Το σκηνικό δεν έμοιαζε κατάλληλο για την έκρηξη που φοβόταν η Ηλαίην. Η Γέφυρα του Χάρλον ήταν ένα χωριό μετρίου μεγέθους, με τρία πανδοχεία και με αρκετά σπίτια, έτσι που να μη χρειάζεται να κοιμηθεί κάποιος σε καμιά σοφίτα αχυρώνα. Όταν εκείνο το πρωί η Ηλαίην με την Μπιργκίτε πήγαν κάτω, στην κοινή αίθουσα, η Κυρά Ντιλ, η στρουμπουλή πανδοχέας, τους χαμογέλασε θερμά κι υποκλίθηκε τόσο βαθιά όσο της επέτρεπε το μέγεθος της. Η υπόκλιση δεν είχε να κάνει με το γεγονός πως η Ηλαίην ήταν Άες Σεντάι. Η Κυρά Ντιλ ήταν τόσο ευχαριστημένη που το πανδοχείο της ήταν γεμάτο —και, μάλιστα, σε μια εποχή που οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι με χιόνι— ώστε υποκλινόταν σχεδόν σε όποιον έβλεπε μπροστά της. Στην είσοδο, η Αβιέντα κατάπιε βιαστικά τα υπολείμματα του πρωινού της, λίγο ψωμί και τυρί, σκούπισε μερικά ψίχουλα από το πράσινο φόρεμά της κι άρπαξε τον μαύρο μανδύα της για να πάει μαζί τους.
Έξω, ο ήλιος μόλις που ξεμύτιζε από τον ορίζοντα, ένας χαμηλός, ωχροκίτρινος θόλος. Ελάχιστα ήταν τα σύννεφα που κηλίδωναν τον όμορφο μπλε ουρανό, κι αυτά ήταν λευκά κι αφράτα, όχι το είδος των νεφών που κουβαλούν χιόνι. Η μέρα έμοιαζε υπέροχη για ταξίδι.
Μόνο που η Αντελέας χάραζε ένα μονοπάτι στον χιονισμένο δρόμο, κι η ασπρομάλλα αδελφή έσερνε από το χέρι μια γυναίκα του Σογιού, την Γκαρένια Ροσόιντε. Η Γκαρένια ήταν μια Σαλδαία με λεπτούς γοφούς που είχε περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια εξασκώντας το επάγγελμα του εμπόρου, παρ’ όλο που φαινόταν λίγα χρόνια μεγαλύτερη της Νυνάβε. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η γαμψή θεληματική της μύτη τής έδινε μια εμφάνιση επιβλητική, την εμφάνιση ανυποχώρητης γυναίκας συνηθισμένης σε σκληρό παζάρι. Τώρα, τα σκούρα λοξά της μάτια φάνταζαν μεγάλα πάνω στο πρόσωπό της και το πλατύ της στόμα έχασκε ανοιχτό σε βουβό ολοφυρμό. Ένα διαρκώς αυξανόμενο τσούρμο γυναικών του Σογιού τις ακολουθούσε κατά πόδας, με τις φούστες κρατημένες ψηλά για να μη σέρνονται στο χιόνι, ψιθυρίζοντας αναμεταξύ τους, ενώ όλο και περισσότερες έρχονταν να ενωθούν μαζί τους από κάθε κατεύθυνση. Η Ρεάνε με τις υπόλοιπες του Πλεχτού Κύκλου βρίσκονταν μπροστά-μπροστά, βλοσυρές και μουτρωμένες, εκτός από την Κίρστιαν που έμοιαζε χλωμότερη απ’ ό,τι συνήθως. Κάπου εκεί ήταν κι η Άλις, με μια εντελώς κενή έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό της.
Η Αντελέας σταμάτησε μπροστά στην Ηλαίην και τράβηξε την Γκαρένια τόσο δυνατά, ώστε η γυναίκα έπεσε κάτω ακουμπώντας τα χέρια και τα γόνατά της πάνω στο χιόνι. Έμεινε εκεί, εξακολουθώντας τη θρηνωδία της. Οι γυναίκες του Σογιού μαζεύτηκαν πίσω της, ενώ συσσωρεύονταν όλο και περισσότερες.
«Σ’ τη φέρνω εσένα, επειδή η Νυνάβε είναι απασχολημένη», είπε η Καφετιά αδελφή στην Ηλαίην. Εννοούσε πως η Νυνάβε απολάμβανε μερικές στιγμές ελευθερίας παρέα με τον Λαν, αλλά για πρώτη φορά μια υποψία χαμόγελου χάραξε τα χείλη της. «Κάνε ησυχία, κορίτσι μου!» είπε απότομα στην Γκαρένια, κι εκείνη ησύχασε αμέσως. Η Αντελέας ένευσε ικανοποιημένη. «Αυτή εδώ δεν είναι η Γκαρένια Ροσόιντε», είπε. «Την αναγνώρισα, τελικά. Πρόκειται για τη Ζάρυα Αλκέζε, μια μαθητευόμενη που το έσκασε λίγο προτού η Βαντέν κι εγώ αποφασίσουμε να αποσυρθούμε και να γράψουμε τη δική μας ιστορία του κόσμου. Το ομολόγησε μόλις την αντίκρισα. Εκπλήσσομαι που δεν την αναγνώρισε η Κάρεαν προηγουμένως. Ως μαθητευόμενη, ήταν μαζί της επί δύο χρόνια. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος, Ηλαίην. Μια φυγάς πρέπει να ντυθεί ξανά στα λευκά το συντομότερο δυνατόν και να τεθεί κάτω από συνθήκες αυστηρής πειθαρχίας μέχρι να επιστραφεί στον Πύργο για να τιμωρηθεί αναλόγως. Έπειτα από αυτό, δεν πρόκειται να ξανασκεφτεί να το σκάσει!»
Η Ηλαίην ένευσε αργά, πασχίζοντας να σκεφτεί να πει κάτι. Άσχετα αν περνούσε από το μυαλό της Γκαρένια —δηλαδή της Ζάρυα— να το σκάσει ξανά, δεν έπρεπε να της δοθεί η παραμικρή ευκαιρία. Ήταν πολύ δυνατή όσον αφορά στη Δύναμη. Ο Πύργος δεν θα την άφηνε να φύγει ακόμα κι αν της έπαιρνε μια ζωή μέχρι να κερδίσει επάξια το επώμιο. Η Ηλαίην, όμως, θυμήθηκε κάτι που είχε πει αυτή η γυναίκα την πρώτη φορά που τη συνάντησε. Τότε δεν είχε δώσει πολλή σημασία στα λόγια της, αλλά τώρα έβγαινε νόημα. Πώς ήταν δυνατόν η Ζάρυα να ντυθεί ξανά στα λευκά της μαθητευόμενης όταν είχε ζήσει ως γυναίκα επί εβδομήντα χρόνια; Και το χειρότερο ήταν πως αυτοί οι ψίθυροι που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού είχαν αρχίσει να ηχούν σαν υπόκωφες βροντές.
Δεν είχε πολλή ώρα στη διάθεσή της για να σκεφτεί. Ξαφνικά, η Κίρστιαν έπεσε στα γόνατα, αδράχνοντας με το ένα της χέρι τη φούστα της Αντελέας. «Υποτάσσομαι», είπε ήρεμα, κι ήταν να απορεί κανείς με τον τόνο της φωνής της που προερχόταν από αυτό το αναιμικό πρόσωπο. «Έγινα μέλος στο βιβλίο των μαθητευομένων σχεδόν τριακόσια χρόνια πριν κι έφυγα λιγότερο από ένα χρόνο μετά. Υποτάσσομαι και... κι ικετεύω για τον οίκτο σας».
