Κεφαλαίο 5

Αν η καταστροφή φαινόταν τρομερή από ψηλά, με μια ματιά από κοντά φαινόταν ακόμα χειρότερη. Πλέον ο Χούμα έβλεπε καθαρά με πόση αποτελεσματικότητα είχε σαρώσει ο θάνατος ολόκληρη την περιοχή. Το Κάιρ –μια πόλη στα σύνορα του Έργκοθ που έσφυζε κάποτε από ζωή– δεν υπήρχε πια. Τα χωράφια είχαν γίνει στάχτη. Οι νεκροί κείτονταν εδώ και εκεί σαν σπασμένες κούκλες. Τα περισσότερα κτίρια δεν ήταν παρά άδεια κελύφη – και ούτε καν. Όσο προχωρούσε η περίπολος γύρω από το ανατολικό τείχος της πόλης –ή ό,τι απόμενε από αυτό– η δυσωδία της αποσύνθεσης γινόταν όλο και περισσότερο αισθητή. Ο Χούμα ευχόταν να μη χάσει τον έλεγχο και η θέα πολλών ιπποτών που φαίνονταν έτοιμοι να ξεράσουν δεν τον ανακούφισε καθόλου. Ο Ρέναρντ προχωρούσε δείχνοντας αδιάφορος.

Μέχρι το τέλος της μέρας άλογα και πανοπλίες είχαν σκεπαστεί από λάσπη. Συνειδητοποιώντας ότι δε θα έφταναν την κυρίως δύναμη πριν περάσουν ώρες και γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνος ήταν ο δρόμος μπροστά τους, ο Ρέναρντ τους διέταξε να σταματήσουν σ’ ένα στεγνό σημείο εκεί κοντά, σ’ ένα σκληρό πατημένο κομμάτι γης που κάποτε ήταν επαρχιακός δρόμος. Πίσω τους έβλεπαν σύννεφα καπνού να υψώνονται από το Κάιρ. Οι φωτιές είχαν σβήσει από ώρα, αλλά ο καπνός αρνιόταν να διαλυθεί, σαν να ήθελε να τους θυμίσει την αποτυχία της Ιπποσύνης.

Η νύχτα πέρασε χωρίς απρόοπτα. Ο Καζ, πιστός στον όρκο του, προσπάθησε να σταθεί φρουρός πάνω από το νεαρό ιππότη όλη τη νύχτα, μέχρι που τόσο ο Ρέναρντ όσο και ο Χούμα επέμειναν να κοιμηθεί, επιτέλους, ο εξαντλημένος μινώταυρος.

Συνέχισαν την πορεία τους με το πρώτο φως, με τον Χούμα και τον Καζ να ιππεύουν ξανά στο πλευρό του περιπολάρχη. Ο Χούμα προσπάθησε να παρασύρει τον Ρέναρντ σε κουβέντα, αλλά ο δεύτερος ήταν λιγομίλητος όπως πάντα. Μιλούσε όταν το έκρινε απαραίτητο, ποτέ άλλοτε.

Μέχρι το μεσημέρι κόντευαν στο εξωτερικό όριο της νότιας πτέρυγας. Η μάχη δεν ήταν παρά μια μεγάλη σειρά αψιμαχιών, καθώς η κάθε πλευρά προσπαθούσε να βρει κάποιο αδύνατο σημείο της άλλης. Η περίπολος είχε σταθεί τυχερή. Αν είχαν φτάσει κάποια άλλη ώρα της ημέρας, μπορεί να είχαν πέσει πάνω σε μια τέτοια μάχη.

Μερικοί ιππότες έβγαλαν μια εξαντλημένη ζητωκραυγή βλέποντας τους ιππείς να πλησιάζουν, καθώς τους πέρασαν κατά λάθος για ενισχύσεις. Το ηθικό φαινόταν πεσμένο κι όταν οι ιππότες αναγνώρισαν τον Ρέναρντ και τον Χούμα, οι ζητωκραυγές έσβησαν στα χείλη τους.

Το στρατόπεδο της νότιας πτέρυγας βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της ερειπωμένης πόλης. Ο Ρέναρντ τράβηξε τα γκέμια και σταμάτησε. Μπροστά στην περίπολο υψωνόταν μια μεγάλη σκηνή κυκλωμένη από Ιππότες του Ξίφους. Ο χλομός ιππότης δεν ξεπέζεψε. Αντί γι’ αυτό, κάλεσε τον αρχηγό της φρουράς. Βλέποντας τον Ρέναρντ, ο ιππότης χλόμιασε και τον χαιρέτησε βιαστικά.

Το νεκρικό πρόσωπο τον κοίταξε από ψηλά. «Ποιος έχει στρατοπεδεύσει εδώ;»

«Ο Άρχοντας Κίλιαν. Δε θα τον βρεις όμως εδώ. Έχει πάει κοντά στους άντρες για να τους αναπτερώσει το ηθικό.» Ο φρουρός μιλούσε σαν να μην είχε καμία εμπιστοσύνη σε αυτή την προσπάθεια.

Ο Ρέναρντ έγνεψε καταφατικά. «Ίσως μπορείς να μας βοηθήσεις, λοιπόν. Πού θα βρούμε το αρχηγείο του Άρχοντα Όσγουολ; Όταν ξεκινήσαμε την περιπολία, ήταν κάπου εδώ.»

