21 Απαντώντας στις Κλητεύσεις

Οι μεγάλες χειμερινές θύελλες που αποκαλούνται κέμαρος εξακολουθούσαν να ξεχύνονται από τη Θάλασσα των Καταιγίδων, πιο λυσσαλέες από ποτέ. Μερικοί έλεγαν πως φέτος οι κέμαρος προσπαθούσαν να αναπληρώσουν τους μήνες της καθυστέρησης. Οι αστραπές κροτάλιζαν στον ουρανό, κάνοντας το σκοτάδι ανομοιογενές. Ο άνεμος μαστίγωνε τη γη κι η βροχή την κοπανούσε άγρια, μετατρέποντας τους περισσότερους δρόμους, εκτός από τους πιο συμπαγείς, σε ποταμούς λάσπης. Η λάσπη μερικές φορές πάγωνε μόλις έπεφτε η νύχτα, ενώ η ανατολή του ήλιου, ακόμα κι αν η μέρα ήταν μουντή και γκρίζα, έλιωνε τους πάγους και το έδαφος μετατρεπόταν και πάλι σε έλος. Ο Ραντ είχε μείνει έκπληκτος από το πόσο κατασταλτικά είχαν λειτουργήσει όλα αυτά για τα σχέδιά του.

Οι Άσα’μαν που είχε στείλει επέστρεψαν γρήγορα, περίπου το μεσημέρι της επομένης, προβάλλοντας μέσα από μια πύλη και βγαίνοντας καταμεσής μια ισχυρής νεροποντής που έκρυβε τον ήλιο, δίνοντας την εντύπωση πως θα μπορούσε να είναι λυκόφως. Μέσα από την τρύπα που σχηματίστηκε στον αέρα, το χιόνι έπεσε στο Άντορ, χοντρές λευκές νιφάδες που στριφογύριζαν κι έκρυβαν όσα βρίσκονταν πίσω τους. Οι πιο πολλοί άντρες της μικρής φάλαγγας ήταν τυλιγμένοι με βαριούς μαύρους μανδύες, αλλά η βροχή έμοιαζε να γλιστρά γύρω από τους ίδιους και τα άλογά τους. Δεν γινόταν αντιληπτό αμέσως, αλλά αν παρατηρούσες καλά δύο —ίσως και τρεις— φορές, θα το καταλάβαινες. Για να κρατηθείς στεγνός, χρειαζόταν μια απλή ύφανση όλη κι όλη, από τη στιγμή τουλάχιστον που δεν σε ενδιέφερε να κάνεις επίδειξη. Από την άλλη, ο ασπρόμαυρος δίσκος με φόντο έναν πορφυρό κύκλο στο μπροστινό μέρος του μανδύα μαρτυρούσε την ιδιότητά τους. Μολονότι η βροχή τούς μισοέκρυβε, από τον τρόπο που κάθονταν πάνω στις σέλες τους, διέκρινες έπαρση κι αλαζονεία. Αψηφισιά. Απολάμβαναν να δείχνουν αυτό που ήταν.

Ο αρχηγός τους, ο Τσαρλ Γκέντγουιν, ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος του Ραντ, μετρίου ύψους κι, όπως ο Τόρβαλ, φορούσε το Ξίφος και τον Δράκοντα σε ένα καλοραμμένο πανωφόρι με ψηλό γιακά, φτιαγμένο από το καλύτερο μαύρο μετάξι. Το ξίφος του ήταν φτιαγμένο από εξαίσιο ασήμι κι η δουλεμένη με ασήμι ζώνη του ξίφους του ήταν δεμένη γύρω από τη μέση του με μια ασημένια αγκράφα σε σχήμα σφιγμένης γροθιάς. Ο Γκέντγουιν αυτοαποκαλούνταν Τσόροβαν’μ’χαήλ, που στην Παλιά Γλώσσα σήμαινε Ηγέτης της Θύελλας, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Πάντως, αν μη τι άλλο ταίριαζε γάντι με τον καιρό.

Στάθηκε λίγο πιο μέσα από την είσοδο της πολυποίκιλτης πράσινης σκηνής του Ραντ κι απέμεινε να κοιτάει σκυθρωπός τη νεροποντή. Μια φρουρά έφιππων Συντρόφων κύκλωναν τη σκηνή, ούτε τριάντα βήματα μακρύτερα, αν κι ήταν ελάχιστα ορατοί. Θα μπορούσαν να είναι αγάλματα, έτσι όπως αγνοούσαν εντελώς την καταιγίδα.

«Περίμενες να βρω τίποτα μ’ αυτόν τον καιρό;» μουρμούρισε ο Γκέντγουιν, κοιτώντας πάνω από τον ώμο του τον Ραντ. «Άρχοντα Δράκοντα», πρόσθεσε ένα δευτερόλεπτο αργότερα. Η ματιά του ήταν σκληρή και προκλητική, αλλά έτσι ήταν πάντα, είτε κοιτούσε έναν άντρα είτε έναν φράχτη. «Ο Ρόσεντ κι εγώ φέραμε οκτώ Αφοσιωμένους και σαράντα Στρατιώτες, αρκετοί για να αφανίσουν έναν στρατό ή να τρομάξουν δέκα βασιλιάδες. Θα μπορούσαμε να κάνουμε ακόμα και μια Άες Σεντάι να ανοιγοκλείσει τα μάτια της από τρόμο», πρόσθεσε κάπως πικρόχολα. «Που να καώ, εμείς οι δύο μπορούμε να κάνουμε καλή δουλειά από μόνοι μας. Ή εσύ, τουλάχιστον. Τι τους θες τους άλλους;»

«Περιμένω υπακοή εκ μέρους σου, Γκέντγουιν», είπε ο Ραντ ψυχρά. Ηγέτης της Θύελλας; Κι ο Μάνελ Ρόσεντ, ο δεύτερος αξιωματικός του Γκέντγουιν, αυτοαποκαλούνταν Μπαϊτζάν’μ’χαήλ, Αρχηγός της Επίθεσης. Τι πήγαινε να σκαρώσει ο Τάιμ με όλους αυτούς τους καινούργιους βαθμούς; Το πιο σημαντικό όμως ήταν πως αυτός ο άνθρωπος κατασκεύαζε όπλα κι αυτά τα όπλα παρέμεναν γερά για να χρησιμοποιηθούν κάμποσες φορές. «Επίσης, δεν περιμένω να μου ξοδεύεις τον χρόνο αμφισβητώντας τις διαταγές μου».

«Όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε ο Γκέντγουιν. «Θα στείλω αμέσως άντρες». Με έναν κοφτό χαιρετισμό, τοποθετώντας τη γροθιά του στο στήθος του, ο άντρας βγήκε έξω, στην καταιγίδα. Ο χείμαρρος του νερού φάνηκε να λυγίζει καθώς έπεφτε μετωπικά πάνω στη μικρή θωράκιση που είχε υφάνει γύρω από τον εαυτό του. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν ο άντρας είχε συνειδητοποιήσει πόσο κοντά στον θάνατο είχε βρεθεί, όταν άδραξε το σαϊντίν χωρίς προειδοποίηση.

Πρέπει να τον σκοτώσεις πριν σε σκοτώσει αυτός, χασκογέλασε ο Λουζ Θέριν. Και θα το κάνουν, ξέρεις. Οι νεκροί δεν μπορούν να προδώσουν κανέναν. Η φωνή μέσα στο κεφάλι του Ραντ πήρε μια χροιά απορίας. Μερικές φορές, όμως, δεν πεθαίνουν. Είμαι νεκρός εγώ; Εσύ;

Οι λέξεις άρχισαν να χάνονται και να γίνονται σαν βουητό μύγας, ελάχιστα αντιληπτό. Από τη στιγμή που επανεμφανίστηκε μέσα στο κεφάλι του Ραντ, ο Λουζ Θέριν σπάνια σώπαινε, εκτός αν εξαναγκαζόταν. Την περισσότερη ώρα έδινε την εντύπωση πως είχε αποτρελαθεί, ενώ ήταν πιο θυμωμένος απ’ όσο συνήθως, κάποιες φορές και πιο δυνατός. Η φωνή εισέβαλλε στα όνειρα του Ραντ κι, όταν έβλεπε τον εαυτό του σε όνειρο, δεν ήταν πάντα ο ίδιος αυτός που παρατηρούσε. Ούτε έβλεπε πάντα τον Λουζ Θέριν ή, τουλάχιστον, το πρόσωπο που αναγνώριζε ως Λουζ Θέριν. Μερικές φορές ήταν θολό, παρότι αόριστα οικείο, κι ο ίδιος ο Λουζ Θέριν έμοιαζε ξαφνιασμένος από την παρουσία του. Κι αυτό ήταν μια ένδειξη του πόσο πολύ είχε προχωρήσει η τρέλα εκείνου του άντρα. Ίσως κι η δική του.

