Στο μουντό, ψυχρό σκοτάδι της βαθιάς νύχτας, η Εγκουέν ξύπνησε ασθμαίνοντας από έναν ανήσυχο ύπνο κι από ταραγμένα όνειρα, που γίνονταν ακόμα πιο ανησυχητικά επειδή δεν τα θυμόταν. Τα όνειρα της ήταν ανέκαθεν διαυγή και ξεκάθαρα σαν τυπωμένες λέξεις στο χαρτί, αλλά τούτα εδώ ήταν ζοφερά και τρομακτικά. Τον τελευταίο καιρό έβλεπε πάρα πολλά τέτοια. Κι όταν έφευγαν, λαχταρούσε να τρέξει μακριά, να δραπετεύσει από κάτι που δεν θυμόταν, πάντα αναστατωμένη κι αβέβαιη, τρέμοντας. Αν μη τι άλλο, το κεφάλι της δεν πονούσε. Αν μη τι άλλο, μπορούσε να ανακαλέσει τα όνειρα που ήξερε ότι ήταν σημαντικά, μολονότι αδυνατούσε να τα ερμηνεύσει. Έβλεπε τον Ραντ να φορά διαφορετικές μάσκες, μέχρι που άξαφνα κάποιο από αυτά τα ψεύτικα προσωπεία δεν ήταν πια μάσκα αλλά ο ίδιος. Έβλεπε τον Πέριν κι έναν Μάστορα να πετσοκόβουν μανιασμένα με το τσεκούρι και το σπαθί τα βάτα που τους περιτριγύριζαν, δίχως να έχουν αντιληφθεί τον γκρεμό που ανοιγόταν μπροστά τους. Και τα βάτα ούρλιαζαν με ανθρώπινες φωνές που οι δύο άντρες δεν μπορούσαν να ακούσουν. Έβλεπε τον Ματ να ζυγίζει δύο Άες Σεντάι σε μια τεράστια ζυγαριά, κι από την απόφασή του εξαρτιόταν... Δεν μπορούσε να πει τι. Κάτι αχανές. Ο ίδιος ο κόσμος ίσως. Υπήρχαν κι άλλα όνειρα, τα περισσότερα με μια απόχρωση πόνου. Τελευταία, όλα τα όνειρα που αφορούσαν στον Ματ ήταν ωχρά και γεμάτα πόνο, σαν τις σκιές που ρίχνουν οι εφιάλτες, λες κι ο ίδιος ο Ματ δεν ήταν και τόσο απτός. Αυτό από μόνο του την έκανε να αγωνιά που τον άφησε πίσω, στο Έμπου Νταρ, ένιωθε τα τσιμπήματα της οδύνης που τον εγκατέλειψε εκεί, για να μην αναφέρουμε τον φουκαρά τον γέρο-Θομ Μέριλιν. Τα όνειρα που δεν μπορούσε να θυμηθεί ήταν και τα χειρότερα, ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
Είχε ξυπνήσει από τους ήχους μιας χαμηλόφωνης λογομαχίας και το ολόγιομο φεγγάρι ήταν ακόμα ψηλά, ρίχνοντας αρκετό φως για να διακρίνει δύο γυναίκες που στέκονταν απέναντι η μία από την άλλη στην είσοδο της σκηνής.
«Το κεφάλι της φουκαριάρας πονάει όλη μέρα και δεν ξεκουράζεται καλά το βράδυ», ψιθύριζε με έντονο τόνο η Χάλιμα, με τις γροθιές ακουμπισμένες πάνω στους γοφούς της. «Ας το αφήσουμε για το πρωί».
«Δεν έχω όρεξη για καυγά». Η φωνή της Σιουάν ήταν παγερή σαν τον χειμώνα, κι η γυναίκα πέταξε πίσω τον μανδύα της με το γαντοφορεμένο της χέρι, λες κι ετοιμαζόταν για μάχη. Ήταν κατάλληλα ντυμένη γι’ αυτόν τον καιρό. Φορούσε χοντρό μάλλινο περασμένο, αναμφίβολα, πάνω από μερικές ακόμα στρώσεις ρούχων. «Κάνε στην άκρη και γρήγορα, να μη σου βγάλω τ’ άντερα. Και φόρεσε κανένα ρούχο της προκοπής!»
Χαχανίζοντας ανάλαφρα, η Χάλιμα ορθώθηκε και μπήκε μπροστά από τη Σιουάν, κλείνοντας της τον δρόμο. Το άσπρο νυχτικό της κολλούσε πάνω στο κορμί της, αλλά ήταν αρκετά σεμνό για την περίσταση, παρ’ όλο που ήταν άξιο απορίας πώς και δεν πάγωνε με αυτό το λεπτό μεταξένιο ύφασμα. Τα κάρβουνα πάνω στα τρίποδα μαγκάλια είχαν σβήσει από ώρα κι ούτε ο μουσαμάς της χιλιομπαλωμένης σκηνής ούτε τα στρώματα των χαλιών στο δάπεδο κρατούσαν αρκετή ζέστη πια. Οι ανάσες των δύο γυναικών έμοιαζαν με ωχρές ομίχλες.
Πετώντας από πάνω της τις κουβέρτες, η Εγκουέν ανακάθισε αποκαμωμένη πάνω στο στενό ράντζο της. Η Χάλιμα ήταν επαρχιώτισσα με μια επίφαση κουλτούρας και συχνά δεν συνειδητοποιούσε το σέβας που έπρεπε να δείχνει απέναντι σε μία Άες Σεντάι. Ίσως, πάλι, να πίστευε πως δεν χρειαζόταν να δείχνει σεβασμό σε κανέναν. Μιλούσε στις Καθήμενες σαν να απευθυνόταν στις οικοδέσποινες του χωριού της, γελώντας, κοιτώντας τες κατάματα και χρησιμοποιώντας μια γλώσσα αργκό που πολλές φορές σόκαρε τους πάντες. Η Σιουάν περνούσε τον καιρό της καυγαδίζοντας με γυναίκες που μόλις ένα χρόνο πριν στέκονταν προσοχή μπροστά της, χαμογελώντας και κάνοντας υποκλίσεις σε κάθε αδελφή του καταυλισμού. Πολλές από αυτές εξακολουθούσαν να τη θεωρούν υπεύθυνη για τα προβλήματα του Πύργου, πιστεύοντας μάλιστα πως δεν είχε υποφέρει αρκετά για να εξιλεωθεί, πράγμα απαγορευτικό για να επιδεικνύει κανείς την έπαρσή του. Οι δύο γυναίκες ήταν ένας πυρσός έτοιμος να πεταχτεί στην άμαξα ενός Φωτοδότη, αλλά η Εγκουέν ήλπιζε να είναι αρκετά μακριά από την έκρηξη. Επιπλέον, η Σιουάν δεν θα ερχόταν μέχρι εδώ καταμεσής της νύχτας αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη.
«Πήγαινε να κοιμηθείς, Χάλιμα». Καταπνίγοντας ένα χασμουρητό, η Εγκουέν έσκυψε για να βρει τα παπούτσια και τις κάλτσες της κάτω από το ράντζο. Δεν διαβίβασε για να ανάψει κάποιον φανό. Καλύτερα να μην πρόσεχε κανείς πως η Άμερλιν ήταν ξύπνια. «Πήγαινε. Χρειάζεσαι ξεκούραση».
Η Χάλιμα άρχισε να διαμαρτύρεται, ίσως κάπως πιο έντονα απ’ όσο έπρεπε απέναντι σε μια Έδρα της Άμερλιν, αλλά λίγο μετά βρέθηκε στο μικρό ράντζο που είχαν στριμώξει στο εσωτερικό της σκηνής. Δεν είχε μεγάλη ελευθερία κινήσεων, καθότι υπήρχε ένας νιπτήρας, ένας καθρέφτης και μια αυθεντική πολυθρόνα, συν τέσσερα μεγάλα σεντούκια στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Τα σεντούκια αυτά περιείχαν δεκάδες φορέματα από τις Καθήμενες, οι οποίες δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως όσο νέα κι αν ήταν η Εγκουέν, δεν ήταν τόσο ώστε να τη θαμπώνουν τα μετάξια κι οι δαντέλες και να της τραβούν την προσοχή. Η Χάλιμα κειτόταν ζαρωμένη, παρακολουθώντας το σκοτάδι, ενώ η Εγκουέν χτένιζε βιαστικά τα μαλλιά της με μια φιλντισένια χτένα, φορούσε τα χοντρά της γάντια κι έβαζε πάνω από το νυχτικό της έναν μανδύα με επένδυση από γούνα αλεπούς. Ήταν ένα παχύ μάλλινο νυχτικό, και δεν θα της ερχόταν άσχημα αν, με αυτόν τον καιρό, φορούσε ένα ακόμα χοντρότερο. Πάνω στα μάτια της Χάλιμα, που ούτε καν ανοιγόκλειναν, αντανακλούσε το αμυδρό σεληνόφως, δίνοντάς τους μια θολή λάμψη.
