«Μου είπαν πως ήσουν εσύ, αλλά δεν το πίστευα ύστερα από τόσες ιστορίες που ακούγονται!»
«Ιστορίες;» ο Χούμα και οι σύντροφοί του είχαν ξεπεζέψει από τους δράκους – κι αν δεν είχε ενεργήσει γρήγορα ο Άρχοντας Γκρένταλ, ο υπεύθυνος για την άμυνα του Ακροπυργίου, ιππότες και λαός θα τους είχαν πνίξει. Κάμποσοι από τους καλογυμνασμένους βετεράνους, που αποτελούσαν τη δύναμη του Γκρένταλ, βρέθηκαν γύρω από τους νεοφερμένους, αμέσως μόλις προσγειώθηκαν.
Ο Άρχοντας Όσγουολ, ο Μεγάλος Μάγιστρος, έδειξε τον Χούμα. «Ξέρεις για τι μιλάω. Για τις ιστορίες σχετικά με τη μάχη σου με το δαίμονα που έσπερνε την πανούκλα και τη διχόνοια στον τόπο.»
«Τον Ρέναρντ;»
«Τον Ρέναρντ. Είναι απίστευτο το πόσο μπορεί να σε απατά η μνήμη. Όταν αποκαλύφθηκε τι ήταν στ’ αλήθεια κι εσύ τον νίκησες, ξέχασαν πολύ γρήγορα πόσο πρόθυμοι ήταν να πιστέψουν τα παραμύθια που διέδιδε. Τον κατηγόρησαν ως κακόβουλο δαίμονα ή κληρικό, δε θυμάμαι τι ακριβώς. Ύστερα, σαν αποκορύφωμα, εσύ εξαφανίστηκες σαν τον ίδιο τον Πάλανταϊν.»
Το πρόσωπο του Χούμα αναψοκοκκίνισε. «Το μέρος που αφορά την εξαφάνιση μου είναι αλήθεια, αλλά σε βεβαιώνω, άρχοντά μου, ότι δεν έγινε με τη δική μου δύναμη.»
«Πράγματι.» Τα μάτια του Άρχοντα Όσγουολ στάθηκαν στις Δρακολόγχες και το κορμί του ρίγησε στιγμιαία. «Αυτές λοιπόν έψαχνες; Αυτές χρειαζόμασταν τόσο απεγνωσμένα;»
«Μάλιστα, άρχοντά μου. Τις Δρακολόγχες. Έπρεπε να βρίσκονται εδώ νωρίτερα, αλλά μπλέξαμε στη μάχη.»
«Πραγματικά. Άντρες και δράκοι διηγούνται πώς ξεπροβάλατε οι οκτώ σας από το πουθενά, σκορπώντας το φόβο και το θάνατο στα τσιράκια της δρακοβασίλισσας. Ίσως έχουν δίκιο: ίσως είσαι ο Πάλανταϊν και ήρθες στον Κριν μεταμφιεσμένος σε θνητό.»
«Άρχοντα Όσγουολ!»
Ο Μεγάλος Μάγιστρος γέλασε πνιχτά. «Δεν έχω φτάσει ακόμα στο σημείο να σκέφτομαι έτσι, Χούμα. Όχι ακόμα.» Παρά την προφανή του λαχτάρα να δει από κοντά τις λόγχες, ο Όσγουολ στράφηκε στην υπόλοιπη ομάδα του Χούμα. «Εσένα σε ξέρω, μινώταυρε, και χαίρομαι που σου έδειξα εμπιστοσύνη. Δικαίωσες όλα τα καλά που έχω ακούσει για τη φυλή σου. Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου.»
Ο Καζ ήταν περίεργα σιωπηλός. «Έκανα ό,τι μου ζήτησαν. Έχω δώσει όρκο στον Χούμα.»
«Αυτό είναι όλο;» Ο Μεγάλος Μάγιστρος χαμογέλασε και στράφηκε στους άλλους, αρχίζοντας από τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ. Στη φωνή του υπήρχε μια αδιόρατη ψυχρότητα. «Καλώς ήρθες, Διοικητή του Έργκοθ, σε καλωσορίζω σαν αδερφό ιππότη. Δεν πιστεύω να έφερες μαζί και το στρατό σου;»
«Όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, Μεγάλε Μάγιστρε, ήξερα ότι κάποια μέρα θα κατείχες το τωρινό σου αξίωμα, αλλά φανταζόμουν ότι θα είχες μαλακώσει στο μεταξύ.»
Ο Όσγουολ δέχτηκε τη συγκαλυμμένη επίπληξη με ένα πιο αληθινό χαμόγελο. «Συγχώρεσέ με αν ξεχνάω καμιά φορά ότι βρίσκομαι μπροστά σε έναν κληρικό του Πάλανταϊν επίσης.»