Ήταν η σειρά της ασπρομάλλας Αντελέας να γουρλώσει τα μάτια της. Η Κίρστιαν ισχυριζόταν πως το είχε σκάσει από τον Λευκό Πύργο όταν η ίδια ήταν ακόμα νήπιο, ίσως και πριν γεννηθεί καν! Οι περισσότερες αδελφές εξακολουθούσαν να μην παίρνουν σοβαρά τις ηλικίες που ισχυρίζονταν ότι είχαν οι γυναίκες του Σογιού. Πράγματι, η Κίρστιαν έδινε την εντύπωση μεσήλικης γυναίκας.
Ωστόσο, η Αντελέας συνήλθε γρήγορα. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η άλλη γυναίκα, η Αντελέας ήταν Άες Σεντάι όσα χρόνια περίπου ήταν ο μέσος όρος ζωής ενός ανθρώπου. Απέπνεε μια αύρα ωριμότητας κι εξουσίας. «Αν είναι έτσι, παιδί μου», κι η φωνή της κόμπιασε λίγο προφέροντας αυτά τα λόγια, «φοβάμαι πως πρέπει να ντυθείς κι εσύ στα λευκά. Η τιμωρία σου θα ισχύει, αλλά θα μετριαστεί λόγω της υποταγής σου».
«Γι’ αυτό και το έκανα». Η σταθερή φωνή της Κίρστιαν έσπασε λίγο επειδή ξεροκατάπιε ηχηρά. Ήταν σχεδόν εξίσου ισχυρή όσο κι η Ζάρυα —καμιά γυναίκα του Πλεχτού Κύκλου δεν ήταν αδύναμη— κι έπρεπε να την προσέχουν πολύ. «Ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα με ανακαλύπτατε».
Η Αντελέας ένευσε λες κι αυτό ήταν προφανές, αν κι η Ηλαίην δεν μπορούσε να φανταστεί καν με ποιο τρόπο θα ανακαλυπτόταν η γυναίκα αυτή. Αμφέβαλλε πολύ κατά πόσον το Κίρστιαν Τσάλγουιν ήταν το όνομα με το οποίο γεννήθηκε. Πάντως, οι περισσότερες γυναίκες του Σογιού πίστευαν στην παντογνωσία των Άες Σεντάι. Έτσι έπρεπε, τουλάχιστον.
«Μπούρδες!» Η βραχνή φωνή της Σαράινια Βόστοβαν διαπέρασε το υπόκωφο μουρμουρητό του Σογιού. Δεν ήταν ούτε αρκετά δυνατή για να γίνει Άες Σεντάι, ούτε αρκετά μεγάλη για να βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία του Σογιού, αλλά αυτά δεν την εμπόδισαν να αποσπαστεί από το πλήθος με τρόπο προκλητικό. «Και γιατί να τις παραδώσουμε στον Λευκό Πύργο; Έχουμε βοηθήσει γυναίκες να το σκάσουν, και καλά κάναμε! Δεν είναι μέρος του κανονισμού να τις παραδίδουμε πίσω!»
«Κάλμαρε!» είπε κοφτά η Ρεάνε. «Άλις, ανάλαβε τη Σαράινια, σε παρακαλώ. Φαίνεται πως ξεχνά πολλά από αυτά που ισχυρίζεται πως γνωρίζει».
Η Άλις έριξε μια ματιά στη Ρεάνε και το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι ανέκφραστο. Η Άλις, που επέβαλλε τους κανόνες του Σογιού με σιδερένια πυγμή. «Δεν αποτελεί μέρος των κανονισμών μας να γυρίζουμε πίσω όσες λιποτακτούν, Ρεάνε», είπε.
Η Ρεάνε τινάχτηκε λες και κάτι τη χτύπησε. «Και με ποιον τρόπο προτείνεις να τις κρατήσουμε;» ρώτησε τελικά απαιτητικά. «Ήδη έχουμε κρύψει λιποτάκτριες μέχρι να βεβαιωθούμε ότι δεν τις κυνηγούν πια, κι αν προλάβαιναν να τις ανακαλύψουν, τις στέλναμε στις αδελφές. Αυτός είναι ο νόμος, Άλις. Προτείνεις κάτι άλλο που να τον καταστρατηγεί; Μήπως προτείνεις να στραφούμε εναντίον των Άες Σεντάι;» Η ειρωνεία αυτής της προοπτικής ήταν έντονη στη φωνή της, η Άλις ωστόσο έμεινε σιωπηλή να την κοιτάει.
«Ναι!» ακούστηκε μια φωνή μέσα από το πλήθος των γυναικών του Σογιού. «Είμαστε πολλές κι είναι λίγες!» Η Αντελέας ατένισε το πλήθος δύσπιστα. Η Ηλαίην αγκάλιασε το σαϊντάρ, μολονότι ήξερε πως η φωνή είχε δίκιο — όντως, το Σόι ήταν τεράστιο. Αισθάνθηκε την Αβιέντα να αγκαλιάζει τη Δύναμη, και την Μπιργκίτε να είναι αποφασισμένη.
Η Άλις ανακινήθηκε, σαν να ερχόταν στα συγκαλά της, κι έκανε κάτι πιο πρακτικό και, σίγουρα, πιο αποτελεσματικό. «Σαράινια», είπε δυνατά, «θα αναφερθείς σε μένα όταν σταματήσουμε απόψε, και θα μαστιγωθείς με μια βέργα πριν ξεκινήσουμε το πρωί. Κι εσύ, Άσρα. Σας αναγνώρισα από τις φωνές σας!» Κι έπειτα, εξίσου δυνατά, στράφηκε στη Ρεάνε. «Θα αναφερθώ όσον αφορά στην κρίση σας μόλις σταματήσουμε απόψε. Δεν βλέπω να ετοιμάζεται κανείς!».
Οι γυναίκες του Σογιού διαλύθηκαν γρήγορα και κίνησαν να μαζέψουν τα πράγματά τους, αλλά η Ηλαίην πρόσεξε μερικές που συνομιλούσαν σιωπηλά καθώς έφευγαν. Όταν πέρασαν τη γέφυρα πάνω από το παγωμένο ποταμάκι που κατηφόριζε στριφογυριστά πλάι στο χωριό, με τη Νυνάβε να είναι καχύποπτη σχετικά με όσα έχασε και να αγριοκοιτάζει τριγύρω, έτοιμη να γκρινιάξει σε όποιον έβρισκε μπροστά της, η Σαράινια κι η Άσρα κουβαλούσαν τις βέργες —όπως, επίσης, κι η Άλις— ενώ η Ζάρυα κι η Κίρστιαν φόρεσαν βιαστικά λευκά φορέματα κάτω από τους μαύρους μανδύες τους. Οι Ανεμοσκόποι τις έδειχναν με το δάχτυλο, ξεσπώντας σε γέλια. Ωστόσο, κάμποσες από τις γυναίκες του Σογιού εξακολουθούσαν να μιλούν ανά παρέες, σωπαίνοντας απότομα μόλις έπεφτε επάνω τους το βλέμμα κάποιας αδελφής ή κάποιας γυναίκας του Πλεχτού Κύκλου. Όταν κοιτούσαν τις Άες Σεντάι, η ματιά τους σκοτείνιαζε.
