε όλοι μας!» σκλήρισε μια γριά. Λιποθύμησε και χάθηκε μέσα στο πυκνό πλήθος.

«Δεν μπορείς να μας αφήσεις έτσι!»

«Πας να σώσεις το τομάρι σου!»

«Γύρνα πίσω!» Πρόσωπα γεμάτα οργή και σύγχυση μπήκαν στο οπτικό πεδίο του Χούμα. Χέρια αρπακτικών υψώθηκαν προς το μέρος του. Το άλογο σηκώθηκε στα πισινά του πόδια τρομαγμένο. Όσοι βρίσκονταν μπροστά του, ήρθαν στα συγκαλά τους και γύρισαν να φύγουν. Οι πιο πίσω όμως συνέχιζαν να κινούνται προς τα εμπρός.

Ένας ηλικιωμένος άντρας έπεσε. Ο ιππότης κατάφερε να ηρεμήσει το υποζύγιό του κι επέλεξε μια πορεία που θα του επέτρεπε να βοηθήσει το γέρο.

«Μας πρόδωσε όλους! Έριξε το γέρο κάτω! Πάνω του!»

Αγριεμένα, κοκαλιάρικα δάχτυλα απλώθηκαν κατά τον Χούμα. Εκείνος τράβηξε το σπαθί του και τους απείλησε. Οι χωρικοί υποχώρησαν, αλλά δεν είχαν κανένα σκοπό να τα παρατήσουν –έτσι που φοβούνταν ότι οι Ιππότες της Σολάμνια τους εγκατέλειπαν στο έλεος της δρακοβασίλισσας.

Αυτή τη φορά ο Χούμα εντόπισε τον υποκινητή της φασαρίας: μια φιγούρα ντυμένη με απλά ρούχα αγρότη, που στεκόταν παράμερα. Όταν κατάλαβε ότι τον είχε δει ο ιππότης, ο άντρας δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει. Αντί γι’ αυτό, τράβηξε μια βαριά σπάθα, αποκαλύπτοντας ξανά το πρόσωπο του Κακού.

Ο Χούμα οδήγησε το άλογό του ανάμεσα στο πλήθος, απωθώντας τον κόσμο με το σπαθί του και ευχαριστώντας τον Πάλανταϊν που κανείς δεν τον προκαλούσε να τον χτυπήσει.

Τράβηξε τα γκέμια ούτε δύο μέτρα από τη μορφή.

«Ο Μπένετ πιστεύει πως είσαι ακόμα στο Ακροπύργιο.»

Ο Ρέναρντ χαμογέλασε κοφτά. «Ήμουν, μέχρι να επισημοποιηθεί ο διορισμός του Άρχοντα Όσγουολ. Ύστερα ήρθα εδώ για να τους πω τα νέα.»

Ο Χούμα πήδησε από το άλογο χωρίς να πάρει τα μάτια του από το θείο του, ούτε να βάλει το σπαθί στο θηκάρι του. «Για να σπείρεις το φόβο στις καρδιές τους, εννοείς. Για να διαλύσεις την εμπιστοσύνη και να φαγωθούμε μεταξύ μας.»

«Αυτή είναι η αποστολή μου. Αλλά όχι μόνο σε τούτους εδώ. Σε όλα τα χωριά της περιοχής. Από χτες έχω να κοιμηθώ.»

«Τελικά τα βρήκαν τα κρυφά σου περάσματα.»

«Το ξέρω. Επίτηδες τους άφησα τους χάρτες. Δεν τους χρειαζόμουν πια.»

«Αυτό είναι τρέλα, θείε.»

«Θείος. Να μια λέξη που ποτέ δεν περίμενα ν’ ακούσω από σένα. Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια τρέλα. Εγώ προσπαθώ να τον συνεφέρω.» Ο Ρέναρντ του έδειξε τους χωρικούς μιλώντας αρκετά χαμηλόφωνα, για να μην τον ακούσουν. «Ο φόβος θα απλωθεί παντού. Μέσα στην απελπισία τους, θα βαδίσουν ενάντια στο Ακροπύργιο και οι ιππότες θα αναγκαστούν να τους απωθήσουν, σκοτώνοντας τουλάχιστον μερικούς. Οι σπουδαίοι Ιππότες της Σολάμνια δε θα χαλάσουν μονάχα τη φήμη τους αλλά και το ηθικό τους. Δε χρειάζεται να πω άλλα.»

