3 Μια Ευχάριστη Διαδρομή

Αγροικίες, βοσκοτόπια κι ελαιώνες κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής γύρω από το Έμπου Νταρ, αλλά υπήρχαν και κάμποσα μικρά δάση που απλώνονταν σε μια έκταση λίγων μιλίων και, παρ’ όλο που το έδαφος ήταν πολύ πιο επίπεδο από τους Λόφους Ράννον στον Νότο, κυμάτιζε κι ανασηκωνόταν σε υψώματα των εκατό ποδών ή και μεγαλύτερα, αρκετά ψηλά ώστε να ρίχνουν βαθιές σκιές κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Αν μη τι άλλο, η περιοχή προστάτευε υπέρ το δέον από τα αδιάκριτα βλέμματα την πομπή, που έμοιαζε με καραβάνι ενός παράξενου εμπόρου· σχεδόν πενήντα έφιπποι άνθρωποι κι άλλοι τόσοι πεζοί, ειδικά κάποιοι Πρόμαχοι, οι οποίοι ξετρύπωναν απάτητα μονοπάτια μέσα στην πυκνή βλάστηση. Η Ηλαίην δεν εντόπισε ούτε ίχνος ανθρώπινης εγκατάστασης, εκτός από λίγες γίδες που έβοσκαν σε μερικούς λόφους.

Ακόμα και τα φυτά και τα δέντρα που ήταν συνηθισμένα σε υψηλές θερμοκρασίες είχαν αρχίσει να μαραίνονται και να ζαρώνουν, ωστόσο σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή ίσως η Ηλαίην να απολάμβανε το τοπίο. Θα μπορούσε να βρίσκεται χίλιες λεύγες μακριά από την περιοχή που είχε δει ενόσω ίππευαν από την άλλη μεριά του Έλνταρ. Οι λόφοι ήταν αλλόκοτοι, γρομπιασμένοι σχηματισμοί, λες κι ένα τεράστιο απρόσεκτο χέρι τους είχε σφίξει στη γροθιά του. Κοπάδια πουλιών με λαμπερές αποχρώσεις πετούσαν ψηλά στο πέρασμά τους, ενώ ντουζίνες από κολίβρια διαφόρων ειδών πετάριζαν μακριά από τα άλογα σαν μετέωρα πετράδια με θολωμένα φτερά. Παχιές περικοκλάδες κρέμονταν σαν σχοινιά σε μερικά σημεία, ενώ υπήρχαν δέντρα με θυσάνους από στενούς βλαστούς στην κορυφή για φύλλωμα, καθώς και πράγματα που έμοιαζαν με πράσινα ξεσκονιστήρια στο ύψος ενός άντρα. Λίγα φυτά, ξεγελασμένα από τη ζέστη, πάλευαν να βγάλουν μπουμπούκια σε λαμπερό κόκκινο ή ζωηρό κίτρινο χρώμα, μερικά τόσο πλατιά όσο τα δυο της χέρια ενωμένα. Το άρωμά τους ήταν αισθησιακό κι... «ερωτικά προκλητικό», αυτές οι λέξεις τής ήρθαν στο μυαλό. Παρατήρησε κάποιες ογκώδεις κροκάλες, για τις οποίες θα στοιχημάτιζε πως το πάλαι ποτέ ήταν δάχτυλα ποδιού σε ένα γιγαντιαίο άγαλμα, αν και της διέφευγε ο λόγος που θα έφτιαχνε κάποιος ξυπόλητο ένα άγαλμα τέτοιων διαστάσεων. Σε κάποια άλλη φάση, το μονοπάτι διέτρεχε ένα δάσος από μεγάλες αυλακωμένες πέτρες ανάμεσα στα δέντρα, ροζιασμένα κολοβώματα κιόνων, κάμποσες από δαύτες αναποδογυρισμένες και σκαμμένες εδώ και πολύ καιρό από τους ντόπιους αγρότες για το υλικό τους. Ήταν μια ευχάριστη βόλτα, παρά τη σκόνη που σήκωναν οι οπλές των αλόγων από το καψαλισμένο έδαφος. Η ζέστη δεν είχε καμία επίδραση επάνω της, φυσικά, και δεν υπήρχαν πολλές μύγες. Είχαν αφήσει πίσω όλους τους κινδύνους· είχαν ξεφύγει από τους Αποδιωγμένους και δεν υπήρχε περίπτωση να τους προφτάσουν ούτε οι ίδιοι ούτε οι υπηρέτες τους. Θα μπορούσε να είναι μια ευχάριστη διαδρομή, αλλά...

Κατά πρώτον, η Αβιέντα έμαθε πως το μήνυμα που είχε στείλει —πως ο εχθρός έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις— δεν είχε παραδοθεί. Αρχικά, η Ηλαίην ένιωθε ανακούφιση στο άκουσμα οποιουδήποτε ζητήματος δεν αφορούσε στον Ραντ. Δεν ήταν θέμα ζήλιας, αλλά συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο πως επιθυμούσε όσα είχε μοιραστεί μαζί του η Αβιέντα. Δεν επρόκειτο για ζήλια αλλά μάλλον για φθόνο. Ίσως, όμως, να προτιμούσε το πρώτο. Ύστερα, άρχισε να δίνει προσοχή σε αυτό που έλεγε η φίλη της με μονότονη σιγανή φωνή, κι αισθάνθηκε τις τρίχες του σβέρκου της να σηκώνονται.

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», διαμαρτυρήθηκε σπιρουνίζοντας το άλογό της, για να πλησιάσει την Αβιέντα. Πρακτικά, υπέθετε ότι η Αβιέντα δεν θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να σπάσει στο ξύλο την Κούριν ή να τη δέσει ή κάτι παρόμοιο. Αν, βέβαια, οι υπόλοιπες Θαλασσινές παρέμεναν αμέτοχες. «Δεν είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε πόλεμο εναντίον τους, όχι τουλάχιστον πριν χρησιμοποιήσουμε το Κύπελλο. Και σίγουρα όχι γι’ αυτό το θέμα», πρόσθεσε βιαστικά. «Σίγουρα όχι». Φυσικά και δεν επρόκειτο να ξεκινήσουν πόλεμο προτού ή αφότου χρησιμοποιούσαν το Κύπελλο. Και μάλιστα με αφορμή ότι οι Ανεμοσκόποι συμπεριφέρονταν όλο και περισσότερο λες κι είχαν το πάνω χέρι. Κι ούτε επειδή... Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Αν μου το είχε πει, δεν θα καταλάβαινα τι εννοούσες. Κατανοώ γιατί δεν μπορούσες να μιλήσεις ανοικτά, αλλά βλέπεις πώς έχει η κατάσταση, έτσι δεν είναι;»

Η Αβιέντα έριξε ένα αγριωπό βλέμμα μπροστά, στο κενό, παραμερίζοντας με μια αδιάφορη κίνηση τις μύγες από το πρόσωπό της. «Της είπα να μην παραλείψει ούτε λέξη», μούγκρισε. «Ούτε λέξη! Κι αν ο άντρας ήταν ένας από τους Σκιόψυχους; Κι αν κατάφερε να περάσει μαζί μας μέσα από την πύλη χωρίς να πάρουμε είδηση τίποτα; Κι αν...;» Έριξε ένα ξαφνικό κι αποκαρδιωμένο βλέμμα προς το μέρος της Ηλαίην. «Θα καταπιώ τον θυμό μου», είπε θλιμμένα, «μα ίσως το συκώτι μου να μην τον αντέξει».