Οκτώ ακόμα μέρες τσαλαβουτήματος μέσα στο χιόνι, όταν αυτό δεν έπεφτε, και κροταλίσματος των δοντιών σε κάποιο πανδοχείο, όταν και αν βρισκόταν. Οκτώ ακόμα μέρες μελαγχολίας ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού, οκτώ πληκτικές μέρες μαζί με τις αδελφές, μέρες αγέρωχου περπατήματος με τις Ανεμοσκόπους, γύρω από τις γυναίκες του Σογιού και τις Άες Σεντάι. Το πρωί της ένατης μέρας, η Ηλαίην είχε φτάσει στο σημείο να εύχεται να είχαν αλληλοσφαχτεί.
Αναρωτιόταν αν θα κατάφερναν να καλύψουν τα δέκα τελευταία μίλια έως το Κάεμλυν δίχως να γίνει φονικό, όταν η Κίρστιαν χτύπησε ελαφρά την πόρτα της και μπήκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Το απέριττο μάλλινο φόρεμα της γυναίκας δεν είχε την κατάλληλη απόχρωση του λευκού για μαθητευόμενη και, με κάποιον τρόπο, έμοιαζε να έχει ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, λες και γνώριζε πως το μέλλον της είχε απαλύνει το παρόν της, αλλά τώρα έκανε μια βιαστική υπόκλιση, σκοντάφτοντας σχεδόν πάνω στον μανδύα της, ενώ τα σκούρα της μάτια ήταν ανήσυχα. «Νυνάβε Σεντάι, Ηλαίην Σεντάι, ο Άρχοντας Λαν λέει πως πρέπει να έρθετε αμέσως», είπε απνευστί. «Μου είπε να μη μιλήσω πουθενά, και το ίδιο ισχύει και για σας».
Η Ηλαίην κι η Νυνάβε αντάλλαξαν βλέμματα με την Αβιέντα και την Μπιργκίτε. Η Νυνάβε γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια της, σχετικά με το ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου μέρους, αλλά από το αναψοκοκκίνισμα της ήταν φως φανάρι πως δεν το πίστευε. Η Ηλαίην αισθάνθηκε την Μπιργκίτε να συγκεντρώνεται, σαν τραβηγμένο βέλος που σημαδεύει τον στόχο.
Η Κίρστιαν δεν είχε ιδέα τι ακριβώς ήθελε ο Λαν, το μόνο που ήξερε ήταν το μέρος που θα τις οδηγούσε. Στη μικρή παράγκα στη Διάβαση του Κούλεν, όπου η Αντελέας είχε πάει την Ισπάν την προηγούμενη μέρα. Ο Λαν στεκόταν έξω, με ματιά ψυχρή σαν τον άνεμο, και δεν άφησε την Κίρστιαν να μπει στο εσωτερικό. Μόλις η Ηλαίην πέρασε μέσα, κατάλαβε τον λόγο.
Η Αντελέας ήταν πεσμένη πλάγια, δίπλα σε ένα αναποδογυρισμένο σκαμνί, με μια κούπα πεταμένη πάνω στο τραχύ ξύλινο πάτωμα, λίγο πιο πέρα από το τεντωμένο της χέρι. Τα μάτια της κοιτούσαν στο πουθενά και μια λίμνη πυγμένου αίματος απλωνόταν από τη βαθιά σχισμή που χάραζε από άκρη σ’ άκρη τον λαιμό της. Η Ισπάν βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό ράντζο, ατενίζοντας την οροφή. Σαν μια γκριμάτσα χασμουρητού, τα χείλη της ήταν τραβηγμένα προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας τα δόντια της, ενώ τα γουρλωτά της μάτια έμοιαζαν γεμάτα τρόμο. Το πιθανότερο ήταν πως όντως είχαν δει κάτι τρομακτικό, μια κι ένας ξύλινος πάσσαλος με πάχος όσο ο καρπός ενός χεριού εξείχε ανάμεσα από τα στήθη της. Το σφυρί που ήταν προφανές ότι χρησιμοποιήθηκε για να τον καρφώσει βρισκόταν πεταμένο δίπλα στο ράντσο, στην άκρη μιας σκούρας κηλίδας που χανόταν κάτω από το μικρό κρεβατάκι.
Η Ηλαίην με το ζόρι συγκρατήθηκε να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού της επί τόπου. «Μα το Φως», είπε ξέπνοα. «Μα το Φως! Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε να το κάνει;» Η Αβιέντα κούνησε το κεφάλι της απορημένη, ενώ ο Λαν δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με το θέαμα. Παρακολουθούσε προς εννιά κατευθύνσεις ταυτόχρονα, λες και περίμενε τον υπεύθυνο γι’ αυτό το έγκλημα να ξεπηδήσει από το ένα εκ των δύο μικρών παραθύρων, αν όχι μέσα από τον ίδιο τον τοίχο. Η Μπιργκίτε τράβηξε το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της κι, αν έκρινε κανείς από την έκφραση του προσώπου της, σίγουρα ευχόταν να είχε μαζί της το τόξο της. Αυτή η εικόνα του τεντωμένου βέλους ήταν πιο έντονη από ποτέ στο μυαλό της Ηλαίην.
Αρχικά, η Νυνάβε απλώς στεκόταν καρφωμένη στο ίδιο σημείο, κοιτώντας εξεταστικά το εσωτερικό της παράγκας. Εκτός από τα προφανή, δεν υπήρχαν και πολλά για να δει. Ένα δεύτερο σκαμνί με τρία πόδια, ένα τραπέζι με τραχιά επιφάνεια, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας φανός που τρεμόσβηνε, μια πράσινη τσαγιέρα και μια δεύτερη κούπα κι ένα χοντροφτιαγμένο πέτρινο τζάκι με παγωμένες στάχτες στην εστία του. Αυτά ήταν όλα. Η καλύβα ήταν τόσο μικρή, που αρκούσε στη Νυνάβε ένα βήμα για να φτάσει το τραπέζι. Βούτηξε το δάχτυλό της στην τσαγιέρα, το ακούμπησε στην άκρη της γλώσσας της και κατόπιν άρχισε να φτύνει μανιασμένα, αδειάζοντας ολόκληρη την τσαγιέρα πάνω στο τραπέζι, πλημμυρίζοντας τον τόπο τσάι και φύλλα τσαγιού. Η Ηλαίην βλεφάρισε γεμάτη απορία.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ψυχρά η Βαντέν από την πόρτα. Ο Λαν κινήθηκε να της φράξει την είσοδο, αλλά αυτή τον σταμάτησε με μια αδιόρατη χειρονομία. Η Ηλαίην έκανε να την αγκαλιάσει από τους ώμους, αλλά έλαβε ως απάντηση άλλο ένα σηκωμένο χέρι κι έκανε πίσω. Η ματιά της Βαντέν παρέμεινε πάνω στην αδελφή της, με την ηρεμία να αντικατοπτρίζεται στο γαλήνιο πρόσωπο μιας Άες Σεντάι. Η νεκρή γυναίκα πάνω στο πρόχειρο κρεβάτι ήταν σαν να μην υπήρχε καν. «Όταν σας είδα να έρχεστε όλοι εδώ, σκέφτηκα πως... Ξέραμε πως δεν μας έμεναν και πολλά χρόνια, αλλά...» Εξίσου ήρεμη ηχούσε κι η φωνή της, αλλά ακόμα κι αν προσποιούνταν, δεν ήταν να απορεί κανείς. «Τι ανακάλυψες, Νυνάβε;»
Ο οίκτος έμοιαζε ασυνήθιστος στο πρόσωπο της Νυνάβε. Καθάρισε τον λαιμό της κι έδειξε προς τη μεριά των φύλλων του τσαγιού χωρίς να τα αγγίξει. Άσπρα ξύσματα ανάμεσα σε ανακατεμένα μαύρα φύλλα. «Ρίζα πορφυράγκαθου», είπε, πασχίζοντας να ακουστεί πεζή, αλλά αποτυγχάνοντας. «Είναι γλυκό, οπότε δεν μπορείς να το ανιχνεύσεις εύκολα μέσα στο τσάι, εκτός κι αν ξέρεις τι είναι, ειδικά αν έχεις βάλει και κάμποσο μέλι».