Όχι ακόμα, σκέφτηκε ο Ραντ. Δεν έχω την πολυτέλεια να τρελαθώ ακόμα.

Πότε, λοιπόν; ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν, προτού ο Ραντ προλάβει να τον κάνει να σωπάσει ξανά.

Με την άφιξη του Γκέντγουιν και των Άσα’μαν, το σχέδιο του να απωθήσει τους Σωντσάν προς τα δυτικά τέθηκε σε εφαρμογή. Προχωρούσε πολύ αργά, ωστόσο, όπως κάποιος που βαδίζει σε βαλτωμένους δρόμους. Μετακίνησε αμέσως το στρατόπεδο του, δίχως να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει τις κινήσεις του. Δεν είχε νόημα να διατηρήσει κανενός είδους μυστικότητα. Με το που κατέφθασαν οι κέμαρος, τα νέα άρχισαν να ταξιδεύουν αργά μέσω των περιστεριών και πολύ πιο αργά μέσω των αγγελιοφόρων. Εντούτοις, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως τον παρακολουθούσε ο Λευκός Πύργος, οι Αποδιωγμένοι κι οποιοσδήποτε άλλος έβλεπε κάποιο πλεονέκτημα ή μειονέκτημα στα μέρη που πήγαινε ο Αναγεννημένος Δράκοντας, και που είχε τη δυνατότητα να δωροδοκήσει έναν στρατιώτη. Ίσως να τον παρακολουθούσαν ακόμα κι οι Σωντσάν. Αν αυτός μπορούσε να στείλει ανιχνευτές για να τους εντοπίσει, γιατί να μην έκαναν το ίδιο κι εκείνοι; Ωστόσο, ούτε καν οι Άσα’μαν δεν γνώριζαν για ποιον λόγο μετακινούνταν.

Ενόσω ο Ραντ παρακολουθούσε τεμπέλικα τους άντρες του να διπλώνουν τη σκηνή του και να την τοποθετούν σε μια καρότσα με ψηλούς τροχούς, ο Γουίραμον εμφανίστηκε πάνω σε ένα από τα άλογά του, ένα καμαρωτό λευκό μουνούχι της καλύτερης Δακρυνής ράτσας. Η βροχή είχε κοπάσει, αν και τα γκρίζα σύννεφα εξακολουθούσαν να καλύπτουν σαν πέπλο τον μεσημεριανό ήλιο, κι ένιωθες τον αέρα τόσο πυκνό, που θα έλεγες πως μπορούσες να τον ζουλήξεις και να στύψεις νερό με τα ίδια σου τα χέρια. Το Λάβαρο του Δράκοντα και το Λάβαρο του Φωτός κρέμονταν άκαμπτα και μουσκεμένα στα ψηλά κοντάρια τους.

Οι Δακρυνοί Υπερασπιστές είχαν αντικαταστήσει τους Συντρόφους και, καθώς ο Γουίραμον κάλπαζε μέσα από τον κύκλο των καβαλάρηδων που σχημάτιζαν, κοίταξε βλοσυρά τον Ρόντριβαρ Τίχερα, έναν λιπόσαρκο άντρα, σκουρόχρωμο ακόμα και για Δακρυνό, με μια κοντή και ψαλιδισμένη γενειάδα, μυτερή στην άκρη. Ένας από τους υποδεέστερους ευγενείς, αναγκασμένος να ανέλθει χρησιμοποιώντας τις ικανότητές του και μόνον, ο Τίχερα ήταν σχολαστικός μέχρι το έπακρο. Τα παχιά άσπρα φτερά που ανεβοκατέβαιναν στην περιφέρεια της περικεφαλαίας του πρόσθεσαν μια χροιά καλλωπισμού στην εξεζητημένη υπόκλιση που έκανε προς το μέρος του Γουίραμον. Το συνοφρύωμα του Υψηλού Άρχοντα έγινε ακόμα πιο έντονο.

Δεν ήταν αναγκαίο για τον Ηγέτη της Πέτρας να ηγείται προσωπικά της σωματοφυλακής του Ραντ, κάτι που έκανε συχνά ωστόσο, όπως ακριβώς ο Μάρκολιν ηγούνταν συχνά αυτοπροσώπως των Συντρόφων. Μια δριμύτατη αντιζηλία είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Υπερασπιστές και στους Συντρόφους, γύρω από το ποιος θα έπρεπε να φρουρεί τον Ραντ. Οι Δακρυνοί διεκδικούσαν το δικαίωμα αυτό, επειδή είχε διοικήσει για περισσότερο καιρό στο Δάκρυ, αλλά οι Ιλιανοί έλεγαν πως, σε τελική ανάλυση, ήταν ο Βασιλιάς του Ίλιαν. Ίσως ο Γουίραμον να είχε ακούσει κάποιες γκρίνιες ανάμεσα στους Υπερασπιστές, ότι, δηλαδή, είχε έρθει η ώρα να αποκτήσει και το Δάκρυ τον δικό του βασιλιά, και ποιος θα ήταν καλύτερος από τον άντρα που είχε καταλάβει την Πέτρα; Ο Γουίραμον συμφωνούσε απόλυτα με το αίτημα αλλά όχι και με την επιλογή του άντρα που θα φορούσε το στέμμα. Δεν ήταν ο μόνος.

Τα χαρακτηριστικά του άντρα, μόλις πρόσεξε τον Ραντ να τον κοιτάζει, χαλάρωσαν και ξεπέζεψε από την επιχρυσωμένη του σέλα για να κάνει μια υπόκλιση που, δίπλα της, αυτή του Τίχερα φάνταζε απλοϊκή. Ήταν τόσο ευθυτενής, που θα μπορούσε κάλλιστα να κορδώνεται ακόμα και στον ύπνο του. Ωστόσο, έκανε μια αόριστη γκριμάτσα, καθώς η λουστραρισμένη του μπότα ακούμπησε στη λάσπη. Φορούσε μια κάπα για τη βροχή, έτσι ώστε να εμποδίζει το πούσι να αγγίξει τα όμορφα ρούχα του, αλλά ακόμα κι αυτή καλυπτόταν από χρυσά κεντήματα, ενώ ο γιακάς του ήταν γεμάτος ζαφείρια. Παρά το βαθυπράσινο μεταξωτό πανωφόρι του Ραντ, με τις χρυσές μέλισσες να σκαρφαλώνουν στα μανίκια και στο πέτο, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σκεφτεί, κι όχι άδικα, πως η Κορώνα από Ξίφη ανήκε στο κεφάλι του άλλου άντρα.

«Άρχοντα Δράκοντα», απάγγειλε με μονότονη φωνή ο Γουίραμον. «Δυσκολεύομαι να εκφράσω πόσο χαρούμενος είμαι που σε βλέπω να περιστοιχίζεσαι από Δακρυνούς. Ο κόσμος θα λυπόταν πολύ αν συνέβαινε τίποτα δυσάρεστο». Ήταν αρκετά ευφυής ώστε να μην αποκαλέσει φανερά τους Συντρόφους αναξιόπιστους, αν και κατά βάθος αυτό υπονοούσε.

«Θα συμβεί, αργά ή γρήγορα», αποκρίθηκε ξερά ο Ραντ. Αφού τελειώσουν πρώτα με τα πανηγύρια. «Ξέρω πολύ καλά πόσο λυπημένος θα ένιωθες, Γουίραμον».

