Καθισμένη με τα πόδια σταυρωτά σε ένα επιχρυσωμένο κάθισμα με ψηλή ράχη, η Μιν προσπαθούσε να χαθεί μέσα στο δερματόδετο αντίτυπο του Χέριντ Φελ με τίτλο Λογικό και Παράλογο, που κειτόταν ανοικτό στα γόνατά της. Δεν ήταν κι εύκολο. Το βιβλίο, βέβαια, ήταν γοητευτικό. Η γραφή του Άρχοντα Φελ ανέκαθεν παρέσυρε τη σκέψη της σε κόσμους που δεν είχε ονειρευτεί καν όταν δούλευε στους στάβλους. Λυπόταν πολύ που αυτός ο αξιαγάπητος γέρος ήταν πια νεκρός, κι ήλπιζε να ανακαλύψει στα βιβλία του κάποια ένδειξη όσον αφορά στην αιτία του θανάτου του. Οι μαύρες της μπούκλες ταλαντεύτηκαν καθώς κούνησε το κεφάλι της και πάσχισε να προσηλωθεί.
Μπορεί το βιβλίο να ήταν γοητευτικό, αλλά το δωμάτιο ήταν καταθλιπτικό. Στη μικρή αίθουσα του θρόνου του Ραντ, στο Παλάτι του Ήλιου, τα πάντα ήταν επιχρυσωμένα, από τα πλατιά γείσα έως τους ψηλούς καθρέφτες στους τοίχους, οι οποίοι είχαν αντικαταστήσει αυτούς που είχε σπάσει ο Ραντ, από τις δύο σειρές καθίσματα —σαν κι αυτό που καθόταν— μέχρι το βάθρο πάνω από τις σειρές των καθισμάτων και τον Θρόνο του Δράκοντα πάνω από το βάθρο. Επρόκειτο για τερατωδία, στο στυλ διακόσμησης του Δακρύου όπως το φαντάστηκαν οι τεχνίτες της Καιρχίν. Η ράχη στην οποία ακουμπούσε απεικόνιζε δύο Δράκοντες, ενώ άλλοι δύο σχημάτιζαν τα μπράτσα του καθίσματος κι άλλοι σκαρφάλωναν στο πίσω μέρος της ράχης, όλοι τους με τεράστιες ηλιόπετρες για μάτια και λαμπυρίζοντας από τις στρώσεις χρυσαφιού και πορφυρού σμάλτου. Ένας βαρύς χρυσός Ανατέλλων Ήλιος με κυματιστές ακτίνες, τοποθετημένος στο γυαλιστερό πάτωμα, πρόσθετε ακόμα περισσότερο σε αυτή τη βαριά αίσθηση. Αν μη τι άλλο, η φωτιά που έκαιγε σε δύο τεράστια τζάκια, αρκετά μεγάλα για να περπατήσει επάνω τους, ανέδυε μια ευχάριστη ζεστασιά, ειδικά τώρα που το χιόνι έπεφτε πυκνό έξω. Αυτά ήταν τα διαμερίσματα του Ραντ, η άνεση των οποίων υπερκάλυπτε την όποια αίσθηση κατάθλιψης. Μια εξοργιστική σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Αυτό εδώ ήταν το δωμάτιο του Ραντ, αν καταδεχόταν ποτέ να επιστρέψει. Πολύ εξοργιστική σκέψη. Φαίνεται πως το να είσαι ερωτευμένη με έναν άντρα σήμαινε ότι αναγκάζεσαι να κάνεις κάμποσες εξοργιστικές παραδοχές απέναντι στον ίδιο τον εαυτό σου!
Μετακινήθηκε σε μια άσκοπη προσπάθεια να καθίσει πιο άνετα στο σκληρό κάθισμα, και προσπάθησε να συνεχίσει το διάβασμα, αλλά η ματιά της πεταγόταν συνεχώς στις ψηλές πόρτες, η κάθε μια εκ των οποίων έφερε τις δικές της σειρές από επιχρυσωμένους Ανατέλλοντες Ήλιους. Ήλπιζε να τις δει να ανοίγουν και να μπαίνει μέσα ο Ραντ, αλλά φοβόταν μήπως, αντί γι’ αυτόν, έβλεπε τη Σορίλεα ή την Κάντσουεϊν. Ασυναίσθητα, τακτοποίησε το ωχρό μπλε πανωφόρι της, ψηλαφώντας τα μικροσκοπικά χιονολούλουδα, κεντητά πάνω στο πέτο. Ακόμα πιο πολλά περιπλέκονταν γύρω από τα μανίκια, ενώ τα μπατζάκια των παντελονιών ήταν όσο πρέπει εφαρμοστά έτσι που να της ταιριάζουν γάντι. Τα ρούχα της δεν είχαν μεγάλη διαφορά από αυτά που είχε συνηθίσει να φοράει. Μέχρι τώρα είχε αποφύγει τις φορεσιές, άσχετα πόσα κεντήματα φορούσε, αλλά πολύ φοβόταν πως η Σορίλεα θα την ανάγκαζε με το ζόρι να φορέσει φορεσιά, ακόμα κι αν η Σοφή χρειαζόταν να τη γδύσει με τα ίδια της τα χέρια.
Η γυναίκα γνώριζε τα πάντα γύρω από την ίδια και τον Ραντ. Τα πάντα. Αισθάνθηκε να αναψοκοκκινίζει. Η Σορίλεα φαίνεται πως προσπαθούσε να αποφασίσει κατά πόσον η Μιν Φάρσοου ήταν κατάλληλη σαν... ερωμένη... του Ραντ αλ’Θόρ. Η λέξη αυτή της προκαλούσε ζαλάδα και την έκανε να νιώθει ανόητη. Δεν ήταν καμιά χαζή πιτσιρίκα! Η λέξη την έκανε να θέλει να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της, γεμάτη ενοχές για τις θείες που τη μεγάλωσαν. Όχι, σκέφτηκε πικρόχολα, δεν είσαι χαζή. Οι χαζές, συγκριτικά με σένα, είναι πανέξυπνες!
Ίσως, πάλι, η Σορίλεα να ήθελε να βεβαιωθεί κατά πόσον ο Ραντ ήταν κατάλληλος για τη Μιν. Αυτήν την εντύπωση έδινε μερικές φορές. Οι Σοφές αποδέχονταν τη Μιν ως δική τους ή σχεδόν, αλλά τις τελευταίες βδομάδες η Σορίλεα την είχε στύψει σαν μάγγανο πλύστρας. Η ασπρομάλλα Σοφή με το ζαρωμένο πρόσωπο επιθυμούσε να μάθει και την τελευταία λεπτομέρεια για τη Μιν και να ξεψαχνίσει τα πάντα αναφορικά με τον Ραντ, μέχρι και πόση σκόνη είχαν οι τσέπες του! Δύο φορές προσπάθησε η Μιν να αποφύγει την ασταμάτητη ανάκριση, και δύο φορές η Σορίλεα έβγαλε το ραβδί! Αυτή η φοβερή γριά τη στρίμωχνε αυτοπροσώπως στη γωνία κι έπειτα κατηγορούσε εκείνη πως έχανε τα μυαλά της. Καμιά από τις υπόλοιπες Σοφές δεν έδειχνε την παραμικρή συμπόνια! Μα το Φως, πόσο έπρεπε να υποφέρεις για έναν άντρα! Και, μάλιστα, χωρίς να τον έχεις κατάδικό σου!
Η Κάντσουεϊν ήταν εντελώς διαφορετική υπόθεση. Η υπέρμετρα αξιοπρεπής κι —αντίθετα με τα λευκά μαλλιά της Σορίλεα— γκριζομάλλα Άες Σεντάι, δεν έμοιαζε να δίνει δεκάρα ούτε για τη Μιν ούτε για τον Ραντ, αλλά περνούσε κάμποσο από τον χρόνο της στο Παλάτι του Ήλιου. Δεν ήταν δυνατόν να την αποφύγει εντελώς, καθότι η γυναίκα περιδιάβαινε όπου ήθελε. Κι όταν το βλέμμα της Κάντσουεϊν έπεφτε πάνω στη Μιν, η τελευταία έβλεπε μια γυναίκα που μπορούσε να μάθει τους ταύρους να χορεύουν και τις αρκούδες να τραγουδάνε. Το επόμενο πράγμα που περίμενε ήταν να τη δει να δείχνει προς το μέρος της και να ανακοινώνει πως είχε έρθει η ώρα για τη Μιν Φάρσοου να μάθει να ισορροπεί μια μπάλα στη μύτη της. Αργά η γρήγορα, ο Ραντ θα αντιμετώπιζε ξανά την Κάντσουεϊν, κι η σκέψη αυτή της έδενε το στομάχι κόμπο.
Εξανάγκασε τον εαυτό της να σκύψει πάνω από το βιβλίο. Μια από τις πόρτες άνοιξε κι ο Ραντ μπήκε μέσα περπατώντας νωχελικά με το Σκήπτρο του Δράκοντα περασμένο στον αγκώνα του. Φορούσε μια χρυσή κορώνα, ένα πλατύ κυκλίσκο από φύλλα δάφνης —θα πρέπει να ήταν αυτή η Κορώνα από Ξίφη, για την οποία μιλούσαν όλοι— εφαρμοστό παντελόνι που αναδείκνυε τα πόδια του, κι ένα πράσινο μεταξένιο πανωφόρι δουλεμένο με χρυσάφι που του ταίριαζε θαυμάσια. Ήταν πράγματι ωραίος.
Τοποθετώντας ως σελιδοδείκτη το σημείωμα του Άρχοντα Φελ που έγραφε ότι ήταν «πολύ χαριτωμένη», η Μιν έκλεισε προσεκτικά το βιβλίο και το τοποθέτησε εξίσου προσεκτικά στο πάτωμα, δίπλα στο κάθισμά της. Κατόπιν, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε. Αν τύχαινε να σταθεί όρθια, θα χτυπούσε νευρικά το πόδι της στο πάτωμα, αλλά δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση στον Ραντ πως τινάχτηκε επάνω απλώς επειδή ο ίδιος εμφανίστηκε, τελικά.
Για μια στιγμή, ο άντρας έμεινε ακίνητος, χαμογελώντας της και τραβώντας το σκουλαρίκι του για κάποιον λόγο —έμοιαζε σαν να μουρμουρίζει!— κι ύστερα στράφηκε απότομα και κοίταξε συνοφρυωμένος τις πόρτες. «Οι Κόρες δεν μου ανέφεραν πως είσαι εδώ. Ούτε που μου μίλησαν καν. Μα το Φως, έτοιμες ήταν να καλύψουν το πρόσωπό τους με το βέλο για να με δουν».
«Ίσως είναι αναστατωμένες», αποκρίθηκε ήρεμα η Μιν. «Ίσως να αναρωτιούνταν που βρίσκεσαι. Όπως κι εγώ. Μπορεί να αναρωτιούνταν αν έχεις πληγωθεί ή αν είσαι άρρωστος ή αν κρυώνεις». Όπως κι εγώ, σκέφτηκε πικρόχολα. Ο Ραντ έμοιαζε μπερδεμένος!
«Σου έγραψα», είπε αργά κι η γυναίκα ρουθούνισε.
«Δύο φορές! Μου έγραψες δύο φορές κι ανέθεσες στους Άσα’μαν να παραδώσουν το γράμμα, Ραντ αλ’Θόρ. Αν μπορεί να χαρακτηριστεί γράμμα αυτό το πράγμα!»
Ο άντρας τρίκλισε λες και τον είχε χαστουκίσει —ή, μάλλον, λες και του είχε δώσει κλωτσιά στην κοιλιά!— κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Η Μιν ανέκτησε την ψυχραιμία της κι ακούμπησε στη ράχη του καθίσματός της. Δείξε συμπόνια σε έναν άντρα τη λάθος στιγμή, και το έχασες το παιχνίδι. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον παρηγορήσει, να πάρει μακριά τον πόνο του, να τον καταπραΰνει απ’ όσα είχε πάθει, κι είχε πάθει πολλά, ανεξάρτητα αν δεν το παραδεχόταν. Όμως, δεν σκόπευε να πηδήσει παράφορα επάνω του, αδημονώντας να μάθει τι δεν είχε πάει καλά, ή... Μα το Φως, μια χαρά φαινόταν.
Κάτι την τράβηξε μαλακά κάτω από τους αγκώνες και την ανασήκωσε από το κάθισμα. Με τις μπλε μπότες της να αιωρούνται, κύλησε στον αέρα προς το μέρος του. Το Σκήπτρο του Δράκοντα αιωρήθηκε κι αυτό μακριά από τον άντρα. Ώστε, νόμιζε πως μπορούσε να χαμογελάσει, έτσι; Νόμιζε πως ένα γοητευτικό χαμόγελο ήταν αρκετό για να τη ρίξει, ε; Άνοιξε το στόμα της για να του φανερώσει κάποια πράγματα που είχε στο μυαλό της. Κάποια πολύ δηκτικά πράγματα! Ο Ραντ τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από τη μέση της και τη φίλησε.
Όταν ξαναβρήκε την ανάσα της, τον κοίταξε μέσα από τα ματόκλαδά της. «Η πρώτη φορά...» Ξεροκατάπιε για να καθαρίσει τη φωνή της. «Πρώτα, ο Τζαχάρ Ναρίσμα μπήκε μέσα καμαρωτός, πασχίζοντας να κρυφοκοιτάξει μέσα στο ίδιο το μυαλό σου, όπως συνηθίζει, κι αφού μου έδωσε ένα κομμάτι περγαμηνή εξαφανίστηκε. Για να δούμε. Έλεγε, “Διεκδίκησα το στέμμα του Ίλιαν. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν μέχρι να επιστρέψω. Ραντ”. Λίγο μικρό για ερωτικό γράμμα, θα έλεγα».
Τη φίλησε ξανά.
Αυτή τη φορά, της πήρε περισσότερη ώρα να ανακτήσει την ανάσα της. Τα πράγματα δεν έβαιναν ακριβώς όπως τα περίμενε. Από την άλλη, δεν πήγαιναν κι άσχημα. «Τη δεύτερη φορά, ο Γιόναν Άντλεϋ μου παρέδωσε ένα κομμάτι χαρτί που έγραφε: “Θα επιστρέψω μόλις τελειώσω. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Ραντ”. Ο Άντλεϋ μου το παρέδωσε στο μπάνιο», πρόσθεσε, «και δεν ντράπηκε καθόλου να ρίξει μια ματιά στο θέαμα που είχε μπροστά του». Ο Ραντ προσπαθούσε ανέκαθεν να προσποιηθεί πως δεν ήταν ζηλιάρης —λες κι υπήρχε άντρας στον κόσμο που δεν ήταν— αλλά η Μιν είχε δει πόσο βλοσυρά κοιτούσε τους άντρες που έριχναν το βλέμμα τους επάνω της. Κατόπιν, ο πόθος του γινόταν ακόμα πιο φλογερός. Αναρωτήθηκε πώς θα έμοιαζε εκείνο το φιλί. Μπορεί να ήταν καλή ιδέα αν του πρότεινε να αποσυρθούν στην κρεβατοκάμαρα. Όχι, δεν έπρεπε να δείξει τόση βιασύνη, άσχετα αν...
Ο Ραντ την ακούμπησε κάτω, και το πρόσωπό του έγινε μελαγχολικό. «Ο Άντλεϋ είναι νεκρός», είπε. Ξαφνικά, η κορώνα έφυγε από το κεφάλι του και τινάχτηκε στριφογυρίζοντας στην άλλη άκρη του δωματίου, λες και κάποιος την είχε πετάξει. Η Μιν νόμισε για μια στιγμή ότι θα τσακιζόταν στη ράχη του Θρόνου του Δράκοντα, ίσως μάλιστα και να τον διαπερνούσε, αλλά ο πλατύς χρυσαφένιος δακτύλιος σταμάτησε απότομα και κατακάθισε αργά στην έδρα του θρόνου.
Η Μιν αισθάνθηκε να της κόβεται η ανάσα καθώς στράφηκε να τον κοιτάξει. Αίμα λαμπύριζε πάνω στους σκούρους, κόκκινους βοστρύχους πάνω από το αριστερό του αυτί. Τράβηξε ένα μαντίλι με δαντελωτές άκρες από το μανίκι της κι έκανε να του σκουπίσει το μέτωπο, αλλά αυτός την έπιασε από τον καρπό.
«Εγώ τον σκότωσα», της είπε ήσυχα.
Αναρίγησε με τον ήχο της φωνής του· ήταν ήρεμος όσο ένας τάφος. Ίσως η κρεβατοκάμαρα να ήταν πολύ καλή ιδέα, τελικά, κι ας μαρτυρούσε τη βιασύνη της. Χαμογελώντας προσποιητά —και κοκκινίζοντας, μόλις συνειδητοποίησε πόσο εύκολο ήταν να χαμογελάσει στη σκέψη του πελώριου κρεβατιού— άδραξε την πουκαμίσα του από μπροστά, έτοιμη να ξεσκίσει το πίσω μέρος τόσο της πουκαμίσας όσο και του πανωφοριού.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα.
Τα χέρια της Μιν αποτραβήχτηκαν απότομα από την πουκαμίσα του Ραντ κι η ίδια αναπήδησε προς τα πίσω. Ποιος να ήταν; αναρωτήθηκε εκνευρισμένη. Οι Κόρες είτε ανακοίνωναν τους επισκέπτες, όταν ο Ραντ ήταν παρών, είτε απλώς τους έστελναν μέσα.
«Περάστε», είπε ο Ραντ δυνατά, χαρίζονάς της ένα αξιοθρήνητο χαμόγελο. Η γυναίκα αναψοκοκκίνισε ξανά.
Ο Ντομπραίν πέρασε το κεφάλι του από το πλαίσιο της πόρτας και κατόπιν εισήλθε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του μόλις είδε το ζευγάρι. Ο Καιρχινός άρχοντας ήταν μικροκαμωμένος, λίγο ψηλότερος από τη Μιν, με το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ξυρισμένο και το υπόλοιπο μέρος από τα κυρίως ψαρά του μαλλιά να πέφτουν στους ώμους του. Ασπρογάλαζες ρίγες στόλιζαν κάτω από τη μέση το μπροστινό μέρος του σχεδόν μαύρου πανωφοριού του. Ακόμα και πριν κερδίσει την εύνοια του Ραντ, είχε αξιόλογη επιρροή στην περιοχή του. Τώρα, διοικούσε αυτή τη γη, μέχρι τουλάχιστον να διεκδικήσει τον Θρόνο του Ήλιου η Ηλαίην. «Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε υποκλινόμενος. «Αρχόντισσα Τα’βίρεν».
«Χωρατό είναι», μουρμούρισε η Μιν όταν ο Ραντ τής έριξε μια ματιά με ανασηκωμένα τα φρύδια.
«Μπορεί», είπε ο Ντομπραίν, ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους του. «Πάντως, οι μισές αριστοκράτισσες της πόλης φορούν ρούχα με ζωηρά χρώματα, μιμούμενες την Αρχόντισσα Μιν. Αποκαλυπτικά παντελόνια που αφήνουν εκτεθειμένα τα πόδια και πανωφόρια που δεν καλύπτουν ούτε καν...» Έβηξε διακριτικά, συνειδητοποιώντας πως το πανωφόρι της Μιν δεν κάλυπτε εντελώς ούτε τους δικούς της γοφούς.
Η Μιν ήταν έτοιμη να του πει πως είχε κι αυτός όμορφα πόδια, παρότι αρκετά ροζιασμένα, αλλά το ξανασκέφτηκε. Μπορεί η ζήλια του Ραντ να μετατρεπόταν σε φλόγα όταν ήταν μόνοι τους, αλλά δεν ήθελε με τίποτα να στραφεί κατά του Ντομπραίν. Τον είχε ικανό για κάτι τέτοιο κι, επιπλέον, αναγνώριζε όντως πως επρόκειτο για ολίσθημα. Ο Άρχοντας Ντομπραίν Τάμποργουιν δεν ήταν ούτε κατά διάνοια από τους ανθρώπους που θα έκαναν πικάντικα χωρατά.
«Ώστε, λοιπόν, σκοπεύεις να αλλάξεις κι εσύ τον κόσμο, ε Μιν;» Μειδιώντας, ο Ραντ χτύπησε ελαφρά την άκρη της μύτης της με ένα δάχτυλο, λες κι έπαιζε χαρούμενα με κανένα παιδάκι! Κι ακόμα χειρότερα, η Μιν ανταπέδωσε το μειδίαμα σαν χαζή. «Τα πας καλύτερα από μένα, απ’ ό,τι φαίνεται», συνέχισε, κι αυτό το στιγμιαίο παιδικό μειδίαμα χάθηκε σαν το πούσι.
«Όλα καλά στο Δάκρυ και στο Ίλιαν, Άρχοντα Δράκοντα;» ρώτησε ο Ντομπραίν.
«Όλα βαίνουν καλώς στο Δάκρυ και στο Ίλιαν», αποκρίθηκε βλοσυρός ο Ραντ. «Έχεις κάτι για μένα, Ντομπραίν; Κάθισε, άνθρωπέ μου. Κάθισε». Του έδειξε τη σειρά με τα καθίσματα και κάθισε κι ο ίδιος.
«Ενήργησα όπως μου είπες σχετικά με τα γράμματά σου», είπε ο Ντομπραίν καθώς καθόταν αντικριστά στον Ραντ, «αλλά φοβάμαι πως δεν έχω να αναφέρω και πολλά».
«Θα φέρω κάτι να πιούμε», είπε η Μιν με σφιγμένη φωνή. Γράμματα; Δεν ήταν και τόσο εύκολο να περπατά αγέρωχη φορώντας μπότες με τακούνια —τις είχε συνηθίσει βέβαια, αλλά ό,τι κι αν έκανε, είχε την τάση να τρικλίζει— κι ωστόσο, η οργή έκανε τα πάντα δυνατά. Βάδισε προς το μικρό, επιχρυσωμένο τραπεζάκι, κάτω από έναν από τους τεράστιους καθρέφτες, όπου υπήρχαν ακουμπισμένα μια ασημιά στάμνα και μερικά κύπελλα. Ασχολήθηκε με το να σερβίρει αρωματικό κρασί, πιτσιλώντας τριγύρω από τα νεύρα της. Οι υπηρέτες πάντα έφερναν επιπλέον κύπελα σε περίπτωση που έρχονταν επισκέπτες, κάτι μάλλον σπάνιο, αν εξαιρέσουμε τη Σορίλεα και μερικές ανόητες αριστοκράτισσες. Το κρασί δεν ήταν και τόσο ζεστό, αλλά για τους δυο τους ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε λάβει δύο γράμματα όλα κι όλα, αλλά θα έβαζε στοίχημα πως ο Ντομπραίν είχε στην κατοχή του άλλα δέκα, ίσως κι είκοσι! Ακούμπησε με δύναμη την κανάτα και τα κύπελλα κι άρχισε να ακούει προσεκτικά. Τι σχεδίαζαν να κάνουν πίσω από την πλάτη της με τόσο πολλά γράμματα;
«Φαίνεται πως ο Τόραμ Ριάτιν έχει εξαφανιστεί», είπε ο Ντομπραίν, «αν κι οι φήμες, τουλάχιστον, λένε πως εξακολουθεί να ζει, κάτι ακόμα χειρότερο. Λένε ακόμα πως ο Ντάβεντ Χάνλον κι ο Τζεράαλ Μόρντεθ —ή Πάνταν Φάιν, όπως τον αποκαλείς— τον εγκατέλειψαν. Παρεμπιπτόντως, τακτοποίησα την αδελφή του Τόραμ, την Αρχόντισσα Άιλιλ, σε πλουσιοπάροχα διαμερίσματα με υπηρέτες που είναι... έμπιστοι». Από τον τόνο της φωνής του ήταν προφανές ότι εννοούσε πως οι υπηρέτες ήταν έμπιστοι του. Η γυναίκα δεν μπορούσε ούτε ρούχα να αλλάξει χωρίς να το γνωρίζει ο ίδιος. «Μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο ήρθε εδώ μαζί με τον Άρχοντα Μπέρτομ και με τους υπόλοιπους, αλλά ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον κι η Υψηλή Αρχόντισσα Αναγιέλα τι δουλειά έχουν; Περιττό να αναφερθεί, φυσικά, πως κι οι υπηρέτες τους είναι εξίσου έμπιστοι».
«Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος ότι μια γυναίκα θέλει να σε ξεκάνει;» αναρωτήθηκε ο Ραντ.
«Όταν γνωρίζει το όνομά σου;» Ο Ντομπραίν δεν ακουγόταν να κάνει πλάκα. Ο Ραντ έγειρε σκεφτικός το κεφάλι του κι ένευσε καταφατικά. Ένευσε! Η Μιν ήλπιζε πως είχε πάψει πια να ακούει φωνές.
Ο Ραντ έκανε μια κίνηση σαν να απέπεμπε τις γυναίκες που ήθελαν να τον σκοτώσουν. Ήταν πολύ επικίνδυνο, παρουσία της. Το σίγουρο ήταν πως η ίδια δεν σκόπευε να τον σκοτώσει, αλλά ίσως να μην την ένοιαζε αν η Σορίλεα στρεφόταν εναντίον του με αυτήν τη βέργα! Τα παντελόνια δεν προσέφεραν και πολλή προστασία.
«Ο Γουίραμον είναι ένας βλάκας που κάνει πολλά λάθη», είπε ο Ραντ στον Ντομπραίν, κι αυτός ένευσε, συμφωνώντας νηφάλια. «Λάθος μου που σκέφτηκα ότι μπορούσα να τον χρησιμοποιήσω. Όπως και να έχει, έμοιαζε αρκετά ευχαριστημένος που βρισκόταν κοντά στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Τι άλλο;» Η Μιν του έδωσε ένα κύπελλο κι αυτός της χαμογέλασε, παρά το κρασί που πιτσίλισε το μανίκι του. Ίσως νόμισε πως ήταν ατύχημα.
«Πολλά και τίποτα», άρχισε να λέει ο Ντομπραίν και τινάχτηκε πίσω για να αποφύγει να χύσει κρασί καθώς η Μιν τού έδωσε το δεύτερο ασημένιο κύπελλο. Η σύντομη εμπειρία της ως υπηρέτριας δεν της άρεσε καθόλου. «Ευχαριστώ, Αρχόντισσα Μιν», μουρμούρισε ευγενικά ο άντρας, λοξοκοιτώντας την καθώς έπαιρνε το κύπελλο στα χέρια του. Η Μιν πήγε με ήρεμες κινήσεις να φέρει το δικό της κρασί. Ψύχραιμα.
«Φοβάμαι πως η Αρχόντισσα Κάραλαϊν κι ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν βρίσκονται στο παλάτι της Αρχόντισσας Άριλιν, εδώ στην Πόλη», συνέχισε ο Καιρχινός άρχοντας, «υπό την προστασία της Κάντσουεϊν Σεντάι. Η λέξη “προστασία” ίσως δεν είναι η κατάλληλη. Μου αρνήθηκαν την είσοδο για να τους δω, αλλά άκουσα πως επιχείρησαν να εγκαταλείψουν την Πόλη και τους έφεραν πίσω τσουβαλιασμένους ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, μέσα σε έναν σάκο. Μια κι έχω συναντήσει στο παρελθόν την Κάντσουεϊν, τείνω να το πιστέψω».
«Η Κάντσουεϊν», μουρμούρισε ο Ραντ κι η Μιν αισθάνθηκε να παγώνει. Δεν ακουγόταν φοβισμένος ακριβώς, αλλά θα πρέπει να ήταν αρκετά ανήσυχος. «Τι πιστεύεις πως θα έπρεπε να κάνω σχετικά με την Κάραλαϊν και τον Ντάρλιν, Μιν;»
Η Μιν, που καθόταν σε μια καρέκλα κάπως παράμερα, τινάχτηκε ξαφνιασμένη που την είχε συμπεριλάβει στη συζήτηση. Κοίταξε με αξιοθρήνητο βλέμμα το κρασί που πότιζε την καλύτερη μεταξωτή της μπλούζα σε κρεμ απόχρωση, καθώς και το παντελόνι της. «Η Κάραλαϊν θα υποστηρίξει την Ηλαίην στη διεκδίκηση του Θρόνου του Ήλιου», είπε σκυθρωπά. Μπορεί το κρασί να ήταν ζεστό, αλλά το ένιωθε αρκετά κρύο, κι αμφέβαλλε για το αν θα έφευγε ποτέ η κηλίδα από την μπλούζα της. «Δεν πρόκειται για εικόνα, απλώς αυτό πιστεύω». Δεν έριξε ούτε ματιά προς το μέρος του Ντομπραίν, αν κι ο τελευταίος ένευσε βαθυστόχαστα. Όλοι γνώριζαν σχετικά με τις εικόνες που έβλεπε. Το μοναδικό αποτέλεσμα όμως ήταν μια ατέλειωτη ροή από αρχόντισσες που ήθελαν να πληροφορηθούν το μέλλον τους κι έφευγαν κατηφείς όταν τους έλεγε πως αδυνατούσε να προβλέψει κάτι. Οι περισσότεροι δεν θα ήταν διόλου ευχαριστημένοι με αυτά τα λίγα που έβλεπε. Δεν ήταν τίποτα φρικτό, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με τα θαυμαστά πράγματα που προέβλεπαν οι χαρτορίχτρες στα πανηγύρια. «Όσο για τον Ντάρλιν, εκτός από το γεγονός ότι θα παντρευτεί την Κάραλαϊν αφού πρώτα εκείνη τον ξεζουμίσει για τα καλά, το μόνο που μπορώ να πω είναι πως κάποια μέρα θα γίνει βασιλιάς. Είδα την κορώνα πάνω στο κεφάλι του, στο μπροστινό μέρος της οποίας υπήρχε ένα ξίφος, αλλά δεν γνωρίζω σε ποια χώρα ανήκει. Α, ναι. Θα πεθάνει στο κρεβάτι του, ενώ η γυναίκα του θα επιβιώσει».
Ο Ντομπραίν πνίγηκε με το κρασί του, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του και σκουπίζοντας τα χείλη του με ένα απλό μαντίλι από λινό ύφασμα. Οι πιο πολλοί απ’ όσους γνώριζαν δεν πίστευαν. Αρκετά ικανοποιημένη με τον εαυτό της, η Μιν ήπιε όσο κρασί είχε απομείνει στην κούπα της. Έπειτα, πνίγηκε κι αυτή, βήχοντας και παίρνοντας βαθιές ανάσες, τραβώντας το μαντίλι της από το μανίκι της για να σκουπίσει το στόμα της. Μα το Φως, ήταν ανάγκη να πιει τα κατακάθια;
Ο Ραντ απλώς ένευσε, κοιτώντας σκεφτικά την κούπα του. «Ώστε θα εξακολουθήσουν να ζουν για να μου προκαλούν προβλήματα», μουρμούρισε. Ο τόνος της φωνής του ακουγόταν μαλακός για τόσο βαριά λόγια. Ήταν ο βοσκός της, σκληρός σαν λάμα. «Και τι να κάνω για...»
Ξαφνικά, στριφογύρισε στο κάθισμά του, ατενίζοντας τις πόρτες. Μία από δαύτες άνοιγε. Είχε οξύτατη ακοή. Η Μιν δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Καμιά από τις δύο Άες Σεντάι που εισήλθαν δεν ήταν η Κάντσουεϊν, κι η Μιν αισθάνθηκε τους ώμους της να χαλαρώνουν καθώς δίπλωνε βιαστικά το μαντίλι της. Καθώς η Ραφέλα έκλεινε ξοπίσω της την πόρτα, η Μεράνα έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος του Ραντ, αν και τα καστανόχρωμα μάτια της Γκρίζας αδελφής στράφηκαν προς το μέρος του Ντομπραίν και της Μιν λες και τους καταχώριζαν, και την επόμενη στιγμή η στρουμπουλή Ραφέλα άνοιγε κι αυτή τη βαθυγάλαζη φούστα της για να υποκλιθεί. Καμιά τους δεν σηκώθηκε μέχρι να γνεύσει ο Ραντ. Γλίστρησαν προς το μέρος του, και μια ψυχρή γαλήνη τις κατέκλυζε, σαν εφαρμοστό φόρεμα. Η πλαδαρή Γαλάζια αδελφή ψαχούλεψε φευγαλέα το επώμιο της, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως βρισκόταν στη θέση του. Η Μιν είχε παρατηρήσει κι άλλη φορά αυτήν την κίνηση, από αδελφές που είχαν ορκιστεί πίστη στον Ραντ. Δεν ήταν εύκολο γι’ αυτές. Μονάχα ο Λευκός Πύργος μπορούσε να προστάξει τις Άες Σεντάι, αλλά ο Ραντ τις ανάγκαζε να έρχονται και να φεύγουν όποτε ήθελε. Οι Άες Σεντάι μιλούσαν με βασιλιάδες και βασίλισσες σαν ίσος προς ίσο, μερικές φορές μάλιστα έδιναν την εντύπωση πως ήταν κι ανώτερες, ωστόσο οι Σοφές τις αποκαλούσαν μαθητευόμενες και περίμεναν εκ μέρους τους να υπακούουν δυο φορές γρηγορότερα από τον Ραντ.
Το ήρεμο πρόσωπο της Μεράνα δεν άφηνε να φανεί τίποτα απ’ όλα αυτά. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε σεβάσμια. «Μόλις πληροφορηθήκαμε την επιστροφή σου και σκεφτήκαμε πως θα ανυπομονείς να μάθεις πως πήγαν τα πράγματα με τους Άθα’αν Μιέρε». Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Ντομπραίν, κι αυτός σηκώθηκε αμέσως. Οι Καιρχινοί ήταν συνηθισμένοι σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες.
«Ο Ντομπραίν μπορεί να μείνει», είπε κοφτά ο Ραντ. Μήπως δίστασε; Δεν στάθηκε όρθιος. Τα μάτια του ήταν γαλάζιος πάγος και, στο κάτω-κάτω, ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Η Μιν τού είχε πει πως αυτές οι γυναίκες έλεγαν την αλήθεια, ότι αυτές οι πέντε που τον συνόδεψαν στο πλοίο των Θαλασσινών ήταν δικές του, πιστές στον όρκο τους και υπάκουες στη θέλησή του, ωστόσο το έβρισκε κάπως δύσκολο να εμπιστευτεί μια Άες Σεντάι. Τον καταλάβαινε, αλλά έπρεπε να βρει τρόπο να μάθει να τις εμπιστεύεται.
«Όπως επιθυμείς», αποκρίθηκε η Μεράνα με ένα σύντομο γέρσιμο του κεφαλιού της. «Η Ραφέλα κι εγώ καταλήξαμε σε συμφωνία με τους Θαλασσινούς. Η Συμφωνία, έτσι την αποκαλούν». Η διαφορά ήταν ευδιάκριτη ακουστικά. Με τα χέρια της ακίνητα πάνω στην πράσινη φούστα με το γκρίζο σκίσιμο, η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. Τη χρειαζόταν. «Η Χαρίνε ντιν Τογκάρα Δύο Άνεμοι, Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σόντιν, μιλώντας εκ μέρους της Νέστα ντιν Ρέας Δύο Σελήνες, Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε, υπεύθυνη για την ένωση όλων των φατριών των Άθα’αν Μιέρε, υποσχέθηκε να δώσει όσα πλοία χρειάζεται ο Αναγεννημένος Δράκοντας, με τα οποία θα μπορεί να πλεύσει όποτε κι όπου επιθυμεί, και να τα χρησιμοποιήσει για οιονδήποτε σκοπό». Φαίνεται πως η Μεράνα γινόταν κάπως πομπώδης όταν δεν υπήρχαν Σοφές τριγύρω. Οι Σοφές δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. «Ως ανταπόδοση, εγώ κι η Ραφέλα, μιλώντας εκ μέρους σου, υποσχεθήκαμε πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν θα επιφέρει καμιά αλλαγή στους νόμους των Άθα’αν Μιέρε, όπως είχε κάνει με...» Κόμπιασε για μια στιγμή. «Συγχώρεσέ με. Έχω συνηθίσει να εκφωνώ τις συμφωνίες όπως ακριβώς έγιναν. Χρησιμοποίησαν τις λέξεις «δέσμιος των ακτών», αλλά αυτό που εννοούσαν ήταν όσα έκανες στο Δάκρυ και στην Καιρχίν». Μια έκφραση απορίας σχηματίστηκε στη ματιά της, αλλά χάθηκε αμέσως. Ίσως η γυναίκα αναρωτήθηκε κατά πόσον είχε κάνει τα ίδια και στο Ίλιαν. Αισθάνθηκε ανακουφισμένη που ο Ραντ δεν είχε αλλάξει τίποτε στη γενέθλια γη της, στο Άντορ.
«Υποθέτω πως ζω και με αυτό», μουρμούρισε ο Ραντ.
«Δεύτερον», πήρε τον λόγο η Ραφέλα, διπλώνοντας τα παχουλά της χέρια στη μέση της, «θα χρειαστεί να παραχωρήσεις γη στους Άθα’αν Μιέρε, πλευράς ενός τετραγωνικού μιλίου, σε κάθε πόλη που έχει θαλάσσια πρόσβαση και την οποία ελέγχεις ήδη ή πρόκειται να θέσεις κάτω από τον έλεγχο σου». Ακουγόταν λιγότερο πομπώδης από τη σύντροφό της, αν κι ελάχιστα. Ο ήχος της φωνής της δεν ήταν και τόσο ευχάριστος με δεδομένο όσα έλεγε. Σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά μια Δακρυνή, κι ήταν ελάχιστα τα λιμάνια που ασκούσαν τόσο ασφυκτικό έλεγχο στο εμπόριο τους όσο το Δάκρυ. «Εντός των ορίων αυτής της περιοχής, θα ισχύουν οι νόμοι των Άθα’αν Μιέρε υπεράνω οποιουδήποτε άλλου. Πρέπει να επέλθει συμφωνία και με τους διοικητές αυτών των λιμανιών, έτσι ώστε...» Ήταν σειρά της να κομπιάσει, και τα σκούρα της μάγουλα έγιναν κάπως γκρίζα.
«Ώστε, λοιπόν, αυτή η συμφωνία είναι που θα με σώσει, έτσι;» είπε ο Ραντ ξερά. Γέλασε, και το γέλιο του έμοιαζε με γάβγισμα. «Και με αυτό μπορώ να ζήσω».
«Κάθε πόλη που έχει πρόσβαση στη θάλασσα;» αναφώνησε ο Ντομπραίν. «Εννοούν κι αυτήν εδώ, δηλαδή;» Πήδησε όρθιος κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, χύνοντας τριγύρω περισσότερο κρασί απ’ όσο είχε ρίξει η Μιν. Δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. «Ένα τετραγωνικό μίλι; Το Φως μόνο ξέρει τι είδους παράξενους νόμους θα εφαρμόσουν. Ταξίδεψα σε πλοίο των Θαλασσινών κι είναι όντως παράξενο! Οι ξυπόλητοι δεν έχουν θέση εκεί! Κι οι τελωνειακοί δασμοί και τα έξοδα ελλιμενισμού και...;» Ξαφνικά, έκανε μια στροφή και γύρισε στον Ραντ. Κοίταξε μουτρωμένος τις Άες Σεντάι, οι οποίες δεν του έδωσαν την παραμικρή σημασία, και μίλησε στον Ραντ με φωνή που λίγο απείχε από το να γίνει τραχιά. «Μέσα σε έναν χρόνο θα έχουν καταστρέψει την Καιρχίν, Άρχοντα Δράκοντα. Θα ερημώσουν κάθε λιμάνι στο οποίο θα τους επιστρέψεις την πρόσβαση».
Η Μιν συμφώνησε σιωπηλά, αλλά ο Ραντ απλώς κούνησε το χέρι του σε μια αποπεμπτική κίνηση και γέλασε ξανά. «Έτσι νομίζουν, αλλά έχω κάτι υπ’ όψιν μου, Ντομπραίν. Δεν είπαν ποιος θα διαλέξει την περιοχή, οπότε δεν είναι ανάγκη να έχει άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Θα πρέπει να αγοράζουν το φαγητό τους από σένα και να ζουν σύμφωνα με τους δικούς σου νόμους, για να μην είναι και πολύ αλαζόνες. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορείς να συλλέξεις τους δασμούς μόλις το εμπόρευμα βγει από το... άσυλο τους. Όσον αφορά στα υπόλοιπα... Αν τα αποδεχτώ εγώ, μπορείς να τα αποδεχτείς κι εσύ». Αυτή τη φορά δεν υπήρχε η παραμικρή χροιά ειρωνείας στη φωνή του κι ο Ντομπραίν έσκυψε το κεφάλι του.
Η Μιν αναρωτήθηκε πού τα είχε μάθει όλα αυτά. Μιλούσε σαν βασιλιάς, και μάλιστα σαν κάποιος που ξέρει τι κάνει. Ίσως τον είχε διδάξει η Ηλαίην.
«Η λέξη “δεύτερον” συνεπάγεται περισσότερα», είπε ο Ραντ στις δύο Άες Σεντάι.
Η Μεράνα κι η Ραφέλα αντάλλαξαν ματιές, αγγίζοντας ασυναίσθητα τις φούστες και τα επώμιά τους, κι έπειτα η Μεράνα μίλησε με φωνή που όχι μόνο δεν ήταν πομπώδης, αλλά ακουγόταν εξαιρετικά μαλακή. «Τρίτον, ο Αναγεννημένος Δράκοντας πρέπει να συμφωνήσει να διατηρεί επί μονίμου βάσεως έναν πρέσβη διαλεγμένο από τους ίδιους τους Άθα’αν Μιέρε. Η Χαρίν ντιν Τογκάρα προσφέρθηκε η ίδια. Θα συνοδεύεται από την Ανεμοσκόπο της, τον Κύριο των Λεπίδων της και από μία ακολουθία».
«Τι έκανε λέει;» βρυχήθηκε ο Ραντ και τινάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμά του.
Η Ραφέλα εξακολούθησε να μιλάει βιαστικά, φοβούμενη πως ο άντρας θα τη διέκοπτε ξανά. «Και τέταρτον, ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα πρέπει να συμφωνήσει να παρουσιαστεί τάχιστα μόλις τον καλέσει η Κυρά των Πλοίων, αλλά όχι περισσότερες από δύο φορές ανά τρία διαδοχικά έτη». Είχε λαχανιάσει ελαφρώς και προσπάθησε έτσι ώστε τα τελευταία της λόγια να φανούν κάπως σαν δικαιολογία.
Το Σκήπτρο του Δράκοντα πετάχτηκε από το δάπεδο πίσω από τον Ραντ κι εκείνος το έπιασε στον αέρα δίχως να κοιτάει. Η ματιά του δεν ήταν πια παγερή, αλλά έμοιαζε με γαλάζια φωτιά. «Ένας πρέσβης των Θαλασσινών που θα μου γίνει τσιμπούρι;» αναφώνησε. «Να υπακούσω σε κλητεύσεις;» Κούνησε τη σκαλιστή κεφαλή του δόρατος του προς το μέρος τους, κι οι πρασινόλευκοι θύσανοι ανέμισαν. «Εκεί έξω υπάρχουν κάποιοι που θέλουν να μας κατακτήσουν, και μπορεί να τα καταφέρουν! Εκεί έξω βρίσκονται οι Αποδιωγμένοι! Ο Σκοτεινός προσμένει! Καλά που δεν συμφωνήσατε να καλαφατίσω και τα κύτη τους!»
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Μιν θα προσπαθούσε να του ηρεμήσει τα νεύρα, αλλά αυτή τη φορά προχώρησε μπροστά κι αγριοκοίταξε τις Άες Σεντάι. Συμφωνούσε απόλυτα μαζί του. Χάρισαν την αποθήκη για να πουλήσουν ένα άλογο!
Η Ραφέλα ταλαντεύτηκε μπροστά στο μένος του, αλλά η Μεράνα όρθωσε το ανάστημά της, κι η ματιά της ήταν μια απομίμηση καφετιάς φωτιάς με χρυσές νιφάδες. «Μας επιπλήττεις;» τον ρώτησε απότομα, και ο τόνος της φωνής της ήταν ψυχρός, σε αντίθεση με τα μάτια της που έβγαζαν φλόγες. Ήταν Άες Σεντάι κι η Μιν τη θυμόταν από μικρή, βασιλική υπεράνω βασιλισσών, πανίσχυρη υπεράνω πάσης ισχύος. «Ήσουν παρών όταν ξεκίνησε όλη αυτή η διαδικασία, τα’βίρεν, και τις μεταχειριζόσουν όπως ήθελες. Θα μπορούσες να τις κάνεις να σε προσκυνήσουν! Εσύ, όμως, σηκώθηκες κι έφυγες! Δεν τις ευχαρίστησε κι ιδιαίτερα όταν έμαθαν πως χόρεψαν για έναν τα’βίρεν. Έμαθαν με κάποιον τρόπο να υφαίνουν ασπίδες και, πριν ακόμα απομακρυνθείς καλά-καλά από το πλοίο τους, η Ραφέλα κι εγώ θωρακιστήκαμε. Για να βρεθούμε σε πλεονεκτική θέση χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, έτσι μας είπαν. Πάνω από μια φορά η Χαρίν μας απείλησε πως θα μας κρεμάσει από τα ξάρτια μέχρι να έρθουμε στα συγκαλά μας, και προσωπικά πιστεύω ότι το εννοούσε! Πάλι καλά να λες που έχεις στη διάθεσή σου τα πλοιάρια που επιθυμείς, Ραντ αλ’Θόρ. Η Χαρίν δεν θα σου έδινε πάνω από μια χούφτα όλη κι όλη! Και να είσαι ευχαριστημένος που δεν ήθελε τις καινούργιες σου μπότες κι αυτόν τον φρικτό σου θρόνο! Α, παρεμπιπτόντως, σε προσφώνησε τυπικά ως Κοραμούρ, που να σου κάτσει στο στομάχι!»
Η Μιν, όπως επίσης κι ο Ραντ με τον Ντομπραίν, απέμειναν να την κοιτάζουν, και το στόμα του Καιρχινού έχασκε ανοικτό. Κι η Ραφέλα την κοιτούσε, ενώ τα χείλη της κινούνταν χωρίς να βγάζει λέξη. Οι φλόγες έσβησαν από τα μάτια της Μεράνα, τα οποία γούρλωναν όλο και περισσότερο καθώς η γυναίκα συνειδητοποιούσε τι είχε μόλις πει.
Το Σκήπτρο του Δράκοντα τρεμούλιασε μέσα στη γροθιά του Ραντ. Η Μιν τον είχε δει να φουντώνει από οργή με πολύ μικρότερες αφορμές. Ευχήθηκε να υπήρχε τρόπος να αποφύγει την έκρηξη, αν και δεν τον έβλεπε.
«Φαίνεται», είπε τελικά, «πως τα λόγια που έλκει ένας τα’βίρεν δεν είναι πάντα αυτά που επιθυμεί να ακούσει». Ακουγόταν... ήρεμος, αλλά η Μιν δύσκολα θα έλεγε “λογικός”. «Καλά τα πήγες, Μεράνα. Σε έστειλα σε μια αλλοπρόσαλλη αποστολή, αλλά εσύ κι η Ραφέλα τα πήγατε μια χαρά».
Οι δύο Άες Σεντάι αναδεύτηκαν και για μια στιγμή η Μιν πίστεψε πως θα κατέρρεαν από ανακούφιση.
«Αν μη τι άλλο, καταφέραμε να αποκρύψουμε τις λεπτομέρειες από την Κάντσουεϊν», είπε η Ραφέλα, ισιώνοντας κάπως άτσαλα τη φούστα της. «Δεν υπήρχε τρόπος να μην πληροφορηθούν μερικοί πως επιτεύχθηκε κάποιου είδους συμφωνία, αλλά αυτή τουλάχιστον δεν έμαθε τίποτα».
«Ναι», είπε κι η Μεράνα χωρίς να πάρει ανάσα. «Έφτασε στο σημείο να μας στήσει ενέδρα κατά τη διάρκεια του γυρισμού μας εδώ. Είναι πολύ δύσκολο να της κρατήσεις μυστικά, αλλά εμείς τα καταφέραμε. Δεν νομίζω πως θα ήθελες να...» Δεν αποτελείωσε την πρότασή της μόλις πρόσεξε το πέτρινο πρόσωπο του Ραντ.
«Πάλι αυτή η Κάντσουεϊν», είπε ο άντρας άτονα. Κοίταξε συνοφρυωμένος τη σκαλιστή αιχμή του δόρατος που κρατούσε στο χέρι του κι έπειτα την πέταξε σε ένα κάθισμα, λες και δεν εμπιστευόταν πλέον τον εαυτό του να την κρατάει. «Βρίσκεται στο Παλάτι του Ήλιου, έτσι δεν είναι; Μιν, πες στις Κόρες να μεταφέρουν ένα μήνυμα στην Κάντσουεϊν. Θα χρειαστεί να παρευρεθεί το γρηγορότερο στα διαμερίσματα του Αναγεννημένου Δράκοντα».
«Ραντ, νομίζω πως δεν...» άρχισε να λέει ανήσυχα η Μιν, αλλά ο Ραντ την έκοψε. Όχι αγενώς, αλλά ορθά κοφτά.
«Κάνε το, σε παρακαλώ, Μιν. Αυτή η γυναίκα δεν διαφέρει από λύκο που κρυφοκοιτάζει τη στάνη. Σκοπεύω να ανακαλύψω τι ακριβώς θέλει».
Η Μιν σηκώθηκε με αργές κινήσεις κι έσυρε τα πόδια της ως την πόρτα. Δεν ήταν η μόνη που θεωρούσε την ιδέα του Ραντ κακή. Ούτε ήταν η μόνη που θα προτιμούσε να βρίσκεται κάπου αλλού όταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας ερχόταν αντιμέτωπος με την Κάντσουεϊν Μελάιντριν. Ο Ντομπραίν την προσπέρασε λίγο πριν την πόρτα, κάνοντας μια βιαστική υπόκλιση χωρίς να σταματήσει σχεδόν, ενώ η Μεράνα κι η Ραφέλα βγήκαν από το δωμάτιο πριν από την ίδια, παρ’ όλο που δεν έμοιαζαν να βιάζονται, αν κι όσο βρίσκονταν στο εσωτερικό έδιναν αυτή την εντύπωση. Όταν η Μιν έβγαλε το κεφάλι της στον διάδρομο, οι δύο αδελφές είχαν προλάβει τον Ντομπραίν και το γρήγορο περπάτημά τους δεν διέφερε και πολύ από τροχασμό.
Παραδόξως, οι πέντε ή έξι Κόρες που βρίσκονταν έξω όταν η Μιν μπήκε στο δωμάτιο πριν από λίγη ώρα, είχαν αυξηθεί κατά πολύ και στέκονταν σε σειρές κατά μήκος ολόκληρου του διαδρόμου και προς τις δύο κατευθύνεις, ψηλές γυναίκες με σκληροτράχηλα πρόσωπα, ντυμένες στα γκρίζα και στα καφετιά καντιν’σόρ, με τα σούφα τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι τους και τα μακριά μαύρα βέλα να κρέμονται. Κάμποσες από δαύτες κουβαλούσαν τα ακόντιά τους και τις ασπίδες τους από τομάρι ταύρου, λες κι ήταν έτοιμες για μάχη. Κάποιες άλλες έπαιζαν ένα παιχνίδι με τα δάχτυλα που λεγόταν «μαχαίρι, χαρτί, πέτρα», ενώ οι υπόλοιπες παρακολουθούσαν προσηλωμένες.
Όχι όμως τόσο προσηλωμένες ώστε να μην την προσέξουν. Μόλις η Μιν τούς μετέδωσε το μήνυμα του Ραντ, η χειρομιλία τέθηκε σε λειτουργία σε όλο το μήκος του διαδρόμου και κατόπιν δύο ψηλόλιγνες Κόρες έφυγαν τρεχάτες. Οι υπόλοιπες επέστρεψαν στο παιχνίδι, είτε συμμετέχοντας είτε παρακολουθώντας.
Ξύνοντας το κεφάλι της γεμάτη απορία, η Μιν επέστρεψε στο εσωτερικό. Οι Κόρες της προκαλούσαν ανέκαθεν κάποια νευρικότητα, αλλά πάντα της μιλούσαν, άλλες φορές με σεβασμό, λες κι απευθύνονταν σε κάποια Σοφή, κι άλλες καλαμπουρίζοντας, αν και το χιούμορ τους ήταν, αν μη τι άλλο, παράξενο. Ποτέ, όμως, δεν είχε τύχει να την αγνοήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο Ραντ βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα και το απλό αυτό γεγονός έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Είχε βγάλει το πανωφόρι του κι η χιονάτη πουκαμίσα του ήταν λυμένη στον λαιμό και στα μανικέτια και τραβηγμένη από το παντελόνι του. Η γυναίκα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έγειρε πίσω, ακουμπώντας σε έναν από τους βαριούς στύλους από μαυρόξυλο, και τίναξε ψηλά το πόδι της, σταυρώνοντας τους αστραγάλους της. Δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τον Ραντ να γδύνεται, και σκόπευε να το απολαύσει.
Αυτός όμως, αντί να συνεχίσει το γδύσιμο, έμεινε εκεί, κοιτώντας την. «Τι θα μπορούσε να με διδάξει η Κάντσουεϊν;» ρώτησε ξαφνικά.
«Εσένα και όλους τους Άσα’μαν», αποκρίθηκε η Μιν. Αυτά έβλεπε στις εικόνες της. «Δεν ξέρω, Ραντ. Το μόνο που ξέρω είναι πως πρέπει να το μάθεις. Κι εσύ κι όλοι σας». Φαίνεται πως ο Ραντ δεν σκόπευε να βγάλει την πουκαμίσα του. Η Μιν αναστέναξε και συνέχισε. «Την έχεις ανάγκη, Ραντ. Δεν έχεις την πολυτέλεια να την κάνεις να θυμώσει, ούτε και να την καταδιώξεις». Η αλήθεια ήταν πως δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να καταδιώξει την Κάντσουεϊν, ούτε καν πενήντα Μυρντράαλ και χίλιοι Τρόλοκ, αλλά δεν είχε μεγάλη διαφορά.
Το βλέμμα του Ραντ πήρε μια απόκοσμη χροιά, και μια στιγμή αργότερα κούνησε το κεφάλι του. «Για ποιον λόγο να ακούω έναν παράφρονα;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του σχεδόν. Μα το Φως, πράγματι πίστευε πως ο Λουζ Θέριν Τέλαμον μιλούσε μέσα στο κεφάλι του; «Δώσε την εντύπωση σε κάποιον ότι τον έχεις ανάγκη, Μιν, και θα το εκμεταλλευτεί στο έπακρο. Θα σου βάλει λαιμαριά και θα σε σέρνει όπου θέλει. Εγώ δεν προτίθεμαι να βάλω καπίστρι στον λαιμό μου, ούτε για τις Άες Σεντάι ούτε για κανέναν άλλον!» Οι γροθιές του ξεσφίχτηκαν αργά. «Εσύ είσαι αυτή που χρειάζομαι, Μιν», είπε απλά. «Όχι για τις εικόνες. Απλώς σε έχω ανάγκη».
Που να καιγόταν, μπορούσε να της τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια χρησιμοποιώντας μερικές λέξεις μονάχα!
Με ένα χαμόγελο εξίσου ανυπόμονο με το δικό της, άδραξε την κάτω μεριά της πουκαμίσας του και με τα δύο χέρια κι άρχισε να την τραβάει πάνω από το κεφάλι του. Η γυναίκα σταύρωσε τα δάχτυλά της πάνω στο στομάχι της κι έγειρε πίσω να παρακολουθήσει.
Οι τρεις Κόρες που προέλασαν στο δωμάτιο δεν φορούσαν πια το σούφα που κάλυπτε τα κοντοκομμένα μαλλιά τους στον διάδρομο. Μπήκαν μέσα με άδεια χέρια, χωρίς να έχουν επάνω τους αυτά τα μαχαίρια της ζώνης με τις πλατιές λάμες. Αυτές ήταν οι μόνες λεπτομέρειες που μπόρεσε να παρατηρήσει η Μιν.
Το κεφάλι και τα χέρια του Ραντ εξακολουθούσαν να είναι μέσα στην πουκαμίσα του, κι η Σομάρα, ξανθωπή και ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, άρπαξε το λευκό λινό και το έκανε ένα κουβάρι, παγιδεύοντάς τον. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, τον κλώτσησε ανάμεσα στα πόδια. Με μια πνιχτή κραυγή, ο άντρας έσκυψε μπροστά τρικλίζοντας.
Η Νεσάιρ με τα φλογερά μαλλιά, αρκετά όμορφη παρά τα άσπρα σημάδια στα ηλιοκαμένα της μάγουλα, βύθισε τη γροθιά της στο δεξί του πλευρό, αρκετά δυνατά για να τον κάνει να παραπατήσει πλάγια.
Βγάζοντας ένα ουρλιαχτό, η Μιν πήδησε από το κρεβάτι. Δεν είχε ιδέα τι είδους τρέλα ήταν αυτή που συνέβαινε εδώ, ούτε να υποθέσει μπορούσε. Ένα από τα μαχαίρια της γλίστρησε με μια απαλή κίνηση από το μανίκι της κι η γυναίκα έπεσε πάνω στις Κόρες φωνάζοντας: «Βοήθεια! Ω, Ραντ! Κάποιος να βοηθήσει!» Τουλάχιστον, αυτό προσπάθησε να φωνάξει.
Η τρίτη Κόρη, η Ναντέρα, στράφηκε σαν φίδι κι η Μιν βρέθηκε με ένα πόδι να της πιέζει το στομάχι. Ξεφύσησε αγκομαχώντας. Τα μαχαίρια ξεπετάχτηκαν από τα μουδιασμένα της χέρια και, κάνοντας μια τούμπα, απόφυγε τη γκρίζα μπότα της Κόρης και προσγειώθηκε στη ράχη της, τόσο δυνατά που αισθάνθηκε τον ελάχιστο αέρα που της είχε απομείνει να βγαίνει από τα πνευμόνια της. Πάσχιζε να κινηθεί, πάσχιζε να αναπνεύσει —να καταλάβει τι συνέβαινε!— αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κάθεται εκεί και να παρακολουθεί.
Οι τρεις γυναίκες ήταν αρκετά... επιμελείς. Η Νεσάιρ με τη Ναντέρα γρονθοκοπούσαν με τις γροθιές τους τον Ραντ, ενώ η Σομάρα τον κρατούσε σκυφτό και μπουρδουκλωμένο μέσα στην πουκαμίσα του. Ξανά και ξανά χτυπούσαν με μελετημένες κινήσεις τη σκληρή κοιλιά του Ραντ, καθώς και το δεξί του πλευρό. Η Μιν θα γελούσε υστερικά, αν της είχε απομείνει αέρας στα πνευμόνια. Προσπαθούσαν να τον ξεκάνουν με χτυπήματα, αποφεύγοντας επιμελώς να χτυπήσουν την περιοχή κοντά στο ευαίσθητο στρογγυλό σημάδι στην αριστερή του πλευρά, με τη μισογιατρεμένη χαρακιά που το διέτρεχε.
Γνώριζε πολύ καλά πόσο σκληροτράχηλο και δυνατό ήταν το κορμί του Ραντ, αλλά ποιος θα άντεχε σε τέτοιο σφυροκόπημα; Τα γόνατά του λύγισαν αργά, κι όταν ακούμπησαν στις πλάκες του δαπέδου η Ναντέρα κι η Νεσάιρ έκαναν πίσω. Ένευσαν κι οι δύο, κι η Σομάρα χαλάρωσε το κράτημα στην πουκαμίσα του Ραντ. Ο άντρας έπεσε μπρούμυτα. Τον άκουγε που πάσχιζε να πάρει ανάσα, να συγκρατήσει τους γογγυσμούς που ανέβαιναν στο λαρύγγι του παρά τις προσπάθειές του. Η Σομάρα γονάτισε και του κατέβασε την πουκαμίσα σχεδόν διακριτικά. Ο Ραντ απέμεινε εκεί, με το μάγουλό του ακουμπισμένο στο πάτωμα και τα μάτια γουρλωμένα, παλεύοντας να ανασάνει.
Η Νεσάιρ έσκυψε, άρπαξε μια τούφα μαλλιά και τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Το κάναμε δικαιωματικά», γρύλλισε, «αλλά κάθε Κόρη επιθυμεί να απλώσει χέρι επάνω σου. Εξαιτίας σου εγκατέλειψα τη φυλή μου, Ραντ αλ’Θόρ. Δεν θα σου επιτρέψω να με φτύσεις!»
Η Σομάρα έκανε μια κίνηση με το χέρι της σαν να ήθελε να παραμερίσει τα μαλλιά από το πρόσωπό του, κι έπειτα το αποτράβηξε. «Έτσι περιποιούμαστε έναν πρωταδελφό που μας ατιμάζει, Ραντ αλ’Θόρ», είπε με σταθερή φωνή. «Την πρώτη φορά. Τη δεύτερη θα χρησιμοποιήσουμε λουριά».
Η Ναντέρα στάθηκε πάνω από τον Ραντ με τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς της και με έκφραση πέτρινη. «Έχεις την τιμή να αποκαλείσαι Φαρ Ντάραϊς Μάι, γιέ Κόρης», είπε με θλιβερή φωνή. «Υποσχέθηκες πως θα μας καλούσες να χορέψουμε τα δόρατα για χάρη σου, κι έπειτα πήγες στη μάχη και μας άφησες πίσω. Μην το ξανακάνεις αυτό».
Πέρασε από πάνω του για να βγει έξω, κι οι άλλες δύο την ακολούθησαν. Μονάχα η Σομάρα έριξε μια ματιά προς τα πίσω, και μπορεί να υπήρχε μια υπόνοια οίκτου στη ματιά της αλλά όχι και στη φωνή της όταν είπε: «Μη μας αναγκάσεις να ξανακάνουμε κάτι τέτοιο, γιε Κόρης».
Ο Ραντ είχε καταφέρει να στηριχθεί στα χέρια και στα γόνατα μέχρι να συρθεί η Μιν προς το μέρος του. «Θα πρέπει να είναι τρελές», έκρωξε. Μα το Φως, πόσο πονούσαν τα πλευρά της! «Ο Ρούαρκ θα...!» Δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να κάνει ο Ρούαρκ. Όχι πολλά, πάντως. «Η Σορίλεα». Η Σορίλεα θα τις σταύρωνε, έτσι για αρχή! «Όταν θα της το αναφέρουμε...»
«Δεν θα αναφέρουμε τίποτα σε κανέναν», είπε ο Ραντ. Ακουγόταν σαν να είχε ξαναβρεί την ανάσα του, αν κι η ματιά του εξακολουθούσε να τρεμοπαίζει ελαφρά. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; «Έχουν δικαίωμα. Το κέρδισαν με την αξία τους».
Η Μιν αναγνώρισε αυτόν τον τόνο. Όταν ένας άντρας αποφάσιζε να πεισμώσει, ήταν ικανός να κάτσει πάνω σε τσουκνίδες και να σου αρνηθεί κατάμουτρα ότι του τσιμπούσαν τα πισινά! Αισθάνθηκε σχεδόν ευχαριστημένη που τον άκουσε να γογγύζει καθώς τον βοηθούσε να σταθεί στα πόδια του ή, εν πάση περιπτώσει, καθώς βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Αν είχε σκοπό να παραμείνει ξεροκέφαλος, τότε άξιζε μερικούς μώλωπες!
Ξάπλωσε αναπαυτικά στο κρεβάτι, ακουμπώντας στα στοιβαγμένα μαξιλάρια, κι αυτή χώθηκε πλάι του. Άλλες προσδοκίες είχε, αλλά ήταν σίγουρη πως όλο και κάτι θα γινόταν.
«Δεν περίμενα να χρησιμοποιήσω κατ’ αυτόν τον τρόπο το κρεβάτι», μουρμούρισε. Η Μιν δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον υποτίθεται ότι έπρεπε να τον ακούει.
Γέλασε. «Πολύ το απολαμβάνω που με κρατάς όπως την... την άλλη». Παραδόξως, της χαμογέλασε, λες κι ήξερε πως του έλεγε ψέματα. Η Θεία της, η Μίρεν, ισχυριζόταν πως επρόκειτο για ένα από τα τρία ψέματα που θα πίστευε ένας άντρας ότι του λέει μια γυναίκα.
«Αν σας διακόπτω», ακούστηκε μια ψυχρή γυναικεία φωνή από την είσοδο, «μπορώ να επιστρέψω σε πιο κατάλληλη στιγμή».
Η Μιν τινάχτηκε μακριά από τον Ραντ λες και κάτι την είχε τσουρουφλίσει, αλλά όταν αυτός την τράβηξε ξανά κοντά του, αφέθηκε επάνω του. Αναγνώρισε την Άες Σεντάι που στεκόταν στην είσοδο, μία πλαδαρή μικροκαμωμένη Καιρχινή, με τέσσερις λεπτές χρωματιστές λωρίδες που διέσχιζαν το πληθωρικό της στήθος, και λευκές σχισμές στη σκούρα της φούστα. Η Ντάιγκιαν Μοσενέιλιν ήταν μια από τις αδελφές που είχαν έρθει μαζί με την Κάντσουεϊν. Και, σύμφωνα με τη γνώμη της Μιν, ήταν εξίσου αυταρχική με την ίδια την Κάντσουεϊν.
«Έτσι κάνουν στο χωριό σου;» τη ρώτησε τεμπέλικα ο Ραντ. «Όποια κι αν είσαι, δεν σε έμαθαν πως πρέπει να χτυπάς πρώτα;» Η Μιν αντιλήφθηκε πως οι μυώνες στο μπράτσο που την κρατούσαν είχαν σκληρύνει σαν βράχοι.
Η φεγγαρόπετρα που ταλαντευόταν στο μέτωπο της Ντάιγκιαν, πάνω σε μια λεπτή ασημένια αλυσίδα, μετακινήθηκε καθώς η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της αργά. Προφανέστατα, δεν ήταν διόλου ευχαριστημένη. «Η Κάντσουεϊν Σεντάι έλαβε το αίτημά σου», είπε με φωνή ακόμα πιο ψυχρή από πριν, «και μου ζήτησε να μεταβιβάσω τη συγγνώμη της. Επιθυμεί διακαώς να ολοκληρώσει το κέντημα πάνω στο οποίο δουλεύει. Ίσως μπορέσει να σε συναντήσει κάποια άλλη μέρα. Αν έχει χρόνο».
«Έτσι είπε;» ρώτησε ο Ραντ κι η φωνή του πήρε μια επικίνδυνη χροιά.
Η Ντάιγκιαν ρουθούνισε περιφρονητικά. «Σε αφήνω να συνεχίσεις... ό,τι έκανες». Η Μιν αναρωτήθηκε αν θα επιχειρούσε ποτέ να χαστουκίσει μια Άες Σεντάι. Η Ντάιγκιαν την κοίταξε παγερά, σαν να άκουσε τη σκέψη της, και στράφηκε να βγει από το δωμάτιο.
Ο Ραντ σηκώθηκε βρίζοντας πνιχτά. «Να πεις στην Κάντσουεϊν να πάει στο Χάσμα του Χαμού!» φώναξε πίσω από την αδελφή που απομακρυνόταν. «Που να σαπίσει!»
«Δεν έχει νόημα, Ραντ», αναστέναξε η Μιν. Τα πράγματα γίνονταν δυσκολότερα απ’ όσο φανταζόταν. «Εσύ έχεις ανάγκη την Κάντσουεϊν, όχι εκείνη εσένα».
«Έτσι λες;» τη ρώτησε μαλακά κι η Μιν αναρίγησε. Νόμιζε πως η φωνή του είχε πάρει επικίνδυνη χροιά προηγουμένως, αλλά τώρα ακουγόταν ακόμα πιο επικίνδυνη.
Ο Ραντ ετοιμάστηκε επιμελώς, φορώντας ξανά το πράσινο πανωφόρι του, κι έστειλε τη Μιν να παραδώσει κάποια μηνύματα στις Κόρες. Αυτό, αν μη τι άλλο, μπορούσαν να το κάνουν. Η δεξιά του πλευρά πονούσε όσο κι οι πληγές στην αριστερή, κι αισθανόταν την κοιλιά του λες και τον είχαν κοπανήσει με σανίδα. Τους το είχε υποσχεθεί. Άδραξε το σαϊντίν μόλις βρέθηκε μόνος στην κρεβατοκάμαρα, απρόθυμος να επιτρέψει ακόμα και στη Μιν να τον δει να αποτυγχάνει ξανά. Μπορούσε, τουλάχιστον, να βρει τρόπο να την κρατήσει ασφαλή, αλλά πώς να νιώσει ασφάλεια η γυναίκα, όταν τον έβλεπε να παραπαίει; Έπρεπε να φανεί δυνατός για το δικό της καλό, για όλο τον κόσμο. Το κουβάρι των συναισθημάτων, που αποτελούσαν την Αλάνα και τον τριβέλιζαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, του θύμιζε το τίμημα της απροσεξίας. Εκείνη τη στιγμή, η Αλάνα ήταν κατηφής. Θα πρέπει να είχε φέρει στα άκρα κάποια Σοφή γιατί, ακόμα και στην περίπτωση που καθόταν στο συμβούλιο, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική.
«Εξακολουθώ να πιστεύω πως πρόκειται για τρέλα, Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Μιν καθώς ο άντρας τοποθετούσε προσεκτικά την Κορώνα από Ξίφη στο κεφάλι του. Δεν είχε καμιά όρεξη να τον τρυπήσουν ξανά αυτές οι μικροσκοπικές λάμες. «Με ακούς; Τέλος πάντων, αν σκοπεύεις να συνεχίσεις με αυτό το σχέδιο, είμαι μαζί σου. Παραδέχτηκες ότι με χρειάζεσαι, και τώρα με έχεις ανάγκη περισσότερο από ποτέ!» Βρισκόταν σε πλήρη εγρήγορση· οι γροθιές της ακουμπούσαν στους γοφούς της, το πόδι της χτυπούσε νευρικά το πάτωμα κι η ματιά της άστραφτε.
«Θα μείνεις εδώ», της απάντησε ο Ραντ σταθερά. Δεν ήταν ακόμα σίγουρος τι σκόπευε να κάνει —όχι εντελώς, δηλαδή— και δεν ήθελε με τίποτα να τον δει να αποτυγχάνει, πράγμα για το οποίο φοβόταν πολύ. Ωστόσο, περίμενε να ξεσπάσει κάποια λογομαχία.
Η γυναίκα τον κοίταξε συνοφρυωμένη, κι έπαψε να χτυπάει νευρικά το πάτωμα με το πόδι της. Η έκλαμψη οργής στα μάτια της έσβησε και μεταβλήθηκε σε ανησυχία, η οποία εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. «Ε, λοιπόν, υποθέτω πως είσαι αρκετά μεγάλος για να μην έχεις ανάγκη να σε πάρουν από το χεράκι, βοσκέ. Εξάλλου, εγώ είμαι αυτή που μένω πίσω στα διαβάσματά μου».
Έπεσε βαριά σε κάποιο από τα ψηλά, επιχρυσωμένα καθίσματα, σταύρωσε τα πόδια κάτω από το κορμί της και πήρε ξανά στα χέρια της το βιβλίο που διάβαζε όταν ο Ραντ μπήκε μέσα. Μέσα σε λίγα λεπτά, έμοιαζε εντελώς απορροφημένη στη σελίδα που είχε μπροστά της.
Ο Ραντ ένευσε. Αυτό ήταν που ήθελε. Τη Μιν αφημένη εδώ, ασφαλή. Ωστόσο, δεν ήταν ανάγκη να τον αγνοήσει τόσο προκλητικά.
Έξι Κόρες κάθονταν οκλαδόν στον διάδρομο, έξω από την πόρτα του. Τον κοίταξαν βαριεστημένα, χωρίς να πουν κουβέντα, ενώ το βλέμμα της Ναντέρα ήταν το πιο βαριεστημένο απ’ όλα, αν και της Σομάρα και της Νεσάιρ δεν υπολείπονταν διόλου. Πίστευε πως η Νεσάιρ ήταν μία Σάιντο. Έπρεπε να την προσέχει πολύ.
