Κεφαλαίο 28

Τα μάτια της ασημένιας δράκαινας ήταν χαμηλωμένα. «Χούμα, για τ’ όνομα του Πάλανταϊν, πες κάτι, σε παρακαλώ.»

Η φωνή ήταν σίγουρα της Γκουίνεθ. Ο ιππότης σήκωσε τα μάτια στο δρακίσιο πρόσωπο και είδε πάνω του το φόβο – το φόβο ότι θα την απέρριπτε. Ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι γινόταν μέσα στο μυαλό του. Όλα γύρω του φαίνονταν να καταρρέουν. Δεν μπορεί να ήταν η Γκουίνεθ! Ή μήπως όχι;

«Εκείνη τη νύχτα είδες τον αδερφό μου – όπως είδες και τον άλλο, αυτόν που υπηρετεί τον Ντάνκαν Άιρονγουιβερ, δράκοι και οι δυο, αλλά σε ανθρώπινη μορφή. Σας θαυμάζουμε τόσο, Χούμα, εσένα και το είδος σου. Μέσα στην τόσο σύντομη ζωή σας καταφέρνετε τόσο πολλά.»

Ο Χούμα δεν είπε τίποτα. Άθελά του τραβήχτηκε λίγο μακριά της – όχι από φόβο αλλά από σύγχυση.

Εκείνη δεν το δέχτηκε έτσι και οι λέξεις άρχισαν να ξεχύνονται πιο γρήγορα. Ενώ μιλούσε, η μορφή της άλλαζε. Τα φτερά ζάρωσαν. Τα τέσσερα πόδια της απάλυναν και συστράφηκαν μέχρι που έγιναν ξανά ανθρώπινα και μπόρεσε να σταθεί πάλι όρθια. Το σώμα της μίκρυνε γοργά, λες και η πελώρια μορφή έλιωνε μπροστά στα γεμάτα φρίκη μάτια του. Το πρόσωπο μίκρυνε και εκείνο και στρογγύλεψε, ενώ το μεγάλο στόμα της δράκαινας μεταμορφώθηκε σε δυο καμπύλα, καλοσχηματισμένα, σαρκώδη χείλη. Από το κεφάλι της ξεχύθηκαν ασημένια μαλλιά και έπεσαν σαν χείμαρρος στο λαιμό της. Ο Χούμα παραλίγο να το βάλει στα πόδια. Η μεταμόρφωση που είχε παρακολουθήσει δεν μπορούσε να ήταν αληθινή.

«Πρώτος ο αδερφός μου μου είπε αυτό που δεν είχα καταλάβει στην αρχή: ότι είχα πέσει θύμα μιας κατάστασης που σε λίγους έχει συμβεί στο παρελθόν. Είχα ζήσει τόσο πολύ καιρό μαζί σας που είχα φτάσει στο σημείο να αγαπώ σαν εσάς.»

«Γιατί;»

Εκείνη συνοφρυώθηκε, μη καταλαβαίνοντας τι ακριβώς τη ρωτούσε. Ύστερα του απάντησε «Ενσαρκώνεις την ίδια την πίστη του Πάλανταϊν. Είσαι γενναίος, ευγενικός, δεν ξέρεις τι θα πει μίσος. Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι, τίποτε άλλο.»

«Α, οι ευτυχισμένοι εραστές.»

Η ψυχρή, θριαμβευτική φωνή ξύπνησε τον Χούμα από το λήθαργο του. Δεν ήταν δυνατόν, όχι εδώ…

Ο Γκάλαν Ντράκος, όμοιος με πριν, υλοποιήθηκε μπροστά στον ιππότη και τη δρακοκόρη χαμογελώντας. «Θα σας έκανα νωρίτερα αισθητή την παρουσία μου, αλλά δεν ήθελα να διακόψω μια τόσο όμορφη σκηνή.»

Η Γκουίνεθ έβγαλε μια κραυγή που κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπορούσε και πήγε να τον χτυπήσει, αλλά ο Χούμα κινήθηκε γρήγορα και της έκοψε το δρόμο. Ο ιππότης κατάφερε να κάνει λίγα βήματα μονάχα, πριν τον προδώσει το πόδι του και πέσει στη γη. Μόνο τότε θυμήθηκε ότι η μορφή μπροστά του δεν ήταν παρά μια παραίσθηση. Βλαστήμησε σιγανά την ίδια του τη βλακεία.

