19 Ο Νόμος

Το να πείσουν τις Καθήμενες να καβαλικέψουν δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολο έργο· ήταν εξίσου ανυπόμονες με την Εγκουέν να απομακρυνθούν από εκείνο το μέρος, ειδικά η Ρομάντα κι η Λελαίν, ψυχρές κι οι δύο σαν τον άνεμο και με μάτια που πετούσαν σπίθες. Οι υπόλοιπες ήταν η προσωποποίηση της παραδοσιακής γαλήνης και ψυχρότητας των Άες Σεντάι, αποπνέοντας μια αυτοπειθαρχία σαν βαριά μυρωδιά, ωστόσο γλίστρησαν τόσο γρήγορα πάνω στα άλογά τους που οι ευγενείς απέμειναν με ανοικτό το στόμα, οι δε υπηρέτες με τις φανταχτερές φορεσιές έσπευσαν να φορτώσουν τα υποζύγια όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Η Εγκουέν σπιρούνισε τον Ντάισαρ σε σκληρό τροχασμό πάνω στο χιόνι, και δεν χρειάστηκε παρά μια ματιά κι ένα νεύμα από τον Άρχοντα Μπράυν για να ξεκινήσει γοργά η θωρακισμένη συνοδεία. Η Σιουάν καβάλα στην Μπέλα, κι η Σέριαμ πάνω στη Φτερούγα κίνησαν βιαστικά για να την προλάβουν. Προχωρούσαν επί ολόκληρα μίλια, ενώ τα άλογα είχαν αλλάξει τον καλπασμό σε ελαφρύ τριποδισμό, βυθίζοντας τα πόδια τους στο παχύ έδαφος, με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον να κυματίζει στην παγερή αύρα. Όποτε κρινόταν απαραίτητο επιβράδυναν, κι όταν τα άλογα βυθίζονταν έως το γόνατο στην κρούστα του χιονιού, απλώς βημάτιζαν γοργά.

Οι Καθήμενες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τις ακολουθούν κατά πόδας, ενώ η ταχύτητα δεν τους έδινε την ευκαιρία να κουβεντιάσουν στον δρόμο. Με αυτόν τον κουραστικό βηματισμό, η έλλειψη προσοχής μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα ένα σπασμένο πόδι για το άλογό σου κι έναν σπασμένο λαιμό για σένα. Ακόμα κι έτσι, η Ρομάντα κι η Λελαίν κατάφερναν να διατηρούν γύρω τους η κάθε μία την κλίκα της, κι οι δύο παρέες συζητούσαν στο χιόνι, κυκλωμένες από ξόρκια ενάντια στο κρυφάκουσμα. Οι δύο γυναίκες έμοιαζαν να εξακοντίζουν ύβρεις, κι η Εγκουέν εύκολα μπορούσε να φανταστεί το θέμα τους. Η αλήθεια ήταν πως κι άλλες Καθήμενες κατάφερναν να συμβαδίσουν για ένα διάστημα, ανταλλάσοντας σιγανά μερικές λέξεις και ρίχνοντας παγερές ματιές, πότε στην ίδια και πότε στις αδελφές που τις τύλιγε το σαϊντάρ. Μονάχα η Ντελάνα δεν συμμετείχε σε αυτές τις σύντομες συζητήσεις. Έμεινε δίπλα-δίπλα στη Χάλιμα, η οποία επιτέλους παραδέχτηκε πως κρύωνε. Με το πρόσωπο σφιγμένο, η επαρχιώτισσα κρατούσε τον μανδύα γερά πάνω στο κορμί της, προσπαθώντας να παρηγορήσει την Ντελάνα και ψιθυρίζοντάς της σχεδόν διαρκώς. Φαίνεται πως η γυναίκα είχε μεγάλη ανάγκη από παρηγοριά· τα φρύδια της ήταν χαμηλωμένα, προκαλώντας ζάρες στο μέτωπό της, που την έκαναν να φαντάζει μεγαλύτερη. Δεν ήταν η μόνη που ανησυχούσε. Οι υπόλοιπες δεν το έδειχναν, γιατί κάλυπταν επιτυχώς αυτή την αίσθηση, ακτινοβολώντας απόλυτη αυτοκυριαρχία, αλλά οι Πρόμαχοι κάλπαζαν λες και περίμεναν ανά πάσα στιγμή να ξεπηδήσει ο χειρότερος εχθρός μέσα από το χιόνι, με τα βλέμματά τους να κοιτούν διαρκώς τριγύρω, παρακολουθώντας τα πάντα, και με τους αναταραγμένους μανδύες να κυματίζουν στο άνεμο αφήνοντας τα χέρια ελεύθερα. Όταν ανησυχούσε μία Άες Σεντάι, το ίδιο συνέβαινε και με τον Πρόμαχο της, ενώ οι Καθήμενες ήταν πολύ απορροφημένες για να σκεφτούν πως έπρεπε να καλμάρουν τους άντρες. Αυτό ήταν πολύ ευχάριστο για την Εγκουέν. Αν οι Καθήμενες είχαν έγνοιες, σήμαινε πως δεν είχαν πάρει τις αποφάσεις τους ακόμα.

Όταν ο Μπράυν απομακρύνθηκε κάπως για να συσκεφθεί με τον Ούνο, η Εγκουέν βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει τι είχαν μάθει οι δύο γυναίκες σχετικά με τις Άες Σεντάι και τους Φρουρούς του Πύργου στο Άντορ.

«Όχι και πολλά», αποκρίθηκε η Σιουάν με σφιγμένη φωνή. Η δασύτριχη Μπέλα δεν φαινόταν να έχει δυσκολίες στον βηματισμό της, κάτι που όμως συνέβαινε με τη Σιουάν, η οποία κρατούσε σφιχτά τα γκέμια με το ένα χέρι και το μπροστάρι της σέλας της με το άλλο. «Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, υπάρχουν τουλάχιστον πενήντα φήμες και κανέναν εξακριβωμένο γεγονός. Πρόκειται για συνηθισμένη ιστορία, από αυτές που ξεπηδούν πού και πού, αλλά δεν αποκλείεται να είναι αληθινή». Η Μπέλα ταλαντεύτηκε, με τις μπροστινές της οπλές να βυθίζονται στο έδαφος, κι η Σιουάν έβγαλε μια άναρθρη κραυγή. «Το Φως να κάψει τ’ άλογα!» Ούτε η Σέριαμ είχε μάθει και τόσο πολλά. Κούνησε το κεφάλι κι αναστέναξε νευριασμένη. «Μου φαίνεται πως όλα αυτά είναι ανοησίες και σαχλαμάρες, Μητέρα. Ανέκαθεν κυκλοφορούσαν φήμες για αδελφές που το έσκαγαν λαθραία. Δεν έμαθες ακόμα να ιππεύεις, Σιουάν;» πρόσθεσε κι η φωνή της έσταζε από ειρωνεία. «Μέχρι το βράδυ θα έχεις πληγιάσει τόσο πολύ που δεν θα μπορείς να βαδίσεις!» Τα νεύρα της θα πρέπει να είχαν κλονιστεί για να ξεσπάσει τόσο ανοικτά. Από τον τρόπο που μετακινούνταν πάνω στη σέλα της ήταν ολοφάνερο πως κι η ίδια βασανιζόταν από αυτό που είχε προβλέψει για τη Σιουάν.

Η ματιά της Σιουάν σκλήρυνε κι η γυναίκα άνοιξε το στόμα της σχεδόν γρυλίζοντας, δίχως να δίνει την παραμικρή σημασία ποιος την έβλεπε πίσω από το λάβαρο.

«Σταματήστε κι οι δυο σας!» παρενέβη απότομα η Εγκουέν. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Ήταν κι αυτή κάπως αγχωμένη. Ό,τι κι αν πίστευε η Αραθέλε, η δύναμη που θα έστελνε η Ελάιντα εναντίον τους θα ήταν πολύ μεγάλη για να την αποφύγουν, κάτι που τους άφηνε ως εναλλακτική λύση μονάχα τον Μαύρο Πύργο, μια σωστή συμφορά δηλαδή. Πιο εύκολα ξεπουπουλιάζεις ένα κοτόπουλο που βρίσκεται μπροστά σου παρά ένα σκαρφαλωμένο πάνω στο δέντρο. Ειδικά όταν αυτό το δέντρο βρίσκεται σε άλλη χώρα, και πολύ περισσότερο αν δεν υπάρχει καν κοτόπουλο.

Ωστόσο, απέφυγε να δώσει εντολές στη Σέριαμ πριν φτάσουν στον καταυλισμό. Ήταν η Έδρα της Άμερλιν, πράγμα που σήμαινε πως όλες οι Άες Σεντάι αποτελούσαν προσωπική της ευθύνη, ακόμα κι όσες ακολουθούσαν την Ελάιντα. Η φωνή της, πάντως, ήταν σταθερή σαν βράχος. Πολύ αργά για να φοβηθείς από τη στιγμή που έχεις πιάσει τον λύκο από τα αυτιά.

