Ένα σιδηρουργείο. Ο Χούμα αναρωτήθηκε τι να σήμαινε αυτό. Περίμενε διάφορα εκεί που βρισκόταν, αλλά όχι και ένα σιδηρουργό επί το έργον. Και αν ήταν έτσι, ποιος κρατούσε τη σφύρα; Φαντάσματα από το παρελθόν; Ίσως τελικά οι νάνοι να μην είχαν εγκαταλείψει αυτό το μέρος. Τα μάτια του γύρισαν στο θρόνο και ανακάλυψε πως δεν ήταν πια μόνος. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως είχε επιστρέψει ο γκρίζος άντρας, γιατί ο μανδύας και η κουκούλα που τον κάλυπταν ολότελα ήταν το ίδιο μουντά. Αλλά ο καινούριος επισκέπτης ήταν πολύ πιο λεπτός.
«Ήρθες.» Η φωνή ήταν σιγανή και ο μανδύας την έπνιγε σχεδόν, αλλά ήταν πράγματι γυναικεία. Λεπτά, γυναικεία χέρια ξεπρόβαλαν από τα κυματιστά μανίκια του μανδύα και η γυναίκα τα σήκωσε κι έπιασε την κουκούλα. Την τράβηξε αργά, αποκαλύπτοντας μακριά, πυκνά, χυτά μαλλιά και ένα πρόσωπο που τρόμαξε όσο και ξάφνιασε τον ιππότη, γιατί το γνώριζε και το λαχταρούσε.
«Γκουίνεθ»
Του χαμογέλασε. «Σκεφτόμουν ότι μπορεί και να με ξέχασες.»
«Ποτέ.»
Το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ και ύστερα χάθηκε απότομα. «Το ήξερα πως θα ήσουν εσύ. Την πρώτη φορά που έπεσαν πάνω σου τα μάτια μου στο… Τότε που πάλευες ενάντια στο τραύμα που σου σκότωνε το μυαλό. Ναι, η πληγή σου ήταν πολύ χειρότερη από όσο νομίζεις. Δεν είχαν σπάσει κόκαλα, αλλά το μυαλό σου… Αν δε σε φρόντιζαν τόσο γρήγορα οι θεραπευτές, θα είχες χάσει το μυαλό σου για πάντα.»
«Πάλανταϊν» ψιθύρισε ξέπνοα. Να μείνει κουφός, μουγκός, τυφλός ή και χειρότερα. «Γκουίνεθ. Τι είναι αυτό το μέρος;»
«Πες το δώρο αγάπης. Το έχτισαν κάποιοι που είχαν βαθιά αγάπη για τον Πάλανταϊν και τον οίκο του. Δεν ήθελαν τίποτα σε αντάλλαγμα. Ήταν υπέροχο στην εποχή του.» Είχε μια ένταση όταν μιλούσε – λες και βρισκόταν εκεί, στο παρελθόν.
«Αυτό είναι το μέρος που έψαχνε ο Μάτζιους;»
«Κατά μία έννοια. Ο φίλος σου παραμένει καλός άνθρωπος, Χούμα, παρά την εμμονή του. Αυτή όμως μπορεί να τον καταβροχθίσει. Είτε το πιστεύει είτε όχι, το μέλλον που αντίκρισε στη διάρκεια της Δοκιμασίας του δεν ήταν παρά μια πολύπλοκη επινόηση. Οι Δοκιμασίες έχουν σκοπό να τονίζουν τις μεγαλύτερες αδυναμίες κάποιου – και πολύ φοβάμαι ότι δεν την πέρασε τόσο εύκολα όσο είχε ελπίσει το Συμβούλιο.»
«Τότε όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με όσα είπε.»
Η Γκουίνεθ φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Ω, μα έχουν! Η ιδέα αυτού του μέρους περνάει αιώνες τώρα στους ανθρώπους, από τον καιρό του πρώτου πολέμου με τη δρακοβασίλισσα. Δεν έχει αλλάξει πολύ. Το Συμβούλιο γνώρισε το “εγώ” του μαθητή του, του Μάτζιους. Το μεγαλύτερο σφάλμα του παιδικού σου φίλου είναι ότι –όπως τα ξωτικά– βλέπει κι εκείνος τον εαυτό του σαν τη δύναμη που θα σώσει τον κόσμο. Τι μεγαλύτερη Δοκιμασία γι’ αυτόν από το να τον κάνεις να αποτύχει στο σπουδαιότερο σκοπό του!»
Ο Χούμα επεξεργαζόταν τα λόγια της σιωπηλός. Τελικά τη ρώτησε «Κι εγώ; Ο Μάτζιους φαινόταν να πιστεύει πως είμαι σημαντικός για την αλλαγή του μέλλοντος του.»