Ο αποστάτης γελούσε. «Ήρθα να μεγαλώσω τη δυστυχία σου, Χούμα. Ήρθα να σε ξεπληρώσω για την απώλεια του Κράινους. Οφείλω να παραδεχτώ ότι στο τέλος η τρέλα του είχε γίνει απρόβλεπτη. Ήταν όμως ο καλύτερος διοικητής μου και θα μου λείψει.»

Ο Καζ με τον Μπένετ, που είχαν ξεσηκωθεί από τη φωνή κάποιου που γνώριζαν τόσο καλά, πήγαν τρέχοντας. Ο φασματικός Ντράκος σήκωσε το χέρι του κι εκείνοι σταμάτησαν σαν να έπεσαν πάνω σε τοίχο.

«Ανταπόδοση στα ίσα, θλιβερέ θνητέ.» Ο Ντράκος σήκωσε τα χέρια του και κάτι άρχισε να υλοποιείται μπροστά του. Μόνο όταν υλοποιήθηκε ολότελα το αναγνώρισε ο Χούμα.

«Μάτζιους!»

Τον είχαν βασανίσει. Το πρόσωπό του είχε γίνει μια ματωμένη μάζα και το ένα του μάτι ήταν πρησμένο και κλειστό. Ο χιτώνας του ήταν κουρελιασμένος και ο Χούμα είδε έκπληκτος ότι ήταν λευκός, όχι ερυθρός. Το ένα του χέρι σχημάτιζε μια απίθανη γωνία και κανένα του πόδι δε φαινόταν ικανό να περπατήσει. Ο Μάτζιους σηκώθηκε όρθιος βάζοντας δύναμη στο γερό του χέρι.

«Χ… Χούμα.» Του έλειπαν κάμποσα δόντια. «Είχε δίκιο… τελικά.»

Ο Ντράκος χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Τραυλίζει καμιά φορά.»

Με μεγάλη προσπάθεια, ο Μάτζιους γύρισε κι έφτυσε το χιτώνα του αποστάτη. Ο Γκάλαν Ντράκος αγρίεψε και τέντωσε την ανοιχτή του παλάμη προς το θύμα του. Ο Μάτζιους ούρλιαξε και το κορμί του αναδιπλώθηκε από το μαρτύριο.

Η Γκουίνεθ κινήθηκε μπροστά. «Δοκίμασε σε μένα τα ξόρκια σου, Γκάλαν Ντράκος.»

Το φάντασμα χαμογέλασε όλο κακία. «Έχω μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση νομίζεις, αλλά δε θέλω να τη χρησιμοποιήσω τώρα. Ήρθα απλώς για να δείξω στον Χούμα πόσο ανόητα ήταν τα όνειρά του ότι θα νικήσει.»

Ο Χούμα όρμησε μπροστά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσει το βασανισμένο του φίλο.

Ο Μάτζιους κούνησε αρνητικά το χτυπημένο του κεφάλι. «Μη, Χούμα. Δεν υπάρχει λόγος πια. Νίκησε τον Ντράκος. Μόνο αυτό σου ζητάω.»

Ο Ντράκος σήκωσε και τα δυο του χέρια προς τον Μάτζιους. «Ο χρόνος σου τελείωσε, φίλε μου.»

Με μια χειρονομία, ο αποστάτης έστειλε λόγχες πράσινου φωτός στον αιχμάλωτό του. Οι λόγχες φάνηκαν να διαπερνούν τον Μάτζιους σαν να ήταν ατσάλινες. Εκείνος ταλαντεύτηκε μονάχα μια στιγμή κι ύστερα έπεσε μπροστά και απόμεινε ένας σωρός, πολύ αληθινός, στα πόδια του Χούμα. Ο θάνατός του δεν ήταν παραίσθηση. Ο Χούμα ούρλιαξε και προσπάθησε να κινηθεί. Οι άλλοι προχώρησαν μπροστά, αλλά ο Ντράκος χανόταν ήδη.

«Το τίμημα της απάρνησης, Ιππότη της Σολάμνια. Το τίμημα που θα πληρώσετε όλοι σας σύντομα, εκτός κι αν υποταχθείτε στην κυρά μου.»

«Όχι, αποστάτη» είπε ο ιππότης και σηκώθηκε όρθιος. «Αν κάποιος πρόκειται να πληρώσει κάποιο τίμημα, αυτός θα είσαι εσύ.»

Δεν ήξερε αν τον άκουσε ο Ντράκος, γιατί τις τελευταίες αυτές λέξεις τις είχε πει στον κενό αέρα.

Ο Μπένετ και ο Καζ προχώρησαν παραπατώντας. Ο μινώταυρος μίλησε πρώτος. «Χούμα! Είσαι καλά;»

Χωρίς να του απαντήσει, ο Χούμα κοίταξε έντονα την τσακισμένη μορφή του Μάτζιους.