Τα λοξά μάτια της Σέριαμ γούρλωσαν μόλις άκουσε τις εντολές. «Μητέρα, μπορώ να ρωτήσω για ποιον λόγο...;» Δεν αποτελείωσε την πρότασή της υπό το κοφτό βλέμμα της Εγκουέν και ξεροκατάπιε. «Θα γίνει όπως επιθυμείς, Μητέρα», είπε αργά. «Παράξενο. Θυμάμαι τη μέρα που εσύ με τη Νυνάβε ήρθατε στον Πύργο, δύο κοριτσάκια που δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν πρέπει να νιώσουν συνεπαρμένα ή φοβισμένα. Πόσα άλλαξαν από τότε. Τα πάντα σχεδόν».

«Τίποτα δεν μένει το ίδιο για πάντα», της αποκρίθηκε η Εγκουέν. Έριξε στη Σιουάν ένα βλέμμα όλο νόημα, αλλά η Σιουάν αρνήθηκε να το προσέξει. Έμοιαζε κάπως μελαγχολική, ενώ η Σέριαμ μάλλον αδιάθετη.

Ο Άρχοντας Μπράυν επέστρεψε και μάλλον διαισθάνθηκε την κακοκεφιά τους. Το μόνο που είπε ήταν πως προχωρούσαν με καλό ρυθμό, μα κατά τ’ άλλα κράτησε το στόμα του κλειστό. Σοφός άντρας.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν είχαν αργήσει ή όχι, ο ήλιος είχε κατέβει ήδη στις δεντροκορυφές όταν τελικά πέρασαν μέσα από τον απλωτό καταυλισμό του στρατού. Οι καρότσες κι οι σκηνές έριχναν μακρόστενες σκιές στο χιόνι και κάμποσοι άντρες δούλευαν σκληρά για να φτιάξουν κι άλλα χαμηλά καταφύγια από τα χαμόκλαδα. Δεν υπήρχαν αρκετές σκηνές, ούτε καν για τους στρατιώτες, κι ο καταυλισμός είχε άλλους τόσους κατασκευαστές χάμουρων, πλύστρες και κατασκευαστές βελών, όσοι δηλαδή ακολουθούν συνήθως έναν στρατό. Ο καμπανιστός ήχος από τα αμόνια μαρτυρούσε πως οι πεταλωτές, οι οπλοποιοί κι οι σιδεράδες είχαν πιάσει δουλειά. Φωτιές μαγειρέματος έκαιγαν παντού, κι οι ιππείς έβγαζαν τις πανοπλίες τους, ποθώντας λίγη ζέστη και καλό φαΐ, αφού πρώτα φρόντιζαν τα κουρασμένα και καταπονημένα από την πορεία άλογά τους. Παραδόξως, ο Μπράυν προσέγγισε την Εγκουέν, παρ’ όλο που η τελευταία τον είχε απομακρύνει.

«Αν μου επιτρέπεις, Μητέρα», της είπε. «Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να σε συνοδεύσω για λίγο». Η Σέριαμ μετακινήθηκε απότομα πάνω στη σέλα της και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Η Σιουάν κοιτούσε ευθεία μπροστά, λες και δεν τολμούσε να στρέψει τα γουρλωτά της μάτια προς το μέρος του.

Τι νόμιζε πως έκανε; Τον σωματοφύλακά της; Ενάντια στις αδελφές; Μα κι εκείνος ο τύπος με τη μονίμως υγρή μύτη το ίδιο καλά θα τα κατάφερνε. Ή, μήπως, ήθελε να κάνει φανερό πόσο πολύ ήταν ταγμένος με το μέρος της; Αν όλα πήγαιναν καλά απόψε, αύριο θα είχε την ευκαιρία να της. το δείξει. Η αποκάλυψη αυτή θα μπορούσε εύκολα να πανικοβάλει την Αίθουσα με απρόβλεπτα αποτελέσματα.

«Η αποψινή νύχτα ανήκει στις Άες Σεντάι», του είπε με σταθερή φωνή. Όμως, όσο ανόητη κι αν ακουγόταν η πρόταση, ο ίδιος είχε προσφερθεί να διακινδυνέψει για την αφεντιά της. Οι λόγοι ήταν άγνωστοι —γύρευε για ποιον λόγο ένας άντρας κάνει το οτιδήποτε— κι ωστόσο του το χρωστούσε. Ανάμεσα σε άλλα, δηλαδή. «Εκτός κι αν σου στείλω απόψε τη Σιουάν, Άρχοντα Μπράυν, θα πρέπει να φύγεις πριν ξημερώσει. Αν οι κατηγορίες για όσα έγιναν σήμερα πέσουν πάνω μου, μπορεί να έχουν αντίκτυπο και σε σένα. Ίσως αποδειχθεί επικίνδυνο να μείνεις περισσότερο. Θανάσιμα επικίνδυνο. Δεν νομίζω πως χρειάζονται πολλές δικαιολογίες». Και δεν υπήρχε λόγος να ονοματίσει ποιους εννοούσε.

«Έδωσα τον λόγο μου», αποκρίθηκε ήσυχα χτυπώντας χαϊδευτικά τον λαιμό του Ταξιδευτή. «Στην Ταρ Βάλον». Έκανε μια παύση κι έριξε μια ματιά στη Σιουάν, όχι τόσο διστακτική όσο εξεταστική. «Ό,τι κι αν συμβεί απόψε», είπε τελικά, «να θυμάσαι πως έχεις την υποστήριξη του Γκάρεθ Μπράυν μαζί με τριάντα χιλιάδες άντρες, κάτι διόλου ευκαταφρόνητο ακόμα και για Άες Σεντάι. Έως αύριο, Μητέρα». Τραβώντας τα ηνία στο άτι με τη μακριά μουσούδα, φώναξε πάνω από τον ώμο του: «Περιμένω να δω κι εσένα αύριο, Σιουάν. Αυτό δεν αλλάζει». Η Σιουάν κάρφωσε το βλέμμα της στην πλάτη του καθώς ο άντρας απομακρυνόταν. Η οδύνη ήταν έκδηλη στη ματιά της.

Η Εγκουέν απέμεινε να κοιτάει κι αυτή. Ποτέ στο παρελθόν ο Μπράυν δεν ήταν τόσο ανοικτός μαζί της, ούτε στο ελάχιστο. Ποιος ήταν τώρα ο λόγος αυτής της άλλαγής;

Διασχίζοντας τα σαράντα, πενήντα βήματα που χώριζαν τον καταυλισμό του στρατού από αυτόν των Άες Σεντάι, ένευσε στη Σέριαμ, η οποία σπιρούνισε το άλογο της προς την κατεύθυνση των πρώτων σκηνών. Κίνησε κατά κει μαζί με τη Σιουάν. Πίσω τους ακούστηκε η φωνή της Σέριαμ, περίεργα κρυστάλλινη και σταθερή. «Η Έδρα της Άμερλιν καλεί την Αίθουσα σε τακτική συνεδρίαση. Οι προετοιμασίες πρέπει να γίνουν το γρηγορότερο». Η Εγκουέν ούτε καν κοίταξε πίσω.

Στη σκηνή της, μια κοκαλιάρα ιπποκόμος που τίναζε διαρκώς την επιστρωμένη μάλλινη φούστα της ήρθε τρέχοντας να πάρει τον Ντάισαρ και την Μπέλα. Το πρόσωπό της ήταν σκελετωμένο κι ίσα-ίσα που έκανε μια πρόχειρη υπόκλιση πριν απομακρυνθεί βιαστικά με τα άλογα, το ίδιο γρήγορα όσο είχε έρθει. Αισθάνθηκαν τη ζεστασιά από τα αναμμένα μαγκάλια στο εσωτερικό σαν γροθιά που έκλεινε γύρω τους. Η Εγκουέν δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή πόσο κρύο έκανε έξω. Ή πόσο παγωμένη ήταν η ίδια.

Η Τσέσα τής έβγαλε τον μανδύα κι αναφώνησε ξαφνιασμένη μόλις άγγιξε τα χέρια της. «Το κρύο σε περόνιασε, Μητέρα». Απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας κι άρχισε να ασχολείται με άλλα πράγματα, όπως να διπλώσει τον μανδύα της Εγκουέν και της Σιουάν, να ισιώσει τις τσαλακωμένες κουβέρτες πάνω στο πτυσσόμενο κρεβάτι της Εγκουέν και να τακτοποιήσει έναν δίσκο, ο οποίος ήταν ακουμπισμένος πάνω σε ένα κιβώτιο που είχε τραβηχτεί από τον σωρό. «Στη θέση σου, κι έτσι παγωμένη που είσαι, θα έπεφτα στο κρεβάτι και θα έβαζα τριγύρω αναμμένα τούβλα. Αφού έτρωγα πρώτα, εν πάση περιπτώσει. Η εξωτερική ζεστασιά δεν είναι αρκετή χωρίς την εσωτερική. Θα φέρω κι άλλα τούβλα και θα βάλω και μερικά κάτω από τα πόδια σου ενώ θα παίρνεις το δείπνο σου. Το ίδιο θα κάνω και για τη Σιουάν Σεντάι, φυσικά. Α, αν ήμουν τόσο πεινασμένη όσο υποθέτω πως είσαι, θα είχα την τάση να καταπιώ το φαγητό με μεγάλες μπουκιές, αλλά θα πάθαινα στομαχόπονο». Σταματώντας για λίγο πλάι στον δίσκο, κοίταξε την Εγκουέν κι ένευσε ικανοποιημένη όταν η τελευταία τη διαβεβαίωσε πως δεν θα έτρωγε τόσο γρήγορα.

Δεν ήταν κι εύκολο να δώσει μια νηφάλια απάντηση. Η Τσέσα ανέκαθεν ήταν αναζωογονητική, αλλά μετά τα σημερινά η Εγκουέν γέλασε σχεδόν από ευχαρίστηση. Με την Τσέσα δεν υπήρχαν επιπλοκές. Δύο λευκές γαβάθες με βραστές φακές είχαν τοποθετηθεί πάνω στον δίσκο, μαζί με μια ψηλή κανάτα αρωματικό κρασί, δύο ασημένιες κούπες και δύο μεγάλα ρολά. Η γυναίκα ήξερε —άγνωστο πώς— ότι η Σιουάν θα έτρωγε μαζί της. Ατμοί αναδύονταν από τις γαβάθες και την κανάτα. Πόσο συχνά θα έπρεπε να αλλάζει τον δίσκο η Τσέσα, για να σιγουρευτεί πως η Εγκουέν δεν θα έμενε χωρίς ζεστό φαγητό; Απλή και διόλου περίπλοκη. Περιποιητική σαν μάνα. Ή σαν φίλη.

«Δεν νομίζω πως είμαι έτοιμη ακόμα για ύπνο, Τσέσα. Έχουμε δουλειά απόψε. Μας αφήνεις μόνες, σε παρακαλώ;»

Η Σιουάν κούνησε το κεφάλι της καθώς η υφασμάτινη είσοδος έπεσε πίσω από τη στρουμπουλή γυναίκα. «Είσαι σίγουρη πως δεν σε υπηρετεί από μωρό στην κούνια;» μουρμούρισε.

Παίρνοντας στα χέρια της μια γαβάθα, ένα ρολό κι ένα κουτάλι, η Εγκουέν κάθισε σε μια καρέκλα αναστενάζοντας. Αγκάλιασε την Πηγή και δημιούργησε ένα ξόρκι γύρω από τη σκηνή για να αποτρέψει το κρυφάκουσμα. Δυστυχώς, το σαϊντάρ την έκανε να αντιλαμβάνεται όλο και πιο έντονα τα μισοπαγωμένα χέρια και πόδια της. Οι ενδιάμεσες μπουκιές δεν την έκαναν να αισθανθεί περισσότερη ζεστασιά. Η γαβάθα ήταν σχεδόν καυτή στην αφή, το ίδιο και τα ρολά. Ω, πόσο θα ήθελε να έχει κοντά της αυτά τα ζεστά τούβλα.

«Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;» ρώτησε, καταπίνοντας γοργά μια κουταλιά με βραστό κρέας. Λιμοκτονούσε, πράγμα διόλου παράξενο με το υποτυπώδες πρωινό που είχε φάει, και μάλιστα νωρίς το πρωί. Οι φακές και τα γλυκόπικρα καρότα είχαν τη γεύση των καλύτερων φαγητών που έφτιαχνε η μητέρα της. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Εσύ;»

«Ό,τι μπορούσε να γίνει, έγινε. Δεν υπάρχει κάτι άλλο, εκτός αν ο Δημιουργός βάλει το χέρι του». Η Σιουάν πήρε στα χέρια της την άλλη γαβάθα και κάθισε στο χαμηλό σκαμνί κοιτώντας αφηρημένη τις φακές με το βραστό κρέας κι ανακατεύοντάς τες με το κουτάλι. «Δεν θα του το έλεγες, έτσι;» ρώτησε τελικά. «Δεν θα το άντεχα αν το μάθαινε».

«Γιατί όχι;»

«Θα αποκτούσε το πλεονέκτημα», αποκρίθηκε δυσοίωνα η Σιουάν. «Μπα, όχι. Δεν το νομίζω». Ήταν πολύ σεμνότυφη σε μερικά θέματα. «Πάντως, θα μου έκανε τη ζωή Χάσμα του Χαμού!» Άραγε, ήταν καλύτερο να του πλένει τα εσώρουχα και να του γυαλίζει τις μπότες και τη σέλα κάθε μέρα;

Η Εγκουέν αναστέναξε. Πώς ήταν δυνατόν αυτή η συνετή, ευφυής κι ικανή γυναίκα να ξεμυαλίζεται τόσο πολύ από το συγκεκριμένο ζήτημα; Μια εικόνα ξεπήδησε στο μυαλό της σαν οχιά που συρίζει. Η ίδια να κάθεται στα γόνατα του Γκάγουιν και να τον φιλά παιχνιδιάρικα. Και, μάλιστα, μέσα σε μια ταβέρνα! Αποφασιστικά, έσβησε την εικόνα από το μυαλό της. «Σιουάν, χρειάζομαι την εμπειρία σου. Το μυαλό σου. Δεν θα το αντέξω να χαζέψεις εξαιτίας του Άρχοντα Μπράυν. Αν δεν μπορείς να συμμαζέψεις τον νου σου, θα του πληρώσω όσα του χρωστάς και θα σου απαγορέψω να τον ξαναδείς. Θα το κάνω».

«Είπα πως θα τον ξεπληρώσω με δουλειά», απάντησε πεισματικά η Σιουάν. «Έχω κι εγώ μια υπόληψη, όπως κι ο καταραμένος ο Άρχοντας Γκάρεθ Μπράυν! Και μεγαλύτερη, μάλιστα! Αφού κρατά τον λόγο του, θα κρατήσω κι εγώ τον δικό μου! Επιπλέον, η Μιν μού είπε πως πρέπει να παραμείνω όσο το δυνατόν πιο κοντά του, αλλιώς θα πεθάνουμε κι οι δύο. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων». Τα ροδαλά της μάγουλα την πρόδωσαν. Παρά την υπόληψη της, παρά την άποψη της ίδιας της Μιν, η γυναίκα αυτή ήταν πρόθυμη να κάνει τα πάντα για να βρίσκεται κοντά του!

«Πολύ καλά. Είσαι αποβλακωμένη, κι αν σου πω να μείνεις μακριά του, ή θα δείξεις ανυπακοή ή θα αποχαυνωθείς περισσότερο. Τι σκοπεύεις να κάνεις μαζί του;»

Συνοφρυωμένη και γεμάτη αγανάκτηση, η Σιουάν συνέχισε να γρυλίζει για λίγη ώρα ακόμα σχετικά με το τι θα ήθελε να κάνει στον καταραμένο τον Γκάρεθ Μπράυν. Απ’ όσα είπε, μάλλον τίποτα δεν θα του άρεσε. Από κάποια δε, μπορεί να μην επιβίωνε καν.

«Σιουάν», είπε προειδοποιητικά η Εγκουέν. «Αρνείσαι ακόμα μια φορά το προφανές και θα με αναγκάσεις και να του τα πω όλα και να του δώσω και τα χρήματα».

Η Σιουάν στραβομουτσούνιασε και σκυθρώπιασε. Στραβομουτσούνιασε! Και σκυθρώπιασε! Ποια, η Σιουάν! «Δεν έχω καιρό για έρωτες. Δεν έχω καν καιρό για να σκεφτώ αν συμφέρει να δουλεύω για σένα και για εκείνον. Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά απόψε, θα με περιμένει διπλάσια δουλειά. Επιπλέον...» Χαμήλωσε τη ματιά της και μετακινήθηκε πάνω στο σκαμνί της. «Κι αν αυτός δεν... ανταποδώσει τα αισθήματά μου;» είπε ψιθυριστά. «Δεν επιχείρησε ποτέ ούτε να με φιλήσει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι αν οι πουκαμίσες του είναι καθαρές».

Η Εγκουέν έξυσε με το κουτάλι το εσωτερικό της γαβάθας και παραξενεύτηκε όταν, ανασύροντας το, το βρήκε άδειο. Από το ρολό δεν είχε απομείνει τίποτα παρά μερικά ψίχουλα πάνω στο φόρεμά της. Μα το Φως, αισθανόταν ακόμη άδειο το στομάχι της. Κοίταξε όλο ελπίδα τη γαβάθα της Σιουάν· φαίνεται πως το μόνο που ενδιέφερε τη γυναίκα ήταν να κάνει κύκλους με το κουτάλι πάνω στις φακές.

Μια ξαφνική σκέψη ξεπήδησε στο μυαλό της. Γιατί ο Άρχοντας Μπράυν επέμενε να ξεπληρώσει η Σιουάν το χρέος της από τη στιγμή που είχε μάθει ποια ήταν; Επειδή απλώς είχε πει η ίδια ότι θα το κάνει; Πολύ παράλογη διευθέτηση, που την εξηγούσε μόνο το γεγονός ότι έτσι είχε κάθε δικαιολογία να την κρατά δίπλα του. Η αλήθεια ήταν πως κι η ίδια η Εγκουέν είχε αναρωτηθεί συχνά για ποιον λόγο ο Μπράυν συμφώνησε να αναδιοργανώσει το στράτευμα. Θα έπρεπε να έχει υπ’ όψιν του πως έτσι ήταν εξαιρετικά πιθανό να βάλει το κεφάλι του στον τάκο. Και για ποιον λόγο πρόσφερε αυτόν τον στρατό σ’ εκείνη, σε μια παιδούλα Άμερλιν δίχως καμιά πραγματική εξουσία κι, απ’ όσο γνώριζε κι ο ίδιος, δίχως φιλίες μεταξύ των αδελφών, εκτός από τη Σιουάν; Μήπως η απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις ήταν ότι απλώς... κι εκείνος αγαπούσε τη Σιουάν; Όχι. Οι πιο πολλοί άντρες ήταν ασταθείς κι επιπόλαιοι, αλλά αυτό ήταν όντως παράλογο! Ωστόσο, της το πρότεινε, έστω και για να την κάνει να νιώσει κάπως καλύτερα. Για να χαμογελάσει το χειλάκι της.

Η Σιουάν ρουθούνισε δύσπιστα κι ο ήχος του ρουθουνίσματος ακούστηκε παράξενα προερχόμενος από ένα τόσο χαριτωμένο πρόσωπο, αλλά ήταν τόσο έντονος, που δεν σήκωνε αμφιβολίες. «Δεν είναι εντελώς βλάκας», απάντησε η γυναίκα ξερά. «Και μάλιστα, έχει μυαλό ξυράφι. Την περισσότερη ώρα σκέφτεται σαν γυναίκα».

«Ακόμα να σε ακούσω να λες πως θα σταθείς στο ύψος σου, Σιουάν», επέμεινε η Εγκουέν. «Πρέπει να το κάνεις, είτε έτσι είτε αλλιώς».

«Φυσικά και θα το κάνω. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Δεν είναι δα ότι δεν έχω φιλήσει ποτέ άντρα». Τα μάτια της στένεψαν ξαφνικά, λες και περίμενε κάποιου είδους πρόκληση εκ μέρους της Εγκουέν. «Δεν πέρασα όλη μου τη ζωή στον Πύργο. Τι γελοίο που είναι! Βρήκαμε την κατάλληλη νύχτα να κουτσομπολέψουμε για άντρες!» Έριξε μια ματιά στη γαβάθα της και φάνηκε να συνειδητοποιεί για πρώτη φορά πως περιείχε φαγητό. Γέμισε το κουτάλι της κι ένευσε κρατώντας το προς το μέρος της Εγκουέν. «Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική στους υπολογισμούς σου, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αν η Ρομάντα ή η Λελαίν πάρουν τα ηνία στα χέρια τους, θα την έχεις άσχημα».

Γελοίο ή όχι, η όρεξη της Σιουάν φαίνεται πως είχε επανέλθει για τα καλά. Άρχισε να τρώει το βραστό κρέας με γοργότερους ρυθμούς από την Εγκουέν, χωρίς να της ξεφεύγει ψίχουλο. Η Εγκουέν αντιλήφθηκε πως είχε χώσει τα δάχτυλά της στο άδειο σκεύος. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να γλείψει τις τελευταίες λίγες φακές.

Η συζήτηση γύρω από το τι θα γινόταν απόψε δεν εξυπηρετούσε τίποτα. Είχαν περάσει τόσες πολλές φορές από κόσκινο το τι θα έλεγε η Εγκουέν και πότε που η ίδια είχε αρχίσει να εκπλήσσεται που δεν τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά. Σίγουρα θα μπορούσε να παίξει το ρόλο της σε κατάσταση ύπνου. Η Σιουάν ούτως ή άλλως επέμενε —μάλιστα μέχρι του σημείου που δεν απείχε και πολύ από το να την επιπλήξει η Εγκουέν— αναμασώντας τα ίδια ξανά και ξανά, αναφέροντας πιθανά σενάρια που τα είχαν συζητήσει εκατό φορές. Παραδόξως, η Σιουάν είχε πολύ καλή διάθεση. Έκανε μάλιστα και λίγο χιούμορ, κάτι που δεν συνήθιζε τελευταία, αν κι ελαφρώς μαύρο.

«Ξέρεις πως η Ρομάντα ήθελε κάποτε να γίνει Άμερλιν;» τη ρώτησε κάποια στιγμή. «Άκουσα πως, τελικά, ήταν η Τάμρα εκείνη που κέρδισε το επιτραχήλιο και τη ράβδο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση της Ρομάντα, σαν γλάρος με πετσοκομμένα τα φτερά της ουράς του. Θα στοιχημάτιζα ένα ασημένιο νόμισμα πως τα μάτια της θα είχαν γουρλώσει περισσότερο κι από της Λελαίν».

Κι αργότερα. «Μακάρι να μπορούσα να ήμουν παρούσα για να τις ακούω να ωρύονται. Έτσι κι αλλιώς, σύντομα όλο και κάποιος θα στριγκλίζει και προτιμώ να είναι αυτές παρά εμείς. Η φωνή μου δεν είναι κατάλληλη για τραγούδι». Ωστόσο, τραγούδησε ένα μικρό άσμα για μια κοπέλα που κοιτούσε ένα αγόρι στην απέναντι όχθη του ποταμού και δεν είχε βάρκα. Είχε δίκιο. Η φωνή της ήταν ευχάριστη από μια άποψη αλλά διόλου μελωδική.

Κι ακόμα αργότερα. «Τι καλά που έχω ένα τόσο χαριτωμένο προσωπάκι. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, θα μας ντύσουν σαν κούκλες και θα μας βάλουν σε ένα ράφι για να μας θαυμάζουν. Μπορεί, βέβαια, να μας συμβούν και τίποτε “ατυχήματα”. Οι κούκλες σπάνε κι ο Γκάρεθ Μπράυν θα χρειαστεί να βρει κάποια άλλη για να φοβερίζει». Ξεκαρδίστηκε από τα γέλια με τα λόγια της.

Η Εγκουέν αισθάνθηκε ανακουφισμένη όταν στην υφασμάτινη είσοδο φάνηκε ένα εξόγκωμα προς την εσωτερική μεριά, πράγμα που υποδήλωνε κάποιον αρκετά συνετό ώστε να μην εισέλθει σε χώρο που προστατεύεται από ξόρκι. Από τη στιγμή εκείνη κι ύστερα, το χιούμορ της Σιουάν χάθηκε!

Δεν πρόλαβε καλά-καλά να απενεργοποιήσει το ξόρκι κι η Σέριαμ μπήκε μέσα, συνοδευόμενη από μια ριπή αέρα που έμοιαζε δέκα φορές πιο κρύος από πριν. «Ήρθε η ώρα, Μητέρα. Όλα είναι έτοιμα». Τα λοξά της μάτια είχαν γουρλώσει κι έγλειψε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας της.

Η Σιουάν πήδηξε όρθια κι άδραξε τον μανδύα της από το ράντζο της Εγκουέν, αν και δίστασε κάπως πριν τον ρίξει πάνω στους ώμους της. «Όντως έχω πλεύσει στα Δάχτυλα του Δράκοντα μέσα στη νύχτα, ξέρεις», είπε σοβαρά. «Μια φορά, μάλιστα, πιάσαμε και μια σκορπίνα με τον πατέρα μου. Δεν είναι δύσκολο».

Η Σέριαμ συνοφρυώθηκε καθώς η Σιουάν έβγαινε από την είσοδο, αφήνοντας να μπει περισσότερο κρύο απ’ έξω. «Μερικές φορές σκέφτομαι πως...», άρχισε να λέει, αλλά άσχετα από το τι της ερχόταν στο μυαλό, δεν σήμαινε πως το μοιραζόταν εύκολα και με τους άλλους. «Γιατί τα κάνεις αυτά, Μητέρα;» ρώτησε, αντί να ολοκληρώσει την προηγούμενη σκέψη της. «Όλα αυτά, σήμερα στη λίμνη, το να καλέσεις σε συγκέντρωση την Αίθουσα απόψε. Γιατί μας έβαλες χτες να περάσουμε όλη τη μέρα συζητώντας για τον Λογκαίν με όποιον συναντούσαμε; Θαρρώ πως μπορείς να το μοιραστείς μαζί μου. Είμαι η Τηρήτριά σου και σου ορκίστηκα αφοσίωση».

«Θα σου πω μόνο όσα χρειάζεται να ξέρεις», είπε η Εγκουέν τυλίγοντας τον μανδύα γύρω από τους ώμους της. Δεν ήταν ανάγκη να εξηγήσει ότι μόλις και μετά βίας εμπιστευόταν έναν εξαναγκαστικό όρκο, ακόμα κι αν αυτός ανήκε σε αδελφή. Η δε Σέριαμ θα μπορούσε κάλλιστα να βρει έναν λόγο για να ψιθυρίσει μια λέξη σε λάθος αυτιά παρά τον όρκο. Σε τελική ανάλυση, οι Άες Σεντάι ειδικεύονταν στις υπεκφυγές όσων έλεγαν. Όχι ότι πίστευε πως κάτι τέτοιο θα γινόταν οπωσδήποτε αλλά, όπως ακριβώς και με τον Άρχοντα Μπράυν, δεν το διακινδύνευε, εκτός κι αν ήταν απαραίτητο.

«Πρέπει να σου αναφέρω», είπε πικρόχολα η Σέριαμ, «πως έχω την εντύπωση ότι από αύριο η Τηρήτρια των Χρονικών θα είναι ή η Ρομάντα ή η Λελαίν, και θα μου επιβληθεί ποινή επειδή δεν προειδοποίησα την Αίθουσα. Νόμιζα ότι θα με ζήλευες».

Η Εγκουέν ένευσε καταφατικά. Πολύ πιθανόν. «Πάμε, λοιπόν;»

Ο ήλιος έφτιαχνε έναν πορφυρό θόλο πάνω από τις δεντροκορυφές, στη δύση κι ένα ζωηρό φως αντανακλούσε στο χιόνι. Οι υπηρέτες υποδέχτηκαν το πέρασμα της Εγκουέν κατά μήκος του βαθιού μονοπατιού με σιωπηλές υποκλίσεις και γονυπετήσεις. Οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους ήταν ή ανήσυχες ή εντελώς κενές. Οι υπηρέτες επηρεάζονταν από τη διάθεση αυτών που υπηρετούν, το ίδιο γρήγορα με τους Προμάχους.

Αρχικά, δεν φαινόταν ούτε μια αδελφή, κι έπειτα όλες ήταν εκεί, σε μια μεγάλη μάζωξη γύρω από ένα κιόσκι που είχε στηθεί στο μοναδικό κι αρκετά ευρύχωρο μέρος του καταυλισμού που βρισκόταν σε ανοικτό χώρο, την περιοχή που χρησιμοποιούσαν οι αδελφές για να Γλιστρούν στους περιστερώνες του Σαλιντάρ και να Ταξιδεύουν πίσω, κουβαλώντας τις αναφορές από τους κατασκόπους. Ήταν ένα τεράστιο επιδιορθωμένο κομμάτι από βαρύ καναβάτσο, που δεν είχε ίχνος μπαλώματος στον εξαίσιο θόλο του που έβλεπε στη λίμνη, και που χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να το στήσουν. Τους τελευταίους δύο μήνες, η Αίθουσα είχε συνέλθει εκεί κάμποσες φορές —όπως το προηγούμενο πρωί— ή στριμώχνονταν σε κάποια από τις μεγαλύτερες σκηνές. Το κιόσκι στήθηκε δύο φορές όλες κι όλες από τότε που είχαν φύγει από το Σαλιντάρ. Και τις δύο χρησιμοποιήθηκε για δίκες.

Παρατηρώντας τη Σέριαμ και την Εγκουέν να πλησιάζουν, οι αδελφές που βρίσκονταν πίσω άρχισαν να μουρμουρίζουν σε όσες ήταν μπροστά, και σχηματίστηκε ένα άνοιγμα για να περάσουν. Ανέκφραστα βλέμματα παρατηρούσαν τις δύο γυναίκες, χωρίς να προδίδουν αν οι αδελφές γνώριζαν ή έστω υποπτεύονταν τι συνέβαινε, χωρίς να μαρτυρούν την παραμικρή ένδειξη των σκέψεών τους. Πεταλούδες αναδεύτηκαν στο στομάχι της Εγκουέν. Ένα μπουμπούκι. Ήρεμο.

Η Εγκουέν πάτησε πάνω στα απλωτά κιλίμια, υφασμένα έτσι ώστε να απεικονίζουν λουλούδια σε λαμπερά χρώματα και σε μια ντουζίνα διαφορετικά σχέδια, και κινήθηκε μέσα από τον δακτύλιο των μαγκαλιών που ήταν στημένα γύρω από την περιφέρεια του θόλου, ενώ η Σέριαμ άρχισε να μιλάει. «Έρχεται. Έρχεται...». Δεν ήταν παράξενο που ακουγόταν κάπως λιγότερο επιβλητική απ’ ό,τι συνήθως, ίσως και λίγο νευρική.

Οι στιλπνοί πάγκοι και τα καλυμμένα με ύφασμα κουτιά από τη λίμνη βγήκαν και πάλι στη χρήση. Έδιναν την εντύπωση μιας πιο έντονης τυπικότητας από εκείνο το ανάκατο συνονθύλευμα καθισμάτων που είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, έτσι όπως ήταν διατεταγμένα σε δύο λοξές σειρές των εννέα, ανά ομάδες των τριών. Πράσινα, Γκρίζα και Κίτρινα στη μια μεριά, Λευκά, Καφετιά και Μπλε στην άλλη. Στο πλατύ σημείο της απέναντι μεριάς, αρκετά μακριά από την Εγκουέν, στέκονταν το ραβδωτό κουτί κι ο πάγκος της Έδρας της Άμερλιν. Με το που θα καθόταν εκεί, θα γινόταν αμέσως το επίκεντρο, κι η εντύπωση πως θα είχε απέναντι της δεκαοκτώ άτομα θα ήταν εξαιρετικά έντονη. Επίσης, δεν είχε αλλάξει ρούχα. Κάθε Καθήμενη φορούσε ακόμα την επιδεικτική ενδυμασία με την οποία είχε εμφανιστεί στη λίμνη, έχοντας προσθέσει μονάχα το επώμιο. Ένα μπουμπούκι. Ήρεμο.

Ένας από τους πάγκους ήταν άδειος, αν και μονάχα για μια στιγμή. Η Ντελάνα ήρθε βιαστική καθώς η Σέριαμ τελείωνε τη λιτανεία. Μοιάζοντας λαχανιασμένη κι εκνευρισμένη, η Γκρίζα Καθήμενη σκαρφάλωσε στο κάθισμά της, ανάμεσα στη Βάριλιν και στην Κουαμέσα, δίχως τη συνηθισμένη της χάρη. Στο πρόσωπό της ήταν χαραγμένο ένα νοσηρό χαμόγελο κι έπαιζε νευρικά με τις κόκκινες σαν τη φωτιά χάντρες που ήταν περασμένες γύρω από τον λαιμό της. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως ήταν αυτή που δικαζόταν. Ήρεμα. Κανείς δεν δικαζόταν. Ακόμα, τουλάχιστον.

Η Εγκουέν προχώρησε με αργά βήματα πάνω στα χαλιά ανάμεσα στις δύο σειρές έχοντας τη Σέριαμ από κοντά, κι η Κουάνες σηκώθηκε. Το φως του σαϊντάρ έλαμψε ξαφνικά γύρω από τη σκουρόχρωμη και λυγερή γυναίκα, τη νεότερη από τις Καθήμενες. Απόψε, δεν θα τσιγκουνεύονταν τις τυπικότητες. «Ό,τι παρουσιάζεται μπροστά στην Αίθουσα του Πύργου, αφορά αποκλειστικά στην Αίθουσα», ανήγγειλε η Κουαμέσα. «Όποιος εισέρχεται απρόσκλητος, άντρας ή γυναίκα, μυημένος ή παρείσακτος, ανεξαρτήτως αν έρχεται ειρηνικά ή όχι, θα αναγκαστεί να υπακούσει στον νόμο. Μάθετε ότι όσα λέω είναι η αλήθεια και πάντα θα είναι».

Η στερεότυπη αυτή διατύπωση ήταν παλαιότερη από τον όρκο ενάντια στο ψεύδος, από την εποχή ακόμα που οι Άμερλιν πέθαιναν από δολοφονίες κι από διάφορα άλλα αίτια. Η Εγκουέν συνέχισε να περπατάει με μετρημένο βήμα. Χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να μην αγγίξει το επιτραχήλιο της ως υπενθύμιση. Πάσχισε να συγκεντρώσει το βλέμμα της στον πάγκο, μπροστά.

Η Κουαμέσα έκατσε ξανά στο κάθισμά της εξακολουθώντας να λάμπει από τη Δύναμη, κι από τις Λευκές η Αλέντριν σηκώθηκε όρθια, επίσης περιτριγυρισμένη από τη λάμψη. Με τα σκούρα χρυσαφιά της μαλλιά και με τα μεγάλα ανοιχτοκάστανα μάτια της ήταν αρκετά χαριτωμένη όταν χαμογελούσε, αλλά απόψε μια πέτρα ήταν πιότερο εκφραστική από εκείνη. «Υπάρχουν αδελφές σε απόσταση ακουστικού βεληνεκούς που δεν ανήκουν στην Αίθουσα», είπε με ψυχρή φωνή και με έντονη την Ταραμπονέζικη προφορά. «Όσα ελέχθησαν στην Αίθουσα του Πύργου αφορούν στην Αίθουσα και μόνο, εκτός κι αν η ίδια η Αίθουσα λάβει διαφορετική απόφαση. Θα απομονώσω το μέρος, έτσι ώστε να ακουγόμαστε μόνο μεταξύ μας». Κάθισε, υφαίνοντας ένα ξόρκι που περιέβαλλε ολόκληρο το κιόσκι. Οι αδελφές που βρίσκονταν έξω αναδεύτηκαν, παρακολουθώντας τώρα την Αίθουσα να συνεδριάζει σε απόλυτη σιωπή.

Ήταν παράξενο που τόσο πολλές από τις Καθήμενες εξαρτώνταν από την ηλικία, όταν η διάκριση με βάση αυτής θεωρούνταν σχεδόν ανάθεμα ανάμεσα στις υπόλοιπες Άες Σεντάι. Άραγε, μήπως η Σιουάν είχε διακρίνει κάποιο σχήμα στις ηλικίες των Καθήμενων; Όχι. Συγκεντρώσου. Ηρέμησε και συγκεντρώσου.