Κάτω από το ψυχρό βλέμμα του Ρέναρντ, ο φρουρός τούς πληροφόρησε ότι το αρχηγείο είχε προχωρήσει μιας ολάκερης μέρας δρόμο, στα νοτιοανατολικά αυτή τη φορά. Ο πάντα σαρδόνιος Καζ μουρμούρισε κάτι για το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του, αλλά μια αυστηρή ματιά του Χούμα τον έκανε να σωπάσει.

Οι εκτάσεις στα βορειοανατολικά αποδείχτηκε ότι βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Τα πρώτα ζωντανά δέντρα φανερώθηκαν μία μόνο ώρα από τότε που ξεκίνησαν ξανά οι ιππότες. Καθώς περνούσαν τα λεπτά της ώρας, όλο και περισσότερα δέντρα στέκονταν σκόρπια στο τοπίο. Ήταν κοντά και χοντρά ως επί το πλειστόν, αλλά δεν έπαυαν να είναι δέντρα. Η διάθεση της ομάδας ελάφρυνε κάπως.

Σε όλη τη διάρκεια της πορείας τους δεν έχασαν ούτε μια στιγμή από τα μάτια τους τους δυο μεγάλους στρατούς, που ελίσσονταν για την κατάλληλη θέση πάνω στους λόφους και τα δέντρα. Στα βόρεια υπήρχαν οι οροσειρές που αποτελούσαν το σύνορο ανάμεσα στη Σολάμνια και το παλιό Έργκοθ. Ανάμεσά τους υπήρχαν και πολλές απόκρημνες βουνοκορφές που έσκιζαν τον ουρανό και φιλοξενούσαν μια μεγάλη αποικία τρομακτικών ογκρ. Όσοι τολμούσαν να ταξιδέψουν στις ορεινές περιοχές έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή και την αρτιμέλειά τους.

Όσο συνέχιζαν το δρόμο τους, το μυαλό του Χούμα ταξίδευε. Τι θα έλεγε ο Άρχοντας Όσγουολ όταν θα στεκόταν μπροστά του; Υπήρχε πάντα πικρία ανάμεσα στον Υψηλό Πολεμιστή και τον Μεγάλο Μάγιστρο και ο Άρχοντας Τρέικ δεν είχε ικανοποιηθεί καθόλου από την απόφαση του αδερφού του να στηρίξει το νεαρό Χούμα. Μια τέτοια απόφαση μπορεί, σε βάθος χρόνου, να αποδεικνυόταν καταστροφική για τον Άρχοντα Όσγουολ. Αν ο Χούμα αποτύγχανε ως ιππότης, ο άρχοντας κινδύνευε να χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής και της δύναμής του. Η Ιπποσύνη, παρά τον κομπασμό της περί καλού, ήταν μια πολιτική οργάνωση. Όχι πως αυτό ένοιαζε τον Χούμα στην πραγματικότητα. Περισσότερο αναρωτιόταν τι θα γινόταν ο στρατός αν διοικούσε κάποιος άλλος αντί για τον Υψηλό Πολεμιστή. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήταν ο λαμπρότερος στρατηγός της Ιπποσύνης.

Ο Ρέναρντ έβαλε μια φωνή και έδειξε κατά τα δυτικά. Όλων τα μάτια στράφηκαν προς τα εκεί. Ο βαρύς κιόλας ουρανός γινόταν μαύρος –πίσσα– μέσα σε λίγα λεπτά. Οι ιππότες έβλεπαν το σκοτάδι να προχωρά σαν ένα σύννεφο ακριδών σ’ ένα χωράφι από στάχυα και ήξεραν καλά τι ήταν αυτό που έβλεπαν: μαγεία στη χειρότερή της μορφή. Οι πιστοί της βασίλισσας είχαν πιάσει ξανά δουλειά και προσπαθούσαν να τσακίσουν τις γραμμές της άμυνας.

Ο Ρέναρντ έκοψε ταχύτητα και κοίταξε τους υπόλοιπους πίσω από την προσωπίδα του. Κοίταξε τον Χούμα και τον Καζ. «Θα πολεμήσει μαζί μας ο μινώταυρος αν του το ζητήσεις, Χούμα;»

Ο Καζ ρουθούνισε δυνατά. «Γιατί δε ρωτάς εμένα τον ίδιο, βρικόλακα;»

Ο ωχρός ιππότης αγνόησε την κοροϊδία όπως τον άνεμο που του φυσούσε το πρόσωπο. «Θα πολεμήσεις για μας;»

Ο Χούμα ένιωσε τα μάτια του Καζ να τον καίνε. «Η απόφαση είναι δική σου, Καζ.»

Στο ταυροκέφαλο πρόσωπο σχηματίστηκε ένα άγριο χαμόγελο όλο δόντια. «Θα πολεμήσω λοιπόν και μετά χαράς, για να γυμνάσω λιγάκι τους μυς μου. Άλλωστε, από τη στιγμή που αποφάσισα να χτυπήσω το ογκρ και να το σκάσω, ήμουν κιόλας ένας απόβλητος. Αν με πιάσουν οι δικοί μου, θα με σκοτώσουν στη στιγμή. Μαζί σας έχω τουλάχιστον μια ελπίδα να αποδείξω ότι η τιμή μου δεν πέθανε ακόμη.»

«Ας ενώσουμε λοιπόν τις δυνάμεις μας με αυτές των αδερφών μας.» Με αυτά τα λόγια ο Ρέναρντ σπιρούνισε το άλογό του. Κάποιος έβγαλε μια πολεμική κραυγή. Ο Χούμα έτριξε τα δόντια του, ελπίζοντας ότι οι άλλοι θα έπαιρναν το μορφασμό του για άγρια αποφασιστικότητα και όχι ως μια προσπάθεια να σιγάσει τα αισθήματα που δίχαζαν το κορμί του.

Το σκοτάδι σύρθηκε προς το μέρος τους και τους καλωσόρισε.


Ήταν το ίδιο σαν να πολεμούσαν μεσάνυχτα χωρίς φεγγάρι. Ακούγονταν τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων και των ετοιμοθάνατων και οι δυνατές φωνές των πολεμιστών κι από τις δύο πλευρές. Ζοφερά, τεράστια πλάσματα έσκιζαν τον αέρα. Καμιά φορά χτυπούσαν τις μορφές στο έδαφος, αλλά χωρίς να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια. Ο πανικός για τους δράκους δεν είχε εξαπλωθεί ακόμα. Στο έδαφος επικρατούσε τεράστιο χάος. Οι δράκοι θα μπορούσαν να σκοτώνουν ακόμη και τους συμμάχους τους.

Λαμπρές εκρήξεις καθαρής δύναμης αποκάλυπταν μέρος της σφαγής που μαινόταν στο πεδίο της μάχης. Μάγοι του Λευκού και του Ερυθρού Χιτώνα πάλευαν με τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα. Η έγνοια τους για τα όρια της σύνεσης στερούσε από τους Μάγους του Λευκού και του Ερυθρού Χιτώνα τη νίκη. Η απροσεξία εμπόδιζε τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα να την επιτύχουν. Υπήρχε όμως κάποιο αποτέλεσμα. Αυτή η τεράστια μαυρίλα που είχε απλωθεί τόσο γοργά σταμάτησε πια τη φονική της πορεία – και φάνηκε μάλιστα να υποχωρεί λιγάκι. Οι Μελανοί Χιτώνες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις επιθέσεις ενάντια στους συναδέλφους τους και η δύναμη του μαύρου σύννεφου κάμφθηκε για κάμποση ώρα.

Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε δράκους, πιο πολλούς απ’ όσους μπορούσε να φανταστεί κανείς. Είχαν συγκεντρωθεί αργά και αθόρυβα γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Καθώς το σκοτάδι υποχωρούσε, ξεχείλισαν μέσα από το σύννεφο. Ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσους πολεμούσαν στο πλευρό των ιπποτών. Κόκκινοι, μαύροι, πράσινοι, γαλάζιοι – ο ουρανός γέμισε με τα χρώματα του θανάτου.

Αν και υστερούσαν αριθμητικά, οι δράκοι του Φωτός υψώθηκαν να τους αντιμετωπίσουν. Δεν ήταν αρκετοί. Τα παιδιά της δρακοβασίλισσας άρχισαν γρήγορα να διασπούν τις γραμμές των ιπποτών. Ο απώτερος σκοπός τους βρισκόταν πέρα από αυτές. Πλημμύριζαν με το πλήθος τους τις περιοχές των λόφων, προστατεύοντας τα ογκρ και τους άλλους γήινους συμμάχους τους, που πλέον ξεχύνονταν περισσότερο πολυάριθμοι από τους ίδιους τους λόφους. Κυκλωμένοι κιόλας από πολύ περισσότερους εχθρούς, οι τσακισμένοι από τη μάχη ιππότες στράφηκαν στην ομάδα των νεοφερμένων για λίγη ανάπαυλα.

Με τα σπαθιά υψωμένα και τις λόγχες προτεταμένες, οι ιππότες του Ρέναρντ σχημάτισαν παράταξη μάχης. Οι δράκοι που περνούσαν από πάνω τους δεν τους πτόησαν. Η γραμμή θα κρατούσε.

Ο Χούμα ήταν ένας από αυτούς που δεν είχαν λόγχη, αλλά ήξερε ότι σύντομα το σπαθί του θα έβρισκε αντίπαλο. Ανυπομονώντας να βάλουν τέλος στο τέλμα, τα ογκρ προχωρούσαν ήδη. Το πρώτο κύμα χτύπησε την ώρα που ο Χούμα και οι σύντροφοί του πλησίαζαν ακόμα τη μάχη. Τα πολεμικά άλογα καθυστερούσαν στο λοφώδες έδαφος. Ο Χούμα είδε ένα άλογο να σκοντάφτει και τον ιππέα του να πέφτει, ενώ κάμποσα άλλα παραπάτησαν. Ύστερα βρέθηκαν να χτυπούν το μέτωπο της επίθεσης των ογκρ.

Το ατσάλι άστραφτε ολόγυρά του κι όλοι ούρλιαζαν μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Ο Χούμα απόδιωχνε απεγνωσμένα κάθε όπλο που ερχόταν προς το μέρος του και σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σκότωσε κάμποσα ογκρ. Ένα ογκρ τον κοίταξε καταπρόσωπο. Ήταν τριχωτό και άγριο, με μακριά, μυτερά δόντια σαν του μινώταυρου κι ένα πλατύ, ανέκφραστο πρόσωπο με μάτια κόκκινα ολόγυρα. Η ανάσα του ήταν βρομερή. Ο Χούμα το κλότσησε μακριά.

Ένα γέλιο παράξενα ταιριαστό στην αγριότητά του έφτασε στ’ αυτιά του. Ανάμεσα στους αντιπάλους, κουνώντας το τσεκούρι του μπρος-πίσω, ο πελώριος Καζ προχωρούσε ορμητικά σαν το χάος και το θάνατο μαζί. Κάθε τσεκουριά είχε το θύμα της. Η δίψα του αίματος γυάλιζε στα μάτια του γιγαντιαίου πλάσματος και έπειτα ο Καζ χάθηκε από τα μάτια του νεαρού ιππότη, που κάμποσα ογκρ όρμησαν να του πάρουν τη ζωή.

Ένα τσεκούρι του έσκισε το πόδι. Το μόνο που τον γλίτωσε από τον ακρωτηριασμό ήταν ότι το δικό του χτύπημα είχε προηγηθεί και ήταν εύστοχο. Το πλάσμα ήταν κιόλας νεκρό τη στιγμή που του το ανταπέδιδε. Όμως ο Χούμα ταράχτηκε κι έχασε για μια στιγμή τον έλεγχο. Παραλίγο να του πέσει το σπαθί κι αν δεν υπήρχε ο Ρέναρντ, θα τον είχαν πετσοκόψει επιτόπου. Ο ψηλός ιππότης άνοιγε δρόμο ανάμεσα στους εχθρούς με μεθοδικές σπαθιές. Τα ογκρ προσπαθούσαν να αποφύγουν αυτή τη φονική μηχανή, αλλά ο Ρέναρντ ήταν εύστοχος. Ο Χούμα τον παρακολουθούσε. Εκείνη τη στιγμή, μικρή ήταν η διαφορά ανάμεσα στον ιππότη και το μινώταυρο.

Ακόμα κι έτσι όμως, η επίθεση δεν ήταν αρκετή κι όλα έδειχναν ότι οι ιππότες θα πάθαιναν πανωλεθρία. Τότε μπήκαν στη μάχη κι άλλα τεράστια πλάσματα, αυτή τη φορά από την πλευρά των κατοίκων της Σολάμνια. Είχαν φτάσει ενισχύσεις. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός κράτησε για λίγο. Άλλο ένα ογκρ όρμησε στον Χούμα.

Απότομα, όπως είχε δημιουργηθεί, η ζοφερή μαυρίλα εξαφανίστηκε. Η αντίσταση των μάγων της βασίλισσας λύγισε. Οι ιππότες όρμησαν μπροστά με ανανεωμένη ελπίδα. Ο Χούμα είδε τη γη να ανατινάζεται και τα μέσα του τρεμούλιασαν στη θέα αμέτρητων πολεμιστών του εχθρού που τινάζονταν στον αέρα, για να ξαναπέσουν με βρόντο στη γη ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα.

«Χούμα!»

Η φωνή ήταν του Ρέναρντ κι έμοιαζε με προειδοποίηση. Ο Χούμα στράφηκε προς την κατεύθυνση που ερχόταν η φωνή, ενώ η σκιά ξανάπεφτε απότομα. Κάποιος τον άρπαξε. Ο Χούμα κατάφερε να φέρει το σπαθί του ανάμεσά τους και να τρυπήσει το λαρύγγι του αντιπάλου του.

Έστρεψε το άλογό του μέσα στο σκοτάδι, αναζητώντας τους συντρόφους του με τη βοήθεια μονάχα της ακοής. Αυτό ήταν και η καταστροφή του, γιατί κάτι βαρύ πέταξε μέσα στη νύχτα και τον χτύπησε βαριά στο πίσω μέρος της περικεφαλαίας του.

Έγειρε μπροστά και γλίστρησε από το άλογό του.


Ο Χούμα δε φανταζόταν ότι ο θάνατος ήταν τόσο όμορφος, ούτε τόσο ευγενικός. Εκείνη άπλωσε το χέρι και του σκούπισε το μέτωπο ανασηκώνοντάς του κάπως το κεφάλι για να μπορέσει να πιει λίγο νερό.

Το νερό τού καθάρισε λιγάκι το μυαλό και κατάλαβε ότι δεν ήταν νεκρός. Το πρόσωπο από πάνω του δεν ήταν του θανάτου αλλά μιας νέας, όμορφης γυναίκας με άσπρα –όχι, ασημένια– μαλλιά. Τα μαλλιά της τον μάγεψαν τόσο που προσπάθησε ν’ απλώσει το χέρι του για να τ’ αγγίξει. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο πόνος που προκλήθηκε από την απλή αυτή κίνηση ήταν ικανός να τον βυθίσει ξανά στο σκοτάδι.


«Έχεις σκοπό να ξυπνήσεις;»

Η τραχιά αλλά γεμάτη έγνοια φωνή διέλυσε τη θολούρα του μυαλού του Χούμα. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν, άνοιξαν κι έκλεισαν ξανά, σφιχτά, εξαιτίας του φωτός.

«Λίγο φως δεν πρόκειται να σε σκοτώσει, αφού δεν τα κατάφεραν τα ογκρ και οι δράκοντες.»

Ο Χούμα τόλμησε να προσπαθήσει ξανά, πιο αργά αυτή τη φορά. Λιγοστό φως διαπέρασε τις βλεφαρίδες του.

Άνοιξε τα μάτια του λίγο περισσότερο και κάποιες μορφές άρχισαν να παίρνουν σχήμα ολόγυρά του. Κυρίαρχη ανάμεσά τους, η άσχημη, ζωώδης φάτσα του μινώταυρου.

«Καζ;» η φωνή του τον τρόμαξε. Ήταν κάτι παραπάνω από ασθενικό κρώξιμο.

«Το βρήκες.»

Ο Χούμα κοίταξε ολόγυρά του. Βρισκόταν σε μια σκηνή που χρησιμοποιούσαν οι ιππότες για τους τραυματίες. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα ράντσα ήταν άδεια και τα λιγοστά που δεν ήταν είχαν πάνω τους κάποια πλάσματα βυθισμένα σε ύπνο βαθύ – ή ίσως σε κάτι πιο βαθύ από τον ύπνο. Υπέφερε. Ο πόνος επέστρεψε.

«Τι μου συνέβη;»

Στην κτηνώδη μορφή απλώθηκε ένα σχεδόν ανθρώπινο χαμόγελο και ο Καζ γέλασε βαθιά. «Και τι δε σου συνέβη, να λες. Πρώτον, παραλίγο να φας κατάφατσα την πλατιά πλευρά ενός τσεκουριού. Μη φοβάσαι, σ’ έγδαρε μονάχα από τη μία μεριά του προσώπου. Γλίστρησες κι έπεσες και παραλίγο να σε ποδοπατήσουν μέχρι θανάτου. Το ευχάριστο είναι ότι όλη αυτή την ώρα ήσουν αναίσθητος. Είναι θαύμα που δεν έσπασες κανένα κόκαλο, φίλε Χούμα. Είσαι βέβαια ολόκληρος μια μελανιά.»

«Πονάω παντού.»

«Λογικό. Πες μου, έτσι απρόσεχτος είσαι συνήθως;»

Ο Χούμα χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του –όπως και καθετί άλλο– αποδείχτηκε οδυνηρό.

«Ξύπνησε;»

Ξεχνώντας τον πόνο, γύρισε γοργά το κεφάλι του προς τη μελωδική φωνή και κοίταξε τη μορφή των οραμάτων του. Τα ασημένια μαλλιά πλαισίωναν το πρόσωπό της. Το φόρεμά της ήταν όμοιο με αυτό των θεραπευτών της Μισακάλ, μόνο που κανένα μενταγιόν δεν κοσμούσε τον απαλό, αλαβάστρινο λαιμό της. Το φόρεμα δεν έκρυβε τα θηλυκά χαρακτηριστικά της – και ο Χούμα πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού πριν καταστρέψει τα πάντα φέρνοντάς τη σε δύσκολη θέση.

«Ξύπνιος, ζωντανός και με λιγότερους πόνους απ’ όσο περίμενε προφανώς.» Ο μινώταυρος σηκώθηκε. «Σ’ αφήνω στα χέρια αυτής της θεραπεύτριας, Χούμα. Όσο εσύ αναπαυόσουν, εμένα με είχαν και δούλευα, περιγράφοντας –όπως μπορούσα– τα πολεμικά σχέδια των πρώην αφεντάδων μου.»

«Σου επιτρέπουν να κυκλοφορείς ελεύθερος στο στρατόπεδο;» Αν ναι, ήταν μια εκπληκτική χειρονομία εκ μέρους των ιπποτών.

Ο Καζ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Μόνο εφόσον συνοδεύομαι από δύο οπλισμένους φρουρούς. Καταδέχτηκαν πάντως να με αφήσουν να σε επισκεφτώ μόνος μου.»

«Μας αδικείς, Καζ.»

Ο κτηνάνθρωπος κούνησε το τρομερό του κεφάλι. «Όχι, μπορεί να αδικώ εσένα και μερικούς άλλους, αλλά όχι την Ιπποσύνη γενικά.»

Ο Καζ αποχώρησε καμαρωτός χωρίς να πει τίποτε άλλο. Ο Χούμα τον παρατηρούσε καθώς έφευγε. Τα ξαναμμένα του λόγια τον είχαν πληγώσει. Άξιζε τέτοια στάση η Ιπποσύνη; Δεν είναι δυνατόν.

«Ενδιαφέροντες οι σύντροφοί σου.»

Ο Χούμα έστρεψε την προσοχή του ξανά στη γυναίκα. «Τι;»

Εκείνη χαμογέλασε και το χαμόγελό της δεν ήταν παρά η απόλυτη τελειότητα. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη, κόκκινα και από πάνω τους, τέλεια τοποθετημένη, υπήρχε μια αυθάδικη μύτη και δυο αμυγδαλωτά μάτια. Το χρώμα των ματιών της ήταν σαν ηλιαχτίδα, σε απόλυτη αντίθεση με τα λαμπερά της μαλλιά. Στο σύνολό της δε φαινόταν εντελώς ανθρώπινη και ο Χούμα υποπτεύθηκε ότι μεγάλο μέρος της ομορφιάς της προερχόταν από προγόνους ξωτικά.

«Τέλειωσες;» τον ρώτησε εύθυμα.

Συνειδητοποίησε ότι τη χάζευε με απερίφραστο θαυμασμό. Το πρόσωπό του κοκκίνισε και ο Χούμα άρχισε να παρατηρεί το ταβάνι.

«Σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω, αρχόντισσά μου» είπε. Τραύλισε ελαφρά και αυτό τον έκανε να κοκκινίσει ακόμη περισσότερο.

Το χαμόγελο πλάτυνε κι έγινε –αν είναι δυνατόν!– πιο τέλειο. «Δεν είπα ότι ενοχλήθηκα.» Πήρε ένα μουσκεμένο πανί από μια λεκάνη δίπλα του κι άρχισε να του σκουπίζει το κεφάλι. «Επίσης, δεν είμαι “αρχόντισσα”. Το “Γκουίνεθ” είναι μια χαρά. Είναι τ’ όνομά μου άλλωστε.»

Της ανταπόδωσε το χαμόγελο. «Το δικό μου όνομα είναι Χούμα.»

Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το ξέρω. Τόσο ο μινώταυρος όσο και ο ιππότης που σε έφερε εδώ το ανέφεραν κάμποσες φορές. Δεν είχα ξαναδεί μινώταυρο.»

«Ο Καζ είναι φίλος.» Ο Χούμα αποφάσισε να μην πει περισσότερα. Δεν είχε κουράγιο για περισσότερες εξηγήσεις. Του ήρθε μια σκέψη. «Ένας ιππότης, είπες. Ξέρεις ποιος;»

«Δε γίνεται να τον ξεχάσω.» Ένα ρίγος διαπέρασε την Γκουίνεθ. «Η όψη του και η φωνή του έμοιαζαν με νεκρού. Όμως ένιωσα κάποια θλίψη μέσα του.»

Ο Χούμα δεν είχε ακούσει ποτέ να περιγράφουν έτσι τον Ρέναρντ, αλλά κατάλαβε ότι με κάποιον τρόπο ο ωχρός ιππότης είχε καταφέρει να τον σώσει από το πεδίο του θανάτου.

«Είσαι καλύτερα;»

Ο πόνος είχε λιγοστέψει. «Ναι. Εσένα πρέπει να ευχαριστήσω γι’ αυτό το θαύμα;»

Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι, εγώ απλώς βοηθάω τους θεραπευτές.»

Ο Χούμα προσπάθησε να σηκωθεί και διαπίστωσε πως ήταν υπερβολικά αδύναμος ακόμα για μια τέτοια κίνηση. Μόρφασε από τον πόνο. Η Γκουίνεθ τον κοίταξε όπως κοιτάζουμε τα άτακτα παιδιά.

«Μην το προσπαθήσεις ξανά.»

«Δε νομίζω ότι μπορώ. Κληρικός με γιάτρεψε;»

«Υπάρχουν ελάχιστοι στο στρατόπεδο. Πρέπει να δεχτείς τη λίγη βοήθεια που μπορούν να σου προσφέρουν. Ακόμα και οι θεραπευτές έχουν τα όριά τους.» Αν και χαμογελούσε ακόμα, ο τόνος της Γκουίνεθ έδειχνε ότι θεωρούσε πως οι κληρικοί είχαν φορτωθεί πολλά.

«Πού βρισκόμαστε;»

«Στο δυτικότερο δάσος της Σολάμνια. Ήσουν αναίσθητος κατά την πορεία μιας ολόκληρης μέρας. Τόσο περίπου απέχουμε από το μέτωπο.»

«Νικήσαμε;» Ο Χούμα δεν πίστευε ότι οι γραμμές τους κατάφεραν ν’ αντέξουν.

«Κανείς δε νίκησε. Τα ίδια όπως πάντα. Αν δεν ήταν η ομάδα σου, τα ογκρ θα μας είχαν διασπάσει. Ευτυχώς απέτυχαν και πάλι.» Σώπασε χαμένη στις σκέψεις της κι ύστερα άλλαξε θέμα. «Φτάνουν οι κουβέντες. Θέλεις να φας κάτι; Είσαι νηστικός δυο μέρες τώρα.»

Ο Χούμα δέχτηκε να φάει κάτι με ευχαρίστηση. Απογοητεύτηκε όμως βλέποντας την Γκουίνεθ να ανακατεύει ένα χυλό σαν κιμωλία. Εκείνη σήκωσε τα μάτια, είδε την έκφρασή του και χαμογέλασε ευχάριστα. Το κουτάλι βγήκε από τη γαβάθα. Η Γκουίνεθ έσκυψε να τον ταΐσει. Εκείνος στραβοκοίταξε το παρασκεύασμα.

«Δεν είναι τόσο κακό όσο φαίνεται, Χούμα. Δοκίμασε λίγο.» Νιώθοντας σαν παιδάκι, άνοιξε διστακτικά το στόμα. Αλήθεια ήταν. Ο χυλός είχε καλύτερη γεύση απ’ όσο περίμενε. Πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει να τρώει, πιο πολύ για να μη φανεί ανόητος στα μάτια της παρά από αληθινή επιθυμία για μια τέτοιου είδους τροφή. Χάρηκε πραγματικά όταν εξαφανίστηκε και η τελευταία κουταλιά.

