Ο ήλιος μόλις είχε εγκαταλείψει το ζενίθ του στον ορίζοντα, όταν αναρριχήθηκαν στο πολυπατημένο φιδογυριστό μονοπάτι προς την κορυφή του λόφου με τις απόκρημνες πλαγιές, πάνω από τις αποθήκες. Αυτό ήταν το σημείο που είχε επιλέξει η Ρενάιλ. Ήταν απολύτως λογικό, απ’ όσα τουλάχιστον ήξερε η Ηλαίην σχετικά με τη διαχείριση του καιρού και τα οποία είχε μάθει από μια Ανεμοσκόπο των Θαλασσινών, για να είναι σίγουρη. Το να αλλάξεις οτιδήποτε πέρα από την άμεση περιοχή σου απαιτούσε να δουλέψεις με μεγάλες αποστάσεις, πράγμα που σήμαινε ότι είχες τη δυνατότητα να ατενίζεις μακριά, κάτι πολύ πιο εύκολο στη θάλασσα παρά στη στεριά. Εκτός κι αν βρισκόσουν στην κορυφή ενός βουνού ή λόφου. Απαιτούσε επίσης ένα επιδέξιο χέρι, για να μην προκληθούν καταρρακτώδεις βροχές, ανεμοστρόβιλοι και το Φως ξέρει τι άλλο ακόμα. Ό,τι κι αν έκανες, όμως, τα αποτελέσματα εξαπλώνονταν σαν κυματισμοί από μια πέτρα που πέταξες σε λίμνη. Δεν είχε καμία όρεξη, τέλος πάντων, να ηγηθεί του κύκλου που θα χρησιμοποιούσε το Κύπελλο.
Η κορυφή του λόφου ήταν γυμνή από χαμόκλαδα κι ομοιόμορφη, αλλά σε καμία περίπτωση επίπεδη. Έμοιαζε με τραχύ πέτρινο τραπέζι, πενήντα πόδια μακρύ και πλατύ, με άπλετο χώρο για να τους χωρέσει όλους, τόσο αυτούς που ήταν απαραίτητο να βρίσκονται εκεί όσο και τους άλλους, για να ακριβολογούμε. Από ύψος τουλάχιστον πενήντα ποδών πάνω από την αγροικία, η εντυπωσιακή θέα απλωνόταν για μίλια ολόκληρα, σαν κεντητό πάπλωμα αποτελούμενο από αγρούς, βοσκοτόπια, δάση κι ελαιώνες. Το καφετί και το μαραμένο κίτρινο ανακατεύονταν με δεκάδες αποχρώσεις του πράσινου, διψώντας γι’ αυτό που ήταν προορισμένα να κάνουν, αλλά, ακόμα κι έτσι, η Ηλαίην εντυπωσιάστηκε από την εκθαμβωτική ομορφιά. Παρά τη σκόνη στον αέρα, που φάνταζε σαν αχνή ομίχλη, μπορούσε να δει πολύ μακριά! Η περιοχή ήταν αρκετά επίπεδη, μ’ εξαίρεση εκείνους τους λίγους λόφους. Το Έμπου Νταρ βρισκόταν εκτός οπτικού πεδίου, στον Νότο, ακόμα κι αν επικαλούνταν τη Δύναμη· ωστόσο, ζορίζοντας κάπως το βλέμμα της, ίσως να μπορούσε να το διακρίνει. Το σίγουρο ήταν πως, με λίγη προσπάθεια, θα είχε τη δυνατότητα να δει τον Ποταμό Έλνταρ. Συναρπαστική θέα, αλλά μερικούς τους άφηνε αδιάφορους.
«Μία ώρα χαμένη», γκρίνιαζε η Νυνάβε, αγριοκοιτάζοντας με βλέμμα λοξό τη Ρεάνε αλλά και τις υπόλοιπες. Απόντος του Λαν, φαινόταν πως είχε βρει την ευκαιρία να ξεσπάσει. «Σχεδόν μία ώρα, ίσως και πιο πολύ. Εντελώς χαμένος χρόνος. Υποθέτω πως η Άλις είναι αρκετά ικανή, αλλά ήταν σαν η Ρεάνε να γνώριζε ποιος ήταν εκεί! Μα το Φως! Αν αυτή η ανόητη γυναίκα μού ξαναμείνει στα χέρια...!» Η Ηλαίην ήλπιζε πως δεν θα σταματούσε τόσο εύκολα. Από τη στιγμή που ξεσπούσε, η οργή της ξεχυνόταν σαν καταρράκτης.
