24 Η Ώρα του Σιδήρου

Δώδεκα λεύγες ανατολικά του Έμπου Νταρ, το ράκεν γλιστρούσε μέσα κι έξω από τα ραβδωτά σύννεφα που κάλυπταν την ανατολή του ηλίου, για να προσγειωθεί σε ένα μακρύ βοσκοτόπι σημαδεμένο από πολύχρωμα σημαιάκια πάνω σε ψηλούς στύλους που υποδείκνυαν τον χώρο προσγείωσης των ιπτάμενων. Το καφετί γρασίδι είχε ποδοπατηθεί και χαραχτεί από μέρες. Η χάρη που διέθετε το πλάσμα στον αέρα χανόταν απότομα μόλις τα γαμψώνυχα του άγγιζαν το έδαφος κι άρχιζε να τρέχει αδέξια, με τις δερμάτινες φτερούγες να φτάνουν τα τριάντα βήματα σε πλάτος, κρατημένες ψηλά λες και το ζώο ήθελε να ανυψωθεί ξανά. Ελάχιστη ομορφιά υπήρχε σε ένα ράκεν που προσγειωνόταν αδέξια σε ένα χωράφι, χτυπώντας τα πλευρικά του φτερά και με τον αναβάτη να είναι ζαρωμένος πάνω στη σέλα, λες κι ήθελε να τραβήξει το ζώο επάνω χρησιμοποιώντας μονάχα τη μυική του δύναμή, κι ενώ αυτό κατέβαινε μέχρι που τα φτερά του ολίσθαιναν στον αέρα, κι οι άκρες τους περνούσαν ξυστά από τις δεντροκορυφές των ελιών, στην άλλη άκρη του αγρού. Μόνο όταν κέρδιζαν ύψος και στρέφονταν προς τον ήλιο, ανερχόμενα προς τα σύννεφα, τα ράκεν αποκτούσαν ξανά τη χαμένη τους μεγαλοπρέπεια. Οι ιπτάμενες δεν έμπαιναν στον κόπο να ξεπεζέψουν από τη στιγμή που προσγειώνονταν. Ενώ ένας χαμηλόβαθμος υπηρέτης κρατούσε ένα καλάθι ψηλά, έτσι ώστε το ράκεν να μπορεί να καταπιεί χούφτες ολόκληρες από αποξηραμένα φρούτα, η μία από τις ιπτάμενες θα έδινε την αναφορά της σε κάποιον ανώτερο υπηρέτη, ενώ ο πρώτος θα λάμβανε διαταγές από κάποια άλλη ιπτάμενη, τόσο κατώτερου βαθμού που συχνά απαγορευόταν να χειρίζεται ακόμα και τα χαλινάρια του ζώου. Λίγο μετά την προσγείωση, έπαιρναν το πλάσμα από τα γκέμια και το πήγαιναν σε ένα σημείο όπου τέσσερα πέντε άλλα περίμεναν τη σειρά τους γι’ αυτή την άγαρμπη και χρονοβόρο βόλτα στον ουρανό.

Τρέχοντας και κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στους σχηματισμούς του ιππικού και του πεζικού, οι αγγελιοφόροι έφερναν τις αναφορές των ανιχνευτών στη μεγάλη, διοικητική σκηνή με το κόκκινο λάβαρο. Εκεί, υπήρχαν αγέρωχοι Ταραμπονέζοι λογχοφόροι κι απαθείς Αμαδισιανοί με δόρατα, αλφαδιασμένοι συμμετρικά, με τους θώρακές τους να φέρουν οριζόντιες ρίγες ανάλογα το σύνταγμα στο οποίο ανήκαν. Ακανόνιστες ομάδες από Αλταρανά άλογα μετρίου μεγέθους ανάγκαζαν τα υποζύγιά τους να σηκωθούν στα πίσω πόδια, τρομαγμένα από τις κόκκινες ρίγες που σχημάτιζαν πλέγμα στο στήθος τους, τόσο διαφορετικές από άλλου είδους σημάδια. Οι Αλταρανοί δεν είχαν ιδέα γι’ αυτήν τη χαρακτηριστική ασυμμετρία αμφίβολης πιστότητας. Ανάμεσα στους στρατιώτες Σωντσάν παρουσιάζονταν ξακουστά συντάγματα μεγάλων τιμών από κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας, άντρες με ωχρά μάτια από το Άλκαμ, με μελένια επιδερμίδα από το Ν’Κον, μαύροι σαν το κάρβουνο από το Κόγουιλ και το Νταλένσαρ. Υπήρχαν ακόμα μόρατ’τορμ πάνω στα ευλύγιστα υποζύγια με τους μπρούντζινους θώρακες που έκαναν τα άλογα να χρεμετίζουν και να χοροπηδούν από φόβο, ακόμα και μερικοί μόρατ’γκρολμ με τα κοντόχοντρα υποζύγια με τα ραμφοειδή στόματα, αλλά υπήρχε και κάτι που έλαμπε δια της απουσίας του και που συνόδευε πάντα τον στρατό των Σωντσάν. Οι σουλ’ντάμ κι οι νταμέην βρίσκονταν ακόμα μέσα στις σκηνές τους. Κι ο Στρατηγός Κέναρ Μίραζ ανέκαθεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τις σουλ’ντάμ και τις νταμέην.

Από το κάθισμα του, στο βάθρο, μπορούσε να βλέπει ξεκάθαρα το τραπέζι με τους χάρτες, όπου ασκεπείς υπαξιωματικοί έλεγχαν τις αναφορές και τοποθετούσαν σημάδια που αντιπροσώπευαν τις δυνάμεις στο πεδίο της μάχης. Μια μικρή χάρτινη σημαιούλα εξείχε πάνω από κάθε σημάδι, σύμβολα τυπωμένα με μελάνι που μαρτυρούσαν το μέγεθος και τη σύνθεση της δύναμης. Το να βρεις αξιόπιστους χάρτες σε αυτές τις περιοχές ήταν σχεδόν αδύνατον, αλλά το αντίγραφο του χάρτη που ήταν απλωμένο στην επιφάνεια του μεγάλου τραπεζιού ήταν ικανοποιητικό. Και πολύ ανησυχητικό, σύμφωνα με όσα έδειχνε. Μαύροι δίσκοι που υποδήλωναν τις προφυλακές είχαν κατακτηθεί ή σκορπίσει. Σε μεγάλους αριθμούς μάλιστα, σκόρπιοι σε ολόκληρη την ανατολική επικράτεια της οροσειράς Βενίρ. Κόκκινες σφήνες, που απεικόνιζαν τα στρατεύματα που βρίσκονταν εν κινήσει, ήταν μαζεμένες στο δυτικό άκρο, δείχνοντας προς το Έμπου Νταρ. Σκόρπιοι δε ανάμεσα στους μαύρους δίσκους υπήρχαν δεκαεφτά εντελώς λευκοί. Καθώς παρακολουθούσε, ένας νεαρός αξιωματικός με τη χαρακτηριστική καφετιά και μαύρη στολή του μόρατ’τορμ τοποθέτησε προσεκτικά κι έναν δέκατο όγδοο. Εχθρικές δυνάμεις. Κάποιες από δαύτες μπορεί να ήταν η ίδια ομάδα ιδωμένη δύο φορές, αλλά οι περισσότερες ήταν απομακρυσμένες μεταξύ τους κι ο συγχρονισμός των θεάσεων λανθασμένος.

Κατά μήκος των τοιχωμάτων της σκηνής, γραφείς με απέριττα καφετιά πανωφόρια και με τα διακριτικά του βαθμού ανάμεσα στους γραφείς με τους πλατιούς γιακάδες, περίμεναν στα γραφεία τους, με τις πένες στο χέρι, τον Μίραζ να εκδώσει διαταγές τις οποίες θα αντέγραφαν και θα διένεμαν. Ο Στρατηγός είχε ήδη εκδώσει κάθε δυνατή διαταγή. Υπήρχαν κάπου ενενήντα χιλιάδες εχθρικά στρατεύματα στα βουνά, διπλάσια σχεδόν απ’ όσα είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ακόμα και με την ντόπια στρατολόγηση. Δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό το νούμερο, εκτός κι αν οι ανιχνευτές έλεγαν ψέματα, πράγμα απίθανο μια και στους ψεύτες έκοβαν τον λαιμό οι ίδιοι οι σύντροφοι τους. Ήταν πάρα πολλοί, λες και ξεπηδούσαν από το έδαφος σαν σκουλήκια του Σεν Τ’γιόρε. Τουλάχιστον, έπρεπε να καλύψουν ακόμα εκατό μίλια οροσειρών αν σκόπευαν να απειλήσουν το Έμπου Νταρ. Σχεδόν διακόσια, για τους λευκούς δίσκους που βρίσκονταν ακόμα πιο ανατολικά. Και για άλλα εκατό μίλια θα έπρεπε να διανύσουν εκτάσεις με λόφους. Το σίγουρο ήταν πως ο στρατηγός των εχθρών δεν είχε σκοπό να αφήσει τις σκόρπιες δυνάμεις του να αποδεκατιστούν μία-μία. Θα του έπαιρνε περισσότερο χρόνο να τις μαζέψει όλες μαζί. Εκείνη τη στιγμή, μονάχα ο χρόνος ήταν με το μέρος του.

Η υφασμάτινη είσοδος της σκηνής άνοιξε απότομα κι η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ γλίστρησε στο εσωτερικό, με τα μαύρα της μαλλιά να σχηματίζουν ένα περήφανο λοφίο που χυνόταν στην πλάτη της, με το λευκό νυχτικό με τις πτυχώσεις και την πλούσια κεντημένη ρόμπα που φορούσε από πάνω ανέγγιχτα κατά περίεργο τρόπο από τη λάσπη της υπαίθρου. Ο άντρας νόμιζε πως βρισκόταν ακόμα στο Έμπου Νταρ. Θα πρέπει να είχε πετάξει με κάποιο το’ράκεν. Συνοδευόταν από μια μικρή προσωπική ακολουθία. Ένα ζευγάρι Φρουρών του Θανάτου, με μαύρες φούντες στις λαβές των σπαθιών τους, κρατούσαν την υφασμάτινη είσοδο ανοικτή, κι απ’ έξω μπορούσες να διακρίνεις κι άλλους, άντρες με πέτρινα πρόσωπα και πρασινοκόκκινες φορεσιές. Η ενσάρκωση της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα. Μέχρι κι όσοι ανήκαν στην Γενιά τούς πρόσεξαν. Η Σούροθ τούς προσπέρασε σαν να μην ήταν παρά απλοί υπηρέτες, όπως οι αισθησιακές ντα’κοβάλε, με τα πασουμάκια, τις σχεδόν διάφανες λευκές ρόμπες, και με τα ξανθά σαν μέλι μαλλιά τους να σχηματίζουν μια αρμαθιά από λεπτές πλεξούδες, που κουβαλούσαν το επιχρυσωμένο τραπεζάκι της Υψηλής Αρχόντισσας μόλις δύο βήματα πιο πίσω. Η Φωνή της Γενιάς της Σούροθ, η Άλχουιν, μια σκυθρωπή γυναίκα με πράσινο χιτώνα, με τη μισή πλευρά του κεφαλιού της ξυρισμένη και τα υπόλοιπα από τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά της τυλιγμένα σε μια λιτή πλεξούδα, ακολούθησε κατά πόδας την αφέντρα της. Καθώς ο Μίραζ κατέβηκε από την εξέδρα συνειδητοποίησε σοκαρισμένος πως η δεύτερη ντα’κοβάλε πίσω από τη Σούροθ, μια κοντή, μαυρομάλλα και λεπτή γυναίκα με διάφανο χιτώνα, ήταν νταμέην! Μια νταμέην ντυμένη με τρόπο εντελώς ανάρμοστο, δεδομένου ότι ήταν ιδιοκτησία, αλλά το πιο παράξενο ήταν ότι η Άλχουιν την τραβούσε από το α’ντάμ!

Δεν άφησε να φανεί η έκπληξή του καθώς γονάτιζε στο ένα γόνατο, μουρμουρίζοντας: «Είθε το Φως να φωτίζει την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ. Τιμή στην Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ». Όλοι έπεσαν μπρούμυτα στο δάπεδο από καναβάτσο με τα βλέμματα χαμηλωμένα. Ο Μίραζ ανήκε κι αυτός στη Γενιά, αν και βρισκόταν πιο χαμηλά για να ξυρίσει τη μια πλευρά του κρανίου του όπως η Σούροθ. Μονάχα τα νύχια των μικρών του δαχτύλων ήταν βερνικωμένα. Βρισκόταν πολύ χαμηλά στην ιεραρχία για να δείξει έκπληξη επειδή η Υψηλή Αρχόντισσα επέτρεψε στη Φωνή της να εξακολουθήσει να φέρεται σαν σουλ’ντάμ αφού είχε ανέλθει σε σο’τζίν. Περίεργοι καιροί σε παράξενους τόπους, όπου ο Αναγεννημένος Δράκοντας βάδιζε στη γη κι οι μαράθ’νταμέην σκύλιαζαν για να σκοτώσουν και να αιχμαλωτίσουν όποιον κι ότι έβρισκαν μπροστά τους.

Η Σούροθ ούτε που τον κοίταξε καλά-καλά, παρά μόνο στράφηκε να μελετήσει το τραπέζι με τους χάρτες, και σίγουρα είχε σοβαρό λόγο που τα μαύρα της μάτια στένεψαν με αυτό που είδε. Κάτω από το βλέμμα της, οι Χαϊλέν είχαν καταφέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα ονειρεύτηκαν, διεκδικώντας μεγάλες εκτάσεις των κλεμμένων γαιών. Ο μόνος σκοπός για τον οποίον στάλθηκαν ήταν να ανιχνεύσουν την περιοχή, κι έπειτα από το Φάλμε μερικοί πίστευαν πως ακόμα κι αυτό αποδεικνυόταν αδύνατον. Τα δάχτυλα της γυναίκας έπαιζαν εκνευριστικά ταμπούρλο πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, και τα μεγάλα βαμμένα μπλε νύχια των πρώτων δύο δαχτύλων παρήγαν έναν ξερό ήχο. Αν οι επιτυχίες συνεχίζονταν, θα είχε τη δυνατότητα να ξυρίσει ολόκληρο το κεφάλι της και να βάψει κάθε τρίτο νύχι των χεριών της. Η υιοθεσία στην Αυτοκρατορική οικογένεια δεν ήταν κάτι ανήκουστο για τόσο μεγάλα κατορθώματα. Αν όμως η επιτυχία της ήταν αλματώδης κι υπερέβαινε το όριο, μπορεί να βρισκόταν με τα νύχια κομμένα και κουκουλωμένη σε έναν λεπτό σαν μεμβράνη χιτώνα να υπηρετεί κάποιον που θα ανήκε στη Γενιά, αν όχι πουλημένη σε κάποιον αγρότη για να τον βοηθά να καλλιεργεί τα χωράφια του ή να ιδρώνει από τη δουλειά μέσα σε κάποια αποθήκη. Στη χειρότερη περίπτωση, ο Μίραζ θα έπρεπε να κόψει τις φλέβες του.

Συνέχισε να παρακολουθεί σιωπηλά κι υπομονετικά τη Σούροθ, αλλά ο ίδιος ήταν ένας αξιωματικός των ανιχνευτικών ομάδων, ένας μόρατ’ράκεν, πριν πάρει προαγωγή στη Γενιά, κι ήταν αναπόφευκτο να προσέχει τα πάντα τριγύρω του. Ένας ανιχνευτής ζούσε ή πέθαινε ανάλογα με το τι έβλεπε ή όχι, και το ίδιο ίσχυε και για τους υπόλοιπους. Οι άντρες ήταν πεσμένοι μπρούμυτα γύρω από τη σκηνή. Κάποιοι από δαύτους έμοιαζαν να μην αναπνέουν καν. Η Σούροθ θα έπρεπε να τον πάρει παράμερα και να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά τους. Οι στρατιώτες στην είσοδο απαγόρεψαν σε έναν αγγελιοφόρο να περάσει στο εσωτερικό. Πόσο φρικτό ήταν αυτό το μήνυμα που η γυναίκα πάσχιζε να περάσει από τους Φρουρούς του Θανάτου;

Η ματιά του έπεσε στην ντα’κοβάλε που κρατούσε το τραπεζάκι στην αγκαλιά της. Το σκυθρώπιασμα άστραφτε στο χαριτωμένο και κουκλίστικο πρόσωπό της, αν και δεν το άφηνε να φανεί για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Η ιδιοκτησία έδειχνε θυμό; Υπήρχε και κάτι άλλο. Το βλέμμα του στράφηκε στην νταμέην, η οποία είχε κατεβασμένο το κεφάλι αλλά συνέχιζε να ρίχνει γύρω ματιές γεμάτες περιέργεια. Η καστανομάτα ντα’κοβάλε κι η νταμέην με τα ξασπρισμένα μάτια έμοιαζαν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, ωστόσο κάτι υπήρχε επάνω τους. Κάτι στα πρόσωπά τους. Παράξενο. Του ήταν αδύνατον να προσδιορίσει την ηλικία τους.