«Αν ζητάς εκδίκηση, Χούμα, θα σταθώ ευχαρίστως στο πλευρό σου.» Ο Καζ δε συμπαθούσε καθόλου το μάγο, αλλά στο τέλος είχε αρχίσει να τον σέβεται.

Ο Χούμα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Η εκδίκηση δεν είναι ο δικός μου τρόπος.» Σήκωσε το χέρι. «Βοηθήστε με να τον γυρίσω.»

Τον γύρισαν. Ήταν παράξενο, αλλά ο μάγος φαινόταν γαλήνιος εκείνη τη στιγμή. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε φανεί τόσο ήρεμος.

Ο Χούμα ακούμπησε απαλά κάτω το κεφάλι του μάγου, έσφιξε τα δόντια και σηκώθηκε μόνος του. Ο Μπένετ και ο Καζ ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, αλλά τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν. Τελικά κατάφερε να σταθεί όρθιος. Γύρισε και τους κοίταξε όλους.

«Χρειάζομαι τη βοήθειά σας – και των τριών. Είναι καιρός να αποκατασταθεί η ισορροπία. Είναι καιρός να μάθει ο Γκάλαν Ντράκος και η σκοτεινή κυρά του ότι όπου υπάρχει το Κακό πρέπει να υπάρχει και ισορροπία με το Καλό. Ο Μάτζιους ήταν η ζωντανή απόδειξη αυτής της αρχής. Στην εποχή του φόρεσε τους χιτώνες και των τριών Ταγμάτων, τελειώνοντας με το λευκό του Σολίναρι. Ανάμεσα στο Κακό και στο Καλό, το εκκρεμές κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις. Καιρός να κινηθεί προς το μέρος μας.»

«Σκοπεύεις να ψάξεις να βρεις το κάστρο;» ρώτησε ο Μπένετ.

«Ναι. Ζητώ τη βοήθειά σας και όποιου από την ομάδα μας ζει ακόμα. Αν διστάσετε, θα το κατανοήσω γιατί είναι σίγουρη αυτοκτονία.»

Ο Καζ φάνηκε έτοιμος να σκάσει από αγανάκτηση. «Αν νομίζεις ότι θα φύγω από οποιαδήποτε μάχη, και ειδικά από αυτήν εδώ, τότε δεν ξέρεις τίποτα για τη φυλή μου. Μπορεί να μην είμαι Ιππότης της Σολάμνια» αγνόησε την έντονη ματιά του Μπένετ «αλλά ξέρω πότε πρέπει να πολεμήσω. Είμαι μαζί σου.»

Ο Μπένετ έγνεψε καταφατικά. «Θα έρθω. Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα πουν και όσοι μπορούν να ιππεύσουν ακόμα.»

«Τότε αφήστε με λίγα λεπτά μονάχο. Μπένετ, πες, σε παρακαλώ, στον Μεγάλο Μάγιστρο τι συνέβη εδώ. Ό,τι κι αν γίνει, θα ήθελα να προσφέρει μια σωστή ταφή στον Μάτζιους.»

«Όπως θέλεις.»

Ο μινώταυρος και ο ιππότης έφυγαν. Ο Χούμα κοίταξε τη σορό του Μάτζιους και θυμήθηκε παλιότερους καιρούς. Τον διέκοψε μια θηλυκή φωνή. «Κι εγώ, Χούμα; Αυτή η τραγωδία μάς διέκοψε. Δε σου ζητώ να ανταποκριθείς στα αισθήματά μου. Δεν ελπίζω καν να ανταποδώσεις την αγάπη μου. Θα σου πω αυτό: στο ζήτημα του Γκάλαν Ντράκος και του Κριν, είμαι πάντα η σύντροφός σου. Όταν φτάσεις στο στόμα της δρακοβασίλισσας, θα φτάσεις πετώντας πάνω στη ράχη μου.» Περίμενε μια απάντηση. Ο Χούμα δεν μπόρεσε να πει τίποτα. «Θα περιμένω όταν θα είσαι έτοιμος.»

Τότε άκουσε βήματα. Χάθηκαν, μέχρι που δεν άκουγε τίποτα πια. Ο Χούμα δεν κουνήθηκε από τη θέση του μέχρι που ήρθαν κληρικοί από το Ακροπύργιο και πήραν τον Μάτζιους για να τον μεταφέρουν στον τόπο της ανάπαυσής του.