Η Εγκουέν δεν πίστευε πως η γυναίκα ζήλευε για τη θέση της πλάι στην Έδρα της Άμερλιν, ασχέτως του αν ήταν περιστασιακή, και, μάρτυρας της το Φως, δεν ήταν κουτσομπόλα, αν κι η Χάλιμα είχε μια αθώα περιέργεια για τα πάντα, ασχέτως αν δεν ήταν δική της δουλειά. Κι αυτός ήταν αρκετά ικανοποιητικός λόγος για να συναντήσει τη Σιουάν κάπου αλλού και να ακούσει τι είχε να της πει. Ήταν σε όλους γνωστό πως η Σιουάν συνέπλεε κατά κάποιον τρόπο με την Εγκουέν, κι αυτό τούς ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικό και το έβλεπαν με μισό μάτι. Μια αστεία και —περιπτωσιακά— θλιβερή φιγούρα, η Σιουάν Σάντσε κατέληξε να προσκολλάται στη γυναίκα που κατείχε έναν τίτλο ο οποίος κάποτε ήταν δικός της, παρ’ όλο που κι η ίδια δεν θα ήταν παρά μια μαριονέτα, από τη στιγμή που στην Αίθουσα δεν θα τσακώνονταν πια για το ποιος θα τη χειρίζεται. Η Σιουάν ήταν αρκετά ανθρώπινη για να κρατάει μικροκακίες, αλλά μέχρι στιγμής είχαν καταφέρει να διατηρήσουν μυστικό ότι οι συμβουλές της δεν ήταν διόλου κακεντρεχείς. Έτσι, κατόρθωνε να υπομείνει τον οίκτο και τα μισόγελα όσο καλύτερα μπορούσε, κι ο καθένας πίστευε πως οι εμπειρίες της την είχαν αλλάξει. Κι έπρεπε να διατηρηθεί αυτή η εντύπωση, αλλιώς η Ρομάντα, η Λελαίν και, πιθανότατα, οι υπόλοιπες της Αίθουσας θα έβρισκαν τρόπο να την αποσπάσουν —και την ίδια και τις συμβουλές της— από την Εγκουέν.
Το κρύο που συνάντησε έξω χτύπησε την Εγκουέν στο πρόσωπο σαν χαστούκι και διαπέρασε τον μανδύα της. Κρίνοντας από την προστασία που της πρόσφερε, το νυχτικό της δεν διέφερε από αυτό που φορούσε η Χάλιμα. Παρά το ανθεκτικό δέρμα και το καλής ποιότητας μάλλινο, ένιωθε σαν να ήταν ξυπόλητη. Πλοκάμια παγερού αέρα τυλίγονταν γύρω από τα αυτιά της σαν να κορόιδευαν τη βαριά γούνα που ήταν φοδραρισμένη στην κουκούλα της. Λαχταρούσε να γυρίσει στο κρεβάτι της, κι όλη της η προσοχή ήταν στραμμένη στο πώς θα κατάφερνε να αγνοήσει την παγωνιά. Τα σύννεφα διέσχιζαν βιαστικά τον ουρανό κι οι σκιές του φεγγαριού έπλεαν πάνω στο λαμπερό λευκό που κάλυπτε το έδαφος, σαν απαλό σεντόνι από το οποίο εξείχαν εδώ κι εκεί οι σκοτεινοί όγκοι των σκηνών κι οι ακόμα ψηλότερες μορφές των αμαξιών που ήταν καλυμμένα με μουσαμάδες και που τώρα είχαν μακρόστενους ξύλινους ολισθητήρες στη θέση των τροχών. Πολλές από τις άμαξες δεν ήταν πια αφημένες σε απόσταση από τις σκηνές, αλλά είχαν μείνει στο σημείο όπου τις ξεφόρτωσαν. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να αναγκάσει τους οδηγούς των αμαξιών να κάνουν τον κόπο να τις μετακινήσουν στο τέλος μια δύσκολης μέρας. Τίποτα δεν κινιόταν, εκτός από αυτές τις αχνές σκιές που έμοιαζαν να γλιστρούν. Τα πλατιά ρείθρα, που είχαν ποδοπατηθεί σε όλο το μήκος του καταυλισμού για να γίνουν μονοπάτια, ήταν πια άδεια. Η σιωπή ήταν απτή και τόσο βαθιά, που η Εγκουέν κατά βάθος δεν ήθελε να τη σπάσει.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε σιγανά, ρίχνοντας μια επιφυλακτική ματιά στη μικρή σκηνή εκεί δίπλα που τη μοιράζονταν οι υπηρέτριές της, η Τσέσα, η Μέρι κι η Σέλαμι, και που ήταν εξίσου ήρεμη και σκοτεινή όσο κι οι υπόλοιπες. Η εξάντληση έμοιαζε με βαριά κουβέρτα που είχε πέσει πάνω στον καταυλισμό, σαν το χιόνι. «Ελπίζω να μην πρόκειται για καμιά καινούργια αποκάλυψη, όπως το Σόι». Πλατάγισε τη γλώσσα της, εκνευρισμένη. Είχε αποκάμει κι η ίδια από τις πολλές και παγερές μέρες που πέρασε πάνω στη σέλα κι από τον ελάχιστο ύπνο τις νύχτες, αλλιώς δεν θα μιλούσε έτσι. «Με συγχωρείς, Σιουάν».
«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη, Μητέρα». Η Σιουάν διατηρούσε χαμηλό τόνο στη φωνή της κι έριξε κι αυτή μια ματιά τριγύρω να δει μήπως παρακολουθεί κανείς από τις σκιές. Καμιά τους δεν επιθυμούσε να συζητήσει περί του Σογιού με την Αίθουσα. «Ξέρω πως θα έπρεπε να σ’ το είχα αναφέρει πρωτύτερα, αλλά φαινόταν άνευ σημασίας. Δεν περίμενα πως κάποιο από αυτά τα κορίτσια θα τους μιλούσε. Δεν έχω πολλά να σου πω. Πρέπει να ξεχωρίσω τα πιο σημαντικά».
Η Εγκουέν κατάφερε, κατόπιν προσπάθειας, να μην αναστενάξει. Ήταν σχεδόν λέξη προς λέξη η συγγνώμη που της είχε απευθύνει η Σιουάν πρωτύτερα. Κάμποσες φορές. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι προσπαθούσε να μάθει στην Εγκουέν μέσα σε λίγους μήνες αυτά που είχε διδαχτεί από είκοσι χρόνια εμπειρίας ως Άες Σεντάι, δέκα εκ των οποίων κατέχοντας τον τίτλο της Άμερλιν. Υπήρχαν φορές που η Εγκουέν αισθανόταν σαν χήνα που την καλοταΐζουν πριν την πάνε στο παζάρι. «Λοιπόν, τι το σπουδαίο υπάρχει γι’ απόψε;»
«Ο Γκάρεθ Μπράυν σε περιμένει στο σπουδαστήριο». Η Σιουάν δεν ύψωσε τη φωνή της, αλλά ο τόνος της ήταν κάπως δηκτικός, όπως πάντα όταν αναφερόταν στον Άρχοντα Μπράυν. Τίναξε θυμωμένη το κεφάλι της, έβαλε την κουκούλα του μανδύα της κι έκανε έναν ήχο σαν γάτα που φτύνει. «Ο τύπος μπήκε μέσα στάζοντας χιόνι, με βούτηξε από το κρεβάτι κι ίσα-ίσα που μου έδωσε χρόνο να ντυθώ πριν με πετάξει στη σέλα του. Δεν μου είπε τίποτα. Με πήγε μέχρι την άκρη του καταυλισμού και με έστειλε να σου πω ότι σε περιμένει, λες κι ήμουν καμιά υπηρέτρια!»
Η Εγκουέν κατέπνιξε μια ελπίδα που άρχισε να φουντώνει μέσα της. Οι απογοητεύσεις δεν ήταν και λίγες, κι ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε φέρει νυχτιάτικα εδώ τον Μπράυν, θα είχε να κάνει περισσότερο με κάποια μεγάλη καταστροφή παρά με οτιδήποτε άλλο. Πόσο απείχαν ακόμα από τα σύνορα με το Άντορ; «Ας δούμε τι θέλει».
Κίνησε προς τη μεριά της σκηνής που όλοι αποκαλούσαν Σπουδαστήριο της Άμερλιν, σφίγγοντας τον μανδύα πάνω στο κορμί της. Δεν ανατρίχιασε καθόλου από το κρύο, αν και το να αρνείσαι να αφήσεις τη ζέστη ή την παγωνιά να σε αγγίξουν δεν σήμαινε πως τις εξαφάνιζες κιόλας. Μπορούσες να τις αγνοήσεις έως τη στιγμή που η ηλίαση θα σου έψηνε τον εγκέφαλο ή το κρυοπάγημα θα σου σάπιζε τα χέρια και τα πόδια. Αναλογίστηκε όσα είχε πει η Σιουάν.
