8 Μια Συνηθισμένη Επαρχιώτισσα

Ο καταυλισμός βρισκόταν μια λεύγα μακριά περίπου, απομακρυσμένος από τον δρόμο κι ανάμεσα σε χαμηλούς δασωμένους λόφους, λίγο πιο πέρα από ένα ποταμάκι με δέκα βήματα φάρδος σε πέτρες και μόνο πέντε βήματα νερό, που έφτανε μέχρι το γόνατο ενός άντρα. Μικροσκοπικά πράσινα κι ασημιά ψαράκια ξεπετάγονταν μακριά από τις οπλές των αλόγων. Δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να συναντήσουν κάποιον τυχαίο περαστικό. Η κοντινότερη κατοικημένη αγροικία βρισκόταν σε απόσταση ενός μιλίου και παραπάνω, κι ο Πέριν είχε σιγουρευτεί πως οι ιδιοκτήτες της πήγαιναν αλλού τα ζώα τους να πιουν νερό.

Πάσχιζε πραγματικά να μην τραβήξουν την προσοχή, όσο ήταν δυνατόν, ταξιδεύοντας από δρομάκια και μικρά, επαρχιακά μονοπάτια όποτε δεν μπορούσαν να παραμείνουν στο δάσος. Μάταιη προσπάθεια, ωστόσο. Τα άλογα βοσκούσαν όπου υπήρχε χορτάρι, αλλά έπρεπε να φάνε και λίγο στάχυ, κι ακόμα κι ένας μικρός στρατός χρειαζόταν να αγοράσει μπόλικο φαγητό. Ο κάθε άντρας χρειαζόταν ενάμισι κιλό τροφής καθημερινά, σε αλεύρι, φασόλια και κρέας. Οι φήμες κυκλοφορούσαν σε ολόκληρη την επικράτεια της Γκεάλνταν, αν και με λίγη τύχη κανείς δεν θα υποπτευόταν ποιοι ήταν. Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα Σίγουρα δεν είχαν υποπτευθεί τίποτα, μέχρι που άνοιξε το στόμα του. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να δράσει διαφορετικά.

Η αλήθεια ήταν πως επρόκειτο για τρεις καταυλισμούς, δίπλα — δίπλα ο ένας με τον άλλον κι όχι μακριά από το ποταμάκι. Ταξίδευαν όλοι μαζί κι όλοι ακολουθούσαν την αφεντιά του, υπακούοντάς τον θεωρητικά, αν κι ανάμεσά τους υπήρχε κάθε καρυδιάς καρύδι και κανείς δεν ήταν σίγουρος πως κι οι άλλοι είχαν τους ίδιους στόχους. Περίπου εννιακόσιοι Φτερωτοί Φρουροί είχαν στριμώξει τις φωτιές μαγειρέματος ανάμεσα στις σειρές με τους πασσάλους που έδεναν τα άλογα, σε ένα πλατύ λιβάδι από πατημένο καφετί γρασίδι. Προσπάθησε να κλείσει τα ρουθούνια του στις ανάμεικτες μυρωδιές από άλογα, ιδρώτα, κοπριά και μαγειρεμένο κρέας κατσίκας, ένας πολύ δυσάρεστος συνδυασμός μια τόσο ζεστή μέρα. Μια ντουζίνα έφιπποι φρουροί περιπολούσαν αργά ανά ζεύγη, με τα μακριά τους δόρατα με τα κόκκινα σημαιάκια να σχηματίζουν ακριβώς την ίδια γωνία, αλλά οι υπόλοιποι Μαγιενοί είχαν αφαιρέσει από πάνω τους τους θώρακες και τις περικεφαλαίες. Χωρίς τους μανδύες και συχνά χωρίς και τις πουκαμίσες, κάτω από τον ήλιο κείτονταν πάνω στις κουβέρτες ή έπαιζαν ζάρια περιμένοντας το φαγητό. Κάποιοι κοίταξαν τον Πέριν καθώς περνούσε, και μερικοί παράτησαν τις ασχολίες τους για να μελετήσουν με εξεταστικό βλέμμα την υπόλοιπη παρέα του, αλλά κανείς δεν ήρθε τρέχοντας προς το μέρος τους, πράγμα που σήμαινε πως οι περιπολίες δεν είχαν επιστρέψει ακόμα. Ήταν μικρές περίπολοι, δίχως δόρατα, που μπορούσαν να βλέπουν χωρίς να τις βλέπεις. Έτσι ήλπιζαν, τουλάχιστον.

Μια χούφτα γκαϊ’σάιν έκαναν διάφορες αγγαρείες ανάμεσα στις χαμηλές καφέ-γκρι σκηνές των Σοφών, στην αραιοσπαρμένη κορυφή του λόφου που δέσποζε πάνω από τους Μαγιενούς. Από αυτήν την απόσταση, οι λευκοντυμένες φιγούρες φάνταζαν άκακες και το βλέμμα τους ήταν χαμηλωμένο και πράο. Από κοντά δεν διέφεραν και πολύ, αλλά οι περισσότεροι ήταν Σάιντο. Οι Σοφές ισχυρίζονταν πως οι γκαϊ’σάιν ήταν όντως γκαϊ’σάιν. Ο Πέριν δεν εμπιστευόταν έναν Σάιντο, από την εμφάνισή του και μόνο. Μακριά, στη μια πλευρά της πλαγιάς και κάτω από έναν ερημωμένο σόργο, μια ντουζίνα Κόρες ντυμένες με καντιν’σόρ γονάτιζαν σε κύκλο γύρω από τη Σούλιν, την πιο σκληρή ανάμεσά τους παρά τα άσπρα της μαλλιά. Είχε στείλει κι αυτή ανιχνευτές, γυναίκες που, παρότι πεζές, βάδιζαν εξίσου γρήγορα με τους έφιππους Μαγιενούς, κι ήταν πολύ πιθανόν να διέφυγαν από ανεπιθύμητα βλέμματα. Καμιά από τις Σοφές εκεί πάνω δεν στεκόταν σε κοινή θέα, αλλά μια λυγερόκορμη γυναίκα που ανακάτευε μια μεγάλη κατσαρόλα με φαγητό όρθωσε το ανάστημά της κι ίσιωσε τη μέση της καθώς παρακολουθούσε τον Πέριν και την παρέα του να περνούν. Η γυναίκα φορούσε μια πράσινη μεταξωτή στολή ιππασίας.

Ο Πέριν παρατήρησε το αγριοκοίταγμα στο πρόσωπο της Μασούρι. Οι Άες Σεντάι δεν ανακάτευαν κατσαρόλες, ούτε έκαναν είκοσι άλλες δουλειές ταυτόχρονα, όπως είχαν αναγκάσει οι Σοφές την ίδια και τη Σέονιντ. Η Μασούρι είχε ρίξει το φταίξιμο στον Ραντ, αλλά εκείνος δεν ήταν παρών ενώ ο Πέριν ήταν. Με την πρώτη ευκαιρία, σίγουρα θα τον έγδερνε ζωντανό.

Η Εντάρα με τη Νέβαριν στράφηκαν προς τα εκεί, κι οι ογκώδεις φούστες τους ίσα-ίσα που αναμόχλευαν το στρώμα των νεκρών φύλλων που κάλυπτε σαν χαλί το έδαφος. Η Σέονιντ τις ακολούθησε και τα μάγουλά της ήταν ακόμα φουσκωμένα εξαιτίας του φουλαριού. Γύρισε πάνω στη σέλα της και κοίταξε τον Πέριν. Αν πίστευε ποτέ πως μια Άες Σεντάι θα μπορούσε να δείχνει ανήσυχη, τότε τα χαρακτηριστικά της Σέονιντ ανταποκρίνονταν στην περιγραφή. Ο Φούρεν κι ο Τέρυλ ίππευαν κατηφείς πίσω της.

Η Μασούρι τούς είδε να έρχονται κι έσκυψε βιαστικά πάνω από το μαύρο καζάνι, ανακατεύοντάς το με ανανεωμένη ζωηράδα, προσποιούμενη πως δεν είχε σταματήσει καθόλου. Όσο η Μασούρι βρισκόταν υπό την εξουσία των Σοφών, ο Πέριν δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για το τομάρι του. Φαίνεται πως οι Σοφές είχαν σφίξει τα λουριά.

Η Νέβαριν τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της· άλλο ένα από αυτά τα σκοτεινά βλέμματα που του χάριζε αυτή κι η Εντάρα από τότε που έκανε γνωστή την προειδοποίησή του, την απειλή του, δίπλα στον αξύριστο τύπο. Ο Πέριν ξεφύσησε με απόγνωση. Δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί για το τομάρι του, εκτός κι αν οι Σοφές αποφάσιζαν ότι το ήθελαν. Κάθε καρυδιάς καρύδι, κι ο καθένας με διαφορετικό στόχο.

Η Μάιντιν έφερε το άλογό της πλάι σ’ αυτό της Φάιλε, δίχως φαινομενικά να δίνει σημασία στη διαδρομή, αν κι ο Πέριν δεν θα στοιχημάτιζε γι’ αυτό. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει κάπως μόλις αντίκρισε τους Μαγιενούς φρουρούς. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαιναν οι κόκκινοι θώρακες κι οι περικεφαλαίες που έμοιαζαν με πλατύγυρα κιούπια, το ίδιο καλά όσο άνετα θα αναγνώριζε και μια Άες Σεντάι. Ο περισσότερος κόσμος δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν από τους δύο, και ειδικά ανθρώπους ντυμένους όπως αυτή. Η Μάιντιν παρέμενε ένα μυστήριο. Για κάποιον λόγο, έμοιαζε γνώριμη με έναν απροσδιόριστο τρόπο.

Η Λίνι κι ο Τάλανβορ — έτσι είχε ακούσει τη Μάιντιν να αποκαλεί τον τύπο που ίππευε λίγο πιο πίσω· «νεαρέ» Τάλανβορ, αν και δεν πρέπει να τους χώριζαν πάνω από τέσσερα ή πέντε χρόνια, ίσως και λιγότερα— έμειναν όσο πιο κοντά στη Μάιντιν γινόταν, με τον Άραμ να προσπαθεί να ακολουθήσει κατά πόδας τον Πέριν. Το ίδιο έκανε κι ένας λεπτοκαμωμένος τύπος με σουφρωμένο στόμα ονόματι Μπάλγουερ, ο οποίος έμοιαζε να δίνει ακόμα λιγότερη σημασία στο περιβάλλον απ’ όση προφασιζόταν ότι έδινε η Μάιντιν. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Πέριν πίστευε πως ο Μπάλγουερ διέκρινε περισσότερα από τη γυναίκα. Δεν μπορούσε να πει ακριβώς γιατί, αλλά τις λίγες φορές που είχε πιάσει τη μυρωδιά του κοκαλιάρη και μικρόσωμου άντρα, είχε την αίσθηση ενός λύκου που οσμίζεται τον αέρα. Παραδόξως, ο Μπάλγουερ δεν ένιωθε καθόλου φόβο, παρά μόνο εκλάμψεις οργής που καλύπτονταν γρήγορα, ανακατεμένες με την ανατριχιαστική οσμή της προσμονής. Οι υπόλοιποι από τους συντρόφους της Μάιντιν ακολουθούσαν πιο πίσω. Η τρίτη γυναίκα, η Μπριάνε, ψιθύριζε ζωηρά σε έναν ογκώδη τύπο με χαμηλωμένη ματιά, ο οποίος μερικές φορές ένευε φορές σιωπηλά κι άλλες κουνούσε απλώς το κεφάλι του. Ήταν η προσωποποίηση του σκληρού και του παλικαρά, αλλά η κοντή γυναίκα είχε επίσης κάτι ζόρικο επάνω της. Ο τελευταίος άντρας, ένας ρωμαλέος τύπος με ένα κουρελιασμένο, ψάθινο καπέλο κατεβασμένο χαμηλά για να του κρύβει το πρόσωπο, καλυπτόταν πίσω από αυτούς τους δύο. Το ξίφος που όλοι οι άντρες κουβαλούσαν έμοιαζε παράταιρο επάνω του, όπως επίσης και πάνω στον Μπάλγουερ.

Το τρίτο μέρος του καταυλισμού, που απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα, στην κούρβα που σχημάτιζε ο λόφος πίσω από τους Μαγιενούς, κάλυπτε εξίσου μεγάλο έδαφος όσο κι οι Φτερωτοί Φρουροί, αν κι οι άνθρωποι εδώ ήταν σαφώς λιγότεροι. Εδώ, τα άλογα ήταν δεμένα στους πασσάλους μακριά από τις πυρές που είχαν ανάψει για το φαγητό, κι έτσι η άσπιλη μυρωδιά του γεύματος γέμιζε την ατμόσφαιρα. Αυτή τη φορά, θα πρέπει να ήταν ψητή γίδα και σκληρά γογγύλια, με τα οποία οι αγρότες μάλλον σκόπευαν να ταΐσουν τα γουρούνια τους ακόμα και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Περίπου τριακόσιοι άντρες των Δύο Ποταμών που είχαν ακολουθήσει τον Πέριν μακριά από τα σπίτια τους σούβλιζαν το κρέας, έραβαν τα ρούχα τους, ήλεγχαν τα βέλη και τα τόξα τους κι όλοι ήταν διασκορπισμένοι σε τυχαίες παρέες των πέντε ή έξι ατόμων γύρω από μια φωτιά. Κουνούσαν τα χέρια τους και χαιρετούσαν, αν κι αρκετοί από δαύτους βροντοφώναζαν «Άρχοντα Πέριν» ή «Πέριν Χρυσομάτη», για να τον ευχαριστήσουν. Η Φάιλε κατείχε δικαιωματικά τους τίτλους που της απέδιδαν.

Ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ, που δεν ήταν διόλου ιδρωμένοι μέσα στους σκοτεινούς τους μανδύες, δεν επευφημούσαν. Απλώς τον κοιτούσαν, καθισμένοι πλάι στην πυρά που είχαν ανάψει μακριά από τους άλλους. Βλέμματα γεμάτα προσμονή, σκέφτηκε ο Πέριν. Προσμονή για τι πράγμα, όμως; Αυτό αναρωτιόταν πάντα σχετικά με αυτούς τους δύο. Οι Άσα’μαν τον έκαναν να αισθάνεται άβολα, περισσότερο κι από τις Άες Σεντάι ή τις Σοφές. Ήταν απόλυτα φυσικό να υπάρχουν γυναίκες με τη δυνατότητα να διαβιβάζουν τη Δύναμη, αν και δεν ήταν ακριβώς ό,τι καλύτερο για έναν άντρα που βρισκόταν εκεί τριγύρω. Ο Γκρέηντυ με το συνηθισμένο πρόσωπο έμοιαζε με αγρότη, παρά το πανωφόρι και το ξίφος του, κι ο Νιλντ με λιμοκοντόρο με στριφτά μουστάκια, ωστόσο ο Πέριν δεν ξεχνούσε τι ήταν αυτοί οι δύο άντρες και τα κατορθώματά τους στα Πηγάδια του Ντουμάι. Βέβαια, ήταν κι ο ίδιος παρών, το Φως να τον βοηθήσει. Τραβώντας το χέρι του από το τσεκούρι που είχε περασμένο στη ζώνη του, ξεπέζεψε.

Διάφοροι υπηρέτες, άντρες και γυναίκες, από τα κτήματα του Άρχοντα Ντομπραίν, στην Καιρχίν, ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος τους, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τους πασσάλους στους οποίους ήταν δεμένα τα άλογα, για να παραλάβουν τα ζώα τους. Όλοι έφταναν το πολύ μέχρι τους ώμους του Πέριν, άνθρωποι ντυμένοι με τα χαρακτηριστικά ρούχα της επαρχίας, οι οποίοι που είχαν μάθει μια ζωή να υποκλίνονται και να προσκυνούν υποτακτικά. Η Φάιλε του είπε πως ταράζονταν όταν προσπαθούσε να τους κάνει να σταματήσουν τις υποκλίσεις ή να πάψουν να τον γυροφέρνουν. Η αλήθεια ήταν πως κάπως έτσι μύριζαν όταν τους το έκανε αυτό, αλλά μέσα σε μια δυο ώρες ξανάρχιζαν να τριγυρνούν κοντά του. Άλλοι πάλι, όσοι σχεδόν ήταν κι οι άντρες των Δύο Ποταμών, φρόντιζαν τα άλογα ή τριγύριζαν γύρω από τις μακριές σειρές των αμαξιών με τους ψηλούς τροχούς που κουβαλούσαν τις προμήθειές τους. Κάποιοι από αυτούς μπαινοέβγαιναν από μια μεγάλη ερυθρόλευκη σκηνή.

Ως συνήθως, η σκηνή αυτή έκανε τον Πέριν να γρυλίσει μελαγχολικά. Η Μπερελαίν διέθετε μια άλλη, μεγαλύτερη, στην περιοχή του καταυλισμού που ανήκε στους Μαγιενούς, συν άλλη μία για τις δύο υπηρέτριές της κι άλλη μία για τους δύο ληστοκυνηγούς που επέμενε να φέρει μαζί της. Η Ανούρα διέθετε δική της σκηνή, όπως κι ο Γκαλίν, αλλά μονάχα ο ίδιος κι η Φάιλε είχαν μία αποκλειστικά δική τους εδώ. Σε προσωπικό επίπεδο, θα μπορούσε κάλλιστα να κοιμάται κάτω από τον ουρανό, όπως κι οι υπόλοιποι άντρες από την πατρίδα. Τη νύχτα δεν σκεπάζονταν με τίποτα, παρά μόνο με μία κουβέρτα. Φόβος για βροχή δεν υπήρχε. Οι Καιρχινοί υπηρέτες κοιμούνταν κάτω από τις άμαξες. Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να ζητήσει κάτι τέτοιο από τη Φάιλε, και μάλιστα όταν η Μπερελαίν διέθετε δική της σκηνή. Μακάρι να μπορούσε να αφήσει την Μπερελαίν στην Καιρχίν. Έτσι, όμως, θα αναγκαζόταν να στείλει τη Φάιλε στην Μπεθάλ.

Ένα ζευγάρι λάβαρα πάνω σε ψήλους και φρεσκοκομμένους στύλους, στο μέσον μιας ανοικτής περιοχής κοντά στη σκηνή, του χάλασε κι άλλο τη διάθεση. Φυσούσε μια ελαφριά αύρα, αν κι έκανε ακόμα αρκετή ζέστη. Νόμιζε πως άκουσε ξανά αυτόν τον κεραυνό, αμυδρά προς τα δυτικά. Οι σημαίες ξετυλίχτηκαν κυματίζοντας αργά, κατέρρευσαν κάτω από το ίδιο τους το βάρος και κυμάτισαν και πάλι. Η Κόκκινη Λυκοκεφαλή στο πορφυρό πλαίσιο κι ο Κόκκινος Αετός της νεκρής από καιρό Μανέθερεν είχαν φανερωθεί ξανά, παρά τις διαταγές του. Ίσως, κατά κάποιον τρόπο, να είχε σταματήσει την προσπάθεια να κρυφτεί, αλλά αυτό που τώρα ήταν η Γκεάλνταν αποτελούσε κάποτε μέρος της Μανέθερεν. Η Αλιάντρε δεν θα χαιρόταν και πολύ να ακούσει ειδικά γι’ αυτό το λάβαρο! Κατάφερε να χαμογελάσει ευγενικά στην κοντόχοντρη και μικροκαμωμένη γυναίκα που υποκλίθηκε βαθιά και πήρε τον Γοργοπόδη, αλλά το χαμόγελό του ήταν προσποιητό. Οι Άρχοντες υποτίθεται ότι υπήρχαν για να τους υπακούουν, κι αν ο ίδιος ήθελε να αποκαλείται άρχοντας, έπρεπε να τα καταφέρει κάπως καλύτερα.

Με τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς της, η Μάιντιν στεκόταν κοιτώντας εξεταστικά τις σημαίες που ανέμιζαν, καθώς έπαιρναν το άλογό της μαζί με τα υπόλοιπα. Παραδόξως, η Μπριάνε κρατούσε κάπως αδέξια τους μπόγους τους. Είχε μουτρώσει κι έμοιαζε εκνευρισμένη με την άλλη γυναίκα. «Έχω ακουστά για κάτι λάβαρα σαν κι αυτά», είπε ξαφνικά η Μάιντιν. Και θυμωμένα. Δεν υπήρχε οργή στη φωνή της και το πρόσωπο της ήταν γαλήνιο σαν πάγος, αλλά η μανία της γέμισε τα ρουθούνια του Πέριν. «Υψώθηκαν από άντρες στο Άντορ, στους Δύο Ποταμούς, που στασίασαν ενάντια στη νόμιμη εξουσία. Νομίζω πως το Αϋμπάρα είναι χαρακτηριστικό όνομα των Δύο Ποταμών».

«Δεν ξέρουμε και πολλά σχετικά με νόμιμες εξουσίες στους Δύο Ποταμούς, Κυρά Μάιντιν», γρύλισε ο Πέριν. Αυτή τη φορά, θα έγδερνε ζωντανό όποιον υπονοούσε κάτι. Αν οι ιστορίες σχετικά με την επανάστασή τους είχαν φθάσει τόσο μακριά... Είχε έρθει ήδη αντιμέτωπος με κάμποσες επιπλοκές, δεν χρειάζονταν κι άλλες. «Υποθέτω πως η Μοργκέις ήταν καλή βασίλισσα, αλλά κι εμείς έπρεπε να αμυνθούμε, κι αυτό κάναμε». Ξαφνικά, θυμήθηκε ποια του θύμιζε. Την Ηλαίην. Όχι ότι σήμαινε αναγκαστικά κάτι. Είχε δει άντρες χίλια μίλια μακριά από τους Δύο Ποταμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να ανήκουν σε γνωστές οικογένειες της πατρίδας του. Ωστόσο, έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί τον θυμό. Η προφορά της θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Αντορινή. «Τα πράγματα στο Άντορ δεν είναι και τόσο άσχημα όσο μπορεί να έχεις ακούσει», της είπε. «Το Κάεμλυν ήταν ήσυχο την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί, κι ο Ραντ —ο Αναγεννημένος Δράκοντας— σκοπεύει να ανεβάσει στον Θρόνο του Λιονταριού την κόρη της Μοργκέις, την Ηλαίην».

Αντί να κατευναστεί, η Μάιντιν στράφηκε εναντίον του, με τα γαλάζια της μάτια να σπιθίζουν. «Σκοπεύει να την ανεβάσει στον θρόνο; Κανείς άντρας δεν τοποθετεί μια βασίλισσα στον Θρόνο του Λιονταριού! Η Ηλαίην θα διεκδικήσει τον θρόνο του Άντορ δικαιωματικά!»

Ξύνοντας το κεφάλι του, ο Πέριν ευχήθηκε να σταματούσε η Φάιλε να παρακολουθεί τόσο ήρεμη αυτήν τη γυναίκα και να έλεγε κάτι. Το μόνο που έκανε, όμως, ήταν να βάλει τα γάντια της ιππασίας πίσω από τη ζώνη της. Πριν καν σκεφτεί να μιλήσει ο ίδιος, η Λίνα πετάχτηκε, άδραξε το μπράτσο της Μάιντιν και την κούνησε τόσο δυνατά, που έτριξαν τα δόντια της.

«Ζήτα συγγνώμη!» γάβγισε η πιο ηλικιωμένη γυναίκα. «Αυτός ο άντρας σού έσωσε τη ζωή, Μάιντιν, κι εσύ, μια απλή επαρχιώτισσα, ξεχνιέσαι και μιλάς έτσι απέναντι σ’ έναν άρχοντα! Θυμήσου ποια είσαι και μην επιτρέπεις στη γλώσσα σου να σου δημιουργεί προβλήματα! Μπορεί αυτός ο νεαρός άρχοντας να μη συμφωνούσε σε κάτι με τη Μοργκέις, κι άλλωστε όλοι γνωρίζουν πως είναι νεκρή πια. Σε τελική ανάλυση, ό,τι και να έχει γίνει, δεν σε αφορά! Λοιπόν, ζήτα του συγγνώμη πριν θυμώσει!»

Η Μάιντιν κοίταξε τη Λίνι και κάτι πήγε να πει. Φαινόταν ακόμα περισσότερο ξαφνιασμένη από τον Πέριν. Ωστόσο, για άλλη μια φορά τον άφησε εμβρόντητο. Αντί να βάλει τις φωνές στην ασπρομάλλα γυναίκα, ορθώθηκε αργά, ίσιωσε τους ώμους της και τον κοίταξε κατάματα. «Η Λίνι έχει απόλυτο δίκιο. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να σας μιλάω έτσι, Άρχοντα Αϋμπάρα. Εκφράζω την ταπεινή μου συγγνώμη. Σου ζητώ να με συγχωρέσεις». Ταπεινή; Το σαγόνι της ήταν σταθερό κι ο τόνος της φωνής της τόσο αγέρωχος που θύμιζε Άες Σεντάι, η δε οσμή της υποδείκνυε πως ήταν έτοιμη να φάει σίδερα.

«Την έχεις», απάντησε ο Πέριν βιαστικά, κάτι που δεν φάνηκε να τη μαλακώνει και πολύ. Η γυναίκα χαμογέλασε, ίσως μάλιστα να σκόπευε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, αλλά ο Πέριν άκουγε ξεκάθαρα τα δόντια της να τρίζουν. Μα, όλες οι γυναίκες ήταν τρελές, τελικά;

«Έχουν σκάσει από τη ζέστη κι είναι και βρώμικοι, σύζυγε μου», είπε η Φάιλε, επεμβαίνοντας τελικά. «Ξέρω πολύ καλά πως, εδώ και μερικές ώρες, δοκιμάζονται σκληρά. Ο Άραμ μπορεί να δείξει στους άντρες πού μπορούν να κάνουν ένα μπάνιο. Οι γυναίκες θα έρθουν μαζί μου. Έχω φέρει μαζί μου υγρά υφάσματα για να πλύνετε τα χέρια και το πρόσωπό σας», είπε στη Μάιντιν και στη Λίνι. Έκανε ένα νεύμα στην Μπριάνε να πλησιάσει κι οδήγησε τις γυναίκες στη σκηνή. Υπακούοντας σε ένα νεύμα του Πέριν, ο Άραμ έγνεψε στους άντρες να τον ακολουθήσουν.

«Μόλις τελειώσεις με την καθαριότητα, Αφέντη Γκιλ, θα ήθελα να σου μιλήσω», είπε ο Πέριν.