«Τα είχες σχεδιάσει όλα.»

«Φυσικά. Θα μπορούσα να σκοτώσω ολόκληρο το Συμβούλιο, αλλά αυτό απλώς θα ενίσχυε την αποφασιστικότητα των ιπποτών. Γι’ αυτό ταξίδεψα στις κοντινές περιοχές μεταμφιεσμένος, προκαλώντας αναταραχή.» Ο Ρέναρντ ίσιωσε το κορμί του και το σπαθί κουνήθηκε αργά μπρος-πίσω. «Το μοναδικό καθήκον που μου απομένει είσαι εσύ, Χούμα. Το ήξερα ότι θα διάλεγες αυτό το δρόμο. Δεν μπορώ να σου επιτρέψω να γυρίσεις σ’ αυτή τη… σπηλιά. Μπορεί να είναι τρέλα από μέρους σου, αλλά δεν το νομίζω. Δεν μπορώ να ρισκάρω να κάνω λάθος σχετικά με κάτι τόσο σημαντικό.»

Το σπαθί του τινάχτηκε με φόρα. Ο Χούμα απέκρουσε αμέσως τη σπαθιά. Καθώς πολεμούσαν οι δυο ιππότες, οι χωρικοί απομακρύνθηκαν, αλλά τα γεμάτα φρικτή προσμονή μάτια τους έδειξαν στον Χούμα ότι περίμεναν να δουν τον ένα τους να πεθαίνει – τόσο ολοκληρωτικά είχαν καταντήσει πιόνια του Ρέναρντ.

Ο αδύνατος ιππότης ταλαντεύτηκε προσφέροντας στον Χούμα ένα άνοιγμα. Η ικανότητα του Ρέναρντ του επέτρεψε να αποκρούσει το μεγαλύτερο μέρος της σπαθιάς, αλλά και πάλι η λεπίδα του Χούμα μπόρεσε να γλιστρήσει κάτω από το δεξί πλευρό του και να του καταφέρει ένα φευγαλέο χτύπημα. Όμως η λεπίδα βρήκε πάνω σε μια συμπαγή επιφάνεια, κάτω από το μανδύα του Ρέναρντ, και στα ωχρά χαρακτηριστικά του σχηματίστηκε ένα πανούργο χαμόγελο. Κάτω από τα ρούχα του χωρικού φορούσε πάντα την πανοπλία του.

Οι λεπίδες τους συγκρούστηκαν ξανά και ξανά, καθώς διέσχιζαν μονομαχώντας το κάθυγρο από τη βροχή χωριό. Ο ανθρώπινος τοίχος που τους περιέβαλλε καμπτόταν κι έστριβε, αλλά δεν άνοιγε ποτέ. Ο Χούμα αναρωτήθηκε τι θα του συνέβαινε ακόμα κι αν νικούσε τον Ρέναρντ. Πολύ πιθανό να έπεφταν πάνω του οι χωρικοί.

«Πολύ καλά!» σφύριξε ο Ρέναρντ. «Καλά σ’ έχω εκπαιδεύσει!»

«Πολύ καλά.» Ο Χούμα δεν είπε τίποτα περισσότερο. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει αιματηρή οικονομία δυνάμεων, γιατί ο Ρέναρντ ζούσε μέσα στην τρέλα του και πολεμούσε με ατρόμητη δύναμη και μανία.

Ο Χούμα γλίστρησε στη λάσπη τη στιγμή που η λεπίδα του Ρέναρντ περνούσε αστράφτοντας από το λαρύγγι του. Ο προδότης έπεσε μπροστά και ο Χούμα τον βρήκε στο πόδι. Ο Ρέναρντ δε φώναξε, αν και το πόδι του πλημμύρισε σχεδόν αμέσως στο αίμα. Τραβήχτηκε κουτσαίνοντας μακριά από τον Χούμα.