«Δεν κοιμόσουν στη σκηνή σου;» ρώτησε προσεκτικά. Η σχέση της γυναίκας με τον Άρχοντα Μπράυν ήταν όντως σχέση Κυρίου κι υπηρέτριας, και μάλιστα με έναν πολύ παράξενο τρόπο, αλλά η Εγκουέν ήλπιζε πως η Σιουάν δεν θα άφηνε την ισχυρογνωμοσύνη και την ψωροπερηφάνια να την οδηγήσουν σε προβλήματα που θα έφερναν τον άντρα σε πλεονεκτική θέση. Αδυνατούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο, είτε αφορούσε σ’ αυτήν είτε σ’ αυτόν, ωστόσο, όχι πολύ καιρό πριν, δεν θα μπορούσε με τίποτα να φανταστεί τη Σιουάν ως αποδέκτη μιας τέτοιας κατάστασης. Και πάλι όμως, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τον λόγο.
Ξεφυσώντας ηχηρά, η Σιουάν τράβηξε τη φούστα της και κόντεψε να πέσει καθώς τα πασούμια της γλίστρησαν. Το χιόνι που είχε πατηθεί από αμέτρητα πόδια είχε μεταβληθεί σε ένα τραχύ στρώμα πάγου. Η Εγκουέν προχωρούσε πολύ προσεκτικά. Κάθε μέρα όλο και κάποιο κόκαλο έσπαγε κι οι ξεθεωμένες από το ταξίδι αδελφές έπρεπε να το Γιατρέψουν. Μισοέβγαλε τον μανδύα της κι άπλωσε το χέρι της, τόσο για να προσφέρει η ίδια κάποια βοήθεια όσο και για να λάβει. Η Σιουάν το πήρε μουρμουρίζοντας κάτι.
«Όταν τελείωσα το καθάρισμα των εφεδρικών μποτών και της αναπληρωματικής σέλας του, ήταν ήδη πολύ αργά για να κάνω όλο αυτόν τον δρόμο προς τα πίσω. Όχι ότι μου πρόσφερε τίποτα παραπάνω από λίγες κουβέρτες και μια γωνιά να κοιμηθώ. Ο Γκάρεθ Μπράυν δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! Με ανάγκασε να τις ξεθάψω η ίδια από το σεντούκι, ενώ αυτός έφυγε, και το Φως μόνο ξέρει πού πήγε! Μεγάλη ταλαιπωρία αυτοί οι άντρες, αυτός δε είναι ο χειρότερος όλων!» Δίχως να κάνει παύση για να πάρει ανάσα, άλλαξε θέμα. «Δεν έπρεπε να αφήσεις αυτήν τη Χάλιμα να κοιμηθεί στη σκηνή σου. Δεν είναι παρά άλλο ένα ζευγάρι αυτιά που πρέπει να προσέχεις, και μάλιστα αδιάκριτα. Άσε που θα μπορούσες να μπεις μέσα και να τη δεις να διασκεδάζει με κανέναν στρατιώτη. Τυχερή ήσουν».
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη που η Ντελάνα κανόνισε πού θα περνάει τις νύχτες της η Χάλιμα», αποκρίθηκε με σταθερή φωνή η Εγκουέν. «Τη χρειάζομαι. Εκτός κι αν πιστεύεις πως η Θεραπεία της Νισάο μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους πονοκεφάλους μου για δεύτερη φορά».
Τα δάχτυλα της Χάλιμα έμοιαζαν να απορροφούν τον πόνο μέσα από το ίδιο της το κρανίο. Χωρίς αυτήν, δεν θα ήταν δυνατόν να κοιμηθεί. Οι προσπάθειες της Νισάο, από την άλλη, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, κι ήταν η μοναδική Κίτρινη που τολμούσε να προσεγγίσει η Εγκουέν σχετικά με αυτό το ζήτημα. Όσον αφορά στις υπόλοιπες... Ο τόνος της φωνής της έγινε ακόμα πιο σταθερός. «Εκπλήσσομαι που ασχολείσαι ακόμα με αυτά τα κουτσομπολιά, κόρη. Το ότι οι άντρες κοιτούν μια γυναίκα δεν σημαίνει πως το προκαλεί η ίδια, όπως θα έπρεπε να ξέρεις πολύ καλά. Έχω προσέξει κάμποσους να σου ρίχνουν ματιές και να χαμογελούν πλατιά». Της ήταν ευκολότερο από παλιότερα να δίνει αυτόν τον τόνο στη φωνή της.
Η Σιουάν την κοίταξε λοξά ελαφρώς εμβρόντητη κι ύστερα από ένα λεπτό μουρμούρισε μια συγγνώμη, η οποία ήταν μάλλον ειλικρινής. Όπως και να έχει, η Εγκουέν την αποδέχτηκε. Ο Άρχοντας Μπράυν έκανε κακό στη διάθεση της Σιουάν κι, από τη στιγμή που ανακατεύτηκε κι η Χάλιμα, η Εγκουέν ήταν πολύ ευχαριστημένη που δεν είχε αναγκαστεί να λάβει σκληρότερα μέτρα. Η Σιουάν είχε πει πως δεν ήταν σωστό να ανέχεται τις βλακείες, κάτι που η Εγκουέν δεν είχε σκοπό να κάνει, ειδικά όταν προέρχονταν από την ίδια τη Σιουάν.
Προχώρησαν χέρι-χέρι σιωπηλά, με το κρύο να μετατρέπει τις ανάσες τους σε ομίχλη και να διαποτίζει τη σάρκα τους. Το χιόνι ήταν κατάρα και μάθημα μαζί. Εξακολουθούσε να ακούει τη Σιουάν να συνεχίζει σε αυτό που αποκαλούσε ο Νόμος των Ακούσιων Επακόλουθων, έναν νόμο ισχυρότερο από οποιονδήποτε γραπτό. Άσχετα αν αυτό που κάνεις φέρνει το αποτέλεσμα που επιθυμείς ή όχι, θα υπάρχουν τουλάχιστον άλλα τρία απρόσμενα αποτελέσματα, εκ των οποίων το ένα συνήθως δυσάρεστο.
Οι πρώτες αδιόρατες ψιχάλες είχαν προξενήσει κατάπληξη, παρ’ όλο που η Εγκουέν είχε ήδη πληροφορήσει την Αίθουσα ότι το Κύπελλο των Ανέμων είχε βρεθεί και χρησιμοποιηθεί. Μονάχα αυτή την πληροφορία ρίσκαρε να τους αποκαλύψει απ’ όσα της είχε πει η Ηλαίην στον Τελ’αράν’ριοντ· Τα περισσότερα απ’ όσα είχαν συμβεί στο Έμπου Νταρ τής είχαν κόψει τα πόδια κι η θέση της ήταν ήδη επισφαλής. Είχε νιώσει μια έκρηξη χαράς με αυτές τις πρώτες ψιχάλες. Το μεσημέρι είχαν σταματήσει την προέλαση κι είχαν ανάψει φωτιές κάτω από το ψιλοβρόχι, ενώ οι αδελφές πρόσφεραν ευχαριστίες κι οι υπηρέτες με τους στρατιώτες άρχισαν τους χορούς. Άσε που μερικές Άες Σεντάι χόρευαν μαζί τους.
Λίγες μέρες αργότερα, οι απαλές βροχές έγιναν νεροποντές κι έπειτα καταιγίδες που λυσσομανούσαν. Η θερμοκρασία πήρε την κατιούσα, έπεσε απίστευτα, κι οι καταιγίδες έγιναν χιονοθύελλες. Τώρα, μια απόσταση που καλυπτόταν σε μια μέρα —και, μάλιστα, με την Εγκουέν να διαμαρτύρεται ότι προχωρούν με αργό ρυθμό— τους έπαιρνε πέντε υπό την προϋπόθεση πως ο ουρανός ήταν απλώς συννεφιασμένος, ενώ όταν έριχνε χιόνι, δεν κινούνταν καθόλου. Να, λοιπόν, τα τρία ή περισσότερα ακούσια επακόλουθα, εκ των οποίων το χιόνι ήταν σαφώς το πιο δυσάρεστο.
Καθώς πλησίαζαν τη μικρή χιλιομπαλωμένη σκηνή που αποκαλούνταν το Σπουδαστήριο της Άμερλιν, μια σκιά κινήθηκε δίπλα σε μια ψηλή καρότσα κι η Εγκουέν κοντανάσανε. Η σκιά μεταμορφώθηκε σε φιγούρα που τράβηξε πίσω την κουκούλα της, αρκετά για να αποκαλυφτεί το πρόσωπο της Ληάνε, και κατόπιν αποτραβήχτηκε στο σκοτάδι.
«Θα παραφυλάει και θα μας ειδοποιήσει αμέσως, αν έρθει κάποιος», είπε ήρεμα η Σιουάν.
«Πολύ καλά», μουρμούρισε η Εγκουέν. Θα μπορούσε να της το είχε πει προκαταβολικά. Για μια στιγμή, φοβήθηκε πως ίσως να επρόκειτο για τη Ρομάντα ή τη Λελαίν!
