Οι πελώριοι γίγαντες διαγράφονταν από πάνω τους αδιάφοροι για τα μικροσκοπικά, ανήσυχα πλάσματα που κινούνταν στο απώτατο άκρο τους. Τα βουνά, όπως φαίνονταν από απόσταση, ήταν μεγαλόπρεπα. Από κοντά ήταν υποβλητικά. Ούτε ο Μάτζιους δε μιλούσε. Όλοι τους, σαν ένας, δεν μπορούσαν παρά να τα κοιτάζουν.
Τα βουνά ήταν πολύ παλιά, πολύ αρχαιότερα από τα βουνά της Ανατολής, ακόμη και του Βορρά. Πολλές κορυφές χάνονταν μέσα στα σύννεφα μαρτυρώντας το ασύλληπτο ύψος τους. Ο χρόνος τα είχε αλλοιώσει τόσο που μερικά έμοιαζαν με κελύφη γιγάντιων θαλάσσιων πλασμάτων. Ο άνεμος –πάντοτε παρών και δέκα φορές πιο άγριος από αυτόν της πεδιάδας– χόρευε ανάμεσα στις κορυφές, ουρλιάζοντας σχεδόν ανθρώπινα.
«Σάργκας» ψιθύρισε ο Καζ. Κανείς δεν τον παρατήρησε για το χαμηλόφωνο θαυμασμό.
Αυτός που τους έβγαλε από την περισυλλογή ήταν βέβαια ο Μάτζιους. Σάλευε άβολα πάνω στο υποζύγιό του, με το βλέμμα καρφωμένο την περισσότερη ώρα στις κορυφές που βρίσκονταν στην καρδιά της οροσειράς. «Αν κάτσουμε εδώ με το στόμα ανοιχτό, δε θα κάνουμε τίποτα. Είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε, Χούμα;»
Ο Χούμα δίστασε. «Ναι, έτσι νομίζω. Καζ;»
Ο μινώταυρος σήκωσε τα μάτια στις βουνοκορφές και, επιτέλους, χαμογέλασε. «Τέτοια τοπία μού είναι πολύ οικεία, φίλοι μου. Δεν έχω κανένα ενδοιασμό.»
«Θα σας περιμένουμε εδώ τρεις μέρες, για προφύλαξη» είπε ο Μπουόρον.
Ο Μάτζιους πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε περιφρονητικά, πέρα. «Δε χρειάζεται.»
«Εμείς θα μείνουμε. Δεν έχει σημασία το τι λες εσύ.»
«Πάμε λοιπόν» πετάχτηκε βιαστικά ο Χούμα. Είχε μεγάλη επιθυμία να ξεμπερδεύουν μ’ αυτή την ιστορία, αν ήταν δυνατόν δηλαδή.
«Σύμφωνοι.» Ο Μάτζιους σπιρούνισε το άλογό του.
«Χούμα» είπε σοβαρά ο Μπουόρον και του άπλωσε το χέρι. Το πρόσωπό του ήταν ίδιο με τα βουνά μπροστά τους: σκληροτράχηλο, αλλά θαυμαστό με τον τρόπο του. «Είθε να σε φυλάει ο Πάλανταϊν.»
«Κι εσένα επίσης.»
Οι υπόλοιποι ιππότες τον χαιρέτησαν με μια κίνηση του κεφαλιού καθώς περνούσε από μπροστά τους. Ο Χούμα δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του, καθώς φοβόταν ότι θα υπέκυπτε στην επιθυμία του να γυρίσει πίσω αντί να ριχτεί σε μια –ανόητη ίσως– αναζήτηση. Ωστόσο, στον Καζ και στον Μάτζιους δεν έδειξε το παραμικρό ίχνος φόβου. Ένας ιππότης σαν τον Μπένετ θα ορμούσε στο βουνό έτοιμος να τα βάλει με την ίδια τη δρακοβασίλισσα αν χρειαζόταν. Ο Χούμα ήξερε ότι ποτέ δε θα έκανε κάτι τέτοιο, αλλά θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του με αξιοπρέπεια.
Σε λίγο είχαν μπει ανάμεσα στα βουνά. Οι κορυφές υψώνονταν ολόγυρά τους σε φανταστικούς τοίχους και φραγμούς έτοιμους –λες και τους περίμεναν– να κλείσουν εξαφανίζοντας κάθε ίχνος αυτών των μικροσκοπικών πλασμάτων που τολμούσαν να τις μολύνουν.