Στράφηκαν ξανά ο ένας ενάντια στον άλλο. Ο Χούμα ήταν στο όριο της εξάντλησης, ενώ ο Ρέναρντ έχανε δυνάμεις από την τρομερή πληγή στο μπροστινό μέρος του δεξιού του ποδιού. Η λεπίδα του Χούμα είχε χάσει παρά τρίχα τους μυς και τους τένοντες που θα κούτσαιναν τον Ρέναρντ.

«Παραδόσου, Ρέναρντ. Θα σου φερθούμε δίκαια. Τ’ ορκίζομαι.»

Ο ιππότης φαινόταν πιο ωχρός απ’ ό,τι συνήθως. «Δεν το νομίζω. Ένας προδότης σαν την αφεντιά μου, που σκότωσε ένα Μεγάλο Μάγιστρο και παραλίγο να σκοτώσει και δεύτερο, δεν μπορεί να περιμένει δίκαιη μεταχείριση από τους ιππότες.»

Ο Χούμα ήξερε ότι όσο περισσότερο μιλούσαν η δύναμή του θα επέστρεφε, ενώ του Ρέναρντ θα εξακολουθούσε να χάνεται μαζί με το αίμα του. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή, με δυσκολία στεκόταν όρθιος.

«Έλα, ανιψιέ. Ας τελειώνουμε.» Με εκπληκτική αντοχή, ο Ρέναρντ όρμησε στον Χούμα με μια ποικιλία κινήσεων. Ο Χούμα δεν υποχώρησε και άρχισε σιγά-σιγά να περνάει στην άμυνα. Το πρόσωπο του Ρέναρντ άρχισε να θολώνει καθώς όλα γίνονταν πια αντανακλαστικά και τα μαθήματα που είχε πάρει ο Χούμα –τι ειρωνεία, τα μαθήματα του Ρέναρντ– του επέτρεπαν να αποκρούει όλες τις κινήσεις του αντιπάλου του μία-μία.

Μια επίθεση διαπέρασε την άμυνα του Ρέναρντ. Τον βρήκε στο δεξί του χέρι και ο προδότης παραλίγο να χάσει το σπαθί του, καθώς το πληγωμένο του μέλος τινάχτηκε για μια στιγμή ανεξέλεγκτο. Βρέθηκε εντελώς εκτεθειμένος και η λεπίδα του Χούμα πέρασε έναν πόντο μακριά από το πρόσωπό του.

Πλέον ήταν και οι δύο μέσα στη λάσπη. Ο Ρέναρντ είχε ελευθερωθεί από την τρέλα που τον διακατείχε και φαινόταν πια να συνειδητοποιεί ότι θα έχανε. Ο Χούμα ήταν καλύτερός του. Τα μάτια του το ήξεραν, έστω κι αν το πρόσωπό του αρνιόταν να δείξει το παραμικρό συναίσθημα. Το μόνο που μπορούσε ένα κάνει πια ήταν να αποφύγει τη χαριστική βολή.

Ο Χούμα διαπέρασε ξανά την άμυνα του θείου του και ξαφνικά ο Ρέναρντ βρέθηκε να ταλαντεύεται πάνω σε δύο πόδια που αιμορραγούσαν ακατάσχετα.

Σωριάστηκε στα γόνατα.

Αυτό έλυσε τα μάγια. Ο Χούμα δίστασε και χαμήλωσε το βλέμμα του στον Ρέναρντ, που ο ζωτικός του χυμός ανακατευόταν με το βούρκο. Μια έκφραση αηδίας απλώθηκε στο πρόσωπό του.

«Τελείωσε, Ρέναρντ. Δε θα σε σκοτώσω. Δε θα είχε νόημα.»

Ο Ρέναρντ προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος. Πεσμένος στο ένα γόνατο, περίμενε με το σπαθί στο ύψος του ώμου, έτοιμος να αμυνθεί.

«Δε γυρίζω πίσω, Χούμα. Δε θα υποστώ τη γελοιοποίηση μιας δίκης.»

Ο Χούμα χαμήλωσε το σπαθί του.

«Άσε με να σε βοηθήσω. Ήσουν όντως καλός ιππότης. Ένας από τους καλύτερους.»