Οι Άσα’μαν τον περίμεναν κι αυτοί —ενώ ο Λουζ Θέριν μουρμούριζε καταχθόνια μέσα στο κεφάλι του Ραντ σχετικά με σκοτωμούς— όλοι εκτός από τον Ναρίσμα, έχοντας τον Δράκοντα στο πέτο, όπως επίσης και το Ξίφος. Έδωσε μια κοφτή διαταγή στον Ναρίσμα να φρουρεί τα διαμερίσματά του, κι ο άντρας χαιρέτησε με μια απότομη κίνηση, ενώ αυτά τα σκοτεινά, μεγάλα του μάτια έβλεπαν πολλά κι έμοιαζαν ελαφρώς να τον κατηγορούν. Ο Ραντ δεν πίστευε πως οι Κόρες θα έστρεφαν τη δυσαρέσκειά τους στη Μιν, αλλά δεν το ρίσκαρε κιόλας. Μα το Φως, είχε αποκαλύψει τα πάντα στον Ναρίσμα σχετικά με τις παγίδες που είχε υφάνει στην Πέτρα, όταν είχε στείλει τον άντρα να φέρει το Καλαντόρ. Αυτός ο άνθρωπος φανταζόταν διάφορα. Που να καιγόταν, δεν μπορούσε να πάρει τόσο τρελό ρίσκο.
Μην εμπιστεύεσαι ποτέ τους τρελούς. Ο Λουζ Θέριν έμοιαζε να το διασκεδάζει κι ακουγόταν μάλλον παράφρονας. Οι πληγές στα πλευρά του Ραντ πάλλονταν κι αυτός ο παλμός έμοιαζε να συνηχεί με μια μακρινή αίσθηση πόνου.
«Δείξτε μου πού μπορώ να βρω την Κάντσουεϊν», πρόσταξε. Η Ναντέρα σηκώθηκε όρθια με μια ανάλαφρη κίνηση και ξεκίνησε δίχως να ρίξει ματιά πίσω της. Ο Ραντ την ακολούθησε κι οι υπόλοιποι κίνησαν ξοπίσω του, ο Ντασίβα κι ο Φλιν, ο Μορ κι ο Χόπγουιλ. Καθώς προχωρούσαν, τους έδινε βιαστικές οδηγίες. Ο Φλιν —αν είναι δυνατόν— έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Ραντ τον έβαλε στη θέση του. Η ώρα δεν ήταν κατάλληλη για να κιοτέψει. Ο Ραντ περίμενε πως ο γκριζαρισμένος, πάλαι ποτέ Φρουρός, θα ήταν ο τελευταίος που θα έκανε κάτι τέτοιο. Με τον Μορ ή τον Χόπγουιλ, τα πράγματα ήταν αλλιώς. Μπορεί το βλέμμα τους να μην έλαμπε, αλλά ήταν ακόμα αρκετά νεαροί κι άμυαλοι. Ο Φλιν όμως όχι. Οι μαλακές μπότες της Ναντέρα ήταν αθόρυβες. Ο βηματισμός τους αντανακλώνταν στην ψηλή αψιδωτή οροφή, κάνοντας οποιονδήποτε είχε έστω και μία σκιά λογικής να τρομάξει και να το βάλει στα πόδια. Οι πληγές του πάλλονταν.
Και το τελευταίο άτομο που κατοικούσε στο Παλάτι του Ήλιου γνώριζε πια εξ όψεως τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όπως γνώριζε επίσης και ποιοι ήταν αυτοί οι μαυροντυμένοι άντρες. Υπηρέτες με μαύρες λιβρέες έκαναν βαθιές υποκλίσεις κι έσπευδαν να απομακρυνθούν. Οι περισσότεροι ευγενείς πάσχιζαν να βρεθούν όσο πιο μακρά γινόταν από τους πέντε άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης, προφασιζόμενοι επείγουσες δουλειές. Η Άιλιλ τους παρακολουθούσε να περνούν με μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό της. Η Αναγιέλα χαζογελούσε, φυσικά, αλλά όταν ο Ραντ έριξε μια ματιά προς τα πίσω την είδε να κοιτάει προς το μέρος του, κι η έκφραση του προσώπου της συναγωνιζόταν αυτό της Ναντέρα. Ο Μπέρτομ χαμογέλασε καθώς γονυπετούσε, ένα χαμόγελο σκοτεινό, χωρίς ίχνος κεφιού ή χαράς.
Η Ναντέρα δεν μίλησε ούτε όταν έφθασαν στον προορισμό τους, απλώς έδειξε με ένα από τα δόρατά της προς τη μεριά μιας κλειστής πόρτας, έκανε μεταβολή και πήρε τον δρόμο από τον οποίο είχαν έρθει. Ο Καρ’α’κάρν έμεινε μόνος, δίχως καμιά Κόρη να τον φρουρεί. Άραγε, πίστευαν πως τέσσερις Άσα’μαν ήταν αρκετοί για την ασφάλειά του; Ή μήπως η αναχώρησή της ήταν άλλη μια ένδειξη δυσαρέσκειας;
«Κάντε ό,τι σας είπα», είπε ο Ραντ.
Ο Ντασίβα τινάχτηκε σαν να συνήλθε εκείνη τη στιγμή κι άδραξε την Πηγή. Η πλατιά πόρτα, σκαλισμένη με κάθετες γραμμές, άνοιξε με πάταγο εξαιτίας μιας ροής Αέρα. Οι υπόλοιποι τρεις άδραξαν το σαϊντίν κι ακολούθησαν τον Ντασίβα στο εσωτερικό με πρόσωπα βλοσυρά.
«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας», έλεγε η ηχηρή φωνή του Ντασίβα, μεγεθυσμένη ελαφρά από τη Δύναμη, «ο Βασιλιάς του Ίλιαν, ο Άρχοντας του Πρωινού, έρχεται να προϋπαντήσει αυτή τη γυναίκα, την Κάντσουεϊν Μελάιντριν».
Ο Ραντ προχώρησε στο εσωτερικό και στάθηκε ισιώνοντας την ψηλή κορμοστασιά του. Δεν αναγνώρισε την ύφανση του Ντασίβα, αλλά η ατμόσφαιρα έμοιαζε να βομβίζει από απειλή, από κάτι αδυσώπητο που πλησίαζε ολοένα.
«Σου έστειλα μήνυμα, Κάντσουεϊν», είπε ο Ραντ. Δεν είχε χρησιμοποιήσει υφάνσεις. Η φωνή του ήταν σκληρή και σταθερή, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια.
Η Πράσινη αδελφή που θυμόταν καθόταν δίπλα σε ένα μικρό τραπέζι με ένα κεντητό τσέρκι στα χέρια της και με ένα ανοικτό καλάθι στην γυαλισμένη επιφάνεια του τραπεζιού, από τα διαχωριστικά τμήματα του οποίου ξεπετάγονταν ματσάκια ζωηρόχρωμων κλωστών. Ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν· εκείνο το εξουσιαστικό πρόσωπο με τον σκούρο γκρίζο κότσο στην κορυφή, στολισμένο με μικρά χρυσόψαρα, πουλιά, αστέρια και φεγγαράκια που ταλαντεύονταν. Τα σκούρα μάτια φάνταζαν κατάμαυρα πάνω στο όμορφο πρόσωπο. Ψυχρά, σοβαρά μάτια. Ο Λουζ Θέριν άφησε μια γοερή κραυγή κι εξαφανίστηκε μόλις την αντίκρισε.
«Λοιπόν», είπε η γυναίκα αφήνοντας στο τραπέζι το κεντητό τσέρκι, «θα έλεγα ότι περίμενα κάτι καλύτερο. Απ’ όσα έχω ακούσει για σένα, αγόρι μου, το λιγότερο που περίμενα ήταν να εισέλθεις εν μέσω κωδωνοκρουσιών, κάτω από τον ήχο σαλπίγγων και βεγγαλικών που να φωτίζουν τους ουρανούς». Παρατήρησε γαλήνια τους πέντε άντρες με τα πέτρινα πρόσωπα και με την ικανότητα της διαβίβασης, αρκετοί για να κάνουν οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι να μορφάσει. Εξίσου γαλήνια, ατένισε και τον Αναγεννημένο Δράκοντα. «Ελπίζω πως κάποιος από σας θα κάνει έστω και μία ταχυδακτυλουργία», είπε. «Ή θα καταπιεί φλόγες. Ανέκαθεν μου άρεσε να παρακολουθώ αοιδούς να καταπίνουν φωτιά».
Ο Φλιν γέλασε πριν προλάβει να συγκρατηθεί, και το γέλιο του έμοιαζε με γάβγισμα. Πέρασε τα δάχτυλά του σαν τσουγκράνα μέσα από τον θύσανο των μαλλιών του και φάνηκε να παλεύει να καταπνίξει τη θυμηδία του. Ο Μορ με τον Χόπγουιλ αντάλλαξαν αινιγματικά βλέμματα, κάπως οργισμένα. Ο Ντασίβα χαμογέλασε δυσάρεστα κι η ύφανση που είχε φτιάξει έγινε ισχυρότερη, μέχρι που ο Ραντ αισθάνθηκε την ανάγκη να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, για να δει αν κάτι ορμούσε προς το μέρος του.
«Σου αρκεί που γνωρίζεις ότι είμαι αυτός που είμαι», της είπε. «Ντασίβα, κι όλοι οι υπόλοιποι, περιμένετε έξω».
Ο Ντασίβα άνοιξε το στόμα του, σαν να ήθελε να διαμαρτυρηθεί. Αυτό δεν ήταν μέρος των οδηγιών του Ραντ, αλλά δεν είχαν σκοπό να φοβίσουν υπερβολικά τη γυναίκα με αυτόν τον τρόπο. Ο άντρας βγήκε έξω, μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια του. Ο Χόπγουιλ κι ο Μορ απομακρύνθηκαν κι αυτοί πρόθυμα, λοξοκοιτώντας την Κάντσουεϊν. Ο Φλιν ήταν ο μόνος που αποχώρησε αξιοπρεπώς, παρά το ότι κούτσαινε. Ωστόσο, εξακολουθούσε να φαίνεται πως το διασκεδάζει!
Ο Ραντ διαβίβασε, και μια βαριά πολυθρόνα με σκάλισμα που απεικόνιζε μια λεοπάρδαλη ανασηκώθηκε από το σημείο που βρισκόταν κι αιωρήθηκε στον αέρα, στριφογυρνώντας και κάνοντας τούμπες, πριν προσγειωθεί μαλακά σαν φτερό μπροστά στην Κάντσουεϊν. Την ίδια στιγμή μια βαριά ασημένια κανάτα αιωρήθηκε μακριά από ένα μακρύ τραπέζι σκεπασμένο με τραπεζομάντιλο στην άλλη άκρη του δωματίου, αφήνοντας ένα ηχηρό σφύριγμα καθώς ζεσταινόταν ξαφνικά. Ατμός ξεπετάχτηκε από την κορυφή της κι η κανάτα αναποδογύρισε, γυρνώντας γύρω-γύρω σαν αργή σβούρα, ενώ μια ασημένια κούπα έσπευσε να γεμίσει με το σκούρο ρευστό.
«Πολύ ζεστό μού φαίνεται», είπε ο Ραντ, και τα πλαίσια από τις τζαμαρίες τινάχτηκαν από τα ψηλά στενά παράθυρα. Οι χιονονιφάδες στροβιλίστηκαν στις παγωμένες ριπές του αέρα, κι η κούπα πέταξε ψηλά και βγήκε από ένα παράθυρο, επανερχόμενη κατόπιν στο χέρι του καθώς ο Ραντ καθόταν στην πολυθρόνα. Για να δούμε πόσο ήρεμη μπορούσε να παραμείνει έχοντας απέναντι της έναν παράφρονα να την κοιτάει. Το σκούρο υγρό ήταν τσάι που είχε βράσει κι είχε γίνει πολύ δυνατό και πικρό, τόσο που τον έκανε να σφίγγει τα δόντια του. Τώρα όμως ήταν ικανοποιητικά ζεστό. Η επιδερμίδα του ανατρίχιασε καθώς οι ριπές του ανέμου ωρύονταν στο δωμάτιο, κάνοντας τις ταπετσαρίες να ανεμίζουν πάνω στους τοίχους, αλλά αυτός βρισκόταν στο Κενό, πολύ μακριά, και το δέρμα αυτό ανήκε σε κάποιον άλλον.