Το Σπουδαστήριο της Άμερλιν ήταν σκοτεινό, αλλά ο Άρχοντας Μπράυν καθόταν υπομονετικός στο εσωτερικό, σε στάση αναμονής και τυλιγμένος με τον μανδύα του, μια σκιά ανάμεσα σε σκιές. Αγκαλιάζοντας την Πηγή η Εγκουέν διαβίβασε, όχι για να ανάψει τον φανό που κρεμόταν από την κεντρική δοκό ή κάποιο από τα κεριά, αλλά για να φτιάξει μια μικρή σφαίρα ωχρού φωτός αιωρούμενη στον αέρα, πάνω από το λυόμενο τραπεζάκι που χρησιμοποιούσε για να γράφει. Μια σφαίρα πολύ μικρή και πολύ ωχρή. Ήταν πολύ απίθανο να την πρόσεχε όποιος περνούσε απ’ έξω κι, άλλωστε, μπορούσε να τη σβήσει ταχύτατα. Έπρεπε να πάρει τα μέτρα της για να μην την ανακαλύψουν.
Υπήρχαν Άμερλιν που διοικούσαν με την πυγμή, Άμερλιν που κατάφερναν να διατηρούν ισορροπία με την Αίθουσα, κι Άμερλιν που είχαν ελάχιστη δύναμη, όπως η ίδια, ή και λιγότερη σε σπάνιες περιπτώσεις, καλά κρυμμένες στις μυστικές ιστορίες του Λευκού Πύργου. Υπήρχαν αρκετές που είχαν κατασπαταλήσει την ισχύ και την επιρροή, ξεπέφτοντας από τη δύναμη στην αδυναμία, αλλά σε μια περίοδο τουλάχιστον τριών χιλιάδων χρόνων απειροελάχιστες είχαν καταφέρει να πάνε στην αντίθετη κατεύθυνση. Η Εγκουέν πολύ θα ήθελε να μάθει με ποιον τρόπο το είχαν κατορθώσει η Μύριαμ Κόπαν κι οι υπόλοιπες από αυτές τις ελάχιστες. Ίσως κάποιος να είχε σκεφτεί να το καταγράψει, αλλά οι σελίδες είχαν πια χαθεί από καιρό.
Ο Μπράυν, υποκλινόμενος με σεβασμό, δεν φάνηκε διόλου έκπληκτος με την επιφυλακτικότητά της. Ήξερε πολύ καλά πόσο πολλά διακινδύνευε ή γυναίκα με αυτήν την κρυφή συνάντηση. Εμπιστευόταν σε μεγάλο βαθμό αυτόν τον γεροδεμένο κι αρκετά γκριζαρισμένο άντρα με το ντόμπρο και ταλαιπωρημένο πρόσωπο, κι όχι μόνο επειδή έτσι έπρεπε. Ο μανδύας του ήταν από παχύ κόκκινο μαλλί, φοδραρισμένος με γούνα νυφίτσας κι είχε ως μπορντούρα τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, δώρο από την Αίθουσα. Ωστόσο, τις τελευταίες βδομάδες είχε εξηγήσει παντού πως, ό,τι κι αν πίστευε η Αίθουσα —και δεν ήταν διόλου τυφλός για να μην το βλέπει!— η γυναίκα αυτή ήταν η Άμερλιν κι αυτός θα την ακολουθούσε. Φυσικά, ποτέ δεν το είχε πει ξεκάθαρα, αλλά οι προσεκτικές νύξεις που έκανε δεν άφηναν καμιά αμφιβολία. Το να περιμένει περισσότερα θα σήμαινε ότι περιμένει πάρα πολλά. Τα «υπόγεια ρεύματα» στον καταυλισμό ήταν τόσα όσα κι οι Άες Σεντάι, μερικά από αυτά αρκετά ισχυρά για να τον καταστρέψουν. Κάποια, μάλιστα, ήταν τόσο δυνατά, που θα την έριχναν ακόμα πιο βαθιά στον βόρβορο σε περίπτωση που η Αίθουσα μάθαινε για αυτήν τη συνάντηση. Τον εμπιστευόταν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο άτομο, εκτός ίσως από τη Σιουάν και τη Ληάνε ή την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ίσως περισσότερο κι από τις αδελφές που κρυφά είχαν ορκιστεί πίστη απέναντι της, κι ευχόταν να είχε το κουράγιο να τον εμπιστευθεί ακόμα παραπάνω. Η σφαίρα του λευκού φωτός έριχνε τριγύρω αδύναμες κι ακανόνιστες σκιές.
«Έχεις νέα, Άρχοντα Μπράυν;» τον ρώτησε, καταπνίγοντας την ελπίδα της. Μπορούσε να σκεφτεί μια ντουζίνα πιθανά μαντάτα που θα τον ανάγκαζαν να έρθει μέχρις εδώ νυχτιάτικα, το καθένα εκ των οποίων είχε τις δικές του παγίδες και δολώματα. Μήπως ο Ραντ είχε αποφασίσει να προσθέσει στη συλλογή του κι άλλα στέμματα εκτός από αυτό του Ίλιαν, ή οι Σωντσάν είχαν καταλάβει ακόμα μία πόλη ή η Ομάδα του Κόκκινου Χεριού είχε ενεργήσει ξαφνικά με δική της πρωτοβουλία, αντί να παρακολουθεί στενά τις Άες Σεντάι, ή...
«Βόρεια από δω έχει μαζευτεί στρατός, Μητέρα», αποκρίθηκε ήρεμα ο άντρας. Τα καλυμμένα με δερμάτινα γάντια χέρια του ακουμπούσαν ανάλαφρα πάνω στη λαβή της σπάθας του. Ένας στρατός που μαζεύτηκε στα βόρεια, λίγο παραπάνω χιόνι, το ίδιο ήταν. «Αντορινοί κυρίως, αλλά και κάμποσοι Μουραντιανοί. Οι ανιχνευτές μου με ειδοποίησαν λιγότερο από μια ώρα πριν. Ηγείται ο Πέλιβαρ και μαζί του είναι η Άραθελ, οι Υψηλές Έδρες δύο εκ των ισχυρότερων Οίκων του Άντορ, κι έφεραν μαζί τους τουλάχιστον άλλους είκοσι. Φαίνεται πως κατευθύνονται στον Νότο με γοργούς ρυθμούς. Αν συνεχίσεις την παρούσα πορεία σου, πράγμα που δεν σε συμβουλεύω να κάνεις, θα βρεθούμε αντιμέτωποι σε δύο, το πολύ τρεις, μέρες».
Η Εγκουέν διατήρησε μια πράα έκφραση στο πρόσωπό της, κρύβοντας επιμελώς την ανακούφισή της. Αυτό ήλπιζε, αυτό περίμενε. Ό,τι φοβόταν ίσως να μην ερχόταν ποτέ. Παραδόξως, ήταν η Σιουάν αυτή που έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή καλύπτοντας το στόμα της με το γαντοφορεμένο της χέρι, αν και κάπως αργά. Ο Μπράυν την κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του, κι αυτή συνήλθε γρήγορα. Η χαρακτηριστική γαλήνια έκφραση των Άες Σεντάι επανήλθε τόσο έντονη επάνω της, ώστε σχεδόν ξεχνούσες τα νεανικά της χαρακτηριστικά.
«Έχεις ενδοιασμούς να πολεμήσεις τους Αντορινούς συμπατριώτες σου;» τον ρώτησε απαιτητικά. «Μίλα, άνθρωπέ μου. Δεν είμαι η πλύστρα σου». Να, λοιπόν, που υπήρχε κάποια ρωγμή σε αυτήν την πραότητα.
«Όπως διατάξετε, Σιουάν Σεντάι». Ο τόνος της φωνής του Μπράυν δεν έκρυβε την παραμικρή ένδειξη κοροϊδίας, ωστόσο το στόμα της Σιουάν σφίχτηκε κι άλλο, ενώ η εξωτερική της ψυχρότητα άρχισε να εξανεμίζεται γρήγορα. Ο άντρας έκανε μια μικρή υπόκλιση, κάπως αδέξια αλλά αποδεκτή. «Θα πολεμήσω εναντίον οποιουδήποτε με διατάξει η Μητέρα, φυσικά». Ακόμα κι εδώ, δεν θα μπορούσε να είναι πιο φιλικός. Οι άντρες μάθαιναν να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις Άες Σεντάι. Όπως κι οι γυναίκες. Η Εγκουέν πίστευε πως η σύνεση της είχε γίνει δεύτερη φύση.
«Κι αν δεν συνεχίσουμε την πορεία μας;» ρώτησε. Είχε καταστρώσει τόσα σχέδια μαζί με τη Σιουάν, μερικές φορές και με τη Ληάνε, και τώρα έπρεπε να προσέχει το κάθε της βήμα, λες και περπατούσε σε εκείνα τα παγωμένα μονοπάτια, εκεί έξω. «Τι θα γίνει αν σταματήσουμε εδώ;»
Ο άντρας δεν δίστασε διόλου. «Αν έχεις κάποιον τρόπο να τους πείσεις χωρίς να χρειαστεί να δώσουμε μάχη, όλα καλά κι ωραία. Κάποια στιγμή, όμως, αύριο θα φτάσουν σε ένα σημείο που προσφέρει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα. Πρόκειται για μία στενωπό, όπου από τη μια πλευρά χύνεται ο Ποταμός Άρμαν κι από την άλλη υπάρχει ένας μεγάλος βάλτος με τύρφη, ενώ ένα μικρό ρέμα στην μπροστινή μεριά εμποδίζει τις αντεπιθέσεις. Ο Πέλιβαρ θα εγκατασταθεί εκεί και θα περιμένει· την ξέρει καλά τη δουλειά. Η Άραθελ θα αναλάβει τις διαβουλεύσεις και θα αφήσει το στρατιωτικό μέρος της υπόθεσης σ’ εκείνον. Δεν προλαβαίνουμε να φτάσουμε πριν από αυτόν κι, άλλωστε, η περιοχή δεν μας εξυπηρετεί από τη στιγμή που αυτός βρίσκεται στον Βορρά. Αν σκοπεύεις να πολεμήσεις, η συμβουλή μου είναι να κατευθυνθείς σε εκείνη τη ράχη που διασχίσαμε δύο μέρες πριν. Μπορούμε να φτάσουμε εκεί πριν μας προλάβουν, αν ξεκινήσουμε την αυγή, κι ο Πέλιβαρ θα το ξανασκεφτεί να μας επιτεθεί, ακόμα κι αν είχε τρεις φορές μεγαλύτερο στρατό».