Η Ρεάνε προσπάθησε να διατηρήσει ένα παρουσιαστικό ευχάριστο κι ενθουσιώδες, ωστόσο τα χέρια της δεν έπαψαν στιγμή να σιάζουν και να τακτοποιούν τη φούστα της. Η Κίρστιαν, κάθιδρη, έσφιγγε τις ιδρωμένες παλάμες της κι έμοιαζε έτοιμη να ξεράσει ανά πάσα στιγμή· όποτε την κοιτούσε κάποιος, οποιοσδήποτε, εκείνη ριγούσε. Η τρίτη γυναίκα του Σογιού, η Γκαρένια, ήταν έμπορος από τη Σαλδαία, με θεληματική μύτη και πλατύ στόμα, μια κοντή γυναίκα με λεπτούς γοφούς, δυνατότερη από τις άλλες δύο, η οποία δεν έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη της Νυνάβε. Μια γλιστερή υγρασία λαμποκοπούσε πάνω στο ωχρό της πρόσωπο, ενώ τα σκοτεινά της μάτια γούρλωναν όποτε αντίκριζαν τις Άες Σεντάι. Η Ηλαίην πίστευε πως σύντομα θα διαπίστωνε κατά πόσον τα μάτια κάποιας μπορούσαν όντως να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Τουλάχιστον, η Γκαρένια είχε σταματήσει να γογγύζει, κάτι που δεν έπαψε να κάνει κατά τη διάρκεια της ανάβασης στον λόφο.
Υπήρχε κι ένα άλλο ζευγάρι που ίσως ήταν αρκετά δυνατό —αν και το Σόι δεν έδινε πολλή σημασία σε κάτι τέτοια— αλλά η τελευταία είχε πάρει δρόμο εδώ και τρεις μέρες. Καμιά άλλη στην αγροικία δεν συγκρινόταν μαζί της. Να γιατί η Νυνάβε ένιωθε ακόμη αηδιασμένη. Αυτός ήταν ο ένας λόγος. Ο άλλος ήταν πως η Γκαρένια ήταν από τις πρώτες που βρέθηκαν, λιποθυμισμένη στην αυλή του αγροκτήματος. Επιπλέον, είχε λιποθυμήσει ξανά τις πρώτες δύο φορές που συνήλθε, μόλις η ματιά της έπεσε πάνω σε μια από τις αδελφές. Η Νυνάβε, φυσικά, δεν θα παραδεχόταν ποτέ ότι έπρεπε να κάνει κάτι τόσο απλό όσο το να ρωτήσει την Άλις, η οποία βρισκόταν ακόμα στο αγρόκτημα. Ή να πει στην Άλις τι ακριβώς έψαχνε πριν τη ρωτήσει. Πίστευε πως δεν υπήρχε άνθρωπος αρκετά λογικός για να ξεχωρίζει το πάνω από το κάτω. Εκτός από την ίδια.
«Θα μπορούσαμε να έχουμε τελειώσει!» γρύλισε η Νυνάβε. «Να κλείναμε την...!» Έτρεμε σχεδόν από την προσπάθεια που κατέβαλλε να μην αγριοκοιτάξει τις Θαλασσινές, καθώς εκείνες μαζεύονταν κοντά στο ανατολικό άκρο του πέτρινου τραπεζιού. Η Ρενάιλ, χειρονομώντας αλαφιασμένη, έμοιαζε να δίνει οδηγίες. Και τι δεν θα έδινε η Ηλαίην για να ακούσει τι έλεγε.
Το σκληρό βλέμμα της Νυνάβε στράφηκε και προς τη Μέριλιλ, την Κάρεαν και τη Σάριθα, η οποία ακόμα κρατούσε σφικτά επάνω της το τυλιγμένο σε μετάξι Κύπελλο. Η Αντελέας με τη Βαντέν είχαν παραμείνει κάτω απομονωμένες μαζί με την Ισπάν. Οι τρεις αδελφές κουβέντιαζαν αναμεταξύ τους δίχως να δίνουν σημασία στη Νυνάβε, εκτός κι αν τους απηύθυνε τον λόγο, αλλά το βλέμμα της Μέριλιλ γλιστρούσε μερικές φορές προς την κατεύθυνση των Ανεμοσκόπων κι αποτραβιόταν γρήγορα· τα γαλήνια σαν μάσκα χαρακτηριστικά της δεν έπειθαν και πολύ κι έγλειψε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας της.
Άραγε, μήπως είχε κάνει κάποιο λάθος εκεί κάτω ενώ τις Θεράπευε; Η Μέριλιλ είχε διαπραγματευτεί συμφωνίες κι είχε μεσολαβήσει για να λυθούν έριδες μεταξύ εθνών· ελάχιστες στον Λευκό Πύργο θεωρούνταν καλύτερές της. Η Ηλαίην, ωστόσο, θυμόταν μια ιστορία που άκουσε κάποτε, κάτι σαν αστείο, σχετικά με έναν Ντομανό έμπορο, έναν Θαλασσινό Κύριο των Φορτίων και μια Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που έλεγαν ανέκδοτα για τις Άες Σεντάι· δεν θεωρούνταν και τόσο ασφαλές. Ο έμπορος κι ο Κύριος των Φορτίων βρήκαν έναν συνηθισμένο βράχο στην παραλία και βάλθηκαν να τον πουλάνε ο ένας στον άλλον, βγάζοντας μάλιστα κέρδος κάθε φορά. Τότε, τους πλησίασε μια Άες Σεντάι. Ο Ντομανός έμπορος έπεισε την Άες Σεντάι να αγοράσει αυτήν την απλή πέτρα δίνοντας δύο φορές περισσότερα απ’ όσα είχε δώσει την τελευταία φορά. Κατόπιν, ο Άθα’αν Μιέρε έπεισε την Άες Σεντάι να αγοράσει την ίδια πέτρα από τον ίδιο στη διπλάσια τιμή. Δεν ήταν παρά ένα ανέκδοτο, χαρακτηριστικό όμως του τι πίστευε ο κόσμος. Ίσως οι πιο ηλικιωμένες αδελφές να μην κατάφερναν να κλείσουν καλύτερη συμφωνία με τις Θαλασσινές.