Ο Χούμα, ο Καζ και ο Μπουόρον αλληλοκοιτάχτηκαν. Αν και σέβονταν τον Άρχοντα Έιβοντεϊλ, ποτέ τους δεν τον είχαν δει ως κληρικό του Πάλανταϊν. Αλλά, πάλι, ποιος μπορούσε ένα πει με τι έπρεπε να μοιάζει ένας κληρικός, εφόσον η πίστη και οι πράξεις του δεν έρχονταν σε αντίθεση με τις ιερές διδασκαλίες;
«Πρόδωσες το μυστικό μου, αλλά δεν πειράζει. Ίσως τώρα ο Χούμα καταλαβαίνει γιατί επέμενα να με συνοδέψει στο Κάεργκοθ. Όταν είδα το σημάδι του Μόρτζιον σε έναν τόσο φανερά πιστό ιππότη, φοβήθηκα μήπως τον είχαν σημαδέψει για κακό σκοπό.» Ο Έιβοντεϊλ στράφηκε στον Χούμα και χαμογέλασε.
Ο Μεγάλος Μάγιστρος πήρε τα μάτια του από τον Έιβοντεϊλ και κοίταξε τον Μπουόρον με κάποια ειρωνεία στο βλέμμα. Με τη μεγάλη του γενειάδα, ο ιππότης από τα νοτιοδυτικά ξεχώριζε από μακριά. Μπροστά στον Μεγάλο Μάγιστρο, ο Μπουόρον έτρεμε.
«Είσαι ο…»
Ο ιππότης έπαιξε κάμποσες φορές τα βλέφαρα πριν τραυλίσει το όνομά του. «Ο Μπουόρον, άρχοντά μου!»
«Από κάποιο απομακρυσμένο μας φυλάκιο στο Έργκοθ, φαντάζομαι.»
«Μάλιστα, άρχοντά μου.» Ο Μπουόρον ήταν κάτασπρος.
«Μπράβο.» Ο Άρχοντας Όσγουολ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και απομακρύνθηκε. Ο Μπουόρον αναστέναξε ανακουφισμένος και χαμογέλασε ασθενικά.
«Λοιπόν, Χούμα.» Ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν σοβαρότατος. «Αν έχεις την καλοσύνη, θα ήθελα να έρθεις με τους συντρόφους σου στα διαμερίσματά μου. Θέλω να μάθω τα πάντα.»
«Μάλιστα άρχοντά μου, αλλά οι Δρακολόγχες…»
«Θα τις φροντίσουν με κάθε προσοχή και θα τις τοποθετήσουν σε μέρος ασφαλές, μέχρι να αποφασίσουμε τι θα τις κάνουμε. Ελάτε λοιπόν. Μου φαίνεται ότι χρειάζεστε όλοι σας λίγο κρασί. Εγώ ύστερα από τη σημερινή –παραλίγο– καταστροφή μας το χρειάζομαι σίγουρα.»
Η αναφορά του Χούμα διακοπτόταν κάθε τόσο από τις αστραπές και τις βροντές που χαλούσαν τον κόσμο στα βουνά, στα δυτικά. Η Τακίσις είχε εξαπολύσει τη μανία της σ’ αυτούς που την είχαν απογοητεύσει, υπέθεσε ο Καζ, ή ίσως ήταν έργο του Γκάλαν Ντράκος, ο οποίος ήταν έξαλλος με την αποτυχία των δικών του να αρπάξουν τις Δρακολόγχες.
Ρουφώντας κάθε λέξη από τη διήγηση του Χούμα, ο Άρχοντας Όσγουολ έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Πάλανταϊν! Αν δεν ήσουν εσύ, δε θα το πίστευα ποτέ – και να που τις βλέπω στ’ αλήθεια! Κάνεις πολύ περήφανο ένα γέρο άνθρωπο, Χούμα. Και ο Ντούρακ θα ήταν περήφανος, είμαι σίγουρος.»
«Ευχαριστώ, άρχοντά μου.» Αυτή η φιλοφρόνηση μετρούσε περισσότερο από κάθε άλλη.
«Και, μάλιστα, είναι φτιαγμένες από δρακοασήμι, κι από ένα σιδηρουργό με χέρι ασημένιο, το οποίο κρατούσε χρυσή σφύρα.»
Ο Χούμα φάνηκε να μπερδεύεται. «Αυτό δεν το ανέφερα.»
Ο Μεγάλος Μάγιστρος χαμογέλασε με νόημα. «Είμαι της παλιάς σχολής, Χούμα, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που σε πίστεψα από την αρχή. Αν αυτός ο σιδηρουργός είναι όπως τον περιέγραψες, πρέπει η σφύρα του να είναι φτιαγμένη από τον ίδιο τον Ρέορξ. Χαίρομαι που τελικά είναι σωστές οι αρχαίες μας καταγραφές και που αξιώθηκες να μας φέρεις αυτά τα όπλα.»
Κάτι φούντωνε μέσα στον Χούμα που τελικά τον έκανε να σηκωθεί όρθιος. «Άρχοντά μου, σε ικετεύω. Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα είπες και ξέρω ότι ήταν πολλά αυτά που έπρεπε ν’ ακούσεις, αλλά τώρα έχουμε στα χέρια μας τις Δρακολόγχες και πρέπει να σου ζητήσω μια χάρη. Υπάρχουν είκοσι λόγχες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον ουρανό. Δώσε μου μία λόγχη κι άσε με να πάω πετώντας στην κατοικία του Γκάλαν Ντράκος και της σκοτεινής αφέντρας του. Πρέπει να λευτερώσω τον Μάτζιους!»
«Ιππότη Χούμα.» Η φωνή του Μεγάλου Μάγιστρου ήταν άτονη, ανατριχιαστικά όμοια με του Ρέναρντ. Ο Άρχοντας Όσγουολ τον κάρφωσε με το βλέμμα, μέχρι που ο Χούμα ξανακάθισε. «Ένας άντρας ή μια γυναίκα, σύντροφος, εραστής ή συγγενής, δεν αξίζει τις ζωές εκατοντάδων – και αυτό το λέω ακόμη και αν επρόκειτο για εμένα τον ίδιο. Μπορεί να διαφωνήσεις μαζί μου, και αυτό είναι δικαίωμά σου, αλλά κατ’ ιδίαν. Πολεμάμε για την ύπαρξη ολόκληρης της Σολάμνια, ολόκληρου του Άνσαλον, αν όχι και του ίδιου του Κριν. Δεν μπορώ να εγκρίνω την ιδέα σου.»
«Μα τον έπιασαν ενώ υπερασπιζόταν τις λόγχες!» Η πικρία του Χούμα άρχιζε να διακρίνεται.
«Το αντιλαμβάνομαι, Ιππότη Χούμα, όπως αντιλαμβάνομαι και τους δικούς σου κινδύνους, που εσύ δεν καταλαβαίνεις. Η απόφαση μου δεν αλλάζει. Κατανοητό;»
Ο Χούμα δεν είπε τίποτα.
«Λοιπόν, είπες πως έχεις είκοσι μία λόγχες, από τις οποίες η μία είναι σχεδιασμένη για πεζικάριο;»
«Ναι.»
«Είκοσι λόγχες δεν είναι καθόλου αρκετές. Είμαστε τυχεροί αυτή τη φορά, με την έννοια ότι οι δράκοι δε σε περίμεναν και η ξαφνική σου εμφάνιση τους έχει φέρει σε σύγχυση.»
«Έφυγαν με την ουρά στα σκέλια» παρατήρησε αυτάρεσκα ο Καζ.
«Αυτή τη φορά. Την επόμενη –και μη φανταστείτε ότι δε θα ξανάρθουν– θα ενεργήσουν με μεγαλύτερη πονηριά και αυτοπεποίθηση, και ούτε τέσσερις λόγχες θα μας σώσουν, ούτε καν είκοσι.»
«Λες ότι η μάχη έχει κιόλας χαθεί. Αυτό δεν περίμενα να το ακούσω από το Μεγάλο Μάγιστρο των Ιπποτών της Σολάμνια» σχολίασε ο Άρχοντας Έιβοντεϊλ.
Ο Μεγάλος Μάγιστρος αγνόησε την περιφρονητική ματιά του Ιππότη του Έργκοθ και κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στον Χούμα. «Αν και μερικοί αυτό το βλέπουν σαν παραδοχή ήττας, είναι επειδή δεν είχαν την υπομονή να περιμένουν και να ακούσουν. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να καθαρίσουμε το σιδηρουργείο από καθετί άλλο και να κατασκευάσουμε, με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούμε, λόγχες ίδιας ποιότητας με τις αρχικές.»
Ο Γκάι Έιβοντεϊλ στένεψε τα μάτια κι ένα λεπτό χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του. Ο Καζ και ο Μπουόρον αλληλοκοιτάχτηκαν μπερδεμένοι. Ο Χούμα δίστασε και ύστερα είδε πού το πήγαινε ο μεγαλύτερος του ιππότης.
«Κόλπο! Θα τους ξεγελάσουμε με μια τεράστια μπλόφα!»
Ο Άρχοντας Όσγουολ χαμογέλασε και τα μάτια του άστραψαν. «Μπλόφα. Ακριβώς. Έχουμε ήδη τα απαραίτητα για την κατασκευή συνηθισμένων λογχών. Τώρα θα φτιάξουμε όσο πιο πιστά αντίγραφα των Δρακολογχών είναι δυνατόν.»
«Πόσο χρόνο θα μας πάρει;» ρώτησε ο Έιβοντεϊλ. «Όπως είπες και ο ίδιος, δε θ’ αργήσουν να ξανάρθουν.»
«Για μας, η μεταλλοτεχνία –στις περισσότερες μορφές της– είναι τέχνη. Είναι μέρος του μυστικού της επιτυχίας μας. Τα φτηνά όπλα και οι πανοπλίες της σειράς είναι για στρατούς δεύτερης κατηγορίας, για να παραφράσουμε λιγάκι το Μέτρο. Σε δύο μέρες θα έχουμε πάνω από εκατό λόγχες. Θα είναι αντίγραφα, όπως σας είπα, πλαστά αντίγραφα των αληθινών Δρακολογχών. Τα νέα σχετικά με την αιτία της πανωλεθρίας έχουν σίγουρα μαθευτεί. Την επόμενη φορά που θα τους αντιμετωπίσουμε, ελπίζω να έχουμε τουλάχιστον εκατό λόγχες έτοιμες. Όταν έρθουν οι δράκοι της Τακίσις, θα βρεθούν μπροστά σε μια πραγματική επέλαση ιππικού. Ο αιφνιδιασμός θα είναι με το μέρος μας. Ελπίζω ότι εκατό λόγχες, δήθεν Δρακολόγχες, θα σπείρουν ξανά τον πανικό. Αφού στριμώξουν τους δράκους, οι δυνάμεις μας θα προχωρήσουν και θα χτυπήσουν τα ογκρ.»
«Αυτό είναι παραπάνω από μπλόφα. Λόγχες-ξελόγχες, εσύ έχεις σκοπό να νικήσεις. Ενδιαφέρον σχέδιο. Το πιστεύεις;»
«Ως κληρικός του Πάλανταϊν, θα έπρεπε να το ξέρεις. Άλλωστε, δεν είναι τόσο το σχέδιο που εμπιστεύομαι όσο οι άντρες μου. Στο κάτω-κάτω, Ιππότες της Σολάμνια είμαστε.»
«Χούμα.»
Περπατούσε μονάχος, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τα γεγονότα. Ο Μάτζιους, οι Δρακολόγχες, ο Γκάλαν Ντράκος, η Γκουίνεθ…
«Χούμα;»
Γύρισε. Εκείνη ήταν εκεί, μέσα στη σκιά των στάβλων. Φορούσε έναν πλούσιο, ασημογάλαζο χιτώνα που αποκάλυπτε εν μέρει το λεπτό της κορμί καθώς βάδιζε προς το μέρος του. Ο Χούμα απόμεινε με το στόμα ανοιχτό.
«Γκουίνεθ;»
Του χαμογέλασε. «Περίμενες καμιά άλλη;»
«Όχι!»
«Ήθελα να έρθω νωρίτερα κοντά σου, αλλά δεν ήταν εφικτό. Υπάρχουν… κάποια πράγματα που πρέπει να ξεκαθαρίσω. Ελπίζω να μη σε πειράζει να περπατήσω μαζί σου.»
«Όχι. Κάθε άλλο!»
Η Γκουίνεθ έπιασε το μπράτσο του και οι δυο τους άρχισαν να περπατούν αργά στο προαύλιο. Ήταν η πρώτη πραγματικά καθαρή νύχτα που θυμόταν ο Χούμα. Μέχρι που έβλεπες και κομμάτια ουρανού, λες και –επιτέλους– σκιζόταν το κάλυμμα των νεφών. Ο Χούμα όμως δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Αυτό με ένα μόνο τρόπο μπορούσε ένα συμβεί: με την ολοκληρωτική ήττα της δρακοβασίλισσας.
Του πήρε κάμποση ώρα να ανακτήσει το κουράγιο του, αλλά τελικά τη ρώτησε «Πώς ήρθες εδώ;»
Εκείνη γύρισε αλλού το πρόσωπο. «Σε παρακαλώ, μην το ρωτάς τώρα αυτό. Σου υπόσχομαι ότι θα σου πω σύντομα.»
«Πολύ καλά. Απλώς χαίρομαι πολύ που σε βλέπω.»
Αυτό την έκανε να στραφεί να τον κοιτάξει. «Χαίρομαι γι’ αυτό. Έτσι αξίζουν όλα τον κόπο.» Ξαφνικά η έκφρασή της σκοτείνιασε ξανά. «Άκουσα ότι ήθελες να πας ο ίδιος να βρεις τον Μάτζιους.»
«Ο Μεγάλος Μάγιστρος το απαγορεύει.»
«Τι θα κάνεις;»
«Θα υπακούσω στον Μεγάλο Μάγιστρο. Είναι καθήκον μου.»
Ύστερα από αυτό σώπασαν. Η Γκουίνεθ είχε το ένα της χέρι ακουμπισμένο στο χέρι του Χούμα καθώς περπατούσαν και ο ιππότης ξαφνιάστηκε από τη δύναμη αυτού του χεριού. Ήταν τόσα που δεν ήξερε για κείνη – ανάμεσα σ’ αυτά και τη σχέση της με τη Δρακολόγχη. Πρέπει να είναι κληρικός, κατέληξε, αλλά τίνος θεού, δεν ήταν σίγουρος.
Ξαφνικά η Γκουίνεθ κοίταξε ίσια μπροστά και σφίχτηκε. Ο Χούμα ακολούθησε το βλέμμα της και είδε έναν άγνωστό του άντρα, περίπου συνομήλικό του. Ο άντρας ήταν ντυμένος σαν χωρικός (οι χωρικοί είχαν εγκατασταθεί στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ πριν φτάσει ο πόλεμος στα σπίτια τους), αλλά η κορμοστασιά του δεν ήταν σαν αυτή του χωρικού. Το πρόσωπό του κρυβόταν αρκετά στη σκιά, αλλά ο Χούμα θα ορκιζόταν ότι τα μάτια του έλαμπαν. Αφού τους έριξε μια ματιά, ο ξένος χάθηκε σε μια γωνιά.
«Ποιος είναι αυτός;» Το χέρι του Χούμα έπεσε στη λαβή του σπαθιού του. Αν κάποιος παραφυλούσε την Γκουίνεθ…
«Κανείς» του απάντησε εκείνη υπερβολικά γρήγορα. Η Γκουίνεθ πήρε το χέρι της από το δικό του. «Πρέπει να φύγω τώρα. Θα σε ξαναδώ αργότερα, σ’ το υπόσχομαι.»
Γύρισε κι έφυγε βιαστικά προς τα εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Ο Χούμα σκέφτηκε να την ακολουθήσει, αλλά χάθηκε σχεδόν αμέσως από τα μάτια του. Ο ιππότης τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. Δεν θυμόταν να την είδε να στρίβει πουθενά.
Η αντίδραση του εχθρού στις Δρακολόγχες δεν ήταν αυτή που περίμεναν ο Χούμα και οι άλλοι.
Είχε προσφερθεί να κάνει επίδειξη των μεθόδων και της χρήσης της Δρακολόγχης. Προς μεγάλη του έκπληξη, μόνο μια χούφτα ιππότες πήγαν να τον παρακολουθήσουν. Ο ένας τους του αποκάλυψε τους λόγους της εκπληκτικής απάθειας των αδερφών τους. Κατάπληκτος, ο Χούμα μεταβίβασε στους άλλους αυτά που του είχε πει ο ιππότης και πόσο διάχυτα ήταν αυτά τα συναισθήματα σ’ ολόκληρη την Ιπποσύνη.
«Ο καιρός των θαυμάτων έχει περάσει. Δε δέχονται ότι οι λόγχες είναι μαγικές – και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει για αυτό; Τους ζητάμε συνέχεια να ρισκάρουν τη ζωή τους, άσκοπα κατά τη γνώμη τους. Όσοι θα φέρουν τις αληθινές δρακολόγχες θα υποστούν το κύριο βάρος της επίθεσης και ύστερα θα προσπαθήσουν να διασπάσουν τον εχθρό και να χτυπήσουν την καρδιά του Κακού, τον Γκάλαν Ντράκος και την κολασμένη κυρά του. Όμως η αυτοκτονία αντιβαίνει προς τον Όρκο και το Μέτρο. Και στο συγκεκριμένο, λίγοι έχουν αληθινή πίστη στον Πάλανταϊν. Μου είπαν ότι μερικοί πιστεύουν ότι τις λόγχες τις έφτιαξα εγώ. Θέλουν να ξέρουν γιατί πρέπει να διακινδυνέψουν τη ζωή τους τόσο άσκοπα, ενώ θα μπορούσαν να είναι εδώ με τους συντρόφους τους και να πολεμούν ενάντια σε έναν πιο συγκεκριμένο εχθρό, με ίσους όρους. Το να πολεμάς τους δράκους είναι άλλο, κι άλλο να αντιμετωπίσεις την ίδια τη δρακοβασίλισσα. Αυτό είναι τρέλα. Αυτό το μήνυμα το πήρα κάμποσες φορές ήδη.»
Σε αυτό το σημείο ο Άρχοντας Όσγουολ σηκώθηκε. «Θα το ρισκάρουν, ανάθεμά τους! Ιππότες είναι, όχι δειλοί κλέφτες. Θα τους διατάξω να πάρουν τις λόγχες και να τις χρησιμοποιήσουν!»
«Και θα πεθάνουν» μπήκε στη μέση ο Έιβοντεϊλ.
«Τι είπες;» Οι δυο διοικητές καρφώθηκαν με το βλέμμα.
«Θα πεθάνουν, Μεγάλε Μάγιστρε. Είτε πιστεύουν λίγο είτε καθόλου, θα πεθάνουν. Το θέμα δεν είναι αν η δύναμη του Πάλανταϊν κυλάει μέσα στη δρακολόγχη. Πρέπει να πιστεύει και το χέρι που την κρατάει, αλλιώς οι αντιδράσεις του θα είναι αργές, άστοχες. Πρέπει να έχουν πίστη, όπως εμείς, διαφορετικά θα νικηθούν, γιατί θα θεωρήσουν κι αυτές τις λόγχες όμοιες με τις άλλες – αντικείμενα που λυγίζουν, σπάνε ή κομματιάζονται πάνω στις φολίδες των δράκων του Σκότους.»
«Μα η Δρακολόγχη…»
Ο κληρικός από το Έργκοθ σήκωσε το χέρι του για να κάνουν ησυχία. «Έχουμε είκοσι Δρακολόγχες, σωστά;»
«Συν τη λόγχη του πεζικάριου» πρόσθεσε βιαστικά ο Χούμα.
«Είκοσι λόγχες. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι είκοσι άντρες. Νομίζω ότι ο Πάλανταϊν μας φυλάει. Για να υπάρχουν μόνο είκοσι Δρακολόγχες, θα υπάρχει λόγος. Αν πρέπει να αποκτήσουμε κι άλλες, θα το φροντίσει ο Πάλανταϊν. Αν είναι δυνατή η πίστη μας, είτε με είκοσι λόγχες είτε με χίλιες, εμείς θα θριαμβεύσουμε.»
Ο Άρχοντας Όσγουολ κοίταξε τον Χούμα. «Δίκιο έχει.»
Ο Χούμα μελέτησε τους συγκεντρωμένους στο δωμάτιο. Ο Καζ, ο Μπουόρον και ο Έιβοντεϊλ θα τον ακολουθούσαν. Χρειαζόταν μονάχα άλλους δεκαέξι. «Ας είναι είκοσι λοιπόν.»
Κάμποσοι απόρησαν με τα λόγια του. Ο Χούμα δεν περίμενε τις ερωτήσεις τους, αλλά τους ανέπτυξε αμέσως τις σκέψεις του.
«Μπουόρον, Καζ, Άρχοντα Έιβοντεϊλ, ξέρω ότι εσείς οι τρεις θα έρθετε μαζί μου. Ξέρετε τη Δρακολόγχη, ξέρετε τι μπορεί να κάνει. Αν οι είκοσι λόγχες είναι το μόνο που μας χωρίζει από την ήττα, τότε ας ευχαριστήσουμε τον Πάλανταϊν που τις έχουμε και αυτές, κι ας τις χρησιμοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό.»
«Έπρεπε να γίνεις κληρικός, Χούμα, γιατί η πίστη σου είναι η πιο δυνατή που έχω δει.» Στο ύφος του Άρχοντα Γκάι δεν υπήρχε ίχνος ειρωνείας.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του Μεγάλου Μάγιστρου και μπήκε ένας από τους Ιππότες του Ρόδου που απάρτιζαν την κυρίως φρουρά των ιπποτών. «Μεγάλε Μάγιστρε, ο Ιππότης Μπένετ επιθυμεί να σου μιλήσει.»
«Τον κάλεσα από τα τείχη εδώ και πολλή ώρα. Πού ήταν;»
«Δεν είπε, άρχοντά μου.»
Ο Άρχοντας Όσγουολ έριξε μια ματιά στον Χούμα και ύστερα έγνεψε αργά. «Να περάσει.»
«Μάλιστα, άρχοντά μου.» Ο φρουρός μίλησε σε κάποιον στον προθάλαμο και μετά στάθηκε προσοχή. Ο Μπένετ –περισσότερο όμοιος με τον πατέρα του παρά ποτέ– μπήκε μεγαλόπρεπα στο δωμάτιο. Χαιρέτησε με σεβασμό το θείο του και αναγνώρισε ευγενικά την παρουσία των άλλων, αν και το Διοικητή του Έργκοθ τον κοίταξε έντονα κάμποση ώρα.
«Τι τρέχει, Μπένετ;»
«Θείε… ε… Μεγάλε Μάγιστρε, μελετούσα τις Δρακολόγχες.»
Η έκφραση του γεροντότερου σκοτείνιασε. «Ποιος σου έδωσε την άδεια;»
Ένα μέρος από τη μεγαλοπρέπειά του χάθηκε. «Το έκανα με δική μου πρωτοβουλία. Δε γινόταν αλλιώς, αφού μου μίλησες για την εξαφάνιση του Χούμα.»
Ο Μπένετ κοίταξε τον Χούμα, αλλά εκείνος δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα από τα σφιγμένα, γερακίσια χαρακτηριστικά του.
«Και;»
Τα μάτια του ανιψιού γούρλωσαν, η μάσκα έπεσε και τόσο ο Χούμα όσο και ο Άρχοντας Όσγουολ έμειναν κατάπληκτοι από το θαυμασμό που απλώθηκε στο πρόσωπο του Μπένετ καθώς μιλούσε.
«Ήταν απαλές στο άγγιγμα – τόσο απαλές που πρέπει να σκίζουν χωρίς προσπάθεια τον αέρα. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί τόσο κοφτερή αιχμή, ούτε μέταλλο τόσο λαμπρό – τόσο ζωντανό. Άκουσα ότι πολλοί αμφισβητούν την αυθεντικότητα των λογχών, αλλά εγώ δεν μπορώ να πιστέψω παρά ότι μας τις έστειλε ο Πάλανταϊν διαμέσου του εκλεκτού του μαχητή.»
Για πρώτη φορά ο Χούμα ένιωσε ένα βαθύ σεβασμό να αναβλύζει από τον ανιψιό του Μεγάλου Μάγιστρου και να αφορά τον ίδιο.
Το ίδιο έκπληκτος ήταν και ο Άρχοντας Όσγουολ. Ο Καζ ρουθούνισε αθόρυβα όλο περιφρόνηση, αλλά η ματιά που του έριξε ο Μπένετ τον έκανε να σταματήσει αμέσως.
«Θέλω να είμαι ένας από αυτούς, Μεγάλε Μάγιστρε. Μέτρησα μόνο είκοσι και δεν ξέρω αν πρόκειται να έχουμε περισσότερες, αλλά θέλω να είμαι ένας από αυτούς. Γι’ αυτό έχω εκπαιδευτεί – για να προσφέρω τον εαυτό μου στην υπηρεσία της Τριανδρίας και του Πάλανταϊν. Αν χρειάζεται να αποδείξω ότι το αξίζω, είμαι έτοιμος να περάσω οποιαδήποτε δοκιμασία.» Ο Μπένετ ξεφύσησε και οι ώμοι του βούλιαξαν. Είχε γυμνώσει τον εαυτό του μπροστά σε όλους και τώρα περίμενε την κρίση.
Ο Μέγας Μάγιστρος κοίταξε μια τον Χούμα και μια τον Έιβοντεϊλ και ύστερα ξανά τον ανιψιό του.
«Ιππότη Μπένετ, είσαι, βλέπω, γιος του αδερφού μου – πριν το άγχος της εξουσίας μάς χωρίσει. Αν μπορείς να παραμείνεις όπως είσαι τώρα, βλέπω σε σένα αυτό που πολλοί έχουν πιστέψει, ότι θα είσαι ένας από τους πρώτους και καλύτερους στις τάξεις μας.» Οι ώμοι του Μπένετ τεντώθηκαν από φανερή περηφάνια. «Αν είσαι πραγματικά αυτό που όλοι πασχίζουμε να είμαστε» συνέχισε ο Όσγουολ «τότε σου ζητώ να έχεις για παράδειγμά σου αυτόν εδώ τον ιππότη» του έδειξε τον εμβρόντητο Χούμα «γιατί είναι η ενσάρκωση της διδασκαλίας μας – είτε το πιστεύει ο ίδιος είτε όχι.»
«Ώστε λοιπόν…»
«Ναι, και σου αναθέτω ένα ειδικό καθήκον. Βρες κι άλλους σαν εσένα, κι από τα τρία τάγματα, δεκαπέντε τον αριθμό, έτοιμους να πιστέψουν τη θέληση και τη δύναμη του Πάλανταϊν, για να σκίσουν τους ουρανούς με τις Δρακολόγχες στα χέρια.»
Ο Μπένετ παραλίγο να βροντήσει πάνω στην πόρτα. Στράφηκε στο θείο του. Ο Άρχοντας Όσγουολ του έκανε νόημα να φύγει. Ο Ιππότης του Ρόδου έφυγε βιαστικός.
Ο Μπένετ έκανε ακριβώς ό,τι του είπαν. Έψαξε για εθελοντές και στα τρία τάγματα και τους διάλεξε με βάση την αξία και την πίστη τους και όχι με κριτήριο το αν του ήταν πιστοί ή όχι, όπως θα είχε κάνει πριν από το θάνατο του πατέρα του. Ανάμεσα στους εθελοντές υπήρχαν βετεράνοι και σχεδόν νεοφώτιστοι. Ο Μπένετ διάλεξε –προς μεγάλη έκπληξη όλων– και τρεις ιππότες που είχαν χάσει μέλη ή που είχαν οριστικά σακατευτεί, όλοι τους στον πόλεμο. Σε καιρό ειρήνης ο Άρχοντας Όσγουολ θα τους είχε δώσει δουλειά στο Ακροπύργιο, κάτι για να απασχολούνται χωρίς να εκτίθενται σε κινδύνους. Όμως κάθε άντρας ικανός να πολεμήσει ήταν απαραίτητος. Άντρες που είχαν χάσει πόδι ήταν πάντοτε ικανοί να καβαλήσουν άλογο και να κρατήσουν σπαθί. Όποιος είχε ένα άχρηστο χέρι σήμαινε ότι ο ιππότης μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άλλο. Ένας Ιππότης της Σολάμνια δεν εγκατέλειπε τον αγώνα παρά μόνο θριαμβευτής ή νεκρός. Αν είχαν απομακρύνει αυτούς τους άντρες από τις τάξεις τους, οι διαθέσιμες δυνάμεις του Ακροπυργίου θα είχαν μειωθεί τουλάχιστον κατά το ένα τέταρτο.
