Κεφαλαίο 22

«Εσύ; Εσένα κάλεσε η Γκουίνεθ;»

Το κεφάλι της ασημένιας δράκαινας ανεβοκατέβηκε καταφατικά. «Σε αυτό τον τόπο γεννήθηκα πριν από πολύ καιρό. Έρχομαι ακόμα εδώ. Είναι μέρος των καθηκόντων μου, μέρος της μοίρας μου να στέκω εδώ φρουρός περιμένοντας τη μέρα που οι Δρακολόγχες θα δοθούν στον κόσμο.»

«Πώς τα έβγαλες πέρα με το σκοτάδι;» ρώτησε ο Χούμα. Θυμήθηκε τους δράκους που περίμεναν να τους τυλίξει η μαγική σκοτεινιά. Τότε είχε αναρωτηθεί αν θα ζούσαν ή θα πέθαιναν.

«Νικηθήκαμε.» Υπήρχε μια πικρία πολύ ανθρώπινη στη φωνή της. «Δεν ήταν μόνο δουλειά των αποστατών. Νιώθαμε την παρουσία των Μάγων του Μελανού Χιτώνα, αν και για κάποιο λόγο δίσταζαν να αναμιχθούν, και κάτι ακόμα. Κάτι τόσο κακοήθες που δύο δικοί μας πέθαναν επιτόπου, εξαιτίας αυτής της παρουσίας και μόνο. Το υποψιαστήκαμε και μέχρι να τελειώσουν όλα, ήμασταν σίγουροι.» Δίστασε. «Η Τακίσις είχε έρθει η ίδια στον Κριν.»

Έμειναν όλοι κατάπληκτοι. Το στόμα του μινώταυρου ανοιγόκλεινε, αλλά δεν έβγαζε λέξη. Ο Μάτζιους κουνούσε συνέχεια το κεφάλι του, σαν να μπορούσε να το αρνηθεί. Ο Χούμα είχε απομείνει ακίνητος, με μια πετρωμένη έκφραση που κάλυπτε καλά το φόβο και την αγωνία που ένιωθε. Η δρακοβασίλισσα στον Κριν –όλα έδειχναν ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα.

Ή μήπως όχι; Αμέσως ο Χούμα θυμήθηκε το όραμα του πλατινένιου ιππότη που είχε νικήσει το Σκότος με τη δύναμη της λόγχης. Πρόλαβε κάθε σχόλιο με μια ξερή δήλωση: «Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Έχουμε τις Δρακολόγχες. Υπάρχει ακόμη ελπίδα.»

Ο Καζ κούνησε το κεφάλι του, ενώ ο Μάτζιους ρουφούσε απλώς κάθε του λέξη. Η δράκαινα τον κοίταξε ικανοποιημένη. Ήταν πολύ ευχαριστημένη από την αντίδραση του Χούμα.

Σηκωνόταν αέρας και ούτε ο Χούμα ούτε οι σύντροφοί του είχαν σκοπό να μείνουν στο βουνό περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Χρειάζονταν τροφή και ανάπαυση.

«Που είναι οι λόγχες;» ρώτησε ο Χούμα την ασημένια δράκαινα.

«Είναι πέρα, κάτω, μαζί με τ’ άλογά σας. Μπορούσα να τις κουβαλήσω όλες, αλλά δε θα μπορούσα να κάνω κανένα ελιγμό, πόσο μάλλον να πετάξω ψηλά. Καλύτερα να είμαι ελεύθερη αν δεχτούμε επίθεση καθ’ οδόν.»

Ο Χούμα είχε μια ιδέα. Στράφηκε στους συντρόφους του. «Καζ, Μάτζιους, πάρτε τα άλογα. Θέλω να μπορώ να σας εμπιστευτώ ότι θα συνεργαστείτε. Γίνεται;»

Ο Καζ αγριοκοίταξε το μάγο που, απαλλαγμένος από τις τύψεις, επέστρεφε γοργά στην παλιά του αλαζονεία. Του ανταπόδωσε την άγρια ματιά με ανάλογη αντιπάθεια. Ωστόσο θα συνεργάζονταν, γιατί ο σκοπός τους ξεπερνούσε κατά πολύ την ασημαντότητά τους. Ικανοποιημένος, ο Χούμα συνέχισε.

«Στο άγαλμα του δράκου, στην αίθουσα των λογχών, υπήρχε μια σέλα» είπε στη δράκαινα. «Επέτρεπε στον αναβάτη να διατηρεί τον έλεγχο του όπλου του. Θα ήθελα να φτιάξω ένα ακριβές αντίγραφο αυτής της σέλας. Ύστερα, αν το επιτρέπεις, μπορώ να ανέβω στην πλάτη σου με μια Δρακολόγχη έτοιμη, σε περίπτωση επίθεσης.»

Η δράκαινα σήκωσε το κεφάλι και φάνηκε να το σκέφτεται. Τελικά του έγνεψε καταφατικά. «Σπουδαία σκέψη. Πρέπει να σου πω ότι, όταν πρωτοήρθα στα βουνά, έπεσα πάνω σ’ έναν ντρέντγουλφ του Γκάλαν Ντράκος και τον σκότωσα αμέσως, αλλά να είσαι σίγουρος ότι ο Γκάλαν Ντράκος θα στείλει το τσιράκι του, τον πολέμαρχο Κράινους, να σε πολεμήσει.» Τέντωσε τα μακριά της νύχια. «Δε θα μου κακοφαινόταν μια δεύτερη αντιπαράθεση μ’ αυτό το βδέλυγμα που ονομάζεται Τσαρ. Πάρα πολλοί δικοί μου έχουν σκοτωθεί από το μαύρο δράκο και το σύντροφό του, τον πολέμαρχο.»

Με αυτά τα λόγια, η δράκαινα άπλωσε τα φτερά της, σηκώθηκε στον αέρα όσο πιο σύντομα και απαλά ήταν δυνατόν και ύστερα προσγειώθηκε κάπου τόσο χαμηλά που βρέθηκε σχεδόν στο ίδιο ύψος με τους τρεις συντρόφους. «Ανεβείτε πάνω μου. Μπορώ να σας πάω και τους τρεις στις λόγχες. Αλλά να είστε προετοιμασμένοι για πολλές στροφές. Οι άνεμοι μπορεί να γίνουν πολύ άγριοι στα βουνά.»

Όταν βρέθηκαν ασφαλείς πάνω στην πλάτη της, η τεράστια δράκαινα άνοιξε ξανά τα φτερά της και σηκώθηκε στον ουρανό. Στην αρχή οι τρεις σύντροφοι είδαν τη γη να ορμάει καταπάνω τους, αλλά υστέρα απομακρύνθηκε, καθώς η ασημένια δράκαινα κέρδισε ύψος μέχρι να επιτύχει την απαραίτητη ισορροπία.

Ο Χούμα κοίταξε την κορυφή που είχαν εγκαταλείψει. Είχαν συμβεί τόσο πολλά εκεί που ποτέ δε θα τα καταλάβαινε ολότελα. Ούτε καν στην κορυφή δεν είχε φτάσει, όπως ήταν η πρώτη του σκέψη. Τουλάχιστον το ένα τέταρτο του πανίσχυρου γίγαντα ορθωνόταν από πάνω τους.

Κάτω τους κειτόταν ο νεφελοσκέπαστος κόσμος. Καθώς μπήκαν στην ομιχλώδη κορυφή του Άνσαλον, ο Χούμα –παρά τις νίκες του στο βουνό– ρίγησε και παρακάλεσε από μέσα του να μπορέσει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.


«Να μαστέ.» Η ασημένια δράκαινα τους έδειξε ένα σημείο στους νότιους πρόποδες του βουνού. Ο Χούμα κοίταξε κάτω και είδε τα άλογα και μια άμαξα. Η ασημένια δράκαινα είχε σχεδιάσει καλά το δύσκολο ταξίδι τους.

Μόνο όταν βρέθηκαν στο έδαφος μίλησε ο Καζ. «Δεν περιμένεις να σύρουν την άμαξα τέτοια άλογα! Δεν έχουν εκπαιδευτεί για τέτοιες δουλειές. Είναι πλάσματα του πολέμου, δεν είναι καματερά.»

«Θα κάνουν ό,τι μπορούν» απάντησε ο μεγαλόπρεπος κολοσσός.

Στο μεταξύ ο Χούμα είχε στρωθεί στη δουλειά για να υλοποιήσει την ιδέα του. Είχε βγάλει τη σέλα του αλόγου του. Με τη βοήθεια ενός μαχαιριού δανεισμένου από τον Καζ –το δικό του ήταν ακόμα κάπου στο βουνό– έκοψε τη σέλα δεξιά κι αριστερά, έτσι που να μπορεί να εφαρμόζει πιο άνετα στην πλάτη της δράκαινας, που ήταν πολύ πιο φαρδιά από οποιουδήποτε αλόγου. Καθώς το λουρί της σέλας δε θα έφτανε να δεθεί στη μέση της δράκαινας, ο Χούμα αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει σκοινί. Ευτυχώς, το δέρμα των δράκων ήταν πολύ πιο σκληρό και γερό από των αλόγων κι έτσι οι χοντροί κόμποι ούτε θα ερέθιζαν ούτε θα εμπόδιζαν τη δράκαινα.

Για το στρόφαλο όπου θα περιστρεφόταν η λόγχη ο Χούμα δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κόψει ένα μέρος του μπροσταριού της σέλας, για να μπορεί τουλάχιστον η λόγχη να στηρίζεται πάνω σε κάτι. Ύστερα ασφάλισε τη Δρακολόγχη σ’ εκείνη την πλευρά και τη δοκίμασε. Διαπίστωσε ότι η λόγχη είχε κάμποσο τζόγο στ’ αριστερά, αλλά σχεδόν καθόλου στα δεξιά. Πιστεύοντας ότι θα λειτουργούσε, ο Χούμα αφαίρεσε τη λόγχη κι έδειξε στη δράκαινα το κατασκεύασμά του. Εκείνη το κοίταξε ερωτηματικά κι ύστερα συμφώνησε.

«Η σέλα που είδα» είπε ο ιππότης «έμοιαζε πολύ με σέλα αλόγου. Ήταν φαρδύτερη μια και πρέπει να φορεθεί από δράκο. Κατά βάση, η μόνη διαφορά βρίσκεται στο σημείο όπου στηρίζεται η Δρακολόγχη. Η βάση του αγάλματος περιστράφηκε καθώς έπαιρνα τη λόγχη. Αυτό δεν μπορώ να το καταφέρω. Χρειάζομαι περισσότερα εργαλεία και χρόνο. Γι’ αυτό, μόνη μου επιλογή ήταν να κόψω το μπροστάρι της σέλας για να χωρέσει το κοντάρι της λόγχης.» Ο Χούμα κοίταξε το έργο του συνοφρυωμένος. «Δεν κατάφερα και σπουδαία πράγματα.»

«Θα λειτουργήσει» του απάντησε το φτερωτό πλάσμα.

Όσο ο Χούμα δούλευε τη σέλα, ο Μάτζιους επιθεωρούσε την άμαξα. Δεν του πολυάρεσε η ιδέα να φέρουν με την άμαξα τις λόγχες μέχρι πέρα, στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ, με την προϋπόθεση ότι η Ακρόπολη της Σολάμνια δεν είχε πέσει – και μοιράστηκε τις σκέψεις του με τους γύρω του.

«Δε χρειάζονται όλα αυτά. Μπορώ να μεταφέρω τις λόγχες, κυριολεκτικά, σε χρόνο μηδέν.» Ο μάγος σήκωσε τα χέρια του και άρχισε να μουρμουρίζει.

Ο Χούμα, συνειδητοποιώντας τι συνέβαινε, έριξε τη σέλα καταγής. «Μάτζιους! Μη!»

Ήταν πολύ αργά. Ο μάγος ολοκλήρωσε το ξόρκι του και… τίποτα δεν έγινε, εκτός από το ότι οι Δρακολόγχες φάνηκαν να λάμπουν λίγο πιο έντονα. Ο Μάτζιους κοίταξε την άμαξα και ύστερα τα χέρια του, σαν να ήταν εκείνα υπεύθυνα για την αποτυχία του.

Ο Καζ γέλασε βροντερά.

«Μην το ξανακάνεις αυτό!» του έβαλε τις φωνές ο Χούμα. «Είσαι τυχερός. Οι Δρακολόγχες είναι αναίσθητες στη μαγεία σου. Αλλιώς, κανείς δεν ξέρει τι θα συνέβαινε αν είχες χρησιμοποιήσει δυνατότερο ξόρκι.»

Σε λίγο η σέλα ήταν δεμένη στη δράκαινα. Εφάρμοζε πάνω της, αλλά ήταν άβολη. Τα κοψίματα που έκανε ο Χούμα στα πλαϊνά της την είχαν ισιώσει. Τα σκοινιά ήταν σφιχτά, αλλά δεν έσφιγγαν υπερβολικά τη δράκαινα. Όταν τέλειωσε, ο ιππότης ξεχώρισε την αρχική λόγχη από τις υπόλοιπες και, με τη βοήθεια του Καζ, την έδεσε χαλαρά στο πλάι, από το μπροστάρι της σέλας.

Αποφάσισαν να οδηγήσει ο Μάτζιους την άμαξα και ο Καζ να ιππεύει πλάι του το ελεύθερο άλογο ως συνοδός. Από ψηλά, ο Χούμα και η δράκαινα θα εκτελούσαν χρέη ανιχνευτών και θα τους προστάτευαν.

Ο Χούμα κοντοστάθηκε πριν ανέβει στη δράκαινα. Κοίταξε την κορυφή. «Και η Γκουίνεθ; Τι θα απογίνει;»

Η ασημένια δράκαινα έστρεψε το κεφάλι της και τον κοίταξε με μεγάλο ενδιαφέρον. «Την αγαπάς;»

Αν και δε θεωρούσε τον εαυτό του τον καλύτερο κριτή των συναισθημάτων του, ο Χούμα τελικά της έγνεψε καταφατικά. «Αν και την ξέρω λίγο καιρό, νιώθω να τη γνωρίζω καλύτερα από κάθε άλλον. Δε θα έρθει μαζί μας;»

Η δράκαινα άνοιξε τα τεράστια σαγόνια της για να φωνάξει, κοντοστάθηκε και τελικά άλλαξε γνώμη σχετικά με αυτό που σκόπευε να πει. «Έχει πράγματα να κάνει. Είναι πιθανό να την ξαναδείς τη στιγμή που δε θα το περιμένεις καθόλου.»

Δεν ήταν αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, αλλά οι ιππότες χρειάζονταν τις λόγχες. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο.

«Καθ’ οδόν μπορεί να συναντήσουμε τίποτα δικούς μου» είπε η δράκαινα. «Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορέσουμε να τα μεταφέρουμε όλα πετώντας και να κερδίσουμε πολύ χρόνο.»

Ο Χούμα βολεύτηκε στη σέλα. Έλεγξε τη Δρακολόγχη. Την ένιωθε καλά στο χέρι του. «Πάμε.»


Φεύγοντας από την οροσειρά, βρήκαν να τους περιμένει μια μοναχική φιγούρα πάνω σε ένα βαρύ, πολεμικό άλογο. Από μακριά ήταν αδύνατον να καταλάβουν αν ήταν φίλος ή εχθρός, και έτσι ο Χούμα, καβάλα στην ασημένια δράκαινα και πολύ ψηλότερα από τους συντρόφους του, προχώρησε μπροστά, πετώντας χαμηλά και γοργά για να το ερευνήσει. Όταν είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής, είδε τη φιγούρα να υψώνει το χέρι της και να φωνάζει κάτι σε χαιρετισμό. Την επόμενη στιγμή ο Χούμα τον αναγνώρισε.

Ο Μπουόρον παρακολούθησε με γουρλωμένα μάτια τη δράκαινα να προσγειώνεται μπροστά του. Είδε τον ιππότη καθισμένο πάνω στο γιγάντιο πλάσμα, με τη λαμπερή λόγχη έτοιμη.

«Χούμα;»

«Μπουόρον.» Ο Χούμα δεν ξεπέζεψε. «Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Συνέβη κάτι στο φυλάκιο;»

Ο γενειοφόρος ιππότης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι… Απλώς σκέφτηκα ότι κάποιος έπρεπε να περιμένει εδώ καλού-κακού.»

Η πίστη του ιππότη συγκίνησε τον Χούμα. «Εκτιμώ πολύ την αφοσίωσή σου, φίλε μου. Επιστρέφουμε στη Σολάμνια. Φοβάμαι πως δεν προλαβαίνουμε να σταματήσουμε στο φυλάκιο, αλλά θα χρειαστεί να το κάνουμε για να πάρουμε προμήθειες.»

«Δεν υπάρχει λόγος.» Ο Μπουόρον τού έδειξε κάμποσους βαριούς, γεμάτους σάκους δεμένους στη σέλα του. «Εδώ έχω αρκετά για τέσσερα άτομα, για μια εβδομάδα. Τα άλογα μπορούν να βοσκήσουν. Ούτε το νερό είναι πρόβλημα. Μπορώ να σας δείξω πολλά ρυάκια.»

Ο Χούμα μισόκλεισε τα μάτια. «Μιλάς σαν να πρόκειται να έρθεις μαζί μας. Σ’ ευχαριστώ που το σκέφτηκες, αλλά δεν μπορώ να σου ζητήσω κάτι τέτοιο.»

Ο Μπουόρον χαμογέλασε αχνά. «Έχω την άδεια του Τάγκιν να επιστρέψω μαζί σας στη Σολάμνια. Θεωρεί ότι πρέπει να δώσουμε αναφορά στην Ανώτατη Διοίκηση σχετικά με τις δραστηριότητές μας και να δούμε αν θέλει τίποτα από μας ο Μεγάλος Μάγιστρος Τρέικ.»

«Ο Τρέικ πέθανε. Τώρα Μεγάλος Μάγιστρος είναι ο Όσγουολ.»

«Πότε συνέβη αυτό;»

Ο Χούμα άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά σταμάτησε. Ακόμα δεν είχε ολότελα πειστεί πως ήταν αλήθεια. «Θα σου τα εξηγήσω αργότερα. Αφού έχεις το ελεύθερο να έρθεις μαζί μας, οι σύντροφοί μου δε θα έχουν καμία αντίρρηση.»

Ο άλλος μόρφασε. «Ο μινώταυρος και ο μάγος;»

«Βοηθούν και οι δύο.»

Εκείνη τη στιγμή έφτασαν και ο Μάτζιους με τον Καζ. Ο Χούμα στράφηκε προς το μέρος τους και τους πληροφόρησε ότι ο συνάδελφός του ιππότης θα ερχόταν μαζί τους. Ο μινώταυρος τον χαιρέτησε σαν συμπολεμιστή, ενώ ο Μάτζιους έδειξε να τον θεωρεί κάτι σαν αναγκαίο κακό.

Δεν προχώρησαν πολύ περισσότερο εκείνη τη μέρα. Αν και οι πολεμικοί κέλητες συμπεριφέρονταν άψογα σαν καματερά άλογα, όσο περνούσε η ώρα άρχισαν να κουράζονται. Τελικά ο Χούμα και η ασημένια δράκαινα προσγειώθηκαν μπροστά τους για να στήσουν τον καταυλισμό τους.

Αργότερα, καθώς ξεκουράζονταν, ο Χούμα άκουσε ένα μακρινό θόρυβο και σήκωσε το κεφάλι του αλαφιασμένος. Ήταν αχνός, πολύ αχνός, αλλά απόλυτα αναγνωρίσιμος. Έπιασε τον Μπουόρον από το μπράτσο και του είπε «Πες μου, υπάρχουν πολλοί λύκοι στην περιοχή;»

Ο Μπουόρον σήκωσε τους ώμους. «Αρκετοί. Εκτός από εμάς, δεν υπάρχουν άλλα δείγματα πολιτισμού – όπως τον ξέρουμε τουλάχιστον. Τολμώ να πω ότι στο συγκεκριμένο θέμα τα ξωτικά θα διαφωνούσαν μαζί μου. Γιατί;»

Ο Χούμα κούνησε κουρασμένα το κεφάλι. «Δεν υπάρχει λόγος. Τα νεύρα μου θα είναι.»

Την επόμενη μέρα, με τον Καζ και τον Μπουόρον να ιππεύουν στα πλευρά της άμαξας, η ομάδα ξεκίνησε ξανά. Η ασημένια δράκαινα υψώθηκε στον αέρα. Προς το παρόν όμως θα τους οδηγούσε ο Μπουόρον, που ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με την περιοχή.

Έφτασαν στους δασότοπους και ο Χούμα σφίχτηκε. Από ψηλά ήταν συχνά αδύνατο να δει τι υπήρχε κάτω από τις κορυφές των δέντρων. Και το χειρότερο, εξαιτίας των όπλων, οι σύντροφοί του θα ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν όποιο μονοπάτι έβρισκαν μέσα στο δάσος.

Τόσο πολύ προσπαθούσε ο Χούμα να διατηρεί οπτική επαφή με τους συντρόφους του που παραμελούσε τη δική του ασφάλεια. Αλλά και η ασημένια δράκαινα μόλις και μετά βίας είδε τη γραμμή ψηλά στον ουρανό.

Ο Χούμα σφίχτηκε στη σέλα καθώς κάτι νύχια, μακριά μισό μέτρο, κόντεψαν παρά τρίχα να τον ρίξουν από τη ράχη της τεράστιας συντρόφισσάς του.

Μια τσιρίδα, άγρια, απειλητική και θανάσιμη, έσκισε τον αέρα. Για μια στιγμή το οπτικό πεδίο του Χούμα καλύφτηκε από έναν τεράστιο κόκκινο δράκο, πριν η δική του, η ασημένια, βουτήξει πιο κοντά στις κορυφές των δέντρων. Ο Χούμα έριξε μια γοργή ματιά προς τα πάνω. Ήταν δυο οι δράκοι, άλικοι και οι δυο τους.

Ο Χούμα φώναξε τις διαταγές του και η ασημένια δράκαινα δε δίστασε. Έκανε στροφή και σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να αντιμετωπίσει τους επιτιθέμενους. Ο Χούμα κράτησε γερά τη Δρακολόγχη.

Και οι δυο δράκοι είχαν αναβάτες και το μυαλό του ιππότη κατέγραψε αμέσως ότι φορούσαν τις εβένινες πανοπλίες της Μαύρης Φρουράς. Οι δυο κόκκινοι στράφηκαν καταπάνω τους και κάθε άλλη σκέψη χάθηκε.

Ο Χούμα χτύπησε τον αριστερό ώμο της δράκαινας κι εκείνη γύρισε αμέσως εναντίον του πρώτου κόκκινου.

Η λόγχη διαπέρασε το τρομερό άλικο πλάσμα τόσο ξαφνικά, που η ασημένια δράκαινα δεν πρόλαβε να τραβηχτεί εγκαίρως και παραλίγο να παρασυρθεί στο έδαφος μαζί του. Ο αναβάτης του νεκρού κολοσσού πρόλαβε να επιχειρήσει ένα χτύπημα κατά του Χούμα και ύστερα, καθώς ο δεύτερος τραβούσε πίσω τη λόγχη του, έπεσε βολίδα στο δάσος, παλεύοντας απεγνωσμένα.

Ο δεύτερος δράκος, που πετούσε ψηλότερα από το σημείο που έγινε η σύντομη μονομαχία, βούτηξε και προσπάθησε να ρίξει αναβάτη και λόγχη από την πλάτη της ασημένιας δράκαινας. Εκείνη, κερδίζοντας ήδη ύψος, αύξησε την ταχύτητά της. Το κόκκινο τέρας, αντί να πέσει πάνω στο υποτιθέμενο θύμα του, σταμάτησε μπερδεμένο λίγα μονάχα μέτρα μπροστά από τους αντιπάλους του.

Ο αναβάτης του κάτι φώναξε. Ο εχθρικός δράκος προσπάθησε να συνεχίσει την κάθοδό του, αλλά δίστασε ελάχιστα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Δυστυχώς, η λόγχη δεν κατάφερε να διαπεράσει παρά μόνο την επιδερμίδα του. Όμως η ασημένια δράκαινα έσκισε με τα νύχια της την αριστερή φτερούγα του κακόβουλου πλάσματος καθώς το προσπερνούσε.

Ο Φρουρός στην πλάτη του δράκου γύρισε και κατέβασε τη σπάθα του στη δράκαινα, καταφέρνοντάς της ένα γερό χτύπημα πάνω στο ρύγχος. Το σπαθί την έκοψε βαθιά. Ο Μαύρος Φρουρός δεν ήταν τόσο αδαής όσο είχαν φανταστεί ο Χούμα και η δράκαινά του.

Ο κόκκινος δράκος απομακρύνθηκε άτσαλα, πληγωμένος βαριά στη φτερούγα. Έκανε όμως απότομα μεταβολή και επιτέθηκε ξανά.

Εκείνη τη στιγμή άλλοι δύο δράκοι ξεπρόβαλαν από τα σύννεφα. Ο ένας ήταν κόκκινος, ο άλλος ήταν τεράστιος –μεγαλύτερος από τους κόκκινους– και μαύρος σαν το κάρβουνο.

Ο μαύρος δράκος ούρλιαξε αγριεμένος – όχι στον Χούμα και τη συντρόφισσά του, αλλά στον πληγωμένο κόκκινο. Εκείνος τον αγνόησε, απορροφημένος από τη μανία της εκδίκησης.

Προς γενική κατάπληξη, ο μαύρος δράκος –και ήταν πράγματι ο Τσαρ, ο Χούμα τον αναγνώρισε επιτέλους– έφτυσε ένα τρομερό υγρό. Ο αναβάτης του κόκκινου μόλις που πρόλαβε να το δει.

Το υγρό τύλιξε δράκο και αναβάτη μαζί. Έγιναν μια φλεγόμενη μάζα και ο Χούμα έμεινε εμβρόντητος. Οξύ. Η εκδικητική μανία του Τσαρ ήταν τέτοια που κατέστρεψε τους άλλους δύο. Ήθελε την ασημένια δράκαινα και τον αναβάτη της για τις πληγές που είχαν καταφέρει στον ίδιο και στον αφέντη του, τον Κράινους. Τα απομεινάρια του κόκκινου δράκου και του Φρουρού γκρεμίστηκαν στη γη.

Ο μοναδικός κόκκινος δράκος με τον αναβάτη του παρέμειναν αποτραβηγμένοι καθώς ο Τσαρ και η ψηλή φιγούρα που τον ίππευε, ο πολέμαρχος Κράινους, στράφηκαν ενάντια στο ζευγάρι που τους είχε ταπεινώσει. Ο Χούμα κατάλαβε ότι αυτή τη φορά η μάχη δε θα τελείωνε παρά μόνο με τον ένα από τους δύο νεκρό.

Ο Χούμα διακινδύνεψε μια ματιά κάτω. Όπως το είχε φοβηθεί, σκούρες, αρματωμένες μορφές διακρίνονταν στα πιο αραιά σημεία του δάσους. Κι άλλοι Μαύροι Φρουροί. Δεν έβλεπε ούτε ίχνος από την άμαξα και τους συντρόφους του και προσευχήθηκε μέσα του να τα βγάλουν πέρα. Ο ίδιος είχε να αντιμετωπίσει περισσότερα απ’ όσα άντεχε.

Λες και διάβασε τη σκέψη του, ο Τσαρ όρμησε καταπάνω τους.

«Ετοιμάσου, Χούμα» φώναξε η ασημένια δράκαινα. «Αν μπορέσω, θέλω να δοκιμάσω ένα-δυο κόλπα, αλλά η Δρακολόγχη είναι το καλύτερο όπλο μας για να νικήσουμε αυτό το σίχαμα μια και καλή.»

Οι δυο δράκοι πάλεψαν για την υπεροχή. Όλο και ψηλότερα ανέβαιναν στον ουρανό, χωρίς κανείς τους να κερδίσει το πλεονέκτημα. Ο Χούμα ένιωσε την ασημένια δράκαινα να δονείται, παίρνοντας βαθιά ανάσα. Άρχισε να κουράζεται; αναρωτήθηκε. Ο Τσαρ το ένιωσε και σχεδόν χαμογέλασε θριαμβευτικά.

Ξαφνικά η συντρόφισσα του Χούμα εξαπόλυσε ένα σύννεφο ομίχλης που τύλιξε το μπροστινό μέρος του Τσαρ. Ο μαύρος κοκάλωσε στον αέρα και άρχισε να πέφτει στη γη.

«Χούμα!» φώναξε τραχιά η ασημένια δράκαινα. «Δεν τον χτύπησα στα ίσια και έχει τρομερή θέληση. Πρέπει να του επιτεθούμε πριν συνέλθει από την παράλυση.»

Καθώς μιλούσε, έκοψε ταχύτητα για να βουτήξει. Ο Χούμα άρπαξε με το ένα του χέρι τη σέλα και τη Δρακολόγχη με το άλλο, σφίγγοντας με τα δυο του πόδια το λαιμό της συντρόφισσάς του. Αν δεν την είχε ιππεύσει ξανά κι αν δεν είχε περάσει από τόσες δοκιμασίες, θα είχε σίγουρα λιποθυμήσει από ώρα.