«Είσαι σημαντικός, αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζει εκείνος. Αυτό που ψάχνουμε είναι ένας άντρας ή μια γυναίκα που να ενσαρκώνει όλα όσα προσπάθησε να διδάξει τον κόσμο ο Πάλανταϊν. Μερικοί βρέθηκαν κοντά, αλλά στο τέλος απέτυχαν.» Ο Χούμα γούρλωσε τα μάτια και η Γκουίνεθ τού έγνεψε –θλιμμένα-καταφατικά. «Δεν είσαι ο πρώτος που έρχεται εδώ, Χούμα. Προσεύχομαι στον Πάλανταϊν να είσαι εσύ ο εκλεκτός. Αν δεν επρόκειτο να υποφέρει ο ίδιος ο Κριν, θα σου έλεγα να φύγεις αποδώ πριν να είναι πολύ αργά.»
Ο ιππότης σφίχτηκε. «Ακόμη κι αν μου το έλεγες, εγώ δε θα έφευγα. Δεν μπορώ. Είμαι πάντα αυτός που είμαι.»
«Τόσο σημαντική είναι για σένα η Ιπποσύνη;»
«Όχι η Ιπποσύνη. Αυτό που διδάσκει.» Ποτέ άλλοτε δεν το είχε σκεφτεί έτσι.
Η Γκουίνεθ φάνηκε ευχαριστημένη, αλλά είπε απλά «Μακάρι να υπήρχαν και άλλοι σαν και σένα – έστω και ιππότες.»
«Γκουίνεθ, που είναι ο Καζ και ο Μάτζιους;»
«Θα τους προσέχουμε. Μην ανησυχείς, Χούμα.» Σώπασε. «Νομίζω πως είναι καιρός να αρχίσουμε.»
«Ν’ αρχίσουμε;» Ο Χούμα κοίταξε γύρω του περιμένοντας σχεδόν να γεμίσει η αίθουσα με μάγους, έτοιμους να κάνουν κάποια τελετή. Αντί γι’ αυτό, η Γκουίνεθ κατέβηκε από το θρόνο και προχώρησε προς το μέρος του. Αν και ήταν ανέκφραστη και ντυμένη απλά, φαινόταν πιο όμορφη από όσο ήταν ποτέ δυνατόν. Σε σύγκριση με κείνη, η νύμφη του Μπουόρον ωχριούσε.
Για μια στιγμή μονάχα φάνηκε να ταλαντεύεται κάτω από το βλέμμα του. Ο Χούμα προσπάθησε μάταια να καταλάβει τι σήμαινε αυτός ο δισταγμός. Όταν η Γκουίνεθ δεν ήταν παρά έναν πήχη μακριά του, του έδειξε τους σκοτεινούς διαδρόμους.
«Διάλεξε όποιον θέλεις.»
«Και τι θα συμβεί;»
«Θα τον περπατήσεις. Το τι θα συμβεί μετά εξαρτάται από σένα. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσεις τρεις προκλήσεις. Λένε ότι μέρος της κάθε πρόκλησης είναι δημιούργημα ενός μέλους της Τριανδρίας, αν και καμία πρόκληση δεν αντιπροσωπεύει ένα μόνο θεό, ακριβώς όπως και ο άνθρωπος είναι το άθροισμα των μερών του και όχι οι ξεχωριστές ιδιότητες που υπάρχουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη.»
Ο Χούμα μελέτησε τον κάθε διάδρομο για πολλή ώρα. Αν ήταν να προχωρήσει, έπρεπε να έχει πίστη στον Πάλανταϊν και να ελπίζει ότι έκανε τη σωστή εκλογή.
Έκανε ένα βήμα προς το διάδρομο της επιλογής του, αλλά η Γκουίνεθ του έπιασε το μπράτσο. «Περίμενε.»
Τον φίλησε απαλά. «Είθε να σε προστατεύει ο Πάλανταϊν. Εσύ δε θέλω να αποτύχεις.»
Δε βρήκε να πει τίποτα κατάλληλο να της πει κι έτσι έκανε απότομα μεταβολή και προχώρησε προς το διάδρομο. Ήξερε πως αν κοίταζε πίσω του και την έβλεπε ακόμα εκεί, μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να μείνει. Επίσης ήξερε πως, αν έμενε, δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του.
Ο διάδρομος που είχε επιλέξει φαινόταν σαν φυσική σπηλιά. Εδώ κι εκεί στένευε, αναγκάζοντάς τον είτε να σκύβει είτε να προχωρεί με το πλάι. Επίσης, ήταν πάρα πολύ μακρύς και σχεδόν βουτηγμένος στο σκοτάδι.