Ο Χούμα πλησίασε την ομάδα κουτσαίνοντας. Όλα τα αρχικά μέλη της που μπορούσαν ακόμα να ιππεύσουν ήταν έτοιμα. Στο σύνολο ήταν οκτώ άντρες και οκτώ δράκοι. Ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ δεν μπορούσε να πάει μαζί τους εξαιτίας των τραυμάτων του, αλλά ήταν εκεί για να τους αποχαιρετήσει.

Ο Χούμα μίλησε πρώτα στον Έιβοντεϊλ. «Κανένα νέο από τους άντρες σου;»

«Καθηλωμένοι αλλά ζωντανοί. Ο Μεγάλος Μάγιστρος σας έστειλε τις χερσαίες δυνάμεις. Προχωρούν. Τα ογκρ ανακόπτουν την πορεία τους.»

Ο Χούμα τού έγνεψε μουδιασμένα. Από όσα του έλεγε ο Ιππότης του Έργκοθ, δεν άκουγε παρά ένα μέρος μονάχα. Ο φόνος του Μάτζιους από τον αποστάτη ήταν μια πράξη απελπισίας, μια προσπάθεια να του τσακίσει το ηθικό. Πραγματικά, ένιωθε τσακισμένος και μπερδεμένος μπαίνοντας στην πιο σημαντική και λαμπρή στιγμή της ζωής του.

«Ευχήσου μας καλή τύχη, κληρικέ.»

«Θα κάνω κάτι καλύτερο.» Ο Έιβοντεϊλ έφερε το χέρι στην αλυσίδα στο λαιμό του. Την τράβηξε πάνω από το κεφάλι του και φανερώθηκε ένα μενταγιόν, κρυμμένο κάτω από την πανοπλία και τα ρούχα του. «Σκύψε.» Ο Χούμα υπάκουσε. Ο Έιβοντεϊλ του πέρασε το μενταγιόν στο λαιμό. «Το αξίζεις περισσότερο από μένα.»

Ο ιππότης πήρε το μενταγιόν στο χέρι του και το κοίταξε. Μια αναπαράσταση του Πάλανταϊν του ανταπόδωσε το βλέμμα. Το ένιωσε όμορφα ζεστό. «Σου είμαι… ευγνώμων.»

«Μη μ’ ευχαριστείς. Βρες τον Ντράκος!»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε. Όλοι οι άλλοι είχαν ιππεύσει. Ο Χούμα πλησίασε την ασημένια δράκαινα. Πήγε να της πει κάτι, το σκέφτηκε καλύτερα και ανέβηκε στη ράχη της. Κάποιος του έδωσε τη λόγχη του. Παρατήρησε ότι η λόγχη του πεζικάριου ήταν ξανά στερεωμένη στη δράκαινα.

Με το σινιάλο του απογειώθηκαν, αποφασισμένοι να διασχίσουν τις τάξεις του εχθρού και να αναζητήσουν το οχυρό του μάγου. Ο Χούμα σήκωσε ψηλά τη μικρή πρασινωπή σφαίρα και συγκεντρώθηκε. Τη διέταξε να τους οδηγήσει στο κάστρο.

Η σφαίρα έλαμψε ζωηρά, σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να πετάει προς τα βουνά του ορίζοντα.

Τα οκτώ ζευγάρια την ακολούθησαν.


Η μάχη εξελισσόταν σε σφαγή. Οι δράκοι, παρακινημένοι από το φόβο τους για την κυρά τους, ορμούσαν ξανά και ξανά στους λογχοφόρους. Κάθε φορά απωθούνταν με βαριές απώλειες.

Στο μεταξύ, πάνω από το ένα πέμπτο των λογχοφόρων και των υποζυγίων τους είχε χαθεί, νικημένο από το πλήθος του εχθρού. Το ίδιο υπέφεραν και οι χερσαίες δυνάμεις, ειδικά στην αρχή. Μόλις όμως είδαν την αποτελεσματικότητα των λογχών, οι απώλειες μειώθηκαν. Σε λίγο κανείς δράκος δεν τολμούσε να πλησιάσει. Η μαγική τους δύναμη και οι ανάσες τους εξακολουθούσαν να σκορπίζουν το χάος στις τάξεις των ιπποτών, αλλά και αυτές οι δυνάμεις είχαν τα όριά τους και πολλά από τα παιδιά της Σκοτεινής Βασίλισσας έγιναν εύκολη λεία των ιπτάμενων λογχοφόρων –τόσο πολύ είχαν εξαντληθεί.