«Η Δάφνινη Κορώνα είναι ωραιότερη από πολλές άλλες», είπε η Κάντσουεϊν με ένα ελαφρό χαμόγελο. Τα στολίδια των μαλλιών της ταλαντεύονταν όποτε φυσούσε αέρας, και μικρά τσουλούφια ξεπετάγονταν από τον κότσο της, αλλά το μόνο που την ένοιαζε ήταν να πιάσει το κεντητό της τσέρκι πριν το παρασύρει ο άνεμος από το τραπέζι. «Προτιμώ αυτό το όνομα. Αλλά μην περιμένεις από μένα να εντυπωσιαστώ με τις κορώνες. Φίλησα κατουρημένες ποδιές δύο βασιλιάδων και τριών βασιλισσών. Όπως καταλαβαίνεις, μόλις τελείωσα μαζί τους δεν ήταν πια κυβερνήτες του τόπου ούτε για μια μέρα, αλλά κατάφερα και τους τράβηξα την προσοχή. Να γιατί δεν με εντυπωσιάζουν οι κορώνες».
Ο Ραντ χαλάρωσε. Το τρίξιμο των δοντιών δεν βοηθούσε καθόλου. Γούρλωσε τα μάτια του, ελπίζοντας να μοιάζει παράφρονας κι όχι απλά έξαλλος. «Οι πιο πολλές Άες Σεντάι αποφεύγουν το Παλάτι του Ήλιου», της είπε. «Εκτός από αυτές που έχουν ορκιστεί πίστη σε μένα κι από τις αιχμάλωτες». Μα το Φως, τι θα έκανε με δαύτες; Όσο οι Σοφές τις κρατούσαν μακριά του όλα πήγαιναν καλά.
«Οι Αελίτες φαίνεται να νομίζουν ότι μπορώ να πηγαινοέρχομαι όπως μου αρέσει», είπε η γυναίκα αδιάφορα, κοιτώντας το τσέρκι που κρατούσε στα χέρια της, λες κι είχε υπ’ όψιν της να πιάσει ξανά το εργόχειρο. «Τέτοιου είδους επουσιώδη ζητήματα όλο και βοηθούν να δοθώ σε κανένα αγόρι. Αν και δυσκολεύομαι να κατανοήσω για ποιον λόγο θα το θεωρούσε κάποιος άξιο, εκτός από τη μητέρα του».
Ο Ραντ κατέβαλε κι άλλη προσπάθεια να μην τρίξει τα δόντια του. Αυτή η γυναίκα όντως του είχε σώσει τη ζωή. Η συμφωνία περιελάμβανε αυτήν, τον Ντάμερ Φλιν και κάμποσους άλλους ακόμα, μαζί με τη Μιν. Ωστόσο, χρωστούσε κάτι ακόμα στην Κάντσουεϊν. Που να καεί. «Επιθυμώ να γίνεις σύμβουλός μου. Είμαι Βασιλιάς του Ίλιαν τώρα πια, κι οι βασιλιάδες έχουν συμβούλους Άες Σεντάι».
Η γυναίκα κοίταξε αποπεμπτικά το στέμμα του. «Όχι βέβαια. Μια σύμβουλος είναι αναγκασμένη πολύ συχνά να βλέπει να γίνονται όλα άνω κάτω εξαιτίας των συμβουλών της, κι αυτό δεν μου ταιριάζει καθόλου. Επιπλέον, πρέπει να παίρνει διαταγές, κάτι στο οποίο είμαι ιδιαίτερα κακή. Δεν υπάρχει καμιά άλλη να κάνει αυτή τη δουλειά; Η Αλάνα, ίσως;»
Ασυναίσθητα, ο Ραντ σηκώθηκε κι ίσιωσε το κορμί του. Γνώριζε, άραγε, για τον δεσμό; Η Μεράνα είχε πει πως ήταν πολύ δύσκολο να της κρατήσεις μυστικά. Όχι. Θα τον απασχολούσε αργότερα κατά πόσον οι «πιστές» του Άες Σεντάι τα μαρτυρούσαν όλα στην Κάντσουεϊν. Μα το Φως, μακάρι να έκανε για μια φορά λάθος η Μιν, κάτι που θεωρούσε εξαιρετικά απίθανο. «Εγώ...» Αδυνατούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να της πει ότι την είχε ανάγκη, διστάζεις! «Κι αν δεν ήταν απαραίτητο να πάρεις κάποιον όρκο;»
«Τότε, υποθέτω πως κάτι μπορεί να γίνει», είπε η γυναίκα γεμάτη αμφιβολία, κοιτώντας το καταραμένο το πλέξιμο της. Τον κοίταξε κατάματα, συλλογισμένη. «Ακούγεσαι... ανήσυχος. Δεν μου αρέσει να λέω σε έναν άντρα ότι είναι τρομαγμένος, ακόμα κι αν έχει λόγο να είναι. Ανησυχείς για μια αδελφή που σε παγίδεψε, επειδή δεν κατάφερες να την εξημερώσεις, κάνοντάς την σκυλάκι; Για να δούμε. Μπορώ να σου υποσχεθώ μερικά πράγματα. Ίσως έτσι ηρεμήσεις λίγο. Θεωρώ ότι θα με ακούσεις, φυσικά —κάνε με να χάσω τον χρόνο μου και θα το μετανιώσεις πικρά— αλλά δεν μπορώ να σε αναγκάσω να κάνεις αυτό που θέλω. Επίσης, δεν έχω υπομονή με όσους μου λένε ψέματα —να κάτι άλλο που θα θεωρήσεις μάλλον άβολο— αλλά δεν περιμένω να μου πεις και τα βαθύτερα μυστικά της καρδιάς σου. Α, ναι. Ό,τι κι αν κάνω θα είναι για το δικό σου καλό, όχι για το δικό μου, ούτε για το καλό του Λευκού Πύργου, αποκλειστικά για το δικό σου. Λοιπόν, νιώθεις κάπως λιγότερο φοβισμένος τώρα; Συγγνώμη, λιγότερο ανήσυχος ήθελα να πω».
Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να γελάσει και την κοίταξε. «Σε μαθαίνουν πώς να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε απαιτητικά. «Εννοώ, πώς να κάνεις μια υπόσχεση να φαντάζει σαν απειλή».
«Α, κατάλαβα. Εσύ θέλεις κανόνες, όπως και τα περισσότερα αγόρια, άσχετα από το τι λένε. Πολύ καλά. Για να δούμε. Δεν αντέχω την αγένεια, πράγμα που σημαίνει πως θα είσαι εξαιρετικά ευγενικός απέναντί μου, απέναντι στους φίλους μου και στους φιλοξενούμενούς μου. Σε περίπτωση που δεν κατάλαβες, αυτό σημαίνει πως δεν θα διαβιβάσεις κι ότι θα κρατάς την ψυχραιμία σου, αυτό κι αν είναι αξιομνημόνευτο. Ο κανόνας περιλαμβάνει και τους... συντρόφους σου με τα μαύρα πανωφόρια. Θα είναι κρίμα να σε ξυλοφορτώσω για κάποιο δικό τους λάθος. Φτάνουν αυτά; Αν χρειαστεί, μπορώ να συνεχίσω».
Ο Ραντ ακούμπησε την κούπα του πλάι στο κάθισμα. Το τσάι είχε κρυώσει κι ήταν πικρό. Το χιόνι είχε αρχίσει να σωρεύεται σε μάζες κάτω από τα παράθυρα. «Υποτίθεται πως εγώ θα τρελαινόμουν, Άες Σεντάι, αλλά βλέπω πως εσύ ήδη πρόλαβες». Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Ελπίζω πως δεν προσπάθησες να κάνεις χρήση του Καλαντόρ», είπε αυτάρεσκα πίσω του. «Άκουσα πως χάθηκε από την Πέτρα. Μπορεί να κατάφερες να δραπετεύσεις την πρώτη φορά, αλλά δεν σημαίνει πως θα τα καταφέρεις και τη δεύτερη».
Ο Ραντ κοντοστάθηκε και στράφηκε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Η γυναίκα έσπρωχνε αυτή την καταραμένη βελόνα μέσα από το ύφασμα που είχε απλώσει στο τσέρκι της! Ο άνεμος σφύριζε και το χιόνι στροβιλιζόταν γύρω της, αλλά αυτή ούτε καν ανασήκωσε το κεφάλι της. «Τι εννοείς όταν λες ότι κατάφερα να δραπετεύσω;»
«Τι πράγμα;» Εξακολουθούσε να μην τον κοιτάει. «Α, ελάχιστοι είναι αυτοί, ακόμα και μέσα στον Πύργο, που γνωρίζουν τι ήταν το Καλαντόρ πριν το τραβήξεις, αλλά υπάρχουν μερικά εκπληκτικά πράγματα κρυμμένα στις μουχλιασμένες γωνιές της Βιβλιοθήκης του Πύργου. Τα ξεσκάλισα λίγα χρόνια πριν, όταν μου δημιουργήθηκε για πρώτη φορά η υποψία ότι βύζαινες ακόμα από το στήθος της μάνας σου. Λίγο πριν αποφασίσω να αποσυρθώ. Τα μωρά είναι μεγάλη φασαρία και δεν είχα ιδέα πώς να σε βρω πριν σταματήσεις τον θηλασμό».
«Τι εννοείς;» τη ρώτησε απαιτητικά και τραχιά.
Τότε η Κάντσουεϊν ύψωσε το βλέμμα της, και με τα μαλλιά της να είναι χυτά και το χιόνι να κατακάθεται πάνω στο φόρεμα της έμοιαζε με βασίλισσα. «Σου είπα ότι δεν ανέχομαι την αγένεια. Αν σκοπεύεις να ζητήσεις ξανά τη βοήθειά μου, κάνε το ευγενικά. Περιμένω δε να μου ζητήσεις συγγνώμη και για τη σημερινή συμπεριφορά σου!»
«Τι ήθελες να πεις για το Καλαντόρ;»
«Είναι ελαττωματικό», αποκρίθηκε κοφτά η γυναίκα. «Του λείπει ο απομονωτής που κάνει τα άλλα σα’ανγκριάλ να είναι ασφαλή στη χρήση τους. Προφανώς, μεγεθύνει το μίασμα, προκαλώντας φρενίτιδα στο μυαλό. Όσο, τουλάχιστον, το χρησιμοποιεί κάποιος άντρας. Ο μόνος ασφαλής τρόπος για σένα να χρησιμοποιήσεις το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, χωρίς να ρισκάρεις να σκοτωθείς ο ίδιος ή να κάνεις το Φως ξέρει τι είδους άλλη τρέλα, είναι να το συνδέσεις με δύο γυναίκες, η μία εκ των οποίων θα κατευθύνει τις ροές».
Πασχίζοντας να ζαρώσει τους ώμους του, απομακρύνθηκε από κοντά της. Ώστε λοιπόν, δεν ήταν μονάχα αυτή η μανία του σαϊντίν γύρω από το Έμπου Νταρ που είχε σκοτώσει τον Άντλεϋ. Είχε δολοφονήσει τον άντρα τη στιγμή που ανέθετε την αποστολή στον Ναρίσμα.
Η φωνή της Κάντσουεϊν τον κυνηγούσε. «Θυμήσου το, αγόρι μου. Πρέπει να το ζητήσεις πολύ ευγενικά και να απολογηθείς. Αν η απολογία σου ηχεί ειλικρινής, μπορεί και να συμφωνήσω».
Ο Ραντ ούτε που την άκουγε καν. Ήλπιζε να χρησιμοποιήσει ξανά το Καλαντόρ, ήλπιζε να αποδεικνυόταν αρκετά δυνατό. Τώρα, είχε μονάχα μια ευκαιρία, κι αυτή τον τρόμαζε. Του φάνηκε πως άκουγε τη φωνή μιας άλλης γυναίκας, τη φωνή μιας γυναίκας νεκρής. Θα μπορούσες να προκαλέσεις ακόμα και τον Δημιουργό.