25 Μια Ανεπιθύμητη Επιστροφή

Καθισμένη πίσω από το επίχρυσο γραφείο της, η Ελάιντα ψηλάφιζε με τα δάχτυλά της ένα παλιό σκουρόχρωμο φιλντισένιο σκάλισμα, που απεικόνιζε ένα παράξενο πουλί με ράμφος μακρύ όσο το σώμα του, κι άκουγε με κάποια δόση θυμηδίας τις έξι γυναίκες που στέκονταν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Η κάθε μία τους ήταν Καθήμενη που αντιπροσώπευε το Άτζα της. Λοξοκοιτούσαν η μία την άλλη και μετακινούσαν τα βελουδένια τους πασούμια πάνω στο κιλίμι με τα ζωηρόχρωμα σχέδια που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των κοκκινόμαυρων πλακών του πατώματος, μετακινώντας σπασμωδικά τα κεντητά τους επώμια, έτσι που τα χρωματιστά κρόσσια έμοιαζαν να χορεύουν, και γενικώς συμπεριφέρονταν σαν ένα τσούρμο δύστροπων υπηρετριών που εύχονταν να είχαν το κουράγιο να κατασπαράξουν η μία την άλλη μπροστά στην αφέντρα τους. Η πάχνη επικάλυπτε τα γυάλινα καφασωτά που πλαισίωναν τα παράθυρα, έτσι που ήταν σχεδόν αδύνατον να δει κανείς το χιόνι που στροβιλιζόταν απ’ έξω, αν και μερικές φορές οι άνεμοι σφύριζαν με παγερή μανία. Η Ελάιντα ένιωθε μάλλον ζεστά, κι όχι μόνο εξαιτίας των χοντρών κούτσουρων που καίγονταν στο λευκό μαρμάρινο τζάκι. Άσχετα από το αν αυτές οι γυναίκες το γνώριζαν ή όχι —η Ντουχάρα το ήξερε σίγουρα, ίσως κι οι άλλες— ήταν η αφέντρα τους. Το περίτεχνο ρολόι με το χρυσαφένιο κάλυμμα που είχε φέρει η Σεμάιλε χτύπησε ρυθμικά. Το χαμένο όνειρο της Σεμάιλε θα γινόταν πραγματικότητα· ο Πύργος θα ανακτούσε τη χαμένη του αίγλη στα σταθερά κι ικανά χέρια της Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν.

«Δεν έχει βρεθεί ποτέ στα χρονικά ένα τερ’ανγκριάλ ικανό να “ελέγχει” μια γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης», έλεγε η Βελίνα με φωνή ψυχρή και σταθερή, αν και κάπως κοριτσίστικα διαπεραστική, που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη σαν ράμφος αετού μύτη της και τα έντονα αμυγδαλωτά της μάτια. Αντιπροσώπευε το Λευκό Άτζα και, παρά την άγρια εμφάνιση της, ήταν η προσωποποίηση της Λευκής αδελφής. Το απλό, χιονένιο φόρεμά της φάνταζε άκαμπτο και ψυχρό. «Ελάχιστα έχουν βρεθεί που να εκτελούν αυτήν τη λειτουργία. Επομένως, με βάση τη λογική, ακόμα κι αν ανακαλυπτόταν ένα τέτοιο τερ’ανγκριάλ ή περισσότερα από ένα, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αρκετά για να ελέγξουν πάνω από δύο ή τρεις γυναίκες το πολύ. Συνεπώς, οι αναφορές αυτών των Σωντσάν είναι υπέρ το δέον υπερβολικές. Αν όντως υπάρχουν αυτές οι χαλιναγωγημένες γυναίκες, δεν μπορούν με τίποτα να διαβιβάσουν. Είναι ολοφάνερο. Δεν αρνούμαι πως αυτοί οι άνθρωποι κατέχουν το Έμπου Νταρ, το Άμαντορ κι ίσως κι άλλες πόλεις, αλλά είναι προφανές πως πρόκειται για δημιουργία του Ραντ αλ’Θόρ, ίσως για να τρομοκρατήσει τον κόσμο και να τον αναγκάσει να ταχθεί με το μέρος του. Όπως αυτός ο Προφήτης του. Απλή λογική».

«Πολύ χαίρομαι που, αν μη τι άλλο, δεν αρνείσαι το Άμαντορ και το Έμπου Νταρ, Βελίνα», είπε ξερά η Σέβαν. Και, πράγματι, η φωνή της μπορούσε να γίνει πολύ πληκτική. Ψηλή όσο οι περισσότεροι άντρες, όπως επίσης και κοκαλιάρα, η Καφέ Καθήμενη είχε γωνιώδες πρόσωπο και μακρόστενο πηγούνι, το οποίο δεν βελτιωνόταν καθόλου από την παρουσία των βοστρύχων που το κάλυπταν. Τακτοποίησε το επώμιο της με τα αραχνοειδή της δάχτυλα κι ίσιωσε τη φούστα της από σκούρο χρυσαφί μετάξι, ενώ η φωνή της πήρε μια έκδηλη χροιά θυμηδίας. «Δεν νιώθω και πολύ άνετα λέγοντας τι πρέπει να γίνει και τι όχι. Για παράδειγμα, όχι πολύ καιρό πριν, όλοι “γνώριζαν” πως μόνο μια θωράκιση υφασμένη από αδελφή μπορούσε να σταματήσει μια γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης. Κι ύστερα, εμφανίστηκε αυτό το βότανο, η διχαλόριζα, κι ο καθένας μπορούσε να σου προσφέρει ένα φλιτζάνι τσάι που σε άφηνε ανίκανη να διαβιβάσεις επί ώρες ολόκληρες. Χρήσιμο, φαντάζομαι, για τις απείθαρχες αδέσποτες και για το σινάφι τους, αλλά δυσάρεστη έκπληξη για όσους πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα, ε; Ίσως αργότερα μάθει κάποιος πώς να φτιάχνει ένα τερ’ανγκριάλ».

Τα χείλη της Ελάιντα σφίχτηκαν. Οι απιθανότητες δεν την απασχολούσαν, κι αν καμιά αδελφή δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει ξανά τον τρόπο κατασκευής ενός τερ’ανγκριάλ τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια, σήμαινε πως δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Αυτό που έδενε τη γλώσσα της Ελάιντα ήταν η επίγνωση πως οι πληροφορίες μερικές φορές τής ξέφευγαν μέσα από τα χέρια τη στιγμή που θα έπρεπε να τις κρατήσει μυστικές. Παρά τις προσπάθειες της, κι η τελευταία μυημένη του Πύργου είχε μάθει τα πάντα για τη διχαλόριζα, πράγμα που δεν άρεσε σε κανέναν. Κανείς δεν ένιωθε άνετα με το ενδεχόμενο να βρεθεί τρωτός απέναντι σε οποιονδήποτε που είχε λίγες γνώσεις βοτάνων κι ελάχιστο ζεστό νερό στην κατοχή του. Κι, όπως είχαν κάνει ξεκάθαρο οι Καθήμενες, η γνώση αυτή ήταν χειρότερη κι από δηλητήριο.

Στην αναφορά του βοτάνου, τα σκουρόχρωμα μάτια της Ντουχάρα φάνταζαν ανήσυχα πάνω στο χάλκινο πρόσωπό της κι η ίδια πήρε μια στάση πιο αλύγιστη από το συνηθισμένο, με τα χέρια να σφίγγονται πάνω σε μια φούστα τόσο έντονα πορφυρή που έμοιαζε σχεδόν μαύρη. Η Σεντόρε ξεροκατάπιε και τα δάχτυλά της σφίχτηκαν πάνω στον καλοδουλεμένο δερμάτινο φάκελο που της είχε δώσει η Ελάιντα, παρ’ όλο που η στρογγυλοπρόσωπη Κίτρινη απέπνεε πάντα μια παγερή κομψότητα. Η Αντάγια αναρίγησε! Τύλιξε σπασμωδικά γύρω της το επώμιο με τα γκρίζα κρόσσια.

Η Ελάιντα αναρωτήθηκε τι θα έκαναν αν μάθαιναν πως οι Άσα’μαν είχαν ανακαλύψει ξανά το Ταξίδεμα. Στην παρούσα κατάσταση, ήταν κάπως δύσκολο ακόμα και να μιλούν γι’ αυτούς. Τουλάχιστον, είχε καταφέρει να μη διαρρεύσει αυτή η πληροφορία εκτός ενός μικρού κύκλου ανθρώπων.

«Νομίζω πως αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι όσα γνωρίζουμε ως αληθινά, έτσι δεν είναι;» είπε με σταθερή φωνή η Αντάγια, ανακτώντας πλήρως τον αυτοέλεγχό της. Τα ανάλαφρα καστανά μαλλιά της, βουρτσισμένα τόσο ώστε να βγάζουν ανταύγειες, κρέμονταν χυτά στην πλάτη της, ενώ το γαλάζιο φόρεμά της με την ασημιά σχισμή ήταν κομμένο και ραμμένο σε Αντορινό στυλ. Ωστόσο, η Ταραμπονέζικη προφορά ήταν ακόμα έκδηλη στην ομιλία της. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μικροκαμωμένη, ούτε και λεπτόκορμη, πάντα έδινε στην Ελάιντα την εντύπωση σπουργιτιού έτοιμου να πηδήξει σε ένα κλαδάκι. Δεν την έκανες ικανή διαπραγματεύτρια, μολονότι είχε κερδίσει πανάξια το καλό της όνομα. Κοίταξε χαμογελώντας τις υπόλοιπες, με τρόπο όχι και πολύ ευχάριστο, κάτι που ενέτεινε ακόμα περισσότερο την εντύπωση του σπουργιτιού. Ίσως ήταν ο τρόπος που έγερνε το κεφάλι της. «Οι επιπόλαιες εικασίες είναι χαμένος χρόνος. Ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή και, προσωπικά, δεν έχω όρεξη να σπαταλήσω πολύτιμες ώρες φλυαρώντας για μια υποτιθέμενη λογική και για το τι γνωρίζει η κάθε ηλίθια μαθητευόμενη. Έχει καμιά από εσάς να πει κάτι χρήσιμο;» Για σπουργίτι, τα λόγια της έσταζαν δηλητήριο. Το πρόσωπο της Βελίνα αναψοκοκκίνισε, ενώ της Σέβαν σκοτείνιασε.

Η Ρουμπίντε σούφρωσε τα χείλη της κοιτώντας την Γκρίζα αδελφή. Ίσως σκόπευε να χαμογελάσει, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε περισσότερο με σύσπαση. Με μαλλιά μαύρα σαν του κόρακα και μάτια σαν ζαφείρια, η Μαγιενή έδινε συνήθως την εντύπωση πως δεν θα δίσταζε να διαπεράσει ακόμα και τοίχο κι, έτσι όπως είχε ακουμπήσει τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της, θα έλεγες πως ήταν έτοιμη να διαπεράσει δύο τοίχους. «Προς το παρόν, κάνουμε ό,τι μπορούμε, Αντάγια. Προσπαθούμε, τουλάχιστον. Οι στασιαστές πιάστηκαν στα χιόνια του Μουράντυ και θα τους ετοιμάσουμε έναν πολύ θερμό χειμώνα, έτσι ώστε την άνοιξη να συρθούν στα πόδια μας για να απολογηθούν και να εκλιπαρήσουν τον οίκτο μας. Με το Δάκρυ θα ασχοληθούμε μόλις ανακαλύψουμε πού εξαφανίστηκε ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν, με τη δε Καιρχίν από τη στιγμή που θα ξετρυπώσουμε την Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ και τον Τόραμ Ριάτιν. Προς το παρόν, ο αλ’Θόρ κατέχει το στέμμα του Ίλιαν, αλλά έχουμε μεριμνήσει και γι’ αυτό. Λοιπόν, εκτός κι αν έχεις υπ’ όψιν σου κάποιο σχέδιο για να προσελκύσεις αυτόν τον άνθρωπο στον Πύργο ή για να εξαφανίσεις τους αποκαλούμενους Άσα’μαν, σκοπεύω να ασχοληθώ με τα ζητήματα που αφορούν στο Άτζα μου».

Η Αντάγια ίσιωσε το κορμί της, ενώ τα φτερά της αναταράχτηκαν. Τα μάτια της Ντουχάρα στένεψαν· η αναφορά και μόνο αντρών με τη δυνατότητα της διαβίβασης έκανε το κεφάλι της έτοιμο να εκραγεί. Η Σέβανα πλατάγισε τη γλώσσα της, λες κι απευθυνόταν σε πιτσιρίκια που καυγάδιζαν —αν κι έμοιαζε μάλλον ευχαριστημένη με τα τεκταινόμενα— κι η Βελίνα συνοφρυώθηκε, μια και για κάποιον λόγο η Σεβάνα σίγουρα αυτήν είχε κατά νου. Μπορεί η όλη κατάσταση να είχε κάτι αστείο, αλλά ξέφευγε από τον έλεγχο.

«Οτιδήποτε αφορά στα Άτζα είναι πολύ σημαντικό, κόρες μου». Η Ελάιντα δεν ύψωσε τη φωνή της, αν και κάθε κεφάλι στράφηκε προς το μέρος της. Τοποθέτησε ξανά το φιλντισένιο σκαλιστό ειδώλιο με τα υπόλοιπα της συλλογής της στο μεγάλο κουτί που ήταν καλυμμένο με τριαντάφυλλα και χρυσούς παπύρους, τακτοποίησε προσεκτικά τα περιεχόμενα της κασετίνας της και του κουτιού αλληλογραφίας, έτσι που τα τρία λουστραρισμένα κουτιά έμοιαζαν παραταγμένα πάνω στο γραφείο και, μόλις επικράτησε σιωπή, συνέχισε. «Το θέμα του Πύργου είναι περισσότερο σημαντικό, ωστόσο. Σας έχω εμπιστοσύνη ότι θα θέσετε σε εφαρμογή τα διατάγματα μου το γρηγορότερο. Διακρίνω μεγάλη νωθρότητα στον Πύργο. Φοβάμαι πως η Σιλβιάνα θα βρεθεί πολύ απασχολημένη, αν τα πράγματα δεν διορθωθούν σύντομα». Δεν τους απηύθυνε καμιά άλλη απειλή, παρά απλώς χαμογέλασε.

«Όπως προστάζεις, Μητέρα», μουρμούρισαν έξι φωνές, όχι και τόσο σταθερές όσο θα επιθυμούσαν οι κάτοχοι τους. Ακόμα και το πρόσωπο της Ντουχάρα είχε σχεδόν κιτρινίσει καθώς οι γυναίκες υποκλίνονταν. Δύο Καθήμενες είχαν στερηθεί των εδρών τους κι άλλες έξι είχαν εκτίσει θητεία επί μέρες στα Κάτεργα ως πράξη μεταμέλειας — και θα ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτικό για τη θέση τους να βιώσουν επιπλέον τον Εξαγνισμό του Πνεύματος. Η Σέβαν κι η Σεντόρε κρατούσαν τα στόματά τους ερμητικά κλειστά, καθώς θυμούνταν πολύ καλά το τρίψιμο των δαπέδων και τη δουλειά στα πλυσταριά — αλλά καμιά τους δεν είχε σταλεί στη Σιλβιάνα για Εξαγνισμό της Σάρκας. Και καμιά τους δεν ήθελε, φυσικά. Η Κυρά των Μαθητευομένων δεχόταν κάθε βδομάδα δύο ή τρεις επισκέψεις από αδελφές οι οποίες είχαν τιμωρηθεί από τα Άτζα τους ή είχαν αυτοτιμωρηθεί —μια δόση αυτομαστίγωσης με το λουρί, αν κι οδυνηρή, δεν έπαιρνε τόσο χρόνο όσο το να παλεύεις με το δικράνι επί ένα μήνα για να χαράξεις μονοπάτια στον κήπο— αλλά η Σιλβιάνα έδειχνε πολύ λιγότερο οίκτο με τις αδελφές παρά με τις μαθητευόμενες και με τις Αποδεχθείσες. Περισσότερες από μία αδελφές θα περνούσαν τις υπόλοιπες μέρες αναλογιζόμενες κατά πόσον είναι τελικά προτιμότερος ένας μήνας με το δικράνι.

Πήγαν τρεχάλα προς την πόρτα, ανυπομονώντας να βρεθούν μακριά. Ανεξάρτητα αν ήταν Καθήμενες ή όχι, καμιά τους δεν θα είχε πατήσει πόδι σε τόσο ψηλά κλιμάκια του Πύργου δίχως την άμεση πρόσκληση της Ελάιντα. Ψηλαφώντας το ξεφλουδισμένο της επιτραχήλιο, η Ελάιντα χαμογέλασε, αυτή τη φορά με ευχαρίστηση. Ναι, ήταν πράγματι η αφέντρα του Λευκού Πύργου, κάτι που άρμοζε πλήρως σε μια Έδρα της Άμερλιν.

Πριν ακόμα το βιαστικό τσούρμο των Καθήμενων φτάσει στην είσοδο, η πόρτα που βρισκόταν στα αριστερά άνοιξε κι η Αλβιάριν μπήκε μέσα, με το στενό λευκό επώμιο της Τηρήτριας να χάνεται σχεδόν κάτω από ένα μεταξένιο φόρεμα που έκανε το αντίστοιχο της Βελίνα να μοιάζει μουντό συγκριτικά.

Η Ελάιντα ένιωσε το χαμόγελό της να στραβώνει και να χάνεται από το πρόσωπό της. Η Αλβιάριν κρατούσε ένα φύλλο περγαμηνής στο λεπτό της χέρι. Είναι παράξενο τι προσέχει κανείς κάτι τέτοιες στιγμές. Η γυναίκα είχε εξαφανιστεί σχεδόν δύο βδομάδες από τον Πύργο δίχως να πει τίποτα. Κανείς δεν την είχε δει να φεύγει, κι η Ελάιντα είχε αρχίσει να κάνει κάποιες ιδιαίτερα επιθυμητές σκέψεις, όπως για παράδειγμα να κειτόταν νεκρή σε καμιά χιονισμένη πλαγιά, ή να την είχε παρασύρει το ρεύμα κανενός ποταμού ή να είχε γλιστρήσει στον πάγο.

Οι έξι Καθήμενες σταμάτησαν γεμάτες αβεβαιότητα όταν η Αλβιάριν δεν παραμέρισε. Ακόμα και μια Τηρήτρια με την επιρροή της Αλβιάριν δεν επιτρέπεται να εμποδίσει μια Καθήμενη. Αν κι η Βελίνα, η πιο συγκροτημένη συνήθως γυναίκα του Πύργου, μόρφασε για κάποιο λόγο. Η Αλβιάριν έριξε μια και μοναδική ματιά στην Ελάιντα, εντελώς ψυχρή, περιεργάστηκε για μια στιγμή τις Καθήμενες και κατάλαβε τα πάντα.

«Νομίζω πως αυτό πρέπει να το αφήσεις επάνω μου», είπε στη Σεντόρε, κι ο τόνος της φωνής της ήταν ελάχιστα θερμότερος από το χιόνι που έπεφτε έξω. «Η Μητέρα επιθυμεί την προσεκτική εφαρμογή των διαταγμάτων της, όπως ξέρετε πολύ καλά. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που αλλάζει γνώμη αφού πρώτα έχει υπογράψει». Έτεινε ένα λεπτοκαμωμένο χέρι.

Η Σεντόρε, η αλαζονεία της οποίας ήταν ιδιαίτερα έκδηλη ακόμα κι ανάμεσα στις Κίτρινες, δεν δίστασε καθόλου να της δώσει τον δερμάτινο φάκελο.

Η Ελάιντα έτριξε τα δόντια της από οργή. Η Σεντόρε μισούσε τις πέντε μέρες που είχε περάσει βυθισμένη στο καυτό νερό, τρίβοντας πλάκες δαπέδων. Η Ελάιντα θα της έβρισκε κάτι λιγότερο άνετο την επόμενη φορά. Ίσως, σε τελική ανάλυση, να την έστελνε στη Σιλβιάνα ή ακόμα και να καθαρίσει τους βόθρους!

Η Αλβιάριν έκανε στην άκρη δίχως να πει λέξη, κι οι Καθήμενες έφυγαν τακτοποιώντας τα επώμιά τους, μουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους κι ανακτώντας την αξιοπρέπεια της Αίθουσας. Η Αλβιάριν έκλεισε απότομα την πόρτα πίσω τους και προχώρησε προς το μέρος της Ελάιντα, ψηλαφώντας τα χαρτιά μέσα τον φάκελο. Ήταν τα διατάγματα που είχε υπογράψει με την ελπίδα πως η Αλβιάριν ήταν νεκρή. Φυσικά, δεν εναπέθετε τα πάντα σ’ αυτήν την ελπίδα. Δεν είχε μιλήσει σχετικά στη Σέαν, σε περίπτωση που κάποιος την έβλεπε και το ανέφερε στην Αλβιάριν όταν επέστρεφε. Η Σέαν, ωστόσο, σίγουρα ενεργούσε βάσει της καθοδήγησης που είχε λάβει, ακολουθώντας το μονοπάτι της προδοσίας που θα οδηγούσε σίγουρα στην Αλβιάριν Φρέιντεν. Η Ελάιντα, ωστόσο, εξακολουθούσε να ελπίζει, και μάλιστα με λαχτάρα.

Η Αλβιάριν μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της καθώς ψαχούλεψε τον φάκελο. «Υποθέτω πως αυτό μπορεί να περάσει έτσι. Αυτό, όμως, όχι και σίγουρα όχι αυτό!» Τσαλάκωσε ένα διάταγμα, υπογεγραμμένο και σφραγισμένο από την Έδρα της Άμερλιν, και το έριξε στο πάτωμα με μια περιφρονητική κίνηση. Σταματώντας δίπλα στην επιχρυσωμένη πολυθρόνα της Ελάιντα, με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον φτιαγμένη από φεγγαρόπετρες στην κορυφή της υψηλής ράχης, πέταξε τον φάκελο και την περγαμηνή πάνω στο τραπέζι. Κατόπιν, έδωσε ένα τόσο ισχυρό χαστούκι στην Ελάιντα που η γυναίκα είδε μαύρα στίγματα.

«Νόμιζα πως το θέμα είχε διευθετηθεί, Ελάιντα». Η φωνή της τερατώδους γυναίκας έκανε τη χιονοθύελλα που λυσσομανούσε έξω να μοιάζει ήπια. «Ξέρω πώς να σώσω τον Πύργο από τις ανοησίες σου, και δεν θα επιτρέψω να κάνεις καινούργιες πίσω από την πλάτη μου. Αν επιμείνεις όμως, να είσαι σίγουρη πως θα φροντίσω να εκθρονιστείς, να σιγανευτείς, και θα σε μαστιγώσω μέχρι να ουρλιάξεις μπροστά στις μυημένες και στους υπηρέτες!»

Καταβάλλοντας προσπάθεια, η Ελάιντα απέφυγε να αγγίξει με το χέρι της το μάγουλό της. Δεν χρειαζόταν καθρέφτη για να καταλάβει πως είχε κοκκινίσει. Έπρεπε να είναι προσεκτική. Η Σεάν μάλλον δεν είχε ανακαλύψει τίποτα ακόμα, αλλιώς θα είχε επιστρέψει. Η Αλβιάριν θα άνοιγε το στόμα της μπροστά στην Αίθουσα και θα αποκάλυπτε την καταστροφική αρπαγή αυτού του νεαρού, του αλ’Θόρ. Και μόνο αυτό ήταν αρκετό για να την εκθρονίσει, να τη σιγανέψει και να τη μαστιγώσει, όμως είχε κι άλλον έναν άσσο στο μανίκι της. Η Τοβέιν Γκάζαλ ηγούνταν πενήντα αδελφών και διακοσίων Φρουρών του Πύργου ενάντια στον Μαύρο Πύργο, που η Ελάιντα ήταν σίγουρη, όταν είχε δώσει τις ανάλογες διαταγές, πως είχε δύο ή τρεις άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης. Ακόμα όμως και με αυτές τις εκατοντάδες Άσα’μαν — εκατοντάδες! Με την Αλβιάριν να την κοιτάει τόσο παγερά, η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να της γυρίζει τα σωθικά! — διατηρούσε τις ελπίδες της για την Τοβέιν. Είχε Προβλέψει πως ο Μαύρος Πύργος θα καταλυόταν μέσα στη φωτιά και στο αίμα κι ότι οι αδελφές θα περπατούσαν στους διαδρόμους του. Πράγμα που σήμαινε πως, με κάποιον τρόπο, η Τοβέιν θα θριάμβευε. Κι ακόμα περισσότερο, είχε Προβλέψει πως ο Πύργος θα ανακτούσε την παλιά του αίγλη υπό την ηγεμονία της και πως ο ίδιος ο αλ’Θόρ θα έτρεμε την οργή της. Η Αλβιάριν είχε ακούσει τα λόγια που βγήκαν από το στόμα της Ελάιντα όταν είχε καταληφθεί από την Πρόβλεψη. Δεν θυμόταν όμως πως αργότερα, όταν άρχισε τους εκβιασμούς, δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμα τον ίδιο της τον χαμό. Η Ελάιντα περίμενε υπομονετικά. Θα της ξεπλήρωνε αυτό που της έκανε εις τριπλούν! Προς το παρόν όμως, έπρεπε να κάνει υπομονή.

Χωρίς καμιά προσπάθεια να κρύψει τον χλευασμό της, η Αλβιάριν έκανε πέρα τον φάκελο κι έσπρωξε την περγαμηνή μπροστά στην Ελάιντα. Άνοιξε τη χρυσοπράσινη θήκη, βύθισε τη γραφίδα της Ελάιντα στο μελανοδοχείο και της πέταξε την περγαμηνή. «Υπόγραψε».

Η Ελάιντα πήρε τη γραφίδα κι αναρωτήθηκε σε τι είδους τρέλα θα έβαζε την υπογραφή της αυτήν τη φορά. Κι άλλη αύξηση της Φρουράς του Πύργου, όταν θα είχαν ξεμπερδέψει με τους στασιαστές πριν χρειαστεί περαιτέρω χρήση στρατιωτών; Άλλη μια προσπάθεια να αναγκαστούν τα Άτζα να αποκαλύψουν δημοσίως ποιες από τις αδελφές τα καθοδηγούσαν; Αυτό κι αν θα αποτύγχανε! Διάβασε γρήγορα, κι αισθάνθηκε έναν παγερό κόμπο να της δένει το στομάχι. Το να αποδώσει την πλήρη εξουσία καθενός Άτζα ξεχωριστά στις αδελφές που ανήκαν σε έκαστο, συμπεριλαμβανομένου του δικού της, ήταν η χειρότερη παράνοια μέχρι τώρα —πώς ήταν δυνατόν να διασώσει τον Πύργο διαλύοντάς τον εις τα εξ ων συνετέθη;— αλλά αυτό...!


Ο κόσμος γνωρίζει ήδη πως ο Ραντ αλ’Θόρ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο κόσμος γνωρίζει πως είναι ένας άντρας με την ικανότητα να αγγίξει τη Μία Δύναμη. Τέτοιοι άντρες έχουν περάσει στην εξουσία του Λευκού Πύργου από αμνημονεύτων. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έχει επωμιστεί την προστασία του Πύργου, αλλά όποιος προσπαθήσει να τον προσεγγίσει χωρίς να μεσολαβήσει ο Λευκός Πύργος, θα κατηγορηθεί για προδοσία ενάντια στο Φως και θα ανακηρυχθεί παντοτινά αναθεματισμένος. Ο κόσμος μπορεί να κοιμάται χωρίς καμιά έγνοια, γνωρίζοντας πως ο Λευκός Πύργος θα καθοδηγήσει με ασφάλεια τον Αναγεννημένο Δράκοντα στην Τελευταία Μάχη και στον αναπόφευκτο θρίαμβο.


Ενστικτωδώς, μουδιασμένα σχεδόν, πρόσθεσε, «του Φωτός» ύστερα από τη λέξη «θρίαμβο», αλλά ύστερα το χέρι της πάγωσε. Το να παραδεχτεί δημοσίως πως ο αλ’Θόρ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν αποδεκτό, μια κι ήταν, κι αυτό μπορούσε να οδηγήσει πολλούς να αποδεχτούν ως αληθινές τις φήμες πως ο άντρας την είχε ήδη προσκυνήσει, πράγμα χρήσιμο, αλλά όσον αφορά στα υπόλοιπα, δύσκολα θα φανταζόταν πως τόσο πολλή συμφορά θα μπορούσε να περιέχεται σε τόσο λίγες λέξεις.

«Είθε το Φως να δείξει έλεος», είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Αν κάτι τέτοιο διακηρυχθεί δημοσίως, θα είναι αδύνατον να πειστεί ο αλ’Θόρ πως η απαγωγή του ήταν ανεπικύρωτη». Θα ήταν δύσκολο ούτως ή άλλως, αλλά είχε δει και στο παρελθόν ανθρώπους να πείθονται ότι όσα συνέβησαν στην πραγματικότητα δεν είχαν συμβεί. «Θα φυλάγεται δε δέκα φορές περισσότερο ενάντια σε κάποια άλλη, παρόμοια προσπάθεια. Στην καλύτερη περίπτωση, Αλβιάριν, αυτή εδώ η διακήρυξη θα τρομοκρατήσει μερικούς από τους ακολούθους του. Στην καλύτερη περίπτωση!» Το πιθανότερο ήταν πως πολλοί ήταν τόσο έντονα δεμένοι μαζί του, που δεν θα τολμούσαν να αποσυρθούν. Και δεν θα το έκαναν αν νόμιζαν πως το ανάθεμα κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους! «Θα προτιμούσα να βάλω φωτιά στον Πύργο με τα ίδια μου τα χέρια, παρά να υπογράψω αυτό εδώ!»

Η Αλβιάριν αναστέναζε ανυπόμονα. «Δεν ξέχασες ακόμα την κατήχησή σου, έτσι; Πες τη μου, θέλω να την ακούσω όπως σου τη δίδαξα».

Τα χείλη της Ελάιντα σούφρωσαν επί τούτου. Αν υπήρχε κάτι που απολάμβανε κατά τη διάρκεια της απουσίας αυτής τη γυναίκας —όχι ότι ήταν κι η μέγιστη ευχαρίστηση, αρκετή ωστόσο— ήταν το ότι δεν αναγκαζόταν να επαναλαμβάνει αυτήν την πρόστυχη λιτανεία καθημερινά. «Θα κάνω όπως μου πεις», είπε τελικά με κοφτή φωνή. Ήταν η Έδρα της Άμερλιν! «Θα πω τα λόγια που επιθυμείς, αλλά τίποτα παραπάνω». Η Πρόβλεψη θέσπιζε τον θρίαμβο της, αλλά, μα το Φως, ας ερχόταν λίγο πιο σύντομα! «Θα υπογράψω αυτό που θέλεις και τίποτα άλλο. Είμαι...» Κάτι πήγε να πει, αλλά τα λόγια πνίγηκαν στον λαιμό της. «Υπακούω στη θέλησή σου».

«Ακούγεσαι λες και κάποιος πρέπει να σου υπενθυμίζει διαρκώς την αλήθεια», είπε η Αλβιάριν, αναστενάζοντας ακόμα μία φορά. «Μου φαίνεται πως σε άφησα πολύ καιρό μόνη». Χτύπησε την περγαμηνή επιτακτικά με το δάχτυλό της. «Υπόγραψε».

Η Ελάιντα υπέγραψε, σέρνοντας τη γραφίδα πάνω στην περγαμηνή. Δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο.

Η Αλβιάριν δεν περίμενε καλά-καλά την ακίδα να ανασηκωθεί και τράβηξε το διάταγμα. «Θα το σφραγίσω η ίδια», είπε κατευθυνόμενη προς την πόρτα. «Δεν έπρεπε να αφήσω τη σφραγίδα της Άμερλιν σε μέρος που να μπορείς να τη βρεις. Θέλω να σου μιλήσω αργότερα. Πράγματι, σε άφησα πολύ καιρό μόνη. Να είσαι εδώ όταν επιστρέψω».

«Αργότερα;» είπε η Ελάιντα. «Πότε; Αλβιάριν; Αλβιάριν;»

Η πόρτα έκλεισε πίσω από τη γυναίκα, αφήνοντας την Ελάιντα να βράζει στο ζουμί της. Να είναι εκεί όταν επιστρέψει η Αλβιάριν! Κλεισμένη στα διαμερίσματά της, σαν μαθητευόμενη στο μπουντρούμι!

Ψηλάφισε για λίγο το κουτί αλληλογραφίας, με τα χρυσά γεράκια να μάχονται ανάμεσα στα λευκά σύννεφα ενός καταγάλανου ουρανού, ωστόσο δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να το ανοίξει. Με την Αλβιάριν φευγάτη, τα γράμματα κι οι αναφορές που περιείχε αυτό το κουτί είχαν αποκτήσει ξανά σημασία, μεγαλύτερη από τα αποκόμματα που είχε αφήσει η Αλβιάριν μπροστά της. Πάντως, όταν επέστρεφε η γυναίκα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι άδειο. Σηκώθηκε κι άρχισε να τακτοποιεί τα τριαντάφυλλα στα άσπρα βάζα, τοποθετώντας το καθένα πάνω από έναν λευκό μαρμάρινο πλίνθο σε μια γωνιά του δωματίου. Γαλάζια τριαντάφυλλα. Εξαιρετικά σπάνια.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ατένιζε ένα σπασμένο κοτσάνι από τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια της, κομμένο στα δύο. Μισή ντουζίνα ακόμα ήταν σκόρπια στις πλάκες του δαπέδου. Ένας εκνευριστικός ήχος βγήκε από το λαρύγγι της. Σκεφτόταν τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό της Αλβιάριν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σκεφτόταν να σκοτώσει αυτή τη γυναίκα. Βέβαια, η Αλβιάριν θα είχε πάρει τις ανάλογες προφυλάξεις. Τα σφραγισμένα αρχεία, τα οποία θα ανοίγονταν σε περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, είχαν αφεθεί αναμφίβολα στις αδελφές που θα υποπτευόταν λιγότερο η Ελάιντα. Ήταν η μόνη αληθινή της ανησυχία κατά τη διάρκεια της απουσίας της Αλβιάριν, ότι δηλαδή μπορεί κάποιος άλλος να σκεφτόταν πως η γυναίκα ήταν νεκρή και να παρουσιαζόταν με την απόδειξη που ήταν ικανή να της αφαιρέσει το επιτραχήλιο από τους ώμους. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Αλβιάριν θα πρέπει να θεωρούνταν τελειωμένη όπως κι αυτά εδώ τα τριαντάφυλλα...

«Δεν απάντησες στους χτύπους στην πόρτα, Μητέρα, κι έτσι πήρα το θάρρος να μπω», είπε κάπως άγρια μια γυναίκα πίσω της.

Η Ελάιντα στράφηκε, έτοιμη να την γδάρει με τις παρατηρήσεις της, αλλά στη θέα της κοντόχοντρης γυναίκας με το τετραγωνισμένο πρόσωπο και το επώμιο με τα κόκκινα κρόσσια, η οποία στεκόταν ελάχιστα εκατοστά στο εσωτερικό του δωματίου, ένιωσε το αίμα της να αποστραγγίζεται από τα μάγουλά της.

«Η Τηρήτρια είπε πως ήθελες να μου μιλήσεις», είπε νευριασμένη η Σιλβιάνα. «Σχετικά με μία προσωπική ποινή». Ακόμα και μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την αηδία της. Η Σιλβιάνα πίστευε πως οι προσωπικές ποινές δεν ήταν παρά μια γελοία επίδειξη. Η ποινή ήταν κάτι που γινόταν δημοσίως. Μονάχα η τιμωρία λάμβανε χώρα κατ’ ιδίαν. «Μου ζήτησε επίσης να σου υπενθυμίσω κάτι, αλλά βιάστηκε να φύγει πριν πει τι ακριβώς εννοούσε». Αποτελείωσε τα λόγια της με ένα κοροϊδευτικό ρουθούνισμα. Για τη Σιλβιάνα, οτιδήποτε την αποσπούσε από τις μαθητευόμενες της και τις Αποδεχθείσες θεωρούνταν άχρηστη διακοπή.

«Νομίζω πως θυμάμαι», της αποκρίθηκε νωθρά η Ελάιντα.

Όταν τελικά έφυγε η Σιλβιάνα —μισή ώρα αργότερα σύμφωνα με τους χτύπους του ρολογιού της Σεμάιλε, μια ατελείωτη αιωνιότητα σύμφωνα με την αίσθηση της— το μόνο που κρατούσε την Ελάιντα από το να συγκαλέσει σε κάθισμα την Αίθουσα και να απαιτήσει την άμεση αφαίρεση του επωμίου από την Τηρήτρια ήταν η βεβαιότητα της Πρόβλεψής της, καθώς κι η βεβαιότητα πως η Σέαν θα μπορούσε να ακολουθήσει το νήμα της προδοσίας έως την Αλβιάριν. Όπως επίσης κι η απόλυτη σιγουριά πως, άσχετα αν η Άλβιαριν ερχόταν σε αντιπαράθεση μαζί της ή όχι, εκείνη θα το επιδίωκε οπωσδήποτε. Έτσι λοιπόν, η Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν, η Φύλακας των Σφραγίδων, η Φλόγα της Ταρ Βάλον, η Έδρα της Άμερλιν, σίγουρα η ισχυρότερη ηγέτιδα του κόσμου, κειτόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι της και κλαψούριζε, με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια, ιδιαίτερα ευπαθής για να φορέσει το ριχτό φόρεμα που ήταν παρατημένο στο πάτωμα, σίγουρη πως όταν γύριζε η Αλβιάριν, θα επέμενε να είναι παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια των ερωταποκρίσεων. Συνέχισε να κλαψουρίζει και, μέσα από τα δάκρυά της, ευχόταν για την πτώση της Αλβιάριν το συντομότερο δυνατόν.


«Δεν σου είπα να... χτυπήσεις την Ελάιντα», ακούστηκε να λέει η κρυσταλλική, αρμονική φωνή. «Μήπως το παράκανες;»

Η Αλβιάριν άλλαξε στάση κι, από πεσμένη στα γόνατα, βρέθηκε να ακουμπά το δάπεδο με την κοιλιά της μπροστά στη γυναίκα που έμοιαζε φτιαγμένη από σκούρες σκιές κι ασημί φως. Αδράχνοντας το στρίφωμα του φορέματος της Μεσάνα, άρχισε να το φιλάει παράφορα. Η ύφανση της Ψευδαίσθησης —γιατί κάτι τέτοιο θα πρέπει να ήταν, παρ’ όλο που δεν έβλεπε το παραμικρό νήμα σαϊντάρ, ούτε μπορούσε να διαισθανθεί ότι η γυναίκα που δέσποζε από πάνω της είχε την ικανότητα της διαβίβασης— δεν ήταν πολύ σταθερή, με την ίδια να τακτοποιεί φουριόζα το πλαίσιο της φούστας της, μέσα από την οποία διαφαίνονταν φευγαλέα αναλαμπές καφεκίτρινου μεταξιού κι ένα λεπτό σιρίτι περίτεχνου μαύρου κεντήματος.

«Ζω για να σε υπηρετώ και να σε υπακούω, Μεγάλη Αφέντρα», είπε λαχανιάζοντας η Αλβιάριν, ανάμεσα στα φιλιά. «Γνωρίζω πως είμαι η τελευταία των τελευταίων, ένα σκουλήκι μπροστά σου, και το μόνο πράγμα για το οποίο ικετεύω είναι ένα χαμόγελό σου». Είχε ήδη τιμωρηθεί μια φορά επειδή το «παράκανε» —όχι για παρακοή, δόξα να έχει ο Μέγας Άρχων του Σκότους!— κι ήξερε πολύ καλά πως τα ουρλιαχτά της Ελάιντα, όσο δυνατά κι αν ήταν, δεν συγκρίνονταν με τα δικά της.

Η Μεσάνα την άφησε να συνεχίσει τα φιλιά για λίγο και τελικά της έδωσε να καταλάβει πως έπρεπε να σταματήσει ακουμπώντας την άκρη από το πασούμι της κάτω από το πηγούνι της γυναίκας κι ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι της. «Το διάταγμα έχει εκδοθεί». Δεν επρόκειτο για ερώτηση, αλλά η Αλβιάριν απάντησε βιαστικά.

«Μάλιστα, Μεγάλη Αφέντρα. Αντίγραφά του έχουν σταλεί στο Βόρειο Λιμάνι και στο Νότιο Λιμάνι πριν ακόμα αναγκάσω την Ελάιντα να υπογράψει. Οι πρώτοι αγγελιαφόροι έφυγαν, και κανείς έμπορος δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την πόλη δίχως να έχει αντίτυπα προς διανομή». Η Μεσάνα τα γνώριζε όλα αυτά, φυσικά. Ήξερε τα πάντα. Η Αλβιάριν αισθάνθηκε μια κράμπα να σφίγγει τον αυχένα της, έτσι άβολα που τον κρατούσε σηκωμένο, αλλά δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Η Μεσάνα θα της έλεγε πότε να κουνηθεί. «Μεγάλη Αφέντρα, η Ελάιντα δεν είναι παρά ένα άδειο σακί. Με όλο το θάρρος, δεν θα ήταν καλύτερα αν δεν χρειαζόταν να τη χρησιμοποιήσουμε;» Κράτησε την ανάσα της. Οι ερωτήσεις απέναντι σε έναν Εκλεκτό έκρυβαν κινδύνους.

Ένα ασημένιο δάχτυλο με ένα σκιώδες νύχι χτύπησε ελαφρά τα ασημιά χείλη που είχαν σουφρώσει σε ένα χαμόγελο γεμάτο θυμηδία. «Μήπως είναι καλύτερο να φορέσεις εσύ το επιτραχήλιο της Άμερλιν, παιδί μου;» είπε τελικά η Μεσάνα. «Μικρού βεληνεκούς φιλοδοξία για τα δεδομένα σου, αλλά κάθε πράγμα στον καιρό του. Προς το παρόν, έχω μια μικρή αποστολή για σένα. Παρά τα τείχη που έχουν υψωθεί ανάμεσα στα Άτζα, οι επικεφαλής των Άτζα φαίνεται πως, παραδόξως, έχουν συχνές επαφές μεταξύ τους, αν και το κάνουν να μοιάζει τυχαίο. Όλα τα Άτζα επικοινωνούν, εκτός από το Κόκκινο. Κρίμα που σκοτώθηκε η Γκαλίνα, αλλιώς θα σου έλεγε τι σκόπευαν να κάνουν. Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για κάτι τετριμμένο, αλλά θα μάθεις για ποιον λόγο γυμνώνουν τα δόντια τους δημοσίως και σιγοψιθυρίζουν αναμεταξύ τους κατ’ ιδίαν».

«Ακούω κι υπακούω, Μεγάλη Αφέντρα», αποκρίθηκε η Αλβιάριν πρόθυμα, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που η Μεσάνα δεν έδωσε μεγάλη σημασία στα λόγια της. Το μεγάλο «μυστικό» για το ποιος ηγούνταν των Άτζα δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα —κάθε Μαύρη αδελφή ήταν υποχρεωμένη να μεταβιβάζει στο Ανώτατο Συμβούλιο κάθε ψίθυρο και κουτσομπολιό που ακουγόταν στο Άτζα της— αλλά η Γκαλίνα ήταν η μοναδική Μαύρη ανάμεσά τους. Πράγμα που σήμαινε πως θα έπρεπε να ρωτηθούν οι Μαύρες αδελφές ανάμεσα στις Καθήμενες, κι αυτό, με τη σειρά του, σήμαινε πως θα περνούσαν απ’ όλα τα στάδια ανάμεσα σε αυτές και την ίδια. Αυτό θα έπαιρνε χρόνο, μάλιστα δίχως τη βεβαιότητα της επιτυχίας. Εκτός από τη Φεράν Νεχέραν και τη Σουάνα Ντράγκαντ, που όντως ήταν οι επικεφαλής των Άτζα τους, οι Καθήμενες σπάνια γνώριζαν τι σκέφτονταν οι κεφαλές των Άτζα, μέχρι να τους γνωστοποιηθεί. «Θα σου δώσω αναφορά μόλις μάθω κάτι, Μεγάλη Αφέντρα».

Πάντως, κράτησε κάτι και για τον εαυτό της. Ανεξάρτητα αν το θέμα ήταν τετριμμένο ή όχι, η Μεσάνα δεν πρέπει να γνώριζε όσα συνέβαιναν στον Λευκό Πύργο. Η δε Αλβιάριν θα έπρεπε να έχει τα μάτια της ανοικτά για μια αδελφή με καφεκίτρινη φούστα και μαύρη διακόσμηση στο στρίφωμα. Η Μεσάνα κρυβόταν στον Πύργο κι η γνώση ήταν δύναμη.

Загрузка...