Το γέλιο με το οποίο του απάντησε ο Ρέναρντ έγινε άγριος βήχας. Ο πιστός του Μόρτζιον μόλις που κατάφερε να κρατηθεί για να μην πέσει. «Δεν καταλαβαίνεις; Ποτέ δεν ήμουν ιππότης! Από εκείνη τη μέρα η ζωή μου βρίσκεται στα χέρια ενός άλλου θεού – και ακόμα κι αυτόν τον πρόδωσα. Κοίταξέ με!» Ο Ρέναρντ χαμογέλασε αδύναμα και ο Χούμα είδε εμβρόντητος το ωχρό δέρμα του πρώην συντρόφου του να γίνεται άλικο. «Η ανταμοιβή της αποτυχίας μου. Ποτέ δε θεραπεύτηκα στ’ αλήθεια. Απλώς ζούσα την κάθε μέρα που περνούσε.»

«Ρέναρντ. Κάποια περίπολος θα περάσει. Μπορεί να βρουν έναν κληρικό.»

«Κανείς κληρικός δεν πρόκειται να με αγγίξει.»

Ό,τι ξόρκι ή εφιάλτη είχε ρίξει στο χωριό ο πρώην ιππότης διαλύθηκε, γιατί πλέον στη θέα της τρομερής πανούκλας ο κόσμος ούρλιαζε και φώναζε. Μέσα σε δευτερόλεπτα οι δυο μορφές απόμειναν μονάχες.

«Ρέναρντ…»

Ο άλλος δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει. Ο λοιμός απλωνόταν σε ολόκληρο το κορμί του.

«Μην έρχεσαι κοντά μου, Χούμα. Μεταδίδεται με το άγγιγμα.» Ο Ρέναρντ χαμογελούσε. «Όταν τελειώσει, δε θα έχει μείνει τίποτα. Θα είναι τυχεροί αν βρουν κάτι παραπάνω από ένα κέλυφος.»

Που ήταν η περίπολος; Ο Χούμα σάρωσε τον ορίζοντα εκνευρισμένος.

«Αν αξίζει κάτι ο λόγος μου, ανιψιέ» τραύλισε ο ετοιμοθάνατος «ελπίζω να βρεις αυτό που ψάχνεις. Μπορεί να υπάρχει ακόμα ελπίδα.»

Να τοι. Ο Χούμα είδε κάτι μακρινές φιγούρες καβαλάρηδων. Προχωρούσαν όμως αργά. Υπερβολικά αργά.

«Χούμα…»

Ο νεαρός ιππότης χαμήλωσε τα μάτια. Το πρόσωπο του Ρέναρντ συσπάστηκε από τον πόνο. «Προσευχήσου στον Πάλανταϊν, Ρέναρντ! Η περίπολος πλησιάζει το χωριό. Όταν τους εξηγήσω…»

«Δεν υπάρχει τίποτα να εξηγήσεις, εκτός από το ότι πρέπει να κάψουν το πτώμα μου επιτόπου.» Ο Ρέναρντ ίσιωσε το κορμί του κι έπιασε τη λαβή της σπάθας του και με τα δυο του χέρια για να τη σταθεροποιήσει.

Με μια ταχύτητα που διέψευδε την αρρώστια του, έσυρε την κόψη της λεπίδας πάνω στο λαρύγγι του.

«Όχι!» Μόνο η συνειδητοποίηση ότι θα μετέφερε την πανούκλα σταμάτησε τον Χούμα και δεν τράβηξε το σπαθί από το τσακισμένο κορμί. Ήταν ήδη πολύ αργά. Κανείς κληρικός δε θα θεράπευε εγκαίρως τέτοιο τραύμα.

Το άτονο χέρι του Ρέναρντ άφησε το σπαθί, που έπεσε και καρφώθηκε στη λάσπη, μια στιγμή μονάχα πριν κάνει το ίδιο και το άψυχο κορμί του Ρέναρντ. Ο Χούμα άφησε και το δικό του όπλο να πέσει και σωριάστηκε στα γόνατα.

«Όχι.» Η φωνή του ήταν πιο σιγανή κι από ψίθυρος. Έφερε το πρόσωπο στα χέρια του και άφησε την πλημμύρα των συναισθημάτων του να πάρει το δρόμο της. Άκουσε αχνά τον ήχο πολλών οπλών – και ύστερα επικράτησε σιωπή.

Загрузка...