Η Βαντέν ένευσε καταφατικά, δίχως να πάρει το βλέμμα της από την αδελφή της. «Η Αντελέας εθίστηκε στο γλυκό τσάι στο Έμπου Νταρ».
«Λίγο από δαύτο θεραπεύει τους πόνους», είπε η Νυνάβε. «Τόσο πολύ όμως... Τόσο πολύ σκοτώνει, και μάλιστα αργά-αργά. Λίγες γουλιές είναι αρκετές». Πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε: «Μπορεί να είχαν τις αισθήσεις τους επί ώρες. Ίσως να μην ήταν ικανές να κινηθούν, αλλά είχαν πλήρη επίγνωση. Ή αυτός που το έκανε δεν ήθελε να ρισκάρει να έρθει κανείς με κάποιο αντίδοτο —όχι ότι ξέρω κανένα για τόσο δυνατό παρασκεύασμα— ή ήθελε να ξέρει η μία, ίσως κι οι δυο τους, ποιος τις σκότωσε». Η Ηλαίην αισθάνθηκε την ανάσα της να κόβεται αναλογιζόμενη αυτήν την κτηνωδία, αλλά η Βαντέν απλώς ένευσε.
«Μάλλον διάλεξαν την Ισπάν, μια και φαίνεται πως ασχολήθηκαν περισσότερο μαζί της». Η ασπρομάλλα Πράσινη έμοιαζε σαν να σκέφτεται φωναχτά, πασχίζοντας να λύσει το αίνιγμα. Το κόψιμο ενός λαιμού παίρνει λιγότερο χρόνο από το να καρφώσεις ένα παλούκι στην καρδιά κάποιου. Η ψυχρότητα του εγκλήματος έκανε την Ηλαίην να ανατριχιάσει. «Η Αντελέας δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να δεχτεί να πιει κάτι από κάποιον που δεν γνώριζε και, μάλιστα, όχι εδώ έξω, μαζί με την Ισπάν. Από μια άποψη, αυτά τα δύο γεγονότα κατονομάζουν τον δολοφόνο της. Πρόκειται για Σκοτεινόφιλη, από την παρέα μας. Είναι μία από εμάς». Η Ηλαίην ένιωσε δύο ανατριχίλες, τη δική της και της Μπιργκίτε.
«Μία από εμάς», συμφώνησε λυπημένα κι η Νυνάβε. Η Αβιέντα ψηλάφισε την άκρη του μαχαιριού της ζώνης της με τον αντίχειρά της και, για πρώτη φορά, η Ηλαίην δεν αισθάνθηκε την παραμικρή αντίρρηση.
Η Βαντέν ζήτησε να μείνει μόνη με την αδελφή της για λίγα λεπτά, και κάθισε στο δάπεδο, κρατώντας στοργικά στα μπράτσα της την Αντελέας πριν ακόμα οι υπόλοιποι βγουν έξω. Ο Τζάεμ, ο ροζιασμένος ηλικιωμένος Πρόμαχος της Βαντέν, περίμενε έξω μαζί με την Κίρστιαν που αναριγούσε.
Ξαφνικά, ένας ολοφυρμός ξέσπασε από το εσωτερικό της καλύβας, ο βαθύς οδυρμός μιας γυναίκας που θρηνούσε τον χαμό των πάντων. Απ’ όλες τις παρευρισκόμενες, η Νυνάβε στράφηκε να φύγει, αλλά ο Λαν άπλωσε το χέρι του στο μπράτσο της κι ο Τζάεμ στήθηκε μπροστά στην πόρτα, με βλέμμα ελάχιστα πιο θερμό από του Λαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να τους αφήσουν, τη Βαντέν να ξεσπάει τον πόνο της και τον Τζάεμ να τη φυλάει. Και να τον μοιράζεται, συνειδητοποίησε η Ηλαίην, νιώθοντας αυτόν τον κόμπο των συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι της και ξέροντας πως επρόκειτο για την Μπιργκίτε. Αναρίγησε, κι η Μπιργκίτε πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους της. Η Αβιέντα έκανε το ίδιο από την άλλη μεριά, νεύοντας στη Νυνάβε να ενωθεί μαζί τους, πράγμα που η γυναίκα έκανε μια στιγμή αργότερα. Ο φόνος, κάτι που η Ηλαίην δεν είχε πάρει και τόσο σοβαρά, είχε κάνει την εμφάνισή του, μία από τις συντρόφους τους ήταν σίγουρα Σκοτεινόφιλη, κι η μέρα έγινε ξαφνικά τόσο παγερή που σε περόνιαζε έως το κόκαλο, όμως υπήρχε ζεστασιά έτσι όπως βρισκόταν ανάμεσα στους φίλους της.
Τα δέκα τελευταία πένθιμα μίλια προς το Κάεμλυν τούς πήραν δύο μέρες μέσα στο χιόνι, ενώ ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι ήταν συνεσταλμένες και κόσμιες. Όχι βέβαια ότι δεν εξακολουθούσαν να πιέζουν τη Μέριλιλ, ούτε ότι οι γυναίκες του Σογιού έπαψαν να μιλούν αναμεταξύ τους και σιωπούσαν όποτε τις πλησίαζε μια αδελφή ή μια γυναίκα του Πλεχτού Κύκλου. Η Βαντέν, έχοντας τοποθετήσει πάνω στο άλογό της την ασημιά σέλα της αδελφής της, έμοιαζε εξίσου ατάραχη όσο και στον τάφο της Αντελέας, αλλά η ματιά του Τζάεμ ήταν γεμάτη με μια σιωπηλή υπόσχεση θανάτου που σίγουρα υπήρχε και στην καρδιά της Βαντέν. Η Ηλαίην θα χαιρόταν ιδιαίτερα να αντικρίσει τα τείχη και τους πύργους του Κάεμλυν, ακόμα κι αν η θέασή τους και μόνο της χάριζε το Ρόδινο Στέμμα κι έφερνε πίσω την Αντελέας.
Ακόμα και στο Κάεμλυν, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου, δεν είχε εισέλθει ποτέ μια συντροφιά σαν κι αυτή, κι από τη στιγμή που μπήκαν στο εσωτερικό των τειχών της γκρίζας πέτρας και των πενήντα ποδών ύψους, προσέλκυσαν την προσοχή καθώς διέσχιζαν τη Νέα Πόλη κατά μήκος των πλατιών, γεμάτων λάσπη, δρόμων που βούιζαν από κόσμο, αμάξια και καρότσες. Οι μαγαζάτορες έστεκαν στις εισόδους των μαγαζιών τους και τους κοιτούσαν με το στόμα ανοικτό, ενώ οι καροτσέρηδες τραβούσαν τα χαλινάρια των υποζυγίων τους για να παρακολουθήσουν το θέαμα. Πανύψηλοι Αελίτες και ψηλές Κόρες φαίνεται πως τους κοιτούσαν από κάθε γωνιά. Ο κόσμος αυτός δεν έμοιαζε να δίνει σημασία στους Αελίτες, κάτι που έκανε η Ηλαίην. Αγαπούσε την Αβιέντα σχεδόν όσο και τον εαυτό της, ίσως και περισσότερο, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει συμπάθεια για έναν στρατό οπλισμένων Αελιτών που διασχίζει τους δρόμους του Κάεμλυν.
