Ο Τροχός του Χρόνου γυρίζει κι οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος· ακόμα κι ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό, όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που από μερικούς αποκαλείται η Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έφθασε, μια Εποχή από καιρό περασμένη, ένας άνεμος φύσηξε πάνω από το μεγάλο κι ανάγλυφο από βουνά νησί του Τρεμάλκινγκ. Ο άνεμος αυτός δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ήταν όμως μια αρχή. Ο άνεμος έπνευσε ανατολικά, στο Τρεμάλκινγκ, όπου οι ανοιχτόχρωμοι Αμαγιάρ καλλιεργούσαν τους αγρούς τους, έφτιαχναν όμορφα γυαλικά και πορσελάνες κι ακολουθούσαν την ειρηνική Οδό του Νερού. Οι Αμαγιάρ αγνοούσαν τον κόσμο πέρα από τα σκόρπια νησιά τους, μια κι η Οδός του Νερού διακήρυσσε πως αυτός ο κόσμος δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, ο αντικατοπτρισμός μιας πίστης. Ωστόσο, μερικοί παρακολούθησαν τον άνεμο να μεταφέρει σκόνη και θερινό καύσο από μέρη όπου θα έπρεπε να βασιλεύει ο ψυχρός χειμώνας και να πέφτουν βροχές, και θυμήθηκαν διηγήσεις που είχαν ακούσει από τους Άθα’αν Μιέρε. Διηγήσεις για έναν κόσμο πέρα από τον δικό τους και για την εκπλήρωση μιας προφητείας. Κάποιοι κοίταξαν προς το μέρος του λόφου όπου ένα ογκώδες πέτρινο χέρι ξεπηδούσε από τη γη κρατώντας μια αστραφτερή κρυστάλλινη σφαίρα, μεγαλύτερη από πολλά σπίτια. Οι Αμαγιάρ είχαν τις δικές τους προφητείες, μερικές εκ των οποίων αναφέρονταν στο χέρι και στη σφαίρα. Και στο τέλος των ψευδαισθήσεων.
Ο άνεμος ξεχύθηκε στη Θάλασσα των Καταιγίδων, ανατολικά, κάτω από έναν καυτό ήλιο, σε έναν ουρανό εγκαταλελειμμένο από σύννεφα, μαστιγώνοντας τις κορυφές πρασινωπών κυμάτων, δίνοντας μάχες με τους νοτιάδες και τους δυτικούς ανέμους, ψαλιδίζοντας τα αναβράζοντα νερά που στροβιλίζονταν κάτωθέ του. Δεν έμοιαζε με τις καταιγίδες στην καρδιά του χειμώνα —αν κι ο χειμώνας θα έπρεπε να είχε αρχίσει να υποχωρεί— ούτε με τις ισχυρότερες καταιγίδες του τέλους τού καλοκαιριού, αλλά με τους ανέμους και τα ρεύματα που εκμεταλλεύονταν οι θαλασσοπόροι για να περιπλέουν την ήπειρο, από το Τέλος του Κόσμου μέχρι το Μαγιέν κι ακόμη πιο πέρα, και πάλι πίσω. Ο άνεμος σφύριζε ανατολικά, πάνω από τον ωκεανό που αναδιπλωνόταν, όπου οι μεγάλες φάλαινες ξεπηδούσαν από το νερό αφήνοντας διάφορους ήχους, και τα ιπτάμενα ψάρια πετούσαν με τεντωμένα πτερύγια μήκους άνω των δύο δρασκελιών. Συνέχιζε την πορεία του, πότε ανατολικά και πότε σχηματίζοντας στροβίλους στα βόρεια, πάνω από μικρούς στολίσκους αλιευτικών που τραβούσαν τα δίχτυα τους στις ρηχές θάλασσες. Κάποιοι από τους ψαράδες κοιτούσαν με το στόμα ανοικτό και με τα χέρια άτονα πάνω στα δίχτυα μία τεράστια συστοιχία ψηλών αλλά και μικρότερων πλοίων, τα οποία κινούνταν αποφασιστικά κάτω από την πανίσχυρη ανάσα του ανέμου, διαλύοντας τα κύματα με τις πλατιές τους πλώρες, σκίζοντάς τα σχεδόν, με λάβαρό τους ένα χρυσό γεράκι που στα γαμψώνυχά του κρατούσε μια αστραπή, μια πλειάδα λαβάρων που κυμάτιζαν στον αέρα σαν οιωνοί επερχόμενης θύελλας. Ανατολικά, βόρεια κι ακόμα παραπέρα, κι ο άνεμος έφτασε τελικά στο φαρδύ και κατάμεστο από πλοιάρια λιμάνι του Έμπου Νταρ, όπου είχαν αγκυροβολήσει εκατοντάδες σκάφη των Θαλασσινών —όπως και σε κάμποσα άλλα λιμάνια— αναμένοντας διαταγές από τον Κοραμούρ, τον Εκλεκτό.
Ο άνεμος ούρλιαξε διασχίζοντας το λιμάνι, πετώντας από δω κι από κει μικρά και μεγάλα πλοία, διαπερνώντας την ίδια την πόλη, που άστραφτε πάλλευκη κάτω από τον αχαλίνωτο ήλιο με τους οβελίσκους, τα τείχη και τους θόλους με τους πολύχρωμους δακτυλίους, τους δρόμους και τις διώρυγες κι έσφυζε από τη θρυλική εργατικότητα του Νότου. Στροβιλίστηκε γύρω από τους λαμπερούς θόλους και τους ψηλόλιγνους πύργους του Παλατιού Τάρασιν, κουβαλώντας μαζί του την αρμύρα του αλατιού, ανασηκώνοντας τη σημαία της Αλτάρα —δύο χρυσές λεοπαρδάλεις σε κυανέρυθρο φόντο— καθώς και τα λάβαρα του ηγεμονικού Οίκου των Μίτσομπαρ, το Ξίφος και την Άγκυρα —πράσινο πάνω σε άσπρο. Δεν ήταν η ίδια η θύελλα· απλώς ένας προάγγελος επερχόμενων θυελλών.
Η Αβιέντα αισθάνθηκε ένα ρίγος ανάμεσα στις ωμοπλάτες της καθώς βάδιζε μπροστά από τους συντρόφους της στους διαδρόμους του παλατιού, τα πλακάκια των οποίων ήταν βαμμένα με δεκάδες ευχάριστες λαμπερές αποχρώσεις. Μια αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν, κάτι που είχε να νιώσει απ’ όταν ήταν ακόμα παντρεμένη με τη λόγχη. Ιδέα μου θα είναι, συλλογίστηκε. Ιδέα, κι η επίγνωση πως τριγύρω υπάρχουν εχθροί που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω! Όχι πολύ καιρό πριν, αυτή η ανατριχιαστική αίσθηση σήμαινε πως ίσως κάποιος σκόπευε να τη σκοτώσει. Δεν φοβόταν ιδιαίτερα τον θάνατο —άλλωστε, κάποια στιγμή όλος ο κόσμος πέθαινε— αλλά δεν ήθελε να πεθάνει σαν θήραμα πιασμένο στη φάκα. Έπρεπε να ανταποκριθεί στο τοχ.
Οι υπηρέτες περνούσαν βιαστικά κατά μήκος του τοίχου με σύντομους χαιρετισμούς, υποκλίσεις και με χαμηλωμένες ματιές, σαν να αντιλαμβάνονταν την κατάντια της ζωής τους. Σίγουρα, όμως, δεν μπορεί να ήταν αυτοί η αιτία του ρίγους ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Είχε προσπαθήσει να συνηθίσει στο να βλέπει υπηρέτες, αλλά ακόμα και τώρα, με το δέρμα να μυρμηγκιάζει στην πλάτη της, η ματιά της τους προσπερνούσε. Θα πρέπει να έφταιγαν η φαντασία και τα νεύρα της. Η μέρα, εξάλλου, προσφερόταν για φαντασία και για νεύρα.
Αντίθετα με τους υπηρέτες, οι πλούσιες μεταξωτές ταπετσαρίες τραβούσαν το βλέμμα της, όπως επίσης οι επίχρυσοι φανοστάτες κι οι λύχνοι της οροφής, που κρέμονταν σε συστοιχίες κατά μήκος των διαδρόμων. Πορσελάνες λεπτές σαν χαρτί, σε κόκκινες, κίτρινες, πράσινες και μπλε αποχρώσεις, αναπαύονταν σε εσοχές των τοίχων και σε ψηλά τρυπητά ερμάρια δίπλα-δίπλα σε διάκοσμο από μάλαμα κι ασήμι, φίλντισι και κρύσταλλο, δεκάδες γαβάθες, βάζα, κασετίνες κι αγαλμάτια. Μονάχα το απόλυτα όμορφο ήταν ικανό να τραβήξει την προσοχή της. Ό,τι και να πίστευαν οι υδρόβιοι, το κάλλος άξιζε πιότερο από το χρυσάφι. Εδώ υπήρχε απίστευτο κάλλος. Θα ήταν πολύ ευχαριστημένη, αν της έδιναν έστω και το ένα πέμπτο των θησαυρών αυτού του μέρους.
Συνοφρυώθηκε, ενοχλημένη από τον εαυτό της. Δεν ήταν διόλου δίκαιο να σκέφτεται έτσι για το μέρος που της πρόσφερε σκιά και νερό δίχως αντάλλαγμα. Δίχως κανενός είδους τελετή, ήταν αλήθεια, αλλά και χωρίς κανένα χρέος, καμία δέσμευση αίματος ή όπλων. Καλύτερα έτσι πάντως, παρά να σκέφτεται διαρκώς ένα μικρό αγόρι, μόνο και χαμένο κάπου σε αυτήν τη διεφθαρμένη πόλη. Κάθε πόλη ήταν διεφθαρμένη —ήταν σίγουρη γι’ αυτό, τώρα που είχε δει ένα μεγάλο μέρος τεσσάρων πόλεων— αλλά το Έμπου Νταρ ήταν το τελευταίο μέρος που θα άφηνε ένα αγοράκι να σουλατσάρει. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί ξεπηδούσε στο μυαλό της συνεχώς η σκέψη του Όλβερ, παρ’ όλο που πάσχιζε να τη διώξει. Δεν αποτελούσε μέρος του τοχ που είχε απέναντι στην Ηλαίην και στον Ραντ αλ’Θόρ. Ένα δόρυ των Σάιντο τού είχε στερήσει τον πατέρα, ενώ η λιμοκτονία κι οι κακουχίες τη μητέρα του, αλλά ακόμα κι αν η δική της λόγχη ήταν υπεύθυνη για τον χαμό και των δύο, το αγόρι παρέμενε ένας δενδροφονιάς, γνήσιος Καιρχινός. Γιατί να στεναχωριέται για ένα παιδί με τέτοια καταγωγή; Γιατί; Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην ύφανση που έπρεπε να φτιάξει, μα μολονότι είχε εξασκηθεί υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ηλαίην μέχρι που κατάφερε να το κάνει με κλειστά τα μάτια, το πρόσωπο του Όλβερ με το στόμα διάπλατα ανοικτό εισέβαλλε στις σκέψεις της. Η Μπιργκίτε ανησυχούσε για το παιδί περισσότερο από την ίδια, αλλά στο στήθος της Μπιργκίτε ήταν κρυμμένη μια καρδιά υπερευαίσθητη στα μικρά αγοράκια, ειδικά στα ασχημούλικα.
Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, η Αβιέντα έπαψε να προσπαθεί να αγνοήσει την ψιλοκουβέντα της συντροφιάς πίσω της, αν κι η ένταση ήταν τέτοια που έμοιαζε να σπινθηρίζει σαν αστραπή. Ακόμα κι αυτό, όμως, ήταν καλύτερο από το να αναστατώνεται για κάποιον που είχαν γεννήσει δενδροφονιάδες. Καταπατητές όρκων. Ένα σιχαμερό γένος, που χωρίς αυτό ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος. Δεν την αφορούσε καθόλου. Ούτε στο ελάχιστο. Έτσι κι αλλιώς, ο Ματ Κώθον θα έβρισκε το αγόρι. Φαινόταν ικανός να βρει οτιδήποτε. Το κρυφάκουσμα έμοιαζε να την ηρεμεί κάπως, κι η ενόχληση άρχισε να χάνεται.
«Δεν μου αρέσει καθόλου!» μουρμούριζε η Νυνάβε, τροφοδοτώντας μια λογομαχία που είχε ξεκινήσει από τα διαμερίσματά τους. «Καθόλου, Λαν, μ’ ακούς;» Είχε ήδη ανακοινώσει την αποδοκιμασία της τουλάχιστον είκοσι φορές, μα η Νυνάβε ποτέ δεν παραδιδόταν απλώς και μόνο επειδή είχε χάσει. Κοντή και μαυρομάτα, βημάτιζε ασυγκράτητη κλωτσώντας τη σκιστή γαλάζια φούστα της, με το ένα χέρι ανασηκωμένο να αιωρείται δίπλα στην παχιά πλεξούδα που έφτανε έως τη μέση της κι έπειτα να κατεβαίνει απότομα για να σηκωθεί ξανά. Η Νυνάβε κατέπνιγε τον θυμό και τον εκνευρισμό της όταν ο Λαν βρισκόταν εκεί τριγύρω. Ή, τουλάχιστον, προσπαθούσε. Ήταν γεμάτη από μια υπερβολική υπερηφάνεια λόγω του γάμου τους. Το εφαρμοστό κεντητό μπλε πανωφόρι της πάνω από το μεταξωτό φόρεμα ιππασίας με τις κίτρινες ρίγες ήταν ανοικτό, αποκαλύπτοντας αρκετό μέρος του στήθους της, σύμφωνα με τους τρόπους των υδροβίων, έτσι ώστε να επιδεικνύει το βαρύ χρυσαφένιο δαχτυλίδι που κρεμόταν από μια καλοδουλεμένη αλυσίδα περασμένη γύρω από τον λαιμό της. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να υπόσχεσαι φροντίδα σε μένα, Λαν Μαντράγκοραν», συνέχισε με σταθερή φωνή. «Δεν είμαι κανένα πορσελάνινο φιγουρίνι!»
Ο άντρας βημάτισε πλάι της επιβλητικός, καθώς οι ώμοι και το κεφάλι του πυργώνονταν πάνω από τη Νυνάβε, με τον εξόφθαλμο μανδύα του Προμάχου να κρέμεται στην πλάτη του. Το πρόσωπό του έμοιαζε σκαλισμένο σε πέτρα, ενώ το βλέμμα του ζύγιαζε την απειλή που έκρυβε οποιοσδήποτε περαστικός υπηρέτης, εξετάζοντας ταυτόχρονα κάθε διασταύρωση των διαδρόμων και κάθε εσοχή των τοίχων για κρυμμένους εχθρούς. Ακτινοβολούσε ετοιμότητα, σαν λιοντάρι λίγο προτού χιμήξει. Η Αβιέντα είχε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με επικίνδυνους άντρες, αλλά κανείς τους δεν συναγωνιζόταν τον Ααν’αλέιν. Αν ο θάνατος είχε μορφή ανθρώπου, ήταν σίγουρη πως επρόκειτο γι’ αυτόν τον άντρα.
«Εσύ είσαι Άες Σεντάι κι εγώ Πρόμαχος», είπε ο άντρας με βαθιά κι επίπεδη φωνή. «Είναι καθήκον μου να σε προσέχω». Ο τόνος της φωνής του μαλάκωσε, ερχόμενος σε έντονη αντίθεση με το γωνιώδες πρόσωπο και τα ψυχρά μάτια του, που ποτέ δεν άλλαζαν έκφραση. «Επιπλέον, επιθυμώ μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου να νοιάζομαι για σένα, Νυνάβε. Μπορείς να ζητήσεις, ακόμα και να απαιτήσεις, οτιδήποτε από μένα, αλλά μη μου ζητάς να σε αφήσω να πεθάνεις χωρίς να κάνω καμία προσπάθεια να σε σώσω. Τη μέρα που θα πεθάνεις εσύ, θα πεθάνω κι εγώ».
Αυτό το τελευταίο δεν το είχε ξαναπεί, όχι τουλάχιστον όσο η Αβιέντα βρισκόταν σε απόσταση ακοής, κι η Νυνάβε αισθάνθηκε τα λόγια του σαν γροθιά στο στομάχι· τα μάτια της κόντεψαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους και τα χείλη της κινούνταν χωρίς να βγαίνει λέξη. Ωστόσο, όπως πάντα, φάνηκε να ξαναβρίσκει γρήγορα την αυτοκυριαρχία της. Προσποιούμενη πως ίσιωνε το μπλε πλουμιστό καπέλο της —ένα γελοίο κατασκεύασμα όμοιο με παράξενο πουλί που κούρνιασε στην κορυφή του κεφαλιού της— του έριξε ένα βλέμμα κάτω από το πλατύ γείσο.
Η Αβιέντα είχε ήδη αρχίσει να υποπτεύεται πως η άλλη γυναίκα χρησιμοποιούσε συχνά τη σιωπή και τα όλο νόημα βλέμματα για να καλύπτει την άγνοιά της. Υποψιαζόταν πως η Νυνάβε δεν ήξερε πολύ περισσότερα για τους άντρες και για το πώς να τα βγάζει πέρα με κάποιον απ’ ό,τι η ίδια. Το να τους αντιμετωπίζει με μαχαίρια και δόρατα ήταν πολύ πιο εύκολο από το να αγαπά κάποιον. Πολύ πιο εύκολο. Πώς κατάφερναν οι γυναίκες και τους παντρεύονταν; Η Αβιέντα είχε μια απεγνωσμένη ανάγκη να μάθει, αλλά δεν ήξερε τον τρόπο. Παντρεμένη μόλις μία μέρα με τον Ααν’αλέιν, η Νυνάβε παρουσίαζε μια αλλαγή πολύ μεγαλύτερη από το να προσπαθεί απλώς να ελέγχει τα νεύρα της. Έμοιαζε να περνά αστραπιαία από το απλό ξάφνιασμα στο σοκ, ανεξαρτήτως του πόσο πάσχιζε να το κρύψει. Έπεφτε σε ρέμβη σε ανύποπτες φάσεις, αναψοκοκκίνιζε με εντελώς αθώες ερωτήσεις και —παρότι το αρνούνταν με επιμονή, ακόμα κι όταν η Αβιέντα τύχαινε να τη δει— χασκογελούσε χωρίς κανένα λόγο. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να μάθει κάτι από τη Νυνάβε.
«Υποθέτω πως κι εσύ θα αρχίσεις να μου λες για Προμάχους κι Άες Σεντάι», είπε ψυχρά η Ηλαίην στην Μπιργκίτε. «Όπως και να έχει, εσύ κι εγώ δεν είμαστε παντρεμένες. Από σένα περιμένω να φυλάς τα νώτα μου, αλλά δεν θα επιτρέψω να δίνεις υποσχέσεις για μένα πίσω από την πλάτη μου». Το φόρεμα της Ηλαίην ήταν εξίσου ανάρμοστο με της Νυνάβε, ένα κεντητό Εμπουνταρινό φόρεμα ιππασίας, φτιαγμένο από πράσινο μετάξι, ταιριαστά ψηλόλαιμο, αλλά με οβάλ άνοιγμα που άφηνε γυμνή την εσωτερική κλίση του στήθους της. Οι υδρόβιοι, από τη μία έφριτταν στην αναφορά και μόνο της σκηνής του ιδρώτα ή με τη σκέψη να παρουσιαστείς άντυτος μπροστά σε έναν γκαϊ’σάιν, κι από την άλλη περπατούσαν μισόγυμνοι παρουσία ξένων. Η Αβιέντα δεν νοιαζόταν τόσο για τη Νυνάβε, αλλά η Ηλαίην ήταν κονταδελφή της. Και κάτι περισσότερο στο μέλλον, ήλπιζε.
Τα τακούνια στις μπότες της Μπιργκίτε την έκαναν σχεδόν μια παλάμη ψηλότερη από τη Νυνάβε, αν κι εξακολουθούσε να είναι πιο κοντή από την Ηλαίην ή την Αβιέντα. Ντυμένη με σκούρο μπλε πανωφόρι και φαρδιά πράσινα παντελόνια, προχωρούσε με την ίδια επιφυλακτικά σίγουρη ετοιμότητα που είχε κι ο Λαν, αν και στην περίπτωση της διακρινόταν μια ανεμελιά. Ήταν μια λεοπάρδαλη ξαπλωμένη σε βράχο, μα ούτε κατά διάνοια τόσο νωχελική όσο έδειχνε. Στην εγκοπή του τόξου που κουβαλούσε δεν υπήρχε κανένα βέλος, αλλά, παρ’ όλα τα χαμόγελα και το χαζολόγημα, η Μπιργκίτε ήταν ικανή να αδράξει στο άψε σβήσε μια σαΐτα από τη φαρέτρα στη ζώνη της και να εξαπολύει ήδη το τρίτο της βέλος πριν προλάβει κάποιος άλλος να εφαρμόσει το δεύτερο στη χορδή του.
Χάρισε στην Ηλαίην ένα στραβό χαμόγελο και κούνησε το κεφάλι της με τέτοιον τρόπο, που έκανε την ξανθιά πλεξούδα —μακριά και παχιά όσο κι η μελαχρινή της Νυνάβε— να ταλαντευτεί. «Σου δίνω υποσχέσεις καταπρόσωπο, όχι πισώπλατα», απάντησε ξερά. «Όταν μάθεις μερικά πράγματα ακόμη, δεν θα χρειάζεται να σου μιλάω για Προμάχους και για Άες Σεντάι». Η Ηλαίην ρουθούνισε κι ανασήκωσε το πηγούνι της αγέρωχα, απασχολημένη με τις κορδέλες του καπέλου της, το οποίο καλυπτόταν με μακριά πράσινα φτερά, κι ήταν χειρότερο από της Νυνάβε. «Ίσως πολύ περισσότερα ακόμη», συμπλήρωσε η Μπιργκίτε. «Δένεις κι άλλον κόμπο σ’ αυτόν τον φιόγκο».
Αν η Ηλαίην δεν ήταν κονταδελφή της, η Αβιέντα θα έσκαγε στα γέλια με το πορφυρό χρώμα που πλημμύρισε τα μάγουλά της. Το να βάζεις τρικλοποδιά σε κάποιον που προσπαθεί να ανέβει ψηλά πάντα έχει πλάκα, ακόμα κι όταν δεν συμμετέχεις ενεργά ή η πτώση του δεν είναι μεγάλη. Πάντως, η γυναίκα κοίταξε ευθέως την Μπιργκίτε, με βλέμμα σταθερό, σαν να υποσχόταν πως, αν συνέχιζε, θα προκαλούσε αυτόματα και την τιμωρία της. Της άρεσε αυτή η γυναίκα, παρά τα όποια μυστικά της, αλλά η διαφορά μεταξύ μιας φίλης και μιας κονταδελφής ήταν κάτι που οι υδρόβιοι έμοιαζαν ανίκανοι να κατανοήσουν. Η Μπιργκίτε απλώς χαμογέλασε, ρίχνοντας ματιές πότε στην ίδια και πότε στην Ηλαίην, και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Η Αβιέντα έπιασε τη λέξη «τσαχπίνες». Κι ακόμα χειρότερα, η προφορά της λέξης έμοιαζε τρυφερή. Όλοι θα πρέπει να την άκουσαν. Όλοι!
«Τι σ’ έχει πιάσει, Αβιέντα;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε, τσιγκλώντας τη στον ώμο με ένα άκαμπτο δάχτυλο. «Σκοπεύεις να κάτσεις εκεί κοκκινίζοντας όλη μέρα; Βιαζόμαστε».
Μόνο τότε αντιλήφθηκε η Αβιέντα, από τη ζέστη που ένιωθε στο πρόσωπό της, πως θα πρέπει να είχε κοκκινίσει όσο κι η Ηλαίην. Κι, επιπλέον, ότι στεκόταν ακίνητη σαν πέτρα τη στιγμή που έπρεπε να βιαστούν, πιαομένη από μία και μόνο λέξη, σαν κοριτσάκι νιόπαντρο με τη λόγχη, άμαθο στα χωρατά των Κορών. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια και συμπεριφερόταν σαν παιδάκι που παίζει με το πρώτο του τόξο. Κάτι που πρόσθετε αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της. Αυτός ήταν κι ο λόγος που πήρε τόσο απότομα την επόμενη στροφή, πέφτοντας σχεδόν πάνω στην Τέσλυν Μπάραντον.
Γλιστρώντας αδέξια πάνω στις πρασινοκόκκινες πλάκες του δαπέδου, η Αβιέντα κόντεψε να πέσει πίσω, στηριζόμενη πάνω στην Ηλαίην και στη Νυνάβε. Αυτή τη φορά κατάφερε να μην κοκκινίσει τόσο έντονα, αν και το ήθελε. Ντρεπόταν για την κονταδελφή της όσο και για τον εαυτό της. Η Ηλαίην πάντα διατηρούσε την ψυχραιμία της, ό,τι κι αν συνέβαινε. Ευτυχώς, η Τέσλυν Μπάραντον δεν έδειξε περισσότερο ευχαριστημένη από το συναπάντημα.
Η γυναίκα με το αδρό πρόσωπο αναπήδησε από έκπληξη, ανοίγοντας το στόμα της διάπλατα πριν προλάβει να σταματήσει και κουνώντας εκνευρισμένη τους στενούς της ώμους. Τα οστεώδη μάγουλα κι η στενή μύτη έκρυβαν την αγέραστη ποιότητα των χαρακτηριστικών της Κόκκινης αδελφής, ενώ το πορφυρό φόρεμά της με τα σκούρα μπλε —σχεδόν μαύρα— κεντίδια την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο κοκαλιάρα. Ωστόσο, η αυτοκυριαρχία της στεγοκυράς μιας φατρίας δεν άργησε να επανέλθει. Τα σκούρα καστανά μάτια της έγιναν ψυχρά σαν βαθιές σκιές. Το βλέμμα της προσπέρασε την Αβιέντα με μια έκφραση περιφρόνησης, αγνόησε τον Λαν λες κι ήταν ένα εργαλείο στο οποίο δεν έβλεπε καμία χρησιμότητα, κι άστραψε για μια φευγαλέα στιγμή στη θέα της Μπιργκίτε. Οι περισσότερες Λες Σεντάι δεν ενέκριναν το να είναι η Μπιργκίτε Πρόμαχος, αν και καμία δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει πέρα από μερικά ξινά μουρμουρητά σχετικά με την παράδοση. Κατόπιν, η γυναίκα κάρφωσε με τα μάτια διαδοχικά την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Η Αβιέντα θα μπορούσε να έχει ιχνηλατήσει ευκολότερα τον χθεσινό άνεμο παρά να ανιχνεύσει κάτι τώρα στο πρόσωπο της Τέσλυν Μπάραντον.
«Έχω ήδη μιλήσει στη Μέριλιλ», είπε με τραχιά Ιλιανή προφορά, «αλλά μπορώ επίσης να σας καθησυχάσω. Όποια... σκανδαλιά... κι αν ετοιμάζετε, εγώ κι η Τζολίνε δεν πρόκειται να παρέμβουμε. Το έχω κανονίσει. Η Ελάιντα δεν θα μάθει τίποτα, αν σας ενδιαφέρει καθόλου. Πάψτε να με κοιτάτε σαν να είστε ψάρια, παιδιά», πρόσθεσε με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. «Ούτε τυφλή είμαι, ούτε κουφή. Ξέρω πολύ καλά ότι υπάρχουν Ανεμοσκόποι των Θαλασσινών στο παλάτι, και για τις μυστικές τους συναντήσεις με τη Βασίλισσα Τάυλιν. Γνωρίζω κι άλλα πράγματα». Το λεπτό της στόμα σφίχτηκε και, παρ’ όλο που ο τόνος της φωνής της παρέμεινε ήρεμος, το σκοτεινό της βλέμμα άστραψε από θυμό. «θα πληρώσετε ακριβά για όσα κάνατε, εσείς κι εκείνοι που σας επέτρεψαν να παριστάνετε τις Λες Σεντάι, αλλά προς το παρόν το παραβλέπω. Η εξιλέωση μπορεί να περιμένει».
Η Νυνάβε άδραξε γερά την πλεξούδα της, ισιώνοντας την πλάτη της κι έχοντας ψηλά το κεφάλι, ενώ τα μάτια της έκαιγαν. Υπό άλλες συνθήκες, η Αβιέντα μπορεί να ένιωθε συμπόνια για τον δέκτη του κατσαδιάσματος, η οποία ήταν προφανές ότι θα ξεσπούσε. Η γλώσσα της Νυνάβε είχε περισσότερες αγκίθες από ένα χτένι από σεγκάντε[1], και πιο αιχμηρές. Η Αβιέντα κοίταξε σοβαρά και προσεκτικά αυτήν τη γυναίκα, που νόμιζε ότι μπορούσε να τη διαπεράσει με τη ματιά της. Μια Σοφή δεν προέβαινε σε πράξεις βίας, αλλά δεν ήταν ακόμα παρά μια μαθητευόμενη· ίσως να μην της στοίχιζε το τζι, αν απλώς έκανε λίγο στην άκρη αυτήν την Τέσλυν Μπάραντον. Άνοιξε το στόμα της για να δώσει στην Κόκκινη αδελφή μια ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό της την ίδια στιγμή που η Νυνάβε άνοιξε το δικό της, μα η Ηλαίην ήταν εκείνη που μίλησε πρώτη.
«Το τι σκοπεύουμε να κάνουμε, Τέσλυν», είπε με παγερή φωνή, «δεν σε αφορά». Είχε ορθώσει κι αυτή το ανάστημά της και τα μάτια της έμοιαζαν με γαλάζιο πάγο· μια τυχαία αχτίδα φωτός από ένα ψηλό παράθυρο έπεσε πάνω στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της κι ήταν σαν να τους έβαλε φωτιά. Εκείνη τη στιγμή, η Ηλαίην θα μπορούσε να κάνει μια στεγοκυρά να μοιάζει με γιδοβοσκό με κάμποσο ουσκουάι στο στομάχι. Ήταν μια ικανότητα την οποία είχε αναπτύξει στο έπακρο. Ξεστόμιζε κάθε λέξη με μια ψυχρή, κρυστάλλινη αξιοπρέπεια. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνεις σε οτιδήποτε κάνουμε, σε οτιδήποτε κάνει οποιαδήποτε αδελφή. Κανένα δικαίωμα απολύτως. Πάψε, λοιπόν, να χώνεις τη μύτη σου στα πανωφόρια μας, ζαμπονάκι, και να θεωρείς πως είσαι τυχερή που δεν αποφασίσαμε να αναφέρουμε ότι εσύ υποστήριξες μια σφετερίστρια της Έδρας της Άμερλιν».
Μπερδεμένη απ’ αυτά τα λόγια, η Αβιέντα έριξε μια πλάγια ματιά στην κονταδελφή της. Να πάψει να χώνει τη μύτη της στα πανωφόρια τους; Αν μη τι άλλο, η ίδια κι η Ηλαίην δεν φορούσαν πανωφόρια. Ζαμπονάκι; Τι σήμαινε πάλι αυτό; Οι υδρόβιοι έλεγαν συχνά παράξενα πράγματα, όμως κι οι υπόλοιπες γυναίκες έμοιαζαν εξίσου μπερδεμένες με την ίδια. Μόνο ο Λαν, που κοίταζε λοξά την Ηλαίην, φαινόταν να καταλαβαίνει κάτι κι έμοιαζε... ξαφνιασμένος. Ίσως, μάλιστα, και να το διασκέδαζε. Δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά· ο Ααν’αλέιν ήλεγχε πλήρως τις εκφράσεις του προσώπου του.
Η Τέσλυν Μπάραντον ρουθούνισε, ενώ το πρόσωπό της σφίχτηκε πιο πολύ. Η Αβιέντα πάσχιζε σκληρά να αποκαλεί αυτούς τους ανθρώπους μόνο με ένα μέρος του ονόματός τους, όπως ακριβώς έκαναν κι οι ίδιοι —όταν χρησιμοποιούσε ολόκληρο το όνομα, νόμιζαν πως ήταν αναστατωμένη!— αλλά δεν μπορούσε καν να φανταστεί πως θα αποκτούσε τόση οικειότητα με την Τέσλυν. «Θα σας αφήσω λοιπόν στις ασχολίες σας, ανόητα πιτσιρίκια», γρύλισε η γυναίκα. «Φροντίστε να μη χώσετε τις δικές σας μύτες εκεί που δεν πρέπει».
Καθώς έκανε να φύγει, μαζεύοντας τη φούστα της με μια επιδεικτική κίνηση, η Νυνάβε την έπιασε από το χέρι. Οι υδρόβιοι αφήνουν συνήθως τα συναισθήματα να εκδηλωθούν στα πρόσωπά τους, κι η έκφραση της Νυνάβε ήταν η προσωποποίηση της εσωτερικής πάλης, με τον θυμό να πολεμά να ξεχυθεί μέσα από την αποφασιστικότητα. «Μια στιγμή, Τέσλυν», της είπε διστακτικά. «Εσύ κι η Τζολίνε μπορεί να κινδυνεύετε. Το ανέφερα στη Τάυλιν, αλλά νομίζω πως φοβάται να το κοινοποιήσει σε άλλους. Είναι απρόθυμη. Δεν είναι κάτι για το οποίο θα ήθελε κανείς να συζητά». Πήρε μια μακρόσυρτη, βαθιά ανάσα, έχοντας κάθε λόγο να φοβάται η ίδια προσωπικά. Δεν είναι ντροπή να φοβάσαι, αρκεί να μην παραδίδεσαι στον φόβο και να μην τον αφήνεις να γίνεται φανερός. Η Αβιέντα αισθάνθηκε ένα πετάρισμα στο στομάχι καθώς η Νυνάβε συνέχισε: «Η Μογκέντιεν ήταν εδώ, στο Έμπου Νταρ. Ίσως να είναι ακόμα. Μπορεί να βρίσκεται εδώ και κάποιος άλλος από τους Αποδιωγμένους μαζί με ένα γκόλαμ, ένα είδος Σκιογεννήματος που η Δύναμη δεν μπορεί να αγγίξει. Μοιάζει με άνθρωπο, αλλά είναι τεχνητό κι ειδικά φτιαγμένο να σκοτώνει Άες Σεντάι. Το ατσάλι δεν φαίνεται να του προξενεί ζημιές, κι έχει την ικανότητα να περνάει ακόμα και μέσα από ποντικότρυπα. Το Μαύρο Άτζα είναι επίσης εδώ. Επιπλέον, έρχεται θύελλα, μια ισχυρή θύελλα. Όχι μια θύελλα ως καιρικό φαινόμενο. Τη διαισθάνομαι εξαιτίας μιας ικανότητας που διαθέτω, ενός Ταλέντου ίσως. Ο κίνδυνος βρίσκεται καθ’ οδόν προς το Έμπου Νταρ κι είναι κάτι πολύ χειρότερο από άνεμο, βροχή κι αστραπές».
«Οι Αποδιωγμένοι, μια θύελλα που δεν είναι θύελλα, συν ένα Σκιογέννημα για το οποίο δεν έχω ακούσει ποτέ τίποτα», είπε πικρόχολα η Τέσλυν Μπάραντον. «Για να μην αναφέρουμε το Μαύρο Άτζα. Μα το Φως! Το Μαύρο Άτζα! Μήπως κι ο ίδιος ο Σκοτεινός;» Το στραβό χαμόγελο έκανε τα χείλη της λεπτά σαν ξυράφι. Με μια άκρως περιφρονητική κίνηση, τράβηξε το μανίκι της από τη λαβή της Νυνάβε. «Όταν επιστρέψεις στον Λευκό Πύργο, όπου ανήκεις, ντυμένη στα λευκά, όπως σου αρμόζει, θα μάθεις να μη χάνεις την ώρα σου με φαντασιώσεις και να μη διαδίδεις αυτά τα παραμύθια στις αδελφές». Διατρέχοντας με το βλέμμα της τις υπόλοιπες γυναίκες, προσπερνώντας για άλλη μια φορά την Αβιέντα, η Τέσλυν ρουθούνισε δυνατά κι άρχισε να διασχίζει τον διάδρομο τόσο γρήγορα, ώστε οι υπηρέτες έφευγαν από τον διάβα της.
«Τι θράσος που έχει αυτή η γυναίκα...!» είπε η Νυνάβε πλαταγίζοντας τη γλώσσα της, ρίχνοντάς της αγριωπά βλέμματα και σφίγγοντας την πλεξούδα της και με τα δυο της χέρια. «Ύστερα από τόσα...!» Τα λόγια της πνίγηκαν στο λαρύγγι της. «Τέλος πάντων, προσπάθησα». Από τον τόνο της φωνής της ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει γι’ αυτήν την προσπάθεια.
«Όντως προσπάθησες», συμφώνησε η Ηλαίην με ένα κοφτό νεύμα. «Και, μάλιστα, περισσότερο απ’ όσο τής αξίζει. Αρνήθηκε πως είμαστε Άες Σεντάι! Αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτώ άλλο! Φτάνει πια!» Η φωνή της έμοιαζε ψυχρή προηγουμένως, αλλά τώρα ήταν παγερή και ζοφερή.
«Πώς μπορείς να εμπιστευτείς κάποια σαν κι αυτή;» μουρμούρισε η Αβιέντα. «Ίσως πρέπει να σιγουρευτούμε πως δεν θα ανακατευτεί». Κοίταξε εξεταστικά τη γροθιά της. Η Τέσλυν Μπάραντον θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα. Της άξιζε να πέσει στα χέρια του Σκιόψυχου, ακόμα και της ίδιας της Μογκέντιεν. Οι ανόητοι πρέπει να δέχονται και τις επιπτώσεις της ανοησίας τους.
Η Νυνάβε φάνηκε να εξετάζει σοβαρά την πρόταση της, αλλά τελικά είπε: «Αν δεν ήξερα κάποια πράγματα, θα έλεγα πως είναι έτοιμη να προκαλέσει την Ελάιντα». Πλατάγισε τη γλώσσα της γεμάτη οργή.
«Αν προσπαθήσεις να αποκρυπτογραφήσεις τις τάσεις στην πολιτική των Άες Σεντάι, θα σου έρθει ζαλάδα». Η Ηλαίην δεν ανέφερε πως η Νυνάβε θα έπρεπε να έχει ήδη υπ’ όψιν της κάτι τέτοιο, αλλά ο τόνος της φωνής της αυτό υπαινισσόταν. «Ακόμα και μια Κόκκινη θα μπορούσε να στραφεί ενάντια στην Ελάιντα, για κάποιον λόγο που δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε. Ή θα μπορούσε να προσπαθεί να μας κάνει να χαλαρώσουμε την επαγρύπνησή μας, έτσι ώστε να χρησιμοποιήσει κάποιο κόλπο και να μας ρίξει στα χέρια της Ελάιντα. Ή—»
Ο Λαν έβηξε. «Αν κάποιοι από τους Αποδιωγμένους είναι καθ’ οδόν», είπε με φωνή σαν καλογυαλισμένο πετράδι, «μπορεί να καταφθάσουν από στιγμή σε στιγμή, μαζί με το γκόλαμ. Όπως και να’ χει, καλύτερα να βρισκόμαστε μακριά».
«Με τις Άες Σεντάι, χρειάζεται πάντα λίγη υπομονή», μουρμούρισε η Μπιργκίτε σαν να ανέφερε κάποιο ρητό. «Φαίνεται, όμως, ότι οι Ανεμοσκόποι δεν διαθέτουν καθόλου», συνέχισε, «οπότε καλά θα κάνεις να ξεχάσεις την Τέσλυν και να θυμηθείς τη Ρενάιλ».
Η Ηλαίην με τη Νυνάβε κοίταξαν τόσο ψυχρά τους Προμάχους, που το βλέμμα τους θα μαρμάρωνε ακόμα και δέκα Σκυλιά της Πέτρας. Σε καμία δεν άρεσε η προοπτική να τρέξει να ξεφύγει από τον Σκιόψυχο ή από το γκόλαμ, αν κι οι ίδιες είχαν αποφασίσει πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Το σίγουρο ήταν πως δυσανασχετούσαν στην υπενθύμιση ότι θα χρειαζόταν να βιαστούν, τόσο για να ανταμώσουν τις Ανεμοσκόπους, όσο και για να ξεφύγουν από τους Αποδιωγμένους. Η Αβιέντα θα έπρεπε να έχει μελετήσει αυτά τα βλέμματα· οι Σοφές έκαναν με μια ματιά ή με ελάχιστες λέξεις αυτό, που για να κάνει η ίδια χρειαζόταν την απειλή ενός δόρατος ή μιας γροθιάς· μόνο που το έκαναν γρηγορότερα και με μεγαλύτερη επιτυχία. Θα έπρεπε να έχει μελετήσει την Ηλαίην και τη Νυνάβε, μόνο που οι αγριωπές τους ματιές δεν φαίνονταν να έχουν κανένα ορατό αποτέλεσμα πάνω στο ζευγάρι. Η Μπιργκίτε χαμογέλασε κι έριξε το βλέμμα της προς το μέρος του Λαν, ο οποίος ανασήκωσε τους ώμους του με προφανή αυτοσυγκράτηση.
Η Ηλαίην κι η Νυνάβε τα παράτησαν. Χωρίς να βιάζονται, αλλά και χωρίς να είναι αναγκαίο, έσιαξαν τις φούστες τους, πλεύρισαν την Αβιέντα, την έπιασαν από τα χέρια κι άρχισαν να απομακρύνονται δίχως να ρίξουν δεύτερη ματιά πίσω τους για να βεβαιωθούν ότι οι Πρόμαχοι τις ακολουθούσαν. Όχι ότι ήταν και τόσο απαραίτητο για την Ηλαίην, εξαιτίας του δεσμού με την Πρόμαχό της. Ή για τη Νυνάβε, αν κι ο λόγος ήταν διαφορετικός· ο δεσμός του Ααν’αλέιν μπορεί να ανήκε αλλού, αλλά η καρδιά του έκανε παρέα στο δαχτυλίδι που ήταν περασμένο σε εκείνη την αλυσίδα που κρεμόταν από τον λαιμό της. Προσποιούνταν με ζέση πως περπατούσαν αδιάφορες, μη θέλοντας να κάνουν την Μπιργκίτε και τον Λαν να σκεφτούν πως οι ίδιες είχαν εξαναγκαστεί σε βιασύνη, αλλά η αλήθεια ήταν πως περπατούσαν γρηγορότερα από πριν.
Λες κι ήθελαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, άρχισαν να συζητούν με σκόπιμη επιπολαιότητα, διαλέγοντας τα πλέον ασήμαντα θέματα. Η Ηλαίην στενοχωρήθηκε που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει το Πανηγύρι των Πουλιών, δύο μέρες πριν, και δεν φάνηκε να ντρέπεται καθόλου για τα λιγοστά ρούχα που είχε φορέσει πολύς κόσμος. Ούτε η Νυνάβε φάνηκε να ντρέπεται, αλλά άρχισε να φλυαρεί για τη Γιορτή της Χόβολης, η οποία θα γινόταν το ίδιο βράδυ. Κάποιοι από τους υπηρέτες ισχυρίζονταν πως θα υπήρχαν και πυροτεχνήματα, κατασκευασμένα υποτίθεται από κάποιον πρόσφυγα Φωτοδότη. Κάμποσα περιοδεύοντα θεάματα είχαν έρθει στην πόλη με τα παράξενα ζώα και τους ακροβάτες τους, κάτι που ενδιέφερε τόσο την Ηλαίην όσο και τη Νυνάβε, μια και στο παρελθόν είχαν περάσει μερικές μέρες με ένα τέτοιου είδους τσίρκο. Μίλησαν για ράφτρες και για τις διάφορες ποικιλίες δαντέλας που ήταν διαθέσιμες στο Έμπου Νταρ, όπως επίσης και για τις διαφορετικές ποιότητες μεταξιού και λινού που μπορούσαν να προμηθευτούν, ενώ η Αβιέντα συνειδητοποίησε πως ανταποκρινόταν μάλλον με ευχαρίστηση στα διάφορα σχόλια για το πόσο ωραία φάνταζε πάνω της η γκρίζα μεταξωτή στολή ιππασίας, καθώς και τα υπόλοιπα ρούχα που της είχε δώσει η Τάυλιν Κουιντάρα, κομψά μάλλινα και μετάξια, κάλτσες, ταιριαστά ριχτά φορέματα και κοσμήματα. Εξίσου υπερβολικά δώρα είχαν λάβει κι η Ηλαίην με τη Νυνάβε. Όλα μαζί γέμιζαν κάμποσα σεντούκια και μπόγους, που είχαν μεταφερθεί από τους υπηρέτες κάτω, στους στάβλους, μαζί με τα δισάκια τους.
«Γιατί είσαι κατηφής, Αβιέντα;» τη ρώτησε η Ηλαίην, δίνοντάς της ένα φιλικό χτύπημα στο χέρι και χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο. «Μην ανησυχείς. Ξέρεις καλά την ύφανση. Μια χαρά θα τα πας».
Η Νυνάβε έγειρε το κεφάλι της κοντά-κοντά και ψιθύρισε: «Στην πρώτη ευκαιρία, θα σου φτιάξω τσάι. Ξέρω μερικές καλές συνταγές που θα σου ανακουφίσουν το στομάχι και θα πάρουν μακριά τις γυναικείες σκοτούρες σου». Με τη σειρά της, τη χτύπησε φιλικά στο μπράτσο.
Δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Ούτε τα αφεψήματα, ούτε τα παρηγορητικά λόγια θα θεράπευαν αυτό που τη βασάνιζε. Απολάμβανε την κουβέντα για δαντέλες και κεντήματα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γρυλίσει από αηδία ή να θρηνήσει από απόγνωση. Όσο πήγαινε, γινόταν όλο και πιο μαλθακή. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε κοιτάξει φόρεμα άλλης γυναίκας, παρά μόνο για να αναρωτηθεί μήπως έκρυβε κάποιο όπλο· ποτέ της δεν κοιτούσε το χρώμα ή το σχέδιο, ούτε σκεφτόταν αν της ταίριαζε. Είχε έρθει η ώρα να απομακρυνθούν από αυτήν την πόλη κι από τα παλάτια των υδροβίων. Όπου να’ ναι, θα άρχιζε να χαζογελάει. Δεν είχε δει ποτέ την Ηλαίην ή τη Νυνάβε να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά όλοι ήξεραν πως οι υδρόβιες χαζογελούσαν, κι ήταν προφανές πως είχε γίνει κι η ίδια άτολμη, όπως κι οποιοσδήποτε νερόβραστος υδρόβιος. Βάδιζαν πιασμένες από το χέρι, φλυαρώντας για δαντέλες! Πώς, στο καλό, θα έφτανε το μαχαίρι της ζώνης της, αν τους επιτιθόταν κάποιος; Ένα μαχαίρι μπορεί να ήταν άχρηστο εναντίον ενός αποφασισμένου κακοποιού, αλλά η Αβιέντα είχε πίστη στο ατσάλι πολύ προτού ανακαλύψει πως διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης. Αν προσπαθούσε κάποιος να κάνει κακό στην Ηλαίην ή στη Νυνάβε —ειδικά στην Ηλαίην, αλλά είχε υποσχεθεί στον Ματ Κώθον πως θα προστάτευε και τις δύο, όπως είχαν κάνει η Μπιργκίτε κι ο Ααν’αλέιν— θα του φύτευε ατσάλι στην καρδιά. Δαντέλες! Καθώς περπατούσαν, η Αβιέντα έκλαιγε από μέσα της για το πόσο μαλθακή είχε καταντήσει.
Οι τεράστιες ζευγαρωτές σταβλόπορτες αποτελούσαν την πρόσοψη των τριών πλευρών των μεγαλύτερων στάβλων του παλατιού. Στις εισόδους τους συνωστίζονταν υπηρέτες με λευκοπράσινες λιβρέες. Πίσω τους, στους στάβλους από άσπρη πέτρα, περίμεναν άλογα σαμαρωμένα και φορτωμένα με ψάθινα πανέρια. Τα θαλασσοπούλια έκοβαν βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους σκούζοντας, μια δυσάρεστη υπενθύμιση για την ποσότητα νερού που υπήρχε εκεί κοντά. Τα κύματα της ζέστης τρεμόπαιζαν καθώς ανυψώνονταν από τις ωχρές πέτρες του λιθόστρωτου, αλλά ήταν η ένταση που βάραινε την ατμόσφαιρα. Η Αβιέντα είχε δει να χύνεται αίμα σε μέρη με πολύ λιγότερη ένταση.
Η Ρενάιλ ντιν Κάλον, ντυμένη σε κιτρινοκόκκινα μετάξια και με τα μπράτσα διπλωμένα αλαζονικά κάτω από τα στήθη της, στεκόταν μπροστά από δεκαεννέα ξυπόλητες γυναίκες με χέρια γεμάτα τατουάζ και μπλούζες με λαμπερά χρώματα. Οι περισσότερες φορούσαν παντελόνια και φαρδιά ζωνάρια, εξίσου εκθαμβωτικά. Ο ιδρώτας που γυάλιζε στα σκούρα πρόσωπα δεν μείωνε ούτε στο ελάχιστο τη βαριά αξιοπρέπειά τους. Μερικές ήταν σκυμμένες πάνω από δαντελωτά χρυσά κουτιά, κρεμασμένα γύρω από τον λαιμό τους, εισπνέοντας τα βαριά αρώματα. Πέντε φαρδιοί χρυσοί κρίκοι διαπερνούσαν καθένα από τ’ αυτιά της Ρενάιλ ντιν Κάλον, ενώ μια αλυσίδα γεμάτη μενταγιόν διέτρεχε την απόσταση από το αριστερό μάγουλο έως έναν κρίκο περασμένο στη μύτη της. Κάθε μία από τις τρεις γυναίκες που στέκονταν σε μικρή απόσταση πίσω της φορούσε οκτώ σκουλαρίκια κι ελαφρώς λιγότερα κρεμαστά στολίδια από μάλαμα. Αυτός ήταν ο τρόπος ιεραρχίας των Θαλασσινών, για τις γυναίκες τουλάχιστον. Όλες υπάκουαν στη Ρενάιλ ντιν Κάλον, Ανεμοσκόπο της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε, αλλά ακόμα κι οι δύο μαθητευόμενες στο πίσω μέρος, ντυμένες με μαύρα παντελόνια και μπλούζες από λινό αντί για μετάξι, πρόσθεταν στην ατμόσφαιρα τη χρυσαφένια τους αύρα. Μόλις εμφανίστηκε η Αβιέντα με τις άλλες δύο, η Ρενάιλ ντιν Κάλον κοίταξε προκλητικά τον ήλιο, ο οποίος είχε αποχωρήσει πλέον από το ζενίθ του. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν καθώς έστρεψε το βλέμμα της επάνω τους. Τα μάτια της ήταν μαύρα, σε έντονη αντίθεση με το ξεθωριασμένο λευκό των μαλλιών της, και το βλέμμα της απαιτητικό κι έκδηλα ανυπόμονο.
Η Ηλαίην με τη Νυνάβε σταμάτησαν απότομα, αναγκάζοντας και την Αβιέντα να κάνει το ίδιο. Η κοπέλα πρόσεξε πως αντάλλαξαν ανήσυχες ματιές μεταξύ τους κι ανάσαιναν βαριά. Δεν έβλεπε με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Το καθήκον έδενε χειροπόδαρα την κονταδελφή της και τη Νυνάβε, κι οι ίδιες ήταν εκείνες που είχαν σφίξει γερά τους κόμπους.
«Θα φροντίσω για τον Πλεχτό Κύκλο», μουρμούρισε η Νυνάβε μέσα από τα δόντια της, κι η Ηλαίην αποκρίθηκε με κάπως πιο σταθερή φωνή: «Κι εγώ θα επιβεβαιώσω ότι οι αδελφές είναι έτοιμες».
Άφησαν ελεύθερα τα χέρια της Αβιέντα κι έλαβαν αντικριστές θέσεις κρατώντας ψηλά τις φούστες τους, ακολουθούμενες από την Μπιργκίτε και τον Λαν. Έτσι, η κοπέλα έμεινε μόνη της, αντικρίζοντας το βλέμμα της Ρενάιλ ντιν Κάλον, την αετίσια ματιά μιας γυναίκας που ήξερε καλά πόσο υψηλά ιστάμενη ήταν κι ότι κανείς δεν μπορούσε να την εκτοπίσει. Ευτυχώς, η Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων στράφηκε γρήγορα στις συντρόφους της, τόσο γοργά, που η άκρη από τη φαρδιά κίτρινη ζώνη της διέγραψε μια τροχιά στον αέρα. Οι υπόλοιπες Ανεμοσκόποι μαζεύτηκαν γύρω της, λες και κρέμονταν από τα σιωπηλά της λόγια. Αν τη χτυπούσε έστω και μία φορά, σίγουρα θα κατάστρεφε τα πάντα. Η Αβιέντα πάσχισε να μην τις αγριοκοιτάζει, αλλά, όσο κι αν προσπαθούσε να κοιτάξει αλλού, το βλέμμα της επέστρεφε στις γυναίκες. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να φέρει σε δύσκολη θέση την κονταδελφή της. Κρίκοι στις μύτες! Ας άρπαζε στα χέρια της αυτήν την αλυσίδα, κι η Ρενάιλ ντιν Κάλον Μπλε Άστρο δεν θα είχε πια την ίδια έκφραση στο πρόσωπό της.
Μαζεμένες στη μια άκρη της αυλής των στάβλων, η μικροκαμωμένη Μέριλιλ Κήντεβιν κι άλλες τέσσερις Άες Σεντάι κοιτούσαν εξεταστικά τις Ανεμοσκόπους, οι περισσότερες με κάποια ενόχληση, η οποία κρυβόταν πίσω από μια παγερή ηρεμία. Ακόμα κι η λυγερόκορμη ασπρομαλλούσα Βαντέν Ναμέλ με τη σχεδόν δίδυμη πρωταδελφή της, την Αντελέας, που συνήθως έδινε την εντύπωση της πιο ατάραχης απ’ όλες, μοιράζονταν αυτό το συναίσθημα. Πότε-πότε, όλο και κάποια ίσιωνε τον λεπτό λινό μανδύα για τη σκόνη ή σκούπιζε τη σκιστή μεταξωτή φούστα της. Οι ξαφνικές ριπές του ανέμου όντως σήκωναν λίγη σκόνη κι ανάδευαν τους ιριδίζοντες μανδύες των πέντε Προμάχων πίσω τους, ωστόσο ήταν προφανές ότι οι κινήσεις των Άες Σεντάι οφείλονταν σε νευρικότητα. Μόνο η Σάριθα, που φρουρούσε όρθια ένα μεγάλο άσπρο δέμα σε σχήμα δίσκου, δεν αντιδρούσε σπασμωδικά, αλλά έδειχνε μάλλον συνοφρυωμένη. Η... υπηρέτρια... της Μέριλιλ, η Πολ, μόρφαζε με δυσαρέσκεια πιο πίσω. Οι Άες Σεντάι αποδοκίμαζαν με ζέση τη συμφωνία που είχε κατεβάσει τις Άθα’αν Μιέρε από τα πλοία τους και τους είχε δώσει το δικαίωμα να κοιτάζουν τις ίδιες με τόση απαιτητικότητα κι ανυπομονησία, αλλά ήταν εξαιτίας αυτής της συμφωνίας που οι αδελφές είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους και πνίγονταν μέσα στον ίδιο τον θυμό τους. Πράγμα το οποίο πάσχιζαν να κρύψουν· ίσως και να το είχαν καταφέρει με τους υδρόβιους. Η τρίτη ομάδα γυναικών, που ήταν μαζεμένες κοντά-κοντά στην αντικριστή μεριά της αυλής, έβγαζε τα δικά της συμπεράσματα.
Η Ρεάνε Κόρλυ κι οι υπόλοιπες δέκα επιζήσασες του Πλεχτού Κύκλου του Σογιού σάλευαν ενοχλημένες κάτω από την ενδελεχή αλλά αποδοκιμαστική εξέταση· σκούπιζαν τα ιδρωμένα τους πρόσωπα με κεντητά μαντίλια, τακτοποιούσαν τα πλατιά πολύχρωμα ψάθινα καπέλα τους κι ίσιωναν τις σοβαρές μάλλινες φούστες τους, που η ψηλή ραφή τους στη μια πλευρά αποκάλυπτε στρώσεις από μεσοφόρια εξίσου ζωηρόχρωμα με τα ρούχα των Θαλασσινών. Εν μέρει, έφταιγαν τα έντονα βλέμματα των Άες Σεντάι που τις ανάγκαζαν να στηρίζονται νευρικά πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Βέβαια, έπαιζε ρόλο κι ο φόβος για τους Αποδιωγμένους, για το γκόλαμ, καθώς και για διάφορα άλλα πράγματα. Τα στενά, εφαρμοστά μπούστα εκείνων των φορεμάτων έπρεπε να αρκούν. Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες είχαν κάμποσες ρυτίδες στα μάγουλά τους, ωστόσο έμοιαζαν με κοριτσάκια που τα τσάκωσαν με τις χούφτες γεμάτες κλεμμένα καρύδια. Όλες εκτός από την αποφασιστική Σουμέκο που, με τις γροθιές ακίνητες στους φαρδιούς της γοφούς, κοιτούσε τις Άες Σεντάι κατάματα. Μια έντονη λάμψη από σαϊντάρ κύκλωνε μία από την ομάδα τους, την Κίρστιαν, η οποία δεν έπαψε στιγμή να κοιτάζει πάνω από τον ώμο της. Με πρόσωπο πελιδνό, ίσως και δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, η γυναίκα έμοιαζε εκτός τόπου. Το πρόσωπο αυτό γινόταν ωχρότερο κάθε φορά που τα σκούρα της μάτια συναντούσαν το βλέμμα κάποιας Άες Σεντάι.
Η Νυνάβε έσπευσε βιαστικά στις γυναίκες που ηγούνταν του Σογιού, με το πρόσωπό της να ακτινοβολεί ενθάρρυνση. Η Ρεάνε κι οι υπόλοιπες χαμογέλασαν με εμφανή ανακούφιση, που κηλιδωνόταν κάπως —η αλήθεια είναι— από τα λοξά βλέμματα που έριχναν στον Λαν· τον ζύγιαζαν, λες κι ήταν λύκος. Η Νυνάβε, πάντως, ήταν η αιτία που η Σουμέκο δεν ζάρωνε όπως οι υπόλοιπες, όποτε κάποια Άες Σεντάι έριχνε ματιές προς το μέρος της. Είχε ορκιστεί να διδάξει σε εκείνες τις γυναίκες πως είχαν κότσια, μολονότι η Αβιέντα δεν κατανοούσε πλήρως τον λόγο. Η Νυνάβε ήταν κι η ίδια Άες Σεντάι· καμιά Σοφή δεν επρόκειτο ποτέ να ενθαρρύνει κάποιον να εναντιωθεί στις Σοφές.
Μπορεί το κόλπο να έπιανε σχετικά με τις άλλες Άες Σεντάι, αλλά ακόμα κι η Σουμέκο εξέπεμπε μια αύρα ταπεινοφροσύνης απέναντι στη Νυνάβε. Ο Πλεχτός Κύκλος θεωρούσε παράξενο, αν μη τι άλλο, ότι τόσο νεαρές γυναίκες, όπως η Ηλαίην κι η Νυνάβε, διέταζαν τις άλλες Άες Σεντάι κι εκείνες υπάκουαν. Κι η ίδια η Αβιέντα το έβρισκε παράδοξο· πώς ήταν δυνατόν η ισχύς αναφορικά με τη Δύναμη, κάτι με το οποίο γεννιόσουν σε τελική ανάλυση, να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την υπόληψη που αποκτάς στο πέρασμα των χρόνων; Ωστόσο, οι γηραιότερες Άες Σεντάι όντως υπάκουαν, κι αυτό ήταν αρκετό για τις γυναίκες του Σογιού. Η Ιέιν, σχεδόν εξίσου ψηλή με την Αβιέντα και σκουρόχρωμη όσο κι οι Θαλασσινοί, ανταπέδιδε κάθε ματιά της Νυνάβε με ένα δουλοπρεπές χαμόγελο, ενώ η Ντιμάνα, με τις λευκές ρίγες που ξεφύτρωναν ανάμεσα στα λαμπερά κόκκινα μαλλιά της, έσκυβε διαρκώς το κεφάλι υπό το βλέμμα της Νυνάβε, κι η ξανθομάλλα Σιμπέλα χασκογελούσε νευρικά πίσω από την παλάμη της. Παρά τις Εμπουνταρινές φορεσιές, μόνο η Ταμάρλα, λεπτόκορμη και με ελαιόχρωμη επιδερμίδα, ήταν Αλταρανή, και δεν καταγόταν καν από την πόλη.
Μόλις πλησίασε η Νυνάβε, έκαναν στην άκρη, αποκαλύπτοντας μια γυναίκα πεσμένη στα γόνατα, με τους καρπούς δεμένους πισθάγκωνα, ένα πέτσινο σακί να καλύπτει το κεφάλι της, και τα όμορφα ρούχα της σκισμένα και σκονισμένα. Αυτή η γυναίκα, όπως το συνοφρυωμένο ύφος της Μέριλιλ ή ο φόβος για τους Αποδιωγμένους, αποτελούσε μία ακόμη αιτία ανησυχίας. Ίσως την κυριότερη.
Η Ταμάρλα τράβηξε πίσω την κουκούλα, αφήνοντας ελεύθερες τις λεπτές και διάστικτες με χάντρες πλεξούδες της γυναίκας· η Ισπάν Σεφάρ έκανε να σηκωθεί και κατάφερε κάπως αδέξια να σταθεί ανακούρκουδα, πριν πέσει πάλι πίσω τρικλίζοντας, βλεφαρίζοντας και γελώντας νευρικά. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα μάγουλά της και μερικοί μώλωπες, που της είχαν προκαλέσει εκείνοι που τη συνέλαβαν, παραμόρφωναν τα αγέραστα χαρακτηριστικά της. Η γυναίκα είχε τύχει υπερβολικά ευγενικής μεταχείρισης δεδομένων των εγκλημάτων της, κατά τη γνώμη της Αβιέντα.
Το αφέψημα βοτάνων που την είχε αναγκάσει να πιει η Νυνάβε εξακολουθούσε να θολώνει το μυαλό της και να παραλύει τα γόνατα της, αλλά η Κίρστιαν την είχε θωρακίσει με την ύστατη ικμάδα της Δύναμης που μπορούσε να συγκεντρώσει. Έστω κι αν δεν της είχαν δώσει το «φάρμακό» της, η Σκιοδρομέας δεν υπήρχε περίπτωση να δραπετεύσει, μια κι η Κίρστιαν ήταν εξίσου ισχυρή με τη Ρεάνε στη Δύναμη, ισχυρότερη από τις περισσότερες Άες Σεντάι που είχε συναντήσει η Αβιέντα. Ωστόσο, ακόμα κι η Σουμέκο έκανε νευρικές κινήσεις, τραβώντας τη φούστα της, κι απέφευγε επιμελώς να κοιτάξει τη γονυπετή γυναίκα.
«Ασφαλώς, θα πρέπει να την αναλάβουν οι αδελφές τώρα πια», ακούστηκε η στριγκή φωνή της Ρεάνε, αρκετά ασταθής για να ανήκει στη Μαύρη αδελφή που είχε θωρακίσει η Κίρστιαν. «Νυνάβε Σεντάι, δεν... δεν είναι σωστό να φρουρ... εεε... να επιτηρούμε μια... Άες Σεντάι».
«Πολύ σωστά», απάντησε η Σουμέκο γοργά. Και κάπως ανήσυχα. «Θα πρέπει να την αναλάβουν οι Άες Σεντάι τώρα πια», αποκρίθηκε σαν ηχώ κι η Σιμπέλα, ενώ νεύματα και μουρμουρητά ομοφωνίας κυμάτισαν στο πλήθος των γυναικών του Σογιού. Πίστευαν ακράδαντα πως ήταν πολύ κατώτερες των Άες Σεντάι· πιθανότατα, θα προτιμούσαν να φρουρούν Τρόλοκ από το να κρατούν θωρακισμένη μια Άες Σεντάι.
Τα αποδοκιμαστικά βλέμματα εκ μέρους της Μέριλιλ και των υπόλοιπων αδελφών άλλαξαν από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε το πρόσωπο της Ισπάν Σεφάρ. Η Σάριθα Τομάρες, η οποία φορούσε μόνο λίγα χρόνια το επώμιο με τα καφετιά κρόσσια και δεν είχε αποκτήσει ακόμα τη χαρακτηριστική αγέραστη όψη, αγριοκοίταξε τη Σκιοδρομέα με τόση αηδία, που θα μπορούσε να τη μαστιγώσει από τα πενήντα βήματα. Η Αντελέας κι η Βαντέν, με τα χέρια σφικτά πιασμένα πάνω στις φούστες τους, έμοιαζαν να κατατρώγονται από ένα εσώτερο μίσος για τη γυναίκα που μέχρι πρότινος ήταν αδελφή τους και τις πρόδωσε. Ωστόσο, οι ματιές που έριχναν στον Πλεχτό Κύκλο δεν ήταν πιο ήπιες. Κατά βάθος, γνώριζαν επίσης πως το Σόι ήταν αρκετά υποδεέστερό τους. Βέβαια, το θέμα ήταν πιο πολύπλοκο, αλλά η προδότρια ανήκε στο γένος τους και κανείς άλλος εκτός από τις ίδιες δεν είχε δικαιώματα επάνω της. Η Αβιέντα συμφώνησε. Μια Κόρη που πρόδιδε τις δοραταδελφές της δεν είχε ποτέ γρήγορο ούτε αναίσχυντο θάνατο.
Η Νυνάβε τράβηξε με δύναμη ξανά κάτω το σακί, καλύπτοντας και πάλι το κεφάλι της Ισπάν Σεφάρ. «Καλά τα πήγατε μέχρις εδώ και θα συνεχίσετε να τα πηγαίνετε καλά», είπε με σταθερή φωνή στις γυναίκες του Σογιού. «Αν δείχνει ότι συνέρχεται, αναγκάστε τη να καταπιεί ακόμα λίγο απ’ αυτό το μείγμα. Θα την κρατήσει ζαλισμένη, σαν γίδα που ήπιε μπύρα. Αν προσπαθήσει να μην το καταπιεί, κρατήστε την από τη μύτη. Ακόμα και μια Άες Σεντάι αναγκάζεται να καταπιεί, αν την κρατούν από τη μύτη κι απειλούν να τη χαστουκίσουν».
Η Ρεάνε έμεινε με πεσμένο το σαγόνι και με τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά, όπως κι οι περισσότερες από τις συντρόφους της. Η Σουμέκο ένευσε αργά, γουρλωμένη σαν τις υπόλοιπες. Όταν οι γυναίκες του Σογιού αναφέρονταν στις Άες Σεντάι ήταν σαν να προσφωνούσαν τον ίδιο τον Δημιουργό. Η σκέψη και μόνο να κρατήσουν τη μύτη μιας Άες Σεντάι, ακόμα κι αν επρόκειτο για Σκιοδρομέα, φούντωνε μέσα τους τον τρόμο.
Η ιδέα τούς άρεσε ακόμα λιγότερο όταν πρόσεξαν τα γουρλωτά μάτια και των υπόλοιπων Άες Σεντάι. Η Μέριλιλ άνοιξε το στόμα της κοιτώντας τη Νυνάβε, αλλά εκείνη τη στιγμή η Ηλαίην ήρθε στο πλάι της, κι η Γκρίζα αδελφή στράφηκε σ’ αυτή συγκρατώντας μετά βίας ένα αποδοκιμαστικό, συνοφρυωμένο βλέμμα προς το μέρος της Μπιργκίτε. Έντονο σημάδι της αναστάτωσής της ήταν το γεγονός πως η φωνή της είχε υψωθεί και δεν ήταν πλέον ήρεμη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Μέριλιλ ήταν ιδιαίτερα διακριτική. «Ηλαίην, πρέπει να μιλήσεις στη Νυνάβε. Αυτές οι γυναίκες είναι ήδη εξαιρετικά μπερδεμένες και φοβισμένες. Δεν θα βοηθήσει σε τίποτα αν τις αναστατώσει περισσότερο. Αν όντως η Έδρα της Άμερλιν σκοπεύει να τους επιτρέψει να πάνε στον Πύργο», κούνησε το κεφάλι της αργά, προσπαθώντας να αρνηθεί κάτι τέτοιο, καθώς κι οποιαδήποτε άλλη πιθανότητα, «θα πρέπει να έχουν ξεκάθαρη εικόνα του μέρους και...»
«Αυτό σκοπεύει να κάνει η Άμερλιν», την έκοψε απότομα η Ηλαίην. Για τη Νυνάβε, ο σταθερός τόνος της φωνής συνοδευόταν πάντα από την κίνηση μιας γροθιάς κάτω από τη μύτη σου, ενώ για την Ηλαίην υποδήλωνε γαλήνη και σιγουριά. «Θα έχουν μια ευκαιρία να προσπαθήσουν και πάλι, αλλά, ακόμα κι αν αποτύχουν, δεν θα εκδιωχθούν. Καμία γυναίκα ικανή να διαβιβάζει δεν θα εκριζωθεί από τον Πύργο ξανά. Όλες τους θα αποτελέσουν ένα τμήμα του Λευκού Πύργου».
Ψηλαφίζοντας νωχελικά το μαχαίρι της ζώνης της, η Αβιέντα έπιασε τον εαυτό της να αναλογίζεται τα λόγια της Ηλαίην. Η Εγκουέν, η Έδρα της Άμερλιν τής Ηλαίην, έλεγε περίπου τα ίδια. Ήταν φίλη, ναι, αλλά όλη της η ύπαρξη είχε περιστραφεί αποκλειστικά γύρω από το πώς θα γινόταν Άες Σεντάι. Η ίδια η Αβιέντα δεν επιθυμούσε να γίνει μέρος του Λευκού Πύργου και πολύ αμφέβαλλε αν το ήθελε κι η Σορίλεα ή οποιαδήποτε άλλη Σοφή.
Η Μέριλιλ αναστέναξε και σταύρωσε τα χέρια της, μα παρά την επιφανειακή αποδοχή, ξέχασε να χαμηλώσει τη φωνή της. «Όπως επιθυμείς, Ηλαίην. Όσον αφορά στην Ισπάν όμως... Δεν μπορούμε απλά να επιτρέψουμε να—»
Η Ηλαίην ύψωσε το χέρι της απότομα. Η προσταγή είχε αντικαταστήσει την απλή βεβαιότητα. «Πάψε, Μέριλιλ. Έχεις το καθήκον να περιφρουρείς το Κύπελλο των Ανέμων. Αυτό είναι αρκετό για τον οποιονδήποτε. Θα πρέπει να είναι αρκετό και για σένα».
Η Μέριλιλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, το ξανάκλεισε κι έκανε μια ελαφριά υπόκλιση συναινώντας. Κάτω από το σταθερό βλέμμα της Ηλαίην, το ίδιο έκαναν κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι. Μπορεί κάποιες να ήταν, έστω και λίγο, απρόθυμες αλλά σίγουρα όχι όλες. Η Σάριθα μάζεψε βιαστικά από κάτω τον δισκοειδή πάκο, που ήταν ακουμπισμένος δίπλα στα πόδια της και τυλιγμένος με στρώσεις λευκού μεταξιού. Τα μπράτσα της, καθώς κρατούσε στο στήθος της το Κύπελλο των Ανέμων, με το ζόρι έφταναν να τυλιχτούν γύρω του. Χαμογελούσε ανήσυχα στην Ηλαίην, σαν να ήθελε να της αποδείξει πως πράγματι το είχε υπό την επιτήρηση της.
Οι Θαλασσινές κοιτούσαν πεινασμένα τον μπόγο, γέρνοντας σχεδόν προς το μέρος του. Η Αβιέντα δεν θα εκπλησσόταν αν τις έβλεπε να πηδούν πάνω από τις πέτρες για να αδράξουν το Κύπελλο. Οι Άες Σεντάι σκέφτονταν φανερά το ίδιο πράγμα. Η Σάριθα αγκάλιασε το άσπρο δέμα ακόμα πιο σφικτά κι η Μέριλιλ μπήκε ανάμεσα σε εκείνη και στις Άθα’αν Μιέρε. Τα γαλήνια πρόσωπα των Άες Σεντάι σφίχτηκαν από την προσπάθεια να παραμείνουν ανέκφραστα. Πίστευαν πως το Κύπελλο ανήκε σ’ αυτές· στα μάτια τους, όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν για τον χειρισμό της Μίας Δύναμης ανήκαν στον Λευκό Πύργο, ανεξάρτητα από το ποιος τύχαινε να τα κατέχει τη συγκεκριμένη στιγμή. Υπήρχε, όμως, και το θέμα της συμφωνίας.
«Ο ήλιος φεύγει, Άες Σεντάι», ανακοίνωσε δυνατά η Ρενάιλ ντιν Κάλον, «κι η απειλή του κινδύνου ελλοχεύει. Συνέχισε, λοιπόν. Αν καθυστερώντας νομίζεις πως μπορείς να βρεις τρόπο να ξεφύγεις, σκέψου το ξανά. Δοκίμασε να καταπατήσεις τη συμφωνία και σου ορκίζομαι στην καρδιά του πατέρα μου πως θα επιστρέψω αμέσως στα πλοία. Και θα διεκδικήσω το Κύπελλο ως αποζημίωση. Μας ανήκε από την εποχή του Τσακίσματος».
«Λίγα τα λόγια σου για τις Άες Σεντάι», γάβγισε η Ρεάνε με έντονη αγανάκτηση, που έμοιαζε να ξεχύνεται από το μπλε ψάθινο καπέλο της μέχρι τα χοντρά της παπούτσια και να αναβλύζει κάτω από το λευκοπράσινο μεσοφόρι της.
Τα χείλη της Ρενάιλ ντιν Κάλον σούφρωσαν σαρκαστικά. «Φαίνεται πως κι οι τσούχτρες έχουν γλώσσα. Μου κάνει εντύπωση, πάντως, που μπορούν και τη χρησιμοποιούν δίχως να έχουν πάρει την άδεια των Άες Σεντάι».
Μέσα σε μια στιγμή, η αυλή των στάβλων γέμισε από προσβολές που εκτοξεύονταν ανάμεσα στο Σόι και στις Άθα’αν Μιέρε. Λέξεις όπως «αδέσποτη» και «δειλή», κι ακόμα χειρότερες, ακούγονταν από παντού, μαζί με στριγκές κραυγές που έπνιγαν τις προσπάθειες που κατέβαλλε η Μέριλιλ, ώστε να κάνει τη Ρεάνε και τις συντρόφους της να σωπάσουν από τη μία, και να καταπραΰνει της Θαλασσινές από την άλλη. Κάμποσες Ανεμοσκόποι έπαψαν να ψηλαφίζουν τα εγχειρίδια που ήταν περασμένα πίσω από τις φαρδιές τους ζώνες κι έπιασαν τις λαβές τους. Η λάμψη του σαϊντάρ ξεπήδησε διαδοχικά σε μερικές από τις γυναίκες με τα ζωηρόχρωμα ρούχα. Οι γυναίκες του Σογιού ξαφνιάστηκαν, κάτι που βέβαια δεν στάθηκε ικανό να σταματήσει τις ύβρεις τους, αλλά η Σουμέκο άδραξε την Πηγή, έπειτα η Ταμάρλα, κατόπιν η λυγερή Χίλαρες με τα ελαφίσια μάτια, και σύντομα όλες τους, κι από τις δύο παρατάξεις, έλαμπαν, ενώ τα λόγια εκτοξεύονταν στον αέρα και τα πνεύματα παρέμεναν οξυμένα.
Η Αβιέντα ήθελε να βογκήξει. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να χυθεί αίμα. Θα ακολουθούσε την καθοδήγηση της Ηλαίην, αλλά η κονταδελφή της ατένιζε αγριεμένα, παγερά και γεμάτη οργή τόσο τις Ανεμοσκόπους όσο και τον Πλεχτό Κύκλο. Η Ηλαίην δεν είχε μεγάλη υπομονή με την ηλιθιότητα —τη δική της και των άλλων— και το να αναλώνεται σε προσβολές τη στιγμή που ο εχθρός μπορεί να βρισκόταν προ των πυλών ήταν ό,τι χειρότερο. Η Αβιέντα έπιασε γερά το μαχαίρι της ζώνης της κι έπειτα από ένα λεπτό άδραξε το σαϊντάρ. Η αίσθηση της ζωής και της χαράς τη γέμισαν με τέτοια ένταση, που ήθελε να κλάψει. Οι Σοφές χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη μόνο όταν τα λόγια αποτύγχαναν, αλλά εδώ ούτε τα λόγια ούτε το ατσάλι θα είχαν αποτέλεσμα. Ευχήθηκε να της κατέβαινε καμιά ιδέα σχετικά με το ποια να σκότωνε πρώτη.
«Αρκετά!» Η διαπεραστική κραυγή της Νυνάβε έκοψε τα ασχημόλογα πριν ξεχυθούν από τα στόματα. Κατάπληκτα πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος της. Το κεφάλι της κουνιόταν απειλητικά, κι έδειξε με το δάχτυλό της τις γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου. «Πάψτε να συμπεριφέρεστε σαν παιδάκια!» Παρ’ όλο που είχε μετριάσει τον τόνο της φωνής της, εξακολουθούσε να είναι σχεδόν απειλητικός. «Ή μήπως σκοπεύετε να συνεχίσετε τον καβγά μέχρι να έρθει ο Αποδιωγμένος και ν’ αρπάξει και το Κύπελλο και εμάς μαζί; Κι εσείς», το δάχτυλο στράφηκε προς τη μεριά των Ανεμοσκόπων, «μην προσπαθείτε να ξεφύγετε από τη συμφωνία! Δεν θα πάρετε πίσω το Κύπελλο, αν δεν τηρήσετε μέχρι και την τελευταία λέξη! Μην το διανοηθείτε καν!» Η Νυνάβε γύρισε να κοιτάξει τις Άες Σεντάι. «Κι εσείς...!» Αντιμέτωπη με μια παγερή έκπληξη, η ροή του λόγου της εκφυλίστηκε σε ένα ξινό μούγκρισμα. Οι Άες Σεντάι δεν πήραν μέρος στις φωνασκίες, παρά μόνο προσπαθώντας να ηρεμήσουν τα πράγματα. Καμιά τους δεν έλαμπε από το φως του σαϊντάρ.
Όλα αυτά, φυσικά, δεν ήταν αρκετά για να ηρεμήσουν τη Νυνάβε εντελώς. Τράβηξε μανιασμένα το καπέλο της, εμφανώς γεμάτη καταπιεσμένη οργή. Οι γυναίκες του Σογιού, όμως, ατένιζαν το πλακόστρωτο αναψοκοκκινισμένες, γεμάτες πίκρα, κι ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι έμοιαζαν —ελαφρώς— πτοημένες, σιγομουρμουρώντας αναμεταξύ τους κι αρνούμενες να κοιτάξουν τη Νυνάβε κατάματα. Η λάμψη άρχισε να σβήνει λίγο-λίγο από τις γυναίκες, μέχρι που έμεινε μονάχα η Αβιέντα να αδράχνει την Πηγή.
Αναπήδησε, καθώς η Ηλαίην την έπιασε από το μπράτσο. Όντως είχε αρχίσει να γίνεται μαλθακή. Δεν πρόσεχε κάποιον που την πλησίαζε απαρατήρητος, αναπηδούσε στο κάθε άγγιγμα...
«Φαίνεται πως η κρίση πέρασε», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε, προτού ξεσπάσει η επόμενη». Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλα ήταν η μόνη ένδειξη πως είχε θυμώσει. Το ίδιο ίσχυε και για την Μπιργκίτε. Οι δυο τους καθρέφτιζαν με κάποιον τρόπο η μία την άλλη από τότε που είχε αρχίσει να ισχύει ο δεσμός.
«Και πολύ μείναμε», συμφώνησε η Αβιέντα. Λίγο ακόμα και θα γινόταν πράγματι νωθρή σαν υδρόβια.
Τα βλέμματα την ακολούθησαν καθώς βημάτιζε στον ανοιχτό χώρο, στο κέντρο της αυλής των στάβλων, προς το σημείο που είχε μελετήσει και το ένιωθε πλέον με τα μάτια κλειστά. Ήταν τόσο χαρούμενη που κρατούσε τη Δύναμη, που χειριζόταν το σαϊντάρ, ώστε αισθανόταν ανήμπορη να χωρέσει σε λέξεις αυτό που ένιωθε. Το να περιέχει εντός της το σαϊντάρ, το να περιέχεται η ίδια σε αυτό, την έκανε να αισθάνεται ζωντανή περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση, έλεγαν οι Σοφές, απατηλή κι επικίνδυνη σαν οφθαλμαπάτη με νερό στην Τερμούλ[2], ωστόσο έμοιαζε περισσότερο αληθινό από το λιθόστρωτο κάτω από τα πόδια της. Προσπάθησε να συγκρατηθεί για να μην αντλήσει κι άλλο. Είχε ήδη στην κατοχή της σχεδόν όσο μπορούσε να αντέξει. Το πλήθος στριμώχτηκε γύρω της καθώς άρχισε να υφαίνει τις ροές.
Η Αβιέντα εξακολουθούσε να παραξενεύεται επειδή, ύστερα απ’ όλα όσα είχε δει, υπήρχαν ακόμη πράγματα που πολλές Άες Σεντάι δεν μπορούσαν να κάνουν. Κάμποσες από τον Πλεχτό Κύκλο ήταν αρκετά δυνατές, αλλά μόνο η Σουμέκο και, παραδόξως, η Ρεάνε μελετούσαν με ενδιαφέρον αυτό που έκανε. Η Σουμέκο έφτασε μάλιστα στο σημείο να απαξιώσει τα ενθαρρυντικά χτυπηματάκια που της έδινε η Νυνάβε — κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια αγανακτισμένη κι έκπληκτη ματιά εκ μέρους της δεύτερης, παρ’ όλο που η Σουμέκο δεν πρόσεξε τίποτα, καθότι το βλέμμα της είχε καρφωθεί στην Αβιέντα. Όλες οι Ανεμοσκόποι διέθεταν αρκετή δύναμη. Παρακολουθούσαν, έχοντας το ίδιο πεινασμένο βλέμμα με το οποίο κοίταζαν και το Κύπελλο. Η συμφωνία τούς έδινε κάθε δικαίωμα.
Η Αβιέντα συγκεντρώθηκε κι οι ροές άρχισαν να υφαίνονται, δημιουργώντας ένα πανομοιότυπο μεταξύ του μέρους αυτού και του μέρους που η ίδια μαζί με την Ηλαίην και τη Νυνάβε είχαν διαλέξει στον χάρτη. Έκανε μια κίνηση σαν να άνοιγε την υφασμάτινη είσοδο μιας σκηνής. Αυτό δεν αποτελούσε μέρος της ύφανσης που της είχε μάθει η Ηλαίην, αλλά ήταν σχεδόν ό,τι μπορούσε να ανασύρει στη μνήμη της απ’ όσα είχε κάνει η ίδια, πολύ πριν η Εγκουέν φτιάξει την πρώτη της πύλη. Οι ροές ενώθηκαν σε μια ασημιά κατακόρυφη τομή, η οποία περιστράφηκε κι έγινε ένα άνοιγμα στον αέρα, ψηλότερο από έναν συνηθισμένο άντρα κι εξίσου φαρδύ. Πέρα από αυτό, απλωνόταν ένα μεγάλο ξέφωτο κυκλωμένο από δέντρα ύψους είκοσι έως τριάντα ποδών, μίλια ολόκληρα βόρεια της πόλης, στην αντικριστή μεριά του ποταμού. Μπροστά στην πύλη εμφανίστηκε καφετί γρασίδι στο ύψος του γονάτου, λικνιζόμενο στο ελαφρύ αεράκι— δεν είχε όντως αλλάξει, αλλά έτσι έμοιαζε. Κάποια από τα σπαθάτα φύλλα του, ωστόσο, ήταν προσεκτικά κομμένα κάθετα, ενώ άλλα λοξά. Οι άκρες από μια πύλη που ανοίγει έκαναν την ακμή ενός ξυραφιού να μοιάζει στομωμένη.
Η πύλη τη γέμισε απογοήτευση. Η Ηλαίην θα μπορούσε να φτιάξει αυτήν την ύφανση χρησιμοποιώντας μονάχα ένα μέρος της δύναμής της, αλλά για κάποιον λόγο η Αβιέντα χρειάστηκε να καταναλώσει σχεδόν ολόκληρη τη δική της. Ήταν σίγουρη πως θα μπορούσε να έχει υφάνει μια μεγαλύτερη, τόσο μεγάλη όσο μπορούσε κι η Ηλαίην, χρησιμοποιώντας τις υφάνσεις που είχε δημιουργήσει χωρίς δεύτερη σκέψη ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει από τον Ραντ αλ’Θόρ, πριν από πολύ καιρό όπως της φαινόταν. Άσχετα όμως από το πόσο σκληρά προσπαθούσε, μόνο ψήγματα αναδύονταν στη μνήμη της. Δεν ένιωθε ζήλια —η αλήθεια ήταν πως ένιωθε πολύ περήφανη για τα κατορθώματα της κονταδελφής της— αλλά η αποτυχία της ίδιας έκανε την καρδιά της να φουντώνει από ντροπή. Η Σορίλεα ή η Άμυς θα ήταν πολύ σκληρές μαζί της, αν το ήξεραν. Για την ντροπή, δηλαδή. Υπερβολική έπαρση, έτσι θα το αποκαλούσαν. Η Άμυς θα καταλάβαινε. Άλλωστε, είχε υπηρετήσει ως Κόρη. Πράγματι, η ντροπή ήταν αναμενόμενη όταν αποτύγχανες σ’ αυτό που είχες την ικανότητα να κάνεις. Αν δεν ήταν υποχρεωμένη να κρατεί την ύφανση, θα το έβαζε στα πόδια, έτσι ώστε να μην μπορεί να τη δει κανείς.
Η αναχώρηση είχε προγραμματιστεί προσεκτικά, και σε ολόκληρη την αυλή των στάβλων υπήρξε κινητοποίηση μόλις άνοιξε πλήρως η πύλη. Δύο γυναίκες του Πλεκτού Κύκλου σήκωσαν όρθια την κουκουλοφόρο Σκιοδρομέα, κι οι Ανεμοσκόποι σχημάτισαν βιαστικά μια γραμμή πίσω από τη Ρενάιλ ντιν Κάλον. Οι υπηρέτες άρχισαν να φέρνουν τα άλογα από τους στάβλους. Ο Λαν, η Μπιργκίτε κι ένας από τους Προμάχους της Κάρεαν, ένας ψηλόλιγνος άντρας ονόματι Σίεριλ Αρζούνα, πέρασαν διαδοχικά από την πύλη. Όπως οι Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι Πρόμαχοι πάντα αξίωναν το δικαίωμα να προπορεύονται σε μια αναγνωριστική αποστολή. Η Αβιέντα λαχταρούσε να πάει μαζί τους, αλλά δεν είχε νόημα. Αντίθετα από την Ηλαίην, δεν μπορούσε να κάνει πάνω από πέντε ή έξι βήματα χωρίς να αρχίσει να εξασθενεί η ύφανση, και το ίδιο συνέβαινε όταν προσπαθούσε να τη διατηρήσει δεμένη. Ήταν πολύ ενοχλητικό.
Αυτήν τη φορά δεν ανέμεναν κανέναν πραγματικό κίνδυνο, οπότε οι Άες Σεντάι τους ακολούθησαν αμέσως, όπως επίσης η Ηλαίην με τη Νυνάβε. Οι αγροικίες ήταν πυκνά διασκορπισμένες στη δεντρόφυτη περιοχή, και πάντα υπήρχε η πιθανότητα να τους δει κάποιος περιπλανώμενος βοσκός ή ένα νεαρό ζευγάρι που αναζητούσε λίγη απομόνωση, αλλά κανείς Σκιόψυχος ή Σκιοδρομέας δεν μπορούσε να γνωρίζει καλά αυτό το ξέφωτο. Οι μόνες που το ήξεραν ήταν η ίδια, η Ηλαίην κι η Νυνάβε, αλλά κι εκείνες δεν είχαν πει κουβέντα κατά τη διάρκεια της διαλογής, από φόβο μην τις κρυφακούσουν. Η Ηλαίην στάθηκε στο άνοιγμα κι έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Αβιέντα, που της έκανε νόημα να προχωρήσει. Το πλάνο έπρεπε να ακολουθηθεί, εκτός κι αν υπήρχε σοβαρός λόγος να αλλάξει.
Οι Ανεμοσκόποι άρχισαν να παρελαύνουν στο ξέφωτο με αργούς ρυθμούς, με την καθεμία τους να δείχνει αναποφάσιστη καθώς πλησίαζε αυτό το πράγμα που δεν είχε ονειρευτεί ποτέ, ρουφώντας μια βαθιά ανάσα προτού εισέλθει. Και ξαφνικά, εκείνο το αγκαθερό συναίσθημα επέστρεψε.
Η Αβιέντα ανασήκωσε το βλέμμα της στα παράθυρα που δέσποζαν πάνω από την αυλή των στάβλων. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από τα λευκά παραπετάσματα από περίτεχνα σφυρηλατημένο σίδερο κι αδρά σκαλίσματα. Η Τάυλιν είχε διατάξει τους υπηρέτες να μείνουν μακριά από εκείνα τα παράθυρα, αλλά ποιος μπορούσε να σταματήσει την Τέσλυν ή την Τζολίνε ή... Κάτι την έκανε να κοιτάξει ψηλότερα, προς τη μεριά των θόλων και του πύργου. Στενά μονοπάτια περιέβαλλαν κάποιους από τους λυγερούς οβελίσκους και σε ένα από αυτά, πολύ ψηλά, υπήρχε μια σκοτεινή μορφή με φόντο τον ήλιο, που σχημάτιζε μια λαμπερή άλω γύρω του. Ένας άντρας.
Αισθάνθηκε την ανάσα να κόβεται στο στήθος της. Δεν υπήρχε τίποτα επάνω του που να υποδηλώνει κίνδυνο, έτσι όπως στεκόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στο πέτρινο παραπέτο, ωστόσο η Αβιέντα ήξερε πως εκείνος ήταν ο υπεύθυνος για την ανατριχίλα που είχε νιώσει ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Ένας Σκιόψυχος δεν θα έστεκε ποτέ εκεί έτσι απλά, σαν να τις παρακολουθεί, αλλά αυτό το πλάσμα, το γκόλαμ... Ένιωσε να παγώνει. Θα μπορούσε να είναι ένας απλός υπηρέτης του παλατιού, αν και δεν το πολυπίστευε. Δεν ήταν ντροπή να αισθάνεσαι φόβο.
Έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στις γυναίκες που συνωστίζονταν ακόμα μέσα από την πύλη με αγωνιώδη βραδύτητα. Οι μισές Θαλασσινές είχαν περάσει, ενώ ο Πλεκτός Κύκλος περίμενε πίσω από τις υπόλοιπες έχοντας υπό την επιτήρηση του τη Σκιοδρομέα· τα μέλη του ήταν έντονα αναστατωμένα αλλά και γεμάτα πικρία, επειδή επετράπη στις Αθα’αν Μιέρε να περάσουν πρώτες. Αν έντυνε με φωνή τις υποψίες της, οι γυναίκες του Σογιού σίγουρα θα το έβαζαν στα πόδια —αφού απλά και μόνο η αναφορά ενός Σκιόψυχου τους ξέραινε το στόμα και τάραζε τα σωθικά τους— ενώ οι Ανεμοσκόποι θα προσπαθούσαν κάλλιστα και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό να διεκδικήσουν το Κύπελλο. Γι’ αυτές, το Κύπελλο ήταν υπεράνω όλων. Αλλά μόνο μια τυφλή ανόητη θα αδιαφορούσε για ένα λιοντάρι έτοιμο να ορμήσει στο κοπάδι που φυλάει η ίδια. Έπιασε μια Θαλασσινή από το κόκκινο μεταξωτό μανίκι της.
«Πες στην Ηλαίην...» Ένα πρόσωπο σαν λιανισμένη μαύρη πέτρα στράφηκε προς το μέρος της. Με κάποιον περίεργο τρόπο, τα σαρκώδη χείλη της γυναίκας φαίνονταν λεπτά. Τα μάτια της ήταν μαύρα βότσαλα, επίπεδα και τραχιά. Τι είδους μήνυμα, άραγε, θα μπορούσε να στείλει, για να αποφύγει τη φασαρία και τον πανικό που φοβόταν ότι μπορούσε να δημιουργηθεί; «Πες στην Ηλαίην και στη Νυνάβε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές. Πες τους πως ο εχθρός έρχεται πάντα εκεί που δεν τον περιμένεις. Πρέπει να τους πεις αυτά ακριβώς τα λόγια, χωρίς να παραλείψεις ούτε λέξη». Η Ανεμοσκόπος ένευσε με έκδηλη ανυπομονησία, που δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει, αλλά παραδόξως περίμενε την Αβιέντα να την ελευθερώσει προτού κατευθυνθεί διστακτικά προς την πύλη.
Το μονοπάτι κοντά στον οβελίσκο του πύργου ήταν τώρα άδειο, αλλά η Αβιέντα δεν ένιωσε την παραμικρή ανακούφιση. Το πλάσμα θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, ακόμα και να κατευθύνεται στην αυλή των στάβλων. Όποιος κι αν ήταν, ό,τι κι αν ήταν, ήταν επικίνδυνος· δεν επρόκειτο για κάποια φευγαλέα οπτασία της φαντασίας της. Οι τελευταίοι τέσσερις Πρόμαχοι είχαν στηθεί στις τέσσερις γωνίες της πύλης, αποτελώντας τη φρουρά που θα έφευγε τελευταία και, παρά την απέχθειά της για τα ξίφη τους, ήταν ευγνώμων που υπήρχε και κάποιος άλλος πέρα από την ίδια που γνώριζε να χειρίζεται το κοφτερό ατσάλι. Όχι βέβαια ότι απέναντι σε ένα γκόλαμ ή —ακόμη χειρότερα— σ’ έναν Σκιόψυχο θα είχαν περισσότερες ελπίδες από τους υπηρέτες που περίμεναν με τα άλογα έτοιμα. Ή από την ίδια.
Μορφάζοντας, άντλησε Δύναμη, μέχρι που η γλυκύτητα του σαϊντάρ κόντεψε να μεταβληθεί σε πόνο. Λίγο ακόμα, κι ο πόνος θα γινόταν σχεδόν τυφλή αγωνία τις στιγμές που θα αναγκαζόταν να πεθάνει ή να χάσει εντελώς την ικανότητά της. Γιατί αυτές οι γυναίκες έσερναν τα πόδια τους και δεν συντόμευαν λιγάκι; Ίσως δεν ήταν ντροπή να νιώθεις φόβο, αλλά πολύ φοβόταν πως ο δικός της είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της.