Μόλις έφθασε στην κορυφή του λόφου, η Αβιέντα κατευθύνθηκε αμέσως στην άκρη του γκρεμού κι έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα να ατενίζει τον Βορρά. Μια στιγμή αργότερα, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως η φίλη της δεν θαύμαζε το τοπίο· απλώς ατένιζε. Πήγε κοντά της, ανασηκώνοντας τη φούστα της κάπως αδέξια, με τρία ανγκριάλ ανά χείρας.
Ο γκρεμός κατέληγε πενήντα βήματα πιο κάτω σε ελαιώνες, απόκρημνες λωρίδες αυλακωτής γκρίζας πέτρας, γυμνής πέρα από μερικούς μικρούς ετοιμοθάνατους θάμνους. Το απότομο βάθος δεν ήταν ιλιγγιώδες, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με το να κοιτάς το έδαφος από την κορυφή ενός δέντρου. Παραδόξως, όταν η Ηλαίην κοιτούσε κάτω, ένιωθε μια ελαφριά ζαλάδα. Η Αβιέντα δεν έμοιαζε να συνειδητοποιεί πως στεκόταν στο χείλος του γκρεμού.
«Σε απασχολεί κάτι;» ρώτησε ήσυχα η Ηλαίην.
Η Αβιέντα εξακολούθησε να κοιτάει προς τα κάτω, στο βάθος. «Σε απογοήτευσα», είπε τελικά. Η φωνή της ήταν επίπεδη, άδεια. «Δεν μπορώ να φτιάξω την πύλη όπως πρέπει, κι όλοι με είδαν να σε ντροπιάζω. Πίστεψα πως κάποιος απλός υπηρέτης ήταν ένας από τους Σκιοσφυρήλατους, και φέρθηκα πολύ ανόητα. Οι Άθα’αν Μιέρε με αγνοούν κι αγριοκοιτάζουν τις Άες Σεντάι, λες κι εγώ είμαι μία Άες Σεντάι-σκυλάκι που γαβγίζει όποτε το διατάξουν. Προσποιήθηκα πως μπορούσα να αναγκάσω για λογαριασμό σου τη Σκιοδρομέα να μιλήσει, αλλά καμιά Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν επιτρέπεται να ανακρίνει αιχμαλώτους, παρά μόνο αν είναι παντρεμένη με το δόρυ για είκοσι χρόνια, ούτε καν να παρακολουθήσει μια ανάκριση, εκτός κι αν το κουβαλά καμιά δεκαριά χρόνια. Είμαι αδύναμη και μαλθακή, Ηλαίην. Δεν αντέχω να σε ντροπιάζω άλλο. Αν σε απογοητεύσω ξανά, θα πεθάνω».
Η Ηλαίην αισθάνθηκε το στόμα της ξερό. Τα λόγια της Αβιέντα ηχούσαν σαν υπόσχεση. Άδραξε το μπράτσο της με μια σταθερή λαβή και την τράβηξε από το χείλος του γκρεμού. Τελικά, ίσως οι Αελίτισσες να ήταν παράξενες, όπως ακριβώς πίστευαν οι Θαλασσινοί. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευε πως η Αβιέντα θα πηδούσε, αλλά δεν το διακινδύνευε κιόλας. Τουλάχιστον, η γυναίκα δεν προσπάθησε να αντισταθεί.
Όλες οι άλλες έμοιαζαν απορροφημένοι στον εαυτό τους ή στους συνομιλητές τους. Η Νυνάβε είχε αρχίσει να συζητά με τις Άθα’αν Μιέρε. Τα δυο της χέρια κρατούσαν σφιχτά την πλεξούδα της και το πρόσωπό της ήταν εξίσου σκοτεινό με το δικό τους, μια και συγκρατιόταν να μη φωνάξει, ενώ εκείνες την άκουγαν με ολοφάνερη περιφρόνηση κι αλαζονεία. Η Μέριλιλ κι η Σάριθα επιτηρούσαν ακόμα το Κύπελλο, αλλά η Κάρεαν πάσχιζε να πιάσει κουβέντα στις γυναίκες του Σογιού, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η Ρεάνε αποκρίθηκε βλεφαρίζοντας ανήσυχα και γλείφοντας τα χείλη της, η Κίρστιαν έτρεμε και καθόταν σιωπηλή, ενώ τα μάτια της Γκαρένια ήταν ερμητικά κλειστά. Η Ηλαίην, για καλό και για κακό, συνέχισε να μιλά χαμηλόφωνα· το θέμα αυτό δεν ήταν δική τους δουλειά.