Η Άλχουιν πρόσεξε πολύ γρήγορα το βλέμμα του. Με ένα δυνατό τράβηγμα του α’ντάμ ανάγκασε την νταμέην να πέσει μπρούμυτα, πάνω στο υφασμάτινο δάπεδο. Με μια κοφτή κίνηση των δαχτύλων της έδειξε προς το καραβόπανο με το χέρι που δεν εμποδιζόταν από το βραχιόλι του α’ντάμ, κι έκανε μια γκριμάτσα όταν η ντα’κοβάλε με τα μελένια μαλλιά δεν κινήθηκε καθόλου. «Κάτω, Λίαντριν!» είπε συριστικά, σχεδόν μέσα από τα δόντια της. Η ντα’κοβάλε αγριοκοίταξε —αν είναι δυνατόν!— την Άλχουιν κι έπεσε στα γόνατα, με τα χαρακτηριστικά της να έχουν αποκτήσει μια μελαγχολική χροιά.

Πολύ παράξενο, αλλά ίσως όχι και τόσο σημαντικό. Με πρόσωπο ανάλγητο, παρ’ όλο που ξεχείλιζε από ανυπομονησία, ο άντρας περίμενε. Ανυπομονησία μαζί με κάποια δυσαρέσκεια. Είχε ανέλθει στην ιεραρχία της Γενιάς αφού κάλπασε πενήντα μίλια σε μια νύχτα και με τρία βέλη πάνω στο κορμί του, για να φέρει τα μαντάτα του επαναστατικού στρατού που παρήλαυνε στο ίδιο το Σωντάρ, κι η πλάτη του ακόμα τον πονούσε.

Τελικά, η Σούροθ στράφηκε από τον χάρτη που ήταν απλωμένος πάνω στο τραπέζι. Δεν του έδωσε την άδεια να σηκωθεί, πόσω μάλλον να τον αγκαλιάσει σαν κάποιον που ανήκει στη Γενιά. Όχι ότι ο Μίραζ περίμενε κάτι τέτοιο. Ήταν πολύ κατώτερος της. «Είσαι έτοιμος να προελάσεις;» απαίτησε να μάθει κοφτά. Αν μη τι άλλο, δεν του μιλούσε μέσω της Φωνής της. Μπροστά σε τόσους αξιωματούχους, ο άντρας θα ένιωθε τέτοια ντροπή που θα κυκλοφορούσε με το βλέμμα χαμηλωμένο επί μήνες, ίσως και χρόνια.

«Θα είμαι σύντομα, Σούροθ», της απάντησε ήρεμα, κοιτώντας την κατάματα. Μπορεί να ήταν χαμηλόβαθμος, αλλά δεν έπαυε να ανήκει στη Γενιά. «Είναι αδύνατον να συνενωθούν πριν περάσουν δέκα μέρες, κι άλλες δέκα τουλάχιστον μέχρι να βγουν από τα βουνά. Πριν από αυτό όμως, εγώ...»

«Θα μπορούσαν να βρεθούν εδώ κι αύριο», τον έκοψε απότομα η γυναίκα. «Ακόμα και σήμερα! Αν έρθουν, Μίραζ, θα καταφθάσουν μέσω της αρχαίας τέχνης του Ταξιδέματος, κάτι που μου φαίνεται πολύ πιθανό».

Άκουσε τους άντρες να μετακινούνται παρά τη θέλησή τους έτσι όπως ήταν πεσμένοι μπρούμυτα. Άραγε, η Σούροθ είχε χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων της κι άρχισε να παραμιλάει για διάφορους θρύλους; «Είσαι σίγουρη;» Τα λόγια ξεπήδησαν από το στόμα του πριν προλάβει να συγκρατηθεί.

Αν προηγουμένως απλώς νόμισε πως η γυναίκα έχασε τον έλεγχο, τώρα ήταν σίγουρος. Η ματιά της άστραψε. Άρπαξε τις άκρες του λουλουδάτου χιτώνα της, οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν και τα χέρια της έτρεμαν. «Τολμάς να με ρωτάς;» γρύλισε δύσπιστα. «Έχω τις πληροφορίες μου από συγκεκριμένες πηγές, κι αυτό πρέπει να σου είναι αρκετό». Ο άντρας αντιλήφθηκε πως η Σούροθ ήταν έξαλλη τόσο με αυτές τις πηγές όσο και μαζί του. «Σε περίπτωση που έρθουν, θα είναι ίσως καμιά πενηνταριά από αυτούς τους μεγαλοπρεπείς που λέγονται Άσά’μαν, και κάπου πέντε ή έξι χιλιάδες στρατιώτες. Φαίνεται πως εξ αρχής τόσοι ήταν, άσχετα από το τι έλεγαν οι ιπτάμενες».

Ο Μίραζ ένευσε αργά. Πέντε χιλιάδες άντρες που χρησιμοποιούσαν με κάποιον τρόπο τη Μία Δύναμη εξηγούσε πολλά. Ποιες ήταν αυτές οι πηγές της και πώς γνώριζε τους αριθμούς τους με τόση ακρίβεια; Δεν ήταν τρελός να ρωτήσει. Σίγουρα είχε Αφουγκραστές κι Αναζητητές στην υπηρεσία της, οι οποίοι παρακολουθούσαν ακόμα και την ίδια. Πενήντα Άσα’μαν. Και μόνο η ιδέα ενός άντρα με την ικανότητα της διαβίβασης τον έκανε να θέλει να φτύσει από αηδία. Οι φήμες έλεγαν πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αυτός ο Ραντ αλ’Θόρ, τους είχε μαζέψει από κάθε έθνος, αλλά δεν περίμενε ποτέ πως θα ήταν τόσοι πολλοί. Φημολογούνταν πως κι ο ίδιος ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε τη δυνατότητα της διαβίβασης. Ίσως να ήταν αλήθεια, δεδομένου του τίτλου του.

Οι Προφητείες του Δράκοντα ήταν γνωστές στους Σωντσάν πριν ακόμα ο Λουθαίρ Πέντραγκ ξεκινήσει τη Συνένωση. Σε αλλοιωμένη μορφή, όπως έλεγαν, πολύ διαφορετική από τη γνήσια έκδοση που έφερε μαζί του ο Λουθαίρ Πέντραγκ. Ο Μίραζ είχε δει κάμποσους τόμους του Κύκλου της Κάρεδον τυπωμένους σε αυτές τις περιοχές, κι ήταν κι αυτοί αλλοιωμένοι —άσε που σε κανέναν δεν αναφερόταν ότι υπηρετούσε τον Κρυστάλλινο Θρόνο!— αλλά οι Προφητείες είχαν ακόμα απήχηση στα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων. Πολλοί ήταν αυτοί που ήλπιζαν στην Επιστροφή, και μάλιστα σύντομα, κι ότι αυτές οι περιοχές θα ανακτώνταν πριν από την Τάρμον Γκάι’ντον, έτσι που ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα κέρδιζε την Τελευταία Μάχη για τη δόξα της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα. Η Αυτοκράτειρα, με τη σειρά της, θα ήθελε να έρθει ο αλ’Θόρ, για να δει τι είδους άνθρωπο είχε στην υπηρεσία της. Από τη στιγμή που ο αλ’Θόρ θα γονάτιζε μπροστά της δεν θα υπήρχε η παραμικρή δυσκολία. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν ένιωθαν δέος γονατίζοντας μπροστά στον Κρυστάλλινο Θρόνο, με τη δίψα για υπακοή να ξεραίνει τις γλώσσες τους. Ολοφάνερα όμως θα ήταν ευκολότερο να φορτώσει αυτόν τον τύπο σε ένα πλοίο και να ξεφορτωθεί τους Άσα’μαν —γιατί σίγουρα έπρεπε να τους ξεφορτωθεί— όταν ο αλ’Θόρ θα βρισκόταν καταμεσής του Ωκεανού Άρυθ, κατευθυνόμενος στο Σωντάρ.

Πράγμα που τον επανάφερε στο πρόβλημα που προσπαθούσε πάση θυσία να αποφύγει, όπως αντιλήφθηκε με ένα ενδόμυχο ξάφνιασμα. Δεν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που απέφευγαν τις δυσκολίες, πόσω μάλλον που τις αγνοούσαν, αλλά εδώ τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά από το παρελθόν. Είχε πολεμήσει σε περισσότερες από είκοσι μάχες, με τις νταμέην να χρησιμοποιούνται κι από τις δύο πλευρές. Ήξερε καλά τις μεθόδους τους, οι οποίες δεν περιελάμβαναν μονάχα τη χρήση Δύναμης. Οι πεπειραμένες σουλ’ντάμ είχαν τη δυνατότητα να καταλάβουν τι έκαναν οι νταμέην ή οι μαράθ’νταμέην, κι οι νταμέην μπορούσαν να το διαβιβάσουν στους υπόλοιπους, έτσι που να καταφέρουν κι αυτοί να αμυνθούν. Άραγε, μπορούσαν οι σουλ’ντάμ να δουν τι είχε κάνει ένας άντρας; Κι ακόμα χειρότερα...

«Θα μου παραδώσεις τις σουλ’ντάμ και τις νταμέην;» ρώτησε. Παρά τη θέλησή του, πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε: «Αν είναι ακόμα άρρωστες, η μάχη θα είναι σύντομη κι αιματηρή. Από την πλευρά μας, τουλάχιστον».

Τα λόγια του είχαν ως αποτέλεσμα να αναδευτούν τα σώματα των αντρών που ήταν πεσμένοι με το πρόσωπο στο πάτωμα. Οι φήμες στον καταυλισμό έδιναν κι έπαιρναν όσον αφορούσε στο είδος της ασθένειας που είχε περιορίσει τις σουλ’ντάμ και τις νταμέην στις σκηνές τους. Η αντίδραση της Άλχουιν ήταν ξεκάθαρη και το έξαλλο αγριοκοίταγμα που του έριξε εντελώς αταίριαστο για σο’τζίν. Η νταμέην μόρφασε ξανά κι άρχισε να αναρριγεί. Παραδόξως, η ντα’κοβάλε με τα μελένια μαλλιά μόρφασε κι αυτή.

Χαμογελώντας, η Σούροθ γλίστρησε έως εκεί που ήταν γονατισμένη η ντα’κοβάλε. Για ποιο λόγο χαμογελούσε σε μια υπηρέτρια, και μάλιστα ελάχιστα εκπαιδευμένη; Άρχισε να χαϊδεύει τις λεπτές πλεξούδες της γονατιστής γυναίκας κι εκείνη σούφρωσε δυσαρεστημένη το τριανταφυλλένιο της στόμα. Μήπως ήταν καμιά πρώην αριστοκράτισσα αυτών των περιοχών; Τα πρώτα λόγια της Σούροθ άφηναν να εννοηθεί κάτι τέτοιο, αν κι ήταν προφανές πως ο στόχος τους ήταν ο άντρας. «Οι μικρού βεληνεκούς αποτυχίες κοστίζουν ελάχιστα, αλλά οι μεγάλες αποτυχίες έχουν οδυνηρό κόστος. Θα έχεις τις νταμέην που ζητάς, Μίραζ. Και θα δώσεις ένα καλό μάθημα σε αυτούς τους Άσα’μαν, έτσι ώστε να καταλάβουν πως καλά θα έκαναν να μείνουν στον βορά. Θα τους αφανίσεις από προσώπου γης, και τους Άσα’μαν, και τους στρατιώτες κι όλους. Έως και τον τελευταίο, Μίραζ. Μίλησα».

«Θα γίνει το πρόσταγμά σου, Σούροθ», αποκρίθηκε ο άντρας. «Θα αφανιστούν μέχρι και τον τελευταίο». Δεν είχε να πει τίποτα άλλο. Ευχήθηκε, ωστόσο, να του είχε απαντήσει κατά πόσον οι σουλ’ντάμ κι οι νταμέην εξακολουθούσαν να είναι άρρωστες.


Ο Ραντ τράβηξε το χαλινό του Ταϊ’ντάισαρ κι οδήγησε το ζώο κοντά στην κορυφή του γυμνού, πέτρινου λόφου, έτσι ώστε να μπορεί να παρακολουθεί το κυριότερο μέρος του μικρού του στρατού που ξεχυνόταν από διάφορες άλλες τρύπες στον αέρα. Άδραχνε με δύναμη την Αληθινή Πηγή, τόσο που έμοιαζε να τρέμει στην αρπάγη του. Έχοντας μέσα του τη Δύναμη, ένιωθε τις αιχμηρές άκρες της Κορώνας από Ξίφη που τρυπούσαν τα μηνίγγια του, πιο οξείες από ποτέ αλλά ταυτόχρονα κι εντελώς απόμακρες, την πρωινή ψύχρα πιο παγερή αλλά και πιο αδιάφορη. Οι αγιάτρευτες πληγές στο πλευρό του δεν ήταν παρά ένας άτονος και μακρινός πόνος. Ο Λουζ Θέριν έμοιαζε λαχανιασμένος και γεμάτος αβεβαιότητα. Ή, ίσως, φόβο. Μια κι είχε βρεθεί τόσο κοντά στον θάνατο την προηγούμενη μέρα, μάλλον δεν ήθελε πια και τόσο πολύ να πεθάνει. Από την άλλη, δεν ήθελε να πεθάνει έτσι κι αλλιώς. Η μόνη σταθερή παράμετρος σε αυτόν τον άνθρωπο ήταν η επιθυμία του να σκοτώσει. Πολύ συχνά, η επιθυμία του αυτή περιελάμβανε και τον ίδιο του τον εαυτό.

Σύντομα, θα μπουχτίσουμε από σκοτωμούς, σκέφτηκε ο Ραντ. Μα το Φως, οι έξι τελευταίες μέρες θα αρρώσταιναν κι όρνιο. Μόνο έξι μέρες είχαν περάσει; Η αηδία δεν τον άγγιζε πια. Δεν το επέτρεπε στον εαυτό του. Ο Λουζ Θέριν δεν απάντησε. Ναι. Είχε έρθει η ώρα που χρειαζόταν να δείξει κανείς καρδιά από σίδερο και σιδηρούν κουράγιο. Έσκυψε για μια στιγμή για να αγγίξει το μακρόστενο, τυλιγμένο σε ύφασμα πακέτο κάτω από τον πέτσινο αναβολέα. Όχι, δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη στιγμή. Η αβεβαιότητα τρεμόσβησε στο Κενό, ίσως και κάτι άλλο ακόμα. Όχι, ήλπιζε πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη. Εντάξει, η αβεβαιότητα ήταν αποδεκτή, αλλά το άλλο συναίσθημα δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να είναι φόβος. Σε καμία περίπτωση!

Οι μισοί από τους γύρω λόφους ήταν καλυμμένοι με κοντόχοντρες και ροζιασμένες ελιές που το ηλιόφως τις έκανε να φαίνονται διάστικτες κι όπου οι λογχοφόροι ήδη παρήλαυναν κατά μήκος των φαλαγγών για να σιγουρευτούν πως ο δρόμος μπροστά ήταν καθαρός. Δεν υπήρχε ίχνος εργατών σε αυτούς τους δεντρόκηπους, καμιά αγροικία, κανένα είδος κτίσματος. Λίγα μίλια δυτικά, οι λόφοι ήταν σκοτεινότεροι και δασωμένοι. Οι Λεγεωνάριοι εμφανίστηκαν κάτω από τον Ραντ, τριποδίζοντας και παραταγμένοι σε σειρές, κι αναπτύχθηκαν σε συστοιχία, ακολουθούμενοι από έναν ουλαμό ρακένδυτων Ιλιανών εθελοντών που είχαν στρατολογηθεί στη Λεγεώνα. Μόλις σχημάτισαν ζυγούς και παρατάχθηκαν, προχώρησαν κάπως παράμερα για να κάνουν χώρο στους Υπερασπιστές και στους Συντρόφους. Το έδαφος ήταν ως επί το πλείστον λασπερό, και τόσο οι μπότες όσο κι οι οπλές γλιστρούσαν πάνω στη λεπτή και λεία επιφάνεια της λάσπης. Παραδόξως, πάντως, ελάχιστα σύννεφα επικρέμονταν στον ουρανό, λευκά και καθαρά. Ο ήλιος ήταν μια ωχροκίτρινη μπάλα. Εκεί πάνω δεν πετούσε τίποτα μεγαλύτερο από σπουργίτι.

Ο Ντασίβα κι ο Φλιν ήταν από τους άντρες που κρατούσαν τις πύλες, όπως επίσης ο Άντλεϋ με τον Χόπγουιλ κι ο Μορ με τον Ναρίσμα. Κάποιες από τις πύλες βρίσκονταν εκτός του οπτικού πεδίου του Ραντ, πίσω από τους αναδιπλούμενους λόφους. Ήθελε να περάσουν όλοι το συντομότερο δυνατόν κι, εκτός από λίγους Στρατιώτες που επιτηρούσαν τον ουρανό, ο κάθε μαυροντυμένος άντρας που δεν είχε αναλάβει ανιχνευτική αποστολή ήλεγχε και μία ύφανση, ακόμα κι ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ, παρ’ όλο που κι οι δυο τους έκαναν μορφασμούς αναμεταξύ τους και προς την κατεύθυνση του Ραντ. Ο Ραντ πίστευε πως δεν ήταν πλέον συνηθισμένοι να κάνουν κάτι τόσο συνηθισμένο όσο να κρατήσουν μια πύλη προς χρήση των άλλων.