Στριφογυρίζοντας τα παγωμένα της δάχτυλα μέσα στις κάλτσες της, η Εγκουέν αναστέναξε ενοχλημένη. Υπήρχε διαφορά μεταξύ του να μην αφήνεις την παγωνιά να σε αγγίξει και του να μην τη νιώθεις. Διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της και χωρίς να παρασύρεται από το ψύχος, ρώτησε: «Είναι διατεθειμένοι να προβούν σε συζητήσεις, αν τους παρουσιαστεί η ευκαιρία;»
«Πιθανόν, Μητέρα. Οι Μουραντιανοί δεν μετρούν και πολύ· βρίσκονται εκεί για να εκμεταλλευτούν ό,τι προκύψει από τις καταστάσεις, όπως ακριβώς κι οι συμπατριώτες τους που έχω υπό τις διαταγές μου. Αυτοί που μετρούν περισσότερο είναι ο Πέλιβαρ κι η Άραθελ. Ίσως και να στοιχημάτιζα ότι σκοπός τους είναι να σε κρατήσουν μακριά από το Άντορ». Κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. «Ωστόσο, αν χρειαστεί κι αν πρέπει, θα πολεμήσουν, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα τα βάλουν με Άες Σεντάι αντί με απλούς στρατιώτες. Θα έλεγα πως έχουν ακούσει τις ίδιες ιστορίες μ’ εμάς σχετικά με εκείνη τη μάχη κάπου στην Ανατολή».
«Που να πάρει!» γρύλισε η Σιουάν. Γαλήνια, σου λέει μετά. «Οι αναμασημένες φήμες και τα άξεστα κουτσομπολιά δεν είναι απόδειξη πως έλαβε χώρα κάποια μάχη, μπουνταλά, αλλά κι αν είχε συμβεί, οι αδελφές σίγουρα δεν θα ανακατεύονταν!» Ήταν προφανές πως, στα μάτια της, ο άντρας είχε διαπράξει αμάρτημα.
Παραδόξως, ο Μπράυν χαμογέλασε, κάτι που έκανε συχνά όταν η Σιουάν έβγαινε εκτός εαυτού. Κάπου αλλού και σε κάποιον άλλον, η Εγκουέν θα χαρακτήριζε το χαμόγελο τρυφερό. «Είναι καλύτερα για μας αν πιστέψουν πως η μάχη ήταν αληθινή», είπε με πράο τόνο στη Σιουάν. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε τόσο, που θα έλεγε κανείς πως τη χλεύασε.
Για ποιον λόγο, άραγε, μια φυσιολογική και συνετή γυναίκα άφηνε τον Μπράυν να την εξοργίζει; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, η Εγκουέν δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο απόψε. «Σιουάν, βλέπω πως κάποιος ξέχασε να πάρει το αρωματικό κρασί. Δεν νομίζω να ξίνισε με αυτόν τον καιρό. Ζέστανέ το μας, σε παρακαλώ». Δεν της άρεσε να φέρεται υποτιμητικά στην άλλη γυναίκα μπροστά στον Μπράυν, αλλά έπρεπε να της βάλει χαλινό, κι αυτός ήταν ο ευγενέστερος τρόπος για να το κάνει. Πράγματι, δεν έπρεπε να έχουν αφήσει την ασημένια κανάτα πάνω στο τραπέζι.
Η Σιουάν ούτε καν μόρφασε, αλλά από την προσβεβλημένη έκφραση που πήρε, την οποία κάλυψε γρήγορα με μια επίφαση ηρεμίας, δύσκολα θα πίστευες ότι έπλενε τα εσώρουχα αυτού του άντρα. Δίχως το παραμικρό σχόλιο, διαβίβασε ελαφρά, ίσα-ίσα για να ζεσταθεί το κρασί στην ασημένια κανάτα, γέμισε με γρήγορες κινήσεις δύο καθαρά ποτήρια από δούλεμένο ασήμι κι έδωσε το ένα στην Εγκουέν. Κράτησε το άλλο για τον εαυτό της, κοιτώντας τον Άρχοντα Μπράυν καθώς ρουφούσε μια γουλιά, αφήνοντάς τον να σερβιριστεί μοναχός του.
Ζεσταίνοντας τα γαντοφορεμένα της δάχτυλα πάνω στην κούπα της, η Εγκουέν ένιωσε μια αναλαμπή οργής. Ίσως ήταν μέρος της καθυστερημένης αντίδρασης της Σιουάν για τον θάνατο του Προμάχου της. Πού και πού και χωρίς προφανή αιτία, την έπαιρναν τα δάκρυα, μολονότι πάσχιζε να το κρύψει. Η Εγκουέν έβγαλε από το μυαλό της αυτό το ζήτημα που, απόψε, έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά πλάι σε βουνό.
«Αν γίνεται, θα ήθελα να αποφύγω μια τέτοια μάχη, Άρχοντα Μπράυν. Ο στρατός αυτός έχει ως στόχο την Ταρ Βάλον, όχι να πολεμήσει εδώ. Στείλε κάποιους να κανονίσουν το συντομότερο μια συνάντηση για την Έδρα της Άμερλιν με τον Άρχοντα Πέλιβαρ και την Αρχόντισσα Άραθελ, καθώς και με οποιονδήποτε άλλον κρίνεις ότι μπορεί να παρευρεθεί. Όχι εδώ, όμως. Ο ταλαιπωρημένος καταυλισμός μας δεν θα τους εντυπωσιάσει και πολύ. Το συντομότερο δυνατόν, θυμήσου το. Δεν θα είχα αντίρρηση ακόμα και για αύριο, εφ’ όσον μπορεί να κανονιστεί».
«Δεν νομίζω πως μπορώ να το κανονίσω τόσο σύντομα, Μητέρα», αποκρίθηκε ήπια ο άντρας. «Ακόμα κι αν στείλω τους αγγελιαφόρους μου αμέσως μόλις επιστρέψω στον καταυλισμό μου, αμφιβάλλω αν θα γυρίσουν με κάποια απάντηση πριν από αύριο το βράδυ».
«Σε αυτήν την περίπτωση, σου προτείνω να επιστρέψεις γρήγορα». Μα το Φως, αισθανόταν τα χέρια και τα πόδια της παγωμένα, όπως επίσης και το στομάχι της. Η φωνή της, όμως, διατηρούσε τη νηφαλιότητά της. «Θα ήθελα, για όσο είναι δυνατόν, να μην αναφέρεις στην Αίθουσα ούτε για τη συνάντησή μας ούτε για την παρουσία του στρατού».
Αυτήν τη φορά, του ζητούσε να ρισκάρει όσο σχεδόν κι η ίδια. Ο Γκάρεθ Μπράυν ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή στρατηγούς, αλλά είχε έρθει σε προστριβές με την Αίθουσα επειδή πίστευαν πως δεν διοικεί το στράτευμα σύμφωνα με τις υποδείξεις τους. Στην αρχή, το όνομά του τους ήταν ιδιαίτερα αρεστό, γιατί βοήθησε να στρατολογηθούν άντρες. Τώρα, ο στρατός αριθμούσε πάνω από τριάντα χιλιάδες οπλισμένους στρατιώτες, ενώ η προσέλευση συνεχιζόταν ακόμα κι όταν άρχισαν να πέφτουν τα πρώτα χιόνια, και σκέφτονταν ότι ο Άρχοντας Γκάρεθ Μπράυν ίσως να μην ήταν πια απαραίτητος. Βέβαια, υπήρχαν κι αυτές που πίστευαν πως δεν τον χρειάζονταν εξ αρχής. Δεν θα τον ξαπόστελναν απλά. Αν η Αίθουσα αποφάσιζε να δράσει, ο Μπράυν θα κατέληγε να καρατομηθεί για προδοσία.
Ούτε βλεφάρισε ούτε έκανε την παραμικρή ερώτηση. Ίσως να ήξερε ότι δεν θα λάμβανε απαντήσεις. Ίσως, πάλι, να νόμιζε ότι τις γνώριζε κι ο ίδιος. «Οι καταυλισμοί μας δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή ο ένας με τον άλλον, αλλά είναι κάμποσοι οι άντρες που ξέρουν καλά πώς να κρατήσουν ένα μυστικό για αρκετό καιρό. Πάντως, θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ».