«Δεν απογοήτευσες κανέναν, Αβιέντα, πολύ περισσότερο εμένα. Δεν έκανες ποτέ τίποτα που να με ντροπιάσει, ούτε και πρόκειται να κάνεις». Η Αβιέντα την κοίταξε δύσπιστα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Επιπλέον, είσαι τόσο αδύναμη και μαλθακή όσο μια πέτρα». Ήταν το πιο περίεργο κομπλιμέντο που είχε κάνει ποτέ της, μα η άλλη γυναίκα φάνηκε ευχαριστημένη από τα λόγια της. «Στοιχηματίζω, επίσης, πως οι Θαλασσινές σε τρέμουν». Άλλο ένα περίεργο κομπλιμέντο· έκανε την Αβιέντα να χαμογελάσει, αν κι αδιόρατα. Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όσο για την Ισπάν...» Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. «Κι εγώ νόμιζα πως μπορούσα να κάνω ό,τι ήταν απαραίτητο, αλλά κάθε φορά που το σκέφτομαι τα χέρια μου ιδρώνουν και νιώθω ανακατωσούρα. Θα ξερνούσα στην προσπάθεια και μόνο. Άρα, όσον αφορά σ’ αυτό το θέμα, νιώθουμε το ίδιο».
Η Αβιέντα, χειρομιλώντας όπως οι Κόρες, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση που σήμαινε «Με εκπλήσσεις»· είχε ξεκινήσει να διδάσκει και την Ηλαίην, αν κι είχε πει πως απαγορευόταν. Προφανώς, το γεγονός πως ήταν κονταδελφές τα είχε αλλάξει όλα αυτά. Όχι εντελώς, βέβαια. Η Αβιέντα πίστευε πως οι εξηγήσεις της ήταν απολύτως ξεκάθαρες. «Δεν εννοούσα πως δεν μπορώ», είπε φωναχτά, «αλλά ότι απλώς δεν έχω ιδέα με ποιον τρόπο. Ίσως και να την είχα σκοτώσει πάνω στην προσπάθεια». Ξαφνικά χαμογέλασε πιο πλατιά και ζεστά από πριν κι ακούμπησε μαλακά το μάγουλο της Ηλαίην. «Κι οι δυο μας έχουμε αδυναμίες», της είπε ψιθυριστά, «αλλά δεν είναι ντροπή, από τη στιγμή που τις ξέρουμε μόνον εσύ κι εγώ».
«Σωστά», είπε αδύναμα η Ηλαίην. Απλώς δεν ήξερε με ποιον τρόπο! «Φυσικά και δεν είναι ντροπή». Αυτή η γυναίκα έκρυβε περισσότερες εκπλήξεις από οποιονδήποτε βάρδο. «Να», είπε στην Αβιέντα, ακουμπώντας στην παλάμη της τη γυναίκα-που-ήταν-τυλιγμένη-με-τα-μαλλιά της. «Χρησιμοποίησέ το στον κύκλο». Το να παραχωρήσει το ανγκριάλ δεν ήταν και τόσο εύκολο. Σκόπευε να το χρησιμοποιήσει η ίδια, αλλά, άσχετα με τα χαμόγελα, χρειαζόταν να ανεβάσει το ηθικό της φίλης της — το ηθικό της ίδιας τής κονταδελφής της. Η Αβιέντα στριφογύρισε στα χέρια της τη μικρή φιλντισένια φιγούρα· η Ηλαίην δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να καταλάβει την αναποφασιστικότητα της να την επιστρέψει. «Αβιέντα, ξέρεις πώς είναι όταν κατέχεις τόσο πολύ σαϊντάρ όσο μπορείς εσύ; Φαντάσου να κατέχεις το διπλάσιο. Φαντάσου το. Θέλω να το χρησιμοποιήσεις εσύ. Σε παρακαλώ».
Μπορεί γενικότερα οι Αελίτες να μην εκδήλωναν εύκολα τα συναισθήματά τους, αλλά τα πράσινα μάτια της Αβιέντα γούρλωσαν. Είχαν συζητήσει κι άλλες φορές για το ανγκριάλ, αναφορικά με την ερευνά τους, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε σκεφτεί πώς θα ήταν αν χειριζόταν ένα από αυτά. «Διπλάσιο», μουρμούρισε. «Ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς είναι να κατέχεις τόσο πολύ. Είναι πολύ σημαντικό δώρο, Ηλαίην». Αγγιξε ξανά το μάγουλο της άλλης γυναίκας, πιέζοντας επάνω του τα ακροδάχτυλά της· για τους Αελίτες, αυτό αντιστοιχούσε σε ένα φιλί και μια ζεστή αγκαλιά.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε να πει στις Θαλασσινές η Νυνάβε, δεν πήρε πολλή ώρα. Απομακρύνθηκε από κοντά τους ενώ τα χέρια της κινούνταν σπασμωδικά πάνω στη φούστα της. Πλησιάζοντας την Ηλαίην, έριξε ένα συνοφρυωμένο βλέμμα τόσο στην Αβιέντα όσο και στην άκρη του γκρεμού. Συνήθως, αρνούνταν ότι είχε πρόβλημα με τα ύψη, αλλά κρατούσε για τον εαυτό της τι ένιωθε πραγματικά. «Πρέπει να σου μιλήσω», μουρμούρισε οδηγώντας την Ηλαίην λίγο μακρύτερα, κατά μήκος της λοφοκορυφής, κι αρκετά πιο μακριά από το χείλος του γκρεμού. Δεν πήγαν πολύ μακριά, αλλά η απόσταση ήταν αρκετή για να μην κρυφακούνε οι υπόλοιπες. Προτού ξεκινήσει, πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα, δίχως να κοιτάζει την Ηλαίην.
