11 Οι Ερωτήσεις και ο Όρκος

Ο αέρας στον τεράστιο στάβλο μύριζε παλιοκαιρισμένο σανό και κοπριά αλόγου, όπως επίσης αίμα και καμμένη σάρκα. Με όλες τις πόρτες κλειστές, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Οι δυο φανοί παρείχαν ελάχιστο φως κι οι σκιές γέμιζαν το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού χώρου. Στις μακρόστενες σειρές των πάγκων, τα άλογα χρεμέτιζαν νευρικά. Ο άντρας που κρεμόταν από τους καρπούς του από το δοκάρι της οροφής άφησε ένα ελαφρύ γόγγυσμα κι έπειτα έναν τραχύ βήχα. Το κεφάλι του έπεσε πάνω στο στήθος του. Ήταν ψηλός και μυώδης, ενώ τα ρούχα που φορούσε είχαν γίνει κουρέλια.

Η Σεβάνα συνειδητοποίησε ξαφνικά πως το στήθος του δεν κουνιόταν πια. Τα δαχτυλίδια με τους πολύτιμους λίθους που φορούσε έλαμψαν κόκκινα και πράσινα καθώς έκανε μια κοφτή χειρονομία προς τη Ριάλ.

Η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά τράβηξε πίσω το κεφάλι του άντρα κι ανασήκωσε το ένα βλέφαρό του, κατόπιν πίεσε το αυτί της πάνω στο στήθος του χωρίς να δίνει σημασία στις καυτερές σκλήθρες που εκτοξεύονταν γύρω του. Ίσιωσε την κορμοστασιά της με έναν ήχο που υποδήλωνε αηδία. «Πέθανε. Έπρεπε να το είχαμε αφήσει στις Κόρες, Σεβάνα, ή στα Μαύρα Μάτια. Δεν αμφιβάλλω πως τον σκοτώσαμε εν αγνοία μας».

Το στόμα της Σεβάνα σφίχτηκε κι εκείνη τακτοποίησε την εσάρπα της ενώ τα βραχιόλια της κουδούνιζαν. Της έφθαναν σχεδόν έως τους αγκώνες, αποτελώντας ένα αισθητό βάρος από χρυσάφι, φίλντισι και πετράδια· αν μπορούσε, ωστόσο, θα φορούσε κι όλα τα υπόλοιπα που διέθετε. Καμία από τις υπόλοιπες γυναίκες δεν είπε λέξη. Η ανάκριση κρατουμένων δεν ήταν δουλειά των Σοφών, αλλά η Ριάλ καταλάβαινε για ποιον λόγο έπρεπε να το κάνουν οι ίδιες. Ο μοναδικός επιζήσας από τους δέκα καβαλάρηδες που νόμισαν ότι μπορούσαν να τα βάλουν με είκοσι Κόρες επειδή ήταν έφιπποι, αυτός ο άντρας ήταν ο πρώτος Σωντσάν που αιχμαλωτίστηκε μέσα στις δέκα μέρες από την άφιξη τους σ’ αυτήν τη γη.

«Θα ζούσε ακόμα αν δεν πολεμούσε με τέτοια μανία τον πόνο, Ριάλ», είπε τελικά η Σόμεριν κουνώντας το κεφάλι της. «Για υδρόβιος ήταν δυνατός, αλλά δεν δεχόταν τον πόνο. Πάντως, μας είπε αρκετά».

Η Σεβάνα τη λοξοκοίταξε, πασχίζοντας να δει κατά πόσον τα λόγια της έκρυβαν σαρκασμό. Ψηλή όσο οι περισσότεροι άντρες, η Σόμεριν φορούσε πιότερα βραχιόλια και περιδέραια από οποιαδήποτε γυναίκα πλην της Σεβάνα· στρώματα ολόκληρα από πετράδια, ρουμπίνια και ζαφείρια, τα οποία έκρυβαν ένα εξαιρετικά χυμώδες στήθος, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ημίγυμνο, καθότι η μπλούζα της ήταν ξεκούμπωτη σχεδόν μέχρι τη φούστα της. Η εσάρπα της, δεμένη γύρω από τη μέση της, δεν έκρυβε και πολλά πράγματα. Μερικές φορές, ήταν δύσκολο για τη Σεβάνα να διακρίνει αν η Σόμεριν την αντέγραφε ή την ανταγωνιζόταν.

«Αρκετά!» αναφώνησε η Μέιρα. Στο φως του φανού που κρατούσε, το μακρόστενο πρόσωπό της ήταν βλοσυρότερο απ’ όσο συνήθως, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο φάνταζε απίθανο. Η Μέιρα μπορούσε κάλλιστα να ανακαλύψει τη σκοτεινή πλευρά του μεσημβρινού ήλιου. «Τι μας είπε, ότι οι δικοί του βρίσκονται δύο μέρες δυτικά, σε μια πόλη που λέγεται Άμαντορ; Αυτό το ξέραμε ήδη. Μας πούλησε παραμύθι. Άκου ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος! Μωρέ! Θα έπρεπε να τον έχουν κρατήσει οι Κόρες και να κάνουν τα δέοντα».

«Θα... διακινδύνευες να μαθευτούν πολλά σε σύντομο χρονικό διάστημα;» Η Σεβάνα δάγκωσε τα χείλη της ενοχλημένη. Σχεδόν τις είχε αποκαλέσει «ανόητες». Κατά τη γνώμη της, ήταν ήδη πολλοί αυτοί που γνώριζαν αρκετά, ανάμεσά τους κι οι Σοφές, αλλά δεν θα ρίσκαρε ποτέ να προσβάλει τούτες εδώ τις γυναίκες. Η γνώση αυτή της προκαλούσε ταραχή! «Ο κόσμος είναι τρομαγμένος». Αν μη τι άλλο, δεν ήταν ανάγκη να κρύψει την περιφρόνησή της γι’ αυτό. Αυτό όμως που τη σόκαρε, που την εξόργιζε, δεν ήταν το γεγονός ότι ήταν φοβισμένοι αλλά το πόσο λίγοι προσπάθησαν να το κρύψουν. «Τα Μαύρα Μάτια, τα Σκυλιά της Πέτρας, ακόμα κι οι Κόρες θα μπορούσαν να διαδώσουν όσα είπε. Το ξέρεις αυτό! Το μόνο που θα έκαναν τα ψέματά του θα ήταν να σπείρουν τον πανικό». Και μάλλον επρόκειτο για ψέματα. Στο μυαλό της Σεβάνα, η θάλασσα έμοιαζε με τις λίμνες που είχε δει στις υδατοχώρες, με τη διαφορά ότι η απέναντι ακτή βρισκόταν πέραν του οπτικού της πεδίου. Αν έρχονταν μερικές εκατοντάδες δικοί της, ακόμα κι από την άλλη μεριά αυτού του τεράστιου υδάτινου όγκου, οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι που είχε ανακρίνει θα το ήξεραν. Και κανείς αιχμάλωτος δεν είχε περάσει από ανάκριση απουσία της.

Η Τίον σήκωσε τον δεύτερο φανό και την κοίταξε εξεταστικά με εκείνα τα γκρίζα μάτια που δεν τρεμόπαιζαν ούτε στο ελάχιστο. Μπορεί να ήταν ένα κεφάλι πιο κοντή από τη Σόμεριν, αλλά ξεπερνούσε σε ύψος τη Σεβάνα. Επίσης, ήταν δύο φορές φαρδύτερη. Το στρογγυλό της πρόσωπο ήταν συχνά γαλήνιο, αλλά ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς πως τη χαρακτήριζε η ηρεμία. «Με το δίκιο τους φοβούνται», είπε με πέτρινη φωνή. «Κι εγώ φοβάμαι και δεν ντρέπομαι καθόλου. Οι Σωντσάν είναι πολλοί, ίσως πολύ περισσότεροι από αυτούς που κατέλαβαν το Άμαντορ, ενώ εμείς λίγοι. Εσύ, Σεβάνα, έχεις κοντά σου τη σέπτα σου, αλλά πού είναι η δική μου; Ο υδρόβιος φίλος σου, ο Κάνταρ, κι η εξημερωμένη Άες Σεντάι που είχε μαζί του μας έστειλαν μέσα από εκείνη την τρύπα που έκανε στον αέρα για να πεθάνουμε. Πού είναι οι υπόλοιποι Σάιντο;»

Η Ριάλ στάθηκε προκλητικά δίπλα στην Τίον και σύντομα ακολουθήθηκε από την Άλαρυς, η οποία ακόμα και τώρα έπαιζε με τα μαύρα της μαλλιά. Ίσως, πάλι, το έκανε για να αποφύγει το βλέμμα της Σεβάνα. Ένα λεπτό αργότερα, τις προσέγγισε μια σκυθρωπή Μέιρα και κατόπιν η Μοντάρα. Η τελευταία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λεπτή, αν δεν ήταν ψηλότερη ακόμα κι από τη Σόμεριν· για την ακρίβεια, η κατάλληλη λέξη ήταν λιπόσαρκη. Η Σεβάνα σκέφτηκε πως είχε στο χέρι τη Μοντάρα, όπως ακριβώς και τα δαχτυλίδια στα δάχτυλά της. Την είχε στο χέρι σαν... Η Σόμεριν της έριξε μια ματιά, αναστέναξε και κατόπιν κοίταξε τις υπόλοιπες. Με αργά βήματα, ήρθε και στάθηκε πλάι τους.

Η Σεβάνα αφέθηκε να στέκεται στην περιφέρεια του φωτεινού κύκλου που σχημάτιζαν οι φανοί. Απ’ όλες τις γυναίκες που είχαν συνδεθεί μαζί της εξαιτίας της δολοφονίας της Ντεσαίν, αυτές εμπιστευόταν περισσότερο. Όχι, βέβαια, ότι εμπιστευόταν υπερβολικά οποιονδήποτε. Όσον αφορά όμως στη Σόμεριν και στη Μοντάρα, ήταν σίγουρη πως της ανήκαν, λες κι είχαν ορκιστεί στην υδάτινη πίστη να την ακολουθούν όπου κι αν πήγαινε. Και τώρα τολμούσαν να στέκονται μπροστά της με βλέμματα γεμάτα κατηγόρια. Ακόμα κι η Άλαρυς έπαψε να παίζει με τα μαλλιά της και την κοίταξε.

Η ματιά της Σεβάνα συνάντησε τις δικές τους κι ένα ψυχρό χαμόγελο, κάτι σαν σαρκασμός, χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Αποφάσισε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να τους υπενθυμίσει το έγκλημα που ένωνε τη μοίρα όλων. Δεν ήταν ώρα να τις χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο. Αντί γι’ αυτό, είπε: «Υποψιάζομαι πως ο Κάνταρ θα προσπαθήσει να μας προδώσει». Τα γαλάζια μάτια της Ριάλ γούρλωσαν με αυτήν την παραδοχή, ενώ η Τίον έμεινε με το στόμα ανοικτό. Η Σεβάνα συνέχισε, δίχως να τους δώσει την ευκαιρία να πουν λέξη. «Θα προτιμούσατε να παραμείνετε στο Μαχαίρι του Σφαγέα και να αφανιστείτε; Να κυνηγηθείτε σαν ζώα από τέσσερις φυλές, οι Σοφές των οποίων γνωρίζουν να φτιάχνουν αυτές τις τρύπες χωρίς τα ταξιδιωτικά κουτιά; Αντ’ αυτού, βρισκόμαστε στην καρδιά μίας πλούσιας κι εύφορης γης, πλουσιότερης ακόμα κι από τη γη των δενδροφονιάδων. Κοιτάξτε τι κατακτήσαμε μέσα σε δέκα μέρες μονάχα. Πόσο περισσότερα θα κατακτήσουμε σε μια πόλη των υδροβίων; Φοβάστε τους Σωντσάν επειδή είναι πολυάριθμοι; Θυμηθείτε ότι έχω φέρει μαζί μου κάθε Σοφή Σάιντο που έχει τη δυνατότητα της διαβίβασης». Το ότι δεν μπορούσε να διαβιβάσει η ίδια δεν το σκεφτόταν καθόλου. Σύντομα, αυτή η έλλειψη θα διορθωνόταν. «Είμαστε εξίσου ισχυροί με κάθε στρατό που μπορούν να στείλουν εναντίον μας αυτοί οι υδρόβιοι, ακόμα κι αν διαθέτουν ιπτάμενες σαύρες». Ρουθούνισε ηχηρά για να δείξει τη γνώμη της για όλα αυτά! Καμιά τους δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πλάσμα, ούτε κι οι ανιχνευτές, αλλά σχεδόν κάθε κρατούμενος είχε να πει κι από μια παρόμοια γελοία ιστορία. «Αφού βρούμε και τις υπόλοιπες σέπτες, θα κάνουμε δική μας αυτή τη γη. Ολόκληρη! Οι Άες Σεντάι θα μας το ξεπληρώσουν στο δεκαπλάσιο. Θα ξετρυπώσουμε και τον Κάνταρ, ο οποίος θα πεθάνει ουρλιάζοντας για οίκτο».

Τα λόγια της θα έπρεπε να τους δώσουν κουράγιο και να αναθαρρήσουν τις καρδιές τους, όπως όφειλε να είχε κάνει η ίδια πριν. Ωστόσο, στα πρόσωπα των γυναικών δεν φάνηκε η παραμικρή αλλαγή. Η παραμικρή.

«Υπάρχει και το θέμα του Καρ’α’κάρν», είπε η Τίον ήρεμα. «Εκτός κι αν τα παράτησες και δεν σκοπεύεις πια να τον παντρευτείς».

«Δεν παράτησα τίποτα», αποκρίθηκε οργισμένα η Σεβάνα. Κάποια μέρα, τόσο ο ίδιος ο άντρας όσο κι η δύναμη που κατείχε —πράγμα πολύ πιο σημαντικό— θα της ανήκαν. Με κάποιον τρόπο. Με οποιοδήποτε κόστος. Μαλακώνοντας τη φωνή της, συνέχισε. «Ο Ραντ αλ’Θόρ δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο αυτήν τη στιγμή». Γι’ αυτά τα τυφλά κουτορνίθια, τουλάχιστον. Με εκείνον στα χέρια της, τίποτα πια δεν θα ήταν αδύνατο. «Δεν έχω σκοπό να κάτσω όλη μέρα εδώ συζητώντας για το νυφικό μου στεφάνι. Έχω να ασχοληθώ με πολύ πιο σημαντικά ζητήματα».

Καθώς απομακρυνόταν στο σκοτάδι προς τις πόρτες του στάβλου, μια δυσάρεστη σκέψη ξεπήδησε ξαφνικά στο μυαλό της. Ήταν μόνη της με αυτές τις γυναίκες. Πόσο, άραγε, μπορούσε να τις εμπιστευθεί τώρα; Ο θάνατος της Ντεσαίν παρέμενε διαυγής στο μυαλό της. Η Σοφή είχε... σφαγιαστεί... με τη χρήση της Μίας Δύναμης. Από τις γυναίκες πίσω της, μεταξύ άλλων. Η σκέψη και μόνο της έδεσε το στομάχι κόμπο. Έστησε αυτί, μήπως κι έπιανε το αχνό θρόισμα του άχυρου που θα υποδήλωνε πως κάποιος την ακολουθούσε, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Τι έκαναν, απλώς στέκονταν ακίνητες και την παρακολουθούσαν; Αρνήθηκε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Δεν απαιτούσε και πολλή προσπάθεια να κρατήσει αυτό το αργό, σταθερό βήμα — δεν επρόκειτο σε καμιά περίπτωση να δείξει φόβο και ντροπή. Ωστόσο, όταν άνοιξε μια από τις ψηλές και καλολαδωμένες πόρτες και βγήκε στο λαμπερό φως του μεσημεριού, δεν δίστασε να ανασάνει ανακουφισμένη.

Η Έφαλιν έκοβε βόλτες έξω, με το σούφα τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της, το τόξο περασμένο στην πλάτη της, τα ακόντια και την ασπίδα στα χέρια. Η γκριζομάλλα γυναίκα στράφηκε απότομα κι η ανησυχία στο πρόσωπό της υποχώρησε κάπως μόλις πρόσεξε τη Σεβάνα. Είχε απέναντι της την ηγέτιδα όλων των Κορών Σάιντο κι άφηνε την απελπισία της να γίνει φανερή! Δεν ήταν Τζουμάι, αλλά είχε ακολουθήσει τη Σεβάνα με τη δικαιολογία πως η δεύτερη μιλούσε ως αρχηγός μέχρι να εκλεγεί καινούργιος ηγέτης των Σάιντο. Η Σεβάνα ήταν σίγουρη πως η Έφαλιν υποψιαζόταν ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ. Γνώριζε πού βρισκόταν η εξουσία. Και πότε έπρεπε να κρατά το στόμα της κλειστό.

«Θάψ’ τον βαθιά και κρύψε τον τάφο», της είπε η Σεβάνα.

Η Έφαλιν ένευσε καταφατικά, κάνοντας νόημα στις Κόρες που κύκλωναν τον στάβλο να αναλάβουν δράση, κι εκείνες εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό πίσω της. Η Σεβάνα κοίταξε εξεταστικά το κτήριο με τη μυτερή κόκκινη οροφή και τους μπλε τοίχους κι έπειτα γύρισε στον χώρο που βρισκόταν μπροστά του. Ένας χαμηλός πέτρινος φράχτης με ένα και μοναδικό άνοιγμα, ακριβώς λίγο πριν από τον στάβλο, περιέκλειε μια περιοχή από σκληρό, πατημένο χώμα, διαμέτρου εκατό βημάτων περίπου. Οι υδρόβιοι τη χρησιμοποιούσαν για να εκπαιδεύουν άλογα. Δεν είχε σκεφτεί να ρωτήσει τους προηγούμενους ιδιοκτήτες γιατί η περιοχή ήταν τόσο μακριά από οπουδήποτε, περικυκλωμένη από δέντρα τόσο ψηλά, που μερικές φορές η Σεβάνα τα κοιτούσε σαν χαζή. Αυτή η απομόνωση, όμως, εξυπηρετούσε τους σκοπούς της. Οι Κόρες με την Έφαλιν ήταν εκείνες που είχαν αιχμαλωτίσει τον Σωντσάν. Κανείς άλλος εδώ δεν γνώριζε για την ύπαρξή του. Ούτε θα τη μάθαινε ποτέ. Άραγε, οι υπόλοιπες Σοφές μιλούσαν εκεί μέσα; Για την ίδια; Μπροστά στις Κόρες; Τι έλεγαν; Δεν μπορούσε να τις περιμένει πια, ούτε αυτές ούτε κανέναν άλλον!

Η Σόμεριν κι οι υπόλοιπες βγήκαν από τον στάβλο με το που η Σεβάνα κίνησε για το δάσος, πηγαίνοντας ξοπίσω της ανάμεσα στα δέντρα και φιλονικώντας αναμεταξύ τους για τους Σωντσάν, τον Κάνταρ και για το πού είχαν σταλεί οι υπόλοιπες Σάιντο. Για την ίδια δεν έλεγαν τίποτα· λογικό, μια και βρισκόταν σε απόσταση ακοής. Όσα άκουσε, όμως, την έκαναν να μορφάσει. Υπήρχαν περισσότερες από τριακόσιες Σοφές με τις Τζουμάι, και πολλές φορές άρχιζαν να μιλούν τρεις ή τέσσερις μαζί. Πού ήταν οι υπόλοιπες σέπτες, και μήπως ο Κάνταρ ήταν βαλτός από τον Ραντ αλ’Θόρ, και πόσοι Σωντσάν υπήρχαν στην πραγματικότητα, και πράγματι ήταν καβάλα πάνω σε σαύρες; Σαύρες! Αυτές οι γυναίκες ήταν εξ αρχής μαζί της. Τις είχε οδηγήσει βήμα προς βήμα, αλλά αυτές πίστευαν πως είχαν συμμετάσχει στον σχεδιασμό κάθε κίνησης, πίστευαν ότι ήξεραν τον τελικό προορισμό. Αν τις έχανε τώρα...

Το δάσος έδωσε τη θέση του σε ένα τεράστιο ξέφωτο, που θα μπορούσε κάλλιστα να καταπιεί τον κύκλο του στάβλου καθότι ήταν πενήντα φορές μεγαλύτερο. Η Σεβάνα αισθάνθηκε την κακοδιαθεσία της να χάνεται καθώς σταμάτησε να το κοιτάξει. Στον Βορρά ξεφύτρωναν χαμηλοί λόφοι, ενώ οι βουνοκορφές, λίγες λεύγες πιο πέρα, ήταν καλυμμένες με σύννεφα —πελώριες λευκές μάζες με σκοτεινές, γκρίζες ραβδώσεις. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει τόσο πολλά σύννεφα. Λίγο πιο κοντά, χιλιάδες Τζουμάι ασχολούνταν με τις καθημερινές εργασίες. Ο κουδουνιστός ήχος του σφυριού πάνω στο αμόνι ακουγόταν από τη μεριά των σιδηρουργών, ενώ πρόβατα και κατσίκες σφάζονταν για το δείπνο και το βέλασμά τους ανακατευόταν με το γέλιο των παιδιών που έτρεχαν κι έπαιζαν. Έχοντας περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους απ’ ό,τι οι άλλες σέπτες για να προετοιμαστούν για την απόδραση τους από το Μαχαίρι του Σφαγέα, οι Τζουμάι είχαν φέρει μαζί τους τα κοπάδια που είχαν συγκεντρώσει στην Καιρχίν, προσθέτοντας κι άλλα εδώ.

Κάμποσοι είχαν στήσει ήδη τις σκηνές τους, αν και δεν ήταν ανάγκη. Χρωματιστές κατασκευές γέμιζαν το ξέφωτο δίνοντας την εντύπωση ενός μεγάλου χωριού υδροβίων, με μεγάλες αποθήκες και στάβλους, μια τεράστια κάμινο και με τις χαμηλές κατοικίες που στέγαζαν τους υπηρέτες, βαμμένες στα πορφυρά και στα γαλάζια, που κύκλωναν την κυρίως κατοικία. Το αρχοντικό, όπως αποκαλούνταν, ήταν τρία πατώματα ψηλό, με σκουροπράσινη κεραμιδένια σκεπή, ενώ όλο το υπόλοιπο είχε ανοικτό πράσινο χρώμα γαρνιρισμένο με κίτρινο πάνω από έναν πλατύ τεχνητό πέτρινο λόφο ύψους πέντε απλωσιών. Οι Τζουμάι κι οι γκαϊ’σάιν ανέβαιναν τη μακρόστενη ράμπα που οδηγούσε στην είσοδο του μεγάλου κτηρίου, και περπατούσαν στα περίκομψα σκαλιστά μπαλκόνια που το κύκλωναν.

Τα πέτρινα τείχη και τα παλάτια που είχε δει στην Καιρχίν δεν την είχαν εντυπωσιάσει ούτε κατά το ήμισυ. Αυτό εδώ ήταν βαμμένο σαν κάρο των Χαμένων, ωστόσο εξαίσιο. Θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι, με τόσο πολλά δέντρα τριγύρω, αυτοί οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να φτιάξουν οτιδήποτε από ξύλο. Άραγε, μόνο εκείνη είχε προσέξει πόσο πλούσια ήταν η περιοχή; Οι λευκοντυμένοι γκαϊ’σάιν που ασχολούνταν με τις διάφορες αγγαρείες ήταν περισσότεροι απ’ όσους διέθετε ποτέ οποιαδήποτε από τις είκοσι σέπτες, σχεδόν οι μισοί σε αριθμό από τους ίδιους τους Τζουμάι! Κανείς δεν παραπονιόταν πια που οι υδρόβιοι γίνονταν γκαϊ’σάιν. Ήταν τόσο πειθήνιοι! Ένας γουρλομάτης νεαρός με άσπρη προχειροραμμένη φορεσιά τους προσπέρασε κρατώντας σφιχτά ένα καλάθι, κοιτώντας σαν χάνος τον κόσμο γύρω του και μπερδεύοντας τα πόδια του στον ποδόγυρο του χιτωνίου του. Η Σεβάνα χαμογέλασε. Ο πατέρας αυτού του παιδιού αυτοαποκαλούνταν άρχοντας του τόπου και κόμπαζε πως η ίδια κι οι δικοί της θα έπρεπε να κυνηγηθούν —από παιδιά μάλιστα!— γι’ αυτό το έγκλημα, αλλά τώρα φορούσε κι αυτός άσπρα και δούλευε εξίσου σκληρά με τον γιο του, όπως επίσης κι η γυναίκα του, οι θυγατέρες του κι οι άλλοι του γιοι. Οι γυναίκες είχαν στην κατοχή τους φίνα πετράδια κι ωραία μεταξωτά, κι η Σεβάνα διάλεξε τα καλύτερα κομμάτια. Μια πλούσια γη, τόσο τρυφηλή που ανέβλυζε πρώτης ποιότητας λάδι.

Οι γυναίκες πίσω της σταμάτησαν απότομα να μιλούν αναμεταξύ τους μόλις έφθασαν στην άκρη του δασυλλίου. Έπιασε τα τελευταία τους λόγια κι η διάθεσή της άλλαξε πάλι.

«...πόσες Άες Σεντάι πολεμούν για αυτούς τους Σωντσάν», έλεγε η Τίον. «Πρέπει να το μάθουμε αυτό». Η Σόμεριν με τη Μοντάρα συμφώνησαν μουρμουρίζοντας.

«Δεν νομίζω πως έχει σημασία», επενέβη η Ριάλ. Η αντιδραστικότητά της, τουλάχιστον, απευθυνόταν και στις υπόλοιπες. «Πιστεύω πως δεν θα δώσουν μάχη, παρεκτός αν τους επιτεθούμε. Θυμηθείτε πως δεν έκαναν τίποτα, ούτε καν τον εαυτό τους δεν υπερασπίστηκαν, μέχρι που κινηθήκαμε εναντίον τους».

«Όταν το έκαναν όμως», αποκρίθηκε με πικρία η Μέιρα, «είκοσι τρεις από μας σκοτώθηκαν. Και περισσότεροι από δέκα χιλιάδες αλγκάι’ντ’σισβάι δεν επέστρεψαν σπίτια τους. Τώρα έχουμε στη διάθεσή μας κάτι παραπάνω από το ένα τρίτο εκείνου του στρατού, μαζί με τους Ανάδελφους». Η τελευταία αυτή λέξη ήταν ποτισμένη στην ειρωνεία.

«Αυτό ήταν δουλειά του Ραντ αλ’Θόρ!» είπε κοφτά η Σεβάνα. «Αντί να σκέφτεστε τι μας έκανε, σκεφθείτε τι μπορούμε να κάνουμε όταν γίνει δικός μας». Όταν γίνει δικός μου, εννοούσε. Οι Άες Σεντάι ήταν ικανές να τον κρατήσουν όσο ήθελαν, αλλά η ίδια είχε κάτι που οι Άες Σεντάι δεν διέθεταν, αλλιώς θα το είχαν χρησιμοποιήσει. «Θυμηθείτε πως είχαμε νικήσει τις Άες Σεντάι μέχρι που εκείνος πήρε το μέρος τους. Οι Άες Σεντάι είναι ένα τίποτα!»

Για άλλη μια φορά, η προσπάθειά της να τονώσει το κουράγιο τους δεν έφερε αποτέλεσμα. Το μόνο που θυμούνταν ήταν ότι τα δόρατα είχαν σπάσει στην προσπάθεια να αιχμαλωτίσουν τον Ραντ αλ’Θόρ, και μαζί μ’ αυτά είχαν τσακιστεί κι οι ίδιες. Η Μοντάρα έμοιαζε να κοιτάζει νοερά τον τάφο ολόκληρης της σέπτας της. Ακόμα κι η Τίον συνοφρυώθηκε και φάνηκε σκεφτική, καθώς αναμφίβολα θυμόταν πως κι αυτή το είχε σκάσει σαν φοβισμένη γίδα.

«Σοφές», ακούστηκε μια αντρική φωνή πίσω από τη Σεβάνα. «Έχω σταλεί για να ζητήσω τη γνώμη σας».

Μέσα σε μια στιγμή στα πρόσωπα των γυναικών επανήλθε η γαλήνη. Αυτό που δεν είχε κατορθώσει η ίδια, το κατόρθωσε αυτός ο άντρας με την ίδια την παρουσία του. Καμιά Σοφή δεν θα επέτρεπε σε κανέναν, παρά μονάχα σε κάποια άλλη Σοφή, να την αντικρίσει ταραγμένη. Η Άλαρυς σταμάτησε να χτενίζει τα μαλλιά της, τα οποία είχε ρίξει πάνω από τον ώμο της. Ήταν ολοφάνερο πως καμιά τους δεν τον αναγνώριζε, αν και στη Σεβάνα κάτι θύμιζε.

Τις παρατήρησε όλες με βλέμμα σοβαρό, με πράσινα μάτια κατά πολύ γηραιότερα του γαλήνιου προσώπου του. Τα χείλη του ήταν σαρκώδη, αλλά το στόμα του ήταν άκαμπτο κι αποφασιστικό, λες κι είχε ξεχάσει πώς να χαμογελά. «Είμαι ο Κίνχουιν των Μέρα’ντιν, Σοφές. Οι Τζουμάι λένε πως δεν θα πρέπει να πάρουμε το μερίδιο που μας αναλογεί από αυτό το μέρος επειδή δεν είμαστε Τζουμάι, αλλά εμείς ξέρουμε πως το λένε επειδή θα τους αναλογεί λιγότερο, μια κι η αναλογία είναι δύο δικοί μας προς έναν Τζουμάι αλγκάι’ντ’σισβάι. Οι Ανάδελφοι ζητούν τη γνώμη σας, Σοφές».

Τώρα που ήξεραν ποιος ήταν, μερικές δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη δυσαρέσκειά τους για τους άντρες που είχαν εγκαταλείψει τις φατρίες και τις σέπτες προκειμένου να ταχθούν με τους Σάιντο αντί να ακολουθήσουν τον Ραντ αλ’Θόρ, έναν υδρόβιο και ψεύτικο Καρ’α’κάρν, όπως θεωρούσαν. Το πρόσωπο της Τίον παρέμεινε απλώς ουδέτερο, αλλά τα μάτια της Ριάλ άστραψαν κι η Μέιρα έγερνε στο άκρο της κατήφειας. Η μόνη που έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον ήταν η Μοντάρα, αλλά ίσως να προσπαθούσε να δημιουργήσει έριδες ανάμεσα στους δενδροφονιάδες.

«Οι έξι Σοφές που βλέπεις θα κρίνουν αφού ακούσουν και τις δύο πλευρές», είπε στον Κίνχουιν η Σεβάνα με μια σοβαρότητα που συναγωνιζόταν τη δική του.

Οι υπόλοιπες την κοίταξαν και μετά βίας έκρυψαν την έκπληξη τους για τον σκοπό της να παραμείνει αμέτοχη. Αυτή ήταν που είχε κανονίσει να υπάρχουν δέκα φορές περισσότεροι Μέρα’ντιν για να συνοδεύσουν τους Τζουμάι, περισσότεροι από κάθε άλλη σέπτα. Όντως υποπτευόταν τον Κάνταρ, αν μη τι άλλο για όσα είχε κάνει, κι επιθυμούσε όσο το δυνατόν περισσότερα δόρατα γύρω της. Επιπλέον, πάντα μπορούσαν να πεθάνουν οι ίδιες στη θέση των Τζουμάι.

Προσποιήθηκε πως ξαφνιάστηκε με την έκπληξή τους. «Δεν θα ήταν δίκαιο να λάβω μέρος, μια και το θέμα αφορά στη δική μου σέπτα», τους είπε πριν στρέψει την προσοχή της και πάλι στον πρασινομάτη άντρα. «Η κρίση τους θα είναι δίκαιη, Κίνχουιν. Κι είμαι σίγουρη πως θα ευνοήσει τους Μέρα’ντιν».

Οι υπόλοιπες την κοίταξαν αυστηρά προτού η Τίον κάνει νεύμα στον Κίνχουιν να τις οδηγήσει. Χρειάστηκε να αποτραβήξει τη ματιά του από τη Σεβάνα για να συμμορφωθεί. Εκείνη, με ένα αχνό χαμόγελο —αφού ο άντρας κοιτούσε την ίδια κι όχι τη Σόμεριν— τις παρακολούθησε να χάνονται μέσα στον όχλο που περιτριγύριζε το οίκημα. Παρά την απέχθειά τους για τους Ανάδελφους —και με την ίδια να κάνει προβλέψεις στον άντρα για την τελική απόφαση τους— το πιθανότερο ήταν πως θα αποφάσιζαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όπως και να έχει, ο Κίνχουιν θα το θυμόταν και θα το έλεγε στους υπόλοιπους της περιβόητης κοινωνίας του. Τους Τζουμάι τούς είχε ήδη στο τσεπάκι, αλλά οτιδήποτε αφορούσε στους Μέρα’ντιν τής ήταν ευπρόσδεκτο.

Η Σεβάνα γύρισε και κατευθύνθηκε προς τα δέντρα, όχι όμως προς τον στάβλο. Τώρα που ήταν μόνη, θα μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι πολύ πιο σημαντικό από τους Ανάδελφους. Ήλεγξε αυτό που είχε παραχώσει στη φούστα της, στο πίσω μέρος της πλάτης της, όπου το έκρυβε η εσάρπα. Θα το αισθανόταν με την παραμικρή κίνηση, αλλά ήθελε να αγγίξει με τα δάχτυλά της τη λεία επιφάνεια. Καμιά Σοφή δεν θα τολμούσε να την υποτιμήσει από τη στιγμή που θα έκανε χρήση αυτού του αντικειμένου, ίσως την ίδια μέρα. Και κάποια μέρα, με τη βοήθεια του, ο Ραντ αλ’Θόρ θα γινόταν δικός της. Σε τελική ανάλυση, αν ο Κάνταρ είχε πει μία φορά ψέματα, ίσως να ξαναέλεγε.


Μέσα από μια θολούρα δακρύων, η Γκαλίνα Κάσμπαν αγριοκοίταξε τη Σοφή που την είχε θωρακίσει. Λες κι υπήρχε ανάγκη για θωράκιση της λυγερόκορμης γυναίκας. Δεν μπορούσε καλά-καλά να αγκαλιάσει την Πηγή. Καθισμένη σταυροπόδι στο έδαφος, ανάμεσα σε δύο Κόρες που κάθονταν οκλαδόν, η Μπελίντε τακτοποίησε την εσάρπα της με ένα αμυδρό χαμόγελο, σαν να αντιλαμβανόταν τις σκέψεις της Γκαλίνα. Το πρόσωπό της ήταν στενό κι αλεπουδίσιο, ενώ τα μαλλιά και τα φρύδια της είχαν σχεδόν ξασπρίσει από τον ήλιο. Η Γκαλίνα ευχήθηκε να της είχε σπάσει το κεφάλι αντί να τη χαστουκίσει απλώς.

Δεν ήταν κάποια προσπάθεια να δραπετεύσει, απλώς δεν μπορούσε να αντέξει τόση απογοήτευση. Οι μέρες της άρχιζαν και τελείωναν μέσα στην εξάντληση, κάθε μέρα και περισσότερη από την προηγούμενη. Δεν θυμόταν καν πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που την είχαν ντύσει με αυτό το χοντροκομμένο μαύρο χιτώνιο. Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη σαν ατελείωτος χείμαρρος. Μία εβδομάδα; Ένας μήνας; Όχι, μάλλον δεν ήταν τόσο πολύ. Σίγουρα όχι περισσότερο. Ευχήθηκε να μην είχε αγγίξει ποτέ την Μπελίντε. Αν η γυναίκα δεν της είχε κλείσει το στόμα με τα κουρέλια για να μην ακούγονται τα αναφιλητά της, θα ικέτευε να την αφήσουν να κουβαλήσει ξανά πέτρες ή να μετακινήσει έναν ολόκληρο σωρό βότσαλα ένα-ένα ή να της κάνουν οποιοδήποτε άλλο βασανιστήριο, με το οποίο γέμιζαν τις ώρες της. Οτιδήποτε άλλο ήταν καλύτερο από αυτό.

Μόνο το κεφάλι της Γκαλίνα εξείχε από τον δερμάτινο σάκο που αιωρούνταν κρεμασμένος από το ανθεκτικό κλαρί μιας βελανιδιάς. Ακριβώς κάτω από τον σάκο, τα κάρβουνα έκαιγαν αργά πάνω σε ένα μπρούντζινο μαγκάλι, θερμαίνοντας τον αέρα στο εσωτερικό του σάκου. Η γυναίκα είχε κουλουριαστεί με αυτήν την αφόρητη ζέστη, με τους αντίχειρες να ακουμπούν στις άκρες των ποδιών της και με τον ιδρώτα να γλιστρά πάνω στο γυμνό της κορμί. Τα μαλλιά της ήταν μουσκεμένα και κολλούσαν στο πρόσωπό της, έπαιρνε βαθιές ανάσες με τα ρουθούνια διάπλατα ανοικτά, αναζητώντας λίγο αέρα, κι όλα αυτά όταν δεν ξεσπούσε σε λυγμούς. Ακόμα κι έτσι όμως, αυτό θα μπορούσε να είναι καλύτερο από την ατελείωτη, παράλογη κι εξοντωτική καταναγκαστική εργασία στην οποία την υπέβαλλαν, εκτός από ένα πράγμα. Πριν κλείσουν εφαρμοστά τον λαιμό του σάκου κάτω από το πηγούνι της, η Μπελίντε είχε αδειάσει ένα ολόκληρο σακουλάκι σκόνης πάνω στο κεφάλι της, η οποία όχι μόνο της προκαλούσε εφίδρωση, αλλά είχε αρχίσει να την καίει σαν πιπέρι στα μάτια. Έμοιαζε να την έχει καλύψει από τους ώμους και κάτω και, μα το Φως, πόσο έκαιγε!

Η επίκληση προς το Φως μετρίασε την απόγνωση της, αλλά παρά τις προσπάθειες τους δεν είχαν κατορθώσει να τη λυγίσουν. Θα ελευθερωνόταν —δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό!— και τότε αυτές εδώ οι άγριες θα το πλήρωναν με αίμα! Με ποτάμια αίματος! Με ωκεανούς! Θα τις έγδερνε ζωντανές! θα...! Τίναξε πίσω το κεφάλι της και κραύγασε. Τα στουμπωμένα κουρέλια στο στόμα της έπνιξαν τον ήχο, ωστόσο η γυναίκα ούρλιαξε χωρίς να καταλαβαίνει αν ήταν ουρλιαχτό οργής ή κραυγή για έλεος.

Όταν τα ουρλιαχτά της έσβησαν και το κεφάλι της έπεσε μπροστά, η Μπελίντε με τις Κόρες είχαν σηκωθεί και μαζί τους βρισκόταν η Σεβάνα. Η Γκαλίνα πάσχισε να πνίξει τους λυγμούς της μπροστά στην ξανθομάλλα γυναίκα, αλλά ήταν σαν να προσπαθεί να πιάσει τον ήλιο με τα δάχτυλά της.

«Άκου την πώς μυξοκλαίει και κλαψουρίζει», είπε ειρωνικά η Σεβάνα, πλησιάζοντας και κοιτώντας την. Η Γκαλίνα πάσχισε να κάνει το βλέμμα της να φανεί εξίσου περιφρονητικό. Η Σεβάνα είχε στολιστεί όσο δέκα γυναίκες! Η μπλούζα της ήταν άλυτη, έτσι που το στήθος της ήταν σχεδόν γυμνό —εκτός απ’ όλα εκείνα τα παράταιρα περιδέραια— κι έπαιρνε βαθιές ανάσες όποτε την κοιτούσαν οι άντρες! Η Γκαλίνα κατέβαλλε προσπάθεια, αλλά η περιφρόνηση καλύφθηκε από τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της ανακατεμένα με ιδρώτα. Το κλάμα τής προκαλούσε τρέμουλο κι ο σάκος κουνιόταν ολόκληρος.

«Τούτη εδώ η ντα’τσάνγκ είναι σκληρή σαν γριά προβατίνα», κακάρισε η Μπελίντε, «αλλά η πείρα μού έχει διδάξει πως κι οι πιο σκληροτράχηλες και γέρικες προβατίνες μαλακώνουν, αν ψηθούν αργά-αργά και με τα κατάλληλα βοτάνια. Την εποχή που ήμουν Κόρη, έψηνα αρκετά τα Πέτρινα Σκυλιά και μαλάκωναν». Η Γκαλίνα έκλεισε τα μάτια της. Ναι, θα πλήρωναν με ωκεανούς αίματος...!

Ο σάκος κλονίστηκε και τα μάτια της Γκαλίνα άνοιξαν μόλις σταθεροποιήθηκε ξανά. Οι Κόρες είχαν λύσει το σχοινί που ήταν περασμένο στο κλωνάρι και δύο από αυτές την κατέβαζαν αργά. Η Γκαλίνα έκανε σπασμωδικές και μανιασμένες κινήσεις, πασχίζοντας να κοιτάξει κάτω. Νέοι λυγμοί την κατέκλυσαν, ανακούφισης αυτήν τη φορά, όταν παρατήρησε πως το μαγκάλι είχε μετακινηθεί. Τα λόγια της Μπελίντε περί ψησίματος... Ναι, αυτή θα ήταν η μοίρα της Μπελίντε, αποφάσισε η Γκαλίνα. Θα την έδενε σε μια σούβλα και θα τη γύριζε πάνω από μια φωτιά μέχρι να αρχίσουν να στάζουν οι χυμοί της! Αυτό για αρχή!

Με έναν γδούπο, που έκανε την Γκαλίνα να μουγκρίσει, ο δερμάτινος σάκος χτύπησε στο έδαφος κι αναποδογύρισε. Δίχως να δίνουν την παραμικρή σημασία, λες κι είχαν να κάνουν με σακί με πατάτες, οι Κόρες την πέταξαν πάνω στα καφετιά ζιζάνια, έκοψαν τα σχοινιά που συγκρατούσαν τους αντίχειρες και τα πόδια της κι έβγαλαν το φίμωτρο που είχαν χώσει ανάμεσα στα δόντια της. Σκόνη και νεκρά φύλλα ήταν κολλημένα πάνω στον ιδρώτα που είχε κάνει στρώσεις στο κορμί της.

Ήθελε όσο τίποτα άλλο να σηκωθεί, να τις κοιτάξει κατάματα, ανταποδίδοντας τα άγρια βλέμματά τους. Αντί γι’ αυτό όμως, το μόνο που κατάφερε ήταν να στηριχθεί στα χέρια και στα γόνατά της και να χώσει τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της στα σάπια φύλλα που κάλυπταν το έδαφος του δάσους. Λίγο ακόμα και δεν θα ήταν σε θέση πια να σταματήσει τα χέρια της από το να προσπαθήσουν να ανακουφίσουν το κόκκινο φλογισμένο δέρμα της. Αισθανόταν τον ιδρώτα της σαν χυμό παγωμένου πιπεριού. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κάθεται εκεί και να τρέμει, προσπαθώντας να υγράνει το στόμα της, κάνοντας όνειρα για την εκδίκηση που θα έπαιρνε από αυτές εδώ τους άγριες.

«Πίστευα πως ήσουν δυνατότερη», της είπε η Σεβάνα από πάνω της, κι ο τόνος της φωνής της ήταν στοχαστικός, «αλλά ίσως η Μπελίντε να έχει δίκιο. Τώρα έχεις μαλακώσει αρκετά. Αν ορκιστείς να με υπακούς, θα πάψεις να είσαι ντα’τσάνγκ. Ίσως δε να μη χρειαστεί καν να γίνεις γκαϊ’σάιν. Ορκίζεσαι να με υπακούς στα πάντα;»

«Ναι!» Η βραχνή λέξη ξεπήδησε από το στόμα της Γκαλίνα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αν και χρειάστηκε να ξεροκαταπιεί πριν συνεχίσει να μιλάει. «Θα σε υπακούω! Το ορκίζομαι!» Κι όντως θα την υπάκουε. Μέχρι που να της παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Αυτό ήταν όλο κι όλο; Ένας όρκος που θα μπορούσε να είχε πάρει από την πρώτη κιόλας μέρα; Η Σεβάνα θα μάθαινε πώς είναι να κρέμεσαι πάνω από καυτά κάρβουνα. Ω, ναι, θα...

«Σε αυτήν την περίπτωση, δεν θα έχεις αντίρρηση να ορκιστείς σε αυτό», είπε η Σεβάνα πετώντας κάτι μπροστά στα πόδια της.

Η Γκαλίνα αισθάνθηκε τις τρίχες του σβέρκου της να ανασηκώνονται καθώς το κοιτούσε. Μια λευκή ράβδος σαν στιλβωμένο φίλντισι, ένα πόδι μακρύ κι όχι παχύτερη από τον καρπό της. Κι ύστερα πρόσεξε τα ρέοντα σημάδια που ήταν σκαλισμένα στην άκρη που ήταν στραμμένη προς το μέρος της, σύμβολα που χρησιμοποιούσαν την Εποχή των Θρύλων. Εκατόν έντεκα. Σκέφτηκε πως επρόκειτο για τη Ράβδο των Όρκων, που με κάποιον τρόπο είχε κλαπεί από τον Λευκό Πύργο. Κι αυτή ήταν σημαδεμένη αλλά με το σύμβολο τρία, που μερικοί πίστευαν πως είχε να κάνει με τους Τρεις Όρκους. Ίσως, όμως, τα φαινόμενα να απατούσαν. Ίσως. Ωστόσο, ούτε μια κουλουριασμένη έχιδνα από τις Πνιγμένες Χώρες δεν θα την έκανε να παγώσει τόσο.

«Ωραίος όρκος, Σεβάνα. Πότε σκόπευες να πληροφορήσεις και τις υπόλοιπες από μας;»

Η φωνή έκανε το κεφάλι της Γκαλίνα να τιναχτεί. Ακόμα και μια έχιδνα να είχε μπροστά της, το ίδιο θα έκανε.

Η Θεράβα εμφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα, ηγούμενη μιας ντουζίνας Σοφών με ψυχρά πρόσωπα. Μόλις σταμάτησαν πίσω της, αντικρίζοντας τη Σεβάνα, η κάθε γυναίκα που ήταν παρούσα, εκτός από τις Κόρες, είχε παραβρεθεί στην καταδίκη της Γκαλίνα να φοράει τη μαύρη ρόμπα. Μια λέξη από τη Θεράβα, ένα κοφτό νεύμα από τη Σεβάνα κι οι Κόρες αναχώρησαν γοργά. Ο ιδρώτας εξακολουθούσε να κυλά στο κορμί της Γκαλίνα, μα ξαφνικά ο αέρας φάνηκε να παγώνει.

Η Σεβάνα έριξε μια ματιά στην Μπελίντε, η οποία όμως απέφυγε το βλέμμα της. Τα χείλη της Σεβάνα σούφρωσαν σε μια γκριμάτσα που ήταν μισή χλευασμός και μισή γρύλισμα, και τοποθέτησε τις γροθιές στους γοφούς της. Η Γκαλίνα δεν καταλάβαινε πού έβρισκε η άλλη το θάρρος, εφ’ όσον δεν μπορούσε καν να διαβιβάσει. Κάποιες από αυτές τις γυναίκες κατείχαν αξιόλογη δύναμη. Όχι, δεν έπρεπε να τις θεωρεί απλώς αδέσποτες αν ήθελε να δραπετεύσει και να πάρει την εκδίκηση της. Η Θεράβα κι η Σόμεριν ήταν πιο ισχυρές από οποιαδήποτε γυναίκα του Πύργου κι η κάθε μια τους θα μπορούσε άνετα να γίνει Άες Σεντάι.

Η Σεβάνα, ωστόσο, τις κοιτούσε προκλητικά. «Φαίνεται πως αποδώσατε γρήγορα δικαιοσύνη», είπε με φωνή ξερή σαν σκόνη.

«Το ζήτημα ήταν απλό», αποκρίθηκε ήρεμα η Τίον. «Οι Μέρα’ντιν έλαβαν αυτό που άξιζαν».

«Και τους είπαν ότι το έλαβαν παρά τις προσπάθειές σου να μας επηρεάσεις», πρόσθεσε η Ριάλ ζωηρά. Η Σεβάνα κόντεψε να γρυλίσει ακούγοντας αυτά τα λόγια.

Κανείς, όμως, δεν μπορούσε να αποσπάσει τη Θεράβα από τον σκοπό της. Με μια δρασκελιά πήγε κοντά στην Γκαλίνα, την άρπαξε από τα μαλλιά και την έστησε στα πόδια της, τραβώντας το κεφάλι της προς τα πίσω. Η Θεράβα κάθε άλλο παρά ψηλή ήταν, κι οι πιο πολλές γυναίκες την περνούσαν τουλάχιστον ένα κεφάλι. Ωστόσο, ήταν σαφώς ψηλότερη από τους περισσότερους άντρες, τους οποίους κοιτούσε αφ’ υψηλού με τα γερακίσια της μάτια, κάνοντας κάθε σκέψη για εκδίκηση ή ανυπακοή να φαντάζει αδύνατη. Οι λευκές λωρίδες που στόλιζαν τα σκουροκόκκινα μαλλιά της έκαναν το πρόσωπό της να φαντάζει ακόμα πιο επιβλητικό. Τα χέρια της Γκαλίνα σφίχτηκαν σε γροθιές πάνω στους γοφούς της και τα νύχια της βυθίστηκαν στις παλάμες της. Ακόμα και το κάψιμο πάνω στο δέρμα της ωχριούσε συγκριτικά με αυτό το βλέμμα. Ονειρευόταν να τσακίσει την κάθε μία ξεχωριστά από τούτες εδώ τις γυναίκες, να τις κάνει να παρακαλούν να τις θανατώσει και να γελάει καθώς θα τους αρνούνταν αυτή τους την ικεσία. Για όλες, εκτός από τη Θεράβα. Τις νύχτες, η Θεράβα ερχόταν στα όνειρά της, και το μόνο που μπορούσε να κάνει η Γκαλίνα ήταν να προσπαθεί να δραπετεύσει, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να ξυπνάει ουρλιάζοντας. Η Γκαλίνα είχε τσακίσει στο παρελθόν πανίσχυρους άντρες και γυναίκες, αλλά κοίταξε τη Θεράβα με γουρλωμένα μάτια και κλαψούρισε.

«Τούτη εδώ δεν έχει τιμή για να νιώσει ντροπή». Η Θεράβα έφτυνε σχεδόν την κάθε της λέξη. «Αν θες να την τσακίσεις, Σεβάνα, άσε να την αναλάβω εγώ. Όταν τελειώσω, θα σε υπακούει χωρίς να είναι απαραίτητο το παιχνιδάκι του φίλου σου του Κάνταρ».

Η Σεβάνα μιλούσε ζωηρά, αρνούμενη κάθε είδους φιλία με αυτόν τον Κάνταρ, όποιος κι αν ήταν, κι η Ριάλ γάβγισε ότι η Σεβάνα τον είχε φέρει μαζί της, ενώ οι άλλες άρχισαν να λογομαχούν για το αν ο «δεσμευτής» θα λειτουργούσε καλύτερα από το «ταξιδιωτικό κουτί».

Ένα μικρό κομμάτι του μυαλού της Γκαλίνα αρπάχτηκε από αυτήν την αναφορά περί ταξιδιωτικού κουτιού. Είχε ακούει και στο παρελθόν να μιλάνε γι’ αυτό και λαχταρούσε να το αγγίξει, έστω και για μια στιγμή. Με τη βοήθεια ενός τερ’ανγκριάλ που θα της έδινε τη δυνατότητα να Ταξιδέψει, έστω κι ατελώς, θα μπορούσε να... Ακόμα κι η ελπίδα της δραπέτευσης δεν απέτρεπε τις σκέψεις τού τι θα της έκανε η Θεράβα αν οι υπόλοιπες αποφάσιζαν να ενδώσουν στα αιτήματά της. Όταν η Σοφή με το γερακίσιο βλέμμα έλυσε τα μαλλιά της για να λάβει μέρος στη λογομαχία, η Γκαλίνα έπεσε μπρούμυτα πάνω στη ράβδο. Οτιδήποτε, ακόμα κι η υπακοή στη Σεβάνα, ήταν προτιμότερο από το να την παραδώσουν στη Θεράβα. Αν δεν την είχαν θωρακίσει, θα διαβίβαζε έτσι ώστε να χειριζόταν η ίδια τη ράβδο.

Τα δάχτυλά της δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να κλείσουν πάνω στη μαλακή ράβδο, όταν το πόδι της Θεράβα έπεσε βαρύ επάνω της, παγιδεύοντας με οδυνηρό τρόπο τα χέρια της στο έδαφος. Καμία από τις Σοφές δεν της είχε ρίξει ούτε ματιά έτσι όπως σφάδαζε πεσμένη κάτω, προσπαθώντας εις μάτην να ελευθερωθεί. Αδυνατούσε να αναγκάσει τον εαυτό της να προσπαθήσει περισσότερο. Αόριστα, θυμήθηκε περιπτώσεις που είχε αναγκάσει ακόμα κι ηγεμόνες να χλωμιάσουν από φόβο, αλλά τώρα δεν τολμούσε καν να ενοχλήσει το πόδι αυτής της γυναίκας.

«Αν πρόκειται να ορκιστεί», είπε η Θεράβα, κοιτώντας τη Σεβάνα με σκληρό βλέμμα, «θα πρέπει να μας υπακούει όλες εδώ». Οι υπόλοιπες ένευσαν καταφατικά, μερικές μάλιστα συμφώνησαν και λεκτικά, εκτός από την Μπελίντε, η οποία σούφρωσε τα χείλη της σκεφτική.

Η Σεβάνα αντιγύρισε το σκληρό βλέμμα. «Πολύ καλά», είπε τελικά, συναινώντας. «Πρώτα, όμως, θα υπακούει εμένα. Δεν είμαι μονάχα Σοφή. Μιλώ κι ως αρχηγός φατρίας».

Η Θεράβα χαμογέλασε αχνά. «Ώστε έτσι. Πρώτα θα υπακούει στις δυο μας, Σεβάνα. Σε μένα και σένα». Η αψήφιση δεν χάθηκε ούτε στο ελάχιστο από το πρόσωπο της Σεβάνα, η οποία ένευσε καταφατικά και γεμάτη μνησικακία. Μόνο τότε η Θεράβα μετακίνησε το πόδι της. Το φως του σαϊντάρ την περιτριγύριζε και μια ροή από Πνεύμα άγγιξε τα σύμβολα στην άκρη της ράβδου που κρατούσε η Γκαλίνα. Ακριβώς όπως γινόταν και με τη Ράβδο των Όρκων.

Για μια στιγμή, η Γκαλίνα κοντοστάθηκε, λυγίζοντας τα πατημένα της δάχτυλα. Αισθανόταν σαν να κρατούσε τη Ράβδο των Όρκων. Δεν είχε την αίσθηση από φίλντισι ή από γυαλί, αλλά σίγουρα την ένιωθε κρύα στην παλάμη της. Αν επρόκειτο για μια δεύτερη Ράβδο των Όρκων, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ακυρώσει όποιον όρκο κι αν έπαιρνε. Αν της δινόταν η δυνατότητα. Δεν ήθελε να αδράξει την ευκαιρία, ούτε να ορκιστεί στη Θεράβα σε καμιά περίπτωση. Είχε συνηθίσει να διατάζει η ίδια στον πρότερο βίο της, που μπορεί μέχρι την αιχμαλωσία της να ήταν μίζερος, αλλά η Θεράβα θα την είχε σαν σκυλάκι! Άραγε, αν δεν έπαιρνε τον όρκο, θα άφηναν τη Θεράβα να την τσακίσει; Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως αυτό θα έκανε. Και, μάλιστα, ολοκληρωτικά.

«Υπό το Φως, με την ελπίδα σωτηρίας κι αναγέννησης» —δεν πίστευε πια στο Φως, ούτε σε καμιά ελπίδα σωτηρίας, και δεν ήταν ανάγκη να πει κάτι παραπάνω από μια απλή υπόσχεση, αν κι οι άλλες περίμεναν έναν πανίσχυρο όρκο— «ορίζομαι να υπακούω σε κάθε παριστάμενη Σοφή, και πρώτες απ’ όλες στη Θεράβα και στη Σεβάνα». Κι η τελευταία ελπίδα πως αυτός ο «δεσμευτής» ήταν κάτι διαφορετικό εξαφανίστηκε, καθώς η Γκαλίνα αισθάνθηκε τον όρκο να την κατακλύζει, λες και φορούσε ξαφνικά ένα σφιχτό ρούχο που την κάλυπτε από την κορυφή έως τα νύχια. Τίναξε πίσω το κεφάλι της κι ούρλιαξε. Εν μέρει επειδή της φάνηκε ξαφνικά πως το κάψιμο στο δέρμα της βυθιζόταν μέσα στην ίδια της τη σάρκα, κυρίως όμως επειδή ένιωθε ολοκληρωτική απόγνωση.

«Πάψε!» είπε κοφτά η Θεράβα. «Δεν έχω καμιά όρεξη να σε ακούω να μυξοκλαίς!» Τα δόντια της Γκαλίνα έκλεισαν ερμητικά, δαγκώνοντας σχεδόν τη γλώσσα της, και πάλεψε να καταπιεί τους λυγμούς της. Το μόνο που έμενε πια ήταν η υπακοή. Η Θεράβα συνοφρυώθηκε. «Για να δούμε αν δουλέψει αυτό», μουρμούρισε σκύβοντας πιο κοντά. «Είχες σκοπό να προξενήσεις βιαιοπραγίες ενάντια σε κάποια από τις παρούσες Σοφές; Απάντησε ειλικρινά και ζήτα να τιμωρηθείς όπως πρέπει. Η ποινή για βιαιοπραγία εναντίον Σοφής», πρόσθεσε σαν δεύτερη σκέψη, «μπορεί να ισοδυναμεί με θανάτωση σαν να είσαι ζώο». Έσυρε χαρακτηριστικά το δάχτυλό της κατά μήκος του λαιμού της κι άδραξε το μαχαίρι της ζώνης της με το ίδιο χέρι.

Θορυβημένη και γεμάτη πανικό, η Γκαλίνα ρούφηξε αέρα κι οπισθοχώρησε μπροστά στη γυναίκα. Ωστόσο, δεν κατάφερε να αποτραβήξει το βλέμμα της από τα μάτια της Θεράβα, ούτε και να σταματήσει τα λόγια που ξεπήδησαν μέσα από τα δόντια της. «Σκ... σκόπευα να βι... βιαιοπραγήσω εν... ενάντια σε όλες σας! Σας... παρακαλώ, τι... τιμωρήστε με!» Άραγε, θα την σκότωναν τώρα; Έπειτα απ’ όλα αυτά, θα κατέληγε να πεθάνει εδώ;

«Φαίνεται πως αυτός ο δεσμευτής λειτουργεί όπως ισχυρίζεται ο φίλος σου, Σεβάνα». Τραβώντας απότομα τη ράβδο από τα άτονα χέρια της Γκαλίνα, η Θεράβα τη στρίμωξε πίσω από τη ζώνη της κι όρθωσε το ανάστημά της. «Επίσης, φαίνεται πως τελικά θα ντυθείς στα λευκά, Γκαλίνα Κάσμπαν». Για κάποιον λόγο, ένα χαμόγελο ευχαρίστησης φάνηκε στο πρόσωπό της. Εξακολούθησε, πάντως, να δίνει διαταγές. «Θα φέρεσαι πειθήνια, όπως κάθε γκαϊ’σάιν. Αν ακόμα κι ένα παιδί σε διατάξει να πηδήσεις, θα το κάνεις, εκτός κι αν έχεις λάβει άλλες διαταγές από εμάς. Δεν θα αγγίξεις το σαϊντάρ, ούτε θα διαβιβάσεις, εκτός κι αν το πει κάποια από μας. Απάλλαξέ την από τη θωράκιση, Μπελίντε».

Η θωράκιση χάθηκε κι η Γκαλίνα γονάτισε, κοιτώντας τη με βλέμμα άδειο. Η Πηγή έλαμπε εκτός ορατότητας, βασανιστική. Κι όσο εύκολα μπορούσε να βγάλει φτερά, τόσο μπορούσε να απλωθεί και να την αγγίξει.

Βραχιόλια κροτάλισαν καθώς η Σεβάνα μετακίνησε την εσάρπα της θυμωμένη. «Σαν πολλά θες, Θεράβα. Αυτό είναι δικό μου. Δώσε μου το!» Άπλωσε το χέρι της, αλλά η Θεράβα δίπλωσε τα μπράτσα της κάτω από τα στήθη της.

«Οι Σοφές έκαναν συνέλευση», είπε στη Σεβάνα η γυναίκα με την αυστηρή ματιά. «Καταλήξαμε σε συγκεκριμένες αποφάσεις». Οι γυναίκες που είχαν έρθει μαζί της μαζεύτηκαν πίσω της αντικρίζοντας τη Σεβάνα, κι η Μπελίντε ενώθηκε μαζί τους βιαστικά.

«Χωρίς τη συμμετοχή μου;» ρώτησε κοφτά η Σεβάνα. «Τολμήσατε να πάρετε αποφάσεις δίχως εμένα;» Ο τόνος της φωνής της ήταν σταθερός όπως πάντα, αλλά η ματιά της πετάχτηκε φευγαλέα στη ράβδο που ήταν περασμένη στη ζώνη της Θεράβα, και στην Γκαλίνα φάνηκε ότι διέκρινε μια ακαθόριστη ανησυχία σε αυτήν την κίνηση. Υπό άλλες συνθήκες, θα το ευχαριστιόταν πάρα πολύ.

«Έπρεπε να καταλήξουμε σε μια απόφαση χωρίς την παρουσία σου», είπε η Τίον με φωνή επίπεδη.

«Όπως συχνά συνηθίζεις να λες, μιλάς με την ιδιότητα αρχηγού φατρίας», πρόσθεσε η Έμερις, και μια αναλαμπή ειρωνείας φάνηκε στα μεγάλα, γκρίζα της μάτια. «Υπάρχουν φορές που οι Σοφές συσκέπτονται και δεν πρέπει να τις ακούσει ένας αρχηγός φατρίας. Ή κάποια που μιλάει ως τέτοια».

«Αποφασίσαμε», συνέχισε η Θεράβα, «ότι, όπως ένας αρχηγός φατρίας πρέπει να έχει μια Σοφή για να τον συμβουλεύει, έτσι κι εσύ πρέπει να δέχεσαι τη συμβουλή μιας Σοφής. Εγώ θα σε συμβουλεύω».

Τακτοποιώντας την εσάρπα στους ώμους της, η Σεβάνα κοίταξε εξεταστικά τις γυναίκες που είχε απέναντι της, έχοντας μια ανεξιχνίαστη έκφραση στο πρόσωπό της. Πώς το έκανε αυτό; Ήταν ικανές να τη συντρίψουν σαν τσόφλι αυγού. «Και ποια είναι αυτή η συμβουλή που έχεις να μου προτείνεις, Θεράβα;» είπε τελικά με φωνή παγερή.

«Η σθεναρή συμβουλή μου είναι πως πρέπει να μετακινηθούμε χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση», αποκρίθηκε η Θεράβα με φωνή εξίσου ψυχρή με της Σεβάνα. «Οι Σωντσάν πλησιάζουν κι είναι πάρα πολλοί. Θα πρέπει να μετακινηθούμε βόρεια, στα Όρη της Ομίχλης, και να στήσουμε οχυρό. Από εκεί, θα στείλουμε αποστολές για να βρουν τις υπόλοιπες σέπτες. Ίσως πάει καιρό μέχρι να ενώσουμε τους Σάιντο, Σεβάνα. Ο υδρόβιος φίλος σου μπορεί να μας έχει διασκορπίσει στις εννιά γωνιές του κόσμου. Μέχρι να γίνει αυτό, είμαστε τρωτές».

«Θα μετακινηθούμε αύριο». Αν η Γκαλίνα δεν ήταν σίγουρη πως ήξερε τη Σεβάνα από τα μέσα κι από τα έξω, θα ορκιζόταν πως η γυναίκα ακουγόταν νευρική, ίσως κι οργισμένη. Εκείνα τα πράσινα μάτια άστραψαν. «Ανατολικά, όμως. Κι από κει μπορούμε να απομακρυνθούμε από τους Σωντσάν, κι επιπλέον οι περιοχές της ανατολής βρίσκονται σε αναταραχή και προσφέρονται για πλιάτσικο».

Επικράτησε σιωπή για κάμποση ώρα κι έπειτα η Θεράβα συγκατένευσε. «Ανατολικά». Η λέξη βγήκε αθόρυβα από το στόμα της, αλλά είχε την απαλότητα του μεταξιού που τρίβεται πάνω στο ατσάλι. «Να θυμάσαι, όμως, πως κάμποσοι αρχηγοί φυλής έχουν μετανιώσει επειδή απέρριψαν τη συμβουλή μιας Σοφής. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με σένα». Η απειλή στο πρόσωπό της ήταν εμφανής, όπως και στη φωνή της, ωστόσο η Σεβάνα γέλασε!

«Εσύ να το θυμάσαι, Θεράβα! Όλες σας να το θυμάστε! Αν με κατασπαράξουν τα όρνια, την ίδια τύχη θα έχετε κι εσείς! Το έχω φροντίσει».

Οι γυναίκες αντάλλαξαν ανήσυχα βλέμματα, όλες εκτός από τη Θεράβα, ενώ η Μοντάρα με τη Νόρλια συνοφρυώθηκαν.

Γερμένη πάνω στα γόνατά της, μυξοκλαίγοντας και πασχίζοντας μάταια να απαλύνει την επιδερμίδα της χαϊδεύοντας τη με τις παλάμες της, η Γκαλίνα αναρωτιόταν τι να σήμαιναν αυτές οι απειλές. Ήταν μια ελάχιστα σημαντική σκέψη που ξεπήδησε μέσα από την πικρία και την αυτολύπηση. Οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιήσει ενάντια σε αυτές τις γυναίκες ήταν καλοδεχούμενο. Αν τολμούσε, δηλαδή. Πολύ πικρή σκέψη.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχε σκοτεινιάσει. Κυματιστά σύννεφα έρχονταν ορμητικά από τον Βορρά, σύννεφα με γκρίζες και μαύρες ρίγες που έκρυβαν τον ήλιο. Και κάτω από αυτά, νιφάδες στροβιλίζονταν στον αέρα. Καμιά τους δεν έφτανε μέχρι το έδαφος —το κατώτερο σημείο που έφτασαν μερικές ήταν οι δεντροκορυφές— αλλά η Γκαλίνα απέμεινε να κοιτάει άναυδη. Χιόνι! Μήπως ο Μέγας Άρχων, για κάποιον λόγο, είχε χαλαρώσει τη λαβή με την οποία κρατούσε τον κόσμο;

Οι Σοφές κοιτούσαν κι αυτές τον ουρανό, με τα στόματα διάπλατα ανοικτά λες και δεν είχαν δει ποτέ σύννεφα, πόσω μάλλον χιόνι.

«Τι είναι αυτό, Γκαλίνα Κάσμπαν;» ρώτησε απαιτητικά η Θεράβα. «Αν γνωρίζεις κάτι, μίλα!» Η ματιά της παρέμεινε καρφωμένη στον ουρανό, μέχρι που η Γκαλίνα τής είπε ότι ήταν χιόνι, προκαλώντας ειρωνικό γέλιο. «Ανέκαθεν πίστευα πως οι άντρες που νίκησαν τον Λάμαν τον Δενδροφονιά έλεγαν ψέματα για το χιόνι. Αυτό ούτε ένα ποντίκι δεν μπορεί να εμποδίσει!»

Η Γκαλίνα δεν μπήκε στον κόπο να τους εξηγήσει για τις χιονοθύελλες, σοκαρισμένη που το ένστικτό της την οδηγούσε στην κολακεία, σοκαρισμένη επίσης και με την ευχαρίστηση που ένιωθε μη αποκαλύπτοντάς τους αυτήν την πληροφορία. Είμαι η Ανώτερη του Κόκκινου Άτζα! υπενθύμισε στον εαυτό της. Συμμετέχω στο Ανώτατο Συμβούλιο του Μαύρου Άτζα! Τα λόγια της ηχούσαν σαν ψεύτικα. Δεν ήταν δίκαιο!

«Αν τελειώσαμε από δω», είπε η Σεβάνα, «θα πάρω την γκαϊ’σάιν πίσω, στο μεγάλο οίκημα, και θα φροντίσω να ντυθεί στα λευκά. Εσείς, μπορείτε αν θέλετε να μείνετε να κοιτάτε το χιόνι». Ο τόνος της φωνής της ήταν μαλακός σαν βούτυρο στον κάδο, τόσο που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως, λίγα λεπτά πριν, ήταν έτοιμη να τραβήξει μαχαίρι. Σκέπασε με την εσάρπα το μέτωπό της και τακτοποίησε μερικά από τα περιδέραιά της. Τίποτα στον κόσμο δεν την ενδιέφερε περισσότερο.

«θα αναλάβουμε εμείς την γκαϊ’σάιν», αποκρίθηκε η Θεράβα με εξίσου μαλακό τόνο. «Μια και μιλάς ως αρχηγός, έχεις ολόκληρη μέρα και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας μπροστά σου, αν πρόκειται να μετακινηθούμε αύριο». Για μια στιγμή, η ματιά της Σεβάνα άστραψε πάλι, αλλά η Θεράβα απλώς κροτάλισε τα δάχτυλά της κι έκανε μια κοφτή κίνηση προς το μέρος της Γκαλίνα πριν γυρίσει να φύγει. «Έλα μαζί μου», της είπε. «Και πάψε να στραβομουτσουνιάζεις».

Με το κεφάλι κατεβασμένο, η Γκαλίνα σηκώθηκε στα πόδια της και κίνησε πίσω από τη Θεράβα και τις υπόλοιπες γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάσουν. Να στραβομουτσουνιάζει; Μπορεί να έμοιαζε κατσούφα, αλλά όχι στραβομουτσουνιασμένη! Οι σκέψεις της έτρεχαν σαν ποντίκια στο κλουβί, αλλά δεν έβλεπε πουθενά ελπίδα διάσωσης. Κάπου, όμως, έπρεπε να υπάρχει αυτή η ελπίδα! Κάπου έπρεπε να υπάρχει! Μια σκέψη που αναδύθηκε καταμεσής αυτής της αναστάτωσης την έκανε σχεδόν να αρχίσει ξανά το κλάμα. Άραγε, η φορεσιά των γκαϊ’σάιν ήταν πιο μαλακή από το τραχύ μαύρο μάλλινο που της φορούσαν αναγκαστικά μέχρι τώρα; Κάποιος τρόπος διαφυγής θα έπρεπε να υπάρχει! Ένα βιαστικό βλέμμα ανάμεσα από τα δέντρα τής αποκάλυψε τη Σεβάνα να στέκεται ακόμα εκεί αγριοκοιτάζοντάς τες. Πάνω από τα κεφάλια τους, τα σύννεφα στροβιλίζονταν και το χιόνι έλιωνε σαν τις ελπίδες της Γκαλίνα.

Загрузка...