Με την υποχώρηση των δυνάμεων της δρακοβασίλισσας από την περιοχή του Ακροπυργίου, οι γραμμές ανεφοδιασμού άνοιξαν ξανά, αν και σποραδικά. Περιμένοντας την πρώτη ευκαιρία, οι ιππότες των νότιων συνόρων έστελναν τρόφιμα και πρώτες ύλες. Ήταν επικίνδυνη δουλειά εξαιτίας των ογκρ – και οι δράκοι έκαναν ακόμα επιδρομές στους δρόμους και μερικές άμαξες δεν ολοκλήρωναν ποτέ το ταξίδι τους.
Τα βουνά στα δυτικά ήταν δυσοίωνα σιωπηλά και ο Χούμα έπιασε τον εαυτό του να τα κοιτάζει κάθε τόσο. Ο Μάτζιους ήταν ακόμα εκεί και ο Χούμα ένιωθε πάντα την επιθυμία να επιχειρήσει να τον σώσει. Το να περιμένει στο Ακροπύργιο την επόμενη ύπουλη κίνηση του Γκάλαν Ντράκος και της κυράς του τον ενοχλούσε.
Ίσως ήταν ευκολότερο αν βρισκόταν κοντά του η Γκουίνεθ, αλλά δεν είχε γυρίσει ύστερα από εκείνη τη νύχτα. Ο Χούμα είχε αρχίσει να μιλάει με την ασημένια δράκαινα. Μιλούσαν μόνο όταν ήταν μόνοι οι δυο τους, γιατί η παρουσία των άλλων δράκων που φυλούσαν το Ακροπύργιο –και ειδικά των δύο αδερφών της ασημένιας, οι οποίοι τον κοίταζαν έντονα κάθε φορά που βρισκόταν κοντά τους– τον έφερνε σε δύσκολη θέση.
Η δράκαινα άκουγε την κάθε του λέξη και απαντούσε στις ερωτήσεις του με τόση ένταση που συχνά ξεχνούσε ότι μιλούσε με ένα πλάσμα απείρως μεγαλύτερο και αρχαιότερο από τον ίδιο. Ταυτόχρονα, η δράκαινα φαινόταν να υποφέρει από μια λύπη που ο Χούμα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Μόνο μια φορά την πίεσε να του πει. Όταν το είχε παρατραβήξει, η μεγάλη δράκαινα είχε γυρίσει κι είχε φύγει χωρίς να πει άλλη λέξη.
Ο Χούμα δεν μπορούσε να εξηγήσει τα αισθήματα που τον είχαν κατακλύσει, αλλά κατά κάποιον τρόπο καταλάβαινε ότι αιτία της μόνιμης θλίψης του τεράστιου πλάσματος ήταν ο ίδιος.
Πρόσεξε πολύ να μη θίξει αυτό το θέμα ξανά, από το φόβο του για το τι μπορεί να αποκαλυπτόταν.
Τρεις μέρες πέρασαν, και τότε σαν να άνοιξαν οι ίδιοι οι ουρανοί. Οι ιππότες του Ακροπυργίου έδειχναν ψηλά κι άρχισαν οι ψίθυροι. Αν και αρνιόνταν το φόβο, πολλοί χλόμιασαν καθώς θυμήθηκαν την τελευταία φορά που είχε γίνει έτσι ο ουρανός.
Ο Χούμα έτρεξε σας επάλξεις, με τον Καζ και τον Μπουόρον να τον ακολουθούν κατά πόδας. Τόσο ο Χούμα όσο και ο μινώταυρος κοίταζαν με μισόκλειστα μάτια τη φρίκη που απλωνόταν μπροστά τους. Ο Μπουόρον, που είχε έρθει από το νοτιοδυτικό φυλάκιο, δεν ήταν παρών τότε, αλλά κοίταξε προσεκτικά τη σκηνή και ύστερα στράφηκε στους συντρόφους του, για να αντικρίσει για πρώτη φορά την έκφρασή τους.
Χλομιάζοντας κι ο ίδιος, ρώτησε «Τι σημαίνει αυτό; Γιατί τόση σκοτεινιά;»
Η σκοτεινιά, που κυλούσε κατά πάνω τους και που παραλίγο να τους στοιχίσει τον πόλεμο στην προηγούμενη μάχη, απλωνόταν ενάντια στις πιο προωθημένες αμυντικές θέσεις. Ο άνεμος γύρω από το Ακροπύργιο λυσσομανούσε.