Η Ηλαίην ήταν έτοιμη να της πει πως το να καταπιεί τον θυμό της ήταν το καταλληλότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει, κι ας ξεσπούσε όσο ήθελε, αρκεί αυτό το μένος να μην είχε ως στόχο τις Άθα’αν Μιέρε —εκείνες εννοούσε όταν μιλούσε για θυμούς και συκώτια— αλλά πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της, φάνηκε δίπλα της η Αντελέας με το περήφανο γκρίζο άλογό της. Η ασπρομάλλα αδελφή είχε βρει μια καινούργια σέλα στο Έμπου Νταρ, ένα ακαλαίσθητο φανταχτερό πράγμα, φτιαγμένο από ασήμι στο μπροστάρι και στο πίσω τμήμα. Για κάποιον λόγο, οι μύγες έμοιαζαν να την αποφεύγουν, αν κι απέπνεε ένα άρωμα δυνατό όσο αυτό των λουλουδιών.

«Συγγνώμη, μα άθελά μου άκουσα τα τελευταία σας λόγια». Η Αντελέας δεν έμοιαζε να απολογείται διόλου, κι η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσα είχε προλάβει να κρυφακούσει. Ένιωσε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίζουν. Κάποια πράγματα που είχε πει η Αβιέντα για τον Ραντ ήταν άμεσα κι ειλικρινέστατα, όπως και κάποια που είχε πει η ίδια. Άλλο να μιλάς κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη στενότερη φίλη σου κι άλλο να υποπτεύεσαι πως κάποιος κρυφακούει. Κάτι παρόμοιο έμοιαζε να νιώθει κι η Αβιέντα· δεν αναψοκοκκίνισε, αλλά το ξινό βλέμμα που έριξε στην Καφέ αδελφή θα έκανε περήφανη τη Νυνάβε.

Η Αντελέας απλώς χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο θαμπό και χλιαρό σαν νερωμένη σούπα. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να αφήσεις τη φίλη σου να εκφραστεί ελεύθερα για τις Άθα’αν Μιέρε». Κοίταξε προς τη μεριά της Αβιέντα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Με χαλαρότητα, βέβαια. Θα ήταν αρκετό να τους μεταδώσει τον φόβο του Φωτός. Δεν απέχουν και πολύ από αυτό, σε περίπτωση που δεν το έχεις προσέξει. Είναι πολύ πιο δύσπιστες απέναντι στις “βάρβαρες” Αελίτισσες —με το συμπάθιο, Αβιέντα— παρά απέναντι στις Άες Σεντάι. Το ίδιο θα σου πρότεινε κι η Μέριλιλ, αλλά τα αυτιά της καίνε ακόμα».

Η έκφραση στο πρόσωπο της Αβιέντα δεν αποκάλυπτε τίποτα, αλλά εκείνη τη στιγμή έμοιαζε εξίσου προβληματισμένη με την Ηλαίην, η οποία μετακινήθηκε πάνω στη σέλα της και κοίταξε πίσω της συνοφρυωμένη. Η Μέριλιλ προχωρούσε ιππαστί δίπλα-δίπλα με τη Βαντέν, την Κάρεαν και τη Σάριθα σε μικρή απόσταση, κι όλες τους κοιτούσαν με βλέμμα γεμάτο ζήλο οτιδήποτε άλλο εκτός από την Ηλαίην. Σε μεγαλύτερη απόσταση από τις αδελφές ακολουθούσαν οι Θαλασσινές —ακόμη σε σχηματισμό φάλαγγας— κι έπειτα ο Πλεχτός Κύκλος, ο οποίος ήταν προς το παρόν εκτός ορατότητας και προπορευόταν των υποζυγίων. Χάραζαν πορεία μέσα από το ξέφωτο των κουτσουρεμένων κιόνων. Πενήντα, ίσως κι εκατό, κοκκινοπράσινα πουλιά με μακριές ουρές πετούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, γεμίζοντας τον αέρα με φλύαρες κραυγές.

«Γιατί;» ρώτησε απότομα η Ηλαίην. Φαινόταν ανόητο να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά που σιγόκαιγε κάτω από την επιφάνεια —μερικές φορές και πάνω από αυτήν— αλλά δεν είχε διακρίνει τίποτα βλακώδες στα λόγια της Αντελέας. Τα φρύδια της Καφέ αδελφής ανασηκώθηκαν γεμάτα έκπληξη. Ίσως ξαφνιάστηκε· η Αντελέας πίστευε συνήθως πως αυτό που μπορούσε να δει εκείνη, έπρεπε να το βλέπει κι ο καθένας. Ίσως.

«Γιατί; Για ν’ αποκατασταθεί κάπως η ισορροπία, να γιατί. Αν οι Άθα’αν Μιέρε αισθανθούν πως μας χρειάζονται για να τις προστατέψουμε από τους Αελίτες, αυτό θα μπορούσε να εξισορροπήσει την κατάσταση απέναντι σε...» Η Αντελέας έκανε μια ξαφνική παύση, απορροφημένη στο να σιάξει την γκριζόασπρη φούστα της. «...σε διάφορα άλλα πράγματα».

Το πρόσωπο της Ηλαίην σφίχτηκε. Άλλα πράγματα. Τη συμφωνία με τους Θαλασσινούς, αυτό εννοούσε η Αντελέας. «Μπορείς να πας μαζί με τις υπόλοιπες», της είπε ψυχρά.

Η Αντελέας δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφωνήσει. Απλώς υποκλίθηκε κι επιβράδυνε τον βηματισμό του αλόγου της για να τη φτάσουν οι άλλες. Το αμυδρό της χαμόγελο δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Οι γηραιότερες Άες Σεντάι δέχονταν το γεγονός πως η Νυνάβε κι η Ηλαίην ήταν υπεράνω των ιδίων και μιλούσαν έχοντας ως υποστήριξη την ίδια την εξουσία της Εγκουέν, αλλά η αλήθεια ήταν πως, κάτω από την επιφάνεια, ελάχιστα πράγματα άλλαζαν. Ίσως και τίποτα. Έδειχναν εξαιρετικό σεβασμό, υπάκουαν, ωστόσο...