Ο Μπασίρε ανέβηκε τριποδίζοντας την πλαγιά, γεμάτος αυτοπεποίθηση και καβάλα στο κοντό καστανοκόκκινο ζώο του. Ο μανδύας του ήταν τραβηγμένος πίσω, παρά την ψύχρα του πρωινού, η οποία βέβαια δεν ήταν τόσο έντονη όσο των βουνών αλλά αρκετά τσουχτερή ωστόσο. Ένευσε αδιάφορα προς τη μεριά της Αναγιέλα και της Άιλιλ, οι οποίες του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό κοιτώντας τον ψυχρά. Ο Μπασίρε χαμογέλασε κάτω από αυτά τα παχιά μουστάκια που έμοιαζαν με κέρατα γυρισμένα προς τα κάτω, και το χαμόγελο του δεν ήταν κι ιδιαίτερα καλότροπο. Είχε εξίσου έντονες αμφιβολίες για τις γυναίκες όσο κι ο Ραντ. Κι αυτές, αν μη τι άλλο, γνώριζαν σχετικά με τις επιφυλάξεις του. Στρέφοντας απότομα το κεφάλι της από τον Σαλδαίο, η Αναγιέλα ξανάρχισε να χαϊδεύει τη χαίτη του ευνουχισμένου της ζώου. Η Άιλιλ κρατούσε τα γκέμια πολύ σφικτά.

Αυτές οι δύο δεν είχαν ξεστρατίσει και πολύ από τον Ραντ ύστερα από το επεισόδιο της ράχης, και μάλιστα την προηγούμενη νύχτα έστησαν τις σκηνές τους σε ακτίνα ακοής από τη δική του. Σε μια λοφοπλαγιά με καφετί γρασίδι, από την αντίθετη μεριά, ο Ντένχαραντ αναδεύτηκε για να μελετήσει τους ακολούθους των δύο αριστοκρατισσών, οι οποίοι ήταν παραταγμένοι πίσω του, κι έπειτα στράφηκε να παρακολουθεί τον Ραντ. Το πιθανότερο ήταν πως παρακολουθούσε και την Άιλιλ με την Αναγιέλα, αλλά το σίγουρο ήταν πως παρακολουθούσε τον Ραντ. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν φοβούνταν να πάρουν την ευθύνη σε περίπτωση που σκοτωνόταν ή αν απλώς επιθυμούσαν να το δουν να συμβαίνει. Μόνο για ένα πράγμα ήταν σίγουρος κι αυτό ήταν πως, αν ήθελαν να τον δουν νεκρό, δεν θα τους έκανε τη χάρη.

Άντε βγάλε άκρη με την καρδιά μιας γυναίκας, κακάρισε πικρόχολα ο Λουζ Θέριν. Ήταν σε μια από τις φάσεις που είχε σώας τας φρένας. Οι πιο πολλές γυναίκες θα έμεναν παγερά αδιάφορες απέναντι σε κάτι για το οποίο ένας άντρας θα σκότωνε, και θα σε σκότωναν για κάτι που θα άφηνε αδιάφορο έναν άντρα.

Ο Ραντ τον αγνόησε. Η τελευταία πύλη στο πεδίο ορατότητάς του έσβησε. Οι έφιπποι Άσα’μαν ήταν πολύ μακριά για να σιγουρευτεί κατά πόσον εξακολουθούσαν να είναι κάτοχοι του σαϊντίν, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία από τη στιγμή που το κατείχε ο ίδιος. Ο αδέξιος Ντασίβα πάσχιζε να καβαλικέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα το άλογο του, κι έπεσε σχεδόν δύο φορές πριν κατορθώσει να ανέβει στη σέλα. Οι περισσότεροι μαυροντυμένοι άρχισαν να καλπάζουν με κατεύθυνση προς τον Βορρά ή τον Νότο.

Οι υπόλοιποι ευγενείς μαζεύτηκαν γοργά, με τον Μπασίρε στην πλαγιά, ακριβώς κάτω από τον Ραντ, και τους υψηλόβαθμους καθώς κι όσους κατείχαν την μεγαλύτερη ισχύ μπροστά, έπειτα από μερικές σπρωξιές εδώ κι εκεί, στα σημεία που δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος προηγούνταν του άλλου. Ο Τίχερα κι ο Μάρκολιν κράτησαν τα άλογά τους στο περιθώριο, αντικριστά του κυρίως όγκου των ευγενών, με τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους προσεκτικά κενές. Ίσως να τους ζητούσαν τη συμβουλή τους, αλλά κι οι δυο τους ήξεραν καλά πως άλλοι θα έπαιρναν τις τελικές αποφάσεις. Ο Γουίραμον άνοιξε το στόμα του με μια μεγαλόπρεπη κίνηση, έτοιμος αναμφίβολα να ξεκινήσει άλλη μία ένδοξη αγόρευση για την τιμή και τη δόξα που θα συνοδεύει τον ακόλουθο του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ο Σούναμον κι ο Τόρεαν, συνηθισμένοι στους λόγους του κι αρκετά ισχυροί για να μην του δίνουν ιδιαίτερα σημασία, σπιρούνισαν ταυτόχρονα τα άλογά τους κι άρχισαν να συζητάνε σιωπηλά. Η έκφραση του Σούναμον είχε μια ασυνήθιστη σκληρότητα, ενώ ο Τόρεαν έμοιαζε έτοιμος να αρπαχτεί. Ο Μπέρτομ με το θεληματικό πηγούνι καθώς και μερικοί άλλοι Καιρχινοί δεν ήταν διόλου ήσυχοι και γελούσαν ο ένας με τα αστεία του άλλου. Όλοι τους είχαν χορτάσει πια από τις μεγαλοπρεπείς ρητορείες του Γουίραμον. Ωστόσο, το σκυθρώπιασμα του Σεμάραντριντ γινόταν όλο και πιο βαθύ κάθε φορά που κοιτούσε προς το μέρος της Άιλιλ και της Αναγιέλα —δεν του άρεσε διόλου που παρέμεναν κοντά στον Ραντ, ειδικά η συμπατριώτισσά του— κι έτσι η στρυφνάδα του ίσως να μην είχε σχέση με τις αερολογίες του Γουίραμον.

«Κάπου δέκα μίλια μακριά μας», είπε δυνατά ο Ραντ, «πενήντα χιλιάδες άντρες περίπου ετοιμάζονται να προελάσουν». Όλοι το είχαν υπ’ όψιν τους, αλλά τα λόγια του χρησίμευσαν στα να τραβήξει την προσοχή επάνω του και να κλείσει κάποια στόματα, όπως του Γουίραμον, ο οποίος —αν και ξινισμένα— σφράγισε το δικό του. Ο τύπος ικανοποιούνταν πραγματικά να ακούει τον εαυτό του να μιλάει. Ο Γκέγιαμ με τον Μάρακον, παίζοντας με τις μυτερές άκρες των λιπαρών τους γενειάδων, χαμογέλασαν γεμάτοι ανυπομονησία, οι ηλίθιοι. Ο Σεμάραντριντ έμοιαζε με κάποιον που είχε καταναλώσει ένα ολόκληρο κύπελλο χαλασμένα δαμάσκηνα, ενώ στα πρόσωπα του Γκρέγκοριν και των τριών αρχόντων των Εννέα που ήταν μαζί του ήταν χαραγμένη μια ζοφερή αποφασιστικότητα. Δεν ήταν ανόητοι. «Οι ανιχνευτές δεν πρόσεξαν κανένα ίχνος από σουλ’ντάμ ή νταμέην», συνέχισε ο Ραντ, «αλλά ακόμα και χωρίς αυτές, ακόμα και με τη βοήθεια των Άσα’μαν, πολλοί από μας μπορεί να σκοτωθούν σε περίπτωση που ξεχάσουμε το γενικό πλάνο. Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως κανείς δεν πρόκειται να το ξεχάσει». Καμιά κατηγορία χωρίς διαταγές αυτή τη φορά, το είχε ξεκαθαρίσει. Επίσης, κανείς δεν θα το έβαζε στα πόδια επειδή νόμισε ότι είδε κάτι.

Ο Γουίραμον χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο γεμάτο κολακεία, όπως του Σούναμον.

Με τον τρόπο του, το σχέδιο ήταν γενικά απλό. Θα προήλαυναν δυτικά σε πέντε φάλαγγες, σε κάθε μία από τις οποίες θα υπήρχαν Άσα’μαν, και θα προσπαθούσαν να ορμήσουν στους Σωντσάν από κάθε μεριά ταυτόχρονα. Ή, τουλάχιστον, να τους προσεγγίσουν πλευρικά όσο κοντύτερα γινόταν. Ο Μπασίρε επέμενε πως τα απλούστερα σχέδια ήταν και τα καλύτερα. Αν δεν είσαι ικανοποιημένος με ένα ολόκληρο σακί παχουλά γουρουνάκια, μουρμούριζε, και πρέπει να τρέχεις στο δάσος να βρεις τη γριά γουρούνα, μην το πάρεις στην πλάκα γιατί θα σε ξεντερίσει.

Κανένα σχέδιο μάχης δεν επιβιώνει της πρώτης επαφής, είπε ο Λουζ Θέριν μέσα στο κεφάλι του Ραντ. Για μια στιγμή, ήταν ιδιαίτερα διαυγής. Για μια στιγμή μόνο. Κάτι δεν πάει καλά, γρύλισε ξαφνικά. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο έντονη, μέχρι που έγινε ένα άγριο γέλιο γεμάτο καχυποψία. Απίστευτο, κι όμως κάτι δεν πάει καλά. Κάτι παράξενο, κάτι που έγινε λάθος, κάτι που διέφυγε, κάτι φευγαλέο, σπασμωδικό. Τα χάχανά του έγιναν λυγμοί. Δεν μπορεί! Είναι τρελό! Κι εξαφανίστηκε πριν ο Ραντ καταφέρει να τον κάνει να σωπάσει. Που να καιγόταν, δεν υπήρχε τίποτα λανθασμένο στο σχέδιο, αλλιώς ο Μπασίρε θα το είχε ανιχνεύσει όπως η πάπια το σκαθάρι.

Ο Λουζ Θέριν ήταν όντως παρανοϊκός, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Όσο, όμως, ο Ραντ αλ’Θόρ παρέμενε πνευματικά υγιής... Θα ήταν πολύ κακόγουστο αστείο, αν ο Αναγεννημένος Δράκοντας τρελαινόταν πριν αρχίσει ακόμα η Τελευταία Μάχη. «Λάβετε θέσεις», πρόσταξε κουνώντας το Σκήπτρο του Δράκοντα. Πάλεψε να καταπνίξει το γέλιο που του προκαλούσε αυτό το ενδεχόμενο κακόγουστο αστείο.

Η μεγάλη μάζα των ευγενών διασκορπίστηκε προτού καλά-καλά ολοκληρώσει τη διαταγή του, κι οι άντρες άρχισαν να μουρμουρίζουν καθώς έμπαιναν στη σειρά. Ελάχιστοι ήταν ικανοποιημένοι από τον τρόπο που τους είχε χωρίσει ο Ραντ. Μπορεί να αιφνιδιάστηκαν και να χάλασαν τους σχηματισμούς τους μέσα στην αναμπουμπούλα της πρώτης μάχης στα βουνά, αλλά είχαν ανασυνταχθεί σχεδόν αμέσως.

Ο Γουίραμον απέμεινε συνοφρυωμένος εξαιτίας του ότι δεν κατόρθωσε να εκφωνήσει τον λόγο του, αλλά ύστερα από μια περίτεχνη υπόκλιση, με το μυτερό του γενάκι να στρέφεται σαν λόγχη προς το μέρος του Ραντ, κάλπασε βόρεια, πάνω από τους λόφους, ακολουθούμενος από τον Κίριλ Ντραπάνεος, τον Μπερτόμ, τον Ντόρεσιν και κάμποσους ακόμα κατώτερους Καιρχινούς άρχοντες, που κοιτούσαν με πέτρινα πρόσωπα τους Δακρυνούς που τοποθετούνταν στη θέση τους. Ο Γκέντγουιν κάλπαζε πλάι στον Γουίραμον, λες κι ήταν αυτός ο ηγέτης, προσελκύοντας τα στραβομουτσουνιάσματα των υπόλοιπων, κάτι που έκανε πως δεν πρόσεχε. Οι υπόλοιπες ομάδες ήταν κι αυτές ανακατεμένες. Ο Γκρέγκοριν κατευθυνόταν κι αυτός βόρεια, έχοντας μαζί του έναν βαρύθυμο Σούναμον ο οποίος προσπαθούσε να προσποιηθεί πως κατά τύχη ακολουθούσε την ίδια πορεία, ενώ ο Νταλθέηνς ηγούνταν κατώτερων Καιρχινών. Ο Τζόρντγουιν Σέμαρις, ένας άλλος των Εννέα, ακολούθησε τον Μπασίρε νότια μαζί με τον Άμοντριντ και τον Γκέγιαμ. Αυτοί οι τρεις είχαν αποδεχτεί τον Σαλδαίο σχεδόν πρόθυμα για τον απλό λόγο ότι, απ’ όσο περνούσε από το χέρι του, δεν ήταν Καιρχινός, Δακρυνός ή Ιλιανός. Ο Ρόσεντ πάσχιζε να κάνει τα ίδια με τον Μπασίρε, όπως ο Γκέντγουιν με τον Γουίραμον, αλλά ο Μπασίρε δεν φάνηκε να δίνει και πολλή σημασία. Λίγο μακρύτερα από την ομάδα του Μπασίρε, ο Τόρεαν κι ο Μάρακον κάλπαζαν μαζί, και το πιθανότερο ήταν πως έτρεφαν πολύ άσχημα αισθήματα απέναντι στον Σεμάραντριντ που είχε πάρει τη θέση τους. Επιπλέον, ο Έρσιν Νέταρι δεν έπαψε στιγμή να στρέφει τη ματιά του προς το μέρος του Τζόρντγουιν και να στηρίζεται πάνω στον αναβολέα για να κοιτάξει πίσω, προς τον Γκρέγκοριν και τον Κίριλ, αν κι ήταν απίθανο να τους προσέξει πέρα από τους λόφους. Ο Σεμάραντριντ, με τη ράχη του ίσια σαν στυλιάρι, φάνταζε εξίσου ατρόμητος με τον Μπασίρε.

Επρόκειτο για τον ίδιο κανόνα που χρησιμοποιούσε πάντα ο Ραντ. Εμπιστευόταν τον Μπασίρε, και νόμιζε πως κάλλιστα θα μπορούσε να εμπιστευτεί και τον Γκρέγκοριν, ενώ κανείς από τους υπόλοιπους δεν θα τολμούσε να σκεφτεί καν να στραφεί εναντίον του με τόσους ξενομερίτες γύρω του, τόσο πολλούς παλιούς εχθρούς και τόσο λίγους φίλους. Ο Ραντ γέλασε απαλά, παρακολουθώντας τους να κατεβαίνουν τη λοφοπλαγιά. Θα πολεμούσαν στο πλευρό του, και μάλιστα ανδρειωμένα, μια και δεν είχαν άλλη ευκαιρία. Αλλά κι εκείνος δεν είχε άλλη ευκαιρία.

Τρέλα, ψιθύρισε συριστικά ο Λουζ Θέριν, κι ο Ραντ απέδιωξε τη φωνή θυμωμένος.

Φυσικά, δεν ήταν και τόσο μόνος. Ο Τίχερα κι ο Μάρκολιν είχαν τοποθετήσει τους περισσότερους έφιππους Υπερασπιστές και Συντρόφους ανά συστοιχίες ανάμεσα στις ελιές, στους λόφους που περιστοίχιζαν πλευρικά αυτόν στον οποίο ο Ραντ καθόταν καβάλα πάνω στο άλογο του. Οι υπόλοιποι ήταν διασκορπισμένοι, σαν προπέτασμα ενάντια σε κάποια αιφνιδιαστική ενέδρα. Μια ομάδα Λεγεωνάριων με γαλάζιες φορεσιές περίμενε υπομονετικά στο βαθούλωμα υπό το άγρυπνο βλέμμα του Μάσοντ, και στην οπισθοφυλακή υπήρχαν άλλοι τόσοι άντρες με ό,τι ρούχα βρέθηκαν να φορούν όταν παραδόθηκαν στους χερσότοπους του Ίλιαν. Πάσχιζαν να μιμηθούν την ηρεμία των Λεγεωνάριων, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία.

Ο Ραντ έριξε μια ματιά στην Άιλιλ και στην Αναγιέλα. Η Δακρυνή τού χαμογέλασε προσποιητά κι απολύτως διστακτικά, ενώ το πρόσωπο της Καιρχινής ήταν ολότελα παγερό. Δεν ήταν δυνατόν να τις ξεχάσει, ούτε τον Ντένχαραντ με τους οπλίτες τους. Η δική του φάλαγγα, στο κέντρο, θα ήταν η ογκωδέστερη κι η ισχυρότερη, οριακά τουλάχιστον. Πολύ οριακά.

Ο Φλιν κι οι άντρες που είχε επιλέξει ο Ραντ έπειτα από τα γεγονότα στα Πηγάδια του Ντουμάι, ανηφόρισαν τον λόφο προς το μέρος του. Ο καραφλός και πιο ηλικιωμένος άντρας ήταν πάντα ο ηγέτης της φάλαγγας, παρ’ όλο που όλοι, εκτός από τον Άντλεϋ και τον Ναρίσμα, φορούσαν τώρα τον Δράκοντα και το Ξίφος, με τον Ντασίβα να τον έχει φορέσει πρώτος-πρώτος, εν μέρει επειδή ο νεαρότεροι υπάκουαν στον Φλιν με την τεράστια εμπειρία του ως σημαιοφόρος στην Αντορινή Βασιλική Φρουρά κι εν μέρει επειδή ο ίδιος ο Ντασίβα δεν έμοιαζε να πολυνοιάζεται. Έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι το διασκέδαζε, όταν δηλαδή δεν μιλούσε στον εαυτό του. Πολύ συχνά δεν αντιλαμβανόταν τίποτε περισσότερο από τη μύτη του.