Ήταν σαν να είχε εξαπολύσει εκείνον τον πύρινο τροχό. Η Μάιντιν στριφογύρισε απότομα και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, ενώ οι άλλες δύο γυναίκες πάγωσαν στις θέσεις τους. Ο Τάλανβορ άδραξε ξαφνικά τη λαβή του ξίφους του κι ο Μπάλγουερ ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, κοιτώντας πάνω από το δεμάτι που κουβαλούσε, με το κεφάλι του να γέρνει από δω κι από κει. Όχι, δεν έμοιαζε τόσο με λύκο, όσο με πουλί που παραφυλάει μην τυχόν δει καμιά γάτα. Ο ρωμαλέος άντρας, ο Μπέηζελ Γκιλ, άφησε να του πέσουν τα υπάρχοντά του κι αναπήδησε έκπληκτος.

«Μπα, ο Πέριν», ψέλλισε βγάζοντας το ψάθινο καπέλο του. Ο ιδρώτας σχημάτιζε ρυάκια στα σκονισμένα του μάγουλα. Έσκυψε να πιάσει τον μπόγο, αλλά φαίνεται πως άλλαξε γνώμη κι ίσιωσε ξανά το ανάστημά του με βιασύνη. «Εννοώ, ο Άρχοντας Πέριν. Εγώ... εεμ... το σκέφτηκα πως μπορεί να ήσουν εσύ, αλλά... αλλά ακούγοντάς τους να σε φωνάζουν άρχοντα, δεν ήμουν σίγουρος αν θα έδινες σημασία σε έναν γέρο πανδοχέα». Πέρασε ένα μαντήλι πάνω στο σχεδόν καραφλό του κεφάλι και γέλασε νευρικά. «Φυσικά και θα τα πούμε. Η καθαριότητα μπορεί να περιμένει λιγάκι».

«Γεια σου, Πέριν», είπε ο ογκώδης άντρας. Με τα βαριά του βλέφαρα, ο Λάμγκουιν Ντορν έμοιαζε τεμπέλης, παρά το μυώδες κορμί του και τα σημάδια πάνω στο πρόσωπο και τα χέρια του. «Ο Άρχοντας Γκιλ κι εγώ ακούσαμε πως ο νεαρός Ραντ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Θα έπρεπε να συμπεράνουμε πως θα έκανες κι εσύ την εμφάνισή σου. Ο Πέριν Αϋμπάρα είναι καλός άνθρωπος, Κυρά Μάιντιν. Νομίζω πως μπορείς να τον εμπιστευτείς σε οτιδήποτε». Δεν ήταν οκνηρός, ούτε και χαζός επίσης.

Ο Άραμ τίναξε ανυπόμονα το κεφάλι του κι ο Λάμγκουιν με τους άλλους δυο τον ακολούθησαν, αλλά ο Τάλανβορ με τον Μπάλγουερ έσερναν τα πόδια τους, ρίχνοντας ερωτηματικές ματιές προς το μέρος του Πέριν και του Άρχοντα Γκιλ. Ματιές γεμάτες ανησυχία. Κοιτούσαν επίσης τις γυναίκες. Η Φάιλε τις είχε πάρει μαζί της, αν κι έριχνε πεταχτά βλέμματα προς το μέρος του Πέριν και του Αφέντη Γκιλ καθώς και προς τους άντρες που ακολουθούσαν τον Άραμ. Ξαφνικά, δεν ένιωθαν και τόσο ευχάριστα που είχαν χωριστεί.

Ο Άρχοντα Γκιλ σκούπισε το μέτωπό του και χαμογέλασε ανήσυχα. Μα το Φως, γιατί ανέδιδε μια οσμή φόβου; αναρωτήθηκε ο Πέριν. Άραγε, φοβόταν αυτόν; Έναν άντρα προσηλωμένο στον Αναγεννημένο Δράκοντα, που αυτοαποκαλείται άρχοντας κι ηγείται ενός στρατού, αν και μικρού, που απειλεί τον Προφήτη. Θα μπορούσε κάλλιστα να φιμώσει ακόμα και τις Άες Σεντάι. Όπως και να έχει, σίγουρα θα τον κατηγορούσαν και γι’ αυτό. Όχι, σκέφτηκε πικρόχολα ο Πέριν. Δεν υπάρχει τίποτα κακό εδώ για να φοβίσει οποιονδήποτε. Το πιθανότερο ήταν πως φοβούνταν μήπως τους σκότωνε όλους.

Προσπαθώντας να κάνει τον Άρχοντα Γκιλ να νιώσει άνετα, οδήγησε τον άντρα σε μια τεράστια βελανιδιά, εκατό βήματα από την ερυθρόλευκη σκηνή. Το μεγαλύτερο μέρος της φυλλωσιάς του μεγάλου δέντρου είχε χαθεί, και τα μισά από τα εναπομείναντα φύλλα ήταν καφετιά, αλλά τα ογκώδη κλωνάρια που απλώνονταν χαμηλά παρείχαν μια υποτυπώδη σκιά και μερικές από τις ροζιασμένες ρίζες εξείχαν αρκετά για να χρησιμεύσουν ως πάγκοι. Ο Πέριν είχε χρησιμοποιήσει μια τέτοια γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ξύνοντας τα νύχια του, ενώ οι υπόλοιποι ασχολούνταν με το στήσιμο του καταυλισμού. Όποτε προσπαθούσε να κάνει κάτι χρήσιμο, πάντα βρίσκονταν ελεύθερα χέρια που δεν του το επέτρεπαν.

Ο Μπέηζελ Γκιλ ωστόσο δεν αισθάνθηκε πιο άνετα, παρ’ όλο που ο Πέριν τον ρώτησε πώς πάει η Ευλογία της Βασίλισσας, το πανδοχείο του στο Κάεμλυν, ή αναθυμόταν την επίσκεψη του εκεί. Ίσως όμως ο Γκιλ να θυμόταν πως μια τέτοια επίσκεψη δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να καλμάρει έναν άνθρωπο, με τόσες Άες Σεντάι τριγύρω, με τις φήμες που ακούγονταν για τον Σκοτεινό και με τη διαφυγή στο σκοτάδι. Βημάτιζε ανήσυχα πάνω κάτω, κρατώντας σφιχτά τον μπόγο στο στήθος του, μετακινώντας τον από το ένα χέρι στο άλλο κι απαντώντας με ελάχιστα λόγια, γλείφοντας συγχρόνως τα χείλη του.

«Αφέντη Γκιλ», είπε τελικά ο Πέριν, «πάψε να με αποκαλείς Άρχοντα Πέριν. Δεν είμαι. Είναι λίγο περίπλοκο, αλλά δεν είμαι άρχοντας. Το ξέρεις αυτό».

«Φυσικά», αποκρίθηκε ο στρογγυλός άντρας και κάθισε τελικά σε μια από τις ρίζες της βελανιδιάς. Έμοιαζε κάπως απρόθυμος να αφήσει τον μπόγο με τα υπάρχοντά του, κι απλώς αποτράβηξε αργά τα χέρια του. «Ό,τι πεις, Άρχοντα Πέριν. Εε, ο Ραντ... δηλαδή, ο Άρχοντας Δράκοντας... σκοπεύει πραγματικά να τοποθετήσει στον θρόνο την Αρχόντισσα Ηλαίην; Όχι βέβαια πως έχω αμφιβολίες για τα λεγόμενά σου», πρόσθεσε βιαστικά. Έβγαλε το καπέλο του κι άρχισε πάλι να σκουπίζει το μέτωπό του. Μπορεί να ήταν αρκετά παχύς, αλλά έμοιαζε να ιδρώνει δύο φορές παραπάνω απ’ όσο θα δικαιολογούσε η ζέστη. «Είμαι σίγουρος πως ο Άρχοντας Δράκοντας θα κάνει ό,τι πεις». Το γέλιο του ήταν τρεμουλιαστό. «Επιθυμούσες να μου μιλήσεις. Και μάλλον όχι για να δεις πώς πάει το παλιό μου πανδοχείο, υποθέτω».

Ο Πέριν ξεφύσησε κουρασμένα. Πίστευε πως τίποτα δεν ήταν χειρότερο από τους παλιούς φίλους και γείτονες που φέρονται δουλικά, αλλά μερικές φορές τουλάχιστον ξεχνιούνταν και τους ξέφευγε αυτό που σκέφτονταν. Και κανείς τους δεν τον φοβόταν. «Είσαι πολύ μακριά από την πατρίδα», είπε με ευγενική φωνή. Δεν χρειαζόταν να το παρακάνει, ειδικά με έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει από τρόμο. «Αναρωτιόμουν τι σε έφερε εδώ. Ελπίζω να μην είχες τίποτα μπελάδες».

«Πες του τα όλα, Μπέηζελ Γκιλ», είπε κοφτά η Λίνι, ερχόμενη προς τη βελανιδιά. «Μη διανθίσεις τίποτα, υπ’ όψιν». Δεν είχε λείψει πολύ, ωστόσο φαίνεται πως βρήκε χρόνο να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια της και να φτιάξει τα μαλλιά της σε έναν περιποιημένο λευκό κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Επίσης, είχε καθαρίσει την περισσότερη σκόνη από το απέριττο μάλλινο φόρεμα της. Υποκλίθηκε για τους τύπους προς την κατεύθυνση του Πέριν κι έπειτα στράφηκε και κούνησε ένα ροζιασμένο δάχτυλο προς τον Γκιλ. «“Τρία πράγματα είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικά: Ο πονόδοντος, η πρόκα που εξέχει μέσα σε ένα παπούτσι, κι ο πολυλογάς άντρας”. Λοιπόν, επί της ουσίας, και μη βασανίζεις τον νεαρό άρχοντα με λεπτομέρειες που δεν έχει καμιά όρεξη να ακούει». Για μια στιγμή, κοίταξε τον πανδοχέα με μια προειδοποιητική ματιά, ενώ αυτός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, κι έπειτα έκανε άλλη μια γρήγορη και ξαφνική υπόκλιση προς το μέρος του Πέριν. «Λατρεύει τον ήχο της φωνής του —όπως κι οι περισσότεροι άντρες— αλλά τώρα δεν θα παρεκκλίνει, Άρχοντά μου».

Ο Άρχοντας Γκιλ την αγριοκοίταξε και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, όταν η γυναίκα τον παρότρυνε με μια απότομη κίνηση να αρχίσει να μιλάει. «Κοκαλιάρα παλιό...» ήταν το μόνο που άκουσε ο Πέριν. «Αυτό που έγινε, απλά και σταράτα...», είπε ο παχουλός άντρας αγριοκοιτάζοντας για άλλη μια φορά τη Λίνι, αν κι αυτή δεν φάνηκε να το προσέχει, «ήταν ότι είχα κάποιες δουλειές στο Λάγκαρντ. Μια καλή ευκαιρία για να εισάγω κρασί. Αυτά, όμως, δεν σε ενδιαφέρουν. Φυσικά, πήρα μαζί μου τον Λάμγκγουιν και την Μπριάνε, γιατί αυτή δεν θα τον άφηνε στιγμή από τα μάτια της αν δεν ήταν αναγκαίο. Στον δρόμο συναντήσαμε την Κυρά Ντορλαίν, Κυρά Μάιντιν όπως την αποκαλούμε, τη Λίνι και τον Τάλανβορ. Και τον Μπάλγουερ, βέβαια. Στον δρόμο. Κοντά στο Λάγκαρντ».

«Η Μάιντιν κι εγώ υπηρετούσαμε στο Μουράντυ», παρενέβη ανυπόμονα η Λίνι. «Μέχρι που ξεκίνησαν οι φασαρίες. Ο Τάλανβορ ήταν ο οπλουργός του Οίκου κι ο Μπάλγουερ ο γραμματέας. Οι ληστοσυμμορίτες έκαψαν το οίκημα κι η κυρά μας δεν μπορούσε να μας κρατήσει άλλο, οπότε αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί για μεγαλύτερη ασφάλεια».

«Αυτό θα έλεγα, Λίνι», γκρίνιασε ο Άρχοντας Γκιλ, ξύνοντας το πίσω μέρος του αυτιού του. «Ο οινέμπορος είχε φύγει από το Λάγκαρντ και, για κάποιο λόγο, τράβηξε προς επαρχία, και...» Κούνησε το κεφάλι του. «Είναι τόσο πολλά για να σ’ τα πω όλα, Πέριν. Άρχοντα Πέριν, θέλω να πω. Συγχώρα με. Ξέρεις καλά πως στους καιρούς μας όλο και κάπου ξεσπούν φασαρίες. Κάθε φορά που ξεφεύγουμε από μια άσχημη κατάσταση, πέφτουμε πάνω σε μια άλλη, και πάντα απομακρυνόμαστε από το Κάεμλυν. Και να ’μαστε εδώ, κουρασμένοι κι ευγνώμονες που ξαποστάσαμε κάπως. Αυτά είναι όλα κι όλα εν συντομία».

Ο Πέριν ένευσε αργά. Μπορεί να ήταν η απλή αλήθεια, αν κι είχε μάθει καλά πως οι άνθρωποι ήταν ικανοί να βρουν εκατό λόγους για να που ψέματα ή, τουλάχιστον, για να αποκρύψουν μέρος της αλήθειας. Κάνοντας μια γκριμάτσα, πέρασε σαν τσουγκράνα τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. Μα το Φως! Είχε αρχίσει να γίνεται καχύποπτος σαν Καιρχινός, κι όσο περισσότερο τον έμπλεκε ο Ραντ, τόσο χειρότερα θα γινόταν. Για ποιον λόγο, απ’ όλους τους ανθρώπους, ειδικά ο Μπέηζελ Γκιλ να του έλεγε ψέματα; Υπηρέτρια μιας αρχόντισσας, συνηθισμένη στα προνόμια, που ξαφνικά βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτό εξηγούσε τα πάντα όσον αφορά στη Μάιντιν. Μερικά πράγματα ήταν όντως απλά.