Σε τελική ανάλυση όμως, η Ηλαίην ήταν ήδη Άες Σεντάι σε μια ηλικία που οι περισσότερες αρχάριες του Πύργου φορούσαν ακόμα το λευκό φόρεμα της μαθητευόμενης κι ελάχιστες είχαν φθάσει στο σημείο να γίνουν Αποδεχθείσες. Η ίδια μαζί με τη Νυνάβε είχαν αποδεχθεί τη συμφωνία, μια κίνηση που δεν παρέπεμπε τόσο σε σοφία κι οξυδέρκεια. Δεν ήταν μόνο ότι ο λαός των Θαλασσινών θα έπαιρνε το Κύπελλο, αλλά κι ότι είκοσι αδελφές θα πήγαιναν στους Αθα’αν Μιέρε, υποκείμενες στους νόμους τους, αναγκασμένες να διδάξουν στις Ανεμοσκόπους οτιδήποτε επιθυμούσαν να μάθουν, μη έχοντας τη δυνατότητα να φύγουν, παρά μόνο αν έρχονταν άλλες να τις αντικαταστήσουν. Οι Ανεμοσκόποι θα είχαν το ελεύθερο να εισέρχονται στον Πύργο ως επισκέπτριες, να μαθαίνουν ό,τι ήθελαν και να φεύγουν όποτε ήθελαν. Αυτά και μόνο θα πυροδοτούσαν την οργή της Αίθουσας, ίσως και της ίδιας της Εγκουέν, τα υπόλοιπα όμως... Καθεμία από τις γηραιότερες αδελφές πίστευε πως θα είχε βρει έναν άλλον, πλάγιο τρόπο για να κάνει τη συμφωνία. Ίσως και να ήταν αλήθεια. Η Ηλαίην δεν το πολυπίστευε, αλλά δεν ήταν και σίγουρη.

Δεν είπε τίποτα άλλο στην Αβιέντα, αλλά ύστερα από λίγο η άλλη γυναίκα μίλησε. «Αν μπορώ να σε τιμώ και να σε βοηθώ ταυτόχρονα, δεν με ενδιαφέρει καθόλου πώς το βλέπουν μερικές Άες Σεντάι». Φαίνεται πως ποτέ της δεν είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα ότι κι η κονταδελφή της ήταν Άες Σεντάι.

Η Ηλαίην δίστασε κι έπειτα ένευσε. Κάτι έπρεπε να γίνει για να μετριαστεί η στάση των Θαλασσινών. Η Μέριλιλ με τις υπόλοιπες είχαν δείξει αξιόλογη ανοχή μέχρι τώρα, αλλά πόσο θα κρατούσε; Μόλις η Νυνάβε θα έστρεφε την προσοχή της στις Ανεμοσκόπους, θα μπορούσε να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Έπρεπε να διατηρηθεί μια όσο το δυνατόν ήρεμη κατάσταση για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, αλλά αν οι Άθα’αν Μιέρε εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως μπορούσαν να κοιτάζουν αφ’ υψηλού τις Άες Σεντάι, τότε θα υπήρχε πρόβλημα. Η ζωή ήταν πιο περίπλοκη απ’ ό,τι είχε φανταστεί όταν ζούσε στο Κάεμλυν, άσχετα από το πόσα μαθήματα είχε παρακολουθήσει ως Κόρη-Διάδοχος. Κι ακόμα πιο περίπλοκη από τότε που η ίδια εισήλθε στον Πύργο.

«Μην είσαι τόσο... κατηγορηματική», είπε μαλακά. «Και, σε παρακαλώ, δείξε κάποιο ενδιαφέρον. Στο κάτω-κάτω, αυτές είναι είκοσι κι εσύ μόνο μία. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι προτού μπορέσω να σε βοηθήσω». Η Αβιέντα τής χάρισε έναν μορφασμό με μία καλή δόση αγριάδας, και τράβηξε τη σταχτοκάστανη φοράδα της παράμερα, στις άκρες των ογκόλιθων, για να περιμένει τις Άθα’αν Μιέρε.

Η Ηλαίην έριχνε ματιές πίσω ανά διαστήματα, αλλά το μόνο που έβλεπε μέσα από τα δέντρα ήταν την Αβιέντα έφιππη πλάι στην Κούριν, να μιλάει ήρεμα χωρίς καν να κοιτάζει τη Θαλασσινή. Σίγουρα δεν την αγριοκοίταζε, αν κι η Κούριν έμοιαζε να την παρακολουθεί με έκδηλη κατάπληξη. Όταν η Αβιέντα σπιρούνισε το άλογό της, για να προλάβει την Ηλαίην, τινάζοντας τα ηνία —ποτέ της δεν θα γινόταν αμαζόνα— η Κούριν προχώρησε μπροστά για να μιλήσει με τη Ρενάιλ, κι ύστερα από λίγο η Ρενάιλ είπε θυμωμένα στη Ράινυν να κατευθυνθεί στο μπροστινό μέρος της φάλαγγας.

Η νεότερη των Ανεμοσκόπων καθόταν πάνω στο άλογό της πιο αδέξια κι από την Αβιέντα, την οποία προφασιζόταν πως αγνοούσε, καθότι αυτή βρισκόταν από την άλλη μεριά της Ηλαίην, όπως ακριβώς αγνοούσε τις μικρές πράσινες μύγες που βούιζαν γύρω από το σκούρο της κεφάλι. «Η Ρενάιλ ντιν Κάλον Μπλε Άστρο», είπε ακατάδεκτα, «απαιτεί να επιπλήξεις την Αελίτισσα, Ηλαίην Άες Σεντάι». Η Αβιέντα τής χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια της, κι η Ράινυν μάλλον της έριξε μια φευγαλέα ματιά, γιατί τα μάγουλά της κοκκίνισαν κάτω από το στιλπνό στρώμα του ιδρώτα.

«Πες στη Ρενάιλ πως η Αβιέντα δεν είναι Άες Σεντάι», αποκρίθηκε η Ηλαίην. «Θα της ζητήσω να είναι προσεκτική» —δεν έλεγε ψέματα, το είχε κάνει στο παρελθόν και θα το έκανε ξανά— «αλλά δεν μπορώ να την αναγκάσω να κάνει κάτι». Κάπως παρορμητικά, πρόσθεσε: «Τους ξέρεις τώρα τους Αελίτες». Οι Θαλασσινοί είχαν εξαιρετικά περίεργες απόψεις για τον συγκεκριμένο λαό. Η Ράινυν εξακολουθούσε να κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα τη χαμογελαστή Αβιέντα, με το πρόσωπό της να έχει πάρει ένα χρώμα σταχτί, κι έπειτα τράβηξε τα γκέμια του αλόγου και κάλπασε πίσω, προς τη Ρενάιλ, αναπηδώντας πάνω στη σέλα της.