«Φε... φέρθηκα σαν ηλίθια. Αυτός ο καταραμένος άντρας φταίει! Όταν δεν βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτ’ άλλο, κι όταν είναι, δεν μπορώ να σκεφτώ καν! Πρέπει... να μου το λες όταν... όταν συμπεριφέρομαι σαν ηλίθια. Βασίζομαι σε σένα, Ηλαίην». Η φωνή της εξακολουθούσε να είναι χαμηλή, αλλά ο τόνος της είχε γίνει σχεδόν θρηνητικός. «Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί να χάσω τα μυαλά μου για έναν άντρα, όχι τώρα τουλάχιστον».
Η Ηλαίην σοκαρίστηκε τόσο, ώστε για λίγο δεν μπορούσε να μιλήσει. Η Νυνάβε να παραδέχεται πως ήταν ανόητη; Κόντεψε να κοιτάξει τον ήλιο, να δει αν είχε γίνει πράσινος! «Δεν φταίει ο Λαν και το ξέρεις, Νυνάβε», είπε τελικά. Έδιωξε από το μυαλό της τη θύμηση των πρόσφατων σκέψεων της σχετικά με τον Ραντ. Δεν ήταν το ίδιο. Κι αυτή η ευκαιρία ήταν δώρο Φωτός. Ήταν σίγουρο πως αύριο η Νυνάβε θα τη σκαμπίλιζε, αν διέδιδε παντού πως είχε φερθεί σαν ηλίθια. «Πάψε πια, Νυνάβε. Πάψε να συμπεριφέρεσαι σαν ξεμυαλισμένο κοριτσάκι». Οι σκέψεις που έκανε για τον Ραντ σίγουρα δεν είχαν καμία σχέση με αυτό! Δεν είχε δα χαζέψει μαζί του! «Είσαι μία Άες Σεντάι κι υποτίθεται πως πρέπει να ηγηθείς. Κάν’ το, λοιπόν! Και λογικέψου!»
Διπλώνοντας τα χέρια στη μέση της, η Νυνάβε χαμήλωσε το κεφάλι. «Θα προσπαθήσω», ψέλλισε. «Πράγματι θα προσπαθήσω. Πάντως, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς νιώθω. Λυ... λυπάμαι».
Η Ηλαίην κόντεψε να καταπιεί τη γλώσσα της. Η Νυνάβε να απολογείται κιόλας; Η Νυνάβε να νιώθει ντροπιασμένη; Μάλλον ήταν άρρωστη.
Δεν κράτησε πολύ, φυσικά. Η Νυνάβε κοίταξε ξαφνικά συνοφρυωμένη το ανγκριάλ και καθάρισε τον λαιμό της. «Έδωσες ένα στην Αβιέντα, έτσι;», είπε ξερά. «Τέλος πάντων, υποθέτω πως είναι καλό κορίτσι. Κρίμα που πρέπει να επιτρέψουμε στις Θαλασσινές να το χρησιμοποιήσουν. Κάτι μου λέει ότι θ’ αρπαχτούν απ’ αυτό! Καλά, άσ’ τες να προσπαθήσουν! Ποιο απ’ όλα είναι το δικό μου;»
Αναστενάζοντας, η Ηλαίην τής έδωσε το βραχιόλι-με-τα-δαχτυλίδια κι εκείνη απομακρύνθηκε ψηλαφίζοντας το κόσμημα στο αριστερό της χέρι και φωνάζοντας σε όλους να πάνε στα πόστα τους. Μερικές φορές, ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τη Νυνάβε που ηγούνταν από τη Νυνάβε που εκφόβιζε. Για όσο, τουλάχιστον, ηγούνταν.
Το Κύπελλο των Ανέμων αναπαυόταν πάνω στο ξετυλιγμένο λευκό ύφασμα, στο κέντρο της λοφοκορυφής. Ένας ρηχός βαρύς δίσκος από καθαρό κρύσταλλο με δύο πόδια διάμετρο, δουλεμένος στο εσωτερικό του με πυκνά περιδινούμενα νέφη. Ένα περίκομψο κομμάτι, απλοϊκό όμως όταν σκεφτόσουν τι μπορούσε να κάνει, τι ήλπιζαν πως μπορούσε να κατορθώσει. Η Νυνάβε πήρε θέση πλάι του, ενώ το ανγκριάλ έκλεισε σφικτά γύρω απ’ τον καρπό της. Κούνησε το χέρι της, δείχνοντας έκπληκτη που οι αλυσίδες δεν την ενοχλούσαν· το κόσμημα ταίριαζε επάνω της σαν γάντι. Οι τρεις γυναίκες του Σογιού βρίσκονταν ήδη εκεί, με την Κίρστιαν και την Γκαρένια να έχουν στριμωχτεί πίσω από την πλάτη της Ρεάνε και να μοιάζουν πιο φοβισμένες από ποτέ — αν αυτό ήταν δυνατόν. Οι Ανεμοσκόποι στέκονταν ακόμα σε παράταξη πίσω από τη Ρενάιλ, περίπου είκοσι βήματα μακριά.