Ο τύπος κορδώθηκε, χαϊδεύοντας τη μυτερή άκρη της γκριζωπής του γενειάδας. Άκουσε αυτό που επιθυμούσε να ακούσει. «Μάλιστα, Άρχοντα Δράκοντα, μπορείς να είσαι σίγουρος για τη σταθερότητα μου. Να γιατί έδειξα ενδιαφέρον για τις διαταγές που μου έφερε σήμερα το πρωί ο άνθρωπος σου». Επρόκειτο για τον Άντλεϋ. Πολλοί από τους ευγενείς πίστευαν πως, αν οι Άσα’μαν προσποιούνταν πως ήταν απλώς υπηρέτες του Ραντ, θα φάνταζαν κάπως λιγότερο επικίνδυνοι. «Πολύ συνετό εκ μέρους σου να ξαποστείλεις τους περισσότερους Καιρχινούς. Και τους Ιλιανούς, φυσικά, το δίχως άλλο. Είναι απόλυτα κατανοητό ακόμα για ποιον λόγο περιόρισες τον Γκέγιαμ και τους υπόλοιπους». Οι μπότες του Γουίραμον πάφλασαν πάνω στη λάσπη, καθώς ο άντρας έκανε ένα βήμα πιο κοντά κι η φωνή του πήρε μια εκμυστηρευτική χροιά. «Πιστεύω πως κάποιοι —δεν θα έλεγα πως μηχανορραφούν εναντίον σου, αλλά δεν νομίζω πως η αφοσίωση τους είναι σαν τη δικιά μου, χωρίς να επιδέχεται την παραμικρή αμφιβολία». Η φωνή του άλλαξε πάλι χροιά, έγινε δυνατή και σίγουρη, η φωνή ενός άντρα που η μόνη του έγνοια είναι οι ανάγκες του ανθρώπου που υπηρετεί. Αυτού που σίγουρα θα τον έκανε τον πρώτο Βασιλιά του Δακρύου. «Επίτρεψέ μου να σου παραδώσω όλους τους οπλίτες μου, Άρχοντα Δράκοντα. Μαζί τους, και με τη βοήθεια των Υπερασπιστών, μπορώ να διαφυλάξω την τιμή και την υπόληψη του Άρχοντα του Πρωινού, καθώς και να εγγυηθώ την ασφάλειά του».

Στον κάθε ξεχωριστό καταυλισμό του χερσότοπου, καρότσες κι άμαξες φορτώνονταν κι άλογα σελώνονταν. Οι πιο πολλές σκηνές είχαν ήδη ξεστηθεί. Η Υψηλή Αρχόντισσα Ροζάνα κάλπαζε βόρεια, με το λάβαρο της να ηγείται μιας φάλαγγας αρκετά μεγάλης για να προκαλέσει τον όλεθρο ανάμεσα στους ληστοσυμμορίτες κι, αν μη τι άλλο, να ανακόψει τους Σάιντο. Δεν ήταν όμως αρκετά μεγάλη για να της βάλει ιδέες, ειδικά όταν οι μισοί στρατιώτες της φάλαγγας ήταν ακόλουθοι του Γκέγιαμ και του Μάρακον, ανακατεμένοι με Υπερασπιστές της Πέτρας. Το ίδιο ίσχυε και για τον Σπάιρον Ναρέτιν, ο οποίος προχωρούσε ανατολικά, πάνω από την ψηλή κορυφογραμμή, με κάμποσους Συντρόφους καθώς κι άντρες ορκισμένους σε άλλους του Συμβουλίου των Εννέα, όπως και δικούς του υποτελείς, για να μην αναφέρουμε καμιά εκατοστή ακόμα που ακολουθούσαν κατά πόδας πεζή, μερικοί εκ των οποίων ανήκαν σε όσους είχαν παραδοθεί στα δάση πέρα από την οροσειρά την προηγούμενη μέρα. Περιέργως, ένας μεγάλος αριθμός από δαύτους προτίμησε να ακολουθήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά ο Ραντ δεν τους εμπιστευόταν αρκετά για να τους αφήσει μαζί. Ο Τόλμεραν μόλις που είχε ξεκινήσει για τον Νότο, με τον στρατό του να αποτελείται από το ίδιο μείγμα, και θα αναχωρούσαν κι άλλοι μόλις φόρτωναν τις άμαξες και τις καρότσες τους. Ο καθένας θα ακολουθούσε διαφορετική κατεύθυνση και κανείς δεν εμπιστευόταν τους άντρες που τον ακολουθούσαν, ενώ αυτοί το μόνο που έκαναν ήταν να εκτελούν τις διαταγές που είχε δώσει ο Ραντ. Ήταν πολύ σημαντικό να επικρατήσει η ειρήνη στο Ίλιαν, ωστόσο ακόμα κι ο τελευταίος άρχοντας ή αρχόντισσα λυπόταν που έφευγε μακριά από τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι αναρωτιόταν αν τούτο σήμαινε πως δεν έχαιρε πια της εμπιστοσύνης του. Κάποιοι άλλοι όμως, ελάχιστοι ίσως, μπορεί να σκέφτηκαν πιο ώριμα τον λόγο που διάλεξε να έχει τους συγκεκριμένους υπό την εποπτεία του. Η Ροζάνα έμοιαζε σκεφτική.

«Το ενδιαφέρον σου είναι πολύ συγκινητικό», είπε ο Ραντ στον Γουίραμον, «αλλά πόσους σωματοφύλακες χρειάζεται κάποιος; Δεν προτίθεμαι να ξεκινήσω πόλεμο». Μπορεί να το έθεσε εύστοχα, αλλά τα γρανάζια του πολέμου είχαν πια τεθεί σε λειτουργία. Είχε ήδη ξεκινήσει στο Φάλμε, αν όχι πιο πριν. «Πες στους δικούς σου να ετοιμάζονται».

Πόσοι πέθαναν εξαιτίας της υπεροψίας μου; μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Πόσοι πέθαναν από τα λάθη μου;

«Τουλάχιστον, μπορώ να ρωτήσω πού πηγαίνουμε;» Η ερώτηση του Γουίραμον, όχι ιδιαίτερα εξοργισμένη, ήρθε αμέσως μετά τη φωνή που ακούστηκε μέσα στο κεφάλι του Ραντ.

«Στην Πόλη», αποκρίθηκε κοφτά ο Ραντ. Δεν ήξερε πόσοι πέθαναν εξαιτίας των λαθών του, αλλά κανείς δεν είχε πεθάνει από την υπεροψία του. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό.

Ο Γουίραμον άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, μπερδεμένος προφανώς για το αν ο Ραντ εννοούσε το Δάκρυ, το Ίλιαν ή την Καιρχίν, αλλά ο Ραντ τού έκανε νόημα με το Σκήπτρο του Δράκοντα να φύγει, μια κίνηση σαν να τον κάρφωνε, που ανάγκασε τους πράσινους και λευκούς θυσάνους να ταλαντευτούν. Ευχήθηκε να μπορούσε να καρφώσει μ’ αυτό τον Λουζ Θέριν. «Δεν σκοπεύω να κάτσω όλη μέρα εδώ, Γουίραμον! Πήγαινε στους άντρες σου!»

Λιγότερο από μια ώρα αργότερα, άδραξε την Αληθινή Πηγή κι ετοιμάστηκε να δημιουργήσει μια πύλη για Ταξίδεμα. Χρειάστηκε να αντιπαλέψει τη ζαλάδα που τον έπιανε τελευταία όποτε άδραχνε ή ελευθέρωνε τη Δύναμη. Ωστόσο, δεν ταλαντευόταν πάνω στη σέλα του Ταϊ’ντάισαρ. Έπειτα από τις λιωμένες ακαθαρσίες που επέπλεαν στο σαϊντίν, οι παγωμένοι ρύποι που άγγιζαν την Πηγή κόντευαν να τον κάνουν να ξεράσει. Η διπλωπία, ακόμα κι αν κρατούσε λίγα λεπτά μονάχα, έκανε δύσκολη, αν όχι αδύνατη, την ύφανση των ροών. Θα μπορούσε βέβαια να το αναθέσει στον Ντασίβα ή στον Φλιν ή σε κάποιον από τους υπόλοιπους, αλλά ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ κρατούσαν τα γκέμια των αλόγων τους μπροστά από μια ντουζίνα περίπου μαυροντυμένων Στρατιωτών, όλων εκείνων που δεν στάλθηκαν να ψάξουν. Απλώς, κάθονταν εκεί υπομονετικά και παρακολουθούσαν τον Ραντ. Ο Ρόσεντ, περίπου ένα χέρι κοντύτερος του Ραντ και κάπου δύο χρόνια νεότερος, ήταν επίσης περιτριγυρισμένος από Άσα’μαν και το πανωφόρι του ήταν επίσης μεταξωτό. Ένα ελαφρύ χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό του, λες και γνώριζε πράγματα τα οποία οι άλλοι αγνοούσαν, κι αυτό τον διασκέδαζε. Τι ήξερε; Σίγουρα για τους Σωντσάν, αν όχι και τα σχέδια του Ραντ που τους αφορούσαν. Τι άλλο; Μπορεί και τίποτα, αλλά ο Ραντ δεν σκόπευε να αφήσει να φανεί κάποια αδυναμία παρουσία τους. Η ζαλάδα έσβησε γρήγορα, η διπλή όραση λίγο πιο αργά, όπως πάντα τις τελευταίες βδομάδες. Έπειτα, χωρίς καθυστέρηση, ολοκλήρωσε την ύφανση, σπιρούνισε το άλογο του και πέρασε μέσα από το άνοιγμα που ξεδιπλώθηκε μπροστά του.