Η Εσώτερη Πόλη, κυκλωμένη από πανύψηλους άσπρους τοίχους με ασημιές λωρίδες, αποτελούσε ένα αξέχαστο θέαμα, κι η Ηλαίην είχε ήδη αρχίσει να νιώθει πως επέστρεψε σπίτι της. Οι δρόμοι ακολουθούσαν τις κούρβες των λόφων, κι από κάθε ύψωμα έβλεπες και μια διαφορετική θέα χιονοσκέπαστων πάρκων και μνημείων διατεταγμένων έτσι που να φαίνονται εξίσου καλά τόσο από ψηλά όσο κι από κοντά, ενώ οι πύργοι με τα ζωηρόχρωμα πλακάκια στραφτάλιζαν με εκατό χρώματα κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Κι έπειτα, ορθώθηκε μπροστά τους το ίδιο το Βασιλικό Παλάτι, μια κατασκευή από ωχρούς οβελίσκους, χρυσούς θόλους και περίπλοκα, αρχιτεκτονικά διακοσμητικά δουλεμένα στην πέτρα. Το λάβαρο του Άντορ κυμάτιζε από κάθε σχεδόν προεξοχή, το Άσπρο Λιοντάρι σε κόκκινο φόντο. Κι από τις άλλες προεξοχές, κυμάτιζαν το Λάβαρο του Δράκοντα ή το Λάβαρο του Φωτός.
Στις ψηλές, επιχρυσωμένες πύλες του Παλατιού, η Ηλαίην προχώρησε μπροστά μόνη της, με το γκρίζο φόρεμα ιππασίας λερωμένο από το ταξίδι. Η παράδοση κι ο θρύλος έλεγαν πως οι γυναίκες που πλησίαζαν στο Παλάτι ντυμένες μεγαλόπρεπα πάντα αποτύγχαναν. Το είχε ξεκαθαρίσει από πριν πως θα το έκανε μόνη της, ωστόσο ευχόταν να είχαν καταφέρει να την αποτρέψουν η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε. Οι μισοί από τους δύο ντουζίνες φρουρούς που στέκονταν στις πύλες ήταν Αελίτισσες Κόρες, ενώ οι υπόλοιποι άντρες με γαλάζιες περικεφαλαίες, μπλε πανωφόρια και τον χρυσοκόκκινο Δράκοντα απλωμένο φαρδιά πλατιά πάνω στο στήθος τους.
«Είμαι η Ηλαίην Τράκαντ», ανακοίνωσε δυνατά, παραξενεμένη με τον ήρεμο τόνο της φωνής της, η οποία ακούστηκε μακριά· σε όλο το μήκος της μεγάλης πλατείας, ο κόσμος έπαψε να κοιτάει τους συντρόφους της και στράφηκε να κοιτάξει την ίδια. Το αρχαίο τυπικό ξεπήδησε από τα χείλη της. «Εις το όνομα του Οίκου των Τράκαντ και με το δικαίωμα της καταγωγής από την Ισάρα, ήρθα να διεκδικήσω τον Θρόνο του Λιονταριού του Άντορ, με το θέλημα του Φωτός».
Οι πύλες άνοιξαν διάπλατα.
Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να είναι τόσο εύκολο. Ακόμα κι η κατοχή του Παλατιού δεν ήταν αρκετή για να κρατήσει κανείς τον θρόνο του ίδιου του Άντορ. Αναθέτοντας τη φροντίδα των συντρόφων της σε μια έκπληκτη Ρενέ Χάρφορ —και πολύ ικανοποιημένη, βλέποντας πως η γκριζομάλλα Πρώτη Κόρη, στρουμπουλή και βασιλική σαν οποιαδήποτε βασίλισσα, εξακολουθούσε να κρατάει το Παλάτι στα ικανά της χέρια— και σε μια μικρή ομάδα υπηρετών με κόκκινες και λευκές λιβρέες, η Ηλαίην έσπευσε στη Μεγάλη Αίθουσα, την αίθουσα του θρόνου του Άντορ. Και πάλι μόνη, αν κι αυτό δεν αποτελούσε ακόμα μέρος του τυπικού. Θα έπρεπε να έχει αλλάξει και να φορούσε το κόκκινο, μεταξένιο ρούχο με το δουλεμένο με μαργαριτάρια μπούστο και τα άσπρα λιοντάρια που ανηφόριζαν στα μανίκια, αλλά αισθάνθηκε εξαναγκασμένη. Αυτή τη φορά, ούτε καν η Νυνάβε δεν προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί.
Λευκές κολόνες ύψους είκοσι ποδών ήταν παραταγμένες πλευρικά της Μεγαλοπρεπούς Αίθουσας. Ωστόσο, η αίθουσα του θρόνου ήταν άδεια, αν κι αυτό δεν θα διαρκούσε πολύ. Το καθαρό απογευματινό φως που περνούσε από τις δίφυλλες τζαμαρίες στα ψηλά παράθυρα που παρατάσσονταν κατά μήκος του τοίχου ανακατευόταν με το ζωηρόχρωμο φως που διαπερνούσε το μεγάλο παράθυρο που ήταν τοποθετημένο στην οροφή, όπου το Άσπρο Λιοντάρι του Άντορ εναλλασσόταν με σκηνές Αντορινών θριάμβων και με τα πρόσωπα προγενέστερων βασιλισσών, αρχής γενομένης από την ίδια την Ισάρα, βλοσυρή όσο οποιαδήποτε Άθα’αν Μιέρε, γεμάτη εξουσία όσο οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Κανείς ηγέτης του Άντορ δεν θα μπορούσε να την ξεχάσει, με τους προκατόχους που σφυρηλάτησαν αυτό το έθνος να χαμηλώνουν το κεφάλι μπροστά της.
Μονάχα ένα πράγμα φοβόταν να αντικρίσει: την πελώρια τερατωδία του θρόνου με τους επιχρυσωμένους Δράκοντες, που είχε δει να υψώνεται στο βάθρο, στην άλλη άκρη της Αίθουσας, στον Τελ’αράν’ριοντ. Όμως, δόξα στο Φως, δεν ήταν εδώ. Ο Θρόνος του Λιονταριού δεν αναπαυόταν πια σε κανέναν ψηλό πλίνθο σαν λάφυρο, αλλά είχε πάρει την αρμόζουσα θέση πάνω στο βάθρο, ένα ογκώδες κάθισμα σκαλιστό κι επιχρυσωμένο, κατάλληλο σε μέγεθος για γυναίκα. Το Άσπρο Λιοντάρι, που ξεχώριζε με τις φεγγαρόπετρές του πάνω σε έναν φόντο από ρουμπίνια, υψωνόταν πάνω από το κεφάλι οποιασδήποτε γυναίκας στεκόταν από κάτω του. Κανένας άντρας δεν θα ένιωθε άνετα να κάτσει κάτω από αυτόν τον θρόνο γιατί, σύμφωνα με τους θρύλους, θα γνώριζε πως επισφράγιζε τον χαμό του. Η Ηλαίην πίστευε πως το πιθανότερο ήταν ότι οι κατασκευαστές του απλώς είχαν φροντίσει έτσι ώστε να μη χωράει εύκολα ένας άντρας επάνω του.