Ανασηκώνοντας τη σκιστή της φούστα, η Ηλαίην συνάντησε την Αβιέντα στο Κύπελλο και κοίταξε καχύποπτα τις Θαλασσινές. Άραγε, είχαν σκοπό να προκαλέσουν φασαρίες; Το φοβόταν αυτό από τη στιγμή που είχε πρωτακούσει για κάποιες γυναίκες στην αγροικία που ίσως ήταν αρκετά ισχυρές για να ενωθούν με τον σύνδεσμο. Οι Άθα’αν Μιέρε διατηρούσαν μια τόσο αυστηρή ιεραρχία, ώστε θα ντρόπιαζαν τον Λευκό Πύργο, κι η παρουσία της Γκαρένια σήμαινε πως η Ρενάιλ ντιν Κάλον Μπλε Άστρο, Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε, δεν θα αποτελούσε μέρος του κύκλου. Ήταν ανεπίτρεπτο.
Η Ρενάιλ κοίταξε βλοσυρά κι εξεταστικά τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί γύρω από το Κύπελλο. Έμοιαζε να τις ζυγιάζει, υπολογίζοντας τις ικανότητές τους. «Τάλααν ντιν Γκέλυν», γάβγισε ξαφνικά, «λάβε θέση!» Η φωνή της ήταν σαν μαστίγιο! Ακόμα κι η Νυνάβε αναπήδησε.
Η Τάλααν έκανε μια βαθιά υπόκλιση, έφερε το χέρι στην καρδιά της κι έτρεξε στο Κύπελλο. Μόλις έφυγε, η Ρενάιλ γάβγισε ξανά. «Μετάρα ντιν Τζουνάλ, λάβε θέση!» Η Μετάρα, πλαδαρή αλλά στιβαρή, πήρε κι αυτή τον δρόμο της Τάλααν. Καμία από τις δύο μαθητευόμενες δεν ήταν αρκετά ηλικιωμένη για να έχει κερδίσει αυτό που οι Θαλασσινοί αποκαλούσαν «αλατόνομα».
Άπαξ κι άρχισε, η Ρενάιλ συνέχισε να φωνάζει ονόματα με γοργό ρυθμό, στέλνοντας στις θέσεις τους τη Ράινυν κι άλλες δύο Ανεμοσκόπους, οι οποίες κινήθηκαν γρήγορα αλλά όχι τόσο όσο οι μαθητευόμενες. Σύμφωνα με τον αριθμό των μενταγιόν τους, η Νάιμε κι η Ρύσαελ, γυναίκες γεμάτες αξιοπρέπεια και με μια ήπια αύρα εξουσίας, βρίσκονταν υψηλότερα στην ιεραρχία από τη Ράινυν, ήταν ωστόσο εμφανώς πιο αδύναμες. Κατόπιν, η Ρενάιλ έκανε μια παύση, όχι μεγαλύτερη από ένα χτυποκάρδι, κι έπειτα η καταιγιστική λίστα των ονομάτων συνεχίστηκε. «Τεμπρέιλ ντιν Γκέλυν Νότιε Άνεμε, λάβε θέση! Κάιρε ντιν Γκέλυν Ορμητικό Κύμα, αναλαμβάνεις την αρχηγία!»
Η Ηλαίην βίωσε μια στιγμή ανακούφισης, επειδή η Ρενάιλ δεν είχε ονοματίσει την ίδια, που όμως δεν διήρκεσε περισσότερο από την παύση της δεύτερης. Η Τεμπρέιλ με την Κάιρε αντάλλαξαν μια σύντομη ματιά, η μία βλοσυρή κι η άλλη αυτάρεσκη, προτού κατευθυνθούν προς το μέρος του Κυπέλλου. Οκτώ σκουλαρίκια κι ένα πλήθος από μενταγιόν που καλύπτονταν μεταξύ τους ήταν τα χαρακτηριστικά κάθε Ανεμοσκόπου σε μια Κυρά των Κυμάτων Φατρίας. Μόνο η Ρενάιλ ήταν ανώιερή τους και μόνο η Ντορίλε μεταξύ των Θαλασσινών που ήταν μαζεμένες στην κορυφή του λόφου ήταν ισόβαθμή τους. Η Κάιρε με τα χρυσοΰφαντα κίτρινα μετάξια της ήταν ελαφρώς ψηλότερη, ενώ η Τεμπρέιλ με το κεντητό πράσινο φόρεμα ήταν κάπως πιο βλοσυρή. Κι οι δυο τους ήταν κάτι παραπάνω από ευπαρουσίαστες γυναίκες και δεν χρειαζόταν να ακούσεις τα ονόματά τους για να καταλάβεις πως ήταν αδελφές εξ αίματος. Είχαν κι οι δύο εξίσου μεγάλα μάτια, μαύρα σχεδόν, ολόιδια ίσια μύτη και ίδιο θεληματικό πηγούνι. Η Κάιρε ένευσε σιωπηλά προς ένα σημείο στα δεξιά της. Η Τεμπρέιλ παρέμεινε επίσης αμίλητη και δεν δίστασε να σταθεί εκεί που έδειχνε η αδελφή της, αλλά το πρόσωπό της ήταν πέτρινο. Συμπεριλαμβανομένης της ίδιας, ένας κύκλος από δεκατρείς γυναίκες περιέβαλλε το Κύπελλο ακουμπώντας σχεδόν η μία τον ώμο της άλλης. Τα μάτια της Κάιρε σπίθιζαν. Της Τεμπρέιλ φάνταζαν βαριά σαν μολύβι. Η Ηλαίην θυμήθηκε άλλο ένα γνωμικό της Λίνι. Κανένα μαχαίρι δεν είναι τόσο κοφτερό όσο το μίσος μιας αδελφής.
Η Κάιρε αγριοκοίταζε τον κύκλο των γυναικών γύρω από το Κύπελλο —αν και δεν ήταν ακόμα ακριβώς κύκλος— σαν να προσπαθούσε να αποτυπώσει την κάθε μορφή στο μυαλό της. Ή, ίσως, να αποτυπώσει την κατήφειά της στα δικά τους. Ξαφνικά, η Ηλαίην θυμήθηκε τι έπρεπε να κάνει· έδωσε βιαστικά στην Τάλααν το τελευταίο ανγκριάλ, τη μικρή κεχριμπαρένια χελώνα, αρχίζοντας να της εξηγεί τον τρόπο χρήσης του. Η εξήγηση ήταν απλή, αλλά αν ξεκινούσε κάποιος να το χρησιμοποιεί δίχως να γνωρίζει τον τρόπο, μπορεί να μην έβρισκε άκρη για ώρες ολόκληρες. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να πει ούτε πέντε λέξεις.
«Σιωπή!» βρυχήθηκε η Κάιρε. Με τις γεμάτες τατουάζ γροθιές ακουμπισμένες πάνω στους γοφούς της και τα πόδια σε επιθετική στάση, έμοιαζε να ανήκει σε πλήρωμα πλοίου έτοιμου για μάχη. «Δεν επιτρέπονται συνομιλίες εν ώρα καθήκοντος χωρίς την άδειά μου. Τάλααν, ν’ αναφερθείς αμέσως μόλις επιστρέψεις στο πλοίο σου». Τίποτα στον τόνο της Κάιρε δεν υποδήλωνε ότι απευθυνόταν στην ίδια της τη θυγατέρα. Η Τάλααν έκανε μια βαθιά υπόκλιση, άγγιξε την καρδιά της και μουρμούρισε κάτι που ούτε καν ακούστηκε. Η Κάιρε ρουθούνισε περιφρονητικά —αγριοκοιτάζοντας την Ηλαίην με έναν τρόπο που έκανε φανερή την επιθυμία της να αναφερθεί κι αυτή σε κάποιον— κι εξακολούθησε να μιλάει με μια φωνή που θα μπορούσε κάλλιστα να ακούγεται μέχρι τους πρόποδες του λόφου. «Σήμερα, θα επιχειρήσουμε να κάνουμε κάτι που δεν έχει γίνει από την εποχή του Τσακίσματος του Κόσμου, όταν οι πρόγονοί μας πολέμησαν με τον άνεμο και τα κύματα τρελάθηκαν. Χάρη στο Κύπελλο των Ανέμων και με τη χάρη του Φωτός, επέζησαν. Σήμερα, θα χρησιμοποιήσουμε το Κύπελλο των Ανέμων, που είχαμε χάσει για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια και που πρόσφατα ξαναβρέθηκε. Εντρύφησα στην αρχαία γνώση, μελέτησα τα αρχεία των ημερών όταν οι προγονικές μητέρες μας πρωτομάθαιναν τη θάλασσα και την Ύφανση των Ανέμων, όταν το αλάτι εισήλθε στο αίμα μας. Γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα οτιδήποτε αφορά στο Κύπελλο των Ανέμων». Η ματιά της έπεσε προς τη μεριά της αδελφής της, ένα βλέμμα ικανοποίησης που η Τεμπρέιλ δεν φάνηκε να εκτιμά ιδιαίτερα. Αυτό φάνηκε να ικανοποιεί ακόμα περισσότερο την Κάιρε. «Αυτό που δεν έχουν τη δυνατότητα να κατορθώσουν οι Άες Σεντάι, θα το κατορθώσω σήμερα εγώ, Φωτός θέλοντος. Αναμένω από κάθε παρισταμένη να παραμείνει στη θέση της μέχρι το τέλος. Δεν πρόκειται να δεχτώ καμιά μορφή αποτυχίας».
Οι υπόλοιπες Άθα’αν Μιέρε φάνηκαν να αποδέχονται το περιεχόμενο του λόγου της, όπως ήταν αναμενόμενο και πρέπον, αλλά οι γυναίκες του Σογιού κοιτούσαν την Κάιρε έκπληκτες και με ανοικτό το στόμα. Σύμφωνα με τη γνώμη της Ηλαίην, η λέξη «πομπώδης» δεν επαρκούσε για να περιγράψει την αγόρευση της Θαλασσινής. Ήταν ολοφάνερο ότι η Κάιρε περίμενε πως το Φως θα είχε όντως μείνει πλήρως ικανοποιημένο και, σε περίπτωση που δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η ίδια θα δυσαρεστούνταν πολύ! Η Νυνάβε έστρεψε τα μάτια της προς τα ουράνια με μια γκριμάτσα απόγνωσης κι άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά η Κάιρε την πρόλαβε.
«Νυνάβε», ανακοίνωσε με στόμφο η Ανεμοσκόπος, «θα μας κάνεις τώρα μια επίδειξη της ικανότητάς σου στη σύνδεση. Ετοιμάσου, γυναίκα, και γρήγορα!»
Ως απάντηση, η Νυνάβε έκλεισε ερμητικά τα μάτια της. Τα χείλη της... συστράφηκαν. Τα αγγεία της έμοιαζαν έτοιμα να εκραγούν. «Συμπεραίνω, λοιπόν, ότι αυτό σημαίνει πως έχω την άδεια να μιλήσω!» μουρμούρισε, χαμηλόφωνα ευτυχώς ώστε να μην ακουστεί από την Κάιρε στην απέναντι μεριά του κύκλου. Ανοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε με ένα χαμόγελο που φάνταζε αρκετά τρομακτικό σε συνδυασμό με τη γενικότερη έκφραση της. Ήταν δύστροπη και, γενικώς, γκρινιάρα.
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει κανείς είναι να αγκαλιάσει την Αληθινή Πηγή, Κάιρε». Το φως του σαϊντάρ έλαμψε ξαφνικά γύρω από τη Νυνάβε. Απ’ όσο μπορούσε να διαισθανθεί η Ηλαίην, η γυναίκα χρησιμοποιούσε ήδη το ανγκριάλ που κρατούσε στο χέρι της. «Υποθέτω, φυσικά, ότι γνωρίζεις πώς γίνεται». Αγνοώντας το ξαφνικό σφίξιμο στα χείλη της Κάιρε, η Νυνάβε συνέχισε. «Η Ηλαίην θα με βοηθήσει τώρα στην επίδειξη. Με την άδειά σου, φυσικά».
«Προετοιμάζομαι ν’ αγκαλιάσω την Πηγή», είπε γρήγορα η Ηλαίην, πριν προλάβει να ξεσπάσει η Κάιρε, «αλλά στην πραγματικότητα δεν την αγκαλιάζω». Ανοίχτηκε κι οι Ανεμοσκόποι έγειραν προς το μέρος της κοιτώντας την έντονα, αν και δεν υπήρχε τίποτα για να δουν. Ακόμα κι η Κίρστιαν με την Γκαρένια ξέχασαν τους φόβους τους κι άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον. «Ενόσω εγώ βρίσκομαι σ’ αυτήν την κατάσταση, η Νυνάβε πρέπει να αναλάβει τα υπόλοιπα».
«Απλώνομαι προς το μέρος της...» Η Νυνάβε έκανε μια παύση, κοιτώντας την Τάλααν. Η αλήθεια ήταν πως δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να της πει το παραμικρό. «Είναι περίπου το ίδιο όπως και μ’ ένα ανγκριάλ», είπε η Νυνάβε, απευθυνόμενη προς τη λεπτόκορμη μαθητευόμενη. Η Κάιρε γρύλισε κι η Τάλααν πάσχισε να κοιτάξει τη Νυνάβε με το κεφάλι κατεβασμένο. «Ανοίγεσαι στην Πηγή μέσω ενός ανγκριάλ, όπως εγώ ανοίγομαι μέσω της Ηλαίην. Είναι σαν να προσπαθείς να αγκαλιάσεις το ανγκριάλ και την Πηγή ταυτόχρονα. Για να πω την αλήθεια, δεν είναι και τόσο δύσκολο. Παρακολούθησε και θα δεις. Όταν έρθει η ώρα να σε φέρουμε στον κύκλο, μείνε στην περιφέρειά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω εσού, θα αγκαλιάσω και το ανγκριάλ».
Ασχέτως του αν είχε αυτοσυγκεντρωθεί ή όχι, στάλες ιδρώτα άρχισαν να σχηματίζονται στο μέτωπο της Ηλαίην, Δεν ήταν όμως από τη ζέστη. Της έγνεφε η Αληθινή Πηγή· παλλόταν, και μαζί της παλλόταν κι η ίδια. Απαιτούσε. Όσο πιο πολλή ώρα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το να αγγίξει την Πηγή, τόσο χειρότερη γινόταν η επιθυμία