«Κάτι τέτοια βουνά με κάνουν να καταλάβω πώς νιώθουν τα έντομα» σχολίασε ο Καζ.
Μπροστά τους ο Μάτζιους γέλασε περιφρονητικά. «Δεν είναι παρά σωροί βράχων. Εντυπωσιακοί στην αρχή, αλλά άξιοι τόσου σεβασμού όσου αρμόζει και σ’ ένα βότσαλο της όχθης.»
«Άρα, ποτέ σου δεν έμαθες στ’ αλήθεια τα βουνά. Πρόσεχε μη σε θάψουν κάτω από την ασημαντότητά τους.»
Ακούστηκε μια κραυγή σαν να ερχόταν από κάπου ανάμεσα στα βουνά. Ήταν μια άγρια κραυγή αρπακτικού – και οι τρεις καβαλάρηδες κοίταξαν γρήγορα ολόγυρά τους.
Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και δε φαινόταν τίποτα. Ο Καζ στράφηκε στον Μάτζιους. «Τι ήταν αυτό; Σου είναι γνώριμος ο ήχος;»
Ο μάγος είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του και την αλαζονεία του μαζί. «Κάποιο πουλί ίσως. Ή ακόμα και κάνας δράκος. Δε θα με εξέπληττε αν διαπίστωνα πως ζουν δράκοι εδώ.»
«Εδώ;» Ο Χούμα είδε ξαφνικά με τη φαντασία του πελώριους κόκκινους δράκους να κατεβαίνουν από τον ουρανό πάνω στην άμοιρη ομάδα. Μπορεί ο Μάτζιους να κατάφερνε να τους κρατήσει προσωρινά σε απόσταση, αλλά ούτε ο Καζ ούτε ο Χούμα είχαν την παραμικρή ελπίδα να γλιτώσουν. Η βαριά σπάθα δεν άξιζε πολλά μπροστά στο φολιδωτό πετσί των δράκων.
Το φιδωτό μονοπάτι περνούσε μέσα από διαδοχικές πλαγιές, βράχους με επίπεδες προεξοχές και επικίνδυνες στροφές. Ο Μπουόρον τούς είχε πει ότι το μονοπάτι το είχαν φτιάξει νάνοι που είχαν εγκαταλείψει από καιρό την περιοχή και ήταν το μοναδικό που έδινε στους ταξιδιώτες κάποια ελπίδα να φτάσουν στην άλλη πλευρά των βουνών. Οι ιππότες ταξίδευαν στα βουνά όσο λιγότερο γινόταν, όχι γιατί φοβούνταν αλλά επειδή ήξεραν ότι ακόμα και οι λιγοστοί ληστές της περιοχής έμεναν μακριά από την κορυφογραμμή.
Ο άνεμος χτυπούσε άγρια το μανδύα του Χούμα, αναγκάζοντάς τον να σταματά για να τον στερεώσει. Ο αέρας δημιουργούσε περίεργους ήχους, σαν κραυγές παράξενων, φανταστικών θηρίων.
Ο Μάτζιους προχωρούσε πάντα πρώτος, μια και ήταν ο μόνος που είχε ιδέα για το πού πήγαιναν. Ο Χούμα αναζητούσε κάποια κορυφή που να μοιάζει με εκείνη του υφαντού, ενώ του Καζ του αρκούσε να προχωρεί καβάλα, αφήνοντας τους άλλους να κάνουν τη δουλειά. Καθόλου δεν τον ενδιέφερε το τι έψαχνε ο μάγος. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η υγεία η δική του και του Χούμα. Στο βαθμό που αφορούσε τον Καζ, ο Μάγος του Ερυθρού Χιτώνα μπορούσε να πάει στα κομμάτια.
Ακολούθησαν άλλη μια στροφή και βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Ο Μάτζιους άρχισε να βρίζει. Ο Καζ γέλασε, παρά την θυμωμένη έκφραση που είχαν τα μάτια του μάγου.
Το μονοπάτι ήταν θαμμένο κάτω από τόνους βράχων. Ο Χούμα σήκωσε το βλέμμα του και είδε έναν καινούριο γκρεμό στο πλάι ενός βουνού. Προσπάθησε να φανταστεί πόση δύναμη χρειαζόταν για να προκληθεί μια τέτοια κατολίσθηση.
«Δε με κοροϊδεύετε εμένα!» φώναξε άγρια στα βουνά ο Μάτζιους, όρθιος στη σέλα. Γύρισε απότομα στους άλλους δύο και είπε «Λίγο πιο πίσω υπήρχε μια διασταύρωση. Δείτε μήπως το άλλο μονοπάτι ενώνεται ξανά με τούτο. Εγώ θα δω τι μπορεί να γίνει εδώ.»