Σκαρφάλωσε τα λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια του βάθρου κι ακούμπησε το χέρι της στο ένα μπράτσο του θρόνου. Δεν είχε ακόμα δικαίωμα να καθίσει. Όχι πριν αναγορευτεί Βασίλισσα. Οι όρκοι, όμως, που έπρεπε να πάρει στον Θρόνο του Λιονταριού ήταν ένα έθιμο παλιό όσο και το ίδιο το Άντορ. Χρειάστηκε να καταπολεμήσει την τάση της να πέσει στα γόνατα και να κλάψει μπροστά στο κάθισμα του θρόνου. Μπορεί να είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου της μητέρας της, αλλά κάτι τέτοιο θα επανάφερε όλο τον πρωτύτερο πόνο. Δεν έπρεπε να σπάσει τώρα.
«Υπό το Φως, τιμώ τη μνήμη σου, Μητέρα», είπε μαλακά. «Θα τιμήσω το όνομα της Μοργκέις Τράκαντ και θα κάνω το κάθε τι για να φέρω μονάχα τιμές στον Οίκο των Τράκαντ».
«Διέταξα τους φρουρούς να κρατήσουν μακριά τους περίεργους κι όσους αποζητούν την εύνοιά σου. Σκέφτηκα πως θα ήθελες να μείνεις για λίγο μόνη».
Η Ηλαίην στράφηκε αργά κι αντίκρισε την Ντυέλιν Τάραβιν καθώς η χρυσομάλλα γυναίκα βάδιζε κατά μήκος της Μεγάλης Αίθουσας. Η Ντυέλιν ήταν μια από τις πρώτες υποστηρίκτριες της μητέρας της, όταν η τελευταία διεκδικούσε τον θρόνο. Τα μαλλιά της ήταν πια πιότερο γκρίζα απ’ όσο τα θυμόταν η Ηλαίην, και στις άκρες των ματιών της οι ρυτίδες ήταν περισσότερες. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι αρκετά όμορφη. Δυνατή γυναίκα και πανίσχυρη ως φίλη ή εχθρός.
Σταμάτησε στη βάση του βάθρου, κοιτώντας ψηλά. «Εδώ και δύο μέρες ακούω πως είσαι ζωντανή, αλλά δεν το πίστευα μέχρι αυτή τη στιγμή. Ήρθες, λοιπόν, να αποδεχτείς τον θρόνο εκ μέρους του Αναγεννημένου Δράκοντα;»
«Διεκδικώ τον θρόνο δικαιωματικά, Ντυέλιν, αφ’ εαυτού. Ο Θρόνος του Λιονταριού δεν είναι μπιχλιμπίδι για να τον αποδεχτείς από κάποιον άντρα». Η Ντυέλιν ένευσε, λες κι επρόκειτο για αυτονόητη αλήθεια. Κι έτσι ήταν για οποιονδήποτε Αντορινό. «Ποια είναι η θέση σου, Ντυέλιν; Είσαι υπέρ ή κατά των Τράκαντ; Άκουγα συχνά το όνομά σου καθ’ οδόν».
«Εφ’ όσον διεκδικείς δικαιωματικά τον θρόνο, τάσσομαι υπέρ». Λίγων ανθρώπων η φωνή θα ακουγόταν περισσότερο ξερή από τη δική της. Η Ηλαίην κάθισε στο ψηλότερο σκαλοπάτι κι έκανε νόημα στη γηραιότερη γυναίκα να έρθει κοντά της. «Βέβαια, υπάρχουν μερικά εμπόδια», συνέχισε η Ντυέλιν καθώς μάζευε τη γαλάζια φούστα της για να καθίσει. «Υπάρχουν ήδη κάμποσοι διεκδικητές, όπως ίσως γνωρίζεις. Η Νάεαν κι η Ελένια φρόντισα να βγουν από τη μέση. Κατηγορήθηκαν για προδοσία, κι ο πιο πολύς κόσμος το δέχτηκε. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Ο σύζυγος της Ελένια εξακολουθεί να είναι ενεργός, αν κι αθόρυβα, κι αυτή η ανόητη χήνα, η Αρυμίλα, πρόβαλε κι αυτή αξίωση. Έχει κάποιου είδους υποστήριξη, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Οι πραγματικές σου ανησυχίες —πέρα από τους Αελίτες που έχουν κατακλύσει την πόλη προσμένοντας τον Αναγεννημένο Δράκοντα— είναι η Ήμλυν, η Αραθέλε κι ο Πέλιβαρ. Προς το παρόν, η Λούαν κι η Ελόριεν δεν ανακατεύονται, αλλά κάποια στιγμή μπορεί να υποστηρίξουν τους άλλους τρεις».
Πολύ περιεκτική λίστα, εκφωνημένη με έναν χαρακτηριστικό τόνο στη φωνή, λες και συζητούσαν ανταλλαγές αλόγων. Κάτι ήξερε για τη Νάεαν και την Ελένια, και φαίνεται πως ο Τζάριντ εξακολουθούσε να πιστεύει πως η γυναίκα του μπορεί και να ήταν τυχερή στη διεκδίκηση του θρόνου. Η Αρυμίλα ήταν πράγματι χήνα, αν πίστευε ότι, ασχέτως υποστήριξης, θα την αποδέχονταν. Ωστόσο, τα πέντε τελευταία ονόματα ήταν όντως ανησυχητικά. Το καθένα από δαύτα υπήρξε ισχυρός υποστηρικτής της μάνας της, όπως κι η ίδια η Ντυέλιν, κι ηγούνταν πανίσχυρων Οίκων.
«Ώστε, η Αραθέλε κι η Ήμλυν επιθυμούν τον θρόνο», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Για την Ελόριεν αδυνατώ να το πιστέψω». Ο Πέλιβαρ ίσως να ενεργούσε εκ μέρους κάποιας των θυγατέρων του, αλλά η Λούαν είχε μονάχα εγγόνια, κανένα εκ των οποίων δεν ήταν αρκετά μεγάλο σε ηλικία. «Μιλάς λες κι αυτοί οι πέντε Οίκοι πρόκειται να ενωθούν. Και ποιος θα βρίσκεται από πίσω;» Όποιος κι αν ήταν, θα μπορούσε να αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο.
Η Ντυέλιν χαμογέλασε κι ακούμπησε το πηγούνι της στα χέρια της. «Φαίνεται πως έχουν την εντύπωση ότι εγώ θα έπρεπε να ανέβω στον θρόνο. Λοιπόν, τι σκοπεύεις να κάνεις σχετικά με τον Αναγεννημένο Δράκοντα; Έχει χαθεί τον τελευταίο καιρό, αλλά δεν το έχει σε τίποτα να ξεπηδήσει ξαφνικά από το πουθενά».
Η Ηλαίην έκλεισε σφιχτά τα μάτια της για μια στιγμή κι, όταν τα ξανάνοιξε, ανακάλυψε πως εξακολουθούσε να στέκεται στα σκαλοπάτια του βάθρου στη Μεγάλη Αίθουσα, με την Ντυέλιν να της χαμογελάει ακόμα. Ο αδελφός της πολέμησε για την Ελάιντα κι ο ετεροθαλής αδελφός της ήταν Λευκομανδίτης. Η ίδια είχε γεμίσει το Παλάτι με γυναίκες που ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να στραφούν η μία ενάντια στην άλλη, άσε που κάποια από δαύτες ήταν Σκοτεινόφιλη, ίσως δε να ανήκε και στο Μαύρο Άτζα. Η πιο σημαντική απειλή που αντιμετώπιζε στη διεκδίκηση του θρόνου, μια πολύ μεγάλη απειλή, βρισκόταν πίσω από τη γυναίκα που έλεγε πως υποστήριζε την Ηλαίην. Ο κόσμος, έτσι κι αλλιώς, είχε τρελαθεί. Ας πρόσθετε κι αυτή κάτι σε τούτη την παράκρουση.