Παρά τις προθέσεις τους, ο Χούμα και οι δικοί του δεν μπόρεσαν να αποφυγουν ολότελα τη μάχη γιατί, στο μεταξύ, είχε εξαπλωθεί πάρα πολύ. Κάμποσες φορές πέταξαν χαμηλά για να βοηθήσουν κάποιον που είχε μείνει πίσω και κινδύνευε να τον καταπιεί ο εχθρός. Ωστόσο, τα παιδιά της Τακίσις κάθε άλλο παρά ηττημένα ήταν. Είχαν σχηματίσει ομάδες και χτυπούσαν σε οποιοδήποτε σημείο τους φαινόταν πιο αδύναμο. Πολλοί είχαν ήδη καταφέρει να διασπάσουν τον αντίπαλο και τραβούσαν κατά το Ακροπύργιο. Ο Χούμα ήξερε ότι τους περίμενε μια έκπληξη. Ο Μεγάλος Μάγιστρος δεν ήταν κανένας νεοφώτιστος. Περισσότεροι από πενήντα ιππότες με τους δράκους τους ήταν έτοιμοι να απογειωθούν στη στιγμή.

Από κάτω τους, τα ογκρ και οι σύμμαχοί τους ήταν μια ανάμικτη μάζα. Αναγκάζονταν πλέον να πολεμούν σε δύο μέτωπα, γιατί οι Ιππότες του Έργκοθ είχαν βρει το κατάλληλο έδαφος και χτυπούσαν το νότιο κέρας με μεγάλη επιτυχία.

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε ολόγυρά τους και ο Χούμα και οι σύντροφοί του πλημμύρισαν από μια προαίσθηση για κάποιο τρομερό επερχόμενο κακό.

Αστραπές τινάχτηκαν με τρομακτική ακρίβεια, χτυπώντας δράκους και αναβάτες και αφήνοντας λίγους ζωντανούς. Οι δρακοκαβαλάρηδες δίστασαν και έπειτα άρχισαν να υποχωρούν. Τα παιδιά της Σκοτεινής Βασίλισσας άρχισαν να πολεμούν με καινούρια μαχητικότητα.

Ο Χούμα χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο φυλακτήρα της λόγχης του. Πώς να πολεμήσεις μια καταιγίδα; Αυτό δεν ήταν δημιούργημα μάγου. Σκίασε τα μάτια του με το χέρι. Αν είχε έναν υλικό στόχο, ίσως μπορούσε να κάνει κάτι, αλλά ενάντια στα στοιχεία της φύσης τι μπορούσε να κάνει ακόμη και μια Δρακολόγχη;

Το ερώτημά του απαντήθηκε τη στιγμή που έμπαινε στην καρδιά της θύελλας. Η παρουσία του Κακού ήταν τόσο ισχυρή που ο Χούμα έβλεπε σχεδόν τη δρακοβασίλισσα μπροστά του, να ρίχνει πάνω του τη βροχή και τις αστραπές. Ένας κεραυνός έπεσε ακριβώς πίσω του και ο Χούμα άκουσε μια κραυγή. Τώρα πια δεν ήξερε αν τα μάγουλά του βρέχονταν από τη βροχή ή από τα δάκρυα.

Ξαφνικά η Δρακολόγχη έλαμψε τόσο έντονα που χρειάστηκε να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια. Από τις κραυγές γύρω του συμπέρανε ότι το ίδιο συνέβαινε και στους συντρόφους του. Όταν συνήλθαν τα μάτια του, τόλμησε να τα ανοίξει – και συνέχισε να τα ανοίγει μέχρι που γούρλωσαν από την απορία.

Τα σύννεφα της καταιγίδας σκορπίζονταν. Γοργά. Προς μεγάλη του έκπληξη, είδε τον ήλιο να λάμπει πάνω στην πανοπλία του. Ήταν λογικό αυτό; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, έπρεπε να είναι αργά το απόγευμα. Ο ήλιος έπρεπε να δύει – κι όμως εκείνος ήταν εκεί, ψηλά στον ουρανό.

Από την άλλη πλευρά, κανείς δε χρειαζόταν καλύτερο σημάδι για την έκβαση της μάχης. Οι δράκοι του Σκότους έχασαν την ορμή τους, οπισθοχώρησαν και άρχισαν να φεύγουν από τη μάχη ένας-ένας ή δυο-δυο. Ακόμα και ο πανίσχυρος φόβος για την αφέντρα τους δεν ήταν αρκετός για να τους συγκρατήσει. Ο Πάλανταϊν αποδεικνυόταν ο ισχυρότερος των θεών.

Ωστόσο τα ογκρ πολεμούσαν μανιασμένα. Οι δράκοι μπορεί να έφευγαν για να πολεμήσουν μια άλλη μέρα, αλλά όχι τα ογκρ και οι άνθρωποι σύμμαχοί τους. Δεν υπήρχε μέρος να κρυφτούν χωρίς να τους βρουν οι ιππότες. Γι’ αυτούς ήταν νίκη ή θάνατος.

Ο Καζ και ο Μπένετ ίππευαν δεξιά κι αριστερά του Χούμα και λίγο πιο πίσω. Ο Χούμα άγγιξε με τα δάχτυλα το μενταγιόν που του είχε δώσει ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ. Η ζέστη του ήταν ακόμα έντονη και από κάποια παρόρμηση έσκυψε και το ακούμπησε στη Δρακολόγχη.

Ένιωσε τη δύναμη να τον διατρέχει. Τα βουνά ήταν ίσια μπροστά τους. Με κάποιον τρόπο, η πράσινη σφαίρα ήταν κοντά τους όλη αυτή την ώρα, ανεπηρέαστη από τη μανιασμένη θύελλα της δρακοβασίλισσας. Ο Χούμα ήταν σε ετοιμότητα για το ελάχιστο ίχνος του κάστρου. Δεν ήξερε πόσο κοντά μπορεί να βρίσκονταν και το κάστρο, βέβαια, δε θα ήταν ανυπεράσπιστο.

Ξαφνικά, μια έκρηξη ενέργειας τινάχτηκε σε μια από τις μικρότερες κορυφές στα νοτιοδυτικά. Ο Χούμα στράφηκε να την κοιτάξει, ελπίζοντας ότι η λόγχη θα της ανέκοπτε την ορμή, όταν συνέβη και μια δεύτερη. Οι δύο εκρήξεις έσβησαν η μία την άλλη. Η ματιά του Χούμα πήγε στην πηγή της δεύτερης έκρηξης. Ενώ κοίταζε, οι ομάδες των δύο κορυφών άρχισαν να πολεμούν άγρια. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ο Χούμα κατάλαβε. Χαμογέλασε βλοσυρά και στράφηκε στον Καζ.

«Οι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα κάνουν την κίνησή τους! Χτυπούν τον Γκάλαν Ντράκος και τους δικούς του!» Επανέλαβε το μήνυμα στον Μπένετ, που το μεταβίβασε με τη σειρά του στα παλικάρια πίσω του.

Δώδεκα κόκκινοι δράκοι με τους αναβάτες τους πρόβαλαν ξαφνικά ανάμεσα στα βουνά. Οι ιππείς ήταν όλοι μαυροντυμένοι και –προς μεγάλη φρίκη του Χούμα και των συντρόφων του– ο καθένας τους κρατούσε κι από μία Δρακολόγχη.

Τις είχαν πάρει σίγουρα από τους νεκρούς. Αυτό τον κίνδυνο θα έπρεπε να τον είχε προβλέψει, σκέφτηκε ο Χούμα. Οι λόγχες ήταν το ίδιο φονικές, άσχετα με το ποιοι τις κρατούσαν.

Ήταν διπλάσιοι σε αριθμό από την ομάδα του Χούμα.

Ο Μπένετ και οι υπόλοιποι στάθηκαν πλάι του. Αυτός που φαινόταν για αρχηγός των φρουρών –με μανδύα και κερασφόρα περικεφαλαία με προσωπίδα– έκανε σινιάλο στους δικούς του. Εναλλάξ, οι κόκκινοι δράκοι μια υψώθηκαν και μια χαμήλωσαν, δημιουργώντας δύο επίπεδα. Η στρατηγική τους αποκαλύφθηκε αμέσως. Σε όποια ομάδα κι αν αποφάσιζαν να επιτεθούν, οι άντρες του Χούμα θα έμεναν εκτεθειμένοι σε μια δεύτερη επίθεση από τους άλλους.

Οι κόκκινοι δράκοι πλησίασαν. Ο Χούμα άνοιξε και τα δυο του χέρια κι ένωσε κατόπιν τις παλάμες του, σαν να χειροκροτούσε.

Οι ιππότες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μία αριστερά και μία δεξιά.

Ο ελιγμός τους προκάλεσε σύγχυση στους αντιπάλους. Οι κακόβουλοι δράκοι δίστασαν και ύστερα η τάξη τους άρχισε να καταρρέει, καθώς ο καθένας τους άλλαζε θέση για να προφυλαχτεί από τις φονικές λόγχες. Έτσι όμως έγιναν μπουλούκι κι αυτό ήταν ακόμα πιο επιζήμιο. Δύο κόκκινοι δράκοι συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Ο Χούμα κάρφωσε με τη λόγχη του έναν άτυχο δράκο. Οι άλλοι επιτέθηκαν. Η πεμπτουσία αυτής της επίθεσης ήταν η ταχύτητα.

Οι ιππότες δεν έχασαν χρόνο και άρπαξαν την ευκαιρία. Αποφεύγοντας την πύρινη ανάσα ενός κόκκινου, η ασημένια δράκαινα έφερε τον Χούμα και τη λόγχη του ακριβώς μπροστά στο υπογάστριό του. Η Δρακολόγχη βυθίστηκε μέσα του ανεμπόδιστα και ο κόκκινος ταλαντεύτηκε. Ο αναβάτης του, συνειδητοποιώντας ότι η λόγχη του ήταν άχρηστη κάτω από αυτή τη γωνία, προσπάθησε μανιασμένα να τραβήξει το τόξο που είχε περασμένο στην πλάτη. Δεν πρόλαβε. Ο δράκος του συσπάστηκε και, προς μεγάλη έκπληξη του Χούμα, πήρε φωτιά κι έγινε στάχτη μαζί με τον αναβάτη του.

Ο Χούμα έριξε μια γοργή ματιά στο μαυροντυμένο αρχηγό των φρουρών, τη στιγμή που χτυπούσε έναν ανυποψίαστο χρυσό δράκο στο λαιμό με μια από τις κλεμμένες λόγχες. Ο δράκος συσπάστηκε βίαια και τραβήχτηκε από τη λόγχη. Η πληγή ήταν βαθιά. Ο χρυσός δράκος άρχισε να χτυπιέται, τινάζοντας στον αέρα τον αναβάτη του. Η πληγή του φάνηκε να εκρήγνυται. Ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον άτυχο αναβάτη, γιατί εκείνη τη στιγμή ο φρουρός έστρεφε το δράκο του ενάντια στον ίδιο.

Το αίμα του χρυσού δράκου έσταζε από την αιχμή της λόγχης και ο Χούμα πρόσεξε στιγμιαία ότι το όπλο είχε μαυρίσει, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί. Έπειτα οι δυο δράκοι βρέθηκαν να βρυχώνται με νύχια γυμνά και στόματα ορθάνοιχτα, σε μια τρομακτική επίδειξη αγριότητας.

Η ασημένια δράκαινα επιτέθηκε στον κόκκινο. Και οι δυο λόγχες ήταν σε τέλεια θέση για να χτυπήσουν και ο Χούμα δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να εμποδίσει το θάνατο της Γκουίνεθ –επιτέλους, είχε μπορέσει να τη σκεφτεί με το όνομά της. Οι λόγχες τινάχτηκαν μπροστά και ο ιππότης πρόφερε μια μονοσύλλαβη επίκληση στον Πάλανταϊν.

Η αιχμή της κλεμμένης Δρακολόγχης άγγιξε τη δεξιά πλευρά του ακάλυπτου στήθους της δράκαινας και μετά γλίστρησε πάνω στα πλευρά της και την προσπέρασε, τρυπώντας χαμηλά τη μεμβράνη της φτερούγας της.

Η λόγχη του Χούμα συνέχισε την πορεία της και τρύπησε τον κόκκινο δράκο τόσο βαθιά που βγήκε από την πλάτη του. Η Γκουίνεθ αναγκάστηκε να παλέψει με το ετοιμοθάνατο πλάσμα για να μπορέσουν να απαλλαγούν από αυτό. Η πληγωμένη της φτερούγα δυσκόλευε τα πράγματα.

Ο μαυροντυμένος ιππέας άρπαξε την ευκαιρία και λύθηκε από τη σέλα του ετοιμοθάνατου δράκου του κι άρχισε να σέρνεται γρήγορα προς τα εμπρός. Η ασημένια δράκαινα, απασχολημένη από την πάλη της με το δράκο, δεν τον πρόσεξε, μέχρι που πήδησε πάνω της και πίσω από τον Χούμα. Τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό χωρίς να βάλει τον Χούμα σε κίνδυνο.

Ο φρουρός άρπαξε γερά τον ώμο της κι άπλωσε το χέρι του στο θηκάρι που είχε περασμένο στην πλάτη του. Το σπαθί που τράβηξε ήταν ένα βαρύ, φονικό όπλο με μικρά δόντια σε όλο το μήκος των ακμών του.

Η λεπίδα του Χούμα φάνηκε να υστερεί θλιβερά, αλλά, μη έχοντας κάτι άλλο, ο ιππότης γύρισε να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τον εχθρό του. Τα δυο όπλα βρόντησαν το ένα πάνω στο άλλο και το σπαθί του ιππότη μπλέχτηκε στις εγκοπές και παραλίγο να του φύγει από το χέρι.

Με τρομερή προσπάθεια, η ασημένια δράκαινα κατάφερε επιτέλους να λευτερωθεί από το τεράστιο κουφάρι. Ενώ αυτό έπεφτε κυκλικά στη γη, η Γκουίνεθ βρήκε τρόπο να πετάξει από πάνω της το μαυροντυμένο πολεμιστή χωρίς να χτυπήσει τον Χούμα.

Στο μεταξύ, κανείς από τους δύο πολεμιστές δεν είχε κερδίσει κάποιο πλεονέκτημα. Ο Χούμα ήταν σε πιο σίγουρη θέση, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει εύκολα. Ο φρουρός, καβάλα στο κάτω μέρος του κορμιού της δράκαινας, έπρεπε να διατηρήσει την ισορροπία του για να μην πέσει. Δεν είχε τρόπο να κρατηθεί καλύτερα.

Ο ιππότης τράβηξε βίαια τα λουριά που τον συγκρατούσαν στη σέλα και σύρθηκε μπροστά για να κερδίσει λίγο χώρο, ενώ ταυτόχρονα στρεφόταν προς τα πίσω. Ο άλλος προσπάθησε να τον χτυπήσει με την οδοντωτή του λεπίδα, αλλά αστόχησε. Ο Χούμα, που τον κοίταζε πλέον καταπρόσωπο, άπλωσε το χέρι του πάνω από τη σέλα και του κατάφερε ένα χτύπημα στο πλευρό. Ο αντίπαλός του απέκρουσε το χτύπημα κι έπιασε του σπαθί του Χούμα στις εγκοπές του δικού του ξίφους. Πάλεψαν προσπαθώντας να πετάξουν πέρα ο ένας το σπαθί του άλλου.

Αυτή η πάλη αποδείχτηκε μοιραίο σφάλμα για το φρουρό. Η θέση του Χούμα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια. Ο άλλος δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο. Ο μαύρος φρουρός άπλωσε το άλλο χέρι του για να μη χάσει το σπαθί του – κι έχασε την ισορροπία του. Γλίστρησε από τη ράχη της δράκαινας. Προσπάθησε να αρπαχτεί από τα φτερά της, αλλά εκείνη τα απομάκρυνε και ο αρχηγός της Μαύρης Φρουράς ανέμισε άγρια τα χέρια του στον αέρα κι έπεσε σαν μολύβι από το πλάι της δράκαινας ουρλιάζοντας.

Ο Χούμα κοίταξε επάνω. Ο Καζ με τον Κεραυνό κοίταζαν και οι δυο τη σκηνή με μια κοινή έκφραση θριάμβου.

Πράγμα περίεργο, οι δρακοκαβαλάρηδες είχαν χάσει μόνο έναν άντρα στη μάχη. Ο Χούμα ευχαρίστησε τους θεούς που δεν είχαν χαθεί περισσότεροι, αλλά αναρωτήθηκε τι άλλο τους περίμενε.

Τότε ο αέρας γύρω τους άρχισε να λαμπυρίζει και ο Χούμα, αφού δέθηκε ξανά στη σέλα, προς στιγμή νόμισε ότι δέχονταν καινούρια επίθεση. Το λαμπύρισμα –που το συνόδευε ένα δυνατό κρύο– τους μπέρδευε. Ολόκληρη η οροσειρά φάνηκε να παραμορφώνεται, λες και πετούσαν σε διάφορες κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να κρατιέται γερά και να εύχεται να περάσει σύντομα.

Ίσως ο Πάλανταϊν να τον άκουσε ή να διέσχισαν το όποιο ξόρκι του Ντράκος, γιατί η παράξενη ανατάραξη σταμάτησε ξαφνικά και, όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, ο Χούμα είδε τα βουνά και πάλι όπως πριν.

Εκτός από ένα πρόσθετο στοιχείο – ένα ψηλό, κατάμαυρο κάστρο, σκαλωμένο στο πλάι μιας απόκρημνης κορυφής.

Ήταν το κάστρο του Γκάλαν Ντράκος, του αποστάτη και υπηρέτη της Τακίσις, της δρακοβασίλισσας.

Ο τόπος της τελικής νίκης ή της αιώνιας ήττας.

Загрузка...