Η Αβιέντα άφησε ένα γελάκι ικανοποίησης, αλλά η Ηλαίην αναρωτιόταν μήπως η όλη ιδέα ήταν λανθασμένη. Μολονότι τις χώριζαν περισσότερα από τριάντα βήματα, μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της Ρενάιλ να διογκώνεται ακούγοντας την αναφορά της Ράινυν, ενώ οι υπόλοιπες άρχισαν να μουρμουρίζουν, βουίζοντας σαν μέλισσες. Δεν έμοιαζαν φοβισμένες αλλά θυμωμένες, κι οι άγριες ματιές που έριχναν στις Άες Σεντάι μπροστά τους γίνονταν ολοένα και πιο δυσοίωνες. Όχι για την Αβιέντα. Για τις αδελφές. Η Αντελέας ένευσε σκεφτική όταν το πρόσεξε, κι η Μέριλιλ με το ζόρι συγκράτησε ένα χαμόγελο. Αυτές, τουλάχιστον, ήταν ευχαριστημένες.

Αν αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιστατικό κατά τη διάρκεια της πορείας, ελάχιστα θα επηρέαζε την απόλαυση στη θέα των λουλουδιών και των πουλιών, μα δεν ήταν καν το πρώτο. Δεν είχαν βγει καλά-καλά από το ξέφωτο, κι οι γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου άρχισαν να προσεγγίζουν την Ηλαίην μία-μία, όλες εκτός από την Κίρστιαν, που αναμφίβολα θα ερχόταν επίσης, αν δεν είχε λάβει εντολή να κρατάει θωρακισμένη την Ισπάν. Έρχονταν κοντά της μία-μία διστακτικά, χαμογελώντας τόσο άτολμα, ώστε η Ηλαίην ένιωσε την επιθυμία να τους πει να πάψουν να φέρονται σαν παιδάκια. Δεν είχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις και δεν ήταν χαζές, για να ζητήσουν κάτι που ήδη τους το είχαν αρνηθεί, αλλά έβρισκαν άλλα «μονοπάτια».

«Σκέφτηκα», είπε η Ρεάνε ζωηρά, «πως θα θέλεις να ανακρίνεις άμεσα την Ισπάν Σεντάι. Ποιος ξέρει τι άλλο σκόπευε να κάνει στην πόλη εκτός του να βρει την αποθήκη;» Προσποιούνταν πως απλώς κουβέντιαζε, αλλά κατά διαστήματα έριχνε κρυφές ματιές στην Ηλαίην, ώστε να διακρίνει τι απήχηση είχαν τα λόγια της. «Είμαι σίγουρη πως, έτσι που προχωρούμε, θα μας πάρει πάνω από ώρα να φθάσουμε στο αγρόκτημα, ίσως και δύο, και δεν νομίζω πως θα ήθελες να χαραμίσεις δύο ολόκληρες ώρες. Τα βότανα που της έδωσε η Νυνάβε Σεντάι την έκαναν αρκετά ομιλητική, κι είμαι σίγουρη πως θα περίμενε να έρθουν αδελφές».

Το λαμπερό χαμόγελό της χάθηκε, όταν η Ηλαίην απάντησε πως η ανάκριση της Ισπάν μπορούσε να περιμένει. Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να περιμένουν από κάποιον να κάνει ερωτήσεις σε κάποιον άλλον καταμεσής του δάσους, διασχίζοντας μονοπάτια που μετά βίας άξιζαν να λέγονται έτσι; Η Ρεάνε πήγε πίσω, στις υπόλοιπες γυναίκες του Σογιού, μουρμουρίζοντας μόνη της.

«Ζητώ συγχώρεση, Ηλαίην Σεντάι», μουρμούρισε η Χίλαρες λίγο αργότερα, με τα ίχνη της Μουραντιανής προφοράς έντονα στη φωνή της. Το πράσινο ψάθινο καπέλο ταίριαζε ακριβώς με μερικές από τις διαδοχικές στρώσεις των μεσοφοριών της. «Συγχώρεσέ με που παρεμβαίνω». Δεν φορούσε την πορφυρή ζώνη της Σοφής· οι περισσότερες του Πλεχτού Κύκλου δεν την φορούσαν. Η Φαμέλ ήταν χρυσοχόος, ενώ η Ελντάσε προμήθευε βερνίκια στους εμπόρους για εξαγωγή· η Χίλαρες πουλούσε χαλιά, ενώ η ίδια η Ρεάνε κανόνιζε τις θαλάσσιες μεταφορές για λογαριασμό των μικρεμπόρων. Κάποιες έκαναν απλούστερες δουλειές —η Κίρστιαν είχε ένα μικρό μαγαζάκι με υφάσματα, κι η Ντιμάνα ήταν ράφτρα, μολονότι ευκατάστατη— όμως από την άλλη, είχαν καταπιαστεί με διάφορες τέχνες στη διάρκεια της ζωής τους. Επίσης, είχαν χρησιμοποιήσει και κάμποσα ονόματα. «Η Ισπάν Σεντάι δεν φαίνεται να είναι πολύ καλά», είπε η Χίλαρες μετακινούμενη ανήσυχα πάνω στη σέλα. «Ίσως τα βότανα να την επηρεάζουν περισσότερο απ’ όσο νόμιζε η Νυνάβε Σεντάι. Θα ήταν τρομερό αν της συνέβαινε κάτι. Εννοώ, πριν προλάβουμε να την ανακρίνουμε. Μήπως θα μπορούσαν να τη φροντίσουν οι αδελφές; Ξέρεις, να τη Θεραπεύσουν...» Άρχισε να ανοιγοκλείνει νευρικά τα μεγάλα καστανά της μάτια δίχως να αποτελειώσει την πρόταση της. Θα μπορούσε να το κάνει, μια κι η Σουμέκο συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις συντρόφους της.

Μια γρήγορη ματιά προς τα πίσω τής αποκάλυψε πως η εύσωμη γυναίκα στεκόταν πάνω στους αναβολείς της για να βλέπει πέρα από τις Ανεμοσκόπους, μέχρι που πρόσεξε την Ηλαίην να την κοιτάζει και κάθισε βιαστικά πίσω. Η Σουμέκο, η οποία γνώριζε περισσότερα για τη Θεραπεία από κάθε άλλη αδελφή πλην της Νυνάβε. Ίσως περισσότερα από τη Νυνάβε. Η Ηλαίην απλά έδειξε την οπισθοφυλακή κι η Χίλαρες κοκκίνισε και σπιρούνισε το άλογό της για να απομακρυνθεί.