Αδράχνοντας τις άκρες από τον μανδύα της, η Εγκουέν ανέβηκε στο κουτί με τις ζωηρές λωρίδες και στράφηκε να κοιτάξει. Η Λελαίν είχε ήδη σηκωθεί όρθια, με το επώμιο με τα γαλάζια κρόσσια τυλιγμένο γύρω από τα μπράτσα της, κι η Ρομάντα ήταν έτοιμη να σηκωθεί κι αυτή, δίχως καν να περιμένει την Εγκουέν να κάτσει. Δεν τολμούσε να αναλάβει πρωτοβουλία. «Επιθυμώ να απευθύνω μια ερώτηση προς την Αίθουσα», είπε με δυνατή και σταθερή φωνή. «Ποιος διαθέτει την τόλμη να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της σφετερίστριας Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν;»

Κι ύστερα κάθισε, πετώντας τον μανδύα της κι αφήνοντάς τον να πέσει κατά μήκος του πάγκου. Δίπλα της, πάνω στα κιλίμια, στεκόταν η Σέριαμ, ψυχρή και συγκεντρωμένη, βγάζοντας αμυδρούς ήχους που έμοιαζαν σχεδόν με κλαψούρισμα. Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι την είχε ακούσει κανείς. Έτσι ήλπιζε, δηλαδή.

Ακολούθησε μια σύντομη στιγμή, όπου όλες οι γυναίκες έμοιαζαν σοκαρισμένες και μαρμαρωμένες πάνω στα καθίσματά τους, κοιτώντας τη γεμάτες έκπληξη. Ίσως επειδή είχε κάνει ειδικά αυτήν την ερώτηση. Κανείς δεν υπέβαλλε ερωτήσεις στην Αίθουσα πριν τις εκφράσει στις Καθήμενες. Απλώς δεν γινόταν, τόσο για λόγους πρακτικούς όσο και παραδοσιακούς.

Τελικά, η Λελαίν μίλησε. «Δεν κηρύσσουμε πόλεμο σε μεμονωμένα άτομα», είπε με στεγνή φωνή. «Ούτε καν σε προδότες, όπως η Ελάιντα. Όπως και να έχει, προτείνω η ερώτηση να μπει στο ράφι, μια κι υπάρχουν σπουδαιότερα και πιο άμεσα ζητήματα». Είχε όλο τον χρόνο της επιστροφής στη διάθεσή της για να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Το πρόσωπό της ήταν απλώς σκληρό τώρα, όχι βίαιο. Ισιώνοντας τη φούστα με το γαλάζιο σκίσιμο με έναν τρόπο σαν να έκανε πέρα την Ελάιντα —ή, ίσως, και την Εγκουέν— έστρεψε την προσοχή της στις υπόλοιπες Καθήμενες. «Ο λόγος που συγκαλέσαμε συμβούλιο απόψε είναι... Ήμουν έτοιμη να πω “απλός”, μα άλλαξα γνώμη. Να ανοίξουμε τα βιβλία των μαθητευομένων; Θα βρεθούν γιαγιάδες που θα εκλιπαρούν για να περάσουν τη δοκιμασία. Για να παραμείνουμε εδώ έναν μήνα; Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να απαριθμήσω τις δυσκολίες, ξεκινώντας από το ότι θα ξοδεύαμε το μισό μας χρυσάφι δίχως να προσεγγίσουμε ούτε κατά μία σπιθαμή την Ταρ Βάλον. Όσο για το ότι δεν θα διασχίσουμε το Άντορ...»

«Η αδελφή μου η Λελαίν, μέσα στο άγχος της, ξέχασε ποια έχει δικαίωμα να μιλήσει πρώτη», τη διέκοψε ευγενικά η Ρομάντα. Το χαμόγελο της κατάφερε να κάνει τη Λελαίν να μοιάζει χαρούμενη. Ωστόσο, τακτοποίησε με την άνεση της το επώμιο όπως ακριβώς ήθελε, λες κι είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή της. «Έχω δύο ερωτήσεις να υποβάλω στην Αίθουσα, κι η δεύτερη αφορά στα θέματα που έθιξε η Λελαίν. Η πρώτη όμως, δυστυχώς, έχει να κάνει με την καταλληλότητα της Λελαίν να συνεχίσει να συμμετέχει στην Αίθουσα». Το χαμόγελο της πλάτυνε χωρίς να γίνει ούτε στο ελάχιστο πιο ζεστό. Η Λελαίν κάθισε κάτω αργά, με έκδηλο την κατήφεια στο πρόσωπό της.

«Η ερώτηση σχετικά με τον ενδεχόμενο πόλεμο δεν μπορεί να μπει στο ράφι», είπε η Εγκουέν με πομπώδη φωνή. «Πρέπει να απαντηθεί πριν από οποιαδήποτε άλλη. Έτσι επιτάσσει ο νόμος».

Οι Καθήμενες αντάλλαξαν αστραπιαίες ματιές, γεμάτες απορία.

«Ισχύει αυτό;» είπε τελικά η Τζάνυα. Μισόκλεισε τα μάτια της, σκεφτική, και γύρισε για να απευθυνθεί στη γυναίκα που καθόταν πλάι της. «Τακίμα, εσύ δεν ξεχνάς ό,τι διαβάζεις, και σε θυμάμαι που είπες ότι έχεις διαβάσει τον Νόμο του Πολέμου. Είναι όπως τα λέει;»

Η Εγκουέν κράτησε την ανάσα της. Ο Λευκός Πύργος είχε στείλει στρατιώτες σε διάφορους πολέμους τα τελευταία χίλια χρόνια, αλλά πάντα ως ανταπόκριση σε έκκληση βοήθειας εκ μέρους τουλάχιστον δύο θρόνων, και πάντα επρόκειτο για πολέμους που αφορούσαν στους ίδιους κι όχι στον Πύργο. Η τελευταία φορά που ο Πύργος είχε κηρύξει πόλεμο ήταν εναντίον του Άρτουρ του Γερακόφτερου. Η Σιουάν έλεγε πως ελάχιστοι βιβλιοθηκάριοι γνώριζαν κάτι παραπάνω από το ότι πράγματι υπήρχε ο Νόμος του Πολέμου.

Κοντή, με μακριά μαύρα μαλλιά που της έφταναν έως τη μέση και με επιδερμίδα στο χρώμα πολυκαιρισμένου φιλντισιού, η Τακίμα θύμιζε πουλί, έτσι που έγερνε το κεφάλι της σκεφτική. Τώρα, ωστόσο, έμοιαζε περισσότερο με πουλί έτοιμο να πετάξει μακριά, όπως κουνιόταν πάνω στο κάθισμά της, τακτοποιώντας το επώμιο της κι ισιώνοντας —αν και χωρίς λόγο— το καπέλο με τα μαργαριτάρια και τα ζαφείρια. «Έτσι είναι», είπε τελικά, σφίγγοντας το στόμα της.

Η Εγκουέν ανάσανε ξανά.

«Φαίνεται», είπε η Ρομάντα μασώντας τα λόγια της, «πως η Σιουάν Σάντσε σε δίδαξε καλά, Μητέρα. Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζεις την κήρυξη πολέμου; Και, μάλιστα, ενάντια σε μία γυναίκα;» Φαινόταν σαν να προσπαθούσε να διώξει από μπροστά της κάτι δυσάρεστο, και κάθισε βαριά στο κάθισμά της περιμένοντας να απαλλαγεί από αυτό.

Η Εγκουέν ένευσε με μεγαλοπρέπεια και σηκώθηκε. Κοίταξε κατάματα και με βλέμμα σταθερό τις Καθήμενες μία προς μία. Η Τακίμα απέφυγε τη ματιά της. Μα το Φως, αυτή η γυναίκα γνώριζε, αλλά δεν είπε τίποτα! Θα παρέμενε για αρκετή ώρα σιωπηλή, άραγε; Ήταν πια πολύ αργά για να αλλάξει τα σχέδιά της.

«Σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωπες με έναν στρατό οι ηγέτες του οποίου μάς αμφισβητούν. Ειδάλλως, αυτός ο στρατός δεν θα βρισκόταν εκεί». Η Εγκουέν πάσχιζε να βάλει πάθος στη φωνή της, να ξεσπάσει, αλλά η Σιουάν την είχε συμβουλέψει να φερθεί απολύτως ψυχρά, κι η ίδια τελικά συμφώνησε. Ήταν απαραίτητο να αντικρίσουν μια γυναίκα γεμάτη αυτοέλεγχο, όχι ένα κοριτσάκι έρμαιο του ενθουσιασμού του. Τα λόγια, ωστόσο, βγήκαν κατευθείαν από την καρδιά της. «Ακούσατε την Αραθέλε να λέει πως δεν επιθυμεί να ανακατευτεί με τις υποθέσεις των Άες Σεντάι. Από την άλλη, δεν δίστασαν να φέρουν στρατό στο Μουράντυ και να μπουν στον δρόμο μας. Κι αυτό, επειδή δεν είναι σίγουροι ούτε για το ποιοι είμαστε ούτε τι πάμε να σκαρώσουμε. Διαισθάνεται καμιά ανάμεσά σας ότι πιστεύουν πως είστε Καθήμενες;» Η Μάλιντ, με το στρουμπουλό πρόσωπο και το αδυσώπητο βλέμμα, μετακινήθηκε πάνω στον πάγκο της ανάμεσα στις Πράσινες, όπως κι η Σαλίτα, η οποία τράβηξε απότομα το επώμιο με τα κίτρινα κρόσσια, παρ’ όλο που το σκοτεινό της πρόσωπο παρέμενε ανέκφραστο. Η Μπεράνα, μία ακόμα Καθήμενη που είχε εκλεγεί στο Σαλιντάρ, σκυθρώπιασε και παρέμεινε σκεφτική. Η Εγκουέν δεν εξέλαβε πως η αντίδραση αυτή οφειλόταν στο ότι είχαν απέναντι τους μία Άμερλιν. Αν αυτή η σκέψη δεν υπήρχε ήδη στο μυαλό τους, θα προτιμούσε να μην τους την υποβάλει η ίδια.