Τόσο απλό. Ήταν το πρώτο βήμα που ή θα την οδηγούσε στην Έδρα της Άμερλιν, στην Ταρ Βάλον, ή θα την παρέδιδε στην αγκάλη της Αίθουσας, όπου το μόνο πράγμα που έμενε να αποφασιστεί ήταν αν επρόκειτο για τη Ρομάντα ή τη Λελαίν που της είπαν τι να κάνει. Μια τόσο καθοριστική εξέλιξη συνοδεύεται συνήθως από σαλπίσματα ή, τουλάχιστον, από ομοβροντίες. Έτσι γίνεται πάντα στις ιστορίες.
Η Εγκουέν άφησε τη φωτεινή μπάλα να σβήσει, αλλά καθώς ο Μπράυν στράφηκε να φύγει, τον έπιασε από το μπράτσο. Της φάνηκε σαν να έπιανε ένα χοντρό κλαρί δέντρου μέσα από το πανωφόρι του. «Υπάρχει κάτι που σκόπευα να σε ρωτήσω, Άρχοντα Μπράυν. Φυσικά, δεν θα ήθελες να πάρεις μαζί σου ξεθεωμένους από την πορεία άντρες για να πολιορκήσεις την Ταρ Βάλον. Πόσο θα ήθελες να τους αφήσεις να αναπαυθούν πριν ξεκινήσεις;»
Για πρώτη φορά, ο άντρας κοντοστάθηκε κι η Εγκουέν ευχήθηκε να είχε ακόμα αυτό το φως για να προσέξει το πρόσωπό του. Της έδωσε την εντύπωση ότι συνοφρυώθηκε. «Ακόμα κι αν δεν λογαριάσουμε όσους πληρώνονται από τον Πύργο», είπε ο Μπράυν μιλώντας αργά, «τα μαντάτα για τη συγκέντρωση ενός ολόκληρου στρατού μαθεύονται αστραπιαία. Η Ελάιντα θα ενημερωθεί ακόμα και για την ακριβή μέρα άφιξης μας και δεν θα μας αφήσει να ξαποστάσουμε ούτε μία ώρα. Ξέρεις ότι αύξησε τη Φρουρά του Πύργου σε πενήντα χιλιάδες άντρες, περίπου; Θα χρειαστεί ένας μήνας για ανάπαυση κι ανάκτηση δυνάμεων. Καλές είναι και δέκα μέρες, αλλά ένας μήνας είναι καλύτερος».
Η Εγκουέν ένευσε και τον άφησε. Αυτή η ανέμελη ερώτηση σχετικά με τη Φρουρά του Πύργου τής ήρθε άσχημα. Είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η Αίθουσα και τα Άτζα τής ανέφεραν μονάχα τα απαραίτητα και τίποτα περισσότερο. «Υποθέτω πως έχεις δίκιο», του είπε ήρεμα. «Από τη στιγμή που θα φτάσουμε στην Ταρ Βάλον, δεν θα έχουμε στη διάθεσή μας ούτε λεπτό ανάπαυσης. Στείλε τους ταχύτερους καβαλάρηδες. Δεν νομίζω να υπάρξει δυσκολία, έτσι δεν είναι; Ο Πέλιβαρ κι η Άραθελ θα ακούσουν όσα έχουν να τους πουν». Δεν υποκρίθηκε πως δεν ανησυχούσε. Αν χρειαζόταν να δώσουν μάχη τώρα, τα περισσότερα από τα σχέδιά της μάλλον θα πήγαιναν στράφι.
Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, ο τόνος στη φωνή του Μπράυν δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο αλλά, με κάποιον τρόπο, ακουγόταν καθησυχαστικός. «Όσο υπάρχει αρκετός φωτισμός για να διακρίνουν τα λευκά φτερά, θα αναγνωρίσουν τα σημάδια της ανακωχής και θα τους ακούσουν. Καλύτερα να πηγαίνω, Μητέρα. Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος, ακόμα και για άντρες με επιπλέον άλογα».
Μόλις η υφασμάτινη είσοδος της σκηνής έπεσε πίσω του, η Εγκουέν ξεφύσησε. Οι ώμοι της ήταν σφιγμένοι κι ανά πάσα στιγμή περίμενε πως θα την έπιανε πονοκέφαλος. Συνήθως, ο Μπράυν την έκανε να αισθάνεται χαλαρή, απορροφώντας τη σιγουριά του. Απόψε, χρειάστηκε να τον επηρεάσει, και νόμισε πως το ήξερε. Για άντρας ήταν πολύ παρατηρητικός. Αλλά το ρίσκο ήταν μεγάλο για να τον εμπιστευθεί περισσότερο, μέχρι τουλάχιστον ο ίδιος να κάνει μια ξεκάθαρη δήλωση. Κάτι σαν τον όρκο που είχαν πάρει η Μυρέλ κι οι υπόλοιπες. Ο Μπράυν ακολουθούσε την Άμερλιν κι ο στρατός τον Μπράυν. Αν πίστευε πως η Εγκουέν συνήθιζε να πετάει τους άντρες όταν τους θεωρούσε άχρηστους πια, αρκούσαν λίγα δικά του λόγια για να την παραδώσουν στην Αίθουσα σαν γουρουνόπουλο έτοιμο για σερβίρισμα. Ρούφηξε μια βαθιά γουλιά κι αισθάνθηκε τη ζεστασιά του αρωματικού κρασιού να διαποτίζει τα σωθικά της.
«Είναι καλύτερα για μας αν το πιστέψουν», μουρμούρισε. «Μακάρι να υπήρχε κάτι για να πιστέψουν. Αν μη τι άλλο, Σιουάν, ελπίζω τουλάχιστον να μας απαλλάξω από τους Τρεις Όρκους».
«Όχι!» γάβγισε η Σιουάν. Ακουγόταν αηδιασμένη. «Ακόμα κι η απλή προσπάθεια μπορεί να αποβεί καταστροφική, κι αν πετύχεις... Το Φως να μας βοηθήσει, αλλά αν πετύχεις, αυτό μπορεί να σημαίνει τον αφανισμό του Λευκού Πύργου».
«Μα τι λες τώρα; Προσπαθώ να μην παρεκκλίνω από τους Όρκους, Σιουάν, μια και —προς το παρόν— είμαστε δέσμιες τους, αλλά οι Όρκοι δεν θα μας βοηθήσουν ενάντια στους Σωντσάν. Αν η ζωή των αδελφών κινδυνέψει πριν ακόμα μπορέσουν να πολεμήσουν γι’ αυτή, είναι θέμα χρόνου να πεθάνουμε όλες ή να μας περάσουν λαιμαριά». Για μια στιγμή ένιωσε το α’ντάμ γύρω από τον λαιμό της, κάτι που την έκανε να αισθανθεί σαν δεμένο σκυλί. Ένα καλοεκπαιδευμένο κι υπάκουο σκυλί. Ευτυχώς που το σκοτάδι έκρυβε το τρέμουλό της. Οι σκιές κάλυπταν το πρόσωπο της Σιουάν, παρεκτός από το σαγόνι της που κινιόταν δίχως να βγαίνει ήχος.
«Μη με κοιτάς έτσι, Σιουάν». Ήταν ευκολότερο να νιώθει οργή παρά φόβο, ευκολότερο να καλύψει τον φόβο με τον θυμό. Ποτέ πια δεν επρόκειτο να της περάσουν λαιμαριά! «Από τότε που ελευθερώθηκες από τους Όρκους βρέθηκες σε πλεονεκτική θέση. Αν δεν είχες πει εκείνα τα ξεδιάντροπα ψέματα, θα βρισκόμαστε όλες στο Σαλιντάρ, χωρίς στρατό, με σταυρωμένα τα χέρια και περιμένοντας κάποιο θαύμα. Θα μπορούσες να μην είχες πει τίποτα. Δεν θα με προσκαλούσαν ποτέ να γίνω Άμερλιν δίχως τα ψέματά σου σχετικά με τον Λογκαίν και τους Κόκκινους. Η Ελάιντα θα είχε απόλυτη εξουσία και μέσα σε ένα χρόνο ούτε που θα θυμόταν κανείς με ποιον τρόπο σφετερίστηκε την Έδρα της Άμερλιν. Αυτή θα μπορούσε να καταστρέψει τον Πύργο. Ξέρεις ότι χειρίστηκε αδέξια οτιδήποτε αφορούσε στον Ραντ. Δεν θα με εξέπληττε αν μάθαινα πως προσπάθησε να τον απαγάγει, αν κι εμείς είμαστε αυτές που την ενδιαφέρουν. Τέλος πάντων, μπορεί να μην τον απήγαγε, αλλά να έκανε κάτι άλλο. Το πιθανότερο είναι πως, σήμερα, οι Άες Σεντάι θα πολεμήσουν εναντίον των Άσά’μαν, κι άσε την Τάρμον Γκάι’ντον να περιμένει στο βάθος του ορίζοντα».