Η Πόλη που εννοούσε ήταν το Ίλιαν, αν κι η πύλη άνοιξε στα βόρεια της πόλης. Παρά το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του Γουίραμον, σπάνια πήγαινε απροστάτευτος και μόνος. Σχεδόν τρεις χιλιάδες άντρες πέρασαν μέσα από αυτή την ψηλή, τετραγωνισμένη τρύπα στον αέρα και ξεχύθηκαν στα κυματιστά λιβάδια, όχι πολύ μακριά από τον πλατύ, λασπερό δρόμο που κατέβαινε στην Οδό του Βορεινού Άστρου. Μολονότι ο κάθε άρχοντας δεν επιτρεπόταν να πάρει μαζί του πάνω από μια χούφτα οπλίτες —σε άντρες που ήταν συνηθισμένοι να ηγούνται μερικών χιλιάδων στρατού, οι εκατό άντρες δεν αποτελούσαν παρά μια χούφτα— τελικά κατέληξαν σε συμφωνία. Δακρυνοί, Καιρχινοί κι Ιλιανοί, Υπερασπιστές της Πέτρας υπό την αρχηγία του Τίχερα, Σύντροφοι στους οποίους ηγούνταν ο Μάρκολιν κι Άσα’μαν που ακολουθούσαν κατά πόδας τον Γκέντγουιν ή, τουλάχιστον, όσοι Άσα’μαν ήρθαν μαζί του. Ο Ντασίβα, ο Φλιν κι οι υπόλοιποι έμειναν με τα άλογά τους κοντά στον Ραντ και λίγο πιο πίσω. Εκτός από τον Ναρίσμα, ο οποίος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Ο άντρας γνώριζε που θα βρει τον κύριό του, αλλά στον Ραντ δεν άρεσε καθόλου αυτή η καθυστέρηση.

Η κάθε ομάδα κρατούσε όσο το δυνατόν αποστάσεις από τις άλλες. Ο Γκέγιαμ με τον Μάρακον και τον Άρακομ κάλπαζαν μαζί με τον Γουίραμον, κοιτώντας πιότερο τον Ραντ παρά τον δρόμο, ενώ ο Γκρέγκοριν Πανάρ μαζί με άλλους τρεις του Συμβουλίου των Εννέα έγερναν πάνω στις σέλες τους και συνομιλούσαν μαλακά και κάπως ανήσυχα. Ο Σεμάραντριντ, έχοντας ξοπίσω του μια παρέα Καιρχινών αρχόντων με σφιχτά πρόσωπα, παρακολουθούσε τον Ραντ εξίσου επιστάμενα όσο κι οι Δακρυνοί. Ο Ραντ είχε διαλέξει όσους επρόκειτο να έρθουν μαζί του το ίδιο προσεκτικά όσο κι αυτούς που έδιωξε, κι οι επιλογές του δεν είχαν πάντα σαν βάση αιτίες συνηθισμένες σε άλλους.

Στην περίπτωση που υπήρχαν θεατές, θα παρακολουθούσαν μια φαντασμαγορική επίδειξη, με όλα αυτά τα λαμπρά λάβαρα και τις σημαίες και τα μικρά κον που εξείχαν από τις πλάτες μερικών Καιρχινών. Λαμπροί, γενναίοι και πολύ επικίνδυνοι άντρες. Μερικοί όντως είχαν μηχανορραφήσει εναντίον του, κι απ’ ό,τι είχε μάθει ο Οίκος Μάραβιν του Σεμάραντριντ είχε συνάψει από παλιά συμμαχία με τον Οίκο Ριάτιν, ο οποίος επαναστάτησε εναντίον του στην Καιρχίν. Ο Σεμάραντριντ δεν αρνούνταν ότι υπήρχε αυτή η σύνδεση, αλλά δεν το είχε αναφέρει ποτέ παρουσία του Ραντ. Το Συμβούλιο των Εννέα ήταν κάτι πολύ καινούργιο γι’ αυτόν για να ρισκάρει να μην τους δώσει σημασία. Ο δε Γουίραμον ήταν ανόητος. Χαμένος στις προσωπικές του μηχανορραφίες, θα έκανε το παν να κερδίσει την εύνοια του Άρχοντα Δράκοντα κουβαλώντας έναν ολόκληρο στρατό ενάντια στους Σωντσάν ή ενάντια στο Μουράντυ ή, το Φως μόνο ξέρει, πού αλλού. Πολύ χαζός για να τον αφήσουν πίσω και πολύ ισχυρός για να αδιαφορήσουν, αποφάσισε να βαδίσει δίπλα στον Ραντ και να θεωρεί τον εαυτό του τιμημένο. Κρίμα που δεν ήταν τόσο ηλίθιος για να κάνει κάτι που θα δικαιολογούσε την εκτέλεσή του.

Πίσω ακολουθούσαν οι υπηρέτες κι οι άμαξες —κανείς δεν καταλάβαινε τον λόγο που ο Ραντ είχε στείλει όλες τις άμαξες με τους υπόλοιπους, και δεν επρόκειτο να τους τον εξηγήσει. Ποιος θα άκουγε, άλλωστε;— και κατόπιν η τεράστια φάλαγγα από περίσσια υποζύγια, με τους οδηγητές τους να προπορεύονται, καθώς και περιπλανώμενες σειρές αντρών με στραπατσαρισμένες παράταιρες πανοπλίες ή με πέτσινα γιλέκα, ραμμένα με σκουριασμένους, ατσάλινους δίσκους, που κουβαλούσαν τόξα, βαλλίστρες ή ακόντια και δόρατα. Οι περισσότεροι ανήκαν σε αυτούς που υπάκουαν στις κλητεύσεις του «Άρχοντα Μπρεντ» κι αποφάσισαν να μη γυρίσουν σπίτια τους άοπλοι. Αρχηγός τους ήταν αυτός ο τύπος με την υγρή μύτη, με τον οποίο ο Ραντ είχε ανταλλάξει μερικές κουβέντες στην άκρη του δάσους, ονόματι Ήγκαν Πάντρος, και πολύ πιο ξύπνιος απ’ ό,τι έδειχνε. Ήταν δύσκολο για έναν αστό να φθάσει ψηλά, στα περισσότερα μέρη τουλάχιστον, αλλά ο Ραντ είχε ξεχωρίσει τον Πάντρος από τους υπόλοιπους. Ο τύπος μάζεψε τους άντρες του στη μια πλευρά, αλλά οι περισσότεροι έκαναν γύρους, σκουντώντας ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους να έχουν καλύτερη ορατότητα προς τον νότο.

