16 Απρόσμενες Απουσίες

Προτού ακόμα ο ήλιος αγγίξει την άκρη του ορίζοντα το επόμενο πρωί, η Εγκουέν συγκάλεσε την Αίθουσα του Πύργου. Στην Ταρ Βάλον κάτι τέτοιο θα συνοδευόταν από αξιοσημείωτα τελετουργικά, ενώ ακόμα κι αφότου είχαν εγκαταλείψει το Σαλιντάρ, διατηρούσαν κάποια από αυτά παρά τις αντιξοότητες του ταξιδιού. Τώρα, όμως, το μόνο που έκανε η Σέριαμ ήταν να πηγαινοέρχεται μέσα στο σκοτάδι στις σκηνές των Καθήμενων, για να τους ανακοινώσει πως η Έδρα της Άμερλιν είχε συγκαλέσει την Αίθουσα να Καθίσει. Στην πραγματικότητα, κάθε άλλο παρά κάθονταν. Στην γκριζάδα που προηγείται της ανατολής, δεκαοκτώ γυναίκες στέκονταν ημικυκλικά στο χιόνι για να ακούσουν την Εγκουέν, τυλιγμένες όλες τους με βαριά ρούχα για να αντιμετωπίσουν την παγωνιά που έκανε τις ανάσες τους να μοιάζουν με ομίχλη.

Πίσω τους φάνηκαν κι άλλες αδελφές έτοιμες να ακούσουν. Ήταν ελάχιστες αρχικά, αλλά όταν κανείς δεν τους είπε να φύγουν, άρχισαν να πυκνώνουν και γρήγορα απλώθηκε ένας ελαφρύς βόμβος από συζητήσεις. Ένας βόμβος βουβός. Ελάχιστες αδελφές θα διακινδύνευαν να ενοχλήσουν μία Καθήμενη, πόσω μάλλον ολόκληρη την Αίθουσα. Οι Αποδεχθείσες με τα ταινιωτά ρούχα και με τους μανδύες, οι οποίες εμφανίστηκαν πίσω από τις Άες Σεντάι, ήταν πιο ήσυχες, φυσικά. Ακόμα πιο ήσυχες ήταν οι μαθητευόμενες που είχαν αρχίσει να μαζεύονται, όσες δηλαδή ήταν ελεύθερες υπηρεσίας, και δεν ήταν λίγες. Οι μαθητευόμενες στον καταυλισμό υπερτερούσαν αριθμητικά των αδελφών κατά το ήμισυ κι ήταν τόσο πολλές, ώστε ελάχιστες είχαν εξασφαλίσει τους κατάλληλους λευκούς μανδύες· οι περισσότερες είχαν ντυθεί με μια απλή άσπρη φούστα αντί με το ανάλογο φόρεμα της μαθητευομένης. Μερικές αδελφές εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως θα έπρεπε να επανέλθουν στα παλιά ήθη κι άφηναν τις κοπέλες να ερευνούν, αλλά οι περισσότερες θρηνούσαν τα χαμένα χρόνια, όταν οι Άες Σεντάι έφθιναν όλο και πιο πολύ. Η ίδια η Εγκουέν αναρριγούσε σχεδόν όταν σκεφτόταν σε τι θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί ο Λευκός Πύργος. Και για μια τέτοια αλλαγή ούτε η Σιουάν δεν θα διαμαρτυρόταν.

Καταμεσής της μάζωξης, η Καρλίνυα φάνηκε να βγαίνει από τη γωνία μιας σκηνής και να κοντοστέκεται στη θέα της Εγκουέν και των Καθημένων. Γαλήνια ως το έπακρο συνήθως, η Λευκή αδελφή έμεινε εμβρόντητη και το ωχρό της πρόσωπο αναψοκοκκίνισε πριν απομακρυνθεί βιαστικά κοιτώντας προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο της. Η Εγκουέν συγκράτησε έναν μορφασμό. Κανείς δεν την πρόσεξε, μια κι όλοι ασχολούνταν με το τι σκόπευε να κάνει εκείνο το πρωί, αλλά αργά ή γρήγορα κάποιος θα παρατηρούσε κάτι και θα αναρωτιόταν.

Πετώντας πίσω τον καλαίσθητα κεντημένο μανδύα της, για να αποκαλύψει το στενό μπλε επώμιο της Τηρήτριας, η Σέριαμ απηύθυνε μια τυπική υπόκλιση στην Εγκουέν —όσο τουλάχιστον της επέτρεπε η ογκώδης ενδυμασία της— προτού πάρει θέση πλάι της. Τυλιγμένη σε στρώσεις εξαιρετικού μάλλινου υφάσματος και μεταξιού, η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά ήταν η προσωποποίηση της αταραξίας. Με ένα νεύμα της Εγκουέν, έκανε ένα βήμα μπροστά για να απαγγείλει το πανάρχαιο τυπικό με πεντακάθαρη και στεντόρεια φωνή.

«Έρχεται, έρχεται! Ο Φύλακας των Σφραγίδων, η Φλόγα της Ταρ Βάλον, η Έδρα της Άμερλιν. Προσοχή, γιατί έρχεται!» Έμοιαζε λίγο εκτός τόπου και χρόνου στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφ’ όσον η Εγκουέν βρισκόταν ήδη εκεί. Οι Καθήμενες παρέμειναν σιωπηλές, προσμένοντας. Μερικές συνοφρυώθηκαν με ανυπομονησία κι άρχισαν να παίζουν αφηρημένα με τους μανδύες ή με τις φούστες τους.

Η Εγκουέν τράβηξε τον δικό της μανδύα, αποκαλύπτοντας το επιτραχήλιο με τις επτά λωρίδες που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της. Ήταν αναγκαίο να υπενθυμίζει διαρκώς σε αυτές τις γυναίκες ότι ήταν όντως η Έδρα της Άμερλιν. «Όλες μας είμαστε κουρασμένες από το ταξίδι με αυτόν τον καιρό», ανακοίνωσε, όχι τόσο δυνατά όσο η Σέριαμ, αλλά αρκετά ώστε να ακουστεί παντού. Αισθάνθηκε ένα μυρμήγκιασμα προσδοκίας, ένα σχεδόν ανάλαφρο ρίγος συγκίνησης, που δεν διέφερε πολύ από ζαλάδα. «Αποφάσισα να σταματήσουμε εδώ για δύο μέρες, ίσως και τρεις». Τα λόγια της είχαν ως αποτέλεσμα να ανασηκωθούν μερικά κεφάλια με αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον. Ήλπιζε πως η Σιουάν βρισκόταν κάπου ανάμεσα στο ακροατήριο. Πράγματι, πάσχιζε να τηρήσει τους Όρκους. «Τα άλογα χρειάζονται επίσης ανάπαυση κι, επιπλέον, σε πολλές από τις άμαξες πρέπει να γίνουν επειγόντως επισκευές. Για όλα αυτά θα φροντίσει η Τηρήτρια». Και τώρα, άρχιζε.

Δεν περίμενε ούτε καυγάδες ούτε να γίνει συζήτηση, κι όντως δεν έγινε τίποτα. Όσα είχε πει στη Σιουάν δεν ήταν υπερβολές. Πολλές αδελφές ήλπιζαν να γίνει κάποιο θαύμα, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να βαδίσουν στην Ταρ Βάλον με όλο τον κόσμο να τις παρακολουθεί. Ακόμα και μεταξύ αυτών που ήταν πεπεισμένες έως τα κατάβαθα της ψυχής τους πως η Ελάιντα έπρεπε να εκδιωχθεί για το καλό του Πύργου, παρ’ όλα όσα είχαν κάνει, οι περισσότερες έψαχναν την ευκαιρία για να καθυστερήσουν, μήπως και το θαύμα συνέβαινε τελικά.

Μία από αυτές τις τελευταίες, η Ρομάντα, δεν περίμενε τη Σέριαμ να ολοκληρώσει την προσφώνηση. Μόλις η Εγκουέν τελείωσε όσα είχε να πει, η Ρομάντα —που φαινόταν αρκετά νεαρή, με τον σφικτό γκρίζο κότσο κρυμμένο μέσα στην κουκούλα της— απλώς απομακρύνθηκε. Με τους μανδύες τους να ανεμίζουν, η Μάγκλα, η Σαρόγια κι η Βάριλιν την ακολούθησαν τρεχάτες. Όσο, τουλάχιστον, μπορούσε να τρέξει κανείς, όταν στο κάθε του βήμα βυθιζόταν στη λάσπη έως τον αστράγαλο. Ωστόσο, τα κατάφερναν αρκετά καλά. Καθήμενες ή μη, καλά-καλά ούτε ανάσα δεν έπαιρναν δίχως την άδεια της Ρομάντα. Όταν η Λελαίν είδε τη Ρομάντα να φεύγει, μάζεψε από την ημικυκλική συγκέντρωση τη Φαζέλ, την Τακίμα και τη Λυρέλ κάνοντάς τους νόημα, κι απομακρύνθηκε χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της, σαν χήνα με τρία ανήσυχα χηνάκια. Μπορεί αυτές οι τρεις να μην εξαρτώνταν τόσο από τη Λελαίν όσο οι άλλες από τη Ρομάντα, αλλά δεν απείχαν και πολύ. Άσε που κι οι υπόλοιπες Καθήμενες δεν είχαν υπομονή για να περιμένουν την τελική πρόταση «Απέλθετε τώρα με την ευλογία του Φωτός» να ακουστεί από τα χείλη της Σέριαμ. Η Εγκουέν στράφηκε να φύγει, με την Αίθουσα του Πύργου να έχει διασκορπιστεί ήδη προς κάθε κατεύθυνση. Αυτό το μυρμήγκιασμα που ένιωθε γινόταν όλο και πιο ισχυρό, κι όντως της προκαλούσε ναυτία.

«Τρεις μέρες», μουρμούρισε η Σέριαμ, προσφέροντας χείρα βοηθείας στην Εγκουέν για να κατέβει το αυλακωμένο μονοπάτι. Οι άκρες των λοξών πράσινων ματιών της είχαν ζαρώσει, προσδίδοντάς της μια αινιγματική έκφραση. «Εκπλήσσομαι, Μητέρα. Συγχώρεσέ με, αλλά σχεδόν κάθε φορά που επιθυμούσα να κάνουμε στάση για περισσότερο από μία μέρα, εσύ πείσμωνες σαν μουλάρι».

«Αυτό έλα να μου το ξαναπείς αφού μιλήσεις πρώτα με τους αμαξουργούς και τους πεταλωτές», της απάντησε η Εγκουέν. «Αν τα άλογα καταρρεύσουν στον δρόμο κι οι άμαξες διαλυθούν, δεν θα πάμε μακριά».

«Όπως επιθυμείς, Μητέρα», αποκρίθηκε η γυναίκα, όχι ακριβώς πράα αλλά αποδεχόμενη τα λόγια της.

Το πάτημά τους δεν ήταν καλύτερο απ’ ό,τι την προηγούμενη νύχτα και συχνά γλιστρούσαν. Βάδιζαν αργά, πιασμένες χέρι-χέρι. Η Σέριαμ στήριζε την Εγκουέν περισσότερο απ’ ό,τι ήταν απαραίτητο, αλλά το έκανε σχεδόν διακριτικά. Η Έδρα της Άμερλιν δεν επιτρεπόταν να σκουντουφλήσει και να πέσει φαρδιά πλατιά παρουσία πενήντα αδελφών κι εκατό υπηρετών, ούτε όμως έπρεπε να δώσει την εντύπωση ασθενικής γυναίκας που χρειάζεται στήριγμα.

Οι πιο πολλές από τις αδελφές που είχαν ορκιστεί στην Εγκουέν, συμπεριλαμβανομένης της Σέριαμ, το έκαναν στην πραγματικότητα από φόβο κι αυτοσυντήρηση. Αν η Αίθουσα μάθαινε πως είχαν στείλει αδελφές να μεταπείσουν τις Άες Σεντάι κι, ακόμη χειρότερα, ότι δεν αποκάλυψαν το γεγονός επειδή φοβούνταν μήπως υπήρχαν Σκοτεινόφιλες ανάμεσα στις Καθήμενες, σίγουρα θα περνούσαν το υπόλοιπο μέρος της ζωής τους μετανοώντας στην εξορία. Έτσι, όσες πίστευαν ότι μπορούσαν με κάποιον τρόπο να ελέγξουν την Εγκουέν σαν να ήταν πιόνι, βρέθηκαν να παίρνουν όρκο υπακοής απέναντι της μόλις εξανεμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της επιρροής τους στην Αίθουσα. Κάτι σπάνιο, ακόμα και στις απόκρυφες ιστορίες· οι αδελφές υποτίθεται πως υπακούουν μία Άμερλιν, αλλά ο όρκος αφοσίωσης ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Οι περισσότερες έμοιαζαν ενοχλημένες από αυτό, ωστόσο υπάκουαν. Ελάχιστες ήταν τόσο κακές όσο η Καρλίνυα, αλλά η Εγκουέν είχε ακούσει τα δόντια της Μπεόνιν να τρίζουν όταν η τελευταία την είχε πρωτοδεί μαζί με τις Καθήμενες, αμέσως μετά τον όρκο. Η Μόρβριν έπαιρνε μια έκφραση απορίας όποτε το βλέμμα της έπεφτε πάνω στην Εγκουέν, λες και δεν πίστευε στα μάτια της, ενώ η Νισάο έμοιαζε διαρκώς συνοφρυωμένη. Η Ανάγια δεν έπαυε να μιλάει για την ανάγκη μυστικότητας κι η Μυρέλ μόρφαζε δειλά, κι ο λόγος δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι είχε πάρει τον όρκο. Η Σέριαμ όμως είχε αναλάβει για τα καλά τον ρόλο της Τηρήτριας των Χρονικών για την Εγκουέν, κι όχι κατ’ όνομα μόνο.

«Επί τη ευκαιρία, Μητέρα, θα ήθελα να προτείνω να ρίξουμε μια ματιά στη γύρω περιοχή, για να δούμε κατά πόσον καλύπτει τις ανάγκες μας σε τροφή και ζωοτροφές. Οι προμήθειές μας κοντεύουν να τελειώσουν». Η Σέριαμ συνοφρυώθηκε, δείχνοντας ανήσυχη. «Ειδικά σε ό,τι αφορά το τσάι και το αλάτι, μολονότι αμφιβάλλω αν θα τα βρούμε εδώ».

«Κάνε ό,τι μπορείς», αποκρίθηκε η Εγκουέν με καθησυχαστικό τόνο. Της προκαλούσε μεγάλη εντύπωση το γεγονός πως κάποτε αντιμετώπιζε τη Σέριαμ με δέος και πως φοβόταν πολύ μήπως και τη δυσαρεστούσε. Παραδόξως τώρα, που δεν ήταν πια Κυρά των Μαθητευομένων και που δεν πάσχιζε να φέρει την Εγκουέν στα μέτρα της για να κάνει αυτό που επιθυμούσε, η Σέριαμ έδειχνε πιο ευτυχισμένη. «Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, Σέριαμ». Το πρόσωπο της γυναίκας έλαμψε με τη φιλοφρόνηση.

Ο ήλιος δεν είχε ακόμα φανεί πάνω από τις σκηνές και τις άμαξες στα ανατολικά, αλλά ο καταυλισμός έσφυζε ήδη από ζωή. Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή. Μόλις τελείωσε η ώρα του πρωινού, οι μάγειροι άρχισαν να καθαρίζουν, βοηθούμενες από ένα στίφος μαθητευομένων. Έκαναν τις δουλειές τους με τέτοια ζέση, ώστε οι γυναίκες έμοιαζαν να βρίσκουν ευχαρίστηση και θαλπωρή καθώς έτριβαν τα καζάνια με χιόνι, αλλά οι μάγειροι αγκομαχούσαν, με τις πλάτες σκυφτές, σταματώντας να πάρουν ανάσα και να τραβήξουν τους μανδύες πάνω στο κορμί τους και κοιτώντας το χιόνι με βλέμμα μελαγχολικό. Υπηρέτες που τουρτούριζαν από το κρύο και που φορούσαν όλα τους τα ρούχα, το ένα πάνω στο άλλο, ενώ είχαν ξεκινήσει σαν αυτόματα να αποσυναρμολογούν τις σκηνές και να φορτώνουν τις άμαξες, αμέσως μόλις τελείωσαν το βιαστικό τους πρόγευμα, άρχισαν να τις στήνουν ξανά και να τραβούν τα σεντούκια έξω από τα καρότσια. Ζώα μέχρι πρότινος ζεμένα οδηγούνταν από τους αποκαμωμένους εκπαιδευτές τους, οι οποίοι περπατούσαν με σκυμμένο κεφάλι. Η Εγκουέν άκουσε μερικά μουρμουρητά από κάποιους άντρες που δεν είχαν προσέξει πως υπήρχαν αδελφές τριγύρω, αν κι οι περισσότεροι ήταν τόσο κουρασμένοι που δεν είχαν το κουράγιο να διαμαρτυρηθούν.

Οι περισσότερες από τις Άες Σεντάι που είχαν στήσει τις σκηνές τους εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό, κάμποσες όμως εξακολουθούσαν να δίνουν διαταγές στους εργάτες, ενώ άλλες προχωρούσαν βιαστικά στα βαθουλωτά μονοπάτια για να κάνουν διάφορα θελήματα. Αντίθετα με τους άλλους, επιφανειακά δεν έδειχναν κουρασμένες, όπως εξάλλου κι οι Πρόμαχοι, οι οποίοι έμοιαζαν να έχουν κοιμηθεί όσο χρειαζόταν μια τέτοια ανοιξιάτικη μέρα. Η Εγκουέν υπέθεσε πως είχε να κάνει με την ενέργεια που απορροφά μια αδελφή από τον Πρόμαχο της, κάτι που ελάχιστη σχέση είχε με αυτό που μπορούσε να κάνει η ίδια με τον δεσμό. Όταν ο Πρόμαχος σου δεν παραδεχόταν απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του πως κρύωνε ή ότι ήταν κουρασμένος ή πεινασμένος, ήταν αναγκαίο να τον υποστηρίξεις.

Σε ένα από τα διασταυρούμενα μονοπάτια εμφανίστηκε η Μόρβριν, έχοντας το ένα χέρι της τυλιγμένο στον αγκώνα της Τακίμα. Ίσως τη στήριζε, αν κι η Μόρβριν ήταν αρκετά φαρδιά κι η κοντύτερη γυναίκα φάνταζε πιο μικροκαμωμένη απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Μπορεί, πάλι, να ήθελε να εμποδίσει την Τακίμα από το να δραπετεύσει. Η Μόρβριν γινόταν πολύ πεισματάρα από τη στιγμή που έβαζε κάποιον στόχο. Η έκφραση της Εγκουέν έγινε βλοσυρή. Ίσως η Μόρβριν να έψαχνε κάποια Καθήμενη για το Άτζα της, το Καφέ, η Εγκουέν ωστόσο πίστευε πως το πιθανότερο ήταν να ψάχνει την Τζάνυα ή την Εσκαράλντε. Οι δύο γυναίκες χάθηκαν πίσω από μια άμαξα με ολισθητήρες, καλυμμένη με μουσαμά, με τη Μόρβριν να σκύβει για να πει κάτι στο αυτί της συντρόφου της. Δεν ήταν εύκολο να συμπεράνει κατά πόσον η Τακίμα τής έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

«Συμβαίνει τίποτα, Μητέρα;»

Η Εγκουέν χαμογέλασε, αν και κάπως σφικτά. «Τίποτα το ιδιαίτερο, Σέριαμ, τα συνηθισμένα».

Στο Σπουδαστήριο της Άμερλιν, η Σέριαμ αναχώρησε για να ασχοληθεί με τις εργασίες που της είχε αναθέσει η Εγκουέν. Η Εγκουέν, όταν μπήκε μέσα, βρήκε τα πάντα έτοιμα. Θα της έκανε μεγάλη εντύπωση αν αντίκριζε οτιδήποτε άλλο. Η Σέλαμι μόλις απίθωνε έναν δίσκο με τσάι πάνω στο τραπέζι. Ένα εργόχειρο από χάντρες με λαμπερά χρώματα διέτρεχε το λεπτό σαν ράγα μπούστο της γυναίκας, κατηφορίζοντας έως τα μανίκια της. Με τη μακριά της μύτη κρατημένη ψηλά, δεν έμοιαζε με υπηρέτρια εκ πρώτης όψεως, αλλά φρόντιζε έτσι ώστε να μη λείπουν τα απαραίτητα. Δυο μαγκάλια γεμάτα αναμμένα κάρβουνα είχαν κρυώσει κάπως από τον παγωμένο αέρα, αν και το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας διέφευγε από την καπνοδόχο. Αποξεραμένα βότανα πασπαλισμένα πάνω στα κάρβουνα προσέδιδαν μια ευχάριστη μυρωδιά στον καπνό που είχε απομείνει, ο χτεσινοβραδινός δίσκος είχε απομακρυνθεί κι οι φανοί και τα κεριά ήταν στολισμένα κι αναμμένα ξανά. Κανείς δεν θα έβγαινε από μια σκηνή αρκετά ανοικτή για να αφήνει το εξωτερικό φως να μπαίνει μέσα.

Η Σιουάν βρισκόταν επίσης εκεί, έχοντας μια στοίβα χαρτιά στα χέρια της, μια ενοχλημένη έκφραση στο πρόσωπο της και μια μουντζαλιά από μελάνι στη μύτη της. Η θέση της γραμματέως ήταν ένας ακόμα καλός λόγος για κουβεντολόι ανάμεσα στις δύο γυναίκες, και τη Σέριαμ δεν την πείραζε διόλου να παρατήσει τη δουλειά. Ωστόσο, κι η Σιουάν γκρίνιαζε συχνά. Για γυναίκα που ελάχιστα είχε απομακρυνθεί από τον Πύργο από τότε που εισήλθε ως μαθητευόμενη, είχε μια έντονη απέχθεια να κάθεται μέσα. Προς το παρόν, ήταν η προσωποποίηση της γυναίκας που είναι υπομονετική κι επιθυμεί να το ξέρουν όλοι.

Παρά την ψηλομύτικη στάση της, η Σέλαμι χαζογελούσε κι υποκλινόταν τόσο έντονα, που η αφαίρεση του μανδύα και των γαντιών της Εγκουέν μεταβλήθηκε σχεδόν σε μικρή και σύνθετη τελετουργία. Η γυναίκα άρχισε να φλυαρεί, πασχίζοντας να πείσει τη Μητέρα να ξεκουράσει τα πόδια της, να της φέρει ένα κάλυμμα για τα γόνατα και να μείνει κοντά της για την περίπτωση που θα χρειαζόταν κάτι άλλο, μέχρι που η Εγκουέν αναγκάστηκε να τη διώξει. Το τσάι είχε γεύση μέντας. Με αυτόν τον καιρό! Η Σέλαμι ήταν ένα βάσανο. Δύσκολα θα έλεγες πως ήταν αφοσιωμένη, αλλά τουλάχιστον προσπαθούσε.

Πάντως, δεν υπήρχε χρόνος για ραχάτι και τσάι. Η Εγκουέν ίσιωσε το επώμιο της και πήρε θέση πίσω από το τραπέζι, τινάζοντας αφηρημένα το πόδι της καρέκλας της για να μη διπλωθεί από κάτω —όπως συνέβαινε τόσο συχνά— ενώ η Σιουάν σκαρφάλωσε πάνω σε ένα ετοιμόρροπο σκαμνί από την απέναντι μεριά του τραπεζιού, και το τσάι κρύωσε. Δεν μίλησαν ούτε για σχέδια, ούτε για τον Γκάρεθ Μπράυν, ούτε για ελπίδες· ό,τι μπορούσε να γίνει για την ώρα, είχε γίνει. Όσο βρίσκονταν εν κινήσει, οι αναφορές και τα προβλήματα συσσωρεύονταν κι η ταλαιπωρία υπερίσχυε των προσπαθειών τους να τα λύσουν, ενώ τώρα που ξαπόσταιναν, έπρεπε να τα αντιμετωπίσουν ένα προς ένα. Μια στρατιά μπροστά τους δεν άλλαζε τίποτα.

Υπήρχαν φορές που η Εγκουέν αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει τόσο χαρτί όταν οτιδήποτε άλλο δεν βρισκόταν σε αφθονία. Οι αναφορές που έπαιρνε από τη Σιουάν περιείχαν κατά κύριο λόγο ελλείψεις. Όχι μονάχα αυτές που ανέφερε η Σέριαμ, αλλά και κάρβουνο, καρφιά και σίδηρο για τους πεταλωτές και τους αμαξουργούς, δέρματα και κλωστές για τους κατασκευαστές χάμουρων, λάδι για τους φανούς και τα κεριά και δεκάδες ακόμα αγαθά, ακόμα και σαπούνι. Αλλά κι όσα αγαθά δεν παρουσίαζαν ελλείψεις, όπως τα παπούτσια κι οι σκηνές, άρχισαν να φθείρονται, κι όλα ήταν καταγραμμένα από το ατρόμητο χέρι της Σιουάν, το οποίο γινόταν πιο επιθετικό όσο πιο χτυπητή ήταν η έλλειψη. Ο χρηματικός απολογισμός της έμοιαζε σκισμένος σε μια μεριά, μάλλον από μανιασμένη οργή. Επιπλέον, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.

Ανάμεσα στα χαρτιά της Σιουάν υπήρχαν κάμποσες προσαγορεύσεις από Καθήμενες, που πρότειναν τρόπους για να λυθεί το χρηματικό πρόβλημα. Κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευτεί κι ως πληροφορία προς την Εγκουέν για το τι σκόπευαν να θέσουν ως ζήτημα ενώπιον της Αίθουσας. Πάντως, σε όλα αυτά τα προγράμματα υπήρχαν λίγα πλεονεκτήματα και πολλές παγίδες. Η Μόρια Καρεντάνις πρότεινε να σταματήσουν να πληρώνουν τους στρατιώτες, μία πρόταση που η Εγκουέν πίστευε ότι η Αίθουσα είχε ήδη απορρίψει, γιατί συνειδητοποιούσε πως αυτό το μέτρο θα έκανε το στράτευμα να λιώσει σαν δροσοσταλίδα κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Η Μάλιντ Νάτσενιν παρουσίασε μια έφεση προς τους κοντινούς ευγενείς που έμοιαζε πιότερο με απαίτηση και θα μπορούσε κάλλιστα να στρέψει ολόκληρη την επαρχία εναντίον τους, κάτι που θα γινόταν σίγουρα με την πρόθεση της Σαλίτα Τορέηνς να επιβάλει φορολογία στις πόλεις και τα χωριά που περνούσαν.

Τσαλακώνοντας τις τρεις προσαγορεύσεις στη χούφτα της, η Εγκουέν τις κούνησε προς το μέρος της Σιουάν. Ευχήθηκε να ήταν οι λαιμοί τριών Καθήμενων. «Μήπως όλοι πιστεύουν πως τα πράγματα πρέπει να εξελιχθούν σύμφωνα με τη δική τους θέληση κι αγνοούν την πραγματικότητα; Μα το Φως, αυτοί είναι που συμπεριφέρονται σαν παιδιά!»

«Πολύ συχνά ο Πύργος καταφέρνει να πραγματοποιεί τις επιθυμίες του», είπε η Σιουάν αυτάρεσκα. «Θυμήσου πως κάποιοι λένε πως κι εσύ αγνοείς την πραγματικότητα».

Η Εγκουέν ρουθούνισε. Το ευτύχημα ήταν πως, ό,τι κι αν ψήφιζε η Αίθουσα, καμιά πρόταση δεν υλοποιούνταν δίχως τη δική της έγκριση. Παρά τη δυσχερή θέση στην οποία βρισκόταν, εξακολουθούσε να έχει ακόμα κάποια ισχύ. Λίγη βέβαια, αλλά καλύτερη από το τίποτα. «Έτσι χάλια είναι πάντα η Αίθουσα, Σιουάν;»

Η Σιουάν ένευσε και μετακινήθηκε ελαφρά, προσπαθώντας να βρει καλύτερη ισορροπία. Τα πόδια του σκαμνιού της δεν είχαν το ίδιο μήκος. «Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Θύμισε μου να σου πω για το Έτος των Τεσσάρων Άμερλιν, εκατόν πενήντα χρόνια περίπου από την ίδρυση της Ταρ Βάλον. Τις μέρες εκείνες, η φυσιολογική λειτουργία του Πύργου ήταν αντίστοιχη σχεδόν με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Ο καθένας προσπαθούσε να πάρει το τιμόνι στα χέρια του, αν φυσικά είχε τη δυνατότητα. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν δύο αντίπαλες Αίθουσες του Πύργου στην Ταρ Βάλον, κατά το μεγαλύτερο μέρος εκείνης της χρονιάς. Περίπου όπως συμβαίνει και τώρα. Στο τέλος, κανείς δεν έμεινε ικανοποιημένος, συμπεριλαμβανομένων κι όσων πίστευαν ότι θα έσωζαν τον Πύργο. Μερικοί από δαύτους ίσως και να τα κατάφερναν, αν δεν έπεφταν στην παγίδα. Τέλος πάντων, ο Πύργος επέζησε, όπως πάντα».

Πολλά είχαν συμβεί μέσα σε τρεις χιλιάδες και πλέον χρόνια ιστορίας, τα περισσότερα εκ των οποίων θάφτηκαν και παρέμειναν κρυμμένα από τα μάτια των πολλών, κι ωστόσο η Σιουάν έμοιαζε να γνωρίζει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Θα πρέπει να είχε περάσει κάμποσο καιρό στον Πύργο θαμμένη κυριολεκτικά σε αυτές τις μυστικές ιστορίες, η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Αν μπορούσε, θα απέφευγε τη μοίρα της Σέιν, αλλά δεν θα ήταν πια η ίδια. Θα γινόταν λίγο καλύτερη από τη Σεμάιλε Σόρενθεν. Αρκετό καιρό πριν από το τέλος της εξουσίας της, η πιο σημαντική απόφαση που είχε απομείνει πια στην κρίση της Σεμάιλε ήταν τι ρούχα να φορέσει. Κάποια στιγμή έπρεπε να ζητήσει από τη Σιουάν να της εξιστορήσει τα γεγονότα του Έτους των Τεσσάρων Άμερλιν, αλλά δεν βιαζόταν και τόσο.

Η μετακινούμενη ακτίνα φωτός από την καπνοδόχο στο ταβάνι έδειχνε πως το πρωινό είχε προχωρήσει και κόντευε μεσημέρι, αλλά η στοίβα με τα χαρτιά της Σιουάν δεν έλεγε να λιγοστέψει. Οποιαδήποτε παρεμβολή θα ήταν καλοδεχούμενη, ακόμα κι αν επρόκειτο για πρόωρη ανακάλυψη. Τέλος πάντων, αυτό ήταν λίγο υπερβολικό.

«Τι άλλο υπάρχει, Σιουάν;» γρύλισε.


Μια φευγαλέα κίνηση τράβηξε το βλέμμα της Άραν’γκαρ κι η γυναίκα πάσχισε να διακρίνει κάτι μέσα από τα δέντρα προς το μέρος που είχε στήσει καταυλισμό ο στρατός, έναν σκοτεινό δακτύλιο γύρω από τις σκηνές των Άες Σεντάι. Μια φάλαγγα από άμαξες πάνω σε έλκηθρα μετακινούνταν αργά προς τα ανατολικά, συνοδευόμενες από έφιππους άντρες. Ο ωχρός ήλιος αντανακλούσε πάνω στους θώρακες και στις αιχμές των δοράτων. Δεν μπόρεσε να κρύψει έναν περιφρονητικό καγχασμό. Δόρατα κι άλογα! Ένας πρωτόγονος όχλος, που δεν θα προχωρούσε γρηγορότερα από το περπάτημα ενός ανθρώπου, καθοδηγούμενος από έναν άντρα ανίδεο για το τι συνέβαινε εκατό μίλια πιο μακριά. Οι Άες Σεντάι; Θα μπορούσε να τις αφανίσει όλες και να μην καταλάβαιναν καν ποιος τις σκότωσε όταν θα άφηναν την τελευταία τους πνοή. Βέβαια, δεν θα τη γλίτωνε για πολύ καιρό. Η σκέψη αυτή την έκανε να αναρριγήσει. Ο Μέγας Άρχων δεν έδινε σε πολλούς μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, κι η ίδια δεν σκόπευε να πετάξει τη δική της. Περίμενε μέχρι να χαθούν οι καβαλάρηδες μέσα στο δάσος, κι έπειτα κίνησε για τον καταυλισμό, ενώ στο μυαλό της τριγυρνούσαν άσκοπα τα όνειρα εκείνης της νυχτιάς. Πίσω της, το μαλακό χιόνι θα έκρυβε αυτό που είχε θάψει μέχρι το ξεπάγωμα που θα έφερνε η άνοιξη, αρκετό καιρό δηλαδή. Κάποιοι από τους άντρες του καταυλισμού μπροστά της την πρόσεξαν κι άφησαν τις εργασίες τους για να την παρακολουθήσουν. Άθελά της, χαμογέλασε κι ίσιωσε τη φούστα πάνω από τους γοφούς της. Της ήταν πολύ δύσκολο πια να θυμηθεί πώς ήταν να ζει ένας άντρας· θα πρέπει να ήταν πολύ ανόητη για να την παραπλανήσουν τόσο εύκολα. Το να περάσει μέσα από όλο αυτό το σμάρι απαρατήρητη μαζί με ένα πτώμα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και γι’ αυτήν, αλλά απόλαυσε τον δρόμο της επιστροφής.


Ολόκληρο το πρωινό ήταν βυθισμένες μέσα σε αυτό το φαινομενικά ατελείωτο χαρτομάνι, μέχρι που συνέβη αυτό που η Εγκουέν ήξερε ότι θα συμβεί. Υπήρχαν κάποια καθημερινά γεγονότα που κανείς δεν αμφέβαλλε ότι θα συμβούν, όπως το τσουχτερό κρύο, το χιόνι, τα σύννεφα, ο γκρίζος ουρανός κι ο άνεμος. Σε αυτά τα συμβάντα ανήκαν κι οι επισκέψεις της Λελαίν και της Ρομάντα.

Κουρασμένη από το πολύωρο καθισιό, η Εγκουέν τέντωνε τα πόδια της, όταν η Λελαίν μπήκε ορμητικά στη σκηνή, ακολουθούμενη κατά πόδας από τη Φαολάιν. Ο παγερός αέρας ξεχύθηκε στο εσωτερικό πριν η υφασμάτινη είσοδος προλάβει να τον σταματήσει. Κοιτώντας τριγύρω με έναν αέρα αποδοκιμασίας, η Λελαίν έβγαλε τα γαλάζια δερμάτινα γάντια της, επιτρέποντας στη Φαολάιν να πετάξει από τους ώμους της τον μανδύα με τη φόδρα από γούνα λύγκα. Λυγερόκορμη και γεμάτη αξιοπρέπεια μέσα στο βαθυγάλαζο μετάξι, με ματιά διαπεραστική, η στάση της έδειχνε πως θα μπορούσε να βρίσκεται στη δική της σκηνή. Με μια αδιάφορη κίνηση, η Φαολάιν παραμέρισε γεμάτη σεβασμό σε μια γωνιά, κρατώντας το ρούχο της γυναίκας και ξαναφορώντας τον μανδύα της. Ήταν ολοφάνερο πως ετοιμαζόταν να φύγει με την πρώτη αποπεμπτική κίνηση εκ μέρους της Καθήμενης. Τα σκούρα χαρακτηριστικά της ήταν ένα μείγμα παραίτησης και πραότητας, κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην ψυχοσύνθεσή της.

Η επιφυλακτική στάση της Λελαίν έσπασε για μια στιγμή κι η γυναίκα χάρισε ένα απρόσμενα ζεστό χαμόγελο προς το μέρος της Σιουάν. Χρόνια πριν ήταν φίλες κι η Λελαίν της είχε προσφέρει κάτι σαν την προστασία που είχε αποδεχτεί η Φαολάιν, την περιφρούρηση εκ μέρους μιας Καθήμενης, ένα προστατευτικό χέρι ενάντια στον χλευασμό και τις κατηγορίες των άλλων αδελφών. Αγγίζοντας το μάγουλο της Σιουάν, η Λελαίν μουρμούρισε απαλά κάτι που έμοιαζε συμπονετικό. Η Σιουάν κοκκίνισε κι, άξαφνα, η αβεβαιότητα άστραψε στο πρόσωπό της. Δεν προσποιούνταν, η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Σιουάν δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα με αυτό που όντως την είχε αλλάξει, κι ακόμα περισσότερο με το πόσο εύκολα προσαρμοζόταν.

Η Λελαίν έριξε μια ματιά στο σκαμνί μπροστά στο τραπέζι κι, ως συνήθως, απέρριψε εμφανώς ένα τόσο ασταθές κάθισμα. Μόνο τότε πρόσεξε την παρουσία της Εγκουέν, σκύβοντας ελάχιστα το κεφάλι της. «Πρέπει να μιλήσουμε για τους Θαλασσινούς, Μητέρα», είπε, και, δεδομένου ότι απευθυνόταν σε μια Έδρα της Άμερλιν, ο τόνος της φωνής της παραήταν σταθερός.

Η Εγκουέν αισθάνθηκε την καρδιά της να κατρακυλά στον λαιμό της, όταν συνειδητοποίησε πως η Λελαίν γνώριζε ήδη αυτά που της είχε πει ο Άρχοντας Μπράυν. Ήξερε ακόμα και τη συνάντηση που κανόνιζε. Την επόμενη στιγμή, η καρδιά της αναπήδησε ξανά. Οι Θαλασσινοί; Σίγουρα η Αίθουσα δεν μπορεί να είχε μάθει για την παράλογη συμφωνία που είχαν συνάψει μαζί τους η Νυνάβε κι η Ηλαίην. Αδυνατούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που τις είχε οδηγήσει σε μια τέτοια καταστροφή, δεν ήξερε καν πώς να χειριστεί το ζήτημα.

Νιώθοντας το στομάχι της ταραγμένο, πήρε θέση πίσω από το τραπέζι δίχως να αποκαλύψει κάτι απ’ όσα ένιωθε. Κι αυτό το ηλίθιο πόδι της καρέκλας δίπλωσε και κόντεψε να τη ρίξει κάτω στο χαλί, πριν προλάβει να το ισιώσει ξανά. Ήλπιζε να μην είχαν βαφτεί κόκκινα τα μάγουλά της. «Εννοείς τους Θαλασσινούς στο Κάεμλυν ή στην Καιρχίν;» Ναι, η ερώτηση είχε μια χροιά ηρεμίας και ψυχραιμίας.

«Στην Καιρχίν». Η διαπεραστική και καμπανιστή φωνή της Ρομάντα έμοιαζε με ξαφνική κωδωνοκρουσία. «Στην Καιρχίν, σίγουρα». Η είσοδος της έκανε αυτή της Λελαίν να μοιάζει σχεδόν άτολμη, κι η επιβλητική της προσωπικότητα γέμισε τη σκηνή. Η Ρομάντα δεν χάριζε ζεστά χαμόγελα. Μπορεί να είχε ένα πολύ ευπαρουσίαστο πρόσωπο, αλλά δεν ήταν κατάλληλο για τέτοια.

Η Τέοντριν την ακολουθούσε από κοντά κι η Ρομάντα στριφογύρισε επιδεικτικά τον μανδύα της και τον πέταξε στη λεπτή αδελφή με τα ροδαλά μάγουλα, με μια κίνηση τόσο επιτακτική που έστειλε την Τέοντριν βιαστικά στη γωνία, απέναντι από τη Φαολάιν. Η Φαολάιν ήταν εμφανώς υποταγμένη, αλλά τα λοξά μάτια της Τέοντριν ήταν γουρλωτά, σαν να ήταν μονίμως αιφνιδιασμένη, έτοιμη λες να της κοπεί η ανάσα. Όπως κι η Φαολάιν, η σωστή θέση που έπρεπε να πάρει στην ιεραρχία των Άες Σεντάι απαιτούσε καλύτερη εκμίσθωση, κάτι που καμιά τους δεν θα λάμβανε σύντομα.

Το ακαταμάχητο βλέμμα της Ρομάντα στάθηκε για λίγο πάνω στη Σιουάν, σαν να αναλογιζόταν αν έπρεπε να τη στείλει κι αυτή στη γωνία. Κατόπιν, προσπέρασε σχεδόν αποπεμπτικά τη Λελαίν και σταμάτησε στην Εγκουέν. «Φαίνεται πως αυτός ο νεαρός μίλησε με τις Θαλασσινές, Μητέρα, κάτι που έχει εξάψει την περιέργεια των κατασκόπων του Κίτρινου Άτζα στην Καιρχίν. Έχεις καμιά ιδέα τι ενδιαφέρον μπορεί να βρίσκει στους Άθα’αν Μιέρε;»

Παρά τον τίτλο της, τα λόγια της Ρομάντα δεν έδιναν την εντύπωση ότι απευθυνόταν σε μια Έδρα της Άμερλιν, κάτι που ούτως ή άλλως δεν έκανε ποτέ. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος ήταν αυτός ο «νεαρός». Κι η τελευταία αδελφή στον καταυλισμό αποδεχόταν τον Ραντ ως Αναγεννημένο Δράκοντα, αλλά αν τις άκουγε κανείς να μιλούν, θα έμενε με την εντύπωση πως αναφέρονταν σε έναν ανυπάκουο πιτσιρικά που μπορεί να μεθούσε και να ξερνούσε πάνω στο τραπέζι.

«Ιδέα δεν έχει για το τι κουβαλάει το αγόρι μέσα στο κεφάλι του», είπε η Λελαίν πριν ακόμα η Εγκουέν προλάβει να ανοίξει το στόμα της. Το χαμόγελο της δεν ήταν διόλου θερμό αυτή τη φορά. «Αν υπάρχει περίπτωση να βρούμε μια απάντηση, Ρομάντα, μονάχα στο Κάεμλυν μπορεί να βρεθεί. Οι Άθα’αν Μιέρε εκεί δεν είναι ξεκομμένοι πάνω σε ένα πλοίο και πολύ αμφιβάλλω αν οι υψηλόβαθμοι Θαλασσινοί ήρθαν τόσο μακριά από τη θάλασσα για το τίποτα. Ποτέ δεν άκουσα να κάνουν κάτι τέτοιο δίχως λόγο. Το πιθανότερο είναι ότι ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Μάλλον ξέρουν πια ποιος είναι».

Η Ρομάντα ανταπέδωσε το χαμόγελο και τα τοιχώματα της σκηνής ήταν σαν να καλύφτηκαν από παγετό. «Δεν είναι ανάγκη να συζητούμε το προφανές, Λελαίν. Η πρώτη ερώτηση είναι πώς θα τον βρούμε».

«Έτοιμη ήμουν να το αναλύσω, όταν μπήκες σαν σίφουνας, Ρομάντα. Την επόμενη φορά που η Μητέρα θα συναντήσει την Ηλαίην ή τη Νυνάβε στον Τελ’αράν’ριοντ, θα χρειαστεί να δώσει οδηγίες. Όταν φθάσει στο Κάεμλυν, η Μέριλιλ μπορεί να ανακαλύψει τι είναι αυτό που θέλουν οι Άθα’αν Μιέρε ή τι κάνει αυτό το αγόρι. Κρίμα που τα κορίτσια δεν επιθυμούν να βαδίσουν βάσει σχεδίου, αλλά ας το παρακάμψουμε αυτό. Η Μέριλιλ μπορεί να συναντηθεί με κάποια Καθήμενη μόλις μάθει τι συμβαίνει». Η Λελαίν έκανε μια αδιόρατη χειρονομία. Ήταν προφανές πως η περί ης ο λόγος Καθήμενη ήταν η ίδια. «Σκέφτηκα πως το Σαλιντάρ θα ήταν το κατάλληλο μέρος».

Η Ρομάντα ρουθούνισε εύθυμα. Ούτε καν σε αυτή της την ενέργεια δεν υπήρχε η παραμικρή ζεστασιά. «Πιο εύκολα καθοδηγείς τη Μέριλιλ, παρά την αναγκάζεις να σε υπακούσει, Λελαίν. Νομίζω πως έχει υπ’ όψιν της πως θα βρεθεί προ αυστηρών ερωτήσεων. Αυτό το Κύπελλο των Ανέμων θα έπρεπε να έρθει πρώτα στα χέρια μας, για μελέτη. Πιστεύω πως καμία από τις αδελφές στο Έμπου Νταρ δεν έχει ικανότητα στον Χορό των Σύννεφων και το αποτέλεσμα το βλέπεις σε όλη αυτή την αναστάτωση. Σκέφτηκα να υποβάλω ερώτηση στην Αίθουσα σχετικά με όσους είναι αναμεμειγμένοι στην υπόθεση». Ξαφνικά, η φωνή της γκριζομάλλας γυναίκας έγινε μαλακή σαν βούτυρο. «Απ’ όσο θυμάμαι, υποστήριξες την εκλογή της Μέριλιλ».

Η Λελαίν τινάχτηκε απότομα κι η ματιά της άστραψε. «Υποστήριξα αυτήν που προώθησε το Γκρίζο Άτζα, Ρομάντα, και τίποτα περισσότερο», είπε αγανακτισμένη. «Πού να φανταστώ πως θα αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει το Κύπελλο εκεί; Και, μάλιστα, να συμπεριλάβει αδέσποτες Θαλασσινές στον κύκλο! Πώς είναι δυνατόν να πίστευε ότι αυτές γνώριζαν να ελέγχουν τον καιρό όπως οι Άες Σεντάι;» Άξαφνα, η οργή της υποχώρησε. Υπερασπιζόταν τον εαυτό της απέναντι στην ισχυρότερη αντίπαλο της στην Αίθουσα, τη μόνη αληθινή της αντίπαλο. Κι ακόμα χειρότερα, συμφωνούσε μαζί της αναφορικά με τις Θαλασσινές. Εντάξει, μπορεί σε τελική ανάλυση να συμφωνούσε, αλλά το να το εκφράζει κιόλας είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα.

Το ψυχρό χαμόγελο της Ρομάντα βάθυνε καθώς το πρόσωπο της Λελαίν έγινε ωχρό από μανία. Ίσιωσε σχολαστικά τη φούστα της, που είχε το χρώμα του μπρούντζου, ενώ η Λελαίν έψαχνε κάποιον τρόπο να αλλάξει θέμα. «Θα δούμε ποια θα είναι η στάση της Αίθουσας, Λελαίν», είπε τελικά. «Μέχρι να τεθεί το σχετικό ερώτημα, νομίζω πως είναι καλύτερα να μη συναντηθεί η Μέριλιλ με κάποια από τις Καθήμενες που ανακατεύτηκαν στην επιλογή της. Ακόμα κι η υποψία συνεργασίας θα αντιμετωπιστεί με μισό μάτι. Είμαι σίγουρη πως συμφωνείς να αναλάβω να της μιλήσω εγώ».

Το πρόσωπο της Λελαίν χλώμιασε, κάπως διαφορετικά αυτή τη φορά. Δεν ήταν φοβισμένη, όχι επιφανειακά τουλάχιστον, ωστόσο η Εγκουέν κατάλαβε αμέσως πως η γυναίκα μετρούσε τους συμμάχους και τους εχθρούς της. Η συνεργασία θεωρούνταν εξίσου σοβαρό παράπτωμα με την προδοσία και δεν απαιτούσε γενική ομοφωνία. Το πιθανότερο ήταν πως θα απέφευγε τη σχετική κατηγορία, αλλά τα επιχειρήματα θα ήταν έντονα και καυστικά. Μπορεί ακόμα και να διόγκωνε την κλίκα της Ρομάντα, κι αυτό θα προκαλούσε αναρίθμητα προβλήματα όσον αφορά στο κατά πόσον θα καρποφορούσαν τα σχέδια της Εγκουέν. Ήταν αδύνατον να κάνει κάτι για να το σταματήσει, παρεκτός αν αποκάλυπτε τι πραγματικά είχε συμβεί στο Έμπου Νταρ. Ήταν σαν να τους ζητούσε να την αφήσουν να αποδεχθεί την προσφορά της Φαολάιν και της Τέοντριν.

Η Εγκουέν πήρε μια ανάσα. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να εμποδίσει να γίνει το Σαλιντάρ σημείο συνάντησης στον Τελ’αράν’ριοντ. Εκεί συνήθιζε να συναντά την Ηλαίην και τη Νυνάβε, όποτε συναπαντώνταν, μια κι είχε πολλές μέρες να τις δει. Με τις Καθήμενες να μπαινοβγαίνουν στον Κόσμο των Ονείρων, ήταν δύσκολο να βρεις ένα μέρος ελεύθερο από εκείνες. «Την επόμενη φορά που θα συναντήσω την Ηλαίην ή τη Νυνάβε, θα διαβιβάσω τις οδηγίες σου σχετικά με τη Μέριλιλ. Θα σε ειδοποιήσω όποτε είναι έτοιμη να σε συναντήσει». Πράγμα που μπορεί να μη συνέβαινε ποτέ, από τη στιγμή που θα τελείωνε με τις οδηγίες.

Τα κεφάλια των Καθημένων στράφηκαν απότομα και δύο ζευγάρια μάτια την κοίταξαν έντονα. Είχαν ξεχάσει πως βρισκόταν εκεί! Πασχίζοντας να διατηρήσει την ηρεμία στο πρόσωπό της, συνειδητοποίησε πως με τη μύτη του ποδιού της χτυπούσε εκνευρισμένη το πάτωμα, και σταμάτησε. Έπρεπε για λίγο ακόμα να συνεχίσει να δίνει την εντύπωση που είχαν οι άλλες για το άτομο της. Για λίγο ακόμα. Τουλάχιστον, δεν ένιωθε ναυτία πια. Απλώς ήταν κάπως θυμωμένη.

Εκείνη τη στιγμή της σιωπής, η Τσέσα μπήκε μέσα ορμητικά μεταφέροντας το μεσημεριανό φαγητό της Εγκουέν σε έναν δίσκο τυλιγμένο με ύφασμα. Ήταν μια μεσήλικη μαυρομάλλα, παχουλή και χαριτωμένη, που κατάφερνε να δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό δίχως την παραμικρή δουλοπρέπεια. Η υπόκλισή της ήταν εξίσου απλή με το σκούρο γκρίζο φόρεμά της, με την απέριττη δαντέλα στον λαιμό. «Συγχώρεσέ με που διακόπτω, Μητέρα Άες Σεντάι. Συγγνώμη που άργησα, αλλά φαίνεται πως η Μέρι είχε αλλού το μυαλό της». Πλατάγισε τη γλώσσα της εξοργισμένη καθώς ακουμπούσε τον δίσκο μπροστά στην Εγκουέν. Η αφηρημάδα δεν ταίριαζε στη Μέρι. Αυτή η πεισματάρα γυναίκα δεν συγχωρούσε τα λάθη ούτε στον εαυτό της ούτε στους άλλους.

Η Ρομάντα συνοφρυώθηκε αλλά δεν είπε τίποτα. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε κανέναν λόγο να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μια υπηρέτρια την Εγκουέν, κι ειδικά όταν η συγκεκριμένη γυναίκα τύγχανε να είναι και κατάσκοπος της. Όπως ακριβώς η Σέλαμι ήταν κατάσκοπος της Λελαίν. Η Εγκουέν απόφυγε να κοιτάξει την Τέοντριν ή τη Φαολάιν, οι οποίες στέκονταν πειθήνια στη γωνία, περισσότερο σαν Αποδεχθείσες παρά ως Άες Σεντάι.

Η Τσέσα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά το έκλεισε ξανά, τρομοκρατημένη προφανώς από τις Καθήμενες. Η Εγκουέν ανακουφίστηκε όταν η γυναίκα έκανε ακόμα μία βαθιά υπόκλιση κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας: «Με την άδεια σου, Μητέρα». Η συμβουλές της Τσέσα προς τις αδελφές ήταν πάντα έμμεσες παρουσία άλλων, αλλά εκείνη τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε η Εγκουέν ήταν μια μετρημένη υπενθύμιση να φάει το φαγητό της πριν κρυώσει.

Η Λελαίν άρχισε να μιλάει ξανά, λες και δεν είχε υπάρξει η παραμικρή διακοπή. «Το σημαντικότερο», είπε με σταθερή φωνή, «είναι να μάθουμε τι ακριβώς θέλουν οι Άθα’αν Μιέρε. Ή τι κάνει το αγόρι. Μπορεί να θέλει να γίνει βασιλιάς τους». Τεντώνοντας τα μπράτσα της, επέτρεψε στη Φαολάιν να της φορέσει ξανά τον μανδύα, πράγμα που η μελαψή νεαρή γυναίκα έκανε με ιδιαίτερη προσοχή. «Θα θυμηθείς να με ενημερώσεις αν έχεις κάποια γνώμη επί του θέματος, Μητέρα;» Έμοιαζε με παράκληση, αλλά δεν ήταν.

«Θα σκεφτώ σοβαρά το ζήτημα», της αποκρίθηκε η Εγκουέν. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι θα μοιραζόταν οπωσδήποτε τις σκέψεις της. Ευχήθηκε να είχε έστω και μια υποψία απάντησης. Αντίθετα με την Αίθουσα, γνώριζε πολύ καλά πως οι Άθα’αν Μιέρε πίστευαν πως ο Ραντ ήταν ο Κοραμούρ της προφητείας τους, αλλά από κει και πέρα δεν είχε ιδέα —ούτε καν να φανταστεί δεν μπορούσε— τι ήθελε εκείνος από τους Θαλασσινούς ή οι Θαλασσινοί από εκείνον. Σύμφωνα με την Ηλαίην, οι Θαλασσινές που βρίσκονταν μαζί τους δεν ήξεραν τίποτα ή έτσι ισχυρίζονταν. Μακάρι έστω και μία από τις αδελφές που είχαν έρθει μαζί με τις Άθα’αν Μιέρε να βρισκόταν στον καταυλισμό. Μακάρι. Είτε έτσι είτε αλλιώς, εκείνες οι Ανεμοσκόποι θα προκαλούσαν σίγουρα πρόβλημα.

Μια κίνηση του χεριού της Ρομάντα ήταν αρκετή για να κάνει την Τέοντριν να πεταχτεί σαν αυτόματο, κρατώντας τον μανδύα των Καθήμενων. Κρίνοντας από την έκφραση της Ρομάντα, η ανάκαμψη της Λελαίν δεν την ευχαρίστησε καθόλου. «Θα θυμηθείς να πεις στη Μέριλιλ πως θα ήθελα να της μιλήσω, Μητέρα», είπε, κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε ίχνος παράκλησης στη φωνή της.

Για μια στιγμή, οι δύο Καθήμενες απέμειναν να κοιτάζουν η μία την άλλη, ενώ η Εγκουέν είχε ξεχαστεί κάτω από την αμοιβαία έχθρα τους. Αναχώρησαν χωρίς να πουν λέξη, σπρώχνοντας σχεδόν η μία την άλλη για το ποια θα φτάσει πρώτη στην πόρτα, με τη Ρομάντα να ξεγλιστρά πρώτη τελικά σέρνοντας μαζί της την Τέοντριν. Γυμνώνοντας τα δόντια της, η Λελαίν έσπρωξε σχεδόν τη Φαολάιν να βγει πρώτη από τη σκηνή.

Η Σιουάν άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την ανακούφιση της.

«Με την άδειά σου, Μητέρα», μουρμούρισε ειρωνικά η Εγκουέν. «Αν ευαρεστηθείς, Μητέρα. Μπορείτε να πηγαίνετε, κόρες». Αφήνοντας έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό, τακτοποιήθηκε ξανά στο κάθισμά της, και βρέθηκε πεσμένη σωρό κουβάρι πάνω στα χαλιά. Σηκώθηκε αργά, τίναξε κι ίσιωσε τη φούστα της κι έσιαξε το επώμιο της. Αν μη τι άλλο, ευτυχώς που οι άλλες δύο δεν ήταν παρούσες. «Πήγαινε να φας κάτι, Σιουάν, κι έλα πίσω. Έχουμε ακόμα ολόκληρη μέρα μπροστά μας».

«Μερικές πτώσεις είναι λιγότερο επώδυνες από άλλες», αποκρίθηκε η Σιουάν, μονολογώντας σχεδόν, και βγήκε έξω σκύβοντας. Πάλι καλά που βγήκε γρήγορα, γιατί η Εγκουέν έτοιμη ήταν να την επιπλήξει.

Ωστόσο, επέστρεψε σύντομα κι οι δύο γυναίκες έφαγαν ρολά με μαγειρευτά λαχανικά και γέμιση από σκληρό καρότο και κομμάτια κρέατος, το οποίο η Εγκουέν απόφυγε να κοιτάξει από κοντά. Ελάχιστες φορές τις διέκοψαν και κατά τη διάρκεια των αδιάκριτων επισκέψεων παρέμεναν σιωπηλές και προσποιούνταν πως μελετούσαν τις αναφορές. Η Τσέσα ήρθε να πάρει τον δίσκο και, λίγο αργότερα, να αντικαταστήσει τα κεριά, μια δουλειά που της προκαλούσε γκρίνια, κάτι ασυνήθιστο γι’ αυτήν.

«Ποιος θα περίμενε να εξαφανιστεί κι η Σέλαμι;» μουρμούρισε, απευθυνόμενη σχεδόν στον εαυτό της. «Χαϊδολογιέται με τους στρατιώτες, μου φαίνεται. Αυτή η Χάλιμα δεν είναι διόλου καλή επιρροή».

Ένας κοκαλιάρης νεαρός, με μύτη που διαρκώς έσταζε, ανανέωσε τα σβηστά κάρβουνα στα μαγκάλια —η Άμερλιν ζεσταινόταν περισσότερο από τις πιο πολλές, αλλά όχι ιδιαίτερα— και σκόνταψε μπερδεύοντας τα πόδια του, απομένοντας να κοιτάει σαν χαζός την Εγκουέν με έναν τρόπο που ικανοποιούσε πάρα πολύ τις δύο Καθήμενες. Η Σέριαμ φάνηκε στην είσοδο για να ρωτήσει την Εγκουέν αν είχε να της δώσει περαιτέρω εντολές —αν είναι δυνατόν— κι η συμπεριφορά της έδειχνε πως πολύ θα ήθελε να μείνει. Ίσως τα λίγα μυστικά που γνώριζε να την έκαναν νευρική. Το βλέμμα της πηδούσε από δω κι από κει ανήσυχα.

Αυτές ήρθαν όλες κι όλες, κι η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη αν αυτό συνέβη επειδή κανείς δεν ενοχλούσε μία Άμερλιν δίχως λόγο ή επειδή όλοι ήξεραν πως οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονταν στην Αίθουσα.

«Δεν έχω ιδέα γι’ αυτήν την αναφορά σχετικά με τους στρατιώτες που κινούνται νότια του Κάντορ», είπε η Σιουάν μόλις η υφασμάτινη είσοδος έκλεισε πίσω από τη Σέριαμ. «Μονάχα αυτήν την αναφορά έχουμε κι οι Μεθορίτες σπάνια προχωρούν πέρα από τη Μάστιγα, αλλά αυτό το γνωρίζει κι ο πιο ανόητος, άρα δεν νομίζω πως η ιστορία είναι φτιαχτή». Δεν διάβαζε πια από τη σελίδα.

Η Σιουάν είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να διατηρήσει υπό στενή επιτήρηση το δίκτυο των κατασκόπων της Άμερλιν, οπότε η ροή από αναφορές, φήμες και κουτσομπολιά ήταν σταθερή κι όλα περνούσαν από το φίλτρο της ίδιας και της Εγκουέν πριν αποφασιστεί τι θα γίνει γνωστό στην Αίθουσα. Η Ληάνε είχε το δικό της δίκτυο κι έτσι η ροή αυξανόταν. Οι περισσότερες πληροφορίες γίνονταν γνωστές στην Αίθουσα —κάποια πράγματα ήταν αδύνατον να μείνουν κρυφά, και δεν υπήρχε η παραμικρή εγγύηση ότι τα Άτζα θα μετέφεραν όσα μάθαιναν οι δικοί τους πράκτορες— όλα όμως έπρεπε να περάσουν από κόσκινο σε περίπτωση που υπήρχε κάτι επικίνδυνο ή σε περίπτωση που κάτι εξυπηρετούσε την απόσπαση της προσοχής από τον αληθινό στόχο.

Τελευταία, οι πληροφορίες δεν αποκάλυπταν τίποτα καλό. Από την Καιρχίν έρχονταν φήμες πως οι Άες Σεντάι είχαν συμμαχήσει με τον Ραντ ή, ακόμα χειρότερα, ότι τον υπηρετούσαν κιόλας, αλλά μάλλον δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρές και περνούσαν απαρατήρητες. Οι Σοφές δεν έλεγαν και πολλά σχετικά με τον Ραντ ή με οποιονδήποτε που συνδεόταν μαζί του αλλά, σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, η Μεράνα πρόσμενε την επιστροφή του και το σίγουρο ήταν πως οι αδελφές στο Παλάτι του Ήλιου, όπου και βρισκόταν ο πρώτος θρόνος του Αναγεννημένου Δράκοντα, έδιναν αρκετό υλικό για τέτοιες ιστορίες. Άλλες, πάλι, δεν ήταν και τόσο εύκολο να αγνοηθούν, ακόμα κι αν δεν ήξερες τι να συμπεράνεις. Ένας τυπογράφος στο Ίλιαν ισχυριζόταν ότι κατείχε αποδείξεις πως ο Ραντ σκότωσε τον Μάτιν Στεπάνεος με τα ίδια του τα χέρια κι αφάνισε το κορμί του χρησιμοποιώντας τη Μία Δύναμη, ενώ ένας εργάτης στις αποβάθρες έλεγε πως είχε δει τον πρώην βασιλιά τσουβαλιασμένο, φιμωμένο και τυλιγμένο μέσα σε ένα κιλίμι να μεταφέρεται σε ένα πλοίο που αναχώρησε μέσα στη νύχτα με τις ευλογίες του καπετάνιου της Βάρδιας του Λιμανιού. Η πρώτη ιστορία ήταν πολύ πιθανότερη, αλλά η Εγκουέν ήλπιζε πως δεν ανήκε σε κανέναν πράκτορα των Άτζα. Υπήρχαν ήδη πολλά μελανά σημεία όσον αφορά στο όνομα του Ραντ στα βιβλία των αδελφών.

Κι η συνέχεια ήταν ανάλογη. Οι Σωντσάν φαίνεται πως είχαν εγκατασταθεί για τα καλά στο Έμπου Νταρ, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση, κάτι αναμενόμενο μεν σε μια περιοχή όπου η πραγματική εξουσία της Βασίλισσας τελείωνε σε απόσταση λίγων ημερών από την πρωτεύουσά της, ελάχιστα ενθαρρυντικό δε. Οι Σάιντο έμοιαζαν να βρίσκονται παντού, αν και τα νέα σχετικά με τις εμφανίσεις τους προέρχονταν πάντα από δεύτερο και τρίτο στόμα. Η πλειονότητα των αδελφών πίστευαν πως οι διασκορπισμένοι Σάιντο ήταν έργο του Ραντ, παρά την άρνηση των Σοφών που φρόντιζε να διαδίδει η Σέριαμ. Κανείς δεν είχε τη διάθεση, φυσικά, να διερευνήσει τα υποτιθέμενα ψέματα των Σοφών. Υπήρχαν δεκάδες δικαιολογίες, αλλά κανείς δεν επιθυμούσε να τις συναντήσει στον Τελ’αράν’ριοντ εκτός από τις αδελφές που είχαν ορκιστεί στο όνομα της Εγκουέν, αλλά κι αυτές ακόμα έπρεπε να διαταχθούν. Η Ανάγια, με τον άχαρο τρόπο της, αποκαλούσε αυτές τις επαφές «γερά μαθήματα ταπεινότητας», και δεν φαινόταν να το διασκεδάζει καθόλου.

«Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο πολλοί Σάιντο», μουρμούρισε η Εγκουέν. Στη δεύτερη φουρνιά κάρβουνων δεν είχαν προστεθεί βότανα κι αυτά είχαν γίνει πια χόβολη, ενώ ο αραιός καπνός που αιωρούνταν στο δωμάτιο της προκαλούσε πόνο στα μάτια. Αν διαβίβαζε για να απαλλαγεί από αυτή την ενόχληση, θα ξόδευε και τα τελευταία αποθέματα θερμότητας. «Κάποια από τα περιστατικά θα πρέπει σίγουρα να είναι έργο ληστών». Στο τέλος-τέλος, πού να ξέρει κανείς αν ένα χωριό είχε εκκενωθεί εξαιτίας των ληστών ή εξαιτίας των Σάιντο; Και, μάλιστα, όταν η πληροφορία προέρχεται από τρίτο ή πέμπτο μεσάζοντα. «Το δίχως άλλο, κυκλοφορούν αρκετοί ληστοσυμμορίτες τριγύρω, οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσε να είναι υπαίτιοι για μερικά γεγονότα». Οι περισσότεροι αυτοαποκαλούνταν Δρακορκισμένοι, αλλά αυτό ελάχιστα βοηθούσε. Τέντωσε τους ώμους της για να χαλαρώσει την ένταση στους μυώνες της.

Συνειδητοποίησε έξαφνα πως η Σιουάν ατένιζε το κενό, τόσο έντονα που έμοιαζε έτοιμη να γλιστρήσει από το σκαμνί της. «Σε πήρε ο ύπνος, Σιουάν; Δεν λέω, όλη τη μέρα δουλεύαμε, αλλά έξω είναι φωτεινά ακόμα». Όντως έμπαινε φως από την καμινάδα, αλλά φαινόταν να χάνεται σιγά-σιγά.

Η Σιουάν βλεφάρισε. «Συγγνώμη. Σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να μοιραστώ μαζί σου κάτι που έγινε τελευταία και αφορά στην Αίθουσα».

«Στην Αίθουσα! Σιουάν, αν γνωρίζεις κάτι σχετικά με την Αίθουσα...!»

«Δεν γνωρίζω τίποτα», την έκοψε απότομα η γυναίκα. «Απλώς υποθέσεις κάνω». Πλατάγισε τη γλώσσα της, ενοχλημένη. «Ούτε καν υποθέσεις, για να πω την αλήθεια. Ιδέα δεν έχω τι να υποθέσω. Βλέπω όμως ένα συγκεκριμένο σχέδιο».

«Τότε, καλύτερα να μου τα πεις όλα», είπε η Εγκουέν. Η Σιουάν είχε αποκτήσει μεγάλη επιδεξιότητα στο να διακρίνει σχέδια εκεί που οι υπόλοιποι έβλεπαν μονάχα θολούρες.

Μετακινήθηκε λίγο πάνω στο σκαμνί της κι έγειρε μπροστά γεμάτη υπερένταση. «Λοιπόν. Αν εξαιρέσουμε μονάχα τη Ρομάντα και τη Μόρια, οι Καθήμενες που εκλέχθηκαν στο Σαλιντάρ είναι... είναι πολύ νέες». Μπορεί η Σιουάν να είχε αλλάξει σε πολλά, αλλά ήταν ολοφάνερο πως οι συζητήσεις περί της ηλικίας των άλλων αδελφών εξακολουθούσαν να την κάνουν να νιώθει άβολα. «Η μεγαλύτερη είναι η Εσκαράλντε, αλλά κι αυτή ακόμα δεν νομίζω πως ξεπερνά τα εβδομήντα. Δεν μπορώ να είμαι βέβαιη δίχως να συμβουλευτώ τα βιβλία των μαθητευομένων στην Ταρ Βάλον, ή να μου το πει η ίδια, αλλά ως ένα βαθμό είμαι σίγουρη. Συνήθως, η Αίθουσα δεν συμπεριλαμβάνει περισσότερες από μία Καθήμενες στις εκατό, κι εδώ έχουμε αμέσως-αμέσως εννέα!»

«Μα η Ρομάντα κι η Μόρια είναι καινούργιες», αποκρίθηκε ευγενικά η Εγκουέν, ακουμπώντας τους αγκώνες της στο τραπέζι. Ήταν δύσκολη μέρα. «Και καμιά τους δεν είναι νέα. Μάλλον θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που είναι οι υπόλοιπες, αλλιώς ίσως να μην είχαν και πολλή διάθεση να με αναδείξουν». Θα μπορούσε να της αναφέρει πως κι η ίδια η Σιουάν είχε εκλεγεί Άμερλιν έχοντας τα μισά χρόνια της Εσκαράλντε, αλλά η υπενθύμιση θα ήταν μάλλον ωμή.

«Μπορεί», είπε πεισματικά η Σιουάν. «Η εκλογή της Ρομάντα για την Αίθουσα ήταν σίγουρη με το που ήρθε κιόλας. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποια Κίτρινη που θα τολμούσε να της αντιμιλήσει. Όσο για τη Μόρια... δεν γαντζώθηκε πάνω στη Λελαίν, αλλά η Λελαίν με τη Λυρέλ νομίζουν πως θα έπρεπε να το κάνει. Δεν ξέρω. Πάντως, σημείωσε τα λόγια μου. Όταν μια γυναίκα αναδεικνύεται όσο είναι ακόμα νέα, υπάρχει λόγος». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ούτε εγώ εξαιρούμαι από αυτόν τον κανόνα». Ο πόνος της απώλειας άστραψε στο πρόσωπό της, απώλεια για την Έδρα της Άμερλιν, αλλά ίσως και για άλλες του παρελθόντος. Ήταν όμως κάτι φευγαλέο, που έσβησε γρήγορα. Η Εγκουέν σίγουρα δεν είχε ξαναδεί γυναίκα τόσο δυνατή όσο η Σιουάν Σάντσε. «Αυτή τη φορά, υπήρχαν πολύ περισσότερες υποψήφιες αδελφές στην κατάλληλη ηλικία και δεν νομίζω πως τα πέντε Άτζα θα επικεντρώνονταν μόνο σε αυτές. Υπάρχει κάποιο σχέδιο κι είμαι αποφασισμένη να το ξεδιαλύνω».

Η Εγκουέν δεν συμφωνούσε. Η αλλαγή επικρεμόταν στα κεφάλια τους, άσχετα αν η Σιουάν ήθελε να το δει ή όχι. Η Ελάιντα είχε πάει ενάντια στο έθιμο, κόντεψε να παραβιάσει τον νόμο σφετεριζόμενη τη θέση της Σιουάν. Κάποιες αδελφές είχαν διαφύγει από τον Πύργο κι είχαν φροντίσει να το μάθει όλος ο κόσμος, κάτι που σίγουρα δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ. Αλλαγή. Οι παλαιότερες αδελφές ήταν πιθανότερο να είναι προσκολλημένες στα παλιά έθιμα, αλλά κι αυτές ακόμα θα έπρεπε να καταλάβουν πως όλα υπόκεινται σε διαρκή αλλαγή. Να γιατί είχαν διαλέξει νεότερες γυναίκες, επειδή ήταν πιο ανοικτές στο καινούργιο. Άραγε, μήπως έπρεπε να διατάξει τη Σιουάν να πάψει να της καταναλώνει τον χρόνο; Άλλωστε, είχε κι άλλα πράγματα να κάνει. Ή μήπως θα ήταν ευγενέστερο να την αφήσει να συνεχίσει; Πολύ θα ήθελε να αποδειχθεί πως η αλλαγή που διέβλεπε συνέβαινε μονάχα στη φαντασία της.

Πριν προλάβει η Εγκουέν να πάρει μια απόφαση, η Ρομάντα μπήκε στη σκηνή σκύβοντας και κρατώντας ανοικτό το υφασμάτινο άνοιγμα. Μακρόστενες σκιές απλώνονταν στο χιόνι, έξω. Σύντομα θα βράδιαζε. Το πρόσωπο της Ρομάντα ήταν εξίσου σκοτεινό με τις σκιές. Κάρφωσε το αμείλικτο βλέμμα της στη Σιουάν και πρόφερε μονάχα μία λέξη. «Έξω!»

Η Εγκουέν ένευσε αδιόρατα, αλλά η Σιουάν είχε σηκωθεί ήδη. Παραπάτησε για μια στιγμή κι έπειτα βγήκε βιαστικά από τη σκηνή. Οποιαδήποτε αδελφή στη θέση της Σιουάν υποτίθεται πως πρέπει να υπακούει μια άλλη αδελφή με την ισχύ της Ρομάντα στη Δύναμη, κι όχι απλώς μια Καθήμενη.

Η Ρομάντα έκλεισε την είσοδο κι αγκάλιασε την Πηγή. Η λάμψη του σαϊντάρ την τύλιξε κι ύφανε ένα ξόρκι κρυφακούσματος στο εσωτερικό της σκηνής χωρίς καν να προφασιστεί πως παίρνει την άδεια της Εγκουέν. «Είσαι τρελή!» της είπε τρίζοντας τα δόντια της. «Πόσο καιρό ακόμα νομίζεις πως μπορείς να το κρατήσεις μυστικό; Οι στρατιώτες κουτσομπολεύουν διάφορα, μικρή. Πάντα κουτσομπολεύουν οι άντρες! Ο Μπράυν θα είναι πολύ τυχερός, αν η Αίθουσα δεν καρφώσει το κεφάλι του στον πάσαλο».

Η Εγκουέν σηκώθηκε αργά ισιώνοντας τη φούστα της. Το περίμενε κάτι τέτοιο, αλλά έπρεπε να εξακολουθήσει να είναι προσεκτική. Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει ακόμα, και τα πάντα μπορούσαν να στραφούν εναντίον της εν ριπή οφθαλμού. Έπρεπε να προσποιηθεί την αθώα μέχρι τη στιγμή που θα είχε τη δυνατότητα να πάψει να προσποιείται. «Μήπως πρέπει να σου υπενθυμίσω πως η αγένεια απέναντι στην Έδρα της Άμερλιν θεωρείται έγκλημα, κόρη;» είπε. Προσποιούνταν εδώ και πολύ καιρό, κι αυτό δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμα.

«Η Έδρα της Άμερλιν». Η Ρομάντα βάδισε πάνω στα χαλιά, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από την Εγκουέν. Κρίνοντας από το αγριωπό της βλέμμα, θα έλεγες πως σκεφτόταν σοβαρά να προσεγγίσει κι άλλο. «Είσαι ένα νήπιο! Νιώθεις ακόμα στον πισινό σου τις ξυλιές που έφαγες ως μαθητευόμενη! Έπειτα απ’ όλα αυτά, θα είσαι πολύ τυχερή αν η Αίθουσα δεν σε βάλει στη γωνία μαζί με άλλα χαριτωμένα παιχνιδάκια. Αν θες να αποφύγεις κάτι τέτοιο, θα ανοίξεις τα αυτιά σου και θα κάνεις αυτό που θα σου πω. Λοιπόν, κάτσε κάτω!»

Η Εγκουέν έβραζε από μέσα της, αλλά κάθισε. Ήταν νωρίς ακόμα.

Με ένα απότομο νεύμα ικανοποίησης, η Ρομάντα τοποθέτησε τις γροθιές της στη μέση της. Κοιτούσε την Εγκουέν σαν αυστηρή θεία που τα ψέλνει στην κακομαθημένη ανεψιά της. Μια πολύ αυστηρή θεία. Ή ένας εκτελεστής με πονόδοντο. «Αυτή η συνάντηση με τον Πέλιβαρ και με την Άραθελ πρέπει να πραγματοποιηθεί, μια και κανονίστηκε. Περιμένουν πώς και πώς την Έδρα της Άμερλιν, και θα τη δουν. Θα παρευρεθείς με πάσα μεγαλοπρέπεια, όπως ακριβώς αρμόζει στον τίτλο σου. Και θα τους πεις πως θα μιλήσω εγώ εκ μέρους σου. Κατόπιν, θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό! Για να τους παρακάμψουμε, απαιτείται αποφασιστικότητα από κάποιον που ξέρει τι κάνει. Αναμφίβολα, η Λελαίν θα καταφθάσει από λεπτό σε λεπτό και θα προσπαθήσει να εισηγηθεί, αλλά εσύ θα πρέπει να θυμάσαι πως αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα. Όλη τη μέρα μιλούσα με Καθήμενες κι είναι πολύ πιθανό πως, όταν η Αίθουσα ξανακαθίσει σε συμβούλιο, οι αποτυχίες της Μέριλιλ και της Μεράνα θα αποδοθούν στη Λελαίν. Οπότε, αν εξακολουθείς να τρέφεις ελπίδες για να αποκτήσεις την εμπειρία που θα χρειαστείς προκειμένου να φτάσεις στο επιτραχήλιο, εξαρτάσαι από μένα! Έγινα κατανοητή;»

«Απολύτως», είπε η Εγκουέν, με φωνή που ήλπιζε να ακούστηκε μειλίχια. Αν άφηνε τη Ρομάντα να μιλούσε στη θέση της, δεν θα υπήρχαν πια αμφιβολίες. Τόσο η Αίθουσα όσο κι ο κόσμος όλος θα μάθαιναν ποια κρατούσε από το σβέρκο την Εγκουέν αλ’Βερ.

Το βλέμμα της Ρομάντα έμοιαζε να διαπερνά το μυαλό της, κι η γυναίκα έκανε ένα κοφτό νεύμα. «Ελπίζω πως το εννοείς. Σκοπεύω να καθαιρέσω την Ελάιντα από την Έδρα της Άμερλιν, και δεν θα ήθελα να δω τα σχέδιά μου να πηγαίνουν στράφι εξαιτίας μιας πιτσιρίκας που νομίζει πως μπορεί να περάσει τον δρόμο χωρίς να την κρατούν από το χέρι». Ρουθούνισε, τυλίχτηκε με τον μανδύα της και βγήκε βιαστικά από τη σκηνή. Την ίδια στιγμή, εξαφανίστηκε και το ξόρκι.

Η Εγκουέν απέμεινε να κοιτάει συνοφρυωμένη την είσοδο. Πιτσιρίκα; Που να καιγόταν αυτή η γυναίκα, απευθυνόταν σε μια Έδρα της Άμερλιν! Άσχετα αν τους άρεσε ή όχι, αυτές την είχαν αναδείξει και, σε τελική ανάλυση, τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει τώρα πια! Άδραξε το πέτρινο μελανοδοχείο και το πέταξε στην υφασμάτινη είσοδο.

Η Λελαίν έσκυψε κι ίσα που απέφυγε να λερωθεί. «Ψυχραιμία, ψυχραιμία», τη μάλωσε, μπαίνοντας μέσα.

Όπως η Ρομάντα, έτσι κι η Λελαίν δεν ζήτησε την άδειά της για να αγκαλιάσει την Πηγή και να υφάνει ένα ξόρκι που θα εμπόδιζε όποιον επιχειρούσε να ακούσει τα λεγόμενά τους. Αντίθετα όμως με τη Ρομάντα, η οποία φάνταζε έξαλλη, η Λελαίν φαινόταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της, έτριβε τα γαντοφορεμένα της χέρια και χαμογελούσε.

«Υποθέτω πως δεν χρειάζεται να σου αναφέρω πως το μικρό σου μυστικό διέρρευσε. Κακό αυτό για τον Άρχοντα Μπράυν, αλλά νομίζω πως είναι αρκετά πολύτιμος για να τον σκοτώσουν. Έκανα κάτι που μάλλον θα τον ωφελήσει. Για να δούμε. Υποθέτω πως η Ρομάντα σού είπε πως επίκειται συνάντηση με τον Πέλιβαρ και την Άραθελ, αλλά ότι θα πρέπει να αφήσεις να μιλήσει αυτή. Καλά δεν τα λέω;» Η Εγκουέν τσιτώθηκε, αλλά η Λελαίν έκανε μια καθησυχαστική κίνηση με το χέρι της. «Δεν χρειάζεται να απαντήσεις. Την ξέρω καλά τη Ρομάντα. Δυστυχώς γι’ αυτήν, το έμαθα νωρίτερα κι, αντί να έρθω σε σένα αμέσως, έκανα μια σφυγμομέτρηση μεταξύ των Καθημένων. Θες να μάθεις τι πιστεύουν;»

Η Εγκουέν έκανε γροθιά τις παλάμες της και τις ακούμπησε στα γόνατά της, ελπίζοντας πως η Λελαίν δεν θα την προσέξει. «Περιμένω να μου πεις».

«Δεν είσαι σε θέση να μου μιλάς κατ’ αυτόν τον τρόπο», της είπε κοφτά η Λελαίν, αλλά την επόμενη κιόλας στιγμή το χαμόγελο της επέστρεψε. «Η Αίθουσα είναι δυσαρεστημένη με σένα. Πολύ δυσαρεστημένη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό με το οποίο σε απείλησε η Ρομάντα —και δεν είναι δύσκολο να το φανταστώ— μπορώ να σε απαλλάξω. Η Ρομάντα, από την άλλη, αναστάτωσε μερικές Καθήμενες με τις φοβέρες της. Λοιπόν, εκτός κι αν θες να βρεθείς με ακόμα λιγότερη εξουσία κι από αυτήν την ελάχιστη που έχεις τώρα, θα αφήσεις εμβρόντητη τη Ρομάντα αύριο ονοματίζοντας εμένα για να μιλήσω εκ μέρους σου. Δύσκολα θα πίστευε κανείς πως η Άραθελ κι ο Πέλιβαρ είναι αρκετά ανόητοι για να αποφύγουν τη συνάντηση αλλά, μόλις τελειώσω μαζί τους, θα φύγουν με την ουρά στα σκέλια».

«Και πώς μπορώ να είμαι σίγουρη ότι δεν θα υλοποιήσεις ούτως ή άλλως τις απειλές σου;» Η Εγκουέν ήλπιζε πως το θυμωμένο της μουρμουρητό ηχούσε περισσότερο σαν δυσθυμία. Μα το Φως, πόσο την είχαν κουράσει όλα αυτά!

«Επειδή λέω πως δεν θα το κάνω», ήταν η απότομη απάντηση της Λελαίν. «Δεν έχεις καταλάβει ακόμα πως δεν ελέγχεις τίποτα; Τα πάντα ελέγχονται από την Αίθουσα, η οποία μεσολαβεί ανάμεσα στη Ρομάντα και σε μένα. Ίσως μέσα στα επόμενα εκατό χρόνια να είσαι άξια για το επιτραχήλιο, αλλά προς το παρόν κάτσε ήσυχα, σταύρωσε τα χέρια σου κι άσε κάποια που ξέρει τι κάνει να φροντίσει για την εκθρόνιση της Ελάιντα».

Όταν έφυγε η Λελαίν, η Εγκουέν απέμεινε ακόμα μια φορά να κοιτάει την είσοδο. Αυτή τη φορά, δεν άφησε την οργή να την κατακλύσει. Ίσως να είσαι άξια για το επιτραχήλιο. Δεν είχε και μεγάλη διαφορά από αυτό που της είχε πει η Ρομάντα. Κάποια που ξέρει τι κάνει. Άραγε, μήπως είχε αυταπάτες; Μήπως ήταν ένα παιδάκι έτοιμο να φέρει τη συμφορά σε κάτι που μια έμπειρη γυναίκα μπορούσε να χειριστεί με μεγαλύτερη ευκολία;

Η Σιουάν μπήκε γλιστρώντας στο εσωτερικό της σκηνής. Έμοιαζε ανήσυχη.

«Μόλις ήρθε ο Γκάρεθ Μπράυν και μου ανέφερε πως η Αίθουσα γνωρίζει τα πάντα», είπε ξερά. «Με την πρόφαση ότι έψαχνε την πουκαμίσα του. Που να πάρει η ευχή κι αυτόν και την καταραμένη την πουκαμίσα του! Η συνάντηση κανονίστηκε για αύριο, σε μια λίμνη κάπου πέντε ώρες βόρεια. Ο Πέλιβαρ κι η Άραθελ ξεκίνησαν ήδη, όπως κι ο Άεμλυν, επίσης. Είναι ο τρίτος ισχυρός Οίκος».

«Η Λελαίν κι η Ρομάντα έκριναν πως δεν έπρεπε να μου το αναφέρουν αυτό», αποκρίθηκε η Εγκουέν εξίσου ξερά. Όχι. Άσχετα αν την έπαιρναν από το χεράκι ή την άρπαζαν από τον σβέρκο για τα επόμενα εκατό, πενήντα ή ακόμα και πέντε χρόνια, θα εξακολουθούσαν να τη θεωρούν ακατάλληλη για να μάθει κάποια πράγματα. Αν ήταν να μεγαλώσει, έπρεπε να το κάνει τώρα.

«Ω, μα το αίμα και τις στάχτες», γρύλισε η Σιουάν. «Δεν αντέχω πια! Τι σου είπαν;»

«Λίγο πολύ, τα αναμενόμενα». Η Εγκουέν χαμογέλασε και μια χροιά θαυμασμού άγγιξε ακόμα και τη φωνή της. «Σιουάν, αν τους έλεγα τι να κάνουν, δεν θα τα κατάφερναν καλύτερα να μου παραδώσουν στα χέρια την Αίθουσα».


Το τελευταίο φως της ημέρας κόντευε να χαθεί καθώς η Σέριαμ πλησίαζε τη μικροσκοπική της σκηνή, μικρότερη κι από της Εγκουέν. Αν δεν ήταν Τηρήτρια, θα αναγκαζόταν να μοιραστεί μια σκηνή με κάποια άλλη. Με το που έσκυψε για να μπει μέσα, αντιλήφθηκε για μια στιγμή πως δεν ήταν μόνη, αλλά αμέσως μετά τη θωράκισαν και την έριξαν μπρούμυτα πάνω στο ράντζο. Ξαφνιασμένη, πάσχισε να φωνάξει, αλλά η άκρη μιας από τις κουβέρτες της χώθηκε στο στόμα της. Τα ρούχα και το ριχτό φόρεμα έπεσαν από το κορμί της σαν φούσκα που την κεντρίζεις και σπάει.

Ένα χέρι τη χτύπησε στο κεφάλι. «Υποτίθεται πως θα με κρατούσες ενήμερη, Σέριαμ. Αυτό το κορίτσι κάτι πάει να σκαρώσει, και θέλω να μάθω τι».

Της πήρε πολλή ώρα να πείσει την ανακρίτριά της πως της είχε ήδη πει όλα όσα γνώριζε και πως δεν θα κρατούσε τίποτα πια κρυφό, ούτε καν ψίθυρο. Όταν, τελικά, έμεινε μόνη, ζάρωσε κι άρχισε να κλαψουρίζει από το ξύλο που είχε φάει, ευχόμενη να μη μιλούσε ποτέ στη ζωή της σε αδελφή που ανήκε στην Αίθουσα.

Загрузка...