«Σκοπεύω να τον δεσμεύσω ως Πρόμαχο μου», είπε και συνέχισε πριν η άλλη γυναίκα προλάβει να κάνει κάτι περισσότερο από το να ανοιγοκλείσει τα μάτια της εμβρόντητη. «Ελπίζω, επίσης, να τον παντρευτώ. Όμως όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με τον Θρόνο του Λιονταριού. Το πρώτο πράγμα που σκοπεύω να κάνω...»
Όσο συνέχισε να εξηγεί, η Ντυέλιν ξέσπασε σε γέλια, κι η Ηλαίην δεν είχε ιδέα αν αυτά τα γέλια οφείλονταν στην ευχαρίστηση που ένιωθε αναφορικά με τα σχέδιά της ή επειδή έβλεπε πως δεν υπήρχαν εμπόδια στον δρόμο της προς τον Θρόνο του Λιονταριού. Αν μη τι άλλο, γνώριζε πια τι αντιμετώπιζε.
Καλπάζοντας προς το Κάεμλυν, ο Ντάβεντ Χάμλον σκεφτόταν πως ήταν μια πόλη κατάλληλη για λαφυραγωγία. Όσα χρόνια υπηρετούσε ως στρατιώτης, είχε δει να λεηλατούνται κάμποσα χωριά κι αρκετές πόλεις, και κάποτε, προ εικοσαετίας, ακόμα και μια μεγάλη πόλη, η Καιρχίν, έπειτα από την αναχώρηση των Αελιτών. Ήταν παράξενο που όλοι αυτοί οι Αελίτες είχαν αφήσει ανέγγιχτο το Κάεμλυν, όμως, από την άλλη, αν δεν καίγονταν οι ψηλότεροι πύργοι της Καιρχίν, δεν θα υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι πέρασαν από κει. Το χρυσάφι, ανάμεσα σ’ άλλα, ήταν άφθονο, όπως άφθονοι ήταν κι οι άντρες που θα το μάζευαν. Φανταζόταν αυτούς τους πλατιούς δρόμους γεμάτους από καβαλάρηδες κι από πανικόβλητους ανθρώπους, χοντρούς εμπόρους που ευχαρίστως θα έδιναν τα πλούτη τους για να μην τους αγγίξει το μαχαίρι, με την ελπίδα ότι θα τους χάριζαν τη ζωή, λυγερά κορίτσια και πλαδαρές γυναίκες, τόσο τρομαγμένες όταν τις έσερναν σε καμιά γωνία που δεν είχαν το κουράγιο ούτε να ουρλιάξουν, πόσω μάλλον να αντισταθούν. Όλα αυτά τα είχε δει και, μάλιστα, είχε συμμετάσχει κιόλας, ελπίζοντας πως θα του δινόταν ξανά η ευκαιρία. Όχι στο Κάεμλυν όμως, παραδέχτηκε αναστενάζοντας. Αν οι διαταγές που είχε λάβει ανήκαν στην κατηγορία που θα μπορούσε να παρακούσει, θα πήγαινε σε κάποιο μέρος που τα λάφυρα δεν θα ήταν πολλά, αλλά θα ήταν ευκολότερο να τα αποσπάσει.
Οι οδηγίες που είχε λάβει ήταν ξεκάθαρες. Στάβλισε το άλογό του στον Κόκκινο Ταύρο, στη Νέα Πόλη, και περπάτησε περίπου ένα μίλι έως ένα ψηλό πέτρινο σπίτι σε έναν παράδρομο, το σπίτι μιας πλούσιας εμπόρισσας, πολύ εχέμυθης όσον αφορά στο χρυσάφι της, σημειωμένο με μια μικρή βαμμένη σφραγίδα στην πόρτα, μια πορφυρή καρδιά πάνω σε ένα χρυσό χέρι. Ο ογκώδης τύπος που τον άφησε να περάσει δεν ήταν υπηρέτης της εμπόρισσας, με τις βαθουλωτές αρθρώσεις και τα μελαγχολικά μάτια. Χωρίς να πει λέξη, ο τεράστιος άντρας τον οδήγησε βαθύτερα στο σπίτι, και κατόπιν προς τα κάτω, στο υπόγειο. Ο Χάνλον χαλάρωσε το σπαθί στο θηκάρι του. Ανάμεσα στ’ άλλα, έβλεπε αποτυχημένους άντρες και γυναίκες που οδηγούνταν προς κάποιο είδος περίτεχνης εκτέλεσης. Δεν πίστευε πως ο ίδιος είχε αποτύχει, αλλά πάλι δεν θα έλεγες ότι ήταν και πετυχημένος. Πάντως, ακολούθησε τις διαταγές, αν κι αυτό δεν είναι πάντα αρκετό.
Στο τραχύ πέτρινο υπόγειο, φωτισμένο από επιχρυσωμένους φανούς τοποθετημένους κυκλικά, η ματιά του έπεσε πρώτα πάνω σε μια χαριτωμένη γυναίκα με δαντελωτό φόρεμα από άλικο μετάξι, με τα μαλλιά της πιασμένα σε ένα αφρώδες δαντελωτό δίχτυ. Δεν είχε ιδέα ποια ήταν αυτή η Αρχόντισσα Σιάιν, αλλά είχε διαταχτεί να την υπακούσει. Χαμογέλασε και γονυπέτησε όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή απλώς τον κοίταξε, σαν να περίμενε εκ μέρους του να παρατηρήσει τι άλλο περιείχε το δωμάτιο.
Δεν ήταν δυνατόν να μην το προσέξει μια κι, εκτός από μερικούς κάδους, στο δωμάτιο υπήρχε ένα μεγάλο, βαρύ τραπέζι διακοσμημένο με πολύ περίεργο τρόπο. Δύο ωοειδείς εσοχές είχαν σκαλιστεί στην επιφάνειά του, κι από τη μία εξείχε το κεφάλι κι οι ώμοι ενός άντρα, με το κεφάλι τραβηγμένο πίσω κι ακουμπισμένο πάνω στην ξύλινη επιφάνεια, κρατημένο στη θέση του από πέτσινα λουριά καρφωμένα στο τραπέζι και δεμένα πάνω σε ένα ξύλινο κούτσουρο χωμένο ανάμεσα στα δόντια του. Μια γυναίκα, στην ίδια κατάσταση, αποτελούσε τον δεύτερο διάκοσμο. Κι οι δυο τους ήταν γονατιστοί κάτω από το τραπέζι, με τους καρπούς δεμένους στους αστραγάλους. Ήταν δεμένοι γερά, για οποιοδήποτε είδος ευχαρίστησης. Ο άντρας είχε μια χροιά γκριζάδας στα μαλλιά του κι όψη άρχοντα, αν και, διόλου περίεργο, τα βαθουλωτά του μάτια περιστρέφονταν άγρια τριγύρω. Τα μαλλιά της γυναίκας, απλωμένα πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, ήταν στιλπνά και μαύρα, αλλά το πρόσωπό της ήταν κάπως μακρόστενο για τα γούστα του Χάνλον.
Ξαφνικά πρόσεξε το πρόσωπό της, και το χέρι του τινάχτηκε στο ξίφος του πριν προλάβει να το σταματήσει. Έκανε προσπάθεια για να ελευθερώσει τη λαβή και για να μη φανερώσει τον πόνο που ένιωθε. Ήταν πρόσωπο Άες Σεντάι, αλλά μια Άες Σεντάι που αφέθηκε να δεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν αποτελούσε απειλή.