«Είπα ψέματα εκεί που έκρινα αναγκαίο», απάντησε η Σιουάν, ξεφυσώντας. «Εκεί που φαινόταν να με εξυπηρετεί». Οι ώμοι της ζάρωσαν κι ακουγόταν σαν να ομολογεί κάποιο έγκλημα που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι διέπραξε, ούτε απέναντι στον εαυτό της. «Μερικές φορές μού φαίνεται πανεύκολο να αποφασίζω πότε κάτι είναι απαραίτητο ή βολικό για μένα. Έχω πει σχεδόν σε όλους ψέματα. Εκτός από σένα. Μη νομίζεις όμως ότι δεν το γυρόφερνα στο μυαλό μου για να σε παροτρύνω να πάρεις ή να μην πάρεις μια απόφαση. Και δεν με σταμάτησε η θέλησή μου να διατηρήσω την εμπιστοσύνη σου». Τα χέρια της Σιουάν απλώθηκαν στο σκοτάδι, ικετευτικά. «Το Φως μόνο ξέρει τι σημαίνει για μένα η εμπιστοσύνη κι η φιλία σου, αλλά δεν ήταν αυτό. Ήξερα ότι, αν ανακάλυπτες τι έκανα, θα με έγδερνες ζωντανή ή θα με ξαπόστελνες, αλλά ούτε αυτό έπαιξε ρόλο. Συνειδητοποίησα πως έπρεπε να κρατήσω τους Όρκους μου μαζί με κάποιον άλλον, αλλιώς θα χανόμουν. Κι έτσι, δεν είπα ψέματα ούτε σε σένα ούτε στον Γκάρεθ Μπράυν, ασχέτως κόστους. Και το συντομότερο δυνατόν, Μητέρα, θα ξαναπάρω τους Τρεις Όρκους πάνω στη ράβδο των Όρκων».
«Γιατί;» ρώτησε σιγανά η Εγκουέν. Η Σιουάν είχε σκεφτεί σοβαρά να της πει ψέματα; Ναι, πράγματι θα την έγδερνε ζωντανή γι’ αυτό. Η οργή της όμως είχε σβήσει πια. «Συνήθως δεν συγχωρώ τα ψέματα, Σιουάν. Απλώς, μερικές φορές όντως είναι αναγκαία». Από το μυαλό της πέρασαν αστραπιαία οι στιγμές που πέρασε με τους Αελίτες. «Αρκεί να είσαι διατεθειμένη να πληρώσεις. Έχω δει αδελφές να μετανοούν για πολύ πιο ασήμαντα πράγματα. Είσαι από τις πρώτες ενός νέου είδους Άες Σεντάι, Σιουάν, ελεύθερη κι αδέσμευτη. Σε πιστεύω όταν λες πως ποτέ δεν θα μου έλεγες ψέματα». Ή στον Άρχοντα Μπράυν; Πολύ παράξενο. «Για ποιον λόγο παράτησες την ελευθερία σου;»
«Την παράτησα;» η Σιουάν γέλασε. «Ποτέ δεν παρατώ κάτι». Ίσιωσε την πλάτη της κι ο τόνος της φωνής της ανέβηκε, γεμάτος πάθος. «Οι Όρκοι είναι αυτοί που μας κάνουν να είμαστε κάτι παραπάνω από ένα τσούρμο γυναικών που χώνει τη μύτη του παντού. Ή από εφτά τσούρμα ή ίσως και πενήντα. Οι Όρκοι μάς ενώνουν, δεν είναι παρά καθορισμένα δόγματα που μας δεσμεύουν, μια χορδή που διαπερνά κάθε αδελφή, νεκρή ή ζωντανή, μέχρι την πρώτη που ακούμπησε με τα χέρια της τη Ράβδο των Όρκων. Αυτοί είναι που μας κάνουν Άες Σεντάι, όχι το σαϊντάρ. Οποιαδήποτε αδέσποτη μπορεί να διαβιβάσει. Κάθε άντρας ίσως να εκλαμβάνει αυτά που λέμε διαφορετικά, αλλά όταν μια αδελφή λέει «Αυτό είναι έτσι», όλοι γνωρίζουν ότι είναι αλήθεια και την εμπιστεύονται. Κι όλα αυτά χάρη στους Όρκους. Χάρη στους Όρκους καμιά βασίλισσα δεν φοβάται πως οι αδελφές θα κουρσέψουν τις πόλεις της. Ο χειρότερος κακοποιός ξέρει πολύ καλά πως είναι ασφαλής με μια αδελφή, εκτός αν προσπαθήσει να της κάνει κακό. Βέβαια, οι Λευκομανδίτες λένε πως όλα αυτά είναι ψέματα και μερικοί άνθρωποι έχουν περίεργες ιδέες όσον αφορά στο τι συνεπάγονται αυτοί οι όρκοι αλλά, και πάλι χάρη στους Όρκους, σε ελάχιστα μέρη μπορεί να πάει μια Άες Σεντάι και να μην εισακουστεί. Οι Τρεις Όρκοι δείχνουν τι σημαίνει να είσαι Άες Σεντάι, είναι η καρδιά των Άες Σεντάι. Πέταξέ τους στα σκουπίδια κι αμέσως θα γίνουμε άμμος που θα την παρασύρει η παλίρροια. Να παρατήσω την ελευθερία μου; Την έχω αυξήσει κιόλας».
Η Εγκουέν συνοφρυώθηκε. «Κι οι Σωντσάν;» Τι σήμαινε να είσαι Άες Σεντάι. Από την πρώτη κιόλας μέρα που κατέφθασε στην Ταρ Βάλον, είχε εργαστεί σκληρά για να γίνει Άες Σεντάι, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ της δεν σκέφτηκε τι μπορεί να είναι αυτό που κάνει μια γυναίκα Άες Σεντάι.
Η Σιουάν γέλασε ξανά, κάπως πικρόχολα και διστακτικά αυτή τη φορά. Κούνησε το κεφάλι της κι, άσχετα αν έφταιγε και το σκοτάδι, φάνηκε πολύ κουρασμένη. «Δεν ξέρω, Μητέρα. Το Φως να με βοηθήσει, αλλά δεν ξέρω. Ωστόσο, επιβιώσαμε από τους Πολέμους των Τρόλοκ, από τους Λευκομανδίτες, από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο κι από ένα σωρό άλλες αντιξοότητες. Θα βρούμε τρόπο να τα βγάλουμε πέρα με αυτούς τους Σωντσάν χωρίς να αυτοκαταστραφούμε».
Η Εγκουέν δεν ήταν και τόσο σίγουρη. Πολλές από τις αδελφές του καταυλισμού σκέφτονταν πως οι Σωντσάν αποτελούσαν πιο άμεσο κίνδυνο κι ότι η πολιορκία της Ελάιντα μπορούσε να περιμένει. Λες κι η αναμονή δεν θα κατοχύρωνε την Ελάιντα στην Έδρα της Άμερλιν. Άλλες, πάλι, σκέφτονταν πως θα ήταν αρκετό να ενωθεί ξανά ο Λευκός Πύργος με οποιοδήποτε κόστος, για να κάνει τους Σωντσάν να χαθούν από προσώπου γης. Η επιβίωση έχανε το νόημά της αν σου έβαζαν λαιμαριά, κι η Ελάιντα δεν θα είχε και πολύ διαφορετική τύχη από τους Σωντσάν. Να τι σήμαινε να είσαι Άες Σεντάι.
«Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε πέρα τον Γκάρεθ Μπράυν», είπε ξαφνικά η Σιουάν. «Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος είναι ένα ζωντανό βάσανο. Αν δεν μετράει σαν μετάνοια για τα ψέματά μου, δεν έχει νόημα να γδαρθεί ζωντανός. Κάποια από τις επόμενες μέρες θα τον πλακώσω στο ξύλο για τα καλά, αλλά μπορείς να του τα πεις όλα. Θα βοηθούσε αν καταλάβαινε κάτι. Σε εμπιστεύεται απόλυτα και τον απασχολεί συνεχώς κατά πόσον ξέρεις τι κάνεις. Δεν παραδέχεται τίποτα, αλλά τον μυρίζομαι».
Ξαφνικά, τα κομμάτια ενώθηκαν στο μυαλό της Εγκουέν σαν γρανάζια ωρολογιακού μηχανισμού. Κομμάτια συγκλονιστικά. Η Σιουάν ήταν ερωτευμένη με αυτόν τον άντρα! Ήταν το μόνο συμπέρασμα που έβγαζε νόημα. Όλα όσα ήξερε και για τους δύο άλλαξαν, όχι αναγκαστικά προς το καλύτερο. Μια ερωτευμένη γυναίκα συχνά έχανε το μυαλό της παρουσία εκείνου που της είχε κλέψει την καρδιά. Όπως πολύ καλά γνώριζε κι η ίδια. Πού βρισκόταν ο Γκάγουιν; Ήταν καλά; Ήταν στα ζεστά; Αρκετά. Πολύ ασχολήθηκε με αυτά, δεδομένου όσων είχε να πει. Διάλεξε την πιο επιβλητική και προστακτική φωνή, κατάλληλη για Άμερλιν, κι είπε: «Μπορείς να τον δείρεις ή να τον ρίξεις στο κρεβάτι, Σιουάν, αλλά πρόσεχε με αυτόν τον άντρα. Δεν θα σου ξεφύγουν πράγματα που δεν πρέπει να μάθει ακόμα. Έγινα κατανοητή;»
Η Σιουάν τινάχτηκε κι ίσιωσε το κορμί της. «Δεν συνηθίζω να είμαι γλωσσοκοπάνα, Μητέρα», είπε κάπως ευέξαπτη.