Η Μέριλιλ πλησίασε την Ηλαίην λίγες στιγμές αφότου είχε φύγει η Ρεάνε, κι η Γκρίζα αδελφή προσποιήθηκε πολύ καλύτερα από τη γυναίκα του Σογιού πως έκανε μια απλή κουβέντα. Με τον τρόπο που μιλούσε, τουλάχιστον, ήταν η αξιοπρέπεια προσωποποιημένη. Το τι είχε να πει, βέβαια, ήταν άλλο ζήτημα. «Αναρωτιέμαι κατά πόσον είναι αξιόπιστες αυτές οι γυναίκες, Ηλαίην». Τα χείλη της σούφρωσαν με αηδία καθώς με το γαντοφορεμένο της χέρι τίναζε τη σκόνη από τη σκιστή γαλάζια φούστα της. «Λένε πως δεν δέχονται τις αδέσποτες, αλλά η ίδια η Ρεάνε μπορεί να είναι τέτοια, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεται για την αποτυχία της στη δοκιμασία της Αποδεχθείσας. Κι η Σουμέκο, όπως κι η Κίρστιαν σίγουρα». Ένα ελαφρύ συνοφρύωμα φάνηκε μόλις ανέφερε το όνομα της Κίρστιαν, μια περιφρονητική κίνηση του κεφαλιού. «Θα πρέπει να έχεις προσέξει την αντίδραση της όποτε αναφέρεται ο Πύργος. Δεν ξέρει περισσότερα απ’ όσα θα της έλεγε κάποια που έχει όντως εκδιωχθεί». Η Μέριλιλ αναστέναξε, σαν να μετάνιωνε για όσα έπρεπε να πει· πράγματι, ήταν πολύ καλή στον ρόλο της. «Έχεις αναλογιστεί την πιθανότητα να ψεύδονται και γι’ άλλα θέματα; Απ’ όσο γνωρίζουμε, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι Σκοτεινόφιλες ή να έχουν εξαπατηθεί από Σκοτεινόφιλους. Μάλλον όχι βέβαια, αλλά καλύτερα να μην τις εμπιστευόμαστε και πολύ. Πιστεύω πως όντως υπάρχει ένα αγρόκτημα, άσχετα με αν το χρησιμοποιούν για καταφύγιο ή όχι, αλλιώς δεν θα συμφωνούσα με όλα αυτά. Δεν θα εκπλησσόμουν, ωστόσο, αν έβρισκα μερικά ετοιμόρροπα κτήρια και καμιά ντουζίνα αδέσποτες. Καλά, μπορεί να μην είναι ετοιμόρροπα —αυτές φαίνεται να έχουν χρήμα— αλλά η ουσία είναι η ίδια. Όχι, απλούστατα δεν είναι άξιες εμπιστοσύνης».

Η Ηλαίην άρχισε να σιγοβράζει μόλις αντιλήφθηκε πού το πήγαινε η Μέριλιλ, κι από μέσα της φούντωνε όλο και πιο πολύ. Όλοι αυτοί οι ελιγμοί, όλα αυτά τα «πιθανόν» και «ίσως», έτσι ώστε να μπορεί η γυναίκα να υπαινιχτεί πράγματα που η ίδια δεν πίστευε. Σκοτεινόφιλες; Μα ο Πλεχτός Κύκλος πολέμησε τους Σκοτεινόφιλους, με θύματα δύο μέλη του. Και χωρίς τη Σουμέκο και την Ιέιν, ήταν πιθανότερο να είχε πεθάνει η Νυνάβε παρά να πιαστεί αιχμάλωτη η Ισπάν. Όχι, ο λόγος που δεν μπορούσαν να τις εμπιστευτούν δεν ήταν επειδή η Μέριλιλ φοβόταν πως είχαν δώσει όρκο στη Σκιά, αλλιώς θα το έλεγε. Δεν μπορούσαν να τις εμπιστευτούν, γιατί έτσι δεν θα τους επιτρεπόταν να κρατήσουν την Ισπάν.

Έλιωσε μια μεγάλη πράσινη μύγα που είχε κάτσει πάνω στον λαιμό της Λέαινας, κι ο θόρυβος σκέπασε τα τελευταία λόγια της Μέριλιλ, αναγκάζοντας την Γκρίζα αδελφή να αναπηδήσει έκπληκτη. «Πώς τολμάς;» είπε η Ηλαίην με κομμένη την ανάσα. «Ήρθαν αντιμέτωπες με την Ισπάν και με τη Φάλιον στο Ράχαντ, όπως και με το γκόλαμ, για να μην αναφέρω τις δυο ντουζίνες παλικαράδες με τα γυμνά ξίφη. Εσύ δεν ήσουν παρούσα». Δεν ήταν δίκαιο. Είχαν αφήσει τη Μέριλιλ και τις υπόλοιπες πίσω σκόπιμα, αφού οι Άες Σεντάι στο Ράχαντ, οι προφανείς Άες Σεντάι, θα προκαλούσαν σίγουρα την προσοχή. Δεν την ένοιαζε. Η οργή της ολοένα αυξανόταν, όπως κι η φωνή της, λέξη με τη λέξη. «Μην τολμήσεις ποτέ ξανά να υπαινιχτείς κάτι τέτοιο παρουσία μου. Ποτέ! Όχι χωρίς αδιάσειστα στοιχεία! Όχι χωρίς αποδείξεις! Αν το ξανακάνεις, θα σου επιβάλω τέτοια ποινή, που δεν θα πιστεύεις στα μάτια σου!» Όσο ανώτερη κι αν ήταν σε σχέση με την άλλη γυναίκα, δεν είχε δικαίωμα να της επιβάλει ποινή, αλλά ούτε αυτό την ένοιαζε. «Θα σε αναγκάσω να πας με τα πόδια μέχρι την Ταρ Βάλον, νηστική σ’ όλη τη διαδρομή! Μόνο με ψωμί και νερό! Θα θέσω εσένα υπό την επιτήρησή τους και θα τους πω να σε χτυπήσουν ακόμα κι αν πειράξεις πάπια!»

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι ούρλιαζε. Κάποιο είδος λευκόγκριζων πουλιών πετάρισαν πάνω από τα κεφάλια τους σε πλατύ σχηματισμό, αλλά οι φωνές της Ηλαίην κάλυπταν τις δικές τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει. Η φωνή της δεν ήταν κατάλληλη για ουρλιαχτά· πάντα ακουγόταν τσιριχτή. Όλοι κοιτούσαν προς το μέρος της, οι περισσότεροι εμβρόντητοι. Η Αβιέντα ένευσε επιδοκιμαστικά. Το ίδιο θα έκανε ακόμα κι αν η Ηλαίην έχωνε ένα μαχαίρι στην καρδιά της Μέριλιλ. Όπως κι αν είχε, πάντα συμπαραστεκόταν στις φίλες της. Η Καιρχινή χλωμάδα στο πρόσωπο της Μέριλιλ τώρα είχε γίνει θανατερή.

«Ό,τι λέω, το εννοώ», της είπε η Ηλαίην, κι η χροιά της φωνής της ήταν ακόμα πιο ψυχρή. Τα λόγια της ήταν αρκετά για να στραγγίσουν ακόμα περισσότερο αίμα από το πρόσωπο της άλλης γυναίκας. Όντως εννοούσε κάθε λέξη· δεν ήταν ό,τι καλύτερο να κυκλοφορούν τέτοιες φήμες ανάμεσά τους. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θα φρόντιζε να πραγματοποιηθούν οι απειλές της, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο θα έκανε τις γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου να λιποθυμήσουν.

Ήλπιζε πως δεν θα υπήρχε συνέχεια και μάλλον έτσι ήταν. Όταν όμως έφυγε η Χίλαρες, την αντικατέστησε η Σάριθα, η οποία είχε κι αυτή έναν καλό λόγο να μην εμπιστεύεται τις γυναίκες του Σογιού. Την ηλικία τους. Ακόμα κι η Κίρστιαν ισχυριζόταν πως ήταν γηραιότερη από οποιαδήποτε ζώσα Άες Σεντάι, ενώ η Ρεάνε ήταν μεγαλύτερη κατά έναν αιώνα και περισσότερο, κι ούτε καν η γηραιότερη του Σογιού. Ο τίτλος της ως Πρεσβύτερης πήγαινε στην πιο ηλικιωμένη απ’ όλες στο Έμπου Νταρ, και το αυστηρό πλάνο που ακολουθούσαν για να μην τραβήξουν την προσοχή περιελάμβανε κάμποσες ακόμα πιο ηλικιωμένες γυναίκες σε άλλα μέρη. Ήταν προφανώς αδύνατον, κατέληξε η Σάριθα.

Η Ηλαίην έκανε το παν για να μην ουρλιάξει. «Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί σύντομα», είπε στη Σάριθα. Δεν αμφισβητούσε τα λεγόμενα των μελών του Σογιού, αλλά έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίον αυτές οι γυναίκες δεν έδειχναν ούτε αγέραστες ούτε καν κοντά στις ηλικίες που ισχυρίζονταν ότι είχαν. Μακάρι να μπορούσε να λύσει αυτόν τον γρίφο. Κάτι της έλεγε μεν πως η λύση ήταν μπροστά στα μάτια της, αλλά τίποτα δεν τη βοηθούσε να τη βρει. «Σύντομα», πρόσθεσε με σταθερή φωνή, όταν η Καφέ αδελφή άνοιξε το στόμα της για να ξαναμιλήσει. «Αρκετά, Σάριθα». Η γυναίκα ένευσε κάπως αβέβαια κι απομακρύνθηκε. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά, και τη θέση της πήρε η Σιμπέλα.

Κάθε φορά που κάποια γυναίκα του Σογιού ερχόταν προς το μέρος της για να ικετεύσει πλαγίως να ξαλαφρώσει από την ευθύνη της Ισπάν, την ακολουθούσε μια αδελφή με την ίδια ακριβώς παράκληση. Το έκαναν όλες εκτός από τη Μέριλιλ, η οποία εξακολουθούσε να βλεφαρίζει κάθε φορά που την κοιτούσε η Ηλαίην. Ίσως τελικά οι φωνές απέβαιναν χρήσιμες. Το σίγουρο ήταν πως καμία στο παρελθόν δεν προσπάθησε να επιτεθεί με τόση αμεσότητα στο Σόι.

Για παράδειγμα, η Βαντέν άρχισε με μια συζήτηση για τους Θαλασσινούς, την εξεύρεση κάποιου τρόπου να απαλείψουν τις συνέπειες της συμφωνίας που συνήψαν μαζί τους, και γιατί ήταν απαραίτητο αυτό να γίνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Επικεντρωνόταν μόνο στα γεγονότα, δίχως να κάνει την παραμικρή χειρονομία ή να προφέρει την παραμικρή λέξη κατηγόριας εναντίον κάποιου. Όχι πως χρειαζόταν· το ίδιο το θέμα προσφερόταν για κάτι τέτοιο, όσο λεπτά κι αν το χειριζόταν κανείς. Ο Λευκός Πύργος, έλεγε, δεν θεμελίωσε την επιρροή του στον κόσμο μέσω της δύναμης των όπλων ή μέσω της πειθούς, της ίντριγκας ή της διαχείρισης των μαζών· ωστόσο, τις δύο τελευταίες μεθόδους η Βαντέν σχεδόν τις προσπέρασε χωρίς να σταθεί πολύ. Το πιθανότερο ήταν πως ο Λευκός Πύργος ήλεγχε ή επηρέαζε γεγονότα μέχρις ενός σημείου, γιατί ο καθένας θεωρούσε πως ο Πύργος δεν επεμβαίνει, ότι είναι υπεράνω υποψίας, περισσότερο κι από τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες. Με τη σειρά του, τούτο εξαρτιόταν από το να αντιμετωπίζεται κάθε Άες Σεντάι κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως μυστηριώδης και ξεχωριστή, διαφορετική απ’ όλους τους άλλους. Μια εντελώς διαφορετική ράτσα. Από ιστορικής άποψης, οι Άες Σεντάι που δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν —υπήρχαν και μερικές τέτοιες— παρέμεναν όσο το δυνατόν περισσότερο κρυμμένες από την κοινή θέα.

Πήρε λίγη ώρα στην Ηλαίην μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι η συζήτηση δεν αφορούσε πλέον στους Θαλασσινούς, και να καταλάβει προς τα πού όδευε. Μια ράτσα διαφορετική, μυστηριώδης και ξεχωριστή, δεν μπορούσε να περιφέρεται κουκουλωμένη και δεμένη πάνω σε μια σέλα. Όχι, τουλάχιστον, σε μέρη που ίσως την έβλεπε κάποιος άλλος εκτός των Άες Σεντάι. Στην πραγματικότητα, οι αδελφές θα μεταχειρίζονταν την Ισπάν με χειρότερο τρόπο από τον Πλεχτό Κύκλο, ο οποίος ίσως να έκανε το ίδιο αλλά όχι δημοσίως. Μπορεί το επιχείρημα να σήκωνε πολλή συζήτηση αν είχε τεθεί πρώτο, αλλά όπως είχαν τα πράγματα, η Ηλαίην έστειλε τη Βαντέν στις συντρόφους της τόσο γρήγορα όσο έκανε και με τις υπόλοιπες. Αμέσως μετά, την αντικατέστησε η Αντελέας, ακριβώς τη στιγμή που η Σιμπέλα ενημερωνόταν ότι, αν καμία από τις γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου δεν ξεδιάλυνε τα ψελλίσματα της Ισπάν, ούτε κι οι αδελφές θα τα πήγαιναν καλύτερα. Ψελλίσματα! Μα το Φως! Οι Άες Σεντάι εναλλάσσονταν συνεχώς και, παρ’ όλο που καταλάβαινε τον απώτερο σκοπό τους, μερικές φορές δεν έβλεπε αμέσως τη σύνδεση. Μέχρι που η Κάρεαν άρχισε να της λέει πως οι ογκόλιθοι ήταν πράγματι δάχτυλα ποδιού το πάλαι ποτέ κι ότι ανήκαν σε ένα άγαλμα κάποιας πολεμίστριας βασίλισσας σχεδόν διακόσια πόδια ψηλής...

«Η Ισπάν θα μείνει εκεί που βρίσκεται», είπε στην Κάρεαν παγερά, χωρίς να περιμένει να ακούσει άλλα. «Λοιπόν, εκτός κι αν πραγματικά θες να μου πεις γιατί οι Σιοτανοί αποφάσισαν να κατασκευάσουν ένα τόσο μεγάλο άγαλμα...» Η Πράσινη της είπε πως, σύμφωνα με παμπάλαια αρχεία, η βασίλισσα δεν φορούσε τίποτε περισσότερο από μια απλή πανοπλία, και μάλιστα κάπως αποκαλυπτική! Μια βασίλισσα! «Όχι; Τότε, αν δεν σε πειράζει, θα επιθυμούσα να συζητήσω ιδιαιτέρως με την Αβιέντα. Σ’ ευχαριστώ πολύ». Ακόμη και το ότι ήταν απότομη δεν τις αποθάρρυνε, φυσικά. Παραξενεύτηκε που δεν της έστειλαν και την υπηρέτρια της Μέριλιλ για να μιλήσει.

Τίποτε από αυτά δεν θα συνέβαινε, αν η Νυνάβε βρισκόταν εκεί που έπρεπε. Η Ηλαίην, τουλάχιστον, ήταν σίγουρη πως η Νυνάβε θα μπορούσε να καταπραΰνει τόσο τον Πλεχτό Κύκλο όσο και τις αδελφές. Ήταν πολύ καλή στο να καθησυχάζει τον κόσμο. Το πρόβλημα ήταν πως αυτή η γυναίκα είχε κολλήσει στο πλευρό του Λαν πριν ακόμα αφήσουν πίσω τους το πρώτο ξέφωτο. Οι Πρόμαχοι έκαναν αναγνώριση εδάφους πιο μπροστά, κι από τις δύο μεριές του μονοπατιού, μερικές φορές και στην οπισθοφυλακή, γυρνώντας με τα άλογα στο κυρίως μέρος της φάλαγγας μόνο και μόνο για να αναφέρουν τι είχαν παρατηρήσει, ή για να δώσουν οδηγίες πώς να αποφύγουν μια αγροικία ή κάποιον βοσκό. Η Μπιργκίτε περιπλανιόταν μακριά και δεν είχε έρθει σε επαφή με την Ηλαίην παρά ελάχιστα. Ο Λαν αλώνιζε ακόμα πιο μακριά. Κι όπου πήγαινε ο Λαν, ακολουθούσε κι η Νυνάβε.

«Κανείς δεν δημιουργεί πρόβλημα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε απαιτητικά, ρίχνοντας μια σκοτεινή ματιά προς το μέρος των Θαλασσινών, την πρώτη φορά που επέστρεψε μαζί με τον Λαν. «Πολύ καλά, λοιπόν», είπε, πριν ακόμα προλάβει η Ηλαίην να ανοίξει το στόμα της. Σπιρουνίζοντας τη φοράδα με τη στρογγυλή κοιλιά λες κι ήταν άλογο κούρσας, τράβηξε ελαφρά τα γκέμια και κάλπασε προς το μέρος του Λαν, στηρίζοντας το καπέλο της με το ένα χέρι και προλαβαίνοντάς τον καθώς εκείνος εξαφανιζόταν πίσω από την πλαγιά του επόμενου λόφου. Φυσικά, δεν υπήρχε κάποιο θέμα για να παραπονεθεί. Η Ρεάνε είχε κάνει την επίσκεψη της, η Μέριλιλ το ίδιο, κι όλα έμοιαζαν μέλι γάλα.

Μέχρι να ξανακάνει η Νυνάβε την εμφάνιση της, η Ηλαίην είχε ήδη υπομείνει κάμποσες από τις συγκαλυμμένες προσπάθειες των γυναικών του Σογιού να παραδώσουν την Ισπάν στις αδελφές. Η Αβιέντα είχε μιλήσει στην Κούριν, κι οι Ανεμοσκόποι σιγόβραζαν, αλλά όταν η Ηλαίην εξήγησε πώς είχε η κατάσταση, η Νυνάβε απλώς κοίταξε γύρω της συνοφρυωμένη. Βέβαια, εκείνη τη στιγμή ο καθένας έπρεπε να βρίσκεται στο πόστο του. Ναι, ήταν αλήθεια πως οι Αθα’αν Μιέρε τις κοιτούσαν με αγριεμένα βλέμματα, αλλά είχαν πίσω τους τον Πλεχτό Κύκλο. Όσον αφορούσε δε στις υπόλοιπες αδελφές, ούτε ομάδα μαθητευομένων δεν θα μπορούσε να φαίνεται πιο ευπρεπής κι αθώα. Η Ηλαίην ήθελε να ουρλιάξει!

«Είμαι σίγουρη πως μπορείς να χειριστείς το ζήτημα, Ηλαίην», είπε η Νυνάβε. «Άλλωστε, έχεις εκπαιδευτεί για να γίνεις βασίλισσα, κι αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί με... Που να τον πάρει! Πάλι φεύγει! Μπορείς να τα βγάλεις πέρα». Η γυναίκα απομακρύνθηκε, σπιρουνίζοντας τη φουκαριάρα τη φοράδα της σαν να ήταν πολεμικό άτι.

Η Αβιέντα διάλεξε εκείνη ακριβώς τη στιγμή για να συζητήσει πόσο άρεσε στον Ραντ να τη φιλάει στο πλάι του λαιμού της. Και, παρεμπιπτόντως, πόσο άρεσε στην ίδια. Και στην Ηλαίην άρεσε όταν της το έκανε αλλά, όσο κι αν είχε συνηθίσει να κουβεντιάζει τέτοια θέματα —μολονότι ένιωθε άβολα— δεν ήθελε να μιλήσει για αυτά εκείνη την ώρα. Ένιωθε θυμό για τον Ραντ. Δεν ήταν δίκαιο, αλλά αν δεν ήταν αυτός η αιτία, πολύ θα ήθελε να πει στη Νυνάβε να πάψει να μεταχειρίζεται τον Λαν σαν παιδάκι έτοιμο να φάει τα μούτρα του, και να ασχοληθεί με τα καθήκοντά της. Κόντευε να τον κατηγορήσει για τον τρόπο συμπεριφοράς του Πλεχτού Κύκλου, όπως επίσης των αδελφών και των Ανεμοσκόπων. Γι’ αυτό υπάρχουν οι άντρες, για να τους κατηγορείς, θυμήθηκε ένα γνωμικό της Λίνι και γέλασε. Συνήθως το αξίζουν, ακόμη κι αν δεν ξέρεις για ποιον λόγο. Δεν ήταν δίκαιο, ωστόσο ευχήθηκε να τον είχε μπροστά της για να τον χαστουκίσει, έστω και μια φορά. Και, φυσικά, για να τον φιλήσει και για να τον αφήσει να της φιλήσει απαλά το πλάι του λαιμού της και...

«Θα ακούσει τη συμβουλή μου, ακόμα κι αν δεν του αρέσει», είπε ξαφνικά, και το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε. Μα το Φως, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αιδούς, η Αβιέντα εξακολουθούσε να μην ντρέπεται για μερικά πράγματα. Φαίνεται, όμως, πως αυτό ίσχυε και για την ίδια! «Αλλά, όταν προσπάθησα να τον πιέσω, αυτός πείσμωσε, αν και το δίκιο ήταν με το μέρος μου. Έτσι έκανε και με σένα;»

Η Αβιέντα τής έριξε μια φευγαλέα ματιά και φάνηκε να καταλαβαίνει. Η Ηλαίην δεν ήταν σίγουρη αν αυτό της άρεσε ή όχι. Αν μη τι άλλο, έπαψαν οι συζητήσεις περί Ραντ και φιλιών. Για λίγο, τουλάχιστον. Η Αβιέντα είχε κάμποσες γνώσεις σχετικά με τους άντρες —είχε ταξιδέψει μαζί τους ως Κόρη του Δόρατος κι είχε πολεμήσει πλάι τους— αλλά ποτέ της δεν ήθελε να είναι κάτι περισσότερο από Φαρ Ντάραϊς Μάι, κι έτσι το... χάσμα ήταν τεράστιο. Ακόμα και με τις κούκλες της, όταν ήταν μικρή, πάντα έπαιζε παιχνίδια με λόγχες κι επιδρομές. Ποτέ της δεν είχε ερωτοτροπήσει, δεν το καταλάβαινε, όπως και δεν καταλάβαινε γιατί αισθανόταν έτσι όταν η ματιά του Ραντ έπεφτε επάνω της, καθώς κι εκατό άλλα πράγματα, τα οποία η Ηλαίην είχε αρχίσει να μαθαίνει από την πρώτη φορά που πρόσεξε ένα αγόρι να την κοιτάζει διαφορετικά απ’ ό,τι κοίταζε τα άλλα αγόρια. Περίμενε από την Ηλαίην να τη διδάξει όλα αυτά τα πράγματα, κι η Ηλαίην όντως προσπάθησε. Δεν είχε πρόβλημα να μιλήσει στην Αβιέντα για οτιδήποτε. Αρκεί να μην αναφερόταν συχνά ο Ραντ ως παράδειγμα. Ας ήταν εκεί, και θα του έδινε ένα χαστούκι που θα ήταν όλο δικό του. Έπειτα, θα τον φιλούσε. Μετά, θα τον χαστούκιζε ξανά.

Όχι, η διαδρομή δεν ήταν διόλου ευχάριστη. Μάλλον θλιβερή.

Η Νυνάβε τής έκανε κάμποσες ακόμα σύντομες επισκέψεις, προτού έρθει τελικά για να της ανακοινώσει πως η αγροικία του Σογιού βρισκόταν ακριβώς μπροστά τους, αλλά δεν ήταν ακόμα ορατή γιατί την κάλυπτε ένας χαμηλός στρογγυλός λόφος, που έμοιαζε έτοιμος να σωριαστεί από τη μια μεριά. Η Ρεάνε ήταν απαισιόδοξη στην εκτίμησή της· ο ήλιος δεν είχε δύσει εδώ και δύο ώρες.

«Σύντομα θα είμαστε εκεί», είπε η Νυνάβε στην Ηλαίην, χωρίς να προσέχει το σκυθρωπό βλέμμα που της έριξε η άλλη ως απάντηση. «Λαν, πες στη Ρεάνε να έρθει εδώ, σε παρακαλώ. Καλό θα είναι να αντικρίσουν κάτι γνώριμο». Ο άντρας πήρε μια στροφή με το άλογό του κι η Νυνάβε μετακινήθηκε πάνω στη σέλα της για να καρφώσει με τη ματιά της τις αδελφές. «Λοιπόν, δεν θέλω να τις τρομάξετε σε καμία περίπτωση. Λίγα τα λόγια σας μέχρι να μας παρουσιαστεί η ευκαιρία να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Και κρύψτε τα πρόσωπά σας. Καλύψτε τα με τις κουκούλες από τους μανδύες σας». Ίσιωσε το παράστημα της, δίχως να περιμένει απάντηση, κι έκανε ένα νεύμα ικανοποίησης. «Ωραία, όλα είναι στην εντέλεια. Σου ορκίζομαι, Ηλαίην, δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο έκανες τόση φασαρία. Απ’ όσο βλέπω, όλοι κάνουν το καθήκον τους».

Η Ηλαίην έτριξε τα δόντια της κι ευχήθηκε να είχαν φτάσει ήδη στο Κάεμλυν. Εκεί θα κατευθύνονταν μόλις ξεμπέρδευαν με αυτό. Είχε ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς στην πατρίδα της. Το μόνο που έπρεπε να κάνει εκεί ήταν να πείσει τους ισχυρότερους Οίκους πως ο Θρόνος του Λιονταριού τής ανήκε παρά τη μακρόχρονη απουσία της, όπως επίσης και να βάλει στη θέση τους έναν δυο αντίπαλους διεκδικητές. Δεν θα αντιμετώπιζε αυτό το πρόβλημα, αν βρισκόταν εκεί όταν χάθηκε η μητέρα της, όταν πέθανε, αλλά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιστορία του Άντορ, αργά ή γρήγορα θα εμφανίζονταν. Ωστόσο, δεν έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο για κάτι δύσκολο.

Загрузка...