«Να, λοιπόν, που διαθέτεις και λίγο μυαλό», είπε η Σιάιν. Από την προφορά της, ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για αριστοκράτισσα, και σίγουρα είχε έναν αέρα εξουσίας καθώς έκανε μια βόλτα γύρω από το τραπέζι για να κοιτάξει το πρόσωπο του δεμένου άντρα. «Ζήτησα από τον Μέγα Άρχοντα Μοριντίν να μου στείλει έναν ξύπνιο άντρα. Ο καημένος ο Τζάιτσιμ, από δω, είχε πολύ λίγους».
Ο Χάνλον συνοφρυώθηκε, αλλά έδιωξε γρήγορα την έκφραση από το πρόσωπό του. Οι διαταγές που είχε πάρει προέρχονταν από την ίδια τη Μογκέντιεν. Ποιος, στο Χάσμα του Χαμού, ήταν αυτός ο Μοριντίν; Δεν είχε σημασία. Είχε λάβει διαταγές από τη Μογκέντιεν, κι αυτό ήταν αρκετό.
Ο ογκώδης άντρας έδωσε στη Σιάιν μια χοάνη κι εκείνη τη στερέωσε σε μια τρύπα ανοιγμένη στο κομμάτι του ξύλου, ανάμεσα στα δόντια αυτού του Τζάιτσιμ. Τα μάτια του άντρα έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Ο καημένος ο Τζάιτσιμ δεν τα πήγε καθόλου καλά», είπε η Σιάιν, μειδιώντας σαν αλεπού που κοιτάει ένα κοτόπουλο. «Ο Μοριντίν επιθυμεί την τιμωρία του. Στον φουκαρά τον Τζάιτσιμ άρεσε πολύ το μπράντυ».
Έκανε πίσω, όχι τόσο που να μη βλέπει καλά, κι ο Χάνλον αναπήδησε καθώς ο ογκώδης άντρας πλησίασε στο τραπέζι κρατώντας έναν από αυτούς τους κάδους. Ο Χάνλον σκέφτηκε πως θα μπορούσε κι ο ίδιος να ανασηκώσει εύκολα αυτό το πράγμα, αλλά ο τεράστιος τύπος το αναποδογύρισε χωρίς δυσκολία. Ο δεμένος άντρας ούρλιαξε μια φορά, κι έπειτα μια ροή σκούρου υγρού ξεχύθηκε από τον κάδο στη χοάνη κι η κραυγή του άντρα έγινε γαργάρισμα. Η αψιά μυρωδιά του ακατέργαστου μπράντυ γέμισε τον χώρο. Ο άντρας άρχισε να παλεύει, έτσι όπως ήταν δεμένος, τιναζόταν από δω κι από κει, κατορθώνοντας ακόμα και να γείρει πλάγια το τραπέζι, αλλά το μπράντυ συνέχισε να χύνεται. Φυσαλίδες φάνηκαν στη χοάνη καθώς πάσχισε να φωνάξει ή να ουρλιάξει, αλλά η σταθερή ροή δεν παρέκλινε ούτε στο ελάχιστο. Κατόπιν, τα τινάγματα αραίωσαν μέχρι που σταμάτησαν. Γουρλωμένα άγρια μάτια κοιτούσαν το ταβάνι, ενώ το μπράντυ ξεπηδούσε από τα ρουθούνια του. Ο πελώριος άντρας δεν σταμάτησε μέχρι που έπεσαν κι οι τελευταίες σταγόνες από τον άδειο κάδο.
«Μου φαίνεται πως ο φουκαράς ο Τζάιτσιμ ήπιε αρκετό», είπε η Σιάιν γελώντας ικανοποιημένη.
Ο Χάνλον ένευσε καταφατικά. Υπέθεσε πως μάλλον είχε δίκιο. Αναρωτήθηκε, ωστόσο, ποιος να ήταν αυτός ο άντρας.
Η Σιάιν όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα. Με ένα της νεύμα, ο ογκώδης τύπος τράβηξε απότομα από το καρφί του ένα από τα λουριά που συγκρατούσαν το φίμωτρο της Άες Σεντάι. Ο Χάνλον σκέφτηκε πως το ξύλινο δοκάρι θα είχε χαλαρώσει κάποια από τα δόντια της που εξείχαν από το στόμα της, αλλά ακόμα κι αν ήταν έτσι η γυναίκα δεν έχασε καθόλου χρόνο. Άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές πριν ακόμα ο τύπος αφαιρέσει το λουρί.
«Θα σε υπακούω!» άρχισε να ωρύεται. «Θα υπακούσω οποιαδήποτε διαταγή του Μεγάλου Άρχοντα! Με θωράκισε για να με διαλύσει, κι έτσι να μπορέσω να υπακούσω! Μου το είπε ο ίδιος! Αφήστε με να το αποδείξω! Θα συρθώ! Είμαι ένα σκουλήκι κι εσύ ο ήλιος! Σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ!»
Η Σιάιν έπνιξε τις λέξεις, και τα κλαψουρίσματα μαζί, βάζοντας το χέρι της πάνω στο στόμα της Άες Σεντάι. «Και πώς θα σιγουρευτώ ότι δεν θα αποτύχεις ξανά, Φάλιον; Έχεις αποτύχει στο παρελθόν κι ο Μοριντίν μού ανέθεσε την τιμωρία σου. Μου έδωσε κι άλλον ένα. Άραγε, χρειάζομαι δύο; Θα μπορούσα να σου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία για να ικετεύσεις, Φάλιον —ίσως, δηλαδή— αλλά αν το κάνω, θα χρειαστεί να με πείσεις. Περιμένω αληθινό ενθουσιασμό».
Η Φάλιον άρχισε ξανά τις ικεσίες και τις υπερβολικές υποσχέσεις τη στιγμή που το χέρι της Σιάιν απομακρύνθηκε, αλλά σύντομα επανήλθε στα βουβά ουρλιαχτά και στα δάκρυα καθώς το φίμωτρο επανατοποθετήθηκε, το καρφί βυθίστηκε ξανά στο λουρί, κι η χοάνη του Τζάιτσιμ τοποθετήθηκε πάνω από τον ανοιχτό της λαιμό. Ο ογκώδης άντρας έβαλε άλλον έναν κάδο πάνω στο τραπέζι, πλάι στο κεφάλι της. Η Άες Σεντάι έμοιαζε έτοιμη να παραφρονήσει, με τα γουρλωτά της μάτια να στριφογυρίζουν και την ίδια να τινάζεται κάτω από το τραπέζι, μέχρι που το έκανε να τρέμει.
Ο Χάνλον είχε εντυπωσιαστεί. Μια Άες Σεντάι λογικά δεν θα έσπαγε τόσο εύκολα όσο ένας πλαδαρός έμπορος ή η στρουμπουλή του θυγατέρα. Ωστόσο, φαίνεται πως είχε τη βοήθεια κάποιου από τους Εκλεκτούς. Συνειδητοποιώντας πως η Σιάιν τον κοιτούσε, έπαψε να χαμογελάει προς το μέρος της Φάλιον. Είχε ως πρώτο κανόνα στη ζωή του να μην προσβάλλει ποτέ αυτούς που οι Εκλεκτοί τοποθετούσαν υπεράνω του.
«Για πες μου, Χάνλον», είπε η Σιάιν, «πώς θα σου φαινόταν να ακουμπήσεις τα χέρια σου πάνω σε μια βασίλισσα;»
Παρά τη θέλησή του, έγλειψε τα χείλη του. Σε μια βασίλισσα; Να κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ.