Κεφαλαίο 9

Το μονοπάτι συνέχιζε φιδωτό και αναδιπλωνόταν με θαυμαστή ακρίβεια. Αν δεν τους είχε διαβεβαιώσει ο Μάτζιους πάνω από μια φορά για το αντίθετο, ο Χούμα θα ήταν σίγουρος ότι έκαναν κύκλους.

Δεν του άρεσε το δάσος που ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας ήταν σκοτεινό και γεμάτο σκιές. Χωρίς το φως του ραβδιού, θα είχαν σίγουρα ξεστρατίσει από το μονοπάτι.

Ο Χούμα βούτηξε για να αποφύγει μια αγκαθωτή κληματίδα που έκοβε λοξά το μονοπάτι. Μετά το πρώτο τσίμπημα από τα αμέτρητα αγκάθια, είχε κατεβάσει την προσωπίδα του. Όμως τα αγκάθια τού έγδερναν το μέταλλο της πανοπλίας και, εκνευρισμένος, εκείνος έκοβε το ένα κοτσάνι μετά το άλλο. Κάθε φορά όμως που γυρνούσε να κοιτάξει πίσω του, δεν έβλεπε κανένα ίχνος της πράξης του.

Μπροστά του ο Καζ βλαστήμησε και κατέβασε το πολεμικό του τσεκούρι σε έναν αγκαθωτό θάμνο. Ο πληγωμένος μινώταυρος τσεκούρωσε το θάμνο μέχρι να τον κάνει θρύψαλα. Ύστερα, σχεδόν αμέσως, έπεσε με τα μούτρα σε μια αιωρούμενη κληματόβεργα. Οι κοφτερές λεπίδες του τσεκουριού την έκαναν κι αυτή λουρίδες. Η απότομη κατηφόρα στην επόμενη στροφή τούς ξάφνιασε όλους. Η μετακίνηση του εδάφους καθώς προχωρούσε το στοιχειακό μπέρδεψε τον Μάτζιους. Το ραβδί του κατέβηκε ορμητικά και ο μάγος, περιμένοντας κάποιου είδους αντίσταση, έπεσε με τα μούτρα. Ο Καζ –που ερχόταν πίσω του– σκόνταψε πάνω του. Ο Χούμα έστριψε προκειμένου να αποφύγει να πέσει και εκείνος στον άτσαλο σωρό, έχασε την ισορροπία του σε διαφορετικό σημείο κι έπεσε έξω από το μονοπάτι.

Ο Χούμα σταμάτησε απότομα, χάρη στο τεράστιο κέλυφος ενός άλλοτε δυνατού δέντρου. Έτριψε το πίσω μέρος του κεφαλιού του –που είχε δεχτεί μέρος της πρόσκρουσης– και σήκωσε τα μάτια στο κενό.

Δεν υπήρχε μονοπάτι. Ο τόπος ήταν γεμάτος από τα δέντρα του άλσους. Θάμνοι ψηλοί, εκατόχρονοι, γέμιζαν τα κενά ανάμεσα στα δέντρα. Τα υπόλοιπα τα γέμιζαν οι σκιές. Βαθιές, πυκνές σκιές.

Ο Χούμα έκλεισε τα μάτια και τ’ άνοιξε ξανά, φροντίζοντας αυτή τη φορά η ματιά του να μην πέσει στις σκιές. Ρίγος τον διαπέρασε. Αυτό που είχε δει – πάγωσε. Τι είχε δει, αλήθεια; Ξεπερνούσε κάθε περιγραφή. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι βρισκόταν κάπου εκεί έξω και τον περίμενε να στραφεί απρόσεκτα προς το μέρος του.

«Μάτζιους! Καζ!» Άκουσε την ηχώ της φωνής του. Ένα αθόρυβο κοροϊδευτικό γέλιο έλεγες πως ερχόταν από παντού.

«Χούουουμααα…»

Ακούγοντας τον ήχο της φωνής, ο Χούμα άπλωσε το χέρι στο βαρύ του ξίφος – και διαπίστωσε ότι το είχε χάσει. Τότε θυμήθηκε ότι κρατούσε το σπαθί στο χέρι του. Ψάχνοντας όμως το έδαφος στο λιγοστό φως, δεν είδε ούτε ίχνος της λεπίδας.

Κάτι ψηλό και δύσμορφο ξεκόλλησε από τις άλλες σκιές και πέρασε αστραπιαία μπροστά από το οπτικό του πεδίο. Τα νεύρα του σφίχτηκαν στο καινούριο άκουσμα του κοροϊδευτικού γέλιου. Ο Χούμα τράβηξε ένα μαχαίρι, ελπίζοντας ότι το ατσάλι θα έκανε κάποια εντύπωση.

Η θέα του κρύφτηκε από κάτι που υλοποιήθηκε κυριολεκτικά μπροστά του. Τίναξε άγρια το μαχαίρι του και βρήκε λάσπη και χώμα. Το χέρι του βυθίστηκε στη λάσπη και η μικρή λεπίδα τού ξέφυγε.

Με γουρλωμένα μάτια κοίταξε τα παγερά, γαλάζια, κρυστάλλινα μάτια του στοιχειακού.

Ο Χούμα χρειάστηκε να καταπνίξει την επιθυμία του να αγκαλιάσει το παράξενο πλάσμα. Το στοιχειακό τον κοίταξε από ψηλά και του μίλησε με την ίδια εκείνη μεταλλική φωνή με την οποία είχε απαντήσει στον Μάτζιους.

«Ακολούθα.» Μία μονάχα υπέροχη λέξη. Ξαφνικά, ευλογημένα, το σπαθί του ήταν ξανά στο χέρι του.

Οι δυο κρύσταλλοι βυθίστηκαν γοργά στα βάθη του λοφίσκου. Στην αρχή το ζωντανό βουνό δεν κουνήθηκε και ο ιππότης νόμισε πως είχε πετρώσει. Έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι κι έσκυψε προς το πίσω μέρος του γήινου κελύφους του στοιχειακού. Αποφάσισε να βγει από την αβεβαιότητα σκάβοντάς το. Καθώς όμως το άγγιξε με τα χέρια του, το χώμα άρχισε να του καίει σε απίστευτο βαθμό τα δάχτυλα και ο Χούμα βιάστηκε να τα τραβήξει. Από το λοφίσκο ξεπρόβαλαν δυο λαμπερά αντικείμενα.

Με τα κρυστάλλινα μάτια του στη θέση τους, το στοιχειακό επανέλαβε το προηγούμενο μήνυμά του: «Ακολούθα.»

Ο Χούμα παραμέρισε μ’ ένα πήδημα και το παράξενο πλάσμα προχώρησε. Αντί να γυρίζει όπως θα έκανε ένας άνθρωπος, το στοιχειακό έστριβε απλώς το κεφάλι του προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε να ακολουθήσει. Αυτό τον αναστάτωνε – και ο Χούμα, κοιτάζοντας πάντα κατάπληκτος, αγνόησε και πάλι την εντολή του χωμάτινου δούλου. Το βουνό δεν την επανέλαβε. Έγινε ένας μικρός λοφίσκος και ύστερα εξαφανίστηκε.

Η πρώτη αντίδραση του Χούμα ήταν να βγάλει το σπαθί του από το θηκάρι. Ύστερα έσφιξε τα δόντια και με τέσσερις μεγάλες δρασκελιές βρέθηκε μπροστά στο μινώταυρο που έβριζε μεγαλόφωνα και στον ανήσυχο μάγο.

«Χούμα!» Ο Καζ κόντεψε να τον λιώσει μ’ ένα αγκάλιασμα αντάξιο αρκούδας ή μάλλον ταύρου.

Ο Μάτζιους χαμογέλασε ανακουφισμένος. «Όταν έπεσες έξω από το μονοπάτι, ο ταυροκέφαλος σύντροφός σου ήταν έτοιμος να τρέξει ξοπίσω σου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να του εξηγήσω ότι θα ήταν μεγάλη βλακεία να χαθείτε κι οι δυο σας.»

Ο μινώταυρος παράτησε τον Χούμα και στράφηκε στο μάγο. «Εσύ δε θα πήγαινες να τον βρεις! Κάποιος έπρεπε να το κάνει.»

«Κάποιος το έκανε.» Ο Μάτζιους ξαναπήρε το αριστοκρατικό του ύφος. «Αν και ξέρω τα κατατόπια του άλσους, προτιμώ να στέλνω το στοιχειακό –που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα– παρά να κινδυνέψει η ζωή μου για να τηρηθούν τα προσχήματα.»

«Είσαι δειλός!»

«Είμαι ρεαλιστής.» Ο Μάτζιους στράφηκε στον παλιό του φίλο. «Αν το στοιχειακό δεν ήταν εδώ ή αν δεν είχε καταφέρει να σε βρει, θα ερχόμουν εγώ – σε βεβαιώνω.»

Ο Χούμα δέχτηκε τις εξηγήσεις του μάγου κάτω από το ειρωνικό ρουθούνισμα του Καζ. Ο Μάτζιους αγνόησε τον τελευταίο και χτύπησε γοργά με το ραβδί του το πίσω μέρος του στοιχειακού. Η ομάδα ξεκίνησε ξανά.

Αν και δε συνάντησαν άλλες δυσκολίες, ο Χούμα είχε συνέχεια τα μάτια του καρφωμένα –ανήσυχα– στο μονοπάτι. Τελικά βγήκαν στο φως. Ένα λαμπρό φως. Ήταν λες και ολόκληρο το στρώμα των νεφών είχε υποχωρήσει μπροστά στις χρυσές αχτίδες του ήλιου. Ακόμα και ο Καζ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με την καρδιά του. Όταν ο Μάτζιους γύρισε να τους μιλήσει, χαμογελούσε κι εκείνος μέχρι τ’ αυτιά. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του.

«Καλώς ήρθατε στο σπίτι μου.»

Είδαν έναν άγριο, χρυσαφένιο αγρό. Θα ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι κάπου μέσα του ξωτικά χόρευαν κι έπαιζαν. Πεταλούδες και πουλάκια πετούσαν εδώ κι εκεί, ενώ τα λαμπερά, ώριμα στάχυα κυμάτιζαν τεμπέλικα στο διάβα τους. Μικρά, τριχωτά πλάσματα πηδούσαν ανάμεσα στα αραιά δέντρα που σημάδευαν τα όρια του δάσους. Αν υπήρχε ένας παράδεισος σε ολόκληρο τον Κριν, ήταν αυτός εκεί.

Στο κέντρο του θαυμαστού αγρού υψωνόταν το κάστρο του Μάτζιους, ένα κάστρο που, σαν τον αγρό που το περιέβαλλε, θα μπορούσε να ήταν φτιαγμένο από χρυσάφι. Μια μοναδική, γιγάντια ξύλινη πύλη ήταν η είσοδός του. Παράθυρα ανοίγονταν στο επάνω μέρος του κάστρου – και μάλιστα στην κορυφή του υπήρχε κι ένα μικρό λιακωτό. Η κορυφή του έκανε το κάστρο να μοιάζει με αιχμή λόγχης, καλοφτιαγμένη και αιχμηρή σαν βελόνα. Οι πλευρές του έλαμπαν σαν από μέταλλο – και το μόνο που δεν άρεσε στον Χούμα ήταν ότι του θύμισε στιγμιαία το σκοτεινό, μπρούτζινο κάστρο που ακροβατούσε στην άκρη της κολασμένης Αβύσσου.

Ο Μάτζιους υποκλίθηκε και τους έδωσε να καταλάβουν ότι έπρεπε να προχωρήσουν πρώτοι. Το στοιχειακό είχε εξαφανιστεί, ίσως για να περιπολήσει ξανά στα σύνορα του άλσους.

«Εδώ, φίλοι μου, είστε ασφαλείς. Είναι το ασφαλέστερο μέρος του Άνσαλον.»

Ο ιππότης με το μινώταυρο μπήκαν στον αγρό σαν δυο παιδιά. Κάθε ανησυχία τους σχετικά με τον πόλεμο είχε χαθεί. Είχε εξαφανιστεί και το μίσος – και ο φόβος. Δεν υπήρχε παρά η συναρπαστική ομορφιά της γης που απλωνόταν μπροστά τους.

Ο μάγος τους παρακολούθησε να τον προσπερνούν και το χαμόγελο χάθηκε στιγμιαία από τα χείλη του.

Καθώς προχωρούσαν, κάτι παράξενο φάνηκε να συμβαίνει. Το κάστρο άλλαζε. Σε κάθε τους βήμα γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Μέχρι να φτάσουν στην πύλη, ο Χούμα και ο Καζ αναγκάζονταν να αναγέρνουν το κεφάλι σαν να κοίταζαν τον ουρανό τον ίδιο.

«Πώς γίνεται να μη βλέπουν οι δράκοι κάτι τόσο μεγάλο;» αυτή τη φορά τα λόγια του Καζ δε φανέρωναν καχυποψία, μόνο απορία.

«Σαν αυτό τον αγρό» είπε ο Μάτζιους. «Τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτό που δείχνουν ή αυτό που βλέπουμε. Κάποιος δημιούργησε αυτό τον τόπο πολύ καιρό πριν πατήσει άνθρωπος στον Κριν. Ξόδεψα πολύ χρόνο προσπαθώντας να ανακαλύψω τα μυστικά τους, αλλά τα διάφορα κομμάτια οδηγούν στην υπόνοια πως είναι έργο των ογκρ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα ογκρ μπόρεσαν να χτίσουν ένα μέρος με τόση ομορφιά. Ίσως είχε φτιαχτεί σαν παραδείσιος κήπος των ίδιων των θεών. Αυτό μου φαίνεται πιο λογικό.»

Ο Χούμα βρήκε τη στιγμή να διαταράξει την ηρεμία του τοπίου βήχοντας.

Ο μάγος μόρφασε. «Με συγχωρείτε. Πρέπει να είστε κουρασμένοι και να διψάτε. Θα μπούμε μέσα να ξεκουραστούμε. Ύστερα θα μιλήσουμε.»

Ο Μάτζιους σήκωσε ξανά το ραβδί του και μουρμούρισε μια σειρά από λέξεις που δε φαίνονταν να βγάζουν νόημα. Το ραβδί –που το φως του είχε σβήσει– έλαμψε ξαφνικά σαν να πήρε ζωή. Τόσο ο Χούμα όσο και ο Καζ αναγκάστηκαν να καλύψουν στιγμιαία τα μάτια τους.

Η πύλη άνοιξε, λες από κάποιο τεράστιο, αόρατο χέρι. Ο Μάτζιους δεν έπαυε να εκπλήσσει τον Χούμα, αν και το κάστρο θα μπορούσε να είναι επίσης έργο των αρχαίων.

Διάβηκαν την πύλη και μπήκαν σε έναν προθάλαμο που –αν και ήταν μικρότερος από αυτόν ενός άρχοντα– τους ξεπερνούσε όλους σε πολυτέλεια. Γλυπτά ξωτικών, ζώων, ψηλών ανθρωπόμορφων πλασμάτων και όντων που μόνο θεοί μπορούσαν να είναι, κοσμούσαν τους τοίχους. Σαν υπερφυσικό ερπετό, μια μονή σκάλα ανέβαινε ελικοειδώς στους επάνω ορόφους. Ένα χρυσοκόκκινο υφαντό που απεικόνιζε τους αστερισμούς κρεμόταν από τη μια μεριά, ενώ ένα άλλο παρίστανε ένα βουνό που υψωνόταν πάνω από το τοπίο. Ήταν τόσο ζωντανό που τράβηξε την προσοχή του Χούμα. Στο πίσω μέρος του μυαλού του τον τριβέλιζε η σκέψη ότι κάπου το ήξερε αυτό το μέρος, αν και στην πραγματικότητα ο Χούμα ήξερε ότι αυτό το βουνό δεν το είχε ξαναδεί. Συνέχισε να το κοιτάζει, μέχρι που η φωνή του Μάτζιους έλυσε τα μάγια του υφαντού.

«Δεν είναι όλα γνήσια, αλλά δε γίνεται να τα έχουμε όλα. Προσοχή!»

Αυτό το τελευταίο πήγαινε στον Καζ, ο οποίος περιεργαζόταν ένα θαλερό γλυπτό που παρίστανε έναν παράξενο δράκο. Ήταν μακρύς και στενός, σχεδόν σαν φίδι, χωρίς φτερά και πόδια. Το λίγο που απόμενε από το χρώμα του φανέρωνε ότι κάποτε ήταν πράσινος και γαλάζιος, ανάμικτα, σε έναν παράξενο συνδυασμό χρωμάτων για δράκο.

«Αυτό το γλυπτό έγινε από άτομο της φυλής μου.»

«Αδύνατον. Πρέπει να είναι φτιαγμένο από ξωτικό. Κοίτα το.»

Ο Καζ ρουθούνισε. «Νομίζεις πως εμείς δεν έχουμε καλλιτέχνες; Αναγνωρίζω τα χαρακτηριστικά σχέδια του πηλού, έστω κι αν το δικό σου έμπειρο μυαλό δεν μπορεί να τα δει.»

«Γιατί να θέλει κάποιος να πλάσει ένα δράκο σαν αυτόν; Τόσο μακρύ και στενό δεν έχω ξαναδεί. Υπάρχουν τέτοιοι;» ρώτησε ο Χούμα γυρίζοντας στον Μάτζιους.

Ο μάγος σήκωσε τους ώμους. «Ποτέ μου δε διαπίστωσα την ύπαρξη τέτοιου όντος. Είμαι σίγουρος πως είναι μια καθαρά καλλιτεχνική απεικόνιση, προϊόν φαντασίας. Άλλος ένας λόγος που δεν μπορεί να είναι έργο μινώταυρων, για να μην αναφέρω ότι είναι υπερβολικά παλιό.»

«Είμαστε η πρώτη πολιτισμένη φυλή.»

«Πολιτισμένη ή οικόσιτη;»

Ο Καζ κινήθηκε γοργά, αλλά το αγαλματίδιο κοκάλωσε στον αέρα, κάπου ένα μέτρο πριν φτάσει στο πρόσωπο του Μάτζιους. Η περιφρονητική ματιά του μάγου βρήκε το ταίρι της στην απογοήτευση που απλώθηκε στο πρόσωπο του Καζ. «Την επόμενη φορά κοίτα να είσαι εύστοχος, γιατί θα είναι και η τελευταία σου. Κι επίσης φρόντισε να χρησιμοποιήσεις κάτι λιγότερο πολύτιμο.»

Με μια κίνηση του ελεύθερου χεριού του ο Μάτζιους επέστρεψε το άγαλμα στο βάθρο του. Ο Καζ ρουθούνιζε κοφτά και τα μάτια του είχαν γίνει κατακόκκινα. Ξαφνικά ο Χούμα πήγε και στάθηκε ανάμεσά τους κραδαίνοντας το σπαθί του.

«Σταματήστε!»

Το ξέσπασμά του ήταν τόσο άγριο που ο μάγος και ο μινώταυρος τον κοίταξαν σαν να είχε τρελαθεί. Ο Χούμα κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο με μια έκφραση που ευχόταν να μοιάζει θηριώδης.

«Το Άνσαλον –ολόκληρος ο Κριν ίσως– μπορεί να στενάζει ανήμπορο κάτω από τη δρακοβασίλισσα, κι εσείς οι δύο κάνετε σαν σχολιαρόπαιδα!»

Ο Καζ ήταν ο μόνος από τους δύο που φάνηκε να ντρέπεται. Ο Μάτζιους δέχτηκε την κατσάδα όπως και όλα τα υπόλοιπα. Σήκωσε απλώς τους ώμους κι έκανε σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό.

«Υπάρχουν πολλά ακόμα για να δείτε, αλλά φαντάζομαι πως χρειάζεστε λίγη ανάπαυση. Δίκιο δεν έχω;»

«Επί του προκειμένου τουλάχιστον, ναι» μουρμούρισε ο Καζ.

Ο Χούμα έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι, αλλά ο θυμός του δεν είχε ξεθυμάνει. «Και μετά, τι; Μπορείς να έρθεις σ’ επαφή με το τάγμα σου; Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ για πάντα. Εσύ ήρθες να μας βρεις. Δεν έχεις κάποιο σχέδιο;»

«Ασφαλώς.» Η απάντηση ήρθε γρήγορα, αλλά κάτι στα λόγια του μάγου έκανε τον Χούμα να αμφιβάλλει. Να, πάλι ένας Μάτζιους που του ήταν άγνωστος. Να, ένας Μάτζιους που κρατούσε μυστικά από ένα πρόσωπο που μπορούσε να εμπιστευτεί. Πόσο είχε αλλάξει…

Ή μήπως είμαι εγώ αυτός που έχει αλλάξει; σκέφτηκε ο Χούμα. Παλιά ούτε θα αμφέβαλλε για τον Μάτζιους ούτε θα διερευνούσε τις απαντήσεις του. Η Ιπποσύνη τού είχε ανοίξει τα μάτια στις κρυμμένες αλήθειες που έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων.

«Θα ήθελα ν’ ακούσω το σχέδιό σου» είπε επίτηδες ο Χούμα.

«Όλα στην ώρα τους. Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα εδώ που απαιτούν την άμεση προσοχή μου. Στο μεταξύ εσείς οι δύο μπορείτε να χαλαρώσετε και να απολαύσετε λίγο φαγητό ίσως.»

Ο Μάτζιους χτύπησε το ραβδί του στο έδαφος. Ο Χούμα ένιωσε να τον διαπερνά ρίγος. Τότε είδαν την ομίχλη.

Φτερούγιζε τριγύρω από τον Μάτζιους σαν πουλάκι γύρω από τον αφέντη του. Ο Χούμα δεν ένιωθε καθόλου το φύσημα του ανέμου, ούτε έβλεπε την πηγή απ’ όπου ανάβλυζε η ομίχλη. Κινούνταν σαν να είχε δική της ζωή.

«Ξένοι. Οδηγός.» Τις λέξεις αυτές ο Μάτζιους δεν τις είπε ούτε στον Χούμα ούτε στον Καζ, αλλά στο σύννεφο που απάντησε «Ξέεενοι. Οδηγόοος.» Η φωνή της ομίχλης έβγαινε λες από φωτιά που την κατάβρεχαν.

«Δωμάτια για τη νύχτα»

«Δωμάτιααα.»

Ο Μάτζιους μόρφασε. «Τα στοιχειακά του αέρα είναι πολύ αργά.» Ανέμισε το χέρι του προς την αιωρούμενη ομίχλη. «Αμέσως, σε παρακαλώ.» Στράφηκε στον Χούμα. «Αφού φάτε και ξεκουραστείτε» είπε «τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν.»

Ο Καζ άφησε ένα μακρόσυρτο «χμμμφ» που ο Μάτζιους αγνόησε. Το στοιχειακό του αέρα, έχοντας πάρει τις διαταγές του, αιωρούνταν ανυπόμονο ανάμεσα στους δύο «ξένους».

«Ελάτεεε. Δωμάτιααα. Ξέεενοι.»

Ο οικοδεσπότης τούς παρακολούθησε να ανεβαίνουν την ελικοειδή σκάλα πίσω από την ομίχλη. Όταν βρέθηκαν πέρα από την ακτίνα ακοής τους, ο Καζ έγειρε προς τον Χούμα –που προχωρούσε πρώτος– και του ψιθύρισε «Αυτός ο μάγος είναι φίλος σου;»

«Ναι.» Ο Χούμα δυσκολεύτηκε να απαντήσει με καθησυχαστικό ύφος.

«Ευχήσου να σε θεωρεί ακόμα και δικό του φίλο. Νομίζω ότι αυτό το κάστρο με τα μυστικά του θα ήταν μια πολύ ασφαλής και παντοτινή φυλακή.»

Ο ιππότης δε διαφώνησε. Το είχε σκεφτεί και ο ίδιος.


Αν ήταν πραγματικά φυλακή, ήταν μια φυλακή που πολλοί παλιάνθρωποι θα ικέτευαν να κλειστούν σ’ αυτήν. Αφού συνήθισαν έστω και λίγο τους ομιχλώδεις υπηρέτες τους, ο Καζ και ο Χούμα δε δυσκολεύτηκαν να απολαύσουν τα κρέατα και τα φρούτα, για να μη μιλήσουμε για τα κρασιά που θα ήταν αντάξια οποιασδήποτε βασιλικής αυλής.

Το ίδιο και τα δωμάτια. Ήταν υπέροχα, αν και υπερβολικά μεγάλα για ένα άτομο κανονικού μεγέθους σαν τον Χούμα. Ο Καζ, πάλι, βρήκε τα έπιπλα τέλεια για τον όγκο του και το θεώρησε επιπλέον απόδειξη ότι το κάστρο ήταν απομεινάρι της φυλής του. Ο Χούμα ήξερε ότι κανείς δεν είχε δει μινώταυρους τόσο δυτικά από την αρχή του πολέμου, αλλά κράτησε τις όποιες αντιρρήσεις του για τον εαυτό του.

Τους είχαν δώσει ξεχωριστά δωμάτια, πράγμα για το οποίο ο Καζ είχε διαμαρτυρηθεί στην αρχή, θεωρώντας το προφανή εφαρμογή του «Διαίρει και βασίλευε.»

«Αν το ήθελε, ο Μάτζιους θα μπορούσε να μας έχει σκοτώσει εκατό φορές» του ανταπάντησε ο Χούμα. «Είδες πώς σε αντιμετώπισε στο διάδρομο.»

«Τύχη. Για βάλε μας να παλέψουμε ένας εναντίον ενός…»

«Και δε θ’ αφήσει τίποτα παρά μόνο στάχτες. Για εκείνον η μαγεία είναι όπως για μας η αναπνοή.»

Ο μινώταυρος βρόντησε τη δυνατή γροθιά του στον τοίχο. Προς μεγάλη του ικανοποίηση, ο τοίχος δέχτηκε καλά το χτύπημα. «Στον τόπο μου…»

Ο Χούμα τον σταμάτησε πριν προχωρήσει. «Εδώ βρίσκεσαι στο Έργκοθ. Ισχύουν τα έθιμα των ανθρώπων.»

«Αλήθεια; Ξέχασες κιόλας τη μάχη;»

«Δεν την ξέχασα. Απλώς νομίζω ότι πρέπει να με εμπιστευτείς. Ξέρω τον Μάτζιους πολύ καλύτερα απ’ όσο εσύ.»

Ο Καζ σώπασε, αλλά όχι πριν απαντήσει «Το ελπίζω. Για το καλό και των δυο μας.»


Ο Χούμα, καθιστός στο κρεβάτι του, σκεφτόταν τα λόγια του μινώταυρου. Παρά την εξάντλησή του από την πορεία μέσα στο δάσος, του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί. Ο Καζ, από την άλλη, θα μπορούσε να είναι νεκρός, αν δε διαπερνούσαν τους τοίχους τα ροχαλητά του, φτάνοντας μέχρι το δωμάτιο του Χούμα.

Τα κεριά, που τα είχε βρει αναμμένα μπαίνοντας, είχαν λιώσει τόσο που δεν έφεγγαν πια σχεδόν καθόλου. Το τρεμούλιασμα της φλόγας τους έριχνε παράξενες σκιές γύρω στο δωμάτιο και τα μάτια του Χούμα όλο και επέστρεφαν σε μια σκιά ιδιαίτερα ψηλή και βαθιά, στην απέναντι γωνία της κάμαρας. Ήταν τόσο σκοτεινά που παραλίγο να πιστέψει πως, αν το ήθελε, θα μπορούσε να μπει μέσα της και να περάσει τον τοίχο.

«Χούμα.»

Ένα χέρι, ανοιχτό, πρόβαλε από το σκοτάδι. Το ακολούθησε ένα δεύτερο. Ο ιππότης τραβήχτηκε από τη συγκεκριμένη πλευρά του κρεβατιού κι έκανε κατά το σπαθί του που κρεμόταν δίπλα του.

«Χούμα, πρέπει να σου μιλήσω.»

«Μάτζιους;»

«Ποιος άλλος;» Μπράτσα ακολούθησαν τα χέρια κι ύστερα φάνηκε και ο υπόλοιπος μάγος. «Συγνώμη για τη θεατρική είσοδο» ψιθύρισε ο Μάτζιους «αλλά δε θέλω να μιλήσω με το μινώταυρο, που μπορεί να δυσαρεστηθεί από κάποια πράγματα που έχω να πω.»

«Ενώ εγώ όχι;» Ο Χούμα ένιωσε το θυμό του να φουντώνει. Τα κόλπα του μάγου άρχιζαν να κουράζουν ακόμη και τον παλιό του φίλο.

Οι ματιές τους έσμιξαν και ο Μάτζιους βιάστηκε να κοιτάξει αλλού. «Μπορεί κι εσύ. Αλλά τουλάχιστον εσύ θα το έβλεπες λογικά. Μια φορά να αποτύχουν οι δυνάμεις μου, και ο δίποδος ταύρος με ξέκανε.»

«Δεν τον αδικώ εντελώς, Μάτζιους.»

«Το ξέρω.» Ο μάγος έχωσε το πρόσωπο στις παλάμες του. «Αχ, πόσο καλά το ξέρω.»

Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος, πλησίασε τον παιδικό του φίλο και ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο του. «Πες μου και σου υπόσχομαι να σ’ ακούσω με ανοιχτό μυαλό.»

Ο Μάτζιους σήκωσε το βλέμμα και οι δύο φίλοι ξαναβρέθηκαν όπως τις παλιές μέρες, τότε που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η πλάκα. Η έκφρασή του χάθηκε αμέσως. Ο Μάτζιους άπλωσε κομψά το ένα του χέρι. Το ραβδί βρέθηκε στην παλάμη του στη στιγμή, περιμένοντας τις διαταγές του.

«Μπροστά σου βλέπεις ένα μάγο με μεγάλη δύναμη – κι ακόμα μεγαλύτερες προοπτικές. Δεν είμαι ο πρώτος που το λέει αυτό. Το είπε ο χοντρός, χαρούμενος Μπελγκάρντιν τη μέρα που με πήρε μαθητή του.»

Ο Μπελγκάρντιν. Ο Χούμα θυμόταν το γερο-μάγο. Ήταν ο πρώτος που διέκρινε τη δύναμη του νεαρού Μάτζιους. Δύναμη που όμοια της δεν είχε ξαναδεί. Ο Μπελγκάρντιν είχε μεγάλη ειδικότητα στους Μάγους του Ερυθρού Χιτώνα και ήταν σε θέση να αντιληφθεί, και τη βοήθεια που χρειαζόταν ο νεαρός, και το κύρος που θα είχε ο ίδιος εκπαιδεύοντας έναν πιθανό Μέγα Μάγιστρο του τάγματος – οποιουδήποτε τάγματος.

«Είχε δίκιο. Το θυμάσαι. Διακρίθηκα στα πάντα. Ήμουν ο λαμπρότερος υποψήφιος που είχαν δει ποτέ τους. Τα κατάφερνα με ξόρκια που δυσκόλευαν ακόμα και έμπειρους μάγους. Ήμουν ένα θαύμα.» Η αμυδρή αλαζονεία στη φωνή του Μάτζιους ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Όλα όσα είχε πει ήταν αλήθεια.

Ο μάγος σοβάρεψε. «Εσείς οι κοινοί άνθρωποι ακούτε για τη Δοκιμασία και τις φήμες που την περιβάλλουν.» Ο Μάτζιους έκανε μια κοφτή κίνηση με το ελεύθερο χέρι του. «Οι φήμες ωχριούν μπροστά στην αλήθεια.»

Η Δοκιμασία ήταν η τελική απόδειξη της ικανότητας του μάγου να χειριστεί τη δύναμή του. Δεν είχε καμία σημασία σε ποιο τάγμα ανήκε. Όλοι οι μάγοι περνούσαν τη Δοκιμασία.

Ο Μάτζιους ακούμπησε την άκρη του ραβδιού του στο πάτωμα κι έγειρε βαριά πάνω του. «Δεν μπορώ να ξέρω τι πέρασαν οι άλλοι, αλλά μερικοί δεν επέζησαν. Προχώρησα στη Δοκιμασία έχοντας βάλει με το μυαλό μου κάθε δυνατό σενάριο. Νόμισα πως θα έστελναν μαύρα ξωτικά να με κυνηγήσουν ή πως θα με ανάγκαζαν να σκοτώσω ένα γέρο ή έναν άρρωστο. Ίσως, σκέφτηκα, με βάλουν να σταθώ στο χείλος της Αβύσσου και να αντικρίσω την ίδια τη βασίλισσα. Ήξερα ότι ένα μέρος από αυτά θα ήταν παραισθήσεις, αλλά πολλά θα ήταν απόλυτα αληθινά. Αρκετά αληθινά για να με σκοτώσουν.»

Ο Χούμα έγνεψε ότι τον καταλάβαινε. Φυσικά, είχαν ξεφύγει μερικές πληροφορίες. Φαίνεται πως μερικές φήμες περιείχαν στοιχεία αλήθειας.

Το όμορφο πρόσωπο χαμογέλασε. Κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, το χαμόγελό του φάνηκε τρελό. Ο Μάτζιους γέλασε ελαφρά, αν και ο Χούμα δεν μπορούσε να φανταστεί πού έβρισκε το αστείο. «Με ξεγέλασαν εντελώς. Ή ίσως να μην ξέρουν ούτε οι ίδιοι τι ακριβώς συμβαίνει στη Δοκιμασία. Υποψιάζομαι ότι μερικές φορές η δύναμη η ίδια ενεργεί από μόνη της. Όπως και να ’χει, βρέθηκα αντιμέτωπος με το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσα να δεχτώ.

Το θάνατό μου. Το μελλοντικό μου θάνατο.»

Ο Χούμα δε βρήκε λέξη να πει. Ίσως να μπορούσε να του πει πως δεν ήταν αλήθεια, πως ήταν οπωσδήποτε παραίσθηση, αλλά αφού το πίστευε ο ίδιος, τι να του έλεγε;

«Κατά κάποιον τρόπο, κατάφερα να επιζήσω. Νομίζω πως αν αποτύγχανα, με περίμενε η τρέλα. Τους ξεγέλασα πέφτοντας σε μια διαφορετική τρέλα. Μια τρέλα που προερχόταν από τη συνειδητοποίηση πως ό,τι έβλεπα θα περνούσε. Έφυγα από το κάστρο, έφυγα από τη Δοκιμασία, γνωρίζοντας τη μοίρα μου κι έχοντας αποφασίσει να κάνω κάτι γι’ αυτό.

Και ανακάλυψα πως δεν μπορούσα. Εξαιτίας των αυστηρών κανόνων του τάγματος. Παρά την υποτιθέμενη απουσία περιορισμών, ούτε οι Μάγοι του Μελανού Χιτώνα ούτε οι Μάγοι του Ερυθρού Χιτώνα μπόρεσαν να μου προσφέρουν βοήθεια. Παρέμεναν πολύ περιορισμένοι και –όπως ξέρεις καλά– εγώ δεν ήμουν φτιαγμένος για να φορέσω τους μανδύες των Μάγων του Λευκού Χιτώνα.»

Ο Μάτζιους γέλασε πνιχτά με την τελευταία του παρατήρηση και ύστερα αναστέναξε. Τα κεριά είχαν καεί σχεδόν ολότελα.

«Έχοντας συνειδητοποιήσει τους περιορισμούς των τριών ταγμάτων, κατέληξα πως ήμουν αναγκασμένος να περάσω τη γραμμή που είχαν χαράξει, προκειμένου –αν μου επιτρέπεις την έκφραση– να αλλάξω το μέλλον.»

Ο Χούμα πισωπάτησε άθελά του. Τα άγρια ξόρκια, τα απόκοσμα ρούχα, τόσο διαφορετικά από τους αυστηρούς χιτώνες των άλλων μάγων. Κούνησε το κεφάλι, μη θεωρώντας εφικτό αυτό που είχε κάνει ο Μάτζιους.

«Εκεί και τότε» έλεγε ο Μάτζιους με την προσοχή του εστιασμένη μέσα του «έστρεψα τα νώτα στην τυποποιημένη, άκαμπτη εκπαίδευση του Συμβουλίου και έγινα αποστάτης.»

Загрузка...