Ο Οδός του Βορεινού Άστρου εκτεινόταν σαν βέλος μέσα από τα ατελείωτα μίλια των καφετιών βάλτων που κύκλωναν το Ίλιαν, ένας πλατύς δρόμος από στουπωμένη λάσπη που διακοπτόταν εδώ κι εκεί από επίπεδες, πέτρινες γέφυρες. Ο νοτιάς κουβαλούσε μαζί του την αλμύρα της θάλασσας καθώς και μια αόριστη οσμή κατεργασμένου δέρματος. Το Ίλιαν ήταν μια απλωτή πόλη, εξίσου μεγάλη με το Κάεμλυν ή με την Καιρχίν. Κεραμιδωτές σκεπές με ζωηρά χρώματα κι εκατοντάδες περίτρανοι πύργοι που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο ήταν ορατά πέρα από αυτή τη θάλασσα του γρασιδιού, όπου περιδιάβαιναν οι μακροπόδαροι γερανοί και πετούσαν σμήνη από λευκά πουλιά, βγάζοντας διαπεραστικές κραυγές. Το Ίλιαν δεν χρειάστηκε ποτέ τείχη. Όχι ότι τα τείχη θα κατόρθωναν να προστατέψουν την Πόλη από τις στρατιές του.

Η απογοήτευση ήταν έκδηλη από το γεγονός ότι δεν σκόπευε να μπει στο Ίλιαν, αν και κανείς δεν παραπονιόταν, φανερά τουλάχιστον. Ωστόσο, τα κατηφή πρόσωπα και τα ξινά μουρμουρητά δεν έλειπαν καθώς άρχισαν να στήνουν βιαστικά τους καταυλισμούς. Όπως οι περισσότερες μεγάλες πόλεις, έτσι και το Ίλιαν είχε φήμη για το εξωτικό του μυστήριο, τις ελευθέριων ηθών κοπέλες του και τις πάντα πρόθυμες γυναίκες του. Ανάμεσα, τουλάχιστον, στους άντρες που δεν είχαν βρεθεί ποτέ εκεί, ακόμα κι όταν επρόκειτο για την πρωτεύουσά τους. Η άγνοια έκανε τη φήμη της πόλης όσον αφορά σε παρόμοια ζητήματα να φουντώνει. Όπως είχαν τα πράγματα, μονάχα ο Μορ διέσχιζε καλπάζοντας την οδό. Οι άντρες που, έως εκείνη τη στιγμή, κάρφωναν στο έδαφος τα παλούκια των σκηνών ή τοποθετούσαν σε σειρά τους πασσάλους για τα άλογα, ορθώθηκαν και τον ακολούθησαν με βλέμματα γεμάτα ζήλια. Οι ευγενείς παρακολουθούσαν γεμάτοι περιέργεια, πασχίζοντας να δείξουν το αντίθετο.

Οι Άσα’μαν με τον Γκέντγουιν δεν έδωσαν σημασία στον Μορ, καθώς έστηναν τον δικό τους καταυλισμό, ο οποίος αποτελούνταν από μια κατάμαυρη σκηνή για τον Γκέντγουιν και τον Ρόσεντ κι ένα σημείο όπου το νοτερό καφετί γρασίδι κι η λάσπη είχαν συμπιεστεί και στεγνώσει κι όπου οι υπόλοιποι θα κοιμούνταν τυλιγμένοι με τους μανδύες τους. Αυτό, φυσικά, το είχαν καταφέρει με τη βοήθεια της Δύναμης. Όλα τα έκαναν χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, ακόμα και το να ανάψουν φωτιά για το φαγητό. Κάποιοι άλλοι, σε άλλα στρατόπεδα, τους κοιτούσαν με τα μάτια γουρλωμένα, καθώς η σκηνή έμοιαζε να στήνεται από μόνη της και τα σκεπαστά κοφίνια να αιωρούνται από τα σαμάρια, αλλά οι περισσότεροι απέστρεφαν το βλέμμα από τη στιγμή που συνειδητοποιούσαν τι συνέβαινε. Δυο τρεις από τους μαυροντυμένους Στρατιώτες έμοιαζαν να συνομιλούν.

Ο Φλιν κι οι υπόλοιποι δεν ενώθηκαν με τους άντρες του Γκέντγουιν —είχαν κατασκηνώσει σε δύο σκηνές που στήθηκαν λίγο πιο κάτω από αυτή του Ραντ— αλλά ο Ντασίβα περιπλανήθηκε μέχρι το σημείο όπου ο «Ηγέτης της Θύελλας» κι ο «Ηγέτης της Επίθεσης» στέκονταν ήρεμοι, δίνοντας περιστασιακά όλο και κάποια κοφτή διαταγή. Λίγες λέξεις αρκούσαν για να απομακρυνθεί κουνώντας το κεφάλι του και μουρμουρίζοντας θυμωμένα μέσα από τα δόντια του. Ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικοί.

Ο Ραντ αποσύρθηκε στη σκηνή του μόλις σκοτείνιασε και ξάπλωσε στο ράντζο φορώντας τα ρούχα του κι ατενίζοντας την επικλινή οροφή. Στο εσωτερικό, σε μια ψευδοροφή κατασκευασμένη από μετάξι, υπήρχαν κεντητές μέλισσες. Ο Χόπγουιλ έφερε μια αχνιστή κανάτα από κασσίτερο, γεμάτη αρωματικό κρασί —μια κι ο Ραντ είχε αφήσει πίσω τους υπηρέτες του— αλλά το κρασί κρύωσε πάνω στο τραπέζι του. Το μυαλό του δούλευε με φρενιτιώδεις ρυθμούς. Δυο τρεις μέρες ακόμα κι οι Σωντσάν θα δέχονταν ένα χτύπημα από το οποίο δεν θα συνέρχονταν ποτέ. Ύστερα, θα επέστρεφε στην Καιρχίν, για να δει πώς προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις με τους Θαλασσινούς, να μάθει τι σκάρωνε η Κάντσουεϊν —είχε ένα χρέος απέναντι της, αλλά σίγουρα κάτι σκάρωνε αυτή η γυναίκα!— κι ίσως να έθετε τέλος στα υπολείμματα της ανταρσίας που είχε ξεσπάσει εκεί. Άραγε, η Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ κι ο Ντάρλιν Σίσνερα είχαν ξεφύγει μέσα στην αναστάτωση; Έχοντας στο χέρι τον Υψηλό Άρχοντα Ντάρλιν, θα μπορούσε να βάλει τέλος ακόμα και στην ανταρσία στο Δάκρυ. Το Άντορ. Αν ο Ματ κι η Ηλαίην βρίσκονταν στο Μουράντυ —κάτι πολύ πιθανό— θα περνούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές βδομάδες ακόμα πριν η Ηλαίην διεκδικήσει τον Θρόνο του Λιονταριού. Κι από τη στιγμή που θα συνέβαινε αυτό, ο ίδιος θα έπρεπε να απομακρυνθεί από το Κάεμλυν. Πάντως, έπρεπε να μιλήσει με τη Νυνάβε. Θα μπορούσε, άραγε, να εξαγνίσει το σαϊντίν; Ίσως και να δούλευε, αλλά ίσως να κατέστρεφε και τον κόσμο ολάκερο. Ο Λουζ Θέριν, έντρομος, έβγαζε άναρθρες κραυγές. Μα το Φως, που ήταν ο Ναρίσμα;

Μια καταιγίδα τύπου κέμαρος ξέσπασε ξαφνικά, ιδιαίτερα έντονη λόγω της εγγύτητας με τη θάλασσα. Η βροχή χτυπούσε τη σκηνή του σαν να έπαιζε ταμπούρλο. Οι λάμψεις από τις αστραπές γέμιζαν την είσοδο με ασπρογάλαζο φως κι ακούγονταν μπουμπουνητά, λες κι ολόκληρα βουνά κυλούσαν πάνω στη γη.

Και ξαφνικά, ο Ναρίσμα μπήκε στη σκηνή μουσκεμένος, με τα μαύρα του μαλλιά να κολλούν στο κεφάλι του. Οι διαταγές που είχε πάρει ήταν να αποφύγει πάση θυσία να γίνει αντιληπτός. Δεν υπήρχε λόγος να καμαρώνει. Το βρεγμένο του πανωφόρι είχε ένα συνηθισμένο καφετί χρώμα και τα μαύρα του μαλλιά ήταν δεμένα προς τα πίσω, αλλά όχι σε πλεξούδα. Ακόμα και χωρίς κουδουνάκια, ένας άντρας με μαλλί μέχρι τη μέση τραβούσε την προσοχή. Ήταν κι αυτός σκυθρωπός και κουβαλούσε υπό μάλης έναν κυλινδρικό μπόγο δεμένο με σχοινί, πιο χοντρό από τον μηρό ενός άντρα, σαν μικρό χαλάκι.

Αναπηδώντας από το ράντζο, ο Ραντ άρπαξε τον μπόγο πριν προλάβει ο Ναρίσμα να του τον δώσει. «Σε είδε κανείς;» τον ρώτησε απαιτητικά. «Γιατί άργησες; Σε περίμενα χτες το βράδυ!»

«Μου πήρε κάμποσο μέχρι να καθορίσω επακριβώς πώς έπρεπε να ενεργήσω», αποκρίθηκε ο Ναρίσμα με ανούσια φωνή. «Δεν μου τα ανέφερες όλα. Κόντεψες να με σκοτώσεις».

Αυτό καταντούσε γελοίο. Ο Ραντ τού είχε πει όσα έπρεπε να ξέρει. Ήταν σίγουρος. Δεν υπήρχε λόγος να δείξει τέτοια εμπιστοσύνη στον άντρα, μόνο και μόνο για να τον αφήσει να πεθάνει κι όλα να πάνε στράφι. Δίπλωσε προσεκτικά το δέμα και το τοποθέτησε κάτω από το ράντζο. Τα χέρια του έτρεμαν από τη λαχτάρα να βγάλει τα περιτυλίγματα, να σιγουρευτεί ότι το δέμα περιείχε αυτό που ο Ναρίσμα είχε σταλεί για να του φέρει, και που δεν θα τολμούσε να γυρίσει πίσω αν δεν το είχε στην κατοχή του. «Φόρεσε ένα πανωφόρι της προκοπής πριν πας με τους άλλους», του είπε. «Και, Ναρίσμα...» ο Ραντ ίσιωσε την κορμοστασιά του και κάρφωσε τον άντρα με το ακλόνητο βλέμμα του. «Έτσι και το πεις πουθενά, σε σκότωσα».

Σκότωσε τον κόσμο όλο, ακούστηκε να χασκογελάει ο Λουζ Θέριν, σε έναν γογγυσμό γεμάτο χλευασμό, γεμάτο απόγνωση. Εγώ ξεπάστρεψα όλο τον κόσμο, και το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ, αν προσπαθήσεις σκληρά.

Ο Ναρίσμα τον χαιρέτισε βαριά, χτυπώντας τη γροθιά του στο στήθος. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ξινά.

Νωρίς-νωρίς το επόμενο πρωί, χίλιοι άντρες της Λεγεώνας του Δράκοντα παρέλασαν έξω από το Ίλιαν, κατά μήκος της Οδού του Βορεινού Άστρου, κάτω από τον σταθερό ρυθμό των τυμπάνων. Τέλος πάντων, ήταν πολύ νωρίς. Παχιά, γκρίζα σύννεφα κυλούσαν στον ουρανό, ενώ μια ψυχρή θαλασσινή αύρα, αψιά από το αλάτι, έκανε τους μανδύες και τα λάβαρα να κυματίζουν, προαναγγέλλοντας μία ακόμα θύελλα. Η Λεγεώνα τράβηξε την προσοχή των οπλιτών που βρίσκονταν ήδη στο στρατόπεδο, με τα βαμμένα μπλε Αντορινά κράνη και τα μακρόστενα γαλάζια πανωφόρια που είχαν μπροστά-μπροστά έναν κεντητό χρυσοκόκκινο Δράκοντα. Ένα μπλε σημαιάκι που απεικόνιζε τον Δράκοντα μαζί με ένα νούμερο σημάδευε κάθε μια από τις πέντε παρέες. Οι Λεγεωνάριοι ήταν διαφορετικοί κατά ποικίλους τρόπους. Ήταν ντυμένοι με θώρακες, για παράδειγμα, φορεμένους όμως κάτω από τα πανωφόρια, έτσι ώστε να μην κρύβουν τους Δράκοντες —αυτός ήταν κι ο λόγος που τα πανωφόρια κούμπωναν μόνο από τη μία μεριά— κι ο κάθε άντρας κουβαλούσε ένα κοντόσπαθο περασμένο στον γοφό του καθώς και μια ατσάλινη βαλλίστρα, με τον καθένα παράπλευρα στον άλλον. Οι αξιωματικοί βάδιζαν, ο καθένας με ένα ψηλό κόκκινο φτερό στην περικεφαλαία, ακριβώς μπροστά από τις σημαίες και τα τύμπανα. Τα μοναδικά άλογα ήταν το ευνουχισμένο ζώο του Μορ με το μαυριδερό χρώμα, επικεφαλής, και τα υποζύγια στην οπισθοφυλακή.

«Πεζικό», μουρμούρισε ο Γουίραμον, τραβώντας τα γκέμια με το γαντοφορεμένο του χέρι. «Που να καώ, εντελώς άχρηστο αυτό το πεζικό. Με την πρώτη εφόρμηση σκορπίζουν. Εμπρός». Η πρώτη φάλαγγα δρασκέλισε το μονοπάτι. Βοήθησαν στην κατάληψη του Ίλιαν και δεν είχαν σκορπίσει.

Ο Σεμάραντριντ κούνησε το κεφάλι του. «Άνευ δοράτων», μουρμούρισε. «Έχω δει στο παρελθόν πεζικό οπλισμένο με δόρατα να αντέχει, αλλά χωρίς...» Ένας αηδιαστικός ήχος βγήκε από το λαρύγγι του.

Ο Γκρέγκοριν Πανάρ, ο τρίτος άντρας που βρισκόταν κοντά στον Ραντ και παρακολουθούσε τις νέες αφίξεις, δεν είπε τίποτα. Ίσως δεν είχε καμιά ιδιαίτερη προκατάληψη για το πεζικό —κι αν ίσχυε αυτό, ήταν ένας από τους ελάχιστους ευγενείς που είχε συναντήσει ο Ραντ με αυτή τη νοοτροπία— αλλά πάσχισε να μη δείχνει βλοσυρός και σχεδόν τα κατάφερε. Όλοι γνώριζαν πια πως οι άντρες με τον Δράκοντα στο στήθος ήταν οπλισμένοι επειδή είχαν επιλέξει να ακολουθήσουν τον Ραντ, τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι αυτό επειδή απλώς το ήθελαν οι ίδιοι. Οι Ιλιανοί θα πρέπει να αναρωτιούνταν ποιος να ήταν αυτός ο προορισμός, για τον οποίο Ραντ ήθελε μεν μαζί του τη Λεγεώνα αλλά δεν εμπιστευόταν το Συμβούλιο των Εννέα. Επιπλέον, ο Σεμάραντριντ τον λοξοκοίταζε. Μονάχα ο Γουίραμον ήταν υπερβολικά ανόητος για να βάλει το μυαλό του να δουλέψει.

Ο Ραντ έστρεψε αλλού τον Ταϊ’ντάισαρ. Το δέμα του Ναρίσμα είχε τυλιχτεί ξανά και τώρα ο μπόγος ήταν λεπτότερος και δεμένος κάτω από τον αριστερό πέτσινο αναβολέα. «Διαλύστε τον καταυλισμό. Φεύγουμε», είπε στους τρεις ευγενείς.

Αυτή τη φορά, άφησε τον Ντασίβα να υφάνει την πύλη για να τους απομακρύνει όλους. Ο τύπος με το επίπεδο πρόσωπο τον κοίταξε συνοφρυωμένος και μουρμούρισε κάτι στον εαυτό του —για κάποιο λόγο έμοιαζε προσβεβλημένος!— ενώ ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ, με τα άλογά τους να ακουμπούν ώμο με ώμο, παρακολουθούσαν με σαρδόνια χαμόγελα καθώς η ασημιά χαραμάδα φωτός άρχισε να περιστρέφεται μέχρι που έγινε μια τρύπα και χάθηκε στο πουθενά. Παρακολουθούσαν πιότερο τον Ραντ παρά τον Ντασίβα. Άσε τους να παρακολουθούν. Πόσο συχνά θα μπορούσε να αδράξει το σαϊντίν ρισκάροντας να ζαλιστεί και να πέσει κάτω πριν του συμβεί πραγματικά; Θα έπρεπε να γίνει σε μέρος που δεν τον έβλεπαν.