Η Γκουίνεθ φάνηκε κι εκείνη ικανοποιημένη και άφησε τη γαβάθα κατά μέρος. «Λυπάμαι που σ’ αφήνω, αλλά έχω κι άλλες δουλειές. Θα έρχομαι να σε βλέπω κάθε τόσο. Σου το υπόσχομαι.»

Εκείνος άπλωσε το χέρι του. «Ευχαριστώ και πάλι.»

Εκείνη δίστασε κι ο Χούμα κατέβασε το χέρι του ντροπιασμένος. Η σκηνή άνοιξε. Η εμφάνιση του Ρέναρντ τους γλίτωσε από την αμηχανία. Η Γκουίνεθ μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε βιαστικά από τη σκηνή. Τα μάτια του Χούμα την παρακολούθησαν να φεύγει κι έπειτα εστίασαν στον ιππότη.

«Ο μινώταυρος είπε ότι ξύπνησες κι άρχισες να συνέρχεσαι. Χάρηκα γι’ αυτό.» Ο σταθερός τόνος της φωνής του Ρέναρντ τον έκανε ν’ ακούγεται σαν να διάβαζε κάποια λίστα προμηθειών, αλλά ο Χούμα πίστεψε τα λόγια του. Όπως και η Γκουίνεθ, ήξερε ότι πίσω από τη μάσκα αιώνιας αδιαφορίας του Ρέναρντ κρυβόταν κάτι άλλο.

Ο Ρέναρντ είχε σηκώσει την προσωπίδα του. Ο Χούμα κοίταζε χωρίς δυσκολία το πρόσωπο από το οποίο απόστρεφαν τόσοι το βλέμμα. Η παρουσία του Ρέναρντ εκεί ήταν σημαντική. Λίγοι από τους υπόλοιπους ιππότες νοιάζονταν τόσο για τον Χούμα ώστε να τον επισκεφτούν.

Ο Ρέναρντ γονάτισε πλάι του. «Να φυλάγεσαι πάντα, Χούμα. Είναι το μοναδικό σου ελάττωμα.»

«Αυτό και το ότι με χτυπούν στο κεφάλι.»

Για μια σύντομη στιγμή τα λεπτά χείλη άνοιξαν σ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ναι. Και σ’ αυτό πρέπει να βάλεις τέλος. Μπορεί να αποδειχτεί βλαβερό.»

Αν δεν τον ήξερε, ο Χούμα μπορεί να έπαιρνε στα σοβαρά τη δήλωσή του. «Τι τρέχει; Η Γκουίνεθ…»

«Η νεαρή γυναίκα;»

Ο Χούμα έγνεψε καταφατικά. «Ναι – είπε ότι επιστρέψαμε ξανά στο τέλμα.»

Ο Ρέναρντ αναστέναξε και σήκωσε το χέρι για να βγάλει την περικεφαλαία του. Φάνηκαν τα μαλλιά του –στο χρώμα του πάγου– κολλημένα στο κεφάλι του. Ο Ρέναρντ ήταν ένας από τους λίγους ιππότες που δε διατηρούσαν μακριά, πυκνά μουστάκια και προτιμούσαν να ξυρίζονται. Ήταν επίσης ένας από τους λίγους που έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους, αρκετά πάνω από το σβέρκο. Κανείς δεν αμφισβητούσε τις προτιμήσεις του. Ο Ρέναρντ ήταν ο Ρέναρντ.

«Προς το παρόν, έτσι φαίνεται να έχουν τα πράγματα. Ο Μπένετ ισχυρίζεται ότι αυτό είναι σημάδι πως η νίκη είναι δική μας. Επαναλαμβάνει συνεχώς ότι η προέλαση του Κράινους ανακόπηκε. Από τη σύντομη μονομαχία σας κι έπειτα, κανείς δεν τον έχει δει, ούτε ακούσει. Μάλιστα ο Μπένετ έφτασε στο σημείο να σε επαινεί με τον τρόπο του.»

«Να με επαινεί;»

«Σου μεταφέρω τα λόγια του: “Εν μέρει, χάρη στην καταπληκτική τύχη εκείνου του τύπου, ο πολέμαρχος Κράινους μπορεί να είναι νεκρός ή τουλάχιστον σακατεμένος.”»

Ο Χούμα γύρισε από την άλλη. Ωστόσο ο Μπένετ είχε δίκιο. Είχε σταθεί τυχερός. Ένας αληθινός ιππότης θα είχε εκμεταλλευτεί καλύτερα αυτή την ευκαιρία και θα είχε εξασφαλίσει την καταστροφή του πολέμαρχου.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι, Χούμα. Σταμάτα. Είσαι απόλυτα το ίδιο ιππότης όσο και ο Μπένετ και τα κουτάβια του. Κι ακόμη παραπάνω. Εσύ δεν έπαψες να βλέπεις τον αληθινό κόσμο.» Ο Ρέναρντ βυθίστηκε σε μια αμήχανη σιγή. Ο Χούμα στράφηκε προς το μέρος του.

«Πότε θα μ’ αφήσουν να σηκωθώ;»

«Όταν θα είσαι έτοιμος, όχι νωρίτερα. Όταν γίνεις καλά, σε περιμένουν πολλά καθήκοντα.»

«Ο Άρχοντας Όσγουολ τι λέει;» Ο Χούμα ένιωσε ένα άγγιγμα φόβου. Ο μεγαλύτερος ιππότης ήταν ο πατέρας που δε γνώρισε ποτέ.

Ο Ρέναρντ σηκώθηκε και ξαναφόρεσε την περικεφαλαία του. Έγνεψε καταφατικά. «Ο Υψηλός Πολεμιστής σού στέλνει τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση. Λέει πως εξακολουθεί να έχει απόλυτη πίστη στις ικανότητές σου.»

Αυτός ήταν ο τρόπος του Υψηλού Πολεμιστή για να δηλώσει πόσο περήφανος ήταν για τον Χούμα. Μια σπάνια ώθηση για την αυτοεκτίμηση του νεαρού πολεμιστή.

«Καλή ξεκούραση, Χούμα. Θα προσπαθήσω να σε ξαναδώ μόλις βρω χρόνο.»

Ο Ρέναρντ έφυγε αφήνοντας τον Χούμα στις σκέψεις του. Αναρωτιόταν αν θα γινόταν ποτέ ένας ιππότης σαν τον Μπένετ, τον Άρχοντα Όσγουολ ή τον Ρέναρντ. Σκεφτόταν τον κακόβουλο πολέμαρχο Κράινους κι αναρωτιόταν αν η σκοτεινή αυτή μορφή θα έμπαινε στον κόπο να πάρει εκδίκηση από κάποιον ασήμαντο σαν τον ίδιο.

Κάτι περπατούσε ανάλαφρα δίπλα στη σκηνή όπου κειτόταν ο Χούμα. Στα ρουθούνια του έφτασε μια αμυδρή δυσοσμία. Άκουσε κάτι να ξύνει τον τοίχο σαν να δοκίμαζε την αντοχή του. Το γκρίζο φως της μέρας δεν του επέτρεπε παρά μια επιπόλαιη ματιά.

Ένας κληρικός της Μισακάλ μπήκε στη σκηνή για να δει πώς πήγαιναν οι τραυματίες. Το πλάσμα στην άλλη πλευρά του τοίχου έφυγε βιαστικά και σχεδόν αθόρυβα, παρά τις απότομες κινήσεις του. Η μυρωδιά χάθηκε γρήγορα.

«Κληρικέ;»

Η παρουσία και μόνο που ηλικιωμένου κληρικού καθησύχασε τον Χούμα. Ο κληρικός ήταν κοντός και κάπως στρογγυλός. Σε ολόκληρο το κεφάλι του δεν είχε πάνω από δυο ντουζίνες τρίχες.

«Είμαι ο Μπρόντεριν. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ο Χούμα σκέφτηκε προσεκτικά πριν μιλήσει. «Υπάρχουν… υπάρχουν τίποτα λύκοι κοντά στο στρατόπεδο; Λύκοι ή μεγάλα σκυλιά;»

Ο Μπρόντεριν τσιτώθηκε λες και περίμενε να ορμήσει κάποιο πελώριο θηρίο από το άνοιγμα της σκηνής. Ύστερα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. «Λύκοι; Σκυλιά; Μπορεί να υπάρχουν μερικά σκυλιά, αλλά όχι εδώ κοντά. Όσο για λύκους…» ο κληρικός χαμογέλασε λειψά και νευρικά. «Λύκος ανάμεσα στους ιππότες του Πάλανταϊν; Δε νομίζω. Δεν υπάρχουν λύκοι παρά μόνο στην απέναντι μεριά του πεδίου, γιε μου. Και, δυστυχώς, οι περισσότεροί τους είναι λύκοι με νοημοσύνη. Γιατί ρωτάς;»

«Νομίζω πως είδα έναν.»

Τα λόγια του προκάλεσαν καινούρια ανησυχία στο γέρο. Αν και η φωνή του παρέμεινε λίγο έως πολύ σταθερή, τα μάτια του πετιόνταν μια εδώ και μια εκεί, λες κι έβλεπαν παντού λύκους. «Μάλλον λάθος κάνεις, γιε μου, ή ίσως έχεις παραισθήσεις εξαιτίας των τραυμάτων σου. Ναι, αυτό πρέπει να ’ναι.»

«Είσαι σίγουρος; Μου φάνηκε πολύ αληθινός.»

«Θα βάλω κάποιον να κοιτάξει γύρω. Ίσως να ξέφυγε από κάπου κανένα αδέσποτο κυνηγόσκυλο. Υπάρχει τέτοια πιθανότητα.» Ο κληρικός στράφηκε προς έναν άλλο τραυματία, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως η συζήτηση είχε πάρει τέλος, στο βαθμό που τον αφορούσε. Ο Χούμα τον παρακολούθησε για μια στιγμή κι ύστερα έκλεισε τα μάτια.

Ο ύπνος του ήταν –ευτυχώς– ξεκούραστος και χωρίς διακοπή, εκτός από ένα σύντομο όνειρο όπου κάτι χλομό τον παραφύλαγε μέσα σ’ ένα απέραντο δάσος. Ήταν πάντα άφαντο και πάντα από πίσω του.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα όνειρα και τους περισσότερους εφιάλτες, όταν ξύπνησε το είχε ξεχάσει.

Загрузка...