Καθώς βουτούσαν, ο Χούμα είδε το μαύρο να ξαναπαίρνει αργά ζωή. Ο Τσαρ επιβράδυνε κιόλας την πτώση του. Πάνω του ο Κράινους χτυπιόταν και κράδαινε το πολεμικό του τσεκούρι και έδειχνε τον ιππότη και την ασημένια δράκαινα από πάνω τους. Αυτή τη φορά οι δυο δράκοντες όρμησαν ο ένας στον άλλο και πολέμησαν με μανία.

Η Δρακολόγχη κάρφωσε τον κακόβουλο δράκο στον ώμο. Το αίμα έτρεξε ποτάμι από την πληγή.

Τα δυο τεράστια κεφάλια στρέφονταν εξακολουθητικά το ένα εναντίον του άλλου και οι αναβάτες πλησίασαν μεταξύ τους για να χτυπηθούν. Ο Χούμα δεν μπορούσε να τραβήξει το σπαθί του εξαιτίας του βάρους της λόγχης. Ο Κράινους κατέβασε με δύναμη το διπλό τσεκούρι του, χάνοντας παρά τρίχα την κορυφή της περικεφαλαίας του ιππότη.

Οι δυο δράκοντες ήταν γεμάτοι αίματα και δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις ποιος υπέφερε περισσότερο. Οι λαιμοί και των δύο είχαν δεκάδες κοψίματα, δαγκωματιές και νυχιές. Ο μαύρος δράκος είχε ένα σκίσιμο στο στήθος, αλλά είχε καταφέρει να σκίσει κι εκείνος ένα μέρος της μεμβράνης του αριστερού φτερού της ασημένιας.

Η πληγή του ώμου του και το προηγούμενο τραύμα του φτερού του άρχιζαν να προδίδουν τον Τσαρ. Χαμήλωσε λιγάκι και η ασημένια δράκαινα κατέφερε να του κάνει μερικά βαθιά σκισίματα στο πλάι του λαιμού. Άλλη μια φορά, η Δρακολόγχη βυθίστηκε στον ώμου του.

Απελπισμένος, ο μαύρος πήρε βαθιά ανάσα και ο Χούμα, φοβούμενος ότι η συντρόφισσά του δεν το είχε προσέξει, την κλότσησε άγρια με τις φτέρνες. Είτε χάρη στην προειδοποίηση του ιππότη είτε όχι, άρπαξε με το ρύγχος της το ρύγχος του Τσαρ, κλείνοντάς το σφιχτά με τα σαγόνια της. Το οξύ που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει ο μαύρος βρήκε το δρόμο κλειστό και γύρισε πίσω. Ο δράκος τρεμούλιασε και σείστηκε από την ασφυξία και το κάψιμο.

Μανιασμένος από τον τραυματισμό του, κάρφωσε βαθιά τα νύχια του στον κορμό της ασημένιας. Ο Τσαρ σταμάτησε να πετάει και ολόκληρο το κορμί του άρχισε να συστρέφεται από το οξύ και την έλλειψη οξυγόνου. Και οι τέσσερις μονομάχοι βρέθηκαν να πέφτουν.

«Τα φτερά μου θα μας επιβραδύνουν, αλλά και πάλι η σύγκρουση θα είναι άγρια!» φώναξε η ασημένια δράκαινα. «Αν μπορέσω, θα γυρίσω από κάτω σου σαν μαξιλάρι.»

Στο μεταξύ ο Κράινους δε φαινόταν να νοιάζεται για την πτώση. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να φτάσει τον Χούμα ή τη δράκαινα. Ο αέρας τον εμπόδιζε όμως κι ο πολέμαρχος είτε από το θυμό του είτε γιατί τρελάθηκε έφυγε από τη σέλα και ξαφνικά βρέθηκε να απομακρύνεται από την υπόλοιπη ομάδα.

Ούτε καν φώναξε.

Ο Χούμα κοίταξε τη μορφή που χανόταν, μη πιστεύοντας την τρέλα του μαύρου πολέμαρχου.

Τα δέντρα ήρθαν καταπάνω τους. Ξαφνικά τα νύχια του Τσαρ χαλάρωσαν και η ασημένια δράκαινα μπόρεσε –επιτέλους– να λευτερωθεί.

Όμως ήταν πια αργά. Έπεσαν στις κορυφές των δέντρων με τρομερή ορμή.

Загрузка...