Σε λίγο το πέρασμα άρχισε να αχνοφέγγει με ένα δικό του φως, ένα φως που προερχόταν από τους τοίχους τους ίδιους. Ο Χούμα στάθηκε για να μελετήσει το φαινόμενο. Είχε ακούσει ιστορίες για τέτοιας λογής φως.
Η φεγγοβολή των τοίχων τού έδωσε μια ιδέα. Έσπασε ένα κομμάτι βράχου με τη λαβή του σπαθιού του και το έβαλε, έτσι καθώς λαμπύριζε, στο πουγκί της ζώνης του.
Μια κραυγή που σου ξέσκιζε τ’ αυτιά και τράνταζε τη γη τον έριξε στο έδαφος. Κομμάτια βράχου τον κάλυψαν. Ήταν η ίδια κραυγή που είχε ακούσει και στο πέρασμα. Ήξερε πλέον την πηγή της: ίσια μπροστά. Και ίσια μπροστά ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσε να πάει γιατί, όμοια με το μονοπάτι, έτσι και ο διάδρομος πίσω του δεν ήταν παρά ένας πέτρινος τοίχος.
Με το σπαθί και την ασπίδα έτοιμη, προσχώρησε προς την κατεύθυνση του ήχου.
Βγήκε από το διάδρομο, για να μπει σ’ έναν άλλο. Αυτός χώριζε σε τρεις κατευθύνσεις και το πλάσμα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε. Ο Χούμα ίσιωσε νευρικά το κορμί του στενοχωρημένος. Η κραυγή αντηχούσε σε ολόκληρο το σύμπλεγμα των σπηλαίων. Μπορούσε να είναι ώρες μακριά, σε κάποια σκοτεινή αίθουσα. Θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα και πίσω του.
Έχοντας αυτή τη σκέψη στο μυαλό, μετατόπισε τα πόδια του –μα δε βρήκε σταθερό έδαφος. Με μια μεταλλική κλαγγή, ο Χούμα άρχισε να πέφτει.
Κούνησε το κεφάλι του για να καθαρίσει το μυαλό του και κοίταξε τη σκοτεινή λιμνούλα με το υγρό, όπου είχε γλιστρήσει. Βύθισε το δάχτυλό του μέσα του και το έφερε κοντά στα μάτια του για να το δει καλύτερα. Για τόσο μικρή λακκούβα, βρομούσε απαίσια. Ο Χούμα διαπίστωσε με φρίκη ότι η ουσία έτρωγε το σιδερένιο του γάντι. Σκούπισε τη βρομερή ουσία στο βράχο, που έδειχνε να την αντέχει καλύτερα.
«Χιιιθθθ.»
Στην αρχή ακούστηκε σαν γέλιο – χαιρέκακο γέλιο. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει από ποια από τις τρεις σήραγγες ερχόταν η φωνή. Και, ακούγοντάς το να επαναλαμβάνεται, κατάλαβε πως δεν ήταν γέλιο.
Ήταν ανάσα.
Κάτι απίστευτα μεγάλο (εκτός κι αν οι αίθουσες πολλαπλασίαζαν τον ήχο) καραδοκούσε εκεί κοντά.
Αν και μπορεί να ήταν ασφαλέστερο να παραμείνει στη θέση του, ο Χούμα δεν είχε καμία διάθεση να το κάνει. Επέλεξε τον κεντρικό διάδρομο και άρχισε να τρέχει.
Από φυσική άποψη, ήταν ολόιδιος με τον προηγούμενο. Ο Χούμα αναρωτήθηκε πώς ένα τόσο μεγάλο πλάσμα μπορούσε να κινηθεί μέσα σε τόσο στενά όρια. Ακόμα και ο ίδιος δυσκολευόταν.
Αυτή η σήραγγα τον οδήγησε σε μια άλλη που έμοιαζε ολότελα με τις δυο προηγούμενες. Οι σπηλιές σχημάτιζαν ένα λαβύρινθο, με τον Χούμα σε ρόλο διαγωνιζόμενου και επάθλου, ταυτόχρονα, σε ένα υποχθόνιο και επικίνδυνο παιχνίδι.
Καθώς προχωρούσε, πρόσεξε ένα σκούρο υγρό να κυλάει κάτω από τα πόδια του και μια ζέστη να βγαίνει από πολλούς διαδρόμους. Η ζέστη είχε μια θειώδη μυρωδιά που, κατά τον Χούμα, σήμαινε την ύπαρξη μιας σήραγγας που οδηγούσε ίσια στην πυρακτωμένη καρδιά του βουνού. Είχε ακούσει για βουνά σαν αυτό, και ευχόταν να μην εκραγεί όσο βρισκόταν στα σπλάχνα του.
«Χχχιιιθθθ.»