«Χαίρομαι πολύ που το ακούω, Σιουάν». Παρ’ όλο που είχαν ελάχιστα χρόνια διαφορά, η Σιουάν έδειχνε αρκετά μεγάλη για να είναι μάνα της, αν και τη δεδομένη στιγμή η Εγκουέν ένιωθε σαν να είχαν αντιστραφεί οι ηλικίες τους. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που η Σιουάν έπρεπε να τα βγάλει πέρα με έναν άντρα όχι ως Άες Σεντάι, αλλά ως απλή γυναίκα. Πέρασαν μερικά χρόνια νομίζοντας πως αγαπώ τον Ραντ, αναλογίστηκε κάπως πικρά η Εγκουέν, και μερικοί μήνες για να αγκιστρωθώ από τον Γκάγουιν, ώστε να μάθω όσα ήταν αναγκαία.
«Νομίζω πως τελειώσαμε», συνέχισε, περνώντας το χέρι της γύρω από τη Σιουάν. «Σχεδόν, δηλαδή. Έλα, πάμε».
Τα πάνινα τείχη της σκηνής έμοιαζαν ούτως ή άλλως να μην προσφέρουν πολλή προστασία, αλλά μόλις βγήκαν έξω δέχτηκαν μια νέα επίθεση από τα δόντια του χειμώνα. Το σεληνόφως ήταν αρκετά λαμπερό για να διαβάσει κανείς κι αντανακλούσε το χιόνι, αλλά αυτή η λάμψη φάνταζε ψυχρή. Ο Μπράυν είχε εξαφανιστεί, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Η Ληάνε εμφανίστηκε, ίσα-ίσα για να πει ότι δεν είχε προσέξει κανέναν, ενώ στρώματα από μάλλινα ρούχα είχαν καταπιεί τη λιγνή της μορφή, κι έπειτα χάθηκε βιαστική μέσα στη νύχτα κοιτώντας τριγύρω. Κανείς δεν γνώριζε αν υπήρχε επαφή ανάμεσα στη Ληάνε και στην Εγκουέν κι όλοι πίστευαν ότι οι σχέσεις της πρώτης με τη Σιουάν ήταν τεταμένες.
Τραβώντας τον μανδύα γύρω από το κορμί της όσο καλύτερα μπορούσε με το ένα χέρι, η Εγκουέν συγκέντρωσε την προσοχή της στο να αγνοήσει την παγωνιά καθώς προχωρούσε παρέα με τη Σιουάν προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχε πάρει η Ληάνε. Πάσχιζε από τη μια να αγνοήσει την παγωνιά κι από την άλλη να παρατηρεί τριγύρω για οποιονδήποτε τύχαινε να είναι έξω. Όχι ότι ήταν πολύ πιθανόν να βρίσκεται τυχαία κάποιος κοντά τους.
«Ο Άρχοντας Μπράυν είχε δίκιο», είπε στη Σιουάν, «αναφορικά με το ότι είναι πολύ καλύτερα αν ο Πέλιβαρ κι η Άραθελ πιστέψουν αυτές τις ιστορίες. Ή, τουλάχιστον, αν τους προβληματίσουν αρκετά, ώστε να μην πολεμήσουν και να διστάσουν να κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από συζητήσεις. Πιστεύεις πως θα καλοδέχονταν μια επίσκεψη από μια Άες Σεντάι; Σιουάν, με ακούς;»
Η Σιουάν ξαφνιάστηκε κι έπαψε να κοιτάει αφηρημένη μπροστά της. Προχωρούσε λίγο πιο μπροστά, δίχως να χάνει βήμα, αλλά τώρα γλίστρησε και κόντεψε να πέσει στο παγωμένο μονοπάτι, ξαναβρίσκοντας την τελευταία στιγμή την ισορροπία της για να μην παρασύρει και την Εγκουέν. «Μάλιστα, Μητέρα. Φυσικά και σ’ ακούω. Δεν νομίζω πως θα την καλωσορίσουν ιδιαίτερα, αλλά αμφιβάλλω αν θα έχουν το θράσος να διώξουν μια αδελφή».
«Λοιπόν, θέλω να ξυπνήσεις την Μπεόνιν, την Ανάγια και τη Μυρέλ. Μέσα σε μία ώρα πρέπει να αναχωρήσουν έφιππες για τον Νότο. Αν ο Άρχοντας Μπράυν περιμένει απάντηση μέχρι αύριο το βράδυ, δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας». Κρίμα που δεν είχε εντοπίσει ακόμα το σημείο όπου είχε καταλύσει ο στρατός του, αλλά αν ρωτούσε τον Μπράυν, μπορεί να του φαινόταν ύποπτο. Δεν θα ήταν δύσκολο για τους Προμάχους να τον ανακαλύψουν, κι εκείνες οι τρεις αδελφές είχαν πέντε ανάμεσά τους.
Η Σιουάν άκουσε τις οδηγίες της με προσοχή. Δεν ήταν μόνο αυτές οι τρεις που θα έπρεπε να αφυπνιστούν αμέσως. Με τον ερχομό της αυγής, η Σέριαμ κι η Καρλίνυα, η Μόρβριν κι η Νισάο θα έπρεπε να ξέρουν ακριβώς τι θα πουν κατά τη διάρκεια του πρωινού. Έπρεπε να σπείρουν τους κατάλληλους σπόρους, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να έχουν σπαρθεί νωρίτερα, από φόβο μήπως φυτρώσουν γρηγορότερα, μολονότι πλέον ο χρόνος για να αναπτυχθούν ήταν λίγος.
«Πολύ ευχαρίστως να τις τραβήξω από τις ζεστές τους κουβέρτες», είπε η Σιουάν μόλις η άλλη γυναίκα τελείωσε τις επεξηγήσεις της. «Αν πρέπει να περπατάω βαριά σαν στρατιώτης σ’ αυτό...» Ελευθερώνοντας το μπράτσο της Εγκουέν, στράφηκε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε και το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση σοβαρή και κάπως αγριωπή. «Ξέρω πολύ καλά πως θες να γίνεις μια δεύτερη Γκέρα Κίσαρ — ή, ίσως, μια Σερέιλε Μπάγκαντ. Διαθέτεις το δυνητικό να μοιάσεις και στις δύο. Πρόσεχε, όμως, μην καταλήξεις μια δεύτερη Σέιν Τσούνλα. Καληνύχτα, Μητέρα. Καλό ύπνο».
Η Εγκουέν απέμεινε να την παρακολουθεί ενώ απομακρυνόταν, μία φιγούρα καλυμμένη με τον μανδύα της, η οποία μερικές φορές γλιστρούσε στο μονοπάτι και μουρμούριζε θυμωμένα, αρκετά δυνατά για να γίνει ακουστή. Η Γκέρα κι η Σερέιλε είχαν μείνει στα χρονικά ως δύο από τις σπουδαιότερες Άμερλιν. Αμφότερες είχαν αυξήσει την επιρροή και το γόητρο του Λευκού Πύργου σε επίπεδα ανήκουστα από την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Αμφότερες ήλεγχαν τον ίδιο τον Πύργο, η Γκέρα στρέφοντας τεχνηέντως τη μια κλίκα της Αίθουσας ενάντια στην άλλη κι η Σερέιλε με τη σθεναρή δύναμη της θέλησής της. Η Σέιν Τσούνλα ήταν διαφορετικό ζήτημα, μια γυναίκα που είχε χαραμίσει την εξουσία της Έδρας της Άμερλιν αποξενώνοντας τις περισσότερες αδελφές του Πύργου. Ο κόσμος πίστευε πως η Σέιν είχε πεθάνει εν ώρα υπηρεσίας, περίπου τετρακόσια χρόνια πριν, αλλά η κρυφή αλήθεια ήταν πως είχε εκθρονιστεί κι εξοριστεί δια βίου. Ακόμα κι οι μυστικές ιστορίες δεν έθιγαν ιδιαίτερα μερικά σημεία, ωστόσο ήταν προφανές πως, αφότου αποκαλύφθηκε η τέταρτη προσπάθεια αποκατάστασής της στην Έδρα της Άμερλιν, οι αδελφές που φρουρούσαν τη Σέιν τής προκάλεσαν ασφυξία στον ύπνο χρησιμοποιώντας ένα μαξιλάρι. Η Εγκουέν ρίγησε και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως έφταιγε το κρύο.
Γυρνώντας, άρχισε να κατευθύνεται με αργά βήματα προς τη σκηνή της μόνη. Καλό ύπνο; Η ολόγιομη σελήνη κρεμόταν χαμηλά στον ορίζοντα και θα περνούσαν μερικές ώρες ακόμα μέχρι να ξημερώσει, αλλά δεν ήταν σίγουρη πως θα κατάφερνε να κοιμηθεί καθόλου.