Ο μινώταυρος δεν είχε καμία όρεξη να δέχεται διαταγές από τον Μάτζιους, αλλά ο Χούμα τον ηρέμησε. Εκείνη τη στιγμή δε θα ήταν καλό να τσαντίσει το μάγο.
Ενώ ο μάγος επιθεωρούσε την κατολίσθηση, ο Χούμα με τον Καζ γύρισαν πίσω. Η διασταύρωση που έλεγε ο Μάτζιους φαινόταν ασυνήθιστη και το ένα μονοπάτι είχε κιόλας κρυφτεί από τους αδύναμους θάμνους που φύτρωναν στην οροσειρά. Ο Χούμα προτίμησε το μονοπάτι με τη βλάστηση.
Ο Καζ ξεκίνησε να επιθεωρήσει το άλλο μονοπάτι. Ο Χούμα τον είδε να χάνεται και τότε ξεπέζεψε. Το μονοπάτι φαινόταν επισφαλές και δεν είχε καμία όρεξη να κινδυνέψει ο ίδιος ή το άλογό του. Καλύτερα να το άφηνε πίσω του. Αν αργότερα το μονοπάτι γινόταν πιο ασφαλές, θα γυρνούσε να το πάρει και θα προχωρούσε ξανά.
Για να καθαρίσει το μονοπάτι από τους θάμνους χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει το σπαθί του. Αν και τα φυτά ένα-ένα ήταν αδύναμα, φύτρωναν τόσο πυκνά που ήταν σαν να έκοβες χοντρές μπάλες άχυρο. Ο Χούμα αναγκάστηκε να σπαθίσει κάμποσα λεπτά της ώρας, πριν μπορέσει να προχωρήσει.
Εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι το μονοπάτι προχωρούσε ανηφορικά, σε πετρώδες έδαφος, που έκανε την ίππευση αδύνατη και την πεζοπορία μια διαδικασία αργή και επίπονη.
Ξαφνικά, βρέθηκε σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά, κρυμμένη κατά ένα μέρος από τη βλάστηση. Ο Χούμα χαμογέλασε με ανακούφιση. Το μονοπάτι φαινόταν πως έκανε κύκλο για να ενωθεί με το αρχικό, πέρα από το σημείο που είχε γίνει κατολίσθηση. Ύστερα από κάμποση επιθεώρηση, ο Χούμα συμπέρανε ότι το μονοπάτι δεν ήταν μόνο βατό, αλλά και ότι θα τους οδηγούσε γρηγορότερα στις κορυφές που ενδιέφεραν τον Μάτζιους. Είδε επίσης με ικανοποίηση ότι αυτό το μονοπάτι ήταν λιγότερο εκτεθειμένο στον άνεμο. Ο ιππότης γύρισε πίσω και άνοιξε το βήμα του. Ήταν σίγουρος ότι στο μεταξύ και ο Καζ θα είχε τελειώσει τη δική του έρευνα. Επίσης, αμφέβαλλε αν ο Μάτζιους είχε βρει τρόπο να παρακάμψει την κατολίσθηση. Το μονοπάτι του Χούμα φαινόταν η καλύτερη –και η μοναδική ίσως– λύση.
Έφτασε στο σημείο όπου ενώνονταν οι δυο πλαγιές κι έπεσε πάλι στο βραχώδες κομμάτι του μονοπατιού. Ο Χούμα έστριψε σε μια γωνία και… κοκάλωσε μπροστά σ’ έναν τεράστιο βράχο. «Τι;..» μουρμούρισε σηκώνοντας απορημένα τα φρύδια. Σήκωσε τα μάτια στο ύψος του βράχου και τον ακούμπησε με τα δάχτυλά του. Ήταν απολύτως αληθινός. Συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει λάθος μονοπάτι.
Γύρισε μπρος-πίσω και σταμάτησε απορημένος. Όλα έδειχναν ότι είχε ακολουθήσει το σωστό μονοπάτι. Όμως ο βράχος φαινόταν λες και στεκόταν εκεί χρόνια ολόκληρα. Βρύα κάλυπταν εδώ και εκεί την επιφάνειά του. Ήταν φαγωμένος από τον άνεμο, με την κορυφή του σχεδόν στρογγυλεμένη.