Κόλλησε με την πλάτη πίσω από μια γωνία. Είτε ήταν ηχώ είτε όχι, κατάλαβε ότι απείχε λίγα λεπτά μονάχα από το άλλο πλάσμα. Αυτό φαίνεται πως το είχε καταλάβει κι εκείνο, γιατί γέλασε τρελά – ολότελα τρελά. Όταν έσβησε το γέλιο, το πλάσμα μίλησε με αργή, μπάσα φωνή.
«Ανθρωπάκι. Σε μυρίζω, ανθρωπάκι. Μυρίζω τη ζέστη του κορμιού σου, την πικρή κρυάδα της μεταλλικής σου πανοπλίας. Μυρίζω τους φόβους σου.»
Ο Χούμα δεν είπε τίποτα, αλλά υποχώρησε σιωπηλά στο διάδρομο από όπου είχε έρθει. Δεν ήθελε να αντιμετωπίσει κάτι τόσο μεγάλο σαν αυτό τον κάτοικο των σηράγγων, παρά μόνο σ’ ένα μέρος όπου θα μπορούσε να ελιχθεί.
«Καλώς ήρθες στον Γουιρμφάδερ, ανθρωπάκι.»
Φαίνεται πως η ακοή του Γουιρμφάδερ ήταν εξαιρετική, γιατί σφύριζε δυνατά κάθε φορά που κουνιόταν ο Χούμα, που τον άκουγε να τρίβεται στα τοιχώματα μιας σήραγγας.
Ο ιππότης μπήκε σ’ έναν ανοιχτό διάδρομο που έλπιζε ότι έκανε κύκλο κι ερχόταν πίσω από τον Γουιρμφάδερ. Τα σφυρίγματα λες κι έρχονταν από παντού ολόγυρά του. Οι διάδρομοι φαίνονταν ατελείωτοι.
Το σφύριγμα κόπηκε απότομα και ο Χούμα κοκάλωσε. Ακολούθησε σιωπή για κάμποσα λεπτά, με εξαίρεση το τρελό σφυροκόπημα της καρδιάς του ιππότη. Ύστερα το σύρσιμο άρχισε ξανά, καθώς ο Γουιρμφάδερ ακούστηκε να απομακρύνεται από τον Χούμα.
Αυτός συνειδητοποίησε ότι η σχετική ολισθηρότητα των τοιχωμάτων των σηράγγων οφειλόταν στο συνεχές τρίψιμο του διώκτη του πάνω τους.
Ο βραχνός, μακρόσυρτος ήχος έσβησε και ο Χούμα άρχισε να συλλογίζεται. Προχώρησε αθόρυβα στη σήραγγα. Αν κατάφερνε να βγει από το λαβύρινθο…
Άγριο γέλιο – και το πέρασμα πήρε φωτιά!
Ο Χούμα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να το βάλει στα πόδια. Ο Γουιρμφάδερ ήξερε πού βρισκόταν. Ο Χούμα παράτησε κάθε ιδέα μυστικότητας κι άρχισε απλώς να τρέχει με όλη του τη δύναμη προς τον πλησιέστερο διάδρομο.
Άλλη μια έκρηξη φωτιάς τον έβγαλε από το πέρασμα. Πώς μπορούσε να κινείται τόσο γρήγορα ο Γουιρμφάδερ; Τι ήταν ο Γουιρμφάδερ;
Ούτε που μέτρησε πόσα περάσματα πέρασε τρέχοντας ούτε πόσες φορές το γέλιο του κατοίκου των σηράγγων τον προειδοποίησε την τελευταία στιγμή, πριν του γλείψει η φωτιά τα μουστάκια.
Τρέχοντας σαν τρελός, ο Χούμα στην αρχή δεν πρόσεξε το φαρδύ άνοιγμα στα αριστερά του. Αφού το πέρασε, συνειδητοποίησε ότι ήταν κάτι διαφορετικό από διάδρομος. Σταμάτησε απότομα μένοντας ακίνητος.
Προς το παρόν το κακόβουλο σφύριγμα του Γουιρμφάδερ ήταν μακριά, αν και ο Χούμα ήξερε καλά ότι αυτό μπορούσε να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή. Προσεκτικά, ο ιππότης γύρισε μέχρι το πλαϊνό πέρασμα κι έσκυψε όσο χρειαζόταν για να κρυφοκοιτάξει μέσα του.
Ο διάδρομος ήταν πολύ κοντός και τελείωνε σε κάτι που έμοιαζε με σπηλιά. Ο Χούμα μπήκε στο καινούριο πέρασμα και προχώρησε αργά.