«Έχουμε συντάξει κατάλογο με τα εγκλήματα της Ελάιντα απέναντι σε πάρα πολλούς ευγενείς», συνέχισε. «Τους είπαμε πως σκοπεύουμε να την εκθρονίσουμε, αλλά αυτοί αμφιβάλλουν. Πιστεύουν πως υπάρχει μια περίπτωση —ίσως— να είμαστε αυτό που ισχυριζόμαστε. Μπορεί, όμως, τα λόγια μας να κρύβουν κάποια παγίδα. Ίσως να έχουμε σταλεί επίτηδες από την ίδια την Ελάιντα, η οποία εξυφαίνει κάποιο περίπλοκο σχέδιο. Η αμφιβολία μπερδεύει τους ανθρώπους. Η αμφιβολία είναι αυτή που κάνει τον Πέλιβαρ και την Αραθέλε να έχουν τα κότσια να στέκονται μπροστά στις Άες Σεντάι και να λένε “Ως εδώ”. Ποιος άλλος θα εμπόδιζε την πορεία μας, ποιος θα επενέβαινε, παρά μόνο αν δεν ήταν σίγουρος για το ποιοι είμαστε, μια κι η αβεβαιότητα είναι αυτή που θολώνει τον νου των ανθρώπων και τους οδηγεί σε πράξεις απερισκεψίας; Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να εξαφανίσουμε αυτή τη σύγχυση. Όλα τα άλλα τα δοκιμάσαμε. Από τη στιγμή όμως που κηρύττουμε τον πόλεμο στην Ελάιντα, οι αμφιβολίες εξαφανίζονται. Δεν λέω πως η Αραθέλε, ο Πέλιβαρ ή η Ήμλυν θα αποτραβηχτούν αμέσως αλλά, αν μη τι άλλο, θα μάθουν όλοι ποιες είμαστε. Κανείς δεν θα τολμήσει πλέον να αμφιβάλλει τόσο ανοικτά όταν πείτε ότι ανήκετε στην Αίθουσα του Πύργου. Κανείς δεν θα τολμήσει να μας σταθεί εμπόδιο και να ανακατευτεί με τα ζητήματα του Πύργου λόγω αμφιβολιών κι άγνοιας. Φτάσαμε έως την πόρτα και πιάσαμε ήδη με τα χέρια μας το πόμολο. Αν φοβάστε να περάσετε το κατώφλι είναι σαν να προκαλείτε όλον τον κόσμο να πιστέψει πως δεν είστε παρά πιόνια της Ελάιντα».

Κάθισε μένοντας έκπληκτη από το πόσο ήρεμη ένιωθε. Πέρα από τις δύο σειρές των Καθημένων, οι αδελφές αναδεύτηκαν, τεντώνοντας τα κεφάλια τους για να δουν τι γίνεται. Φανταζόταν τα ευέξαπτα μουρμουρητά που το ξόρκι της Αλέντριν εμπόδιζε να περάσουν. Μακάρι η Τακίμα να κρατούσε το στόμα της κλειστό για κάμποσο ακόμα.

Η Ρομάντα γρύλισε ανυπόμονα κι ανακάθισε, ίσα-ίσα για να πει: «Πόσες τίθενται υπέρ της κήρυξης πολέμου ενάντια στην Ελάιντα;» Η ματιά της έπεσε πάνω στη Λελαίν και το ψυχρό αλλά κομψό χαμόγελο έκανε ξανά την εμφάνιση του. Το τι θεωρούσε η ίδια σημαντικό ήταν ολοφάνερο, αρκεί να τελείωναν με όλες αυτές τις ανοησίες.

Η Τζάνυα σηκώθηκε αμέσως και τα μακρόστενα καφετιά κρόσσια στο επώμιο της ταλαντεύτηκαν. «Είμαστε υπέρ», είπε. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να μιλήσει, αλλά το αποφασιστικό της σαγόνι και το κοφτερό της βλέμμα προκαλούσε οποιονδήποτε να της παραβγεί. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν ήταν τόσο επιθετική, αλλά —ως συνήθως— τα λόγια βγήκαν βιαστικά από τα χείλη της. «Το να κάνουμε τον κόσμο να αλλάξει γνώμη δεν θα είναι πολύ πιο δύσκολο από αυτό. Λοιπόν; Δεν βλέπω γιατί πρέπει να περιμένουμε τόσο». Από την άλλη μεριά της Τακίμα, η Εσκαράλντε ένευσε καταφατικά και σηκώθηκε όρθια.

Την ίδια στιγμή αναπήδησε κι η Μόρια, κοιτώντας συνοφρυωμένη τη Λυρέλ, η οποία μάζεψε τη φούστα της σαν να ήθελε κι αυτή να σηκωθεί, ύστερα δίστασε και κοίταξε ερωτηματικά τη Λελαίν. Αυτή, με τη σειρά της, είχε κατσουφιάσει, αλλά κρατούσε το κεφάλι σκυμμένο, παρατηρώντας το χαλί, για να μην την προσέξει η Ρομάντα.

Ανάμεσα στις Πράσινες, η Σάμαλιν κι η Μάλιντ σηκώθηκαν ταυτόχρονα, κι η Φαϊζέλ κοίταξε ψηλά, ξαφνιασμένη. Ρωμαλέα και χαλκόχρωμη Ντομανή, η Φαϊζέλ δεν ήταν από αυτές που ξαφνιάζονται με το παραμικρό, αλλά τώρα έμοιαζε εμβρόντητη, με τα γουρλωτά μάτια πάνω στο τετραγωνισμένο της πρόσωπο να πετάγονται πότε στη Σάμαλιν και πότε στη Μάλιντ.

Η Σαλίτα σηκώθηκε, τακτοποιώντας προσεκτικά τα κίτρινα κρόσσια του επωμίου της κι αποφεύγοντας εξίσου προσεκτικά το άξαφνο συνοφρύωμα της Ρομάντα. Πρώτα η Κουαμέσα κι έπειτα η Αλέντριν σηκώθηκαν επίσης, τραβώντας την Μπεράνα από το μανίκι. Η Ντελάνα έκανε μια πλήρη περιστροφή πάνω στον πάγκο της, κοιτώντας προς τα έξω, στις αδελφές. Παρά τη σιωπή, η αναστάτωση των παρατηρητών ήταν έκδηλη από το διαρκές ανάδεμα, από τα τεντώματα των κεφαλιών κι από τα βλέμματα που εκτοξεύονταν προς το μέρος των Καθημένων. Η Ντελάνα σηκώθηκε αργά, έχοντας και τα δυο χέρια κολλημένα στη μέση, έτοιμη να ξεράσει επί τόπου. Η Τακίμα έκανε μια γκριμάτσα, κοιτώντας τα χέρια της πάνω στα γόνατά της. Η Σαρόγια περιεργάστηκε τις άλλες δύο Λευκές Καθήμενες τραβώντας τον λοβό του αυτιού της, όπως συνήθιζε να κάνει όταν συλλογιζόταν βαθιά. Καμιά άλλη, πάντως, δεν επιχείρησε να σηκωθεί.

Η Εγκουέν αισθάνθηκε τη χολή να ανεβαίνει στον λαιμό της. Δέκα. Μόλις δέκα. Κι ήταν τόσο σίγουρη. Ο Λογκαίν από μόνος του θα πρέπει να ήταν αρκετός, δεδομένης της άγνοιας περί νόμου. Από τη στιγμή που ο στρατός του Πέλιβαρ κι η Αραθέλε αρνούνταν να παραδεχτούν πως όντως ήταν Καθήμενες, το ηθικό τους θα πρέπει να είχε πέσει πολύ.

«Για την αγάπη του Φωτός!» ξέσπασε η Μόρια. Πέρασε μπροστά από τη Λυρέλ και τη Λελαίν κι ακούμπησε τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της. Μπορεί ο λόγος της Τζάνυα να ήταν ενάντια στο έθιμο, αλλά αυτό εδώ παραπήγαινε. Οι εκφάνσεις θυμού απαγορεύονταν αυστηρά στην Αίθουσα, αλλά τα μάτια της Μόρια ήταν πυρακτωμένα κι η Ιλιανή προφορά της έντονη όσο ποτέ άλλοτε. «Γιατί περιμένετε; Η Ελάιντα έκλεψε τόσο το επιτραχήλιο όσο και τη ράβδο! Το Άτζα της Ελάιντα ήταν αυτό που έκανε τον Λογκαίν ψεύτικο Δράκοντα, και το Φως μόνο ξέρει πόσους άλλους άντρες ακόμα! Δεν υπήρξε ποτέ γυναίκα στην ιστορία του Πύργου που να άξιζε τόσο πολύ μια κήρυξη πολέμου! Ή, λοιπόν, θα ψηφίσετε υπέρ ή θα σιωπήσετε παντελώς για την απόφαση σας να την εκθρονίσετε!»

Η Λελαίν δεν την κοιτούσε καν, αλλά από την έκφραση της θα σκεφτόταν κανείς πως της είχε επιτεθεί σπουργίτι. «Δεν αξίζει τον κόπο να ψηφίσουμε, Μόρια», είπε με σφικτή φωνή. «Το θέμα της ευπρέπειας θα το συζητήσουμε αργότερα, μεταξύ μας. Ωστόσο, αν έχεις τόσο μεγάλη ανάγκη μια επίδειξη αποφασιστικότητας...» Ρουθούνισε άγρια και σηκώθηκε τινάζοντας τόσο απότομα το κεφάλι της, που η Λυρέλ πήδηξε όρθια λες κι ήταν ανδρείκελο που του τράβηξαν τα σχοινιά. Φάνηκε να εκπλήσσεται που η Φαϊζέλ κι η Τακίμα δεν σηκώθηκαν κι αυτές.

Αντί να σηκωθεί όρθια, η Τακίμα γρύλισε σαν να τη χτύπησαν. Με τη δυσπιστία έκδηλη στο πρόσωπό της, διέτρεξε με τη ματιά της τις γυναίκες που ήταν ήδη όρθιες, πιθανότατα μετρώντας τες. Κι ύστερα, το έκανε για δεύτερη φορά. Ποια, η Τακίμα, που θυμόταν τα πάντα με την πρώτη.

Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Έγινε. Σχεδόν δεν πίστευε στα μάτια της. Μια στιγμή αργότερα, καθάρισε τον λαιμό της κι η Σέριαμ αναπήδησε.

Η Τηρήτρια, με τα μεγάλα σαν κούπες τσαγιού πράσινα μάτια της, καθάρισε κι αυτή τον λαιμό της. «Βάσει της ελάσσονος συναινέσεως, κηρύσσουμε πόλεμο ενάντια στην Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν». Η φωνή της δεν ήταν και τόσο σταθερή, αλλά επαρκούσε για την περίσταση. «Για το συμφέρον της ενότητας, ζητώ κι από τη μείζονα συναίνεση να στηρίξει την απόφασή μας».

Η Φαϊζέλ μισοκουνήθηκε κι έσφιξε τα χέρια της πάνω στα γόνατά της. Η Σαρόγια άνοιξε το στόμα της, αλλά το ξαναέκλεισε δίχως να μιλήσει, με το πρόσωπό της ταραγμένο. Καμιά άλλη δεν αναδεύτηκε.

«Δεν θα την έχεις», είπε ξερά η Ρομάντα. Ο σαρκασμός που απευθυνόταν στη Λελαίν από την άλλη άκρη του κιοσκιού δεν διέφερε από το να δήλωνε ξεκάθαρα ότι η ίδια, τουλάχιστον, δεν επρόκειτο να ψηφίσει υπέρ. «Τώρα που τελειώσαμε με τις μικροδουλειές, ας προχωρήσουμε με...»

«Δεν το νομίζω», τη διέκοψε η Εγκουέν. «Τακίμα, τι λέει ο Νόμος του Πολέμου σχετικά με την Έδρα της Άμερλιν;» Η Ρομάντα έμεινε με το στόμα να κρέμεται ανοικτό.

Τα χείλη της Τακίμα συσπάστηκαν. Η μικροκαμωμένη Καφετιά έμοιαζε περισσότερο από ποτέ με πουλί έτοιμο να πετάξει μακριά. «Ο Νόμος...», άρχισε να λέει, αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα και στάθηκε όρθια. «Ο Νόμος του Πολέμου αναφέρει “Όπως ακριβώς ένα ζευγάρι χέρια κραδαίνουν το σπαθί, έτσι κι η Έδρα της Άμερλιν είναι θεσπισμένη να κατευθύνει και να καθοδηγεί έναν πόλεμο. Μπορεί να ζητήσει τη συμβουλή της Αίθουσας του Πύργου, αλλά η Αίθουσα είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει τις αποφάσεις της το συντομότερο δυνατόν, και για το συμφέρον της ενότητας θα πρέπει...”» Κόμπιασε κάπως και συνέχισε με ολοφάνερο εξαναγκασμό, «“...θα πρέπει να αποδεχθεί την οποιαδήποτε απόφαση της Έδρας της Άμερλιν αναφορικά με τη διεκπεραίωση του πολέμου με τη μείζονα συναίνεση”».

Ακολούθησε σιωπή για κάμποση ώρα. Όλα τα μάτια ήταν γουρλωμένα. Στρέφοντας απότομα το κεφάλι της, η Ντελάνα έκανε εμετό πάνω στα κιλίμια, πίσω από τον πάγκο της. Η Κουαμέσα κι η Σαλίτα κατέβηκαν και κίνησαν προς το μέρος της, αλλά εκείνη τους έκανε νόημα να φύγουν τραβώντας ένα μαντίλι από το μανίκι της για να σκουπίσει το στόμα της. Η Μάγκλα, η Σαρόγια και κάμποσες ακόμα παρέμειναν καθιστές, έτοιμες λες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της, αν και καμία άλλη απ’ όσες είχαν εκλεγεί στο Σαλιντάρ δεν έδειχνε παρόμοια διάθεση. Η Ρομάντα έμοιαζε έτοιμη να δαγκώσει τα νύχια της.

«Πολύ έξυπνο», είπε τελικά η Λελαίν με έναν κοφτό τόνο στη φωνή της κι, ύστερα από μια εσκεμμένη παύση, πρόσθεσε: «Μητέρα. Θα μας πεις, λοιπόν, τι σε προτρέπει να κάνεις η απέραντη σοφία λόγω της τεράστιας πείρας σου; Σχετικά με τον πόλεμο, εννοώ. Για να το ξεκαθαρίσω, δηλαδή».

«Επίτρεψέ μου να καταστώ σαφής», αποκρίθηκε παγερά η Εγκουέν. Έγειρε μπροστά και κάρφωσε σταθερά με τη ματιά της τη Γαλάζια Καθήμενη. «Απαιτείται να υπάρχει ένας δέων σεβασμός απέναντι στην Έδρα της Άμερλιν, κι από τούδε και στο εξής θα τον έχω, κόρη. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να σε καθαιρέσω και να σου επιβάλω τιμωρία». Τα μάτια της Λελαίν ολοένα και γούρλωναν από την έκπληξη. Μήπως αυτή η γυναίκα πίστευε όντως πως όλα θα ήταν όπως πριν; Ή, μήπως, επειδή μέχρι τώρα δεν είχε δείξει χαρακτήρα η Λελαίν, νόμιζε πως δεν διέθετε; Η Εγκουέν στην πραγματικότητα δεν ήθελε να την καθαιρέσει. Οι Γαλάζιες θα την επανέφεραν σχεδόν σίγουρα κι έπειτα θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα με την Αίθουσα σε θέματα που δύσκολα θα μπορούσε να καλύψει κάτω από το πρόσχημα του πολέμου ενάντια στην Ελάιντα.

Με την άκρη του ματιού της πρόσεξε ένα χαμόγελο να χαράσσεται στα χείλη της Ρομάντα με το που η τελευταία είδε τη Λελαίν να κάθεται. Μικρό το κέρδος αν το μόνο που κατάφερε ήταν να ξεσηκωθούν οι δικές της. «Αυτό ισχύει για όλες, Ρομάντα», είπε. «Εν ανάγκη, η Τιάνα μπορεί να βρει δύο μαστίγια αντί για ένα». Το χαμόγελο της Ρομάντα χάθηκε αστραπιαία.

«Μπορώ να μιλήσω, Μητέρα;» ρώτησε η Τακίμα καθώς σηκωνόταν αργά. Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά εξακολουθούσε να φαίνεται απελπιστικά αδιάθετη. «Προσωπικά, νομίζω πως έκανες καλή αρχή. Ίσως υπάρξουν αρκετά πλεονεκτήματα αν μείνουμε εδώ έναν μήνα ή και περισσότερο». Το κεφάλι της Ρομάντα στράφηκε να την κοιτάξει, αλλά για πρώτη φορά η Τακίμα δεν φάνηκε να την προσέχει. «Αν περάσουμε εδώ τον χειμώνα, θα αποφύγουμε την επιδείνωση του καιρού προς Βορρά κι επιπλέον θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε προσεκτικά...»

«Οι καθυστερήσεις πρέπει να παίρνουν κάποτε τέλος, κόρη», την έκοψε η Εγκουέν. «Πρέπει να πάψουμε πια να σερνόμαστε». Άραγε, ήταν μια υποψήφια Γκέρα ή μια άλλη Σέιν; Οι πιθανότητες ήταν ίδιες και για τις δύο. «Σε ένα μήνα, θα Ταξιδέψουμε από δω». Όχι. Ήταν η Εγκουέν αλ’Βερ κι ό,τι κι αν έλεγαν οι μυστικές ιστορίες σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, το Φως μόνο ήξερε ότι της ανήκαν, ότι δεν μιμούνταν κάποια άλλη γυναίκα. «Σε έναν μήνα από τώρα θα αρχίσει η πολιορκία της Ταρ Βάλον».

Αυτή τη φορά, η σιωπή έσπασε μόνο από τον ήχο των λυγμών της Τακίμα.

Загрузка...