Αυτή τη φορά, η πύλη τους έβγαλε σε έναν πλατύ δρόμο σκαλισμένο μέσα από τους χαμηλούς, θαμνώδεις πρόποδες των δυτικών βουνών. Ήταν τα Όρη Νεμάρελιν. Διόλου εφάμιλλα των Ορέων της Ομίχλης, δεν αποτελούσαν ούτε καν ένα μικρό μπάλωμα στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, ωστόσο υψώνονταν σκοτεινά και τραχιά με φόντο τον ουρανό, κοφτερές κορυφές που περιέζωναν τη δυτική ακτή του Ίλιαν. Πέρα από αυτά απλωνόταν η Άβυσσος του Κάμπαλ κι ακόμα πιο πέρα...

Οι άντρες αναγνώρισαν σύντομα τις κορυφές. Ο Γκρέγκοριν Πανάρ έριξε μια ματιά τριγύρω κι ένευσε ικανοποιημένος. Οι υπόλοιποι τρεις Σύμβουλοι καθώς κι ο Μάρκολιν σπιρούνισαν τα άλογά τους για να πάνε κοντά του και να του μιλήσουν, ενώ οι καβαλάρηδες εξακολουθούσαν να ξεχύνονται μέσα από την πύλη. Ο Σεμάραντριντ, όπως κι ο Τίχερα, προβληματίστηκαν για ένα λεπτό μέχρι να καταλάβουν τι συνέβαινε.

Ο Ασημένιος Δρόμος διέτρεχε την απόσταση από την Πόλη έως το Λάγκαρντ, κουβαλώντας μαζί του όλο το εμπόριο της ενδοχώρας προς τη δύση. Υπήρχε επίσης κι ένας Χρυσαφένιος Δρόμος που οδηγούσε στο Φαρ Μάντιγκ. Τόσο οι δρόμοι όσο κι οι ονομασίες χρονολογούνταν πριν από την άφιξη των Ιλιανών. Επί ολόκληρους αιώνες ποδοπατούνταν από τροχούς αμαξιών, οπλές και μπότες, ενώ οι κέμαρος έφτιαχναν επάνω τους μια κρούστα από λάσπη. Ήταν ανάμεσα στις ελάχιστες αξιόπιστες οδούς του Ίλιαν για τη μετακίνηση μεγάλων ανθρώπινων ομάδων κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Όλοι είχαν μάθει πια για την ύπαρξη των Σωντσάν στο Έμπου Νταρ, αν και κάμποσες από τις ιστορίες που είχε ακούσει ο Ραντ να κυκλοφορούν ανάμεσα στους οπλίτες περιέγραφαν του εισβολείς σαν τα πιο κακομαθημένα ξαδέρφια των Τρόλοκ. Αν οι Σωντσάν σκόπευαν να χτυπήσουν το Ίλιαν, ο Ασημένιος Δρόμος ήταν το καλύτερο σημείο για να στήσουν την άμυνά τους.

Ο Σεμάραντριντ κι οι υπόλοιποι πίστευαν ότι ήξεραν τα σχέδιά του. Θα πρέπει να είχε μάθει πως οι Σωντσάν ήταν καθ’ οδόν, κι οι Άσα’μαν τους περίμεναν για να τους ξεκάνουν μόλις έκαναν την εμφάνισή τους. Με δεδομένες τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τους Σωντσάν, κανείς δεν φαινόταν και πολύ αναστατωμένος, επειδή δεν θα έμεναν και πολλά για να κάνουν οι ίδιοι. Βέβαια, του Γουίραμον θα έπρεπε να του το εξηγήσει κάποιος, μάλλον ο Τίχερα, κι αυτός ήταν πράγματι αναστατωμένος, παρ’ όλο που πάσχισε να το κρύψει πίσω από έναν μεγαλειώδη λόγο σχετικά τη σοφία του Άρχοντα Δράκοντα και τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Άρχοντα του Πρωινού, μαζί με την εκτίμησή του πως ο ίδιος προσωπικά θα ηγούνταν της πρώτης επίθεσης ενάντια σε αυτούς τους Σωντσάν. Επρόκειτο για καθαρόαιμο ηλίθιο. Με λίγη τύχη, όποιος άλλος μάθαινε γι’ αυτήν τη μάζωξη στον Ασημένιο Δρόμο, ίσως να μην ήταν και πολύ εξυπνότερος του Σεμάραντριντ ή του Γκρέγκοριν. Με λίγη τύχη, κανείς από τους σπουδαιότερους δεν θα το μάθαινε πριν να ήταν πολύ αργά.

Κάθισαν και περίμεναν, με τον Ραντ να σκέφτεται πως ήταν θέμα μιας δυο ημερών το πολύ, αλλά όσο οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη άρχισε να αναρωτιέται μήπως ήταν κι αυτός εξίσου χαζός με τον Γουίραμον.

Οι περισσότεροι Άσα’μαν είχαν ξαμοληθεί σε όλη την επικράτεια του Ίλιαν, του Δακρύου και των Πεδιάδων του Μαρέντο, ψάχνοντας τους υπόλοιπους που είχε χάσει ο Ραντ. Έψαχναν καταμεσής των καταιγίδων κέμαρος. Καλές οι πύλες και το Ταξίδεμα, αλλά ακόμα κι οι Άσα’μαν δυσκολεύονταν να βρουν αυτό που έψαχναν όταν η νεροποντή έκρυβε τα πάντα σε απόσταση πενήντα βημάτων κι οι διαδόσεις βυθίζονταν στα τέλματα. Οι ανιχνευτές Άσα’μαν πέρασαν σε απόσταση ενός μιλίου από τον στόχο τους, αγνοώντας τον, κι όταν στράφηκαν πίσω, έμαθαν πως οι άντρες είχαν απομακρυνθεί ξανά. Μερικοί έπρεπε να προχωρήσουν ακόμα πιο πέρα, αναζητώντας ανθρώπους που δεν ήταν σίγουρο ότι επιθυμούσαν να ανακαλυφθούν. Πέρασαν αρκετές μέρες πριν οι πρώτοι γυρίσουν με κάποια μαντάτα.

Ο Υψηλός Άρχοντας Σούναμον, ένας παχύς και δουλοπρεπής άντρας, ενώθηκε με τον Γουίραμον υπέρ του Ραντ — αν μη τι άλλο. Μελιστάλαχτος, μέσα στο όμορφο μεταξωτό του πανωφόρι, συνεχώς χαμογελούσε κι ήταν πολύ ομιλητικός όσον αφορά στις δηλώσεις του περί αφοσίωσης, παρ’ όλο που μηχανορραφούσε ενάντια στον Ραντ επί τόσο πολύ καιρό, ώστε μάλλον το έκανε πια και στον ύπνο του. Κι ύστερα ήρθε ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν, με το σβολιασμένο πρόσωπο του αγρότη και τα αμύθητα πλούτη, τραυλίζοντας για την τιμή που του γινόταν να ιππεύει για άλλη μια φορά πλάι στον Άρχοντα Δράκοντα. Πάνω απ’ όλα, ο Τορέαν ενδιαφερόταν για το χρυσάφι, με μόνη εξαίρεση τα προνόμια που είχε αφαιρέσει ο Ραντ από τους ευγενείς του Δακρύου. Φάνηκε να απογοητεύεται ιδιαίτερα όταν έμαθε πως δεν υπήρχαν υπηρέτριες στον καταυλισμό κι ότι δεν θα έβρισκε ούτε ένα χωριό στον δρόμο του με πρόθυμες αγρότισσες. Ο Τορέαν μηχανορραφούσε ενάντια στον Ραντ τόσο συχνά όσο σχεδόν κι ο Σούναμον. Ίσως και περισσότερο από τον Γκέγιαμ, τον Μάρακον ή τον Άρακομ.

Υπήρχαν κι άλλοι. Ο Μπέρτομ Σάιγκαν, ένας κοντός, στιβαρός κι εύμορφος άντρας με ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του. Υποθετικά, δεν θρηνούσε και πολύ τον θάνατο της ξαδέλφης του, της Κολαβήρ, τόσο επειδή το γεγονός τον εξύψωνε στη θέση της Υψηλής Έδρας του Οίκου Σάιγκαν, όσο κι επειδή διέρρευσαν κάποιες φήμες που έλεγαν ότι την είχε εκτελέσει ο Ραντ. Ίσως να την είχε δολοφονήσει. Ο Μπέρτομ υποκλίθηκε και χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο που δεν έφτασε ποτέ μέχρι τα σκούρα του μάτια. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν πολύ αφοσιωμένος στην ξαδέλφη του. Ακολούθησε η Άιλιλ Ριάτιν, μια λυγερόκορμη αξιοπρεπής γυναίκα με μεγάλα μαύρα μάτια, όχι και τόσο νεαρή αλλά αρκετά χαριτωμένη, η οποία διαμαρτυρόταν πως είχε έναν αξιωματικό της Λόγχης για να ηγηθεί των στρατιωτών της, κι η ίδια δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να ανααλάβει αυτή τη θέση. Διακήρυξε δε την αφοσίωσή της προς τον Άρχοντα Δράκοντα. Ο αδελφός της όμως, ο Τόραμ, διεκδικούσε τον θρόνο που ο Ραντ σκόπευε να δώσει στην Ηλαίην, και ψιθυριζόταν πως η Άιλιλ θα έκανε τα πάντα για να βοηθήσει τον αδελφό της. Θα έφτανε ακόμα και στο σημείο να πάει με τους εχθρούς του, να του σταθεί εμπόδιο ή να τον κατασκοπεύσει, ή και τα δύο. Έπειτα, ήρθε ο Νταλθέηνς Ανάλιν κι ο Άμοντριντ Οσιέλιν κι ο Ντόρεσιν Σούλιαντρεντ, άρχοντες που είχαν υποστηρίξει την Κολαβήρ όταν η τελευταία κατέλαβε τον Θρόνο του Ήλιου, όταν πίστευαν πως ο Ραντ δεν θα επέστρεφε ποτέ πια στην Καιρχίν. Καιρχινοί και Δακρυνοί παρουσιάζονταν εναλλάξ, με πενήντα ή εκατό το πολύ, ακολούθους ο καθένας. Επρόκειτο για άντρες και γυναίκες που εμπιστεύονταν ακόμα λιγότερο κι από τον Γκρέγκοριν ή τον Σεμάραντριντ. Οι πιο πολλοί ήταν άντρες, όχι επειδή θεωρούσε τις γυναίκες λιγότερο επικίνδυνες —δεν ήταν δα και τόσο βλάκας. Μια γυναίκα μπορεί να σε ξεκάνει στον διπλάσιο χρόνο από έναν άντρα, και συνήθως για πιο ασήμαντες αιτίες!— αλλά επειδή δεν μπορούσε να πάρει εκεί που πήγαινε μια γυναίκα, παρά μόνο αν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η Άιλιλ, για παράδειγμα, δεν το είχε σε τίποτα να χαμογελάει θερμά και ταυτόχρονα να υπολογίζει σε ποιο σημείο των πλευρών σου θα μπήξει το μαχαίρι της. Η Αναγιέλα, μια λυγερή Υψηλή Αρχόντισσα με χαζό χαμόγελο, μια πολύ πετυχημένη απομίμηση μιας ευπαρουσίαστης αλλά ελαφρόμυαλης γυναίκας, δεν είχε προλάβει καλά-καλά να επιστρέψει στο Δάκρυ από την Καιρχίν κι άρχισε να συζητά το θέμα του μέχρι στιγμής ανύπαρκτου θρόνου του Δακρύου. Εντάξει, μπορεί πράγματι να ήταν ηλίθια, αλλά είχε καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη τόσο των ευγενών όσο κι ανθρώπων της πιάτσας.

Κι έτσι, ο Ραντ μάζεψε όλους αυτούς που εδώ και πολύ καιρό δεν κατάφερνε να έχει κάτω από την εποπτεία του. Φυσικά, δεν μπορούσε να του παρακολουθεί όλους ταυτόχρονα, αλλά καλό ήταν να θυμούνται πως όντως τους επέβλεπε μερικές φορές. Τους μάζεψε, λοιπόν, και περίμενε. Επί δύο μέρες. Περίμενε τρίζοντας τα δόντια του. Πέντε μέρες. Οκτώ.

Το ταμπούρλο που έπαιζε η βροχή πάνω στη σκηνή του ελαττωνόταν διαρκώς, όταν έφτασε τελικά κι ο τελευταίος άντρας που περίμενε.

Σκουπίζοντας τις σταγόνες του νερού από το στεγανό ύφασμα της κάπας του, ο Ντάβραμ Μπασίρε φύσηξε με αηδία τη μύτη του πάνω από τα πυκνά γκριζωπά του μουστάκια και πέταξε την κάπα πάνω σε μια πολυθρόνα με ψηλή πλάτη. Κοντοστούπης και με μεγάλη ραμφώδη μύτη, φάνταζε ογκωδέστερος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Κι αυτό όχι επειδή περπατούσε κορδωμένος, αλλά επειδή θεωρούσε τον εαυτό του εξίσου ψηλό με οποιονδήποτε άλλον άντρα, και κάπως έτσι τον αντιμετώπιζαν κι οι άλλοι. Πολύ σοφό εκ μέρους τους. Η φιλντισένια ράβδος με τη λυκοκεφαλή του Τελετάρχη Στρατηγού της Σαλδαία, χωμένη κάπως απρόσεκτα πίσω από τη ζώνη του ξίφους του, είχε κερδηθεί σε ατελείωτα πεδία μαχών και σε πάρα πολλά τραπέζια συνεδριάσεων. Ήταν ένας από τους ελάχιστους στον οποίο ο Ραντ θα εμπιστευόταν και τη ζωή του ακόμα.

«Ξέρω πως δεν σου αρέσουν οι εξηγήσεις», μουρμούρισε ο Μπασίρε, «αλλά θα μπορούσα ίσως να σε διαφωτίσω λιγάκι». Τακτοποιώντας το σπειροειδές ξίφος του, ξάπλωσε άκομψα σε μια άλλη πολυθρόνα και πέρασε το πόδι του πάνω από το μπράτσο της. Ανέκαθεν έδινε μια ράθυμη εντύπωση, αλλά στην ανάγκη μπορούσε να πεταχτεί επάνω σαν ελατήριο. «Αυτός ο τύπος, ο Άσα’μαν, δεν είπε και πολλά χτες, αλλά επεσήμανε να μη φέρω πάνω από χίλιους άντρες. Είχα μόλις τους μισούς και τους έφερα. Δεν μπορεί να πρόκειται για μάχη. Τα μισά σημάδια που είδα εκεί έξω ανήκουν σε άντρες που θα δάγκωναν τη γλώσσα τους, αν έβλεπαν κάποιον πίσω σου να κρατάει μαχαίρι, και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα σε άντρες που θα πάσχιζαν να σου τραβήξουν την προσοχή. Αφού πρώτα πλήρωναν αδρά τον άλλον με το μαχαίρι».

Καθισμένος πίσω από το τραπέζι του και χωρίς να φοράει την πουκαμίσα του, ο Ραντ πίεσε κουρασμένα τις παλάμες του πάνω στα μάτια του. Η Μπόριαν Καρίβιν είχε αφεθεί πίσω και τα φιτίλια στους φανούς χρειάζονταν ξάκρισμα, ενώ μια αδιόρατη θολούρα καπνού αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, είχε μείνει ξάγρυπνος το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, μελετώντας εντατικά τους χάρτες που ήταν απλωμένοι στο τραπέζι. Χάρτες της νότιας Αλτάρα. Ούτε δύο δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους.

«Αν πρόκειται να δώσεις μάχη», είπε στον Μπασίρε, «τι καλύτερο από το να πληρώσουν τα σπασμένα αυτοί που θέλουν να σε δουν νεκρό; Εν πάση περιπτώσει, αυτή τη μάχη δεν θα την κερδίσουν οι στρατιώτες. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να εμποδίσουν όποιον θελήσει να πλησιάσει στα κρυφά τους Άσα’μαν. Τι νομίζεις γι’ αυτό;»

Ο Μπασίρε ρουθούνισε τόσο δυνατά που τα βαριά του μουστάκια αναδεύτηκαν. «Νομίζω πως η κατάσταση είναι καζάνι που βράζει, αυτό νομίζω. Κάποιος θα την πληρώσει ακριβά. Ας δεήσει το Φως να μην είμαστε εμείς». Γέλασε λες κι είχε πει ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο.

Ο Λουζ Θέριν γέλασε κι αυτός.

Загрузка...