Η σπηλιά άνοιγε και μεγάλωνε. Έλεγες πως ήταν φτιαγμένη όπως και οι διάδρομοι: από τη συνεχή τριβή κάποιου τεράστιου πλάσματος πάνω στο βράχο.
Αλλά πού ήταν το ίδιο το πλάσμα; Που ήταν ο Γουιρμφάδερ; Ο Χούμα κοίταξε γύρω του. Σε διάφορα επίπεδα έβλεπε εισόδους σηράγγων. Η κοφτερή ματιά του ιππότη ακολούθησε το ανάγλυφο του δαπέδου. Ήταν αρκετά ομαλό για να το περπατήσεις, αν και σε μερικά σημεία γινόταν πολύ απότομο – ειδικά εκεί που υψωνόταν απότομα…
Ο Χούμα βλαστήμησε από μέσα του τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν και υποχώρησε στο διάδρομο.
Αυτό που είχε δει, αυτό που αρνιόταν απεγνωσμένα ότι υπήρχε, ήταν μια τεράστια μορφή ερπετού που υψωνόταν από τον πυθμένα της σπηλιάς σαν ένα καταραμένο δέντρο και έστριβε απότομα στο πλάι, συνεχίζοντας μέσα από την απέναντι σήραγγα.
Έβλεπε επιτέλους ένα μέρος από τον Γουιρμφάδερ.
Το κακόβουλο πλάσμα έσφυζε από ζωή και απλωνόταν πέρα από το χάσμα στο κέντρο της σπηλιάς. Το ορατό του μέρος ήταν ένας κορμός ερπετού με διάμετρο διπλάσια από το ύψος του Χούμα. Το κατά τ’ άλλα μουντό, φαιό κορμί του είχε πράσινες και κόκκινες κηλίδες, σαν να ήταν μολυσμένο από κάτι.
Ο κορμός βυθίστηκε απότομα στο χάσμα. Το τρομερό κεφάλι του Γουιρμφάδερ ξεπρόβαλε από το άλλο πέρασμα, τρομάζοντας τον Χούμα με το ξαφνικό του φανέρωμα.
Ο Γουιρμφάδερ ήταν δράκος.
Το τεράστιο ερπετό έκανε όλους τους δράκους που είχε δει –ή ακούσει γι’ αυτούς– να μοιάζουν με νάνους. Το στόμα του Γουιρμφάδερ θα μπορούσε εύκολα να κάνει δυο μπουκιές ένα ζευγάρι άλογα, όσο για έναν άνθρωπο… Τα μακριά, λευκά του δόντια ήταν πάνω-κάτω ίσαμε τον Χούμα και η νευρώδης, διχαλωτή του γλώσσα που μπαινόβγαινε στο στόμα του μπορούσε εύκολα να τον τυλίξει ολόκληρο.
Μυρωδιά θειαφιού ήταν διάχυτη παντού και ο Χούμα συνειδητοποίησε ότι το βουνό δεν είχε ζωντανή καρδιά. Η μυρωδιά αναδινόταν από το δράκο.
Ο Χούμα κοκάλωσε βλέποντας το βαρύ κεφάλι να γυρίζει προς το μέρος του. Υπήρχε κάτι παράξενο σ’ αυτό το κεφάλι. Φαινόταν μεγαλύτερο αναλογικά με το λαιμό, που και αυτός με τη σειρά του ήταν υπερβολικά μακρύς για δράκο, απ’ όσο μπορούσε να γνωρίζει ο Χούμα.
Ο ιππότης τον αναγνώρισε κι έμεινε εμβρόντητος. Ο Γουιρμφάδερ ήταν ο δράκος που το άγαλμά του ήταν σκαλισμένο στο κάστρο του Μάτζιους. Αλλά το αγαλματάκι θα έπρεπε να είναι αρχαίο, ακόμα και για τα ξωτικά. Μπορούσε να ζήσει ένας δράκος τόσο πολύ;
Ο Γουιρμφάδερ σφύριξε. Το κεφάλι του ήταν στραμμένο έτσι που δεν ήταν δυνατό να του έχει διαφύγει ο ιππότης, αλλά το θανάσιμο πλάσμα συνέχιζε να ψάχνει τη σπηλιά. Μόνο όταν ο Χούμα το κοίταξε στα μάτια κατάλαβε το λόγο. Ο Γουιρμφάδερ ήταν τυφλός.
Το πλάσμα δεν ήταν κουφό όμως και είχε σίγουρα οξύτατη όσφρηση. Τον είχε προσπεράσει μια φορά. Ο Χούμα αμφέβαλλε αν αυτό θα συνέβαινε και δεύτερη. Ακόμα και τώρα, το μακρύ ρύγχος φαινόταν σαν να ερευνούσε περιοχές από τις οποίες είχε ήδη περάσει. Ο δράκος θα έβρισκε τον Χούμα από στιγμή σε στιγμή, εκτός κι αν αποφάσιζε να αποσύρει το κεφάλι του μέσα σε κάποιο διάδρομο.
Λες και σκεφτόταν το ίδιο πράγμα, ο Γουιρμφάδερ μίλησε. Τα λόγια του έκαναν ολόκληρη την τεράστια σπηλιά να τρέμει. «Είσαι και πονηρός. Χαίρομαι γι’ αυτό. Έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που είχα έστω και ελάχιστα δύσκολο αντίπαλο. Οι άλλοι ήταν τόσο εύκολοι.»
Το κεφάλι ταλαντεύτηκε κοντά στον Χούμα. Τεράστια ρουθούνια άνοιξαν σαν σπηλιές καθώς ο δράκος μύριζε τον αέρα για να τον βρει.
«Μυρίζω πάνω σου το μίασμα του Πάλανταϊν. Του Χάμπακουκ. Της χειρότερης απ’ όλους τους θεούς του Φωτός, της δεσμοφύλακά μου της αναθεματισμένης, της Κίρι-Τζόλιθ!»
Όσο κρατούσε το ξέσπασμα του δράκου, ο Χούμα ούτε κινήθηκε, ούτε καν ανάσανε. Το θηρίο τού είχε μιλήσει για τη συνάντησή του μ’ έναν τουλάχιστον από τους θεούς που ευθύνονταν για τη δημιουργία της Ιπποσύνης. Μια συνάντηση που, όπως φαινόταν, είχε κάνει ζημιά στο δράκο.
«Για το θησαυρό μου ήρθες; Κανένας δράκος δεν έχει μαζέψει μεγαλύτερο. Ακόμα κι έτσι παγιδευμένος όπως είμαι, και πάλι έχω τρόπους να τον μαζέψω. Αχ!» Τα τεράστια σαγόνια σχημάτισαν ένα μακάβριο, φιδίσιο χαμόγελο. «Ίσως είναι ο καθρέφτης αυτό που ζητάς! Ναι, ο καθρέφτης αξίζει όσο όλα τα υπόλοιπα!»
Όση ώρα μιλούσε, ο Γουιρμφάδερ οσφραινόταν τη σπηλαιώδη αίθουσα ολόγυρά του, ψάχνοντας να βρει τον Χούμα.
Ένας ήχος σαν μέταλλο που τρίβεται πάνω σε μέταλλο ακούστηκε μέσα στην αίθουσα. Ο Χούμα αντέδρασε ενστικτωδώς, σκεπάζοντας τ’ αυτιά του, ενώ ο ήχος τού σφυροκοπούσε το μυαλό. Ήταν και πάλι η σφύρα. Η σφύρα του σιδηρουργού.
Αν το σφυροκόπημα ενόχλησε τον Χούμα, τον Γουιρμφάδερ τον έκανε έξαλλο από θυμό. Ο δράκος πρόσθεσε στο θόρυβο και τις δικές του τσιρίδες. Βρισιές, φωνές, απειλές. Όλων των λογιών οι λέξεις βγήκαν σαν χείμαρρος από το στόμα του. Από τα σαγόνια του έσταζε αφρός.
«Βασίλισσά μου! Γιατί τους αφήνεις να με βασανίζουν; Δεν άντεξα τόσες και τόσες χιλιετίες που έγιναν σκόνη; Πρέπει να υποφέρω και το ατέλειωτο σφυροκόπημα αυτού του σιδηρουργού; Με εγκατέλειψες, Μεγάλη Τακίσις;»
Από την άλλη άκρη της αίθουσας ένας διάδρομος φωτίστηκε λαμπρότερα από τους άλλους. Ο Γουιρμφάδερ είχε αναφέρει το θησαυρό του και πώς κατόρθωνε να βρίσκει και άλλους ακόμα και σε αυτό το μέρος. Δεν μπορούσε να υπάρχει και κάτι χρήσιμο σ’ αυτό το θησαυρό; Ένα όπλο, ίσως, πιο θανατηφόρο από το σπαθί του Χούμα, που φαινόταν τόσο ασήμαντο; Ήταν βέβαια μια απελπισμένη σκέψη. Ενώ το θηρίο ξανάρχιζε να μουγκρίζει, ο Χούμα έτρεχε κιόλας.
Ο ήχος των βημάτων του στο πέτρινο δάπεδο σήμανε συναγερμό για τον Γουιρμφάδερ, αλλά το σφυροκόπημα τον εμπόδιζε να εντοπίσει με ακρίβεια το μικροσκοπικό άνθρωπο. Γεμάτος θυμό, ο δράκος βρυχήθηκε εξαπολύοντας φλόγες από τα ρουθούνια του.
Ο Χούμα βούτηξε στο διάδρομο. Ο δράκος είχε αναφέρει ένα πολύ σημαντικό καθρέφτη. Ο Χούμα θυμήθηκε τον καθρέφτη της νύμφης, εκείνον που χρησιμοποιούσε για να βλέπει τα όνειρα των άλλων. Μήπως είχαν κάποια σχέση; Ο δικός της όμως δεν ήταν παρά ένας τρόπος να συλλαμβάνει τα ξένα όνειρα. Ίσως ετούτος εδώ να είχε διαφορετικές ιδιότητες.
Ο Γουιρμφάδερ συνέχιζε να χτυπιέται και να εξαγριώνεται στο άκουσμα της σφύρας.
Ο Χούμα προχώρησε στο διάδρομο φοβούμενος πως είχε πέσει σε σφάλμα. Το μόνο που μπορεί να έβρισκε ήταν χρυσός και πετράδια, άχρηστα εκείνη τη στιγμή. Μπορεί να μην υπήρχε τίποτα.
Ο Χούμα έπεσε και τα μάτια του είδαν στιγμιαία σε τι φρικτό πράγμα είχε σκοντάψει. Ένα τσακισμένο κρανίο του μόρφαζε, ενώ ένα εξαρθρωμένο χέρι τον έδειχνε κοροϊδευτικά. Τα τσαλακωμένα απομεινάρια μιας πανοπλίας τύλιγαν το μεγαλύτερο μέρος των πλευρών του. Ο Χούμα κατάφερε να κυλήσει πέφτοντας, αν και η σύγκρουση τον αναστάτωσε.
Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε θλιμμένα το απομεινάρι του σκελετού. Ήταν πολύ παλιός και η πανοπλία ήταν σχεδόν ολότελα σκουριασμένη. Υπήρχαν όμως κάποια ορατά σημάδια – και ο Χούμα, με μια έξαψη όλο φρίκη, έδιωξε τη σκόνη από το θώρακα και διέκρινε το έμβλημα ενός Ιππότη του Ρόδου.
Μια προσευχή ανέβηκε αυτόματα στα χείλη του. Εκεί κειτόταν ένας ιππότης που είχε καταφέρει να φτάσει τόσο μακριά μόνο και μόνο για να χαθεί.
Για να χαθεί.
Όπως ίσως και ο Χούμα.
Αν και η σκέψη τού ήρθε απρόσκλητη, ο ιππότης συνειδητοποίησε τον καινούριο κίνδυνο. Το σφυροκόπημα είχε σταματήσει απότομα, όπως είχε αρχίσει. Ο Χούμα προχώρησε μερικά βήματα σχεδόν χωρίς να το καταλάβει και κόντεψε να πέσει πάνω σ’ έναν τεράστιο σωρό από τιμαλφή.
Υπήρχαν άφθονα νομίσματα, χρυσά και ασημένια, περισσότερα απ’ όσα είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έλαμπαν σχεδόν εκστατικά. Μαζί τους υπήρχαν διάφορα σπάνια αντικείμενα, πολλά ανεκτίμητα πετράδια και όλα υπέροχα. Περιδέραια από μεγάλα, τέλεια μαργαριτάρια. Αγαλματίδια από κάποιο είδος κρυστάλλου, ίσως από σμαράγδι ή νεφρίτη. Πανοπλίες που νόμιζες πως είχαν σφυρηλατηθεί μόλις χτες, κάποιες τόσο λαμπερά στολισμένες που ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί για πανίσχυρους αυτοκράτορες, οι οποίοι μπορούσαν να πληρώσουν τέτοιους τεχνίτες και τόσα στολίδια. Υπήρχαν ακόμα και όπλα, αν και τα περισσότερα ήταν άχρηστα, μια και ήταν σχεδιασμένα πιο πολύ σαν ακριβά διακοσμητικά παρά για κανονική χρήση.
Εξέτασε βιαστικά την αίθουσα με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Όλα αυτά που υπήρχαν μπροστά του θα τα αντάλλαζε ευχαρίστως με ένα απλό όπλο, ικανό να νικήσει τον τεράστιο ένοικο της σπηλιάς.
«Πού κρύφτηκες, ανθρωπάκι;»
Ο Χούμα σφίχτηκε. Ο Γουιρμφάδερ βρισκόταν πολύ κοντά του. Από στιγμή σε στιγμή ο διάδρομος μπορεί να γέμιζε φλόγες.
«Ο σιδηρουργός σε εγκατέλειψε, Ιππότη της Σολάμνια! Ναι, τώρα ξέρω ποιος είσαι. Μπορώ να μυρίσω πάνω σου το μίασμα των Τριών εντονότερα από πριν. Είσαι Ιππότης της Σολάμνια, αληθινός πιστός, όχι σαν τους προηγούμενους. Εκείνοι νόμιζαν πως πίστευαν, αλλά απλώς προσποιούνταν. Εσύ όμως διαφέρεις. Αναρωτιέμαι τι γεύση να έχεις.»
Σκουριασμένα πολεμικά τσεκούρια. Σπαθιά με πετράδια κατάλληλα μόνο για τελετές. Αυτός δεν μπορεί να ήταν ο τεράστιος θησαυρός που έλεγε ο δράκος, εκτός κι αν μέσα στην τρέλα του ο Γουιρμφάδερ τον είχε απλώς ονειρευτεί.
Αλλά και τον καθρέφτη μαζί;
«Τώρα σ’ έπιασα!»
Ο Χούμα άκουγε το γλίστρημα και το σύρσιμο του πελώριου κεφαλιού που προχωρούσε μέσα στο διάδρομο. Γύρισε απότομα και διαπίστωσε ότι η σχετικά μικρή ποσότητα χρυσού και πετραδιών δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της υπερχείλισης μιας άλλης αίθουσας. Άπλωσε το χέρι του στο ανώτερο σημείο του πολύτιμου σωρού και άρχισε να σκάβει. Όπως το περίμενε, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το σκάψιμό του αποκάλυψε ένα άνοιγμα. Ήταν μικρό προς το παρόν – κι όσο δούλευε ο ιππότης, αυτό φάρδαινε αργά. Από στιγμή σε στιγμή ο Χούμα περίμενε να νιώσει την καυτή ανάσα του δράκου στην πλάτη του. Η προσπάθεια τον είχε κουράσει. Οι συγκεντρωμένοι θησαυροί τού έκοβαν συνέχεια το δρόμο. Βλαστήμησε σιγανά καθώς καινούρια νομίσματα και καλλιτεχνήματα έπεσαν στη θέση εκείνων που είχε αφαιρέσει. Πήρε βαθιά ανάσα. Το σκάψιμο δεν επαρκούσε. Έδιωξε ένα μάτσο κοσμήματα από το πέρασμα κι άρχισε να σέρνεται μέσα του σαν τυφλοπόντικας.
Είχε θαφτεί κιόλας βαθιά στο σωρό, όταν ένιωσε την καυτή, δύσοσμη ανάσα του δράκου. Εδώ ο Γουιρμφάδερ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις φλόγες του για να μην καταστρέψει τους θησαυρούς του, γι’ αυτό προσπαθούσε να χώσει ολόκληρο το κεφάλι και το λαιμό του στην αίθουσα με τα τιμαλφή.
Το κεφάλι του θηρίου ξεπρόβαλε από τη γωνία – τη στιγμή ακριβώς που ο ιππότης χανόταν μέσα στην άλλη αίθουσα. Ύστερα από μια στιγμή το πελώριο ερπετό χαμογέλασε όλο κακία και άρχισε να βγαίνει το ίδιο από την αίθουσα.
Στην αρχή ήταν ολοσκότεινα, πράγμα περίεργο ύστερα από τόσους διαδρόμους που έφεγγαν με το δικό τους φως. Ο Χούμα αναρωτήθηκε γιατί ετούτος ο διάδρομος ήταν διαφορετικός.
Μη μπορώντας να δει, σύρθηκε αδέξια προς το τεράστιο σωρό των θησαυρών. Εκεί βέβαια πρέπει να βρισκόταν ο κυρίως θησαυρός, αλλά πώς να βρει οτιδήποτε μέσα στο σκοτάδι; Και υπήρχε τίποτα για να βρει; Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε πως υπήρχε. Αν ήταν μια δοκιμασία, έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να νικήσει το δράκο.
Το χέρι του άγγιξε κάτι που έμοιαζε με λαβή σπαθιού – και ξαφνικά το δωμάτιο φωτίστηκε από ένα φως κάπως πρασινωπό, θαμπό. Ο Χούμα τράβηξε το χέρι του ξαφνιασμένος. Είχε ελπίσει, είχε προσευχηθεί. Εκείνη τη στιγμή, επιτέλους, το είχε βρει. Μόνο… Μόνο που για κάποιο λόγο φοβόταν να το αγγίξει. Λες και κάποιο ένστικτο τον προειδοποιούσε να μην το κάνει.
Άρπαξέ με, σήκωσέ με, χρησιμοποίησέ με. Θα είμαι η πραγματοποίηση των επιθυμιών σου.
Οι λέξεις ακούγονταν καθαρά στο μυαλό του – ξεκάθαρες, γλυκές, σαγηνευτικές.
Προέρχονταν από το ίδιο το σπαθί.