Κι έτσι, όλοι αιφνιδιάστηκαν όταν ο Ντασίβα σπιρούνισε αδέξια το ψηλόλιγνο ζώο του και βρέθηκε μπροστά από τους άλλους. Σε αυτό το απέριττο πρόσωπο, το τόσο συχνά ασαφές και μπερδεμένο με τις προσωπικές του σκοτούρες, είχε χαραχτεί η ανησυχία κι η βλοσυρότητα. Κι η έκπληξη τους ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν ο Ντασίβα άδραξε το σαϊντίν μόλις πλησίασε τον Ραντ κι ύφανε ένα εμπόδιο γύρω τους ενάντια στο κρυφάκουσμα. Ο Λουζ Θέριν δεν έχασε τα λόγια του —αν υποθέσουμε πως μια ασώματη φωνή διέθετε λόγια— στο να μουρμουράει σχετικά με σκοτωμούς. Με μια αστραπιαία κίνηση έκανε να αρπάξει την Πηγή, γρυλίζοντας βουβά, προσπαθώντας να αποσπάσει τη Δύναμη από την αρπάγη του Ραντ. Εξίσου ξαφνικά, σιώπησε και χάθηκε.

«Κάτι πάει στραβά με το σαϊντίν εδώ, κάτι είναι λάθος», είπε ο Ντασίβα, και τα λόγια του δεν ηχούσαν διόλου αόριστα. Αντιθέτως, ήταν συγκεκριμένος και... ακριβολόγος. Κι οξύθυμος, επίσης. Σαν δάσκαλος που διδάσκει έναν ιδιαίτερα κουτό μαθητή. Έφτασε στο σημείο ακόμα και να τεντώσει το δάχτυλο του προς το μέρος του Ραντ. «Δεν έχω ιδέα τι είναι. Τίποτα δεν μπορεί να διαστρεβλώσει το σαϊντίν, αλλά κι αν ακόμα συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα το αισθανόμασταν όσο ήμασταν στο βουνό. Από χτες υπήρχε κάτι εδώ, αλλά μικρής εμβέλειας... Τώρα, πάντως, το αισθάνομαι πολύ καθαρά. Το σαϊντίν είναι... ανυπόμονο. Ξέρω, ξέρω. Το σαϊντίν δεν είναι ζωντανό, όμως... εδώ πάλλεται. Είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί».

Ο Ραντ ζόρισε το χέρι του για να χαλαρώσει τη λαβή πάνω στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Είχε σιγουρευτεί εδώ και καιρό πως ο Ντασίβα ήταν σχεδόν εξίσου παρανοϊκός με τον Λουζ Θέριν. Συνήθως κατάφερνε να συγκρατηθεί, αν και πρόσκαιρα. «Διαβιβάζω πολύ περισσότερο καιρό από σένα, Ντασίβα. Απλώς νιώθεις το μίασμα». Του ήταν αδύνατον να μαλακώσει τον τόνο της φωνής του. Μα το Φως, δεν θα τρελαινόταν ακόμα, ούτε αυτός ούτε οι υπόλοιποι! «Στη θέση σου. Αναχωρούμε εντός ολίγου». Οι ανιχνευτές θα επέστρεφαν σύντομα. Ακόμα και σε αυτήν την επίπεδη και περιορισμένης ορατότητας περιοχή, δέκα μίλια δεν ήταν μεγάλη απόσταση για να την καλύψουν Ταξιδεύοντας.

Ο Ντασίβα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση υπακοής στις διαταγές του. Αντί γι’ αυτό, άνοιξε το στόμα του θυμωμένος κι έπειτα το έκλεισε ερμητικά. Άρχισε να τρέμει εμφανώς, και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γνωρίζω πολύ καλά πόσον καιρό διαβιβάζεις», είπε με ψυχρή, περιφρονητική σχεδόν, φωνή, «αλλά είμαι σίγουρος πως κι εσύ μπορείς να το αισθανθείς. Νιώσε το, άνθρωπέ μου! Δεν μου αρέσει να συνάπτω τη λέξη “αλλόκοτο” στο σαϊντίν, και δεν έχω καμιά όρεξη να πεθάνω ή να... εξαντληθώ επειδή εσύ είσαι τυφλός! Κοίτα το ξόρκι μου! Κοίταξε το!»

Ο Ραντ τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Ένας αποφασιστικός Ντασίβα ήταν περίεργο θέαμα από μόνο του, πολλώ δε μάλλον ένας έξαλλος Ντασίβα. Κι έπειτα, κοίταξε το ξόρκι. Το κοίταξε καλά. Οι ροές έπρεπε να είναι εξίσου σταθερές με τις κλωστές ενός καλοϋφασμένου καναβάτσου. Πάλλονταν. Το ξόρκι ήταν συμπαγές, όπως άρμοζε, αλλά οι ανεξάρτητες κλωστές της Δύναμης λαμπύριζαν με μια αδιόρατη κίνηση. Ο Μορ είχε πει πως το σαϊντίν ήταν παράξενο κοντά στο Έμπου Νταρ και σε μια ακτίνα εκατό μιλίων. Και τώρα βρίσκονταν μέσα σε αυτήν την ακτίνα.

Ο Ραντ εξανάγκασε τον εαυτό του να αισθανθεί το σαϊντίν. Ανέκαθεν είχε επίγνωση της δύναμης —οτιδήποτε άλλο σήμαινε θάνατο ή κάτι ακόμα χειρότερο— κι ωστόσο είχε συνηθίσει σ’ αυτού του είδους τον αγώνα. Πάλευε για να ζήσει, αλλά η μάχη αυτή είχε κάτι το φυσιολογικό, όπως η ίδια η ζωή. Ήταν η ίδια η ζωή. Εξανάγκασε τον εαυτό του να αισθανθεί αυτή τη μάχη, τη ζωή του. Μια παγωνιά που έκανε την πέτρα να θρυμματίζεται και να γίνεται σκόνη. Μια φωτιά που έκανε την πέτρα να εξατμίζεται μέσα σε μια στιγμή. Μια λέρα που έκανε ακόμα κι έναν σαπισμένο βόθρο να μυρίζει σαν ανθόκηπος. Κι ένας... παλμός, σαν κάτι να τρέμιζε μέσα στην παλάμη του. Δεν ήταν το είδος του παλμού που είχε αισθανθεί στο Σαντάρ Λογκόθ, όταν το μίασμα του σαϊντίν αντηχούσε με την κακία του τόπου, και το σαϊντίν έπαλλε συγχρονιζόμενο μαζί του. Εδώ, η χυδαιότητα ήταν δυνατή αλλά σταθερή. Ήταν το ίδιο το σαϊντίν που έμοιαζε γεμάτο ρεύματα και κύματα. Ανυπόμονο, έτσι είχε πει ο Ντασίβα, κι ο Ραντ καταλάβαινε τώρα γιατί.

Στο κάτω μέρος της πλαγιάς, πίσω από τον Φλιν, ο Μορ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και κοίταξε ανήσυχα τριγύρω. Ο Φλιν πότε μετακινούνταν πάνω στη σέλα του και πότε τακτοποιούσε το σπαθί στο θηκάρι του. Ο Ναρίσμα, που παρακολουθούσε τον ουρανό μη τυχόν και δει ιπτάμενα πλάσματα, ανοιγόκλεινε τα μάτια του πολύ συχνά. Ένας μυς συσπώνταν στο μάγουλο του Άντλεϋ. Όλοι τους έδειχναν σημάδια νευρικότητας, και δικαίως. Μια αίσθηση ανακούφισης κατέκλυσε τον Ραντ. Τουλάχιστον, δεν εκδήλωναν σημάδια παράνοιας.

Ο Ντασίβα χαμογέλασε, ένα χαμόγελο λοξό, γεμάτο προσωπική ικανοποίηση. «Αδυνατώ να πιστέψω πως δεν το παρατήρησες από πριν». Ο τόνος της φωνής του δεν απείχε και πολύ από τον χλευασμό. «Σε γενικές γραμμές, έχεις στην κατοχή σου το σαϊντίν μέρα νύχτα από τότε που ξεκινήσαμε αυτήν την τρελή αποστολή. Πρόκειται για ένα απλό ξόρκι που δεν ήθελε να σχηματιστεί κι έκλεισε απότομα, ξεφεύγοντας από τα ίδια μου τα χέρια».

Η ασημογάλαζη σχισμή μιας πύλης περιστράφηκε κι άνοιξε στην κορυφή ενός γυμνού λόφου, μισό μίλι δυτικά, κι ένας Στρατιώτης πέρασε από μέσα το άλογο του και το καβαλίκεψε γρήγορα, επιστρέφοντας από την ανίχνευση. Ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, ο Ραντ μπορούσε να διακρίνει το αδιόρατο λαμπύρισμα των υφάνσεων που περιστοίχισαν την πύλη πριν χαθούν. Ο ιππέας δεν είχε προλάβει καλά-καλά να φτάσει στους πρόποδες του λόφου όταν άλλη μια πύλη άνοιξε στην κορυφή, κι έπειτα μια τρίτη και μια τέταρτη, κι ύστερα κι άλλες, η μία μετά την άλλη, σχεδόν το ίδιο γρήγορα όσο ο προπορευμένος άντρας απομακρυνόταν από μπροστά τους.

«Κι όμως, σχηματίστηκε», είπε ο Ραντ. Όπως, επίσης, κι οι πύλες των ανιχνευτών. «Το σαϊντίν ανέκαθεν ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, αλλά πάντα κάνει αυτό που επιθυμείς». Αλλά γιατί να είναι δυσκολότερο εδώ πάνω; Άσ’ την για αργότερα αυτήν την ερώτηση. Μα το Φως, μακάρι να ήταν ζωντανός ο Χέριντ Φελ. Ίσως ο γερο-φιλόσοφος να είχε μια απάντηση. «Πήγαινε πίσω, με τους υπόλοιπους, Ντασίβα», τον διέταξε, αλλά ο άντρας του έριξε ένα εμβρόντητο βλέμμα κι ο Ραντ υποχρεώθηκε να επαναλάβει τη διαταγή πριν ο άλλος εγκαταλείψει το ξόρκι, σπιρουνίσει το άλογο του δίχως να χαιρετίσει και κατηφορίσει την πλαγιά καλπάζοντας.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, Άρχοντα Δράκοντα;» του χαμογέλασε προσποιητά η Αναγιέλα. Η Άιλιλ απλώς τον κοιτούσε με βαριεστημένο βλέμμα.

Βλέποντας τον πρώτο ανιχνευτή να κατευθύνεται προς το μέρος του Ραντ, οι άλλοι απλώθηκαν δαντελωτά βόρεια και νότια, όπου μπορούσαν να ενωθούν με μία από τις υπόλοιπες φάλαγγες. Θα ήταν πιο γρήγορο να τους βρει με τον παλιό τρόπο από το να τους αναζητάει μέσω πυλών. Τραβώντας τα γκέμια του αλόγου του μπροστά από τον Ραντ, ο Ναλάαμ χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του — άραγε, υπήρχε κάτι τρελό στη ματιά του; Τέλος πάντων. Το σαϊντίν εξακολουθούσε να υπακούει στον χειρισμό του άντρα. Ο Ναλάαμ χαιρέτησε και παρέδωσε την αναφορά του. Οι Σωντσάν δεν είχαν στρατοπεδεύσει δέκα μίλια μακριά, παρά βάδιζαν ανατολικά σε απόσταση πέντε ή έξι μιλίων. Κι είχαν μαζί τους δεκάδες σουλ’ντάμ και νταμέην.

Ο Ραντ έδωσε τις προσταγές του καθώς ο Ναλάαμ απομακρυνόταν καλπάζοντας, κι η φάλαγγά του άρχισε να προχωράει δυτικά. Οι Υπερασπιστές κι οι Σύντροφοι είχαν λάβει πλευρικές θέσεις, ενώ οι Λεγεωνάριοι παρήλαυναν στην οπισθοφυλακή, ακριβώς πίσω από τον Ντένχαραντ. Αποτελούσαν μια υπενθύμιση προς τις αρχόντισσες και τους οπλίτες τους, σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαία. Η Αναγιέλα κοιτούσε συχνά πάνω από τον ώμο της, ενώ η άρνηση της Άιλιλ να κάνει το ίδιο ήταν έκδηλη. Ο Ραντ σχημάτισε την κυρίως αιχμή της φάλάγνας, μαζί με τον Φλιν και τους υπόλοιπους, όπως ακριβώς θα έκανε και με τις άλλες φάλαγγες. Οι Άσά’μαν θα ήταν η αιχμή του δόρατος κι οι άντρες με το ατσάλι θα φυλούσαν τα νώτα τους ενώ αυτοί θα σκότωναν. Ο ήλιος ήθελε αρκετή ώρα ακόμα μέχρι να φτάσει στο ζενίθ του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει τα σχέδια της μάχης.

Η παράνοια καραδοκεί για κάποιους, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Άλλους, όμως, ήδη έχει αρχίσει και τους κατατρώει.


Ο Μίραζ έφτασε με το άλογο του κοντά στην κεφαλή του στρατού, καλπάζοντας ανατολικά, κατά μήκος ενός λασπερού δρόμου που στριφογύριζε μέσα από τα αλσύλλια με τις ελιές και το δάσος με τα σκόρπια σύδεντρα. Δεν μπήκε επικεφαλής. Ένα ολόκληρο σύνταγμα, αποτελούμενο κυρίως από Σωντσάν, κάλπαζε ανάμεσα στον ίδιον και στους ανιχνευτές που προπορεύονταν. Γνώριζε στρατηγούς που ήθελαν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Οι πιο πολλοί ήταν νεκροί. Οι πιο πολλοί είχαν χάσει τις μάχες για τις οποίες σκοτώθηκαν. Η λάσπη εμπόδιζε να σηκωθεί σκόνη, ωστόσο οι φήμες για μια επελαύνουσα στρατιά απλώνονταν σαν πυρκαγιά στις Πεδιάδες του Σα’λάς, ασχέτως μορφολογίας του εδάφους. Εδώ κι εκεί ανάμεσα στους ελαιώνες εντόπιζε ένα αναποδογυρισμένο καροτσάκι ή ένα εγκαταλειμμένο άγκιστρο από κλαδευτήρι, αλλά οι εργάτες είχαν εξαφανιστεί από καιρό. Ευτυχώς, θα απέφευγε τους εχθρούς του, όπως κι αυτοί εκείνον. Με λίγη τύχη, και καθότι δεν διέθεταν ράκεν, οι αντίπαλοι του δεν θα τον έπαιρναν είδηση μέχρι που θα ήταν πια αργά. Στον Κέναρ Μίραζ, όμως, δεν άρεσε να εμπιστεύεται την τυφλή τύχη.

Εκτός από τους κατώτερους αξιωματικούς που ήταν έτοιμοι να βγάλουν χάρτες ή να αντιγράψουν διαταγές και τους πανέτοιμους να τις μεταφέρουν αγγελιοφόρους, ο Μίραζ προχωρούσε συνοδευόμενος μονάχα από τον Άμπαλνταρ Γιούλαν, έναν άντρα αρκετά μικροκαμωμένο, ώστε έκανε το ήσυχο, καφετί και μετρίου αναστήματος μουνούχι του να φαντάζει πελώριο μπροστά του κι ορμητικό, ο οποίος είχε βάψει πράσινα τα νύχια των μικρών του δακτύλων, και φορούσε μαύρη περούκα για να κρύψει τη φαλάκρα του, και τη Λιζέν Τζάραθ, μια γκριζομάλλα από το Σωντάρ, το ωχρό και παχουλό πρόσωπο της οποίας, μαζί με τα γαλάζια της μάτια, ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης. Ο Γιούλαν δεν ήταν ήρεμος. Ο σκουρόχρωμος Ηγέτης του Αέρα του Μίραζ συχνά ήταν σκυθρωπός εξαιτίας των κανονισμών που σπάνια του επέτρεπαν να αγγίξει πια τα ηνία ενός ράκεν, αλλά σήμερα το κατσούφιασμά του έφτανε έως το κόκαλο. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τέλειος καιρός για ράκεν, αλλά η διαταγή που είχε εκδώσει η Σούροθ απαγόρευε να πετάξουν σήμερα οι ιπτάμενες, όχι σ’ αυτήν την περιοχή τουλάχιστον. Οι Χαϊλέν δεν είχαν φέρει μαζί τους τόσα πολλά ράκεν για να διακινδυνεύσουν χωρίς να υπάρχει λόγος. Η ηρεμία της Λιζέν ενέτεινε την ανησυχία του Μίραζ. Πέρα από πρεσβύτερη ντερ’σουλ’ντάμ υπό τις διαταγές του, ήταν μία φίλη με την οποία είχε μοιραστεί κάμποσα φλιτζάνια καφ κι άλλα τόσα παιχνίδια με πέτρες. Ήταν μια ζωηρή γυναίκα που ξεχείλιζε από ενθουσιασμό κι ευθυμία, παγερά ήρεμη, σιωπηλή σαν οποιαδήποτε σουλ’ντάμ στην οποία είχε προσπαθήσει να απευθύνει ερωτήσεις.

Μέσα στο πεδίο της όρασής του, υπήρχαν είκοσι νταμέην που είχαν πάρει θέσεις πλευρικά των ιππέων, με την κάθε μία να βαδίζει πλάι στο υποζύγιο της σουλ’ντάμ της. Οι σουλ’ντάμ αναπηδούσαν πάνω στις σέλες σκύβοντας για να χτυπήσουν ανάλαφρα τα κεφάλια των νταμέην, κι ύστερα ίσιωναν το κορμί τους, για να σκύψουν ξανά και να τις χαϊδέψουν στο κεφάλι. Οι νταμέην φάνταζαν στα μάτια του ακλόνητες, ενώ οι σουλ’ντάμ κάθονταν ολοφάνερα σε αναμμένα κάρβουνα. Η δε κεφάτη Λιζέν προχωρούσε σιωπηλή σαν πέτρα.

Ένα τορμ εμφανίστηκε μπροστά τους διατρέχοντας το μήκος της φάλαγγας και, παρά το γεγονός ότι ίπτατο πλευρικά στην άκρη του δασυλλίου, τα άλογα χρεμέτισαν κι έκαναν παράμερα καθώς το πλάσμα με τις μπρούντζινες πλάκες τα προσπέρασε. Ένα εκπαιδευμένο τορμ δεν θα επιτιθόταν ποτέ σε άλογα —εκτός, βέβαια, αν το καταλάμβανε η φρενίτιδα της μάχης, κι αυτό ήταν η αιτία που τα τορμ δεν ήταν πολύ χρήσιμα στις μάχες— αλλά τα εκπαιδευμένα άλογα που δεν επηρεάζονταν από τη θέα ενός τορμ ήταν εξίσου σπάνια με τα ιπτάμενα αυτά πλάσματα.

Ο Μίραζ έστειλε έναν λιπόσαρκο κατώτερο αξιωματικό, ονόματι Βάρεκ, να φέρει την αναφορά των ανιχνευτών των μό-ρατ’τόρμ. Πεζό, και το Φως να έδινε να μην έχανε ο Βάρεκ το σέι’τάερ. Δεν μπορούσε να χάσει τον χρόνο του με τον Βάρεκ, που θα προσπαθούσε να ελέγξει ένα υποζύγιο αποκτημένο από τους ντόπιους. Ο άντρας επέστρεψε σε λιγότερη ώρα απ’ όση του πήρε για να πάει κι έκανε μια ψυχρή υπόκλιση, ξεκινώντας την αναφορά πριν καλά-καλά ισιώσει την πλάτη του.

«Ο εχθρός βρίσκεται λιγότερο από πέντε μίλια μακριά, προς τα ανατολικά, Άρχοντα στρατηγέ, βαδίζοντας προς το μέρος μας. Έχει αναπτυχθεί σε σχηματισμό πέντε φαλαγγών με ένα μίλι απόσταση αναμεταξύ τους».

Πολύ που τους βοήθησε η τύχη. Ο Μίραζ όμως είχε ήδη αναλογιστεί με ποιον τρόπο θα επιτίθονταν σε σαράντα χιλιάδες άντρες διαθέτοντας ο ίδιος μόνο πέντε και πενήντα νταμέην. Πολύ γρήγορα, οι άντρες άρχισαν να καλπάζουν, έχοντας διαταγές να αναπτυχθούν έτσι ώστε να κάνουν κυκλωτική κίνηση, ενώ τα συντάγματα πίσω του στράφηκαν προς τα σύδεντρα, με τις σουλ’ντάμ ανάμεσά τους να σέρνουν τις νταμέην.

Τραβώντας τον μανδύα πάνω στο κορμί του εξαιτίας ενός ξαφνικού, τσουχτερού ανέμου, ο Μίραζ πρόσεξε κάτι που τον έκανε να αισθανθεί ακόμα πιο παγερά. Η Λιζέν παρατηρούσε κι αυτή τις σουλ’ντάμ που χάνονταν ανάμεσα στα δέντρα, μόνο που είχε αρχίσει να ιδρώνει.


Ο Μπέρτομ προχωρούσε άνετα πάνω στο άλογο του, με τον άνεμο να παρασέρνει τον μανδύα του από τη μια πλευρά, παρατηρώντας με εξαιρετική προσοχή τη δασωμένη έκταση μπροστά του, με μια επιφυλακτικότητα που δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει. Από τους τέσσερις συμπατριώτες που είχε πίσω του, μονάχα ο Ντόρεσιν ήταν πραγματικά επιδέξιος στο Παιχνίδι των Οίκων. Αυτό το ανόητο Δακρυνό σκυλί, ο Γουίραμον, ήταν εντελώς τυφλός βέβαια. Ο Μπέρτομ αγριοκοίταξε την πρησμένη πλάτη αυτού του βλάκα. Ο Γουίραμον προχωρούσε αρκετά πιο μπροστά από τους υπόλοιπους κι είχε απορροφηθεί να κουβεντιάζει με τον Γκέντγουιν, κι αν ο Μπέρτομ χρειαζόταν κι άλλη απόδειξη ότι ο Δακρυνός δεν έπαιρνε τίποτα τοις μετρητοίς ήταν ο τρόπος που έδειχνε ανοχή σε αυτό το νεαρό τέρας με τα ζωηρά μάτια. Παρατήρησε τον Κίριλ να τον λοξοκοιτάει και τράβηξε το χαλινό του γκριζωπού του ζώου για να απομακρυνθεί από τον ψηλό άντρα. Δεν είχε κανένα άχτι προς τον Ιλιανό, αλλά μισούσε τους ανθρώπους που ύψωναν την κορμοστασιά τους από πάνω του. Δεν μπορούσε να περιμένει να γυρίσει στην Καιρχίν όπου δεν θα περικυκλωνόταν σώνει και καλά από άγαρμπους γίγαντες. Ο Κίριλ Ντραπένεος, πάντως, δεν ήταν τυφλός, αν και πανύψηλος. Είχε στείλει κι αυτός μια δωδεκάδα ανιχνευτές, ενώ ο Γουίραμον μονάχα έναν.

«Ντόρεσιν», είπε μαλακά ο Μπέρτομ, κι αμέσως μετά κάπως δυνατότερα: «Ε, Ντόρεσιν, μπούφε!»

Ο κοκαλιάρης άντρας αναπήδησε πάνω στη σέλα του. Όπως είχε κάνει ο Μπέρτομ κι οι τρεις άλλοι, έτσι κι αυτός είχε ξυρίσει και πουδράρει το μέτωπό του. Η τάση να σημαδεύεσαι σαν στρατιώτης είχε γίνει πολύ της μόδας τελευταία. Ο Ντόρεσιν θα μπορούσε κάλλιστα να του ανταποδώσει το φιλοφρόνημα αποκαλώντας τον βάτραχο, όπως συνήθιζαν να κάνουν όταν ήταν μικροί, αλλά αντί γι’ αυτό σπιρούνισε το ευνουχισμένο του ζώο πλάι στου Μπέρτομ κι έγειρε προς το μέρος του. Ήταν ανήσυχος και το έδειχνε, ενώ το μέτωπό του ήταν βαθιά ζαρωμένο. «Συνειδητοποιείς πως ο Άρχοντας Δράκοντας μας σέρνει προς τον θάνατο;» ψιθύρισε, ρίχνοντας μια ματιά στη φάλαγγα που ακολουθούσε από πίσω τους. «Αίμα και φωτιά, εγώ υπάκουα μόνο στην Κολαβήρ, αλλά ήξερα πως ήμουν ήδη νεκρός από τη στιγμή που τη σκότωσε».

Για μια στιγμή, ο Μπέρτομ κοίταξε τη φάλαγγα με τους οπλίτες που φιδογύριζε μέσα από τους κυματιστούς λόφους. Τα δέντρα ήταν πιο διασκορπισμένα εδώ παρά μπροστά τους, αρκετά πυκνά κι ακίνητα ωστόσο για να καλύψουν μια ενέδρα πριν καλά-καλά την πάρεις είδηση. Το τελευταίο αλσύλλιο των ελαιώνων απλωνόταν ήδη σχεδόν ένα μίλι πίσω. Οι άντρες του Γουίραμον βάδιζαν, φυσικά, μπροστά-μπροστά, φορώντας αυτά τα γελοία πανωφόρια με τα φαρδιά μανίκια με τις λευκές ρίγες, κι ακολουθούσαν οι Ιλιανοί του Κίριλ με τόσο έντονους πράσινους και κόκκινους χρωματισμούς στα ρούχα τους, που θα ντρόπιαζαν κι έναν Μάστορα. Οι δικοί του, ντυμένοι ευπρεπώς με σκούρα μπλε χρώματα κάτω από τις θωρακίσεις τους, βρίσκονταν πέρα από το οπτικό του πεδίο, μαζί με τους άντρες του Ντόρεσιν και τους υπόλοιπους, προπορευόμενοι μονάχα της παρέας των Λεγεωνάριων. Ο Γουίραμον έμοιαζε εμβρόντητος που οι πεζοί συνέχιζαν, παρ’ όλο που ο βηματισμός που είχε επιβάλει δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολος.

Ωστόσο, ο Μπέρτομ δεν κοιτούσε ακριβώς τους οπλίτες. Επτά άντρες προχωρούσαν μπροστά κι από τον Γουίραμον ακόμα, επτά άντρες με σκληρά χαρακτηριστικά και θανατερά, ψυχρά μάτια, ντυμένοι με μαύρους μανδύες. Ένας από δαύτους φορούσε μια καρφίτσα που είχε τη μορφή ενός ασημένιου ξίφους πάνω στο ψηλό του πέτο.

«Αρκετά περίπλοκος τρόπος διάβασης», είπε ξερά στον Ντόρεσιν. «Κι αμφιβάλλω αν ο αλ’Θόρ θα έστελνε μαζί μας όλους αυτούς αν πρόκειται απλώς και μόνο να γίνουμε κιμάς». Με το μέτωπό του να εξακολουθεί να είναι γεμάτο ζάρες, ο Ντόρεσιν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά ο Μπέρτομ τον έκοψε. «Πρέπει να μιλήσω με τον Δακρυνό». Δεν του άρεσε διόλου να βλέπει τον παιδικό του φίλο σε αυτήν την κατάσταση. Ο αλ’Θόρ είχε κάνει τα νεύρα του τσατάλια.

Απορροφημένοι από την κουβέντα τους, ο Γουίραμον κι ο Γκέντγουιν δεν τον άκουσαν που τους προσέγγισε. Ο Γκέντγουιν έπαιζε τεμπέλικα με τα γκέμια του ζώου του, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν παγερά και γεμάτα περιφρόνηση. Το πρόσωπο του Δακρυνού ήταν αναψοκοκκινισμένο. «Δεν δίνω δεκάρα ποιος είσαι», έλεγε στον άντρα με τον μαύρο μανδύα, με φωνή χαμηλωμένη αλλά και σκληρή, πετώντας σάλια τριγύρω. «Δεν πρόκειται να ρισκάρω περισσότερο, παρά μόνο αφού πάρω διαταγή κατευθείαν από τα χείλη του...»

Ξαφνικά, οι δυο τους αντιλήφθηκαν τον Μπέρτομ κι ο Γουίραμον σφράγισε το στόμα του. Αγριοκοίταξε τον άντρα, σαν να ήθελε να τον δολοφονήσει. Το πανταχού παρόν χαμόγελο των Άσα’μαν έσβησε. Ριπές ανέμου ξέσπασαν ξαφνικά, παγερές και τσουχτερές, καθώς τα σύννεφα κάλυψαν τον ήλιο, αλλά όχι ψυχρότερες από την ξαφνική ματιά του Γκέντγουιν. Ξαφνιασμένος, ο Μπέρτομ αντιλήφθηκε πως ο άντρας δεν το είχε σε τίποτα να τον αφήσει στον τόπο.

Η παγερή και δολοφονική ματιά του Γκέντγουιν δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο, αλλά το πρόσωπο του Γουίραμον μεταμορφώθηκε θεαματικά. Το αναψοκοκκίνισμα έσβησε αργά καθώς χαμογέλασε φευγαλέα, ένα χαμόγελο γλοιώδες, με ίχνη ειρωνικής συγκαταβατικότητας. «Εσένα σκεφτόμουν, Μπέρτομ», είπε εγκάρδια. «Κρίμα που ο αλ’Θόρ στραγγάλισε τον ξάδερφο σου και, μάλιστα, με τα ίδια του τα χέρια, απ’ ό,τι άκουσα. Ειλικρινά, μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ανταποκρίθηκες στο κάλεσμά του. Τον είδα που σε κοιτούσε παρατηρητικά. Φοβάμαι πως σχεδιάζει κάτι πιο... ενδιαφέρον... για σένα από το να σε ξεκάνει στα φανερά».

Ο Μπέρτομ κατέπνιξε έναν αναστεναγμό που δεν αφορούσε μόνο στην ατζαμοσύνη αυτού του βλάκα. Αρκετοί σκέφτονταν να τον χαλιναγωγήσουν εξαιτίας του θανάτου της Κολαβήρ. Ήταν η αγαπημένη του ξαδέλφη, αν και φιλόδοξη πέραν κάθε λογικής. Η Σάιγκαν είχε αρκετά δικαιώματα στον Θρόνο του Ήλιου, αλλά δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει ενάντια στην ισχύ του Ριάτιν ή του Ντέημοντρεντ, πόσω μάλλον και των δύο μαζί, και σίγουρα όχι χωρίς την φανερή ευλογία του Λευκού Πύργου ή του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ωστόσο, όντως ήταν η αγαπημένη του ξαδέλφη. Τι ακριβώς ήθελε ο Γουίραμον; Σίγουρα τίποτα απ’ όσα εκδήλωνε επιφανειακά. Ακόμα κι αυτός ο μαλθακός Δακρυνός δεν ήταν πια και τόσο απλοϊκός.

Πριν προλάβει να απαντήσει, ένας καβαλάρης φάνηκε να βγαίνει μέσα από τα δέντρα μπροστά τους και να έρχεται προς το μέρος τους. Ήταν Καιρχινός και, καθώς τραβούσε τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει απότομα μπρος τους, αναγκάζοντας το να σηκωθεί στα δυο του πόδια, ο Μπέρτομ αναγνώρισε έναν από τους οπλίτες του, έναν κουτσοδόντη τύπο με σημάδια από ράμματα και στα δυο μάγουλα. Ντόιλ, νόμιζε πως τον έλεγαν, από τα κτήματα Κολτσέην.

«Άρχοντα Μπέρτομ», είπε λαχανιασμένος ο άντρας, κάνοντας μια βιαστική υπόκλιση. «Δύο χιλιάδες Ταραμπονέζοι έρχονται ξοπίσω μου. Έχουν και γυναίκες μαζί τους! Στα φορέματά τους έχουν το σήμα της αστραπής!»

«Έρχονται ξοπίσω του», μουρμούρισε υποτιμητικά ο Γουίραμον. «Να δούμε τι έχει να πει ο δικός μου όταν γυρίσει. Εγώ, πάντως, δεν βλέπω...!»

Ήχοι από ξαφνικές κραυγές σε κοντινή απόσταση έκοψαν τα λόγια του, όπως επίσης κι ο βρόντος των οπλών, κι άξαφνα φάνηκαν να καλπάζουν λογχοφόροι, μια ρέουσα παλίρροια που απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα. Έρχονταν ευθεία πάνω στον Μπέρτομ και τους υπόλοιπους.

Ο Γουίραμον γέλασε. «Άρχισε να σκοτώνεις κατά βούλησιν, Γκέντγουιν», είπε, τραβώντας ζωηρά το ξίφος του. «Εγώ χρησιμοποιώ τις δικές μου μεθόδους και δεν δέχομαι κουβέντα επ’ αυτού!» Έσπευσε πίσω, προς τους οπλίτες του, σείοντας τη λάμα πάνω από το κεφάλι του και φωνάζοντας: «Σανιάγκο! Δόξα στο Σανιάγκο!» Δεν ήταν να απορεί κανείς που δεν πρόσθεσε ούτε μια κραυγή για την πατρίδα του, όπως έκανε για τον Οίκο του και τη μεγαλύτερή του αγάπη.

Σπιρουνίζοντας το άλογο του προς την ίδια κατεύθυνση, ο Μπέρτομ ύψωσε κι αυτός τη φωνή του. «Ζήτω οι Σάιγκαν κι η Καιρχίν!» Δεν ήταν ανάγκη ακόμα να κυματίσει το ξίφος του. «Ζήτω οι Σάιγκαν κι η Καιρχίν!» Τι αποζητούσε αυτός ο άνθρωπος;

Κεραυνοί βρόντηξαν κι ο Μπέρτομ έστρεψε τη ματιά του προς τα ουράνια, μπερδεμένος. Ελάχιστα περισσότερα σύννεφα υπήρχαν από πριν. Όχι. Αυτός ο —πώς τον έλεγαν, Ντόιλ, Ντάλυν;— κάτι είχε αναφέρει για γυναίκες. Την επόμενη στιγμή, ξέχασε τα πάντα αναφορικά με τις διαθέσεις αυτού του ηλίθιου Δακρυνού καθώς Ταραμπονέζοι με ατσάλινες προσωπίδες ξεχύθηκαν από τους δασωμένους λόφους προς το μέρος του, ενώ από τη γη ξεπετάγονταν ζωηρές φλόγες κι ο ουρανός έβρεχε αστραπές.

«Ζήτω οι Σάιγκαν κι η Καιρχίν!» ούρλιαξε.

Ο άνεμος δυνάμωσε.


Οι καβαλάρηδες συγκρούστηκαν ανάμεσα στα πυκνά δέντρα και στα χαμόκλαδα, όπου οι σκιές επικρέμονταν βαριές. Το φως χανόταν και τα σύννεφα πύκνωναν πάνω από τα κεφάλια τους, αν και με όλο αυτό το πηχτό δάσος που έμοιαζε με οροφή δεν ήταν εύκολο να λεχθεί κάτι τέτοιο. Βροντερά ουρλιαχτά έπνιγαν την κλαγγή του ατσαλιού, τις κραυγές των ανθρώπων και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων. Κάποιες φορές, το έδαφος έτρεμε. Κάποιες άλλες, ακουγόντουσαν οι ολολυγμοί του εχθρού.

«Ζήτω ο Ντεν Λούσενος κι οι Μέλισσες!»

«Άναλιν! Ζήτω ο Άναλιν!»

«Χαελίν, Χαελίν! Ζήτω ο Υψηλός Άρχοντας Σούναμον!»

Αυτή η τελευταία ήταν κι η μοναδική κραυγή που κατάλαβε ο Βάρεκ, αν κι υποψιαζόταν πως οι διάφοροι ντόπιοι που αυτοαποκαλούνταν Υψηλοί Άρχοντες κι Αρχόντισσες δεν είχαν την ευκαιρία να πάρουν τον Όρκο.

Ελευθέρωσε το σπαθί του από το σημείο που το είχε καρφώσει, στη μασχάλη του εχθρού του, ακριβώς πάνω· από τον θώρακα, κι άφησε τον μικροκαμωμένο κι ωχρό άντρα να σωριαστεί στο έδαφος. Επικίνδυνος μαχητής, μέχρι που έκανε το λάθος να σηκώσει πολύ ψηλά τη λάμα του. Το καστανοκόκκινο ζώο του άντρα γκρεμοτσακίστηκε στα χαμόκλαδα κι ο Βάρεκ ένιωσε θλίψη για μια στιγμή. Το ζώο φάνταζε καλύτερο από το σκουρόχρωμο άλογο με τα λευκά πόδια που τον είχαν αναγκάσει να ιππεύσει. Ένα λεπτό αργότερα, άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά μέσα από τους στριμωχτούς κορμούς των δέντρων, όπου οι περικοκλάδες έμοιαζαν να αιωρούνται από τα μισά κλαριά ενώ τσαμπιά από κάποιο γκρίζο πουπουλένιο φυτό κρέμονταν από τα υπόλοιπα.

Οι ήχοι της μάχης υψώνονταν από κάθε κατεύθυνση, αλλά στην αρχή δεν έβλεπε να κινείται τίποτα. Κατόπιν, μια ντουζίνα Αλταρανοί λογχοφόροι εμφανίστηκαν σε απόσταση πενήντα βημάτων, καλπάζοντας πάνω στα άλογά τους και κοιτώντας τριγύρω προσεκτικά, αν κι ο τρόπος που συνομιλούσαν φωναχτά αναμεταξύ τους δικαίωνε και με το παραπάνω τις κόκκινες σχισμές που διασταυρώνονταν στους θώρακές τους. Ο Βάρεκ τράβηξε τα ηνία, σκοπεύοντας να τα μαζέψει. Μια συνοδεία, ακόμα και με τη μορφή αυτού του απειθάρχητου όχλου, μπορεί να έπαιζε ρόλο στο κατά πόσον θα παρέδιδε το επείγον μήνυμα που κουβαλούσε επάνω του στον Λαβαροφόρο Στρατηγό Τσιανμάι ή όχι.

Μαύρες λουρίδες άστραψαν ανάμεσα στα δέντρα, αφήνοντας κενές τις Αλταρανές σέλες. Τα άλογά τους διασκορπίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση καθώς οι αναβάτες έπεφταν, κι έπειτα απέμειναν μονάχα μια ντουζίνα πτώματα ξαπλωμένα στο νοτερό χαλί των νεκρών φύλλων, με ένα τουλάχιστον βέλος να εξέχει από το κορμί κάθε άντρα. Τίποτα δεν κουνιόταν. Ο Βάρεκ αναρίγησε παρά τη θέλησή του. Αυτοί οι πεζοί με τα μπλε πανωφόρια έμοιαζαν εύκολος στόχος αρχικά, μια και δεν είχαν την υποστήριξη δοράτων στα νώτα τους, αλλά δεν βγήκαν σε ανοικτό χώρο και συνέχισαν να κρύβονται πίσω από δέντρα και κοιλότητες του εδάφους. Κι όμως, δεν ήταν αυτοί το χειρότερο που συνέβη. Έπειτα από την άτακτη υποχώρηση στα πλοία, στο Φάλμε, ήταν σίγουρος πως είχε παραστεί μάρτυρας του χειρότερου συμβάντος, της κατατρόπωσης του Στρατού της Παντοτινής Νίκης. Ωστόσο, δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα από τότε που είδε εκατό Ταραμπονέζους αντιμέτωπους με έναν και μοναδικό άντρα με μαύρο πανωφόρι. Εκατό λόγχες ενάντια σε μία, μόνο που οι Ταραμπονέζοι έγιναν κομμάτια. Κυριολεκτικά κομμάτια, μια και, τόσο οι άντρες, όσο και τα άλογα, ανατινάζονταν με γοργούς ρυθμούς. Η σφαγή συνεχίστηκε ακόμα κι όταν οι Ταραμπονέζοι τράπηκαν σε φυγή, ακόμα και λίγο πριν χαθεί από το οπτικό του πεδίο κι ο τελευταίος άντρας. Μπορεί να μην ήταν χειρότερο από το να ανατινάζεται το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, αλλά, αν μη τι άλλο, οι νταμέην άφηναν συνήθως και μερικούς για θάψιμο.

Ο τελευταίος άντρας στον οποίο κατάφερε να μιλήσει σε εκείνα τα δάση, ένας ψαρομάλλης βετεράνος από την πατρίδα που ηγούνταν εκατό λογχοφόρων από την Αμαδισία, του είπε πως ο Τσιανμάι βρισκόταν σε εκείνη την κατεύθυνση. Πιο μπροστά, εντόπισε άλογα χωρίς αναβάτες δεμένα στα δέντρα και μερικούς πεζούς. Ίσως να μπορούσαν να του δώσουν περαιτέρω πληροφορίες. Κι αυτός, με τη σειρά του, θα τους τα έψελνε για τα καλά που κάθονταν εκεί ενώ η μάχη μαινόταν.

Με το που βρέθηκε ανάμεσά τους, ξέχασε αμέσως τον εξάψαλμο. Είχε βρει αυτό που έψαχνε, μόνο που δεν είχε σχέση με αυτό που επιθυμούσε να βρει. Μια ντουζίνα κατακαμένα πτώματα ήταν βαλμένα σε σειρά. Ένα από δαύτα, με το σκουροκάστανο πρόσωπό του ανέγγιχτο, ανήκε εμφανώς στον Τσιανμάι. Οι πεζοί ήταν όλοι Ταραμπονέζοι, Αμαδισιανοί κι Αλταρανοί, κάποιοι από αυτούς πληγωμένοι. Η μόνη Σωντσάν ήταν μία σουλ’ντάμ με σκληρό πρόσωπο, η οποία παρηγορούσε μια νταμέην που έκλαιγε με λυγμούς.

«Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε απαιτητικά ο Βάρεκ. Δεν πίστευε πως αυτοί οι Άσα’μαν άφηναν επιζώντες πίσω τους. Ίσως αυτή η σουλ’ντάμ να τον είχε καταπολεμήσει.

«Τρέλα, άρχοντα μου». Ένας ογκώδης Ταραμπονέζος απομάκρυνε τον άντρα που έβαζε αλοιφή στο καψαλισμένο αριστερό του μπράτσο. Το μανίκι έμοιαζε να έχει καεί έως τον θώρακα του άντρα, ο οποίος δεν έκανε καμιά γκριμάτσα πόνου παρά τα εγκαύματά του. Το κάλυμμα με την ατσάλινη ενίσχυση κρεμόταν, σχηματίζοντας γωνία με την κωνική του περικεφαλαία με τα κόκκινα φτερά, αποκαλύπτοντας ένα σκληροτράχηλο πρόσωπο με παχιά γκρίζα μουστάκια που έκρυβαν σχεδόν το στόμα του, ενώ το βλέμμα του ήταν προκλητικά ευθύ. «Ένας ουλαμός Ιλιανών έπεσε πάνω μας χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση. Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά. Δεν είχαν μαζί τους κανέναν μαυροντυμένο. Ο Άρχοντας Τσιανμάι μάς καθοδηγούσε γενναία κι η... η γυναίκα... διαβίβαζε αστραπές. Κατόπιν, κι ενώ οι Ιλιανοί άρχισαν να σπάνε τις γραμμές τους, οι αστραπές άρχισαν να πέφτουν κι ανάμεσά μας». Έκοψε την αφήγησή του ρίχνοντας ένα νεύμα όλο νόημα στη σουλ’ντάμ.

Η γυναίκα σηκώθηκε στο λεπτό, κουνώντας την ελεύθερη γροθιά της και βηματίζοντας γοργά προς το μέρος του Ταραμπονέζου, όσο τουλάχιστον της επέτρεπε το λουρί που ήταν περασμένο στον άλλο της καρπό. Η νταμέην της δεν ήταν παρά ένα κουβάρι που ολοφυρόταν. «Δεν πρόκειται να αφήσω αυτό το σκυλί να βρίζει τη Ζακάι μου! Είναι πολύ καλή νταμέην! Πολύ καλή!»

Ο Βάρεκ έκανε να την καθησυχάσει. Είχε δει σουλ’ντάμ να αναγκάζουν τους κατηγόρους τους να ουρλιάζουν εξαιτίας του παραπτώματος τους· μερικές μάλιστα σακάτευαν τους απείθαρχους, αλλά οι περισσότερες δεν δίσταζαν να εξαγριωθούν ακόμα κι εναντίον κάποιου που ανήκε στη Γενιά, όταν αυτός κακολογούσε την αγαπημένη τους νταμέην. Ο συγκεκριμένος Ταραμπονέζος δεν ανήκε στη Γενιά και, κρίνοντας από το παρουσιαστικό της σουλ’ντάμ που έτρεμε, θα έλεγες πως ήταν έτοιμη να κάνει φόνο. Αν ο άντρας είχε εκφράσει με λόγια τη γελοία κι ανείπωτη κατηγόρια του, ο Βάρεκ πίστευε πως η γυναίκα δεν το είχε σε τίποτα να τον σκοτώσει επί τόπου.

«Οι προσευχές για τους νεκρούς μπορούν να περιμένουν», είπε ορθά κοφτά ο Βάρεκ. Αν αποτύγχανε σε αυτό που πήγαινε να κάνει, θα κατέληγε στα χέρια των Αναζητητριών, αλλά εδώ δεν υπήρχε κανένας Σωντσάν εκτός από τη σουλ’ντάμ. «Αναλαμβάνω τη διοίκηση. Θα απεμπλακούμε και θα στραφούμε νότια».

«Θα απεμπλακούμε!» γαύγισε ο Ταραμπονέζος με τους στιβαρούς ώμους. «Θα μας πάρει μέρες να απεμπλακούμε! Οι Ιλιανοί μάχονται σαν κουνάβια στριμωγμένα στη γωνία κι οι Καιρχινοί σαν νυφίτσες κλεισμένες σε κουτί. Οι Δακρυνοί δεν είναι και τόσο σκληροτράχηλοι όσο άκουσα, αλλά μπορεί να έχουν καμιά ντουζίνα Άσά’μαν ανάμεσά τους, σωστά; Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να έχουν πάει τα τρία τέταρτα των αντρών μου σ’ αυτόν εδώ τον κωλότοπο!» Παρακινημένοι από το παράδειγμά του, άρχισαν κι οι υπόλοιποι να διαμαρτύρονται.

Ο Βάρεκ τούς αγνόησε. Κι απέφυγε να ρωτήσει τι σημαίνει «κωλότοπος». Κοιτώντας το ανάστατο δάσος τριγύρω, ακούγοντας την κλαγγή της μάχης και τους βρόντους των εκρήξεων και των αστραπών μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. «Μαζέψτε τους άντρες σας κι αρχίστε να οπισθοχωρείτε», είπε φωναχτά, κόβοντας σαν μαχαίρι τη φλυαρία τους. «Δεν θα κινηθείτε με γρήγορους ρυθμούς. Ενεργήστε ομαδικά». Οι διαταγές του Μίραζ προς τον Τσιανμάι περιελάμβαναν τη φράση «όσο το δυνατόν πιο γρήγορα» —τις είχε απομνημονεύσει, σε περίπτωση που κάτι πάθαινε το αντίτυπο που κουβαλούσε στο δισάκι του— αλλά σε αυτήν την περίπτωση οι μισοί άντρες θα ξέμεναν πίσω κι ο εχθρός θα τους πετσόκοβε με την άνεσή του. «Εμπρός, ξεκινήστε! Πολεμάτε για την Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα!»

Η τελευταία αυτή πρόταση συνήθως απευθυνόταν σε νεοσύλλεκτους, αλλά για κάποιον λόγο όσοι τον άκουσαν τινάχτηκαν λες και τους είχε χτυπήσει με μαστίγιο. Υποκλίθηκαν γρήγορα και βαθιά, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, κι έσπευσαν στα άλογά τους. Παράξενο. Τώρα, από αυτόν εξαρτιόταν να βρει τις μονάδες των Σωντσάν. Τουλάχιστον μία θα διοικούνταν από κάποιον ανώτερο του, οπότε η ευθύνη θα έφευγε από πάνω του.

Η σουλ’ντάμ εξακολουθούσε να είναι γονατιστή, σιγομουρμουρώντας και χαϊδεύοντας ανάλαφρα τα μαλλιά της νταμέην της, η οποία δεν είχε πάψει στιγμή να οδύρεται. «Παρηγόρησέ την», της είπε ο άντρας. Το συντομότερο δυνατόν. Νόμισε πως διέκρινε μια χροιά ανησυχίας στο βλέμμα του Μίραζ. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό που θα προβλημάτιζε κάποιον σαν τον Κέναρ Μίραζ; «Νομίζω πως στον Νότο θα εξαρτώμαστε από εσάς τις σουλ’ντάμ». Γιατί, άραγε, αισθάνθηκε το αίμα να αποστραγγίζεται από το πρόσωπό του ξεστομίζοντας τούτα τα λόγια;


Ο Μπασίρε στεκόταν στην άκρη των δέντρων —από την εσωτερική πλευρά— συνοφρυωμένος με όσα αντίκριζε πίσω από την προσωπίδα της περικεφαλαίας του. Το καστανοκόκκινο άλογο του έτριβε τη μουσούδα του στον ώμο του. Κρατούσε τον μανδύα του σφιχτά πάνω στο κορμί του, περισσότερο για να αποφύγει κάποια ενδεχόμενη κίνηση που θα τραβούσε την προσοχή παρά για την ψύχρα, παρ’ όλο που η τελευταία τον περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Για τα δεδομένα της Σαλδαία δεν ήταν παρά μια ανοιξιάτικη αύρα, αλλά όλοι αυτοί οι μήνες στις νότιες περιοχές τον είχαν κάνει μαλθακό. Ο ήλιος, λάμποντας ανάμεσα στα γκρίζα σύννεφα που διέσχιζαν γοργά τον ουρανό, ελάχιστα απείχε από το βρεθεί στο ζενίθ, μπροστά του. Όταν ξεκινάς μια μάχη στραμμένος δυτικά, δεν σημαίνει ότι θα την τελειώσεις και προς την ίδια κατεύθυνση. Μπροστά του απλωνόταν ένας πλατύς λειμώνας, όπου κοπάδια από ασπρόμαυρες γίδες έβοσκαν στο καφετί γρασίδι με άτακτο και τυχαίο τρόπο, λες και δεν μαινόταν καμιά μάχη γύρω τους. Όχι ότι φαινόταν κανένα ίχνος της εδώ. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Αν κάποιος επιχειρούσε να διασχίσει το λιβάδι, θα πετσοκοβόταν πριν καλά-καλά το καταλάβει. Κι ανάμεσα στα δέντρα, άσχετα αν επρόκειτο για δάσος, για ελαιώνες ή για λόχμες, δεν υπήρχε περίπτωση να διακρίνεις τον εχθρό πριν πέσεις επάνω του, είτε έστελνες ανιχνευτές είτε όχι.

«Αν είναι να διασταυρωθούμε», μουρμούρισε ο Γκέγιαμ, τρίβοντας την πλατιά του παλάμη στο γυμνό του μέτωπο, «θα έπρεπε να είχε γίνει. Μα την αλήθεια του Φωτός, χάνουμε τον χρόνο μας». Ο Άμοντριντ σφράγισε ερμητικά το στόμα του. Το πιθανότερο ήταν πως ο φεγγαροπρόσωπος Καιρχινός ήταν έτοιμος να πει το ίδιο πράγμα. Θα συμφωνούσε με έναν Δακρυνό, ακόμα κι αν ο άλλος του έλεγε πως τα άλογα σκαρφαλώνουν στα δέντρα.

Ο Τζόρντγουιν Σέμαρις ρουθούνισε. Καλό θα ήταν να αφήσει γενειάδα, για να καλύψει το στενό του σαγόνι που έκανε το κεφάλι του να μοιάζει με σφήνα δασονόμου. «Επιμένω στην κυκλωτική κίνηση», μουρμούρισε. «Αρκετούς άντρες έχω χάσει εξαιτίας αυτών των καταραμένων νταμέην και...» Δεν αποτελείωσε την πρότασή του κι αρκέστηκε να ρίξει μια ανήσυχη ματιά προς το μέρος του Ρόσεντ.

Ο νεαρός Άσα’μαν στεκόταν παράμερα, με τα χείλη ερμητικά κλειστά, ψηλαφίζοντας την καρφίτσα με τον Δράκοντα στο πέτο του. Από το παρουσιαστικό του, θα έλεγε κανείς πως αναρωτιόταν αν όλα αυτά άξιζαν τον κόπο. Το αγόρι είχε πάψει πια να αποπνέει τον αέρα κάποιου που τα ξέρει όλα, και στα χαρακτηριστικά του διαγράφονταν πλέον η κατήφεια κι η ανησυχία.

Τραβώντας από τα γκέμια τον Γοργό, ο Μπασίρε πλησίασε τον Άσα’μαν και τον τράβηξε ακόμα πιο παράμερα, ανάμεσα στα δέντρα κι ακόμα πιο μέσα. Ο Ρόσεντ σκυθρώπιασε κι ακολούθησε απρόθυμα. Ήταν αρκετά ψηλός για να δεσπόζει πάνω από τον Μπασίρε, αλλά ο τελευταίος δεν καταλάβαινε από τέτοια.

«Μπορώ να υπολογίζω στους δικούς σου την επόμενη φορά;» ρώτησε απαιτητικά, κουνώντας τα μουστάκια του έξαλλος. «Χωρίς να υπάρξουν καθυστερήσεις;» Ο Ρόσεντ κι οι άντρες του γίνονταν όλο και πιο αργοί όταν βρίσκονταν απέναντι σε μία νταμέην.

«Ξέρω πολύ καλά τι κάνω, Μπασίρε», γρύλισε ο Ρόσεντ. «Αρκετούς δεν σκοτώσαμε για χάρη σου; Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, έχουμε σχεδόν τελειώσει!»

Ο Μπασίρε ένευσε αργά, μολονότι αυτό δεν σήμαινε ότι αναγκαστικά συμφωνούσε με τα λόγια του άλλου. Αν κοιτούσες προσεκτικά, θα έβλεπες κάμποσους στρατιώτες του εχθρού τριγύρω. Αρκετοί, όμως, ήταν όντως νεκροί. Είχε σχεδιάσει τις κινήσεις του με βάση τη μελέτη των Πολέμων των Τρόλοκ, όταν οι δυνάμεις του Φωτός σπάνια ήταν ισοδύναμες με τις εχθρικές δυνάμεις που αντιμετώπιζαν. Χτύπησε πλευρικά και φύγε. Χτύπα στα νώτα και φύγε. Χτύπησε και φύγε, κι όταν ο εχθρός σε πάρει στο κατόπι, γύρισε στα εδάφη που επέλεξες, όπου οι λεγεωνάριοι περιμένουν με τις βαλλίστρες τους έτοιμες να τον πετσοκόψουν και να σου δώσουν την ευκαιρία να συνεχίσεις το φευγιό σου. Ή μέχρι να τον τσακίσουν ολοκληρωτικά. Ήδη σήμερα είχε τσακίσει τους Ταραμπονέζους, τους Αμαδισιανούς, τους Αλταρανούς κι ετούτους εδώ τους Σωντσάν με την παράξενη θωράκιση. Πιο πολλούς νεκρούς είχε δει σήμερα παρά σε οποιαδήποτε μάχη από την εποχή του Αιμάτινου Χιονιού[3]. Από την άλλη, βέβαια, μπορεί αυτός να διέθετε τους Άσα’μαν, αλλά η αντίπαλη πλευρά διέθετε αυτές τις νταμέην. Το ένα τρίτο των Σαλδαίων του κειτόταν νεκρό κάπου ένα μίλι πιο πίσω. Σχεδόν οι μισές του δυνάμεις είχαν αχρηστευθεί ενώ υπήρχαν κι άλλοι Σωντσάν εκεί έξω με αυτές τις καταραμένες τους γυναίκες, καθώς επίσης Ταραμπονέζοι, Αμαδισιανοί κι Αλταρανοί. Κι όσο περισσότερους σκότωνε, τόσο πιο πολλοί έρχονταν. Οι δε Άσα’μαν παρουσίαζαν σημάδια... διστακτικότητας.

Ταλαντεύτηκε πάνω στη σέλα του Γοργού και στράφηκε προς την κατεύθυνση του Τζόρντγουιν και των υπολοίπων. «Θα πάμε από γύρω», διέταξε, αγνοώντας τόσο τα νεύματα του Τζόρντγουιν όσο και την κατήφεια του Γκέγιαμ και του Άμοντριντ. «Θέλω τριπλές ομάδες ανιχνευτών. Δεν θα το βάλω κάτω, αλλά δεν θέλω να πέσω πάνω σε καμιά νταμέην». Κανείς δεν γέλασε.

Ο Ρόσεντ είχε μαζέψει τους υπόλοιπους Άσα’μαν γύρω του, ένας εκ των οποίων είχε καρφιτσωμένο στο πέτο του το ασημένιο ξίφος. Υπήρχαν άλλοι δύο με τα πέτα άδεια όταν ξεκίνησαν το ίδιο πρωί, αλλά όσο ήξεραν να σκοτώνουν οι Άσα’μαν, άλλο τόσο ήξεραν κι οι νταμέην. Ο Ρόσεντ κουνούσε τα χέρια του θυμωμένος κι έμοιαζε να διαπληκτίζεται μαζί τους. Το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, ενώ το δικά τους ήταν κενά κι άκαμπτα. Ο Μπασίρε ήλπιζε πως ο Ρόσεντ θα μπορούσε να τους συγκρατήσει από το να λιποτακτήσουν. Η σημερινή μέρα τούς είχε ήδη στοιχίσει αρκετά· δεν ήταν ανάγκη να αφήσουν έναν τέτοιο άνθρωπο να περιπλανιέται ελεύθερος.


Έπεφτε ψιλοβρόχι. Ο Ραντ στραβοκοίταξε τα πυκνά μαύρα σύννεφα που μαζεύονταν στον ουρανό κι είχαν ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζουν τον ωχρό ήλιο, ο οποίος βρισκόταν στα μισά της απόστασης από τη γραμμή του μακρινού ορίζοντα. Μπορεί τώρα η βροχή να ήταν ελαφριά, αλλά αργότερα θα πύκνωνε όπως εκείνα τα σύννεφα. Εκνευρισμένος, στράφηκε να μελετήσει την περιοχή μπροστά του. Η Κορώνα από Ξίφη τσίμπησε τους κροτάφους του. Με τη Δύναμη να τον κατακλύζει, η γη μπροστά του ήταν ξεκάθαρη σαν χάρτης, παρά τον άσχημο καιρό. Αρκετά ξεκάθαρη, εν πάση περιπτώσει. Οι λόφοι έμοιαζαν να βουλιάζουν, κάποιοι καλυμμένοι με πυκνές συστάδες θάμνων ή ελαιώνες κι άλλοι με γυμνό γρασίδι ή απλώς με πέτρες κι αγριόχορτα. Του φάνηκε πως διέκρινε μια κίνηση στην άκρη των θάμνων κι έπειτα άλλη μία ανάμεσα στις σειρές ενός δεντρόκηπου με ελαιώνες, σε έναν άλλον λόφο ένα μίλι μακριά από τους θάμνους. Δεν ήταν αρκετό να σκέφτεται. Οι νεκροί κείτονταν σε όλη την έκταση των μιλίων που είχε αφήσει πίσω του, νεκροί εχθροί. Ανάμεσά τους υπήρχαν και νεκρές γυναίκες, το γνώριζε, αλλά είχε μείνει παράμερα από τα σημεία που είχαν πεθάνει οι σουλ’ντάμ κι οι νταμέην, αρνούμενος να αντικρίσει τα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το έκανε από μίσος γι’ αυτούς που είχαν σκοτώσει τόσο πολλούς ακολούθους του.

Ο Ταϊ’ντάισαρ βάδισε χοροπηδώντας στη λοφοκορυφή προτού ο Ραντ τον συγκρατήσει με στιβαρό χέρι και με την πίεση των γονάτων στα πλευρά του. Αν κάποια σουλ’ντάμ εντόπιζε τις κινήσεις του, τόσο το καλύτερο· τα ελάχιστα δέντρα γύρω του δεν ήταν αρκετά για να τον κρύψουν. Εντελώς αόριστα, συνειδητοποίησε πως δεν αναγνώριζε ούτε ένα από αυτά. Ο Ταϊ’ντάισαρ τίναξε το κεφάλι του. Ο Ραντ έχωσε το Σκήπτρο του Δράκοντα στο δισάκι της σέλας του —μονάχα η σκαλιστή λαβή εξείχε— για να έχει ελεύθερα και τα δυο του χέρια σε περίπτωση που το μουνούχι του δεν ήταν ικανοποιημένο. Θα μπορούσε να ξεκουράσει το άλογο χρησιμοποιώντας το σαϊντίν, αλλά δεν ήξερε κανέναν τρόπο να το κάνει να συμμορφωθεί με τη χρήση της Δύναμης.

Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το άτι διατηρούσε τόσο πολλή ενέργεια. Το σαϊντίν τον γέμιζε, ξεχείλιζε από μέσα του, αλλά ένιωθε το κορμί του απόμακρο, έτοιμο να καταρρεύσει από την κούραση, ένα μέρος της οποίας οφειλόταν στα τεράστια ποσά της Δύναμης που είχε αναγκαστεί να χαλιναγωγήσει εντός της ημέρας, κι ένα μέρος στην ένταση της μάχης που έδωσε με το σαϊντίν για να το αναγκάσει να κάνει το θέλημά του. Το σαϊντίν πάντα έπρεπε να κατακτηθεί και να εξαναγκαστεί σε υπακοή, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε νιώσει όπως σήμερα. Ο πόνος από τις μισοθεραπευμένες, αγιάτρευτες πληγές στο αριστερό του πλευρό τού προκαλούσε αγωνία. Η παλαιότερη πληγή δεν ήταν παρά ένα τρυπάνι που πάσχιζε να διαπεράσει το Κενό, ενώ η νεότερη ένα λαμπάδιασμα γυμνής φλόγας.

«Επρόκειτο για ατύχημα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε έξαφνα ο Άντλεϋ. «Στ’ ορκίζομαι!»

«Βούλωσε το και παρακολούθησε!» του αποκρίθηκε τραχιά ο Ραντ. Το βλέμμα του Άντλεϋ χαμήλωσε και για μια στιγμή αφέθηκε να κοιτάει τα χέρια του που κρατούσαν τα γκέμια. Κατόπιν, τράβηξε από το πρόσωπό του τα νοτισμένα του μαλλιά και τίναξε ψηλά το κεφάλι του υπακούοντας.

Ο έλεγχος του σαϊντίν ήταν σήμερα δυσκολότερος από κάθε άλλη φορά, αλλά αν το άφηνες να σου ξεγλιστρήσει, μπορούσε να σε σκοτώσει. Ο Άντλεϋ το είχε αφήσει να ξεγλιστρήσει, και πολλοί άντρες είχαν πεθάνει από ανεξέλεγκτους παροξυσμούς φωτιάς, όχι μόνο οι Αμαδισιανοί τους οποίους σκόπευε αλλά και σχεδόν τριάντα οπλίτες της Άιλιλ κι άλλοι τόσοι της Αναγιέλα.

Παρά το ατύχημα, ο Άντλεϋ θα μπορούσε να βρίσκεται μαζί με τον Μορ και τους Συντρόφους μέσα στο δάσος, μισό μίλι νότια. Ο Ναρίσμα με τον Χόπγουιλ ήταν μαζί με τους Υπερασπιστές, στον Βορρά. Ο Ραντ επιθυμούσε να επιβλέπει τον Άντλεϋ. Άραγε, είχαν συμβεί κι άλλα «ατυχήματα» χωρίς να το πάρει είδηση; Του ήταν αδύνατον να επιτηρεί τους πάντες διαρκώς. Το πρόσωπο του Φλιν ήταν θανατερά βλοσυρό, ενώ τα χαρακτηριστικά του Ντασίβα δεν ήταν διόλου ασαφή, κι ο ίδιος μόνο που δεν ίδρωνε από την έντονη αυτοσυγκέντρωση. Εξακολουθούσε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, τόσο χαμηλόφωνα που ο Ραντ δεν άκουγε τίποτα παρά τη χρήση της Δύναμης, και να σκουπίζει συνεχώς τη βροχή από το πρόσωπό του με ένα μουσκεμένο δαντελωτό λινό μαντίλι, το οποίο όσο προχωρούσε η μέρα γινόταν όλο και πιο βρώμικο. Ο Ραντ δεν πίστευε πως επρόκειτο περί λάθους. Όπως και να έχει, ούτε αυτοί ούτε κι ο Άντλεϋ κατείχαν πλέον τη Δύναμη. Και δεν θα την κατείχαν μέχρι να τους προστάξει ο ίδιος.

«Τελείωσε;» ρώτησε η Αναγιέλα, πίσω του. Χωρίς να προσέχει ποιος μπορεί να παρακολουθούσε εδώ έξω, ο Ραντ ανάγκασε τον Ταϊ’ντάισαρ να πάρει στροφή και να βρεθεί απέναντί της. Η Δακρυνή ανακινήθηκε πάνω στη σέλα της, ενώ η κουκούλα του πλούσιου και περίτεχνου μανδύα της βροχής που φορούσε έπεσε στους ώμους της. Το μάγουλο της συσπάστηκε, ενώ τα μάτια της θα μπορούσαν να είναι γεμάτα φόβο ή μίσος. Δίπλα της, η Άιλιλ ψηλάφισε ήρεμα τα γκέμια με τα καλυμμένα με κόκκινα γάντια χέρια της.

«Τι περισσότερο μπορεί να επιθυμείς;» ρώτησε με ψυχρή φωνή η πιο μικροκαμωμένη γυναίκα. Μια αρχόντισσα που ήταν ευγενική σε έναν υποτακτικό. Σχεδόν. «Αν το μέγεθος της νίκης εξαρτάται από τους νεκρούς εχθρούς, νομίζω πως από σήμερα το όνομά σου θα πρέπει να γραφτεί στην ιστορία».

«Σκοπεύω να ρίξω τους Σωντσάν στη θάλασσα!» απάντησε κοφτά ο Ραντ. Μα το Φως, τώρα έπρεπε να τους αποτελειώσει, τώρα που του παρουσιαζόταν η ευκαιρία! Δεν είχε τη δυνατότητα να πολεμήσει ταυτόχρονα τους Σωντσάν, τους Αποδιωγμένους, και το Φως μόνο ήξερε ποιους άλλους ή τι άλλο! «Το κατάφερα πριν και θα το καταφέρω ξανά!»

Μήπως έχεις κρυμμένο στην τσέπη σου το Κέρας τον Βαλίρ αυτή τη φορά; ρώτησε πονηρά ο Λουζ Θέριν κι ο Ραντ γρύλισε σιωπηλά.

«Κάποιος είναι εκεί κάτω», είπε άξαφνα ο Φλιν. «Ανεβαίνει απ’ αυτήν τη μεριά. Έρχεται από τα δυτικά».

Ο Ραντ έστρεψε προς τα εκεί το ζώο του. Οι Λεγεωνάριοι είχαν κυκλώσει τις λοφοπλαγιές, παρ’ όλο που κρύβονταν αρκετά καλά και σπανίως μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιον μπλε μανδύα. Κανείς από δαύτους δεν είχε άλογο. Άλλωστε, ποιος θα ίππευε...

Το καστανοκόκκινο άλογο του Μπασίρε ανηφόριζε την πλαγιά σαν να ήταν ευθύ έδαφος. Η περικεφαλαία του κρεμόταν από τη σέλα κι ο άντρας φάνταζε εξουθενωμένος. Χωρίς να κάνει την παραμικρή εισαγωγή, μίλησε με επίπεδη φωνή. «Τελειώσαμε από δω. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε να σταματήσει ένα μέρος της μάχης, και σίγουρα η στιγμή είναι κατάλληλη. Άφησα πίσω πεντακόσιους νεκρούς ή περίπου, και δύο από τους Στρατιώτες σου για επιφύλαξη. Έστειλα άλλους τρεις να βρουν τον Σεμάραντριντ, τον Γκρέγκοριν και τον Γουίραμον και να τους πουν να ανασυνταχθούν μαζί σου. Αμφιβάλλω κατά πόσον βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από μένα. Πώς πάει ο κατάλογος της δικής σου σφαγής;»

Ο Ραντ αγνόησε την ερώτηση. Οι νεκροί του υπερέβαιναν σχεδόν κατά διακόσια άτομα εκείνους του Μπασίρε. «Δεν έχεις δικαίωμα να στέλνεις διαταγές σε άλλους. Όσο υπάρχουν ακόμα κι έξι Άσα’μαν —όσο υπάρχω εγώ ο ίδιος!— δεν θα ανεχτώ οτιδήποτε άλλο! Έχω βάλει σκοπό να ανακαλύψω τον υπόλοιπο στρατό των Σωντσάν, Μπασίρε, και να τον αφανίσω. Δεν θα τους αφήσω να προσθέσουν την Αλτάρα στο Τάραμπον και στην Αμαδισία».

Το παχύ μουστάκι του Μπασίρε αναδεύτηκε με ένα πικρόχολο γέλιο. «Θέλεις να τους βρεις. Κοίτα εκεί». Έκανε μια κίνηση με το γαντοφορεμένο του χέρι, καλύπτοντας τους λόφους στη δύση. «Δεν μπορώ να σου δείξω κάποιο συγκεκριμένο σημείο, αλλά από δω που βρισκόμαστε, θα μπορούσες κάλλιστα να διακρίνεις δέκα, ίσως και δεκαπέντε, χιλιάδες αν δεν παρεμβάλλονταν ετούτα τα δέντρα. Χόρεψα με τον Σκοτεινό για να καταφέρω να περάσω από μέσα τους χωρίς να με δουν και να έρθω να σε βρω. Υπάρχουν ίσως κι εκατό νταμέην εκεί κάτω. Μπορεί και περισσότερες. Και το σίγουρο είναι πως θα αυξηθούν, κι αυτές κι οι άντρες. Φαίνεται πως ο στρατηγός τους αποφάσισε να συγκεντρώσει την προσοχή του επάνω σου. Υποθέτω πως το να είσαι τα’βίρεν δεν σημαίνει πάντα πως όλα είναι μέλι γάλα».

«Αν βρίσκονται εκεί έξω...» Ο Ραντ ανίχνευσε τους λόφους. Η βροχή άρχισε να πέφτει πιο δυνατή. Πού είχε διακρίνει την κίνηση προηγουμένως; Μα το Φως, ήταν κουρασμένος. Το σαϊντίν τον χτυπούσε σαν σφυρί. Ασυναίσθητα, άγγιξε τον τυλιγμένο μπόγο κάτω από τον πέτσινο αναβολέα. Το χέρι του αποτραβήχτηκε από μόνο του. Δέκα χιλιάδες, ίσως και δεκαπέντε... Από τη στιγμή που θα έφταναν κοντά του ο Σεμάραντριντ, ο Γκρέγκοριν κι ο Γουίραμον... και το πιο σημαντικό, οι υπόλοιποι Άσα’μαν... «Αν όντως βρίσκονται εκεί έξω, εκεί θα τους καταστρέψω, Μπασίρε. Θα τους χτυπήσω ταυτόχρονα από κάθε μεριά, όπως σκοπεύαμε να κάνουμε εξαρχής».

Συνοφρυωμένος, ο Μπασίρε σπιρούνισε το άλογο του να έρθει κοντύτερά του, μέχρι που το γόνατό του άγγιξε σχεδόν αυτό του Ραντ. Ο Φλιν απομάκρυνε το υποζύγιο του, αλλά ο Άντλεϋ ήταν πολύ απορροφημένος προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα του τη βροχή, για να παρατηρήσει κάτι που συνέβαινε πλάι του, ενώ ο Ντασίβα, σκουπίζοντας αδιάκοπα το πρόσωπό του, κοιτούσε γεμάτος ενδιαφέρον. Η φωνή του Μπασίρε χαμήλωσε κι έγινε απλό μουρμουρητό. «Δεν σκέφτεσαι σωστά. Αρχικά το σχέδιο ήταν καλό, αλλά το μυαλό του στρατηγού τους πήρε γοργές στροφές. Απλώθηκε για να αμβλύνει τις επιθέσεις μας πριν πέσουμε πάνω του κι αρχίσουμε την προέλαση. Φαίνεται πάντως πως, ακόμα κι έτσι, είχε μεγάλες απώλειες και τώρα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του. Δεν πρόκειται να τον αιφνιδιάσεις. Θέλει να του επιτεθούμε. Είναι εκεί έξω και περιμένει. Είτε με τη βοήθεια των Άσα’μαν είτε όχι, αν βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον τύπο, τα όρνια θα φάνε καλά και δεν βλέπω να τη γλιτώνει κανείς».

«Κανείς δεν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αναγεννημένο Δράκοντα», γρύλισε ο Ραντ. «Όποιος κι αν είναι, αποκλείεται να μην του το έχουν πει οι Αποδιωγμένοι. Έτσι δεν είναι, Φλιν; Ντασίβα;» Ο Φλιν ένευσε αβέβαια κι ο Ντασίβα μόρφασε. «Πιστεύεις πως δεν μπορώ να τον αιφνιδιάσω, Μπασίρε; Παρακολούθησε!» Ελευθέρωσε το μακρόστενο δεμάτι, έβγαλε το υφασμάτινο κάλυμμα κι άκουσε κραυγές έκπληξης καθώς οι σταγόνες της βροχής έλαμψαν πάνω σε ένα σπαθί, φτιαγμένο λες από κρύσταλλο. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί. «Για να δούμε αν θα αιφνιδιαστεί όταν δει το Καλαντόρ στα χέρια του Αναγεννημένου Δράκοντα, Μπασίρε».

Λικνίζοντας τη διάφανη λάμα στο λύγισμα του αγκώνα του, ο Ραντ σπιρούνισε τον Ταϊ’ντάισαρ λίγα βήματα μπρος. Δεν υπήρχε λόγος. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε καλύτερη θέα από εκεί. Εκτός αν... Κάτι σύρθηκε κατά μήκος της εξωτερικής επιφάνειας του Κενού, ένας ελικοειδής μαύρος ιστός. Φοβόταν. Την τελευταία φορά που είχε χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ, είχε προσπαθήσει να αναστήσει τους νεκρούς. Εκείνη την εποχή, ήταν απολύτως σίγουρος πως μπορούσε να κάνει τα πάντα. Σαν κάποιος τρελός που νομίζει ότι μπορεί να πετάξει. Ήταν, όμως, ο Αναγεννημένος Δράκοντας και πράγματι μπορούσε να κάνει τα πάντα. Άλλωστε, δεν το είχε αποδείξει επανειλημμένα; Άδραξε την Πηγή μέσω του Σπαθιού Που Δεν Είναι Σπαθί. Το σαϊντίν φάνηκε να πηδάει στο Καλαντόρ πριν καλά-καλά ο Ραντ αγγίξει την Πηγή μέσω αυτού. Από τη μια σφαιρική του άκρη έως την άλλη, το κρυστάλλινο ξίφος έλαμψε με ένα λευκό φως. Αν πριν πίστευε πως η Δύναμη τον είχε κατακλύσει, τώρα ένιωθε σαν να είχε στην κατοχή του περισσότερη απ’ όση θα μπορούσαν να αντέξουν δέκα ή εκατό άντρες, αβοήθητοι. Οι φλόγες του ήλιου καβούρντισαν το κεφάλι του. Η παγωνιά όλων των χειμώνων των Εποχών τού διαπέρασε την καρδιά. Και μέσα σε αυτόν τον χείμαρρο, το μίασμα ήταν όλος ο κόπρος του κόσμου που άδειαζε μέσα στην ψυχή του. Το σαϊντίν προσπάθησε και πάλι να τον σκοτώσει, να τον εξαλείψει, να τον ψήσει, να παγώσει το κάθε μόριο της ύπαρξής του, μα εκείνος το καταπολέμησε κι έζησε για ένα λεπτό ακόμα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Πόσο ήθελε να ξεσπάσει σε γέλια. Ναι, όντως μπορούσε να κάνει τα πάντα!

Κάποτε, κρατώντας το Καλαντόρ, είχε στην κατοχή του ένα όπλο που ανίχνευε τους Σκιογέννητους μέσα από την Πέτρα του Δακρύου και τους άφηνε στον τόπο με τη χρήση των κυνηγετικών αστραπών, άσχετα από το αν έμεναν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή έτρεχαν να ξεφύγουν ή κρύβονταν. Σίγουρα θα υπήρχε κάτι παρόμοιο που θα μπορούσε να εφαρμόσει κι εδώ, απέναντι στους εχθρούς του. Όταν όμως απευθύνθηκε στον Λουζ Θέριν, μονάχα κλαψουρίσματα γεμάτα οδύνη έλαβε ως απάντηση, λες κι αυτή η ασώματη φωνή φοβόταν τον πόνο που προκαλούσε το σαϊντίν.

Με το Καλαντόρ να λαμποκοπά στο χέρι του —δεν θυμόταν να σήκωσε τη λάμα πάνω από το κεφάλι του— ατένισε τους λόφους στους οποίους κρύβονταν οι εχθροί του. Είχαν γίνει γκρίζοι από την πυκνή βροχή, ενώ τα ογκώδη μαύρα σύννεφα έκρυβαν το φως του ήλιου. Τι ακριβώς είχε πει στον Ήγκαν Πάντρος;

«Είμαι η θύελλα», ψιθύρισε —τα λόγια του ακούστηκαν στ’ αυτιά του σαν κραυγή, σαν βροντή— και διαβίβασε.

Πάνω από το κεφάλι του, τα σύννεφα άρχισαν να αναταράσσονται. Εκεί που πριν λίγο είχαν το χρώμα της στάχτης, τώρα έγιναν κατάμαυρα, σαν την καρδιά του μεσονυχτίου. Δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό που διαβίβαζε, κάτι που του συνέβαινε συχνά, μολονότι τον είχε διδάξει ο Ασμόντιαν. Ίσως, τελικά, να τον καθοδηγούσε ο Λουζ Θέριν παρά τους λυγμούς του. Ροές από σαϊντίν στριφογύριζαν στον ουρανό, Αέρας και Νερό και Φωτιά. Φωτιά. Ναι, πράγματι ο ουρανός έβρεχε αστραπές. Εκατό εκκενώσεις ταυτόχρονα, εκατοντάδες διχαλωτά ασπρογάλαζα βέλη που έπεφταν παντού, έως εκεί που μπορούσε να δει το μάτι του. Οι λόφοι εμπρός του ανατινάχτηκαν. Μερικοί, απλώς διαλύθηκαν κάτω από τον καταιγισμό των κεραυνών, σαν αναποδογυρισμένες μυρμηγκοφωλιές. Οι φλόγες ξεπήδησαν πυκνές και τα δέντρα μεταβλήθηκαν σε δαυλούς κάτω από τη βροχή, ενώ στους δεντρόκηπους με τους ελαιώνες η φωτιά λυσσομανούσε.

Κάτι τον χτύπησε με δύναμη και συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Η κορώνα είχε πέσει από το κεφάλι του, αν και το Καλαντόρ εξακολουθούσε να λάμπει στο χέρι του. Κάπως αόριστα, αντιλήφθηκε τον Ταϊ’ντάισαρ να σηκώνεται όρθιος, τρέμοντας. Ώστε, σκέφτηκαν να ανταποδώσουν το χτύπημα, έτσι;

Τίναξε ψηλά το Καλαντόρ κι ούρλιαξε προς το μέρος τους, «Έλα αν τολμάς! Είμαι η θνελλα! Έλα αν τολμάς, Σαϊτάν! Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» Χίλιες συρίζουσες αστραπές έπεσαν σαν χαλάζι από τα σύννεφα.

Και πάλι κάτι τον χτύπησε, ρίχνοντάς τον κάτω. Πάσχισε να σηκωθεί και να πολεμήσει. Το Καλαντόρ, εξακολουθώντας να λάμπει, βρισκόταν σε απόσταση ενός βήματος από το τεντωμένο του χέρι. Ο ουρανός αυλακωνόταν από αστραπές. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε πως το βάρος που ένιωθε επάνω του δεν ήταν παρά ο Μπασίρε που τον ταρακουνούσε. Μάλλον αυτός ήταν που τον πέταξε κάτω!

«Σταμάτα!» φώναξε ο Σαλδαίος. Το αίμα πότισε το πρόσωπό του από μια σχισμή στο κρανίο του. «Μας σκοτώνεις, άνθρωπέ μου! Σταμάτα!»

Ο Ραντ έστρεψε το κεφάλι του και μια έκπληκτη ματιά ήταν αρκετή. Κεραυνοί άστραφταν γύρω του, προς κάθε κατεύθυνση. Ένα αστροπελέκι χτύπησε την πίσω μεριά της πλαγιάς, εκεί που βρίσκονταν ο Ντένχαραντ κι οι οπλίτες. Τα ουρλιαχτά των ανθρώπων και των αλόγων ήταν εκκωφαντικά. Η Αναγιέλα κι η Άιλιλ ήταν πεζές κι οι δύο, πασχίζοντας εις μάτην να καθησυχάσουν τα άλογα που είχαν σηκωθεί στα δυο τους πόδια, με τους βολβούς των ματιών τους στραμμένους προς τα μέσα, πασχίζοντας να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους. Ο Φλιν έσκυβε πάνω από έναν άντρα, όχι πολύ μακριά από ένα ψόφιο άλογο με πόδια που τα είχε ήδη ακινητοποιήσει η νεκρική ακαμψία.

Ο Ραντ απελευθέρωσε το σαϊντίν. Ωστόσο, αυτό εξακολουθούσε να ρέει μέσα του για μερικές στιγμές κι ενώ οι αστραπές λυσσομανούσαν. Η ροή μέσα του λιγόστευε όλο και πιο πολύ μέχρι που εξαφανίστηκε. Στη θέση της τον κατέκλυσε μια ζαλάδα. Για τρία καρδιοχτύπια, δύο Καλαντόρ έλαμπαν πεσμένα στο έδαφος, κι ενώ οι κεραυνοί δεν έπαψαν στιγμή να πέφτουν. Και μετά... σιωπή, με εξαίρεση μόνο τον ολοένα αυξανόμενο και ρυθμικό χτύπο της βροχής και τα ουρλιαχτά από την πίσω μεριά του λόφου.

Με αργές κινήσεις, ο Μπασίρε κατέβηκε από πάνω του κι ο Ραντ ανασηκώθηκε χωρίς βοήθεια και τρικλίζοντας, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του καθώς η όραση του επέστρεφε στο κανονικό. Ο Σαλδαίος τον παρακολουθούσε σαν να έβλεπε λυσσασμένο λιοντάρι, ψηλαφώντας τη λαβή του ξίφους του. Η Αναγιέλα τον κοίταξε μία και μόνη φορά, έτσι όπως στηριζόταν στα πόδια του, και σωριάστηκε λιπόθυμη. Το άλογό της όρμησε μπροστά, με τα ηνία να ταλαντεύονται ελεύθερα. Η Άιλιλ, που πάλευε ακόμα με το ζώο της, το οποίο είχε σηκωθεί στα πίσω πόδια, έριξε μερικές κοφτές ματιές προς το μέρος του Ραντ, ο οποίος άφησε το Καλαντόρ να κείτεται πεσμένο σε ένα σημείο. Δεν ήταν διόλου σίγουρος αν τολμούσε να το σηκώσει ξανά. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Ο Φλιν ορθώθηκε κουνώντας το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλός, καθώς ο Ραντ πήγε παραπαίοντας να σταθεί πλάι του. Η βροχή έπεφτε στα τυφλωμένα μάτια του Γιόναν Άντλεϋ, που είχαν γουρλώσει σαν από φρίκη. Ο Γιόναν ήταν ένας από τους πρώτους. Οι κραυγές που ακούγονταν πίσω από τους λόφους έμοιαζαν να διαπερνούν τη βροχή. Πόσοι ακόμα; αναρωτήθηκε ο Ραντ. Μεταξύ των Υπερασπιστών, των Συντρόφων ή...;

Η βροχή, πυκνή σαν κουβέρτα, έκρυβε τους λόφους όπου κρυβόταν ο στρατός των Σωντσάν. Άραγε, τους είχε κάνει καμιά ζημιά με αυτό το τυφλό χτύπημα; Ή, μήπως, εξακολουθούσαν να τον περιμένουν με όλη τη δύναμη των νταμέην ατόφια, περιμένοντας να δουν πόσους ακόμα από τους δικούς του θα σκότωνε στην προσπάθειά του να τους εξοντώσει;

«Τοποθέτησε όσους φρουρούς κρίνεις απαραίτητο», είπε ο Ραντ στον Μπασίρε. Είχε φωνή από σίδερο. Ήταν ένας από τους πρώτους. Είχε καρδιά από σίδερο. «Όταν έρθει κι ο Γκρέγκοριν με τους υπόλοιπους, θα Ταξιδέψουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται εκεί που μας περιμένουν οι άμαξες». Ο Μπασίρε ένευσε χωρίς να πει τίποτα, και στράφηκε να φύγει κάτω από την καταρρακτώδη βροχή.

Ηττήθηκα, συλλογίστηκε μελαγχολικά ο Ραντ. Μπορεί να είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά για πρώτη φορά ηττήθηκα.

Άξαφνα, ο Λουζ Θέριν θέριεψε οργισμένος μέσα του, οι δισταγμοί ξεχάστηκαν. Ποτέ στη ζωή μου δεν ηττήθηκα, γρύλισε. Είμαι ο Άρχοντας του Πρωινού! Κανείς δεν μπορεί να με νικήσει!

Ο Ραντ έμεινε ακίνητος κάτω από τη βροχή, στριφογυρίζοντας στα χέρια του την Κορώνα από Ξίφη, κοιτώντας το Καλαντόρ που κειτόταν στη λάσπη. Άφησε τον Λουζ Θέριν να λυσσομανά.


Ο Άμπαλνταρ Γιούλαν έκλαψε, ευγνωμονώντας τη νεροποντή που έκρυβε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του. Κάποιος έπρεπε να δώσει τη διαταγή και, φυσικά, να απολογηθεί στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα, κι ίσως και στην ίδια τη Σούροθ. Ωστόσο, δεν ήταν αυτοί οι λόγοι για τους οποίους έκλαιγε, δεν έκλαιγε καν για κάποιον νεκρό σύντροφο. Έσκισε πρόχειρα το ένα μανίκι από το πανωφόρι του και το τοποθέτησε πάνω στα γουρλωμένα μάτια του Μίραζ, ώστε να μην πέφτει η βροχή επάνω τους.

«Στείλε διαταγές υποχώρησης», διέταξε ο Γιούλαν κι είδε τον άντρα που στεκόταν πλάι του να τινάζεται. Για δεύτερη φορά σε αυτές τις ακτές, ο Στρατός της Παντοτινής Νίκης είχε υποστεί μια καταστροφική ήττα κι ο Γιούλαν ήξερε ότι δεν ήταν ο μόνος που έκλαιγε.

Загрузка...