Τα χέρια της Λίνι ήταν διπλωμένα στη μέση της, αλλά παρατηρούσε τα πάντα με κοφτερό βλέμμα δίχως να διαφέρει και πολύ από γεράκι, κι ο Άρχοντας Γκιλ άρχισε να κινείται νευρικά μόλις σταμάτησε να μιλάει. Έμοιαζε να εκλαμβάνει την γκριμάτσα του Πέριν ως απαίτηση για να πει κι άλλα. Γέλασε, πιότερο αμήχανα παρά διασκεδάζοντας. «Από την εποχή του Πολέμου των Αελιτών έχω να περιπλανηθώ τόσο στον κόσμο, και τότε ήμουν πολύ πιο αδύνατος. Που να σ’ τα λέω, φτάσαμε έως και το Άμαντορ. Φύγαμε, φυσικά, από τότε που εκείνοι οι Σωντσάν κατέλαβαν την πόλη, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήταν διόλου χειρότεροι από τους Λευκομανδίτες και...» Η διήγηση του κόπηκε απότομα, καθώς ο Πέριν έγειρε μπροστά και τον άδραξε από το πέτο.

«Οι Σωντσάν, Αφέντη Γκιλ; Είσαι σίγουρος; Ή μήπως είναι ακόμα μία από αυτές τις φήμες, όπως για τους Αελίτες και τις Άες Σεντάι;»

«Τους είδα», αποκρίθηκε ο Γκιλ, ανταλλάσοντας αβέβαιες ματιές με τη Λίνι. «Έτσι αυτοαποκαλούνται. Εκπλήσσομαι που δεν το ξέρεις. Οι φήμες από το Άμαντορ διαδόθηκαν αστραπιαία πριν ακόμα φύγουμε εμείς. Αυτοί οι Σωντσάν θέλουν ανθρώπους που να ξέρουν τι κάνουν. Παράξενοι τύποι και με πολύ παράξενα πλάσματα». Ο τόνος της φωνής του ανέβηκε. «Όπως κι οι Σκιογέννητοι. Τεράστια πλάσματα με δερμάτινα φτερά που μπορούν και πετούν κουβαλώντας ανθρώπους. Μοιάζουν με σαύρες, αλλά είναι μεγάλα σαν άλογα κι έχουν τρία μάτια. Τα είδα! Αλήθεια σου λέω!»

«Σε πιστεύω», είπε ο Πέριν, αφήνοντας το πανωφόρι του άντρα. «Κι εγώ τα έχω δει». Στο Φάλμε, όπου χίλιοι Λευκομανδίτες πέθαναν μέσα σε λίγα λεπτά κι όπου χρειάστηκε η παρέμβαση των νεκρών ηρώων του θρύλου, τους οποίους κάλεσε το Κέρας του Βαλίρ, για να αποκρουστούν οι Σωντσάν. Ο Ραντ είχε πει πως θα ξαναγύριζαν, αλλά πώς τα κατάφεραν τόσο σύντομα; Μα το Φως! Αν πήραν στα χέρια τους το Άμαντορ, θα καταλάμβαναν και το Τάραμπον ή, τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος του. Μόνο ένας τρελός σκοτώνει ελάφι όταν ξέρει πως πίσω του παραμονεύει μια πληγωμένη αρκούδα. Πόσο μέρος, άραγε, είχαν καταλάβει; «Δεν μπορώ να σε στείλω αμέσως στο Κάεμλυν, Αφέντη Γκιλ, αλλά αν μείνεις μαζί μου λίγο ακόμα, θα φροντίσω για την ασφάλειά σου». Αν, δηλαδή, ήταν πράγματι ασφαλές να μείνει μαζί του. Δεν έφτανε ο Προφήτης κι οι Λευκομανδίτες, τώρα ίσως να προστέθηκαν κι οι Σωντσάν.

«Νομίζω πως είσαι πολύ καλός άνθρωπος», είπε ξαφνικά η Λίνι. «Φοβάμαι πως δεν σου είπαμε όλη την αλήθεια, κι ίσως θα έπρεπε».

«Τι είναι αυτά που λες, Λίνι;» αναφώνησε ο Άρχοντας Γκιλ, αναπηδώντας όρθιος. «Μου φαίνεται πως την πείραξε η ζέστη», είπε στον Πέριν. «Και το ταξίδι. Μερικές φορές φαντάζεται περίεργα πράγματα. Τους ξέρεις τώρα τους γέρους. Έλα τώρα, Λίνι, ησύχασε!»

Η Λίνι έδιωξε με μια απότομη κίνηση το χέρι με το οποίο προσπάθησε να της κλείσει το στόμα. «Κοίτα τη δουλειά σου, Μπέηζελ Γκιλ! Εσύ είσαι ο “γέρος”. Κατά μία έννοια, η Μάιντιν όντως προσπαθούσε να διαφύγει από τον Τάλανβορ, ενώ αυτός την είχε πάρει στο κατόπι. Κι αυτό προσπαθούσαμε να κάνουμε όλοι εδώ και τέσσερις μέρες, κάτι που εξουθένωσε κι εμάς και τα άλογα. Δεν είναι να απορεί κανείς που πολλές φορές φέρεται απερίσκεπτα. Εσείς οι άντρες μπερδεύετε τόσο πολύ το μυαλό μιας γυναίκας, έτσι που να μην μπορεί να σκεφτεί καθαρά, κι ύστερα προσποιείστε πως δεν τρέχει τίποτα. Μάλλον χρειάζεστε πολύ ξύλο. Το κορίτσι φοβάται τα ίδια της τα αισθήματα! Αυτοί οι δύο πρέπει να παντρευτούν, κι όσο συντομότερα γίνει αυτό τόσο καλύτερα».

Ο Άρχοντας Γκιλ την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό κι ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον είχε ανοίξει και το δικό του από την έκπληξη. «Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς θέλετε από μένα», είπε αργά κι η ασπρομάλλα γυναίκα τον διέκοψε πριν τελειώσει την πρότασή του.

«Μην κάνεις τον κουτό. Δεν θα σε πίστευα ούτε στιγμή. Βλέπω πως είσαι πιο ξύπνιος από τους περισσότερους άντρες. Αυτό είναι κι η χειρότερη συνήθειά σας, το να πιστεύετε πως δεν βλέπετε αυτό που είναι κάτω από τη μύτη σας». Τι είχαν απογίνει όλες εκείνες οι υποκλίσεις; Με τα λεπτά της χέρια διπλωμένα κατά μήκος του στήθους της, τον κοιτούσε άκαμπτα. «Τέλος πάντων, αν πρέπει σώνει και καλά να προσποιηθείς, θα αναλάβω να μιλήσω εγώ ξεκάθαρα αντί για σένα. Αυτός ο Άρχοντας σας ο Δράκοντας κάνει ό,τι θέλει, απ’ όσο έχω ακουστά. Ο Προφήτης σας διαλέγει κόσμο και τους παντρεύει επί τόπου. Πολύ καλά. Αρπάζεις κι εσύ τη Μάιντιν και τον Τάλανβορ και τους παντρεύεις. Κι αυτός κι αυτή θα σου είναι ευγνώμονες. Μόλις έρθει στα συγκαλά της, τουλάχιστον».

Εμβρόντητος, ο Πέριν κοίταξε προς το μέρος του Άρχοντα Γκιλ, ο οποίος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του κι έκανε μια σαχλή γκριμάτσα. «Να με συγχωρείτε», είπε ο Πέριν στη βλοσυρή γυναίκα, «αλλά έχω κάποιες δουλειές που πρέπει να γίνουν». Έφυγε βιαστικά, κοιτώντας μόνο μία φορά πάνω από τον ώμο του. Η Λίνι κουνούσε ένα απειλητικό δάχτυλο στον Άρχοντα Γκιλ, επιπλήττοντάς τον παρά τις διαμαρτυρίες του. Ο ελαφρύς άνεμος φυσούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι έτσι ο Πέριν δεν άκουσε τι έλεγαν. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε κιόλας. Ήταν όλοι τρελοί!

Η Μπερελαίν μπορεί να είχε τους δύο υπηρέτες και τους ληστοκυνηγούς της, αλλά η Φάιλε είχε τους ακολούθους της. Είκοσι περίπου νεαροί Δακρυνοί και Καιρχινοί κάθονταν σταυροπόδι δίπλα στη σκηνή, ενώ οι γυναίκες φορούσαν πανωφόρια και παντελόνια κι είχαν σπαθιά περασμένα στις ζώνες τους, ακριβώς όπως κι οι άντρες. Καμιά τους δεν είχε μαλλιά μακρύτερα από το επίπεδο του ώμου, ενώ τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες τα είχαν δέσει με μια κορδέλα, μιμούμενοι την Αελίτικη ουρά. Ο Πέριν αναρωτήθηκε πού να είχαν πάει οι υπόλοιποι. Σπάνια απομακρύνονταν εκτός βεληνεκούς της φωνής της Φάιλε. Ήλπιζε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η γυναίκα, απ’ ό,τι είχε πει, τους είχε πάρει υπό την προστασία της ακριβώς για να μην έχουν φασαρίες, και το Φως μόνο ήξερε σε τι θα είχαν μπλέξει αν είχαν μείνει στην Καιρχίν παρέα με κάμποσους νεαρούς ανόητους όπως αυτοί. Κατά τη γνώμη του Πέριν, όλοι αυτοί ήθελαν ένα μπερντάκι ξύλο μήπως κι έβαζαν μυαλό. Μονομαχούσαν, έπαιζαν με το τζι’ε’τόχ και προσποιούνταν πως ήταν Αελίτες. Ηλιθιότητα!

Η Λασίλ σηκώθηκε καθώς πλησίασε ο Πέριν· ήταν μια μικροκαμωμένη χλωμή γυναίκα με πορφυρές κορδέλες καρφωμένες στο πέτο της, μικρούς χρυσούς κρίκους στα αυτιά της, κι ένα βλέμμα προκλητικό, που μερικές φορές έκανε τους άντρες των Δύο Ποταμών να σκέφτονται πως πιθανόν να της άρεσε περισσότερο ένα φιλί από το ξίφος που έφερε. Εκείνη τη στιγμή, η πρόκληση ήταν μάλλον παγερή. Ένα λεπτό αργότερα, η Αρέλα στάθηκε κι αυτή όρθια, ψηλή και μελαψή, με τα μαλλιά κομμένα σαν Κόρης και ρούχα πιο ανεπιτήδευτα από των περισσότερων αντρών. Αντίθετα με τη Λασίλ, η Αρέλα έκανε ξεκάθαρο πως είτε σκύλο φιλούσε είτε άντρα ήταν το ίδιο. Οι δύο γυναίκες έμοιαζαν έτοιμες να μετακινηθούν μπροστά από τη σκηνή, για να εμποδίσουν τον Πέριν να περάσει, αλλά ένας τύπος με τετράγωνο πηγούνι και πανωφόρι με φουσκωτά μανίκια γάβγισε μια διαταγή κι οι γυναίκες κάθισαν ξανά κάτω. Απρόθυμα. Ο Παρέλεαν τοποθέτησε τον δείκτη του κάτω από αυτόν τον όγκο που είχε για σαγόνι, λες κι αναθεωρούσε τη γνώμη του. Την πρώτη φορά που τον είδε ο Πέριν, ο άντρας είχε γενειάδα —όπως κι αρκετοί από τους Δακρυνούς— όμως οι Αελίτες γενικώς δεν είχαν γένια.

Ο Πέριν μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του κάτι περί ανοησίας. Αυτό συνήθιζε να κάνει κι η Φάιλε, και το γεγονός πως ήταν άντρας της δεν σήμαινε και πολλά. Ο Άραμ μπορεί να ζήλευε, αλλά τουλάχιστον μοιραζόταν τη στοργή του για τη Φάιλε. Ένιωθε τη ματιά του νεαρού ανόητου επάνω του καθώς έμπαινε στο εσωτερικό. Η Φάιλε θα τον έγδερνε ζωντανό, αν μάθαινε ποτέ πως ήλπιζε ότι θα την κρατούσαν μακριά από φασαρίες.

Η σκηνή ήταν ψηλή κι ευρύχωρη, με ένα λουλουδάτο χαλί για δάπεδο κι αραιή επίπλωση που, ως επί το πλείστον, αναδιπλωνόταν για να χωρέσει στο καρότσι. Ο βαρύς καθρέφτης σίγουρα δεν μπορούσε να κουβαληθεί. Εκτός από τις κασέλες με την μπρούντζινη επένδυση, σκεπασμένες με διακοσμητικά υφάσματα και πτυχωμένες για να χρησιμεύσουν ως επιπλέον τραπεζάκια, ίσιες γραμμές από λαμπερό χρυσάφι στόλιζαν τα πάντα, ακόμα και τον νιπτήρα με τον καθρέφτη του. Μια ντουζίνα κατοπτρικοί φανοί έκαναν το εσωτερικό σχεδόν εξίσου φωτεινό με το εξωτερικό, αν κι αρκετά πιο δροσερό, κι υπήρχε ακόμα και ένα ζευγάρι μεταξένια επίτοιχα χαλιά που κρέμονταν από τα δοκάρια της οροφής, υπερβολικά στολισμένα για τα γούστα του Πέριν. Ήταν πολύ άκαμπτα, με τα πουλιά και τα λουλούδια να μοιάζουν σαν να παρελαύνουν σε φάλαγγα ή να σχηματίζουν γωνίες. Ο Ντομπραίν είχε φτιάξει όλο αυτό το σκηνικό για να ταξιδεύει σαν αριστοκράτης Καιρχινός, αν κι ο Πέριν είχε καταφέρει να «χάσει» το χειρότερο μέρος. Το τεράστιο κρεβάτι, αν μη τι άλλο, ήταν πολύ γελοίο για να το παίρνεις μαζί σου σε ταξίδι. Απαιτούσε από μόνο του ένα ολόκληρο κάρο.

Η Φάιλε με τη Μάιντιν κάθονταν ολομόναχες, κρατώντας στα χέρια τους κούπες από δουλεμένο ασήμι. Απέπνεαν τον αέρα των γυναικών που μπορούν και διαισθάνονται η μία την άλλη, όλο χαμόγελα εξωτερικά αν και με μια χροιά δριμύτητας στη ματιά, σαν να άκουγαν κάτι πέρα από τις λέξεις, χωρίς να είναι σίγουρο αν την επόμενη στιγμή θα αγκαλιάζονταν ή θα τραβούσαν μαχαίρια. Εν πάση περιπτώσει, πίστευε πως οι περισσότερες γυναίκες δεν έφταναν στο σημείο να τραβήξουν μαχαίρια, αλλά η Φάιλε θα μπορούσε να το κάνει. Η Μάιντιν έμοιαζε πολύ λιγότερο ταλαιπωρημένη από το ταξίδι απ’ ό,τι η Φάιλε, είχε πλυθεί κι είχε χτενίσει τα μαλλιά της, ενώ η σκόνη είχε φύγει από το φόρεμά της. Σε ένα μικρό τραπεζάκι με επιφάνεια από μωσαϊκό, ανάμεσά τους, ήταν ακουμπισμένες κι άλλες κούπες καθώς και μια ψηλή και γεμάτη υγρασία ασημένια κανάτα, από την οποία αναδυόταν η οσμή της μέντας από το αφέψημα με τα βότανα. Οι δύο γυναίκες κοίταξαν τριγύρω μόλις ο Πέριν πέρασε την είσοδο και, για μια στιγμή, πήραν ακριβώς την ίδια έκφραση, διερωτώμενες με ψυχρότητα ποιος τις ενόχλησε και διόλου ευχαριστημένες που τις διέκοψαν. Η Φάιλε, πάντως, χαλάρωσε την έκφραση της με ένα χαμόγελο.

«Ο Αφέντης Γκιλ μού είπε την ιστορία σας, Κυρά Ντορλαίν», είπε. «Περάσατε δύσκολες μέρες, αλλά να είστε σίγουροι πως εδώ θα είστε ασφαλείς μέχρι να αποφασίσετε να φύγετε». Η γυναίκα μουρμούρισε «ευχαριστώ» πάνω από το χείλος της κούπας της, αλλά μύριζε επιφυλακτικότητα και τα μάτια της προσπαθούσαν να τον διαβάσουν σαν ανοιχτό βιβλίο.

«Η Μάιντιν είπε και σε μένα την ιστορία τους, Πέριν», είπε η Φάιλε, «κι έχω να της κάνω μια πρόταση. Μάιντιν, εσύ κι οι φίλοι σου περάσατε αρκετούς δύσκολους μήνες κι, απ’ όσο μου είπες, δεν έχετε κάποιο όραμα για το μέλλον. Γιατί δεν μπαίνετε στην υπηρεσία μου; Θα εξακολουθήσετε να ταξιδεύετε, αλλά οι συνθήκες θα είναι πολύ καλύτερες. Πληρώνω καλά και δεν είμαι ιδιαίτερα αυστηρή». Ο Πέριν συμφώνησε αμέσως. Μπορεί η Φάιλε να ήθελε απλά να ικανοποιήσει την ιδιοτροπία της να περιμαζεύει αδέσποτους ανθρώπους, αλλά ο ίδιος επιθυμούσε όντως να τους βοηθήσει. Μάλλον θα ήταν ασφαλέστεροι μαζί του, παρά αν τους άφηνε να περιπλανιούνται μονάχοι τους.

Η Μάιντιν πνίγηκε με το τσάι της και κόντεψε να της πέσει κάτω η κούπα. Βλεφάρισε προς το μέρος της Φάιλε, σκουπίζοντας το υγρό της πηγούνι με ένα κεντητό μαντίλι από λινό ύφασμα, κι η καρέκλα της έτριξε αμυδρά καθώς, παραδόξως, στράφηκε να κοιτάξει τον Πέριν. «Ευ... ευχαριστώ», είπε τελικά, αργά. «Νομίζω πως...» Μελέτησε για ένα λεπτό ακόμα τον Πέριν κι η φωνή της ανέβηκε μια οκτάβα. «Ναι, σας ευχαριστώ πολύ και δέχομαι με χαρά την ευγενική σας προσφορά. Πρέπει να το πω στους συντρόφους μου». Σηκώθηκε, δίστασε για λίγο πριν ακουμπήσει την κούπα στον δίσκο, κι ίσιωσε το ανάστημά της, έτσι που η φούστα της απλώθηκε επιτρέποντας της να κάνει μια υπόκλιση που άρμοζε σε άρχοντα παλατιού. «Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης σας, Αρχόντισσα», είπε κοφτά. «Μπορώ να αποσυρθώ;» Η Φάιλε έδωσε τη συγκατάθεσή της, η γυναίκα υποκλίθηκε ξανά κι οπισθοχώρησε δύο βήματα πριν γυρίσει να φύγει! Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του. Άλλος ένας ακόμα που τον περιέπαιζε κάθε φορά που η Φάιλε γυρνούσε το βλέμμα της αλλού.

Το υφασμάτινο άνοιγμα της σκηνής δεν είχε προλάβει καλά-καλά να κλείσει πίσω από τη Μάιντιν, κι η Φάιλε άφησε κάτω την κούπα της και γέλασε χτυπώντας τις φτέρνες της στο χαλί. «Α, μου αρέσει πολύ, Πέριν. Είναι πνευματώδης! Βάζω στοίχημα πως θα σου έψηνε το ψάρι στα χείλη αν δεν επενέβαινα. Καλά, είναι πολύ πνευματώδης!»

Ο Πέριν γρύλισε. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν. Άλλη μία γυναίκα να του ψήνει το ψάρι στα χείλη. «Υποσχέθηκα στον Άρχοντα Γκιλ πως θα τους φροντίσω, Φάιλε, αλλά... Μπορείς να φανταστείς τι μου ζήτησε αυτή η Λίνι; Ήθελε να μεσολαβήσω για να παντρευτούν η Μάιντιν με αυτόν τον τύπο, τον Τάλανβορ. Να τους αρπάξω και να τους παντρέψω, θέλουν δεν θέλουν! Βέβαια, ισχυρίστηκε πως το ήθελαν πολύ κι οι δυο τους». Γέμισε με τσάι μια ασημένια κούπα κι έπεσε βαριά στο κάθισμα που είχε αφήσει κενό η Μάιντιν, αγνοώντας τους ανησυχητικούς τριγμούς εξαιτίας του βάρους που έπεσε ξαφνικά επάνω του. «Τέλος πάντων, δεν πονοκεφαλιάζω και τόσο με αυτές τις ανοησίες. Ο Αφέντης Γκιλ λέει πως οι Σωντσάν ήταν αυτοί που κατέλαβαν το Άμαντορ, και τον πιστεύω. Μα το Φως! Οι Σωντσάν!»

Η Φάιλε παρήγαγε έναν ήχο με τα ακροδάχτυλά της, κοιτώντας στο πουθενά. «Σοφή κίνηση», είπε ρεμβάζοντας. «Οι περισσότεροι υπηρέτες αποδίδουν καλύτερα όταν είναι παντρεμένοι. Ίσως πρέπει να το κανονίσω εγώ. Και για την Μπριάνε, επίσης. Από τον τρόπο που έφυγε τρέχοντας μόλις πλύθηκε, για να πάει να δει εκείνον τον τεράστιο τύπο, σκέφτηκα πως θα έπρεπε να είναι ήδη παντρεμένοι. Τα μάτια της σπίθιζαν. Δεν μπορώ να επιστρέψω αυτού του είδους τη συμπεριφορά στους υπηρέτες μου, Πέριν. Οδηγεί στο κλάμα, στις αντεγκλήσεις και στη μελαγχολία. Η Μπριάνε θα καταντήσει χειρότερα από αυτόν».

Ο Πέριν την κοίταξε έντονα. «Με άκουσες;» ρώτησε αργά. «Οι Σωντσάν κατέλαβαν το Άμαντορ! Οι Σωντσάν, Φάιλε!»

Η γυναίκα αναπήδησε ξαφνιασμένη —όντως συλλογιζόταν να παντρέψει αυτές τις γυναίκες!— αλλά του χαμογέλασε σαν να διασκέδαζε με κάτι. «Το Άμαντορ είναι μακριά, αλλά κι αν ακόμα συναντηθούν οι δρόμοι μας με αυτούς των Σωντσάν, είμαι σίγουρη πως θα τους βάλεις στη θέση τους. Στο κάτω-κάτω, εσύ μου είπες να στηρίζομαι επάνω σου, έτσι δεν είναι;» Αυτό ισχυριζόταν η ίδια, αν κι ο Πέριν δεν είχε καμιά τέτοια ένδειξη.

«Θα είναι κάπως πιο δύσκολο από το να τα βγάλω πέρα μαζί σου», της αποκρίθηκε ξερά κι η γυναίκα χαμογέλασε και πάλι. Για κάποια αιτία, μύριζε απόλυτα ικανοποιημένη. «Σκέφτομαι μήπως και στείλω τον Γκρέηντυ ή τον Νιλντ να προειδοποιήσουν τον Ραντ, άσχετα από το τι διέταξε ο ίδιος». Η Φάιλε κούνησε το κεφάλι της με μανία, τα χαμόγελα έσβησαν, αλλά ο Πέριν συνέχισε. «Αν ήξερα πώς να τον βρω, θα το έκανα. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να του στείλω ένα μήνυμα δίχως να το μάθει κανείς». Ο Ραντ είχε επιμείνει σ’ αυτό το θέμα περισσότερο ακόμα κι από την εμμονή του περί εχεμύθειας σχετικά με τον Μασέμα. Ο Πέριν είχε εκδιωχτεί από τον ίδιο τον Ραντ και κανείς δεν έπρεπε να μάθει πως υπήρχε κάτι παραπάνω ανάμεσά τους εκτός από εχθρότητα.

«Το ξέρει, Πέριν. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Η Μάιντιν παρατήρησε παντού στο Άμαντορ περιστερώνες και, προφανώς, οι Σωντσάν δεν έδωσαν μεγάλη προσοχή. Μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, κάθε έμπορος που έχει δοσοληψίες στο Άμαντορ το έχει ακουστά, όπως κι ο Λευκός Πύργος. Ο Ραντ το γνωρίζει, πίστεψέ με. Πρέπει να του έχεις εμπιστοσύνη. Σ’ αυτά τα θέματα, τουλάχιστον, ξέρει καλύτερα». Η Φάιλε δεν ήταν πάντα τόσο σίγουρη γι’ αυτό.

«Ίσως», μουρμούρισε εκνευρισμένος ο Πέριν. Προσπάθησε να μην ανησυχεί για την πνευματική υγεία του Ραντ, αλλά ο Ραντ ανάγκαζε τον Πέριν να έχει καχυποψίες και να τον θεωρεί μερικές φορές ένα χαζοχαρούμενο παιδάκι. Άραγε, πόσο τον εμπιστευόταν ο Ραντ, με δεδομένο πως δεν ανοιγόταν και πολύ κι ότι έκανε σχέδια που δεν αποκάλυπτε ποτέ;

Ξεφυσώντας, ο Πέριν ξανακάθισε στο κάθισμα κι ήπιε μια γερή γουλιά τσάι. Η αλήθεια ήταν πως, τρελός ή λογικός, ο Ραντ είχε δίκιο. Αν οι Αποδιωγμένοι ή ακόμα κι ο Λευκός Πύργος ψυλλιάζονταν τι πήγαινε να κάνει, θα έβρισκαν σίγουρα τρόπο να του τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια. «Αν μη τι άλλο, μπορώ να περιορίσω τα κουτσομπολιά των κατασκόπων του Πύργου. Αυτή τη φορά, θα είμαι εγώ που θα κάψω αυτό το καταραμένο λάβαρο». Και τη Λυκοκεφαλή, επίσης. Ίσως να χρειαζόταν να παραστήσει τον άρχοντα, αλλά μπορούσε να το κάνει και δίχως την καταραμένη σημαία!

Τα σαρκώδη χείλη της Φάιλε σούφρωσαν διακριτικά και κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Γλίστρησε από την καρέκλα της, γονάτισε πλάι του και πήρε το χέρι του στο δικό της. Το βλέμμα του Πέριν συνάντησε με κάποια επιφύλαξη την κοφτή της ματιά. Όταν τον κοιτούσε τόσο έντονα και με τέτοια σοβαρότητα, επρόκειτο να του πει κάτι σημαντικό. Ή αυτό ή να του ρίξει στάχτη στα μάτια και να τον κάνει να μην ξέρει πού πάνε τα τέσσερα. Η οσμή της δεν του αποκάλυπτε τίποτα. Προσπάθησε να πάψει να τη μυρίζει. Ήταν πολύ εύκολο να απορροφηθεί, κι έπειτα αυτή θα του έριχνε πράγματι στάχτη στα μάτια. Ένα πράγμα είχε μάθει από τότε που παντρεύτηκε: όταν ένας άντρας χρειαζόταν να τα βγάλει πέρα με μια γυναίκα, έπρεπε να βρίσκεται σε πλήρη εγρήγορση. Συχνά, ακόμα κι αυτό δεν ήταν αρκετό· οι γυναίκες έκαναν πάντα αυτό που ήθελαν, όπως άλλωστε κι οι Άες Σεντάι.

«Ίσως θα ήθελες να το ξανασκεφτείς, σύζυγε», μουρμούρισε. Ένα λοξό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της, λες κι ήξερε για ακόμα μία φορά τι σκεφτόταν ο Πέριν. «Αμφιβάλλω αν κανείς απ’ όσους μας είδαν από τότε που εισήλθαμε στην Γκεάλνταν γνωρίζει τι είναι ο Κόκκινος Αετός. Βέβαια, στα πέριξ μιας πόλης σαν την Μπεθάλ, κάποιοι θα το ξέρουν. Κι όσο πιο πολύ καιρό μάς πάρει το κυνήγι του Μασέμα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να γίνει γνωστό».

Δεν μπήκε στον κόπο να της πει πως αυτός ήταν κι ο σημαντικότερος λόγος που ήθελε να ξεφορτωθεί το λάβαρο. Η Φάιλε δεν ήταν ανόητη και σκεφτόταν πολύ πιο γρήγορα από αυτόν. «Τότε, γιατί να το κρατήσουμε», τη ρώτησε αργά, «όταν το μόνο που κάνει είναι να τραβάει την προσοχή προς τον βλάκα που όλοι θα νομίζουν πως προσπαθεί να αναστήσει τη Μανέθερεν από τον τάφο της;» Κάμποσοι άντρες —και γυναίκες— το είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν. Το όνομα της Μανέθερεν ήταν συνδεδεμένο με πανίσχυρες μνήμες και βόλευε πολύ καλά όποιον ήθελε να εξεγερθεί.

«Ακριβώς επειδή θα τραβήξει την προσοχή». Έσκυψε απότομα προς το μέρος του. «Προς έναν άντρα που προσπαθεί να αναβιώσει ξανά τη Μανέθερεν. Οι υποδεέστεροι θα χαμογελάσουν ειρωνικά, ελπίζοντας πως θα φύγεις σύντομα, και θα προσπαθήσουν να ξεχάσουν αυτοί εσένα κι εσύ αυτούς. Όσον αφορά στους σπουδαιότερους, έχουν πολλά προβλήματα ώστε να ασχοληθούν μαζί σου, εκτός κι αν τους προκαλέσεις. Συγκριτικά με τους Σωντσάν, με τον Προφήτη ή με τους Λευκομανδίτες, ένας άντρας που προσπαθεί να αναβιώσει τη Μανέθερεν είναι άνευ σημασίας. Νομίζω, μάλιστα, ότι μπορούμε να πούμε εκ του ασφαλούς πως ούτε καν ο ίδιος ο Πύργος δεν θα ασχοληθεί μαζί σου, όχι τώρα τουλάχιστον». Το χαμόγελό της πλάτυνε κι η σπίθα στη ματιά της μαρτυρούσε πως ήταν έτοιμη για την τελική αποκάλυψη. «Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως κανείς δεν θα νομίσει πως αυτός ο άντρας κάνει και κάτι άλλο». Ξαφνικά, το χαμόγελο χάθηκε. Κόλλησε με δύναμη το δάχτυλό της πάνω στη μύτη του. «Και πάψε να αποκαλείς τον εαυτό σου ηλίθιο, Πέριν τ’Μπασίρε Αϋμπάρα. Ούτε καν εμμέσως να μην το αναφέρεις. Δεν είσαι, και δεν μου αρέσει καθόλου». Η οσμή της ήταν δριμεία· όχι ακριβώς θυμός αλλά σίγουρα απογοήτευση.

Αστραπιαία. Σαν αλκυόνα που ξεχύνεται ταχύτερα κι από τη σκέψη. Σίγουρα ταχύτερα από τη δικιά του σκέψη. Ποτέ δεν θα σκεφτόταν από μόνος του να κρυφτεί τόσο... διαβόητα. Ωστόσο, είχε κάποιο νόημα. Ήταν σαν να κρύβεις το γεγονός πως είσαι δολοφόνος ισχυριζόμενος πως είσαι ληστής. Μπορεί και να απέδιδε.

Χασκογελώντας, ο Πέριν φίλησε το ακροδάχτυλό της. «Το λάβαρο θα παραμείνει», είπε. Υπέθεσε πως το ίδιο ίσχυε και για τη Λυκοκεφαλή. Κατάρα! «Πάντως, η Αλιάντρε πρέπει να μάθει την αλήθεια. Αν νομίζει πως ο Ραντ σκοπεύει να με κάνει Βασιλιά της Μανέθερεν και να καταλάβω τα μέρη της...»

Η Φάιλε σηκώθηκε τόσο ξαφνικά και στράφηκε να φύγει τόσο απότομα, που ο Πέριν σκέφτηκε πως είχε κάνει λάθος που ανέφερε το θέμα της Βασίλισσας. Από την Αλιάντρε θα μπορούσαν πολύ εύκολα να περάσουν στην Μπερελαίν, κι η οσμή της Φάιλε ήταν ήδη... εκρηκτική. Επιφυλακτική. Αυτό, όμως, που είπε πάνω από τον ώμο της ήταν: «Η Αλιάντρε δεν θα αποτελέσει πρόβλημα για τον Πέριν τον Χρυσομάτη. Το πουλί αυτό έχει παγιδευτεί για τα καλά, σύζυγε, άρα είναι καιρός να ασχοληθούμε με την εξεύρεση του Μασέμα». Γονατίζοντας με χάρη δίπλα σε ένα μικρό κασόνι, ακουμπισμένο στον πάνινο τοίχο, το μοναδικό κασόνι χωρίς υφασμάτινες πτυχώσεις, ανασήκωσε το σκέπασμα κι άρχισε να μετακινεί διάφορους τυλιγμένους χάρτες.

Ο Πέριν ήλπιζε να είχε δίκιο για την Αλιάντρε, μια και δεν είχε ιδέα τι θα έπρεπε να κάνει σε περίπτωση που η Φάιλε έκανε λάθος. Μακάρι να εκπλήρωνε τις μισές προϋποθέσεις απ’ όσες τον είχε ικανό. Η Αλιάντρε δεν ήταν παρά ένα παγιδευμένο πουλί, οι Σωντσάν θα έπεφταν σαν κούκλες μπροστά στον Πέριν τον Χρυσομάτη και θα άρπαζε και τον Προφήτη για να τον οδηγήσει στον Ραντ, ακόμα κι αν είχε γύρω του δέκα χιλιάδες άντρες να τον υπερασπιστούν. Συνειδητοποίησε, όχι για πρώτη φορά πως, άσχετα από το πόσο τον πονούσε και τον μπέρδευε ο θυμός της, αυτό που φοβόταν περισσότερο ήταν η απογοήτευσή της. Αν έβλεπε ποτέ στα μάτια της κάτι τέτοιο, θα του ξέσκιζε την καρδιά.

Γονάτισε πλάι της και τη βοήθησε να ξεδιπλώσει τον μεγαλύτερο χάρτη, που κάλυπτε το νότιο μέρος της Γκεάλνταν και το βόρειο της Αμαδισία, κι άρχισε να τον μελετάει λες και το όνομα του Μασέμα θα ξεπηδούσε από την περγαμηνή. Είχε περισσότερους λόγους από τον Ραντ για να θέλει να πετύχει. Αν μη τι άλλο, δεν ήθελε να απογοητεύσει τη Φάιλε.


Η Φάιλε ήταν ξαπλωμένη στο σκοτάδι κι άκουγε, μέχρι που σιγουρεύτηκε πως η ανάσα του Πέριν είχε πάρει τον χαρακτηριστικό βαρύ ρυθμό του ύπνου. Ύστερα, ξεγλίστρησε από τα σκεπάσματα που μοιραζόταν μαζί του. Μια αξιοθρήνητη ευθυμία την άγγιξε καθώς τραβούσε από πάνω της το λινό νυχτικό. Το πίστευε πράγματι, άραγε, πως η γυναίκα του δεν θα ανακάλυπτε πως είχε κρύψει το κρεβάτι βαθιά σε ένα δασύλλιο ένα πρωί ενώ φόρτωναν τις καρότσες; Όχι ότι την ένοιαζε· όχι πολύ, τουλάχιστον. Σίγουρα είχε κοιμηθεί στο έδαφος τόσο συχνά όσο κι αυτός. Προσποιήθηκε την έκπληκτη, βέβαια, και δεν έδωσε πολλή σημασία. Ό,τι άλλο κι αν συνέβαινε, ο Πέριν θα ζητούσε συγγνώμη, μπορεί μάλιστα να πήγαινε να φέρει και το κρεβάτι. Το να κουμαντάρεις έναν άντρα είναι τέχνη, έτσι έλεγε η μητέρα της. Άραγε, το είχε βρει ποτέ τόσο δύσκολο η Ντέιρα νι Γκαλίν;

Έχωσε τα γυμνά της πόδια σε κάτι πασουμάκια, φόρεσε μια μεταξένια ρόμπα, δίστασε για λίγο κι έπειτα κοίταξε προς το μέρος του Πέριν. Αν ξυπνούσε, θα μπορούσε να τη δει πεντακάθαρα, αλλά για την ίδια εξακολουθούσε να είναι ένας σκιώδης όγκος. Μακάρι να ήταν εκεί η μητέρα της για να τη συμβουλεύσει. Αγαπούσε τον Πέριν με όλο της το είναι, αλλά εκείνος την μπέρδευε. Φυσικά, ήταν εντελώς αδύνατον για μια γυναίκα να καταλάβει τους άντρες, αλλά αυτός εδώ δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους είχε γνωρίσει. Δεν καυχιόταν ποτέ κι, αντί να γελάει με τον εαυτό του, ήταν... μετριόφρων. Δεν πίστευε πως ένας άντρας μπορούσε να είναι μετριόφρων! Επέμενε πως μόνο κατά τύχη είχε γίνει αρχηγός, ισχυριζόταν πως δεν είχε ιδέα πώς να διοικεί κι, από την άλλη, όποιος τον πρωτοσυναντούσε ήταν έτοιμος να τον ακολουθήσει μέσα σε μία ώρα. Απαξίωνε το ίδιο του το μυαλό, χαρακτηρίζοντας το ως αργό, τη στιγμή που αυτή η αργόστροφη αλλά και τόσο υπολογιστική σκέψη έβλεπε τόσο βαθιά, που η Φάιλε δεινοπαθούσε για να του κρατήσει μυστικά. Ήταν υπέροχος άντρας αυτός ο κατσαρομάλλης λύκος της. Τόσο δυνατός. Τόσο ευγενικός. Αναστέναξε και βγήκε από τη σκηνή βαδίζοντας στις μύτες των ποδιών της. Τα αυτιά του της είχαν δημιουργήσει δυσκολίες στο παρελθόν.

Ο καταυλισμός ήταν ήσυχος κάτω από το μισογεμάτο φεγγάρι που έχυνε τόσο φως στον ασυννέφιαστο ουρανό όσο κι αν θα ήταν πανσέληνος, μια λάμψη που έσβηνε τα άστρα. Ένα νυχτοπούλι άφησε μια στριγκή κραυγή, αλλά σιώπησε μόλις ακούστηκε το βαθύ σκούξιμο της κουκουβάγιας. Υπήρχε μια ελαφριά αύρα κι, ως εκ θαύματος, κουβαλούσε μια υποψία δροσιάς. Ίσως όμως να ήταν η φαντασία της. Οι νύχτες ήταν δροσερές μόνο συγκριτικά με τις ημέρες.

Οι πιο πολλοί άντρες κοιμούνταν, μοιάζοντας με σκοτεινά εξογκώματα ανάμεσα στις σκιές κάτω από τα δέντρα. Κάποιοι ήταν ξύπνιοι, φλυαρώντας γύρω από μια χούφτα πυρές που έκαιγαν ακόμα. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρυφτεί, αλλά δεν την πρόσεξε και κανείς. Μερικοί έμοιαζαν μισοκοιμισμένοι εκεί που κάθονταν, και τα κεφάλια τους έγερναν μπροστά. Αν δεν γνώριζε πόσο καλά φυλούσαν τον καταυλισμό οι φρουροί, θα νόμιζε πως ακόμα κι ένα κοπάδι βόδια θα ήταν ικανό να τους αιφνιδιάσει. Φυσικά, κι οι Κόρες αναλάμβαναν καθήκοντα φρουρών τη νύχτα. Δεν είχε, όμως, καμιά σημασία ακόμα και να την πρόσεχαν.

Οι άμαξες με τους ψηλούς τροχούς σχημάτιζαν μακρόστενες σκοτεινές σειρές, ενώ οι υπηρέτες είχαν βολευτεί από κάτω τους και ροχάλιζαν. Οι περισσότεροι, δηλαδή. Μονάχα μία φωτιά τσιτσίριζε ακόμα εκεί. Γύρω της κάθονταν η Μάιντιν με τους φίλους της. Ο Τάλανβορ μιλούσε κάνοντας απότομες χειρονομίες, αλλά μόνο οι άντρες έμοιαζαν να τον προσέχουν, μολονότι έμοιαζε να απευθύνεται και στη Μάιντιν. Το ότι είχαν καλύτερες φορεσιές στους μπόγους τους από αυτά τα κουρέλια δεν ήταν άξιο απορίας, αλλά η πρώην κυρά τους θα πρέπει να ήταν πολύ γενναιόδωρη για να χαρίσει μεταξωτά στους υπηρέτες της, κι η Μάιντιν φορούσε ένα πραγματικά κομψό μεταξένιο φόρεμα σε μουντό μπλε χρώμα. Κανείς από τους υπόλοιπους δεν ήταν τόσο καλοντυμένος, πράγμα που σημαίνει πως η Μάιντιν ήταν η ευνοούμενη της κυράς της.

Ένα κλαδί έσπασε κάτω από το πόδι της Φάιλε και μερικά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της. Ο Τάλανβορ πήδησε όρθιος μισοτραβώντας το ξίφος του, πριν την προσέξει κάτω από το φεγγαρόφως να μαζεύει τη ρόμπα της. Η παρέα αποδείχτηκε πιο σβέλτη από τους άντρες των Δύο Ποταμών πίσω της. Για μια στιγμή, απέμειναν να την κοιτάζουν. Κατόπιν, η Μάιντιν σηκώθηκε με χάρη, έκανε μια βαθιά υπόκλιση κι οι υπόλοιποι ακολούθησαν βιαστικά το παράδειγμά της, ανάλογα με την ικανότητα που είχε ο καθένας στις υποκλίσεις. Μόνο η Μάιντιν κι ο Μπάλγουερ έμοιαζαν να νιώθουν τελείως άνετα. Ένα νευρικό χαμόγελο χώρισε στα δύο το στρογγυλό πρόσωπο του Γκιλ.

«Μη διακόπτετε ό,τι κάνατε», τους είπε ευγενικά η Φάιλε. «Αλλά μη μείνετε ξύπνιοι μέχρι αργά. Μας περιμένει δουλειά αύριο». Τους προσπέρασε, αλλά μόλις κοίταξε πίσω της, τους είδε να στέκονται ακόμα ακίνητοι και να την κοιτάζουν. Τα ταξίδια τους θα πρέπει να τους είχαν κάνει επιφυλακτικούς, σαν κουνέλια που συνεχώς προσέχουν μπας κι εμφανιστεί καμιά αλεπού. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερναν να προσαρμοστούν. Στις επόμενες λίγες βδομάδες σίγουρα θα ήταν απασχολημένη να τους εκπαιδεύσει σύμφωνα με τους τρόπους της και να μάθει τους δικούς τους. Και τα δύο ήταν σημαντικά για να υπάρχει καλή διαχείριση σε ένα σπιτικό. Έπρεπε να βρεθεί ο ανάλογος χρόνος.

Δεν απασχόλησαν για πολύ ακόμα τη σκέψη της αυτή τη νύχτα. Σύντομα, βρέθηκε πέρα από τα κάρα, σε απόσταση όμως από το σημείο όπου οι άντρες των Δύο Ποταμών φρουρούσαν άγρυπνα σκαρφαλωμένοι στα δέντρα. Τίποτα μεγαλύτερο από ποντίκι δεν θα περνούσε απαρατήρητο — είχαν ανιχνευθεί ακόμα και κάποιες Κόρες σποραδικά— αλλά κυρίως περίμεναν σε ετοιμότητα κάποιον που θα επιχειρούσε να μπει κρυφά στον καταυλισμό κι όχι όσους είχαν το δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Σε ένα μικρό ξέφωτο, λουσμένο στο φως του φεγγαριού, οι άνθρωποι της περίμεναν.

Μερικοί από τους άντρες υποκλίθηκαν κι ο Παρέλεαν σχεδόν γονάτισε πριν συγκρατηθεί. Κάμποσες γυναίκες υποκλίθηκαν ενστικτωδώς κι οι κινήσεις τους φάνταζαν παράξενες, έτσι όπως ήταν ντυμένες με τις φορεσιές των αντρών, κι έπειτα χαμήλωναν τη ματιά ή έκαναν αμήχανες κινήσεις συνειδητοποιώντας τι έκαναν. Οι τρόποι της αυλής ήταν εγγενείς, αν κι έκαναν σκληρές προσπάθειες να υιοθετήσουν τα έθιμα των Αελιτών. Ή, τουλάχιστον, αυτά που πίστευαν πως ήταν τα έθιμα των Αελιτών. Μερικές φορές τρόμαζαν τις Κόρες με αυτά που πίστευαν. Ο Πέριν τους αποκαλούσε ανόητους και κατά κάποιον τρόπο ήταν, αλλά αυτοί οι Καιρχινοί κι οι Δακρυνοί είχαν ορκιστεί πίστη σ’ αυτή τη γυναίκα —υδάτινη πίστη την έλεγαν, προσπαθώντας να αντιγράψουν τους Αελίτες— κι αυτό από μόνο του τους έκανε δικούς της. Αναμεταξύ τους, αποκαλούσαν την «κοινωνία» τους Τσα Φάιλε, το Νύχι του Γερακιού, παρ’ όλο που παραδέχονταν την αναγκαιότητα να διατηρηθεί μυστικό το όνομα. Δεν ήταν διόλου ανόητοι. Η αλήθεια μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, ήταν πως δεν ξεχώριζαν και πολύ από τα νεαρά αγόρια και κορίτσια με τα οποία είχε μεγαλώσει η ίδια.

Όσους είχε στείλει για δουλειές νωρίς το πρωί είχαν μόλις επιστρέψει, γιατί οι γυναίκες έβγαζαν από πάνω τους τα ρούχα εργασίας. Ακόμα και μία γυναίκα ντυμένη σαν άντρας θα υποκινούσε υποψίες στην Μπεθάλ, πόσοι μάλλον πέντε. Στο ξέφωτο επικρατούσε αναμπουμπούλα, ενώ φούστες, πανωφόρια, πουκαμίσες και παντελόνια πετάγονταν στον αέρα. Οι γυναίκες έδιναν την εντύπωση πως δεν τις ένοιαζε να είναι γυμνές μπροστά σε άλλους, συμπεριλαμβανομένων των αντρών, μια κι αυτή η νοοτροπία επικρατούσε κι ανάμεσα στους Αελίτες, αλλά η βιασύνη και τα λαχανιάσματα υποδήλωναν το αντίθετο. Οι άντρες γύριζαν από δω κι από κει τα κεφάλια τους κάπως αμήχανα, αναποφάσιστοι για το αν θα έπρεπε να κοιτάξουν ευγενικά αλλού ή να τις παρακολουθούν, όπως νόμιζαν ότι έκαναν οι Αελίτες, προσποιούμενοι ταυτόχρονα πως δεν κοιτούσαν προς το μέρος ημίγυμνων γυναικών. Η Φάιλε κρατούσε τη ρόμπα της σφιχτά πάνω από το νυχτικό της. Ήταν αδύνατον να προσθέσει κι άλλα ρούχα επάνω της δίχως να ξυπνήσει τον Πέριν, αλλά δεν είχε καμιά αξίωση να νιώθει βολικά. Δεν ήταν Ντομανή για να δέχεται τους ακολούθους της στο μπάνιο.

«Συγχώρεσέ μας που αργήσαμε, Αρχόντισσα Φάιλε», είπε η Σελάντε λαχανιασμένη, τραβώντας επάνω της το πανωφόρι. Η προφορά της Καιρχίν ήταν έκδηλη στη φωνή της κοντής γυναίκας. Ακόμα και για Καιρχινή, δεν ήταν ψηλή. Ωστόσο, κατάφερνε να περπατάει κορδωμένη, ενώ το γερτό της κεφάλι κι οι στητοί ώμοι υποδήλωναν ένα ποσοστό αναίδειας. «Θα γυρίζαμε νωρίτερα, αλλά οι φρουροί δεν μας άφηναν να βγούμε».

«Δεν σας άφηναν;» ρώτησε κοφτά η Φάιλε. Μακάρι να το είχε δει αυτό με τα ίδια της τα μάτια. Μακάρι να της επέτρεπε ο Πέριν να πάει η ίδια αντί εκείνη η τσούλα. Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται την Μπερελαίν. Το φταίξιμο δεν ήταν του Πέριν. Το επαναλάμβανε αυτό στον εαυτό της είκοσι φορές τη μέρα σαν προσευχή. Γιατί, όμως, να είναι τόσο τυφλός αυτός ο άνθρωπος; «Τι εννοείς, δεν σας άφηναν;» Πήρε μια ανάσα, γεμάτη δυσαρέσκεια. Τα τυχόν προβλήματα με τον άντρα σου δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να επηρεάζουν τον τόνο της φωνής σου απέναντι στους υποτελείς σου.

«Τίποτα το ιδιαίτερο, Αρχόντισσά μου». Η Σελάντε έδεσε την αγκράφα της ζώνης όπου είχε περασμένο το σπαθί της και την τοποθέτησε στους γοφούς της. «Άφησαν κάποιους τύπους που προπορεύονταν να περάσουν τα κάρα τους δίχως να τους

################ ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΕΙΠΟΥΝ #################

την απόκτηση του. Τουλάχιστον, η γυναίκα δεν το επιθυμούσε διακαώς.

«Όπως αξίωσες, Αρχόντισσά μου, φτιάξαμε έναν χάρτη», αποτελείωσε την πρόταση της η μικροκαμωμένη γυναίκα, ρίχνοντας μια τελευταία, προειδοποιητική ματιά προς το μέρος της Μεράλντα. «Σημειώσαμε το παλάτι του Άρχοντα Τέλαμπιν από την πίσω μεριά, όσο περισσότερο μπορούσαμε, αλλά φοβάμαι πως δεν φαίνεται κάτι περισσότερο από τους κήπους και τους στάβλους».

Η Φάιλε δεν προσπάθησε καν να διακρίνει τις γραμμές πάνω στο χαρτί που ξεδίπλωσε στο σεληνόφως. Κρίμα που δεν είχε καταφέρει να πάει η ίδια. Θα χαρτογραφούσε και το εσωτερικό. Όχι. Ό,τι έγινε, έγινε, όπως συνήθιζε να λέει κι ο Πέριν. Κι ήταν αρκετό. «Είσαι σίγουρη πως κανείς δεν ψάχνει τις άμαξες που φεύγουν από την πόλη;» Ακόμα και κάτω από αυτό το ωχρό φως, παρατήρησε τη σύγχυση σε κάμποσα από τα πρόσωπα μπροστά της. Κανείς δεν ήξερε για ποιον λόγο είχε στείλει μερικές από αυτές στην Μπεθάλ.

Η Σελάντε όμως δεν έμοιαζε συγχυσμένη. «Μάλιστα, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε πράα. Πανέξυπνη κι ετοιμόλογη.

Ο άνεμος φύσηξε δυνατά για μια στιγμή, αναδεύοντας τα φύλλα στα δέντρα και τα νεκρά φύλλα στο έδαφος, κι η Φάιλε ευχήθηκε να διέθετε την ακοή του Πέριν, όπως επίσης την όσφρηση και την όρασή του. Δεν είχε σημασία αν την έβλεπε κάποιος εδώ παρέα με τους υποτακτικούς της, αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό αν κάποιος κρυφάκουγε όσα έλεγαν. «Έκανες πολύ καλή δουλειά, Σελάντε. Όλοι σας τα πήγατε θαυμάσια». Ο Πέριν γνώριζε καλά τους κινδύνους που ενέδρευαν εδώ, εξίσου σοβαροί με αυτούς που ενέδρευαν πιο κάτω, στον νότο. Ναι μεν γνώριζε, αλλά, όπως κι οι πιο πολλοί άντρες, λογάριαζε εξίσου συχνά με την καρδιά του όσο και με το μυαλό του. Μια σύζυγος έπρεπε να είναι πρακτική, να κάνει το παν για να αποφεύγει ο άντρας της τις κακοτοπιές. Αυτή ήταν η πρώτη-πρώτη συμβουλή που της είχε δώσει η μητέρα της σχετικά με τον έγγαμο βίο. «Με το πρώτο φως της αυγής θα γυρίσεις στην Μπεθάλ και, μόλις λάβεις ειδοποίηση από μένα, να τι θα κάνεις...»

Ακόμα και τα μάτια της Σελάντε γούρλωσαν από το σοκ καθώς η Φάιλε συνέχισε να μιλάει, αλλά κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε καν γκρίνιασε. Η Φάιλε θα εκπλησσόταν αν το έκαναν. Οι οδηγίες της ήταν ακριβείς. Φυσικά και θα υπήρχε ένα ποσοστό κινδύνου, αλλά δεδομένων των συνθηκών, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα.

«Ερωτήσεις;» ρώτησε τελικά. «Το καταλάβατε όλοι;» Με μια φωνή, οι Τσα Φάιλε αποκρίθηκαν: «Ζούμε για να υπηρετούμε την Αρχόντισσα Φάιλε». Πράγμα που σήμαινε ότι υπηρετούσαν και τον αγαπημένο της λύκο, είτε αυτός τούς ήθελε είτε όχι.


Η Μάιντιν μετακινήθηκε μέσα στις κουβέρτες πάνω στο σκληρό έδαφος, ενώ δεν της ερχόταν ύπνος. Αυτό ήταν τώρα πια το όνομά της. ένα καινούργιο όνομα για μια καινούργια ζωή. Μάιντιν, για τη μητέρα της, και Ντορλαίν για μια οικογένεια σε μια ιδιοκτησία που κάποτε της ανήκε. Η ανταλλαγή μιας παλιάς ζωής με μια καινούργια, αν κι οι ψυχικοί δεσμοί δεν μπορούσαν να αποκοπούν. Και τώρα... Τώρα...

Το αμυδρό τρίξιμο των ξερών φύλλων την ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι της κι είδε μια θολή φιγούρα να περνάει μέσα από τα δέντρα. Ήταν η Αρχόντισσα Φάιλε, η οποία επέστρεφε στη σκηνή της απ’ όπου κι αν είχε πάει. Μια συμπαθέστατη νεαρή γυναίκα, μεγαλόψυχη και καλλιεργημένη. Ανεξάρτητα από την καταγωγή του άντρα της, εκείνη προερχόταν σχεδόν σίγουρα από ευγενική γενιά. Ωστόσο, ήταν νεαρή κι άπειρη. Αυτό μπορεί να βοηθούσε.

Η Μάιντιν άφησε το κεφάλι της να πέσει πίσω, στον μανδύα που είχε διπλώσει χρησιμοποιώντας τον ως μαξιλάρι. Μα το Φως, τι έκανε εδώ; Είχε μπει στην υπηρεσία μιας αρχόντισσας! Όχι. Δεν θα έπαυε να έχει πίστη στον εαυτό της, τουλάχιστον. Και θα την έβρισκε αυτή την πίστη, αν έσκαβε βαθιά. Ένιωσε να της κόβεται η ανάσα ακούγοντας τον ήχο βημάτων εκεί κοντά.

Ο Τάλανβορ γονάτισε με χάρη πλάι της. Ήταν ημίγυμνος και το φεγγαρόφως έλαμπε πάνω στους λείους μυς του στήθους και των ώμων του, ενώ το πρόσωπο του ήταν κρυμμένο στις σκιές. Μια αμυδρή αύρα του ανακάτωνε τα μαλλιά. «Τι τρέλα είναι πάλι αυτή;» τη ρώτησε μαλακά. «Μπήκες στην υπηρεσία; Τι έχεις σκοπό να κάνεις; Κι άσε αυτές τις ανοησίες περί καινούργιας ζωής. Δεν τις πιστεύω. Κανείς δεν τις πιστεύει».

Η γυναίκα επιχείρησε να αλλάξει πλευρό, μα εκείνος άπλωσε το ένα του χέρι στον ώμο της. Δεν εξάσκησε καμιά πίεση, κι ωστόσο το χέρι του την ανάγκασε να σταματήσει, όπως θα έκανε ένα καπίστρι. Μα το Φως, ας μην έτρεμε τόσο. Το Φως δεν εισάκουσε τη δέηση της, αλλά η γυναίκα κατάφερε τουλάχιστον να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. «Σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες, πρέπει να βγω στον κόσμο. Καλύτερα να παρουσιάζομαι ως υπηρέτρια μιας αρχόντισσας παρά ενός ταβερνιάρη. Είσαι ελεύθερος να φύγεις, αν κρίνεις πως εδώ δεν σου ταιριάζει».

«Δεν νομίζω πως, όταν παρέδωσες τον θρόνο, εγκατέλειψες και τα λογικά σου ή την περηφάνια σου», μουρμούρισε ο άντρας. Που να πάρει η ευχή, ήταν ανάγκη να το αποκαλύψει η Λίνι αυτό; «Αν εξακολουθείς να προσποιείσαι πως αυτό έκανες, θα πρότεινα να αποφεύγεις όσο γίνεται τη Λίνι». Ο άντρας κάγχασε. Την ειρωνευόταν, και μάλιστα ξεδιάντροπα! «Επιθυμεί να μιλήσει στη Μάιντιν, κι υποψιάζομαι πως δεν θα είναι τόσο ευγενική μαζί της όσο ήταν με τη Μοργκέις».

Ανασηκώθηκε θυμωμένη, κάνοντας πέρα τα χέρια του. «Μα, επιτέλους, είσαι τυφλός και κουφός; Ο Αναγεννημένος Δράκοντας κάνει σχέδια για την Ηλαίην! Μα το Φως, δεν θα μου άρεσε ακόμα κι αν απλώς ήξερε το όνομά της! Δεν είναι σύμπτωση που βρέθηκα κοντά σε ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του, Τάλανβορ. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση!»

«Που να πάρει, το ήξερα πως αυτό ήταν. Ήλπιζα να κάνω λάθος, αλλά...» Ακουγόταν εξίσου θυμωμένος με αυτή. Δεν είχε δικαίωμα να είναι θυμωμένος! «Η Ηλαίην είναι ασφαλής στον Λευκό Πύργο, κι η Έδρα της Άμερλιν δεν πρόκειται να την αφήσει να βρεθεί κοντά σε έναν άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης, ακόμα κι αν αυτός είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας —ειδικά αυτός!— κι η Μάιντιν Ντορλαίν δεν μπορεί να κάνει τίποτα απέναντι στην Έδρα της Άμερλιν, στον Αναγεννημένο Δράκοντα ή στον Θρόνο του Λιονταριού. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να βρεθεί με σπασμένο τον λαιμό ή με κομμένο το λαρύγγι ή...!»

«Η Μάιντιν Ντορλαίν μπορεί να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα!» τον διέκοψε, εν μέρει για να σταματήσει αυτή την απαίσια λιτανεία. «Μπορεί να ακούει! Μπορεί να...!» Από τον εκνευρισμό της, δεν αποτελείωσε την πρόταση της. Πραγματικά, τι θα μπορούσε να κάνει; Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως το ριχτό φόρεμα που φορούσε ήταν λεπτό, και τύλιξε βιαστικά τις κουβέρτες γύρω από το κορμί της. Η νύχτα έμοιαζε κάπως κρύα. Ίσως, όμως, κι η ανατριχίλα που ένιωθε στο δέρμα της να προερχόταν από τα αόρατα μάτια του Τάλανβορ, που ήταν στραμμένα επάνω της. Η σκέψη αυτή έκανε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν, αλλά ήλπιζε πως ο άντρας δεν μπορούσε να το διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Ευτυχώς, όμως, το αναψοκοκκίνισμα πρόσθεσε ζωηράδα στη φωνή της. Δεν ήταν κανένα κοριτσάκι να κοκκινίζει επειδή την κοίταζε ένας άντρας! «Θα κάνω ό,τι μπορώ κι όπως μπορώ. Σίγουρα θα παρουσιαστεί μια ευκαιρία να μάθω κάτι ή να κάνω κάτι που θα βοηθήσει την Ηλαίην, και σκοπεύω να την αδράξω!»

«Επικίνδυνη απόφαση», αποκρίθηκε ήρεμα ο Τάλανβορ. Η γυναίκα ευχήθηκε να μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του στο σκοτάδι. Μόνο και μόνο για να δει την έκφραση του, φυσικά. «Τον άκουσες που απείλησε να κρεμάσει όποιον τον κοιτάξει με μισό μάτι. Και πιστεύω πως ένας άντρας με τέτοια μάτια είναι ικανός να το κάνει. Μοιάζουν με μάτια θηρίου. Μου έκανε εντύπωση που άφησε εκείνον τον τύπο να φύγει. Νόμιζα πως θα του ξέσκιζε τον λαιμό! Αν ανακαλύψει ποια είσαι και ποια ήσουν... Ίσως ο Μπάλγουερ σε προδώσει. Ποτέ δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για ποιο λόγο μάς βοήθησε να δραπετεύσουμε από το Άμαντορ. Μπορεί να σκέφτηκε ότι η Βασίλισα Μοργκέις θα του έδινε κάποια καινούργια θέση. Τώρα που ξέρει πως δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, ίσως θελήσει να κολακεύσει τα νέα του αφεντικά».

«Φοβάσαι τον Άρχοντα Πέριν τον Χρυσομάτη;» τον ρώτησε απαιτητικά και κάπως περιφρονητικά. Μα το Φως, τη φόβιζε αυτός ο άνθρωπος! Τα μάτια του ανήκαν σε λύκο. «Ο Μπάλγουερ γνωρίζει αρκετά για να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Ό,τι και να πει, θα στραφεί εναντίον του. Σε τελική ανάλυση, εκείνος ήρθε μαζί μου. Αν φοβάσαι, μπορείς να φύγεις!»

«Πάντα αυτό μού πετάς καταπρόσωπο», απάντησε ο Τάλανβορ αναστενάζοντας, και κάθισε πάνω στις φτέρνες του. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα μάτια του, αλλά τα ένιωθε. «Αν θες φύγε, μου λες. Υπήρχε κάποτε ένας στρατιώτης που αγάπησε μια βασίλισσα που ήταν μακριά, ξέροντας καλά πως ήταν ανέλπιδο και πως δεν θα τολμούσε ποτέ να της μιλήσει. Τώρα, η βασίλισσα έχει χαθεί, αφήνοντας πίσω της μια απλή γυναίκα, κι εγώ εξακολουθώ να ελπίζω, να έχω μέσα μου ζωντανή τη φλόγα της ελπίδας! Αν όντως θες να φύγω, Μάιντιν, πες το. Μια λέξη είναι αρκετή. “Φύγε!” Μια απλή λέξη».

Η Μάιντιν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. Μια απλή λέξη, σκέφτηκε. Μα το Φως, μια λέξη είναι μονάχα! Γιατί δεν μπορώ να την προφέρω; Φως, βοήθα με! Για δεύτερη φορά εκείνη τη νύχτα, το Φως δεν εισάκουσε την ευχή της. Η γυναίκα έμεινε εκεί, χωμένη μέσα στις κουβέρτες σαν ηλίθια, με το στόμα ανοικτό και το πρόσωπό της να αναψοκοκκινίζει ολοένα και πιο πολύ.

Αν τη σάρκαζε ξανά, θα τον τρυπούσε με το μαχαίρι της ζώνης της. Αρκεί να γελούσε μόνο ή να φανέρωνε το παραμικρό σημάδι θριάμβου... Αντί γι’ αυτό όμως, ο άντρας έγειρε μπροστά και τη φίλησε απαλά στα μάτια. Ένας βαθύς ήχος ακούστηκε να βγαίνει από το λαρύγγι της. Έμοιαζε ακινητοποιημένη. Με μάτια γουρλωμένα τον κοίταξε που σηκώθηκε όρθιος. Δέσποζε από πάνω της, υπό το σεληνόφως. Ήταν βασίλισσα —υπήρξε βασίλισσα— συνηθισμένη να προστάζει, συνηθισμένη να παίρνει δύσκολες αποφάσεις σε ακραίες περιστάσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή το σφυροκόπημα της καρδιάς της έκανε κάθε σκέψη να εξαφανίζεται από το μυαλό της.

«Αν έλεγες “φύγε”», της είπε, «θα έβαζες ταφόπλακα στις ελπίδες μου, αλλά εγώ δεν θα σε άφηνα».

Χρειάστηκε να περιμένει μέχρι ο άντρας να τυλιχτεί στις κουβέρτες του για να ξαπλώσει και να χωθεί κι αυτή στις δικές της. Ήταν λαχανιασμένη, λες κι έτρεχε. Η νύχτα ήταν πράγματι κρύα. Ανατρίχιαζε, αλλά δεν έτρεμε. Ο Τάλανβορ ήταν πολύ νέος. Πολύ νέος! Και το χειρότερο, είχε δίκιο. Που να τον πάρει! Η υπηρέτρια μιας αρχόντισσας δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα για να επηρεάσει καταστάσεις, κι αν αυτός ο δολοφόνος με τα λυκίσια μάτια που δούλευε για τον Αναγεννημένο Δράκοντα μάθαινε πως είχε στα χέρια του τη Μοργκέις του Άντορ, θα τη χρησιμοποιούσε ενάντια στην Ηλαίην, κι έτσι, αντί να τη βοηθούσε, θα της έκανε κακό. Δεν είχε δικαίωμα να έχει δίκιο όταν η ίδια ήθελε να κάνει λάθος! Ο παραλογισμός αυτής της σκέψης την έκανε έξαλλη. Ωστόσο, ίσως να παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να κάνει κάτι καλό! Έπρεπε να παρουσιαστεί!

Στο πίσω μέρος του μυαλού της, μια αμυδρή φωνή γέλασε. Είναι αδύνατον να ξεχάσεις πως είσαι η Μοργκέις Τράκαντ, της είπε ειρωνικά, κι ακόμα κι αν απαρνήθηκε τον θρόνο της, η Βασίλισσα Μοργκέις δεν θα πάψει να βάζει το χεράκι της στις υποθέσεις των ισχυρών, άσχετα από το πόση καταστροφή έχει προκαλέσει μέχρι τώρα. Ούτε μπορεί να πει σε έναν άντρα να φύγει, γιατί της είναι αδύνατον να σταματήσει να σκέφτεται τα δυνατά του χέρια και τις γωνίες που σχηματίζουν τα χείλη του όταν χαμογελάει, και...

Οργισμένη, τράβηξε τις κουβέρτες πάνω από το κεφάλι της, προσπαθώντας να μην ακούει τη φωνή. Δεν παρέμενε εκεί επειδή της ήταν αδύνατον να απομακρυνθεί από την πηγή της εξουσίας. Όσο για τον Τάλανβορ... Θα τον έβαζε στη θέση του. Αυτή τη φορά θα το έκανε! Όμως... Ποια θα ήταν αυτή η θέση, απέναντι σε μια γυναίκα που δεν ήταν πια βασίλισσα; Πάσχισε να τον βγάλει από το μυαλό της, να αγνοήσει αυτή την ειρωνική φωνή που δεν έλεγε να πάψει. Ωστόσο, όταν τελικά την πήρε ο ύπνος, ένιωθε ακόμα την πίεση των χειλιών του πάνω στα βλέφαρά της.

Загрузка...