Τελικά ο Χούμα τα παράτησε και γύρισε στην άλλη διασταύρωση που είχε ανακαλύψει. Παρά την αίσθηση ότι έπαιρνε λάθος δρόμο, άρχισε να ακολουθεί τη διασταύρωση. Καθώς προχωρούσε, η εμπιστοσύνη του μεγάλωνε, γιατί το μονοπάτι έδειχνε να οδηγεί εκεί που ήθελε. Ύστερα έστριψε απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε λίγο ο Χούμα βρέθηκε να ακολουθεί ένα μονοπάτι όλο στροφές και δαιδαλώδη γυρίσματα που έκαναν το κεφάλι του να γυρίζει. Ο ιππότης σταμάτησε. Το μονοπάτι απομακρυνόταν. Μούγκρισε μονάχος του κι έκανε μεταβολή για να γυρίσει πίσω.
Το μονοπάτι απ’ όπου είχε έρθει και που έπρεπε να στρίβει δεξιά, πλέον, έστριβε αριστερά.
Δεν ήταν δυνατόν. Ο Χούμα κατάλαβε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος την προηγούμενη φορά, αλλά όχι και αυτή. Είχε δείξει ιδιαίτερη προσοχή, αποτυπώνοντας σχολαστικά την πορεία του. Ο Μπουόρον και οι άλλοι έλεγαν ότι πολλοί ταξιδιώτες δε γύρισαν ποτέ από τα βουνά. Τώρα έβλεπε το λόγο. Ήταν λες και τα ίδια τα βουνά μετατοπίζονταν για να χαθούν οι απρόσεκτοι, αν και καταλάβαινε ότι αυτό ήταν έργο κάποιας θνητής οντότητας. Η σκέψη του πήγε στον Γκάλαν Ντράκος, αλλά αυτό δεν έμοιαζε να ταιριάζει στην τεχνική του αποστάτη. Συνειδητοποίησε ότι κάπου τον οδηγούσαν. Ο Ντράκος θα τον είχε πιάσει κιόλας. Όχι, αυτά τα μαγικά είχαν διαφορετικό σκοπό.
Με το σπαθί στο χέρι, ο Χούμα άρχισε να ακολουθεί το μοναδικό ελεύθερο μονοπάτι.
Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο, μονάχα βράχοι, γυμνοί θάμνοι και πότε-πότε κανένα πουλί ψηλά στον ουρανό.
Ξαφνικά το μονοπάτι χωρίστηκε στα δυο. Ο Χούμα κοντοστάθηκε, καθώς υποπτεύθηκε ότι στην πραγματικότητα δεν είχε παρά μία μονάχα επιλογή. Ποια όμως;
Το συλλογίστηκε κάμποσο πριν συνειδητοποιήσει ότι από πίσω του ακουγόταν ένα ρυθμικό «ταπ»-«ταπ». Γύρισε με τη λεπίδα όρθια και σε ετοιμότητα. Περίμενε να δει κανένα ογκρ ή κανένα μέλος της Μαύρης Φρουράς. Αντί γι’ αυτό, βρέθηκε μπροστά σε μια κουκουλοφόρα μορφή, καθισμένη σ’ ένα μεγάλο, επίπεδο βράχο.
Ο ήχος προερχόταν από ένα ραβδί σχεδόν ίδιο με αυτό του Μάτζιους, που το κρατούσε ένα γκρίζο, γαντοφορεμένο χέρι, καλυμμένο κατά ένα μέρος από το μανίκι ενός πανωφοριού. Ο γκρίζος μανδύας σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος της μορφής. Ο Χούμα πλησίασε κι άλλο για να δει καλύτερα. Ήταν ένας άντρας με σταχτί πρόσωπο.
Ο υπόφαιος άντρας χάιδευε τη μακριά, γκρίζα γενειάδα του και χαμογέλασε στον ιππότη σχεδόν αδιόρατα.
Ο Χούμα χαμήλωσε τη λεπίδα – όχι τελείως όμως. «Ποιος είσαι;» ρώτησε.
«Εσύ ποιος είσαι;» ανταπάντησε ο γκρίζος άντρας.
Ο ιππότης σκυθρώπασε, αλλά αποφάσισε να παίξει προς το παρόν το παιχνίδι του άλλου. «Είμαι ο Χούμα, Ιππότης του Τάγματος του Στέμματος.»
«Ένας Ιππότης της Σολάμνια.» Η φιγούρα με τα γκρίζα ρούχα μιλούσε λες και το ήξερε από την αρχή. Το ραβδί συνέχιζε το «ταπ»-«ταπ» του.
«Εγώ απάντησα στην ερώτησή σου. Απάντησε κι εσύ στη δική μου.»
«Εγώ;» Ο γκρίζος άντρας χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα γκρίζα του δόντια. «Δεν είμαι παρά άλλος ένας ταξιδιώτης.»
Ο Χούμα τού έδειξε την περιοχή ολόγυρα. «Δεν το έκανες εσύ αυτό;»
«Τα βουνά; Ω, όχι. Νομίζω πως βρίσκονται πολύ καιρό εδώ.»
«Εννοώ, τα μονοπάτια που εξαφανίζονται.» Η εκκεντρικότητα του άντρα εξόργιζε τον Χούμα.
«Δεν κινώ βουνά. Είναι πολύ πιθανό να μη βλέπεις καλά με τα μάτια σου.» Η μορφή στο βράχο μπερδεύτηκε ολότελα με το περιβάλλον της. Ο Χούμα διαπίστωσε ότι μια στιγμή να κοίταζε αλλού, μετά έπρεπε να ψάξει πολύ προσεκτικά για να τον ξαναδεί. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο γκρίζος άντρας καθόταν στο βράχο όταν πέρασε προηγουμένως ο Χούμα. Απλώς δεν τον είχε δει.
«Είσαι μάγος;» τον ρώτησε.
Το χτύπημα του ραβδιού σταμάτησε για μια στιγμή. «Να μια ενδιαφέρουσα ερώτηση.»
Τα χτυπήματα ξανάρχισαν.
«Λοιπόν;» ο Χούμα πάλευε να συγκρατήσει τα νεύρα του.
Ο γκρίζος άντρας φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή. Ύστερα έδειξε με το ραβδί του τα δύο μονοπάτια πίσω από τον Χούμα. «Δεν ακολουθούσες ένα μονοπάτι;» τον ρώτησε. «Πρέπει να συνεχίσεις, ξέρεις. Μπορεί να σε βγάλει σε κάποιο σημαντικό μέρος.»
«Πολύ καλά. Ποιο θα διάλεγες εσύ;» Ο Χούμα κράτησε την αναπνοή του. Αναρωτιόταν αν θα έπαιρνε απάντηση που να βγάζει νόημα.
Αφού το συζήτησε κάμποσο με τον εαυτό του, ο γκρίζος σαν την πέτρα άντρας τού έδειξε με το ραβδί του το αριστερό μονοπάτι. «Αυτό εδώ το προτιμούν πολλοί.»
«Ευχαριστώ.» Ο Χούμα προχώρησε προς το μονοπάτι που του είχαν υποδείξει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεμπερδεύει με τους γκρίζους ανθρώπους και τα μονοπάτια που μια φαίνονταν και μια εξαφανίζονταν. Όσο συντομότερα έφευγε…
«Βέβαια» πρόσθεσε ο άλλος «άλλοι θεωρούν ότι το σωστό είναι το δεξιό μονοπάτι»
Ο Χούμα σταμάτησε. Γύρισε και κοίταξε ψυχρά τον γκρίζο άντρα. «Εσύ ποιο θα διάλεγες;»
«Εγώ δεν πάω πουθενά.»
Ο ιππότης κοίταξε εξεταστικά τα δύο μονοπάτια. Αποκεί που στεκόταν φαίνονταν ολόιδια. Δεν μπορούσε να διαλέξει βασιζόμενος στην εμφάνισή τους. Έπρεπε να ακολουθήσει το ένστικτό του.
Επίτηδες, ο Χούμα πήρε το δεξιό μονοπάτι και άρχισε να προχωρεί. Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του, ούτε καν όταν ξανάρχισε το γνωστό «ταπ»-«ταπ».
Το σχόλιο όμως τον έκανε να κοντοσταθεί για μια στιγμή.
«Ενδιαφέρουσα επιλογή.»
Τα χτυπήματα σταμάτησαν. Ο Χούμα γύρισε άθελα του.
Το μονοπάτι –και ο γκρίζος άντρας– είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους υπήρχε μια ψηλή, γερτή κορυφή.
Ο Χούμα ακολούθησε το στριφογυριστό μονοπάτι για ώρες. Πρόσεξε ότι ο ήλιος είχε χαμηλώσει πια στον ουρανό, πράγμα που σήμαινε ότι είχε χωριστεί από τους υπόλοιπους για ένα μεγάλο μέρος της ημέρας. Το να τους φωνάξει είχε αποδειχτεί μάταιο.
Είχε σηκωθεί αέρας. Ο Χούμα τυλίχτηκε με το μανδύα του και τόλμησε να βάλει το σπαθί στο θηκάρι του, για να μπορέσει να σφίξει το ρούχο στο κορμί του. Αναρωτήθηκε πόσο κρύο να έκανε στα βουνά και κατέληξε ότι καλό θα ήταν να μην το σκέφτεται.
Πού ήταν ο Μάτζιους και ο Καζ; Έλπιζε ότι ο μινώταυρος και ο μάγος δε θα αλληλοσκοτώνονταν τη στιγμή που δε βρισκόταν ο ίδιος εκεί για να τους συγκρατήσει.
Το στομάχι του γουργούρισε ξανά από την πείνα, προκαλώντας του μια αμυδρή ενοχή. Για τους ιππότες, το γεύμα ήταν μια τελετή εξαγνισμού. Δε θα πάθαινε και τίποτα για λίγες ώρες.
Στους θάμνους που προσπερνούσε έβλεπε μερικά σκόρπια βατόμουρα, αλλά σε κάποιες προηγούμενες απόπειρες που είχε κάνει είχαν αποδειχτεί ακατάλληλα για φάγωμα – και ίσως και δηλητηριώδη. Δεν είχε δει, ούτε είχε ακούσει ίχνος ζώων, εκτός από την τυχαία κραυγή κάποιου άγνωστου πλάσματος που καραδοκούσε κάπου στα βουνά. Ενός μεγάλου πουλιού ίσως. Με τι τρεφόταν λοιπόν; Με απρόσεκτους, ανόητους ταξιδιώτες;
Επιτέλους σουρούπωσε και ο Χούμα περίμενε κάποιο σημάδι του Μάτζιους. Ωστόσο, ούτε φως ούτε ήχος διαπέρασε το σκοτάδι. Νύχτωσε για τα καλά και ο Χούμα ήταν πάντα μονάχος.
Όμως, πράγμα ασυνήθιστο, η νύχτα ήταν φωτεινή. Κατά κάποιον τρόπο, τα αστέρια λες και μπορούσαν να διαπεράσουν το μανδύα των νεφών που δεν μπορούσε να τρυπήσει ο ήλιος. Ίσως, πράγμα πολύ ενθαρρυντικό, ο Σολίναρι να βρισκόταν στο απώτατο ζενίθ του. Τώρα φυλούσε τον κόσμο ο θεός του Λευκού Χιτώνα και, μολονότι ο Μάτζιους φορούσε ερυθρό χιτώνα, ο Χούμα υποπτευόταν ότι ο Σολίναρι θα πρόσεχε και αυτόν.
Τελικά ο Χούμα σταμάτησε για να περάσει τη νύχτα, κουρασμένος και μπερδεμένος, έτοιμος όμως να συνεχίσει με το πρώτο φως. Σύρθηκε κάτω από μια προεξοχή σ’ ένα αρκετά επίπεδο μέρος και τυλίχτηκε με το μανδύα του. Για φωτιά ούτε λόγος. Είχε περάσει και χειρότερα, αλλά οι σουβλιές της πείνας τον ερέθιζαν συνέχεια, ακόμα κι όταν τον πήρε ο ύπνος.
Ο Χούμα σάλεψε. Ένας ήχος σαν πλατάγισμα δυνατών φτερών τον πέταξε από τον ύπνο. Έριξε μια ματιά από το καταφύγιό του και δεν είδε τίποτα παρά μόνο σκοτάδι – και αποφάσισε ότι ήταν ή κάποια κατολίσθηση βράχου ή ο άνεμος. Σύντομα τον ξαναπήρε ο ύπνος.
Πίσω από ένα μακρινό βράχο, δυο λαμπερά, κατακόκκινα μάτια κοίταζαν τυφλά τον ανυποψίαστο ιππότη. Ο ντρέντγουλφ είχε διαταχθεί να κοιτάζει μόνο, όχι να σκοτώσει – αυτή τη φορά τουλάχιστον. Όμως ο κοιμισμένος άνθρωπος έδινε ικανοποιητικό στόχο και το σίχαμα άρχισε να προχωρεί αθόρυβα, μπροστά, δείχνοντας τα κίτρινα δόντια του. Ετοιμάστηκε να πηδήσει κι ένα τερατώδες νύχι τινάχτηκε και το έλιωσε, τσακίζοντάς του κάθε διάθεση για ανταρσία. Ούτε «κιχ» δεν ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.
Ο Χούμα σάλεψε ξανά, αλλά δεν ξύπνησε.
Η αυγή έφερε μαζί της την αίσθηση ότι δεν είναι μόνος. Ο Χούμα ερεύνησε τη γύρω περιοχή. Όλα ήταν όπως την προηγούμενη μέρα, μόνο που έκανε λίγο περισσότερη ζέστη. Η πείνα τον ενοχλούσε ακόμα, αλλά άρχιζε να την ελέγχει – ή ίσως είχε πια ξεπεράσει το σημείο που τον πείραζε.
Τόλμησε να φωνάξει τους συντρόφους του. Ο άνεμος είχε κοπάσει κάπως και ο Χούμα σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά μπορεί να τον άκουγαν. Αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το πλάσμα που έκρωζε την προηγούμενη νύχτα, ας ήταν κι έτσι.
Οι φωνές του δεν πήραν απάντηση ούτε από το μάγο, ούτε από το μινώταυρο, ούτε από το άγνωστο πλάσμα. Ο Χούμα τα παράτησε και ξαναπήρε το παράξενο μονοπάτι. Δεν τον ένοιαζε πια ούτε καν αν θα μπορούσε να γυρίσει πίσω.
Προς μεγάλη του έκπληξη και ευχαρίστηση, το μονοπάτι έγινε πιο ομαλό και βατό. Υπήρχε και φαγητό, βατόμουρα από κάποιο καινούριο είδος θάμνου. Όταν αποδείχτηκαν βρώσιμα, καταβρόχθισε όσα βρήκε. Φυσικά το δηλητήριό τους θα μπορούσε να είναι αργό στη δράση, αλλά ο Χούμα τα αναγνώρισε. Συμπέρανε πως αυτός που δημιούργησε το μονοπάτι τον ήθελε ζωντανό προς το παρόν.
Επιτέλους, όταν άρχισε πια να πιστεύει ότι το μονοπάτι θα συνεχιζόταν για πάντα, αυτό σταμάτησε μπροστά σε μια αστραφτερή λιμνούλα περικυκλωμένη από οπωροφόρα δέντρα κι έναν κήπο. Διψασμένος, έτρεξε στην άκρη της. Αφού είχε τόση ζωή γύρω του, το νερό δε γινόταν να είναι δηλητηριασμένο και ο Χούμα έσκυψε και γέμισε τη χούφτα του. Ήπιε και το νερό χύθηκε στο πιγούνι του. Ανικανοποίητος, ο ιππότης γονάτισε κι έσκυψε για να πιει κατευθείαν από τη λιμνούλα.
Από το νερό τον κοίταζε το πρόσωπο ενός δράκου.
Αναπήδησε από την όχθη και συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπο του δράκου ήταν αντανάκλαση. Σήκωσε τα γουρλωμένα του μάτια. Είχε φτάσει στον προορισμό του.
Ένας πελώριος πέτρινος δράκος, έξι φορές το μπόι του, αγκάλιαζε τη λιμνούλα και ο Χούμα είδε ότι κάποτε στην απέναντι όχθη υπήρχε και το ταίρι του. Από το άγαλμα του δεύτερου δράκου απόμενε μονάχα το βάθρο κι ένα μέρος του κεφαλιού. Και οι δύο φαίνονταν σκαλισμένοι σε μάρμαρο ή κάποιο παρόμοιο πέτρωμα.
Αυτός που στεκόταν ακόμα όρθιος φαινόταν για ασημένιος δράκος, ενώ ο σπασμένος πρέπει να ήταν χρυσός.
Ο Χούμα ήπιε νερό με την ψυχή του. Όταν ξεδίψασε, κοίταξε ίσια μπροστά του και είδε μια είσοδο κρυμμένη μέσα στα μπλεγμένα φυτά, διανοιγμένη στην κυριολεξία μέσα στο ίδιο το βουνό. Πλησίασε και την κοίταξε προσεκτικά. Γύρω από το άνοιγμα υπήρχαν ανάγλυφες μικροσκοπικές φιγούρες, που οι πιο πολλές ήταν σβησμένες από τον αέρα. Μερικές, προστατευμένες από τις πυκνές φυλλωσιές, ήταν ακόμα αναγνωρίσιμες – σαν σαφή σχήματα τουλάχιστον. Ο Χούμα θα ήθελε απεγνωσμένα να ξέρει τι σήμαιναν αυτά τα σύμβολα.
Παραμερίζοντας τις πυκνές κληματόβεργες έριξε μια ματιά στο εσωτερικό. Πρέπει να ήταν σκοτεινά μέσα, αλλά και πάλι διέκρινε μια αμυδρή φεγγοβολή. Λες και κάποιος είχε ανάψει δαυλούς για να του δείξει το δρόμο, σκέφτηκε ανήσυχος.
Μ’ ένα στεναγμό παραίτησης, διάβηκε την είσοδο του βουνού περιμένοντας να βρει ένα υγρό και μουχλιασμένο στόμιο σπηλιάς. Αντί γι’ αυτό, ήταν σαν να είχε μπει σε μια αίθουσα συμβουλίου στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ. Η είσοδος ήταν ζεστή, δίχως υγρασία, ενώ οι τοίχοι και η οροφή ήταν λείοι.
Χρειάστηκε κάμποση ώρα να διασχίσει τον άδειο διάδρομο, με την προσοχή του εστιασμένη στο τρεμάμενο φως μπροστά του. Διάβηκε και τα τελευταία μέτρα του διαδρόμου. Καθυστερημένα, θυμήθηκε το σπαθί του και το έβγαλε τουλάχιστον από το θηκάρι. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα που κάποτε ήταν η σάλα κάποιου σπουδαίου βασιλιά ή αυτοκράτορα – έτσι του φάνηκε. Ήταν ψηλοτάβανη. Μια φυσική σπηλιά σκαλισμένη με απόλυτη τελειότητα. Το φως προερχόταν όντως από δαυλούς και ο Χούμα αναρωτήθηκε ποιος να τους είχε ανάψει.
Μεταλλικά αγάλματα αρματωμένων ιπποτών στέκονταν κατά μήκος των τοίχων. Ήταν άψυχα – και πολύ ζωντανά. Θα μπορούσαν σχεδόν να είναι φρουροί που κοιμούνταν μέχρι να χρειαστούν ή νεκροζώντανοι με διαταγή να σκοτώσουν τον όποιο πάρε ίσακτο.
Ο Χούμα πήγε στο κέντρο της αίθουσας και κοίταξε το πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή διέκρινε το σχήμα που ήταν χαραγμένο στην πέτρα. Του έδωσε πάνω απ’ όλα κουράγιο, γιατί ήταν μια πελώρια αναπαράσταση του ίδιου του Πάλανταϊν, του Πλατινένιου Δράκου. Ο δράκος κουλουριαζόταν από τη μια άκρη της αίθουσας μέχρι την άλλη και αν ο ιππότης ήταν σε θέση να κρίνει σωστά, ήταν κατασκευασμένος από πλατίνα. Ο Χούμα θαύμασε την περίτεχνη εργασία.
Η ματιά του πλανήθηκε μέχρι το μοναδικό έπιπλο της σπηλιάς – έναν ψηλό θρόνο, σκαλισμένο σε ξύλο που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί, ένα ξύλο που έλεγες πως έφεγγε ολοζώντανο. Οι άκρες του θρόνου ήταν στολισμένες με πετράδια, που και αυτά έλαμπαν από το φως των δαυλών.
Παιδιάστικος θαυμασμός τον συνεπήρε καθώς διέσχιζε την αίθουσα. Πρόσεξε ότι οι πανοπλίες των ιπποτών ήταν διαφόρων τύπων, σαν αυτές που φορούσαν μέσα στους αιώνες. Άνοιξε μερικές προσωπίδες και κοίταξε μέσα τους, αλλά δε βρήκε παρά σκόνη.
Τελικά απόμεινε όρθιος να ευχαριστεί τον Πάλανταϊν που του επέτρεψε να ψτάσει μέχρι εκεί. Προσευχήθηκε επίσης στην Τριανδρία να φυλάει τους δυο συντρόφους του, κι ας ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Ύστερα γονάτισε ευλαβικά μπροστά στο θρόνο.
Ωστόσο η αγρύπνια του διακόπηκε πριν καν αρχίσει. Ένας ήχος σαν σφυροκόπημα μετάλλου πάνω σε μέταλλο αντήχησε από έναν σκοτεινό διάδρομο. Ο Χούμα σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να διακρίνει από ποιο διάδρομο ερχόταν ο θόρυβος.
Ενώ στεκόταν, το σφυροκόπημα έσβησε και ο Χούμα δεν μπόρεσε να καταλάβει την προέλευσή του. Θυμήθηκε πού είχε ακούσει παρόμοιο θόρυβο – στο Ακροπύργιο του Βίνγκααρντ.
Ήταν ο ήχος της βαριάς σφύρας που σφυρηλατούσε το καυτό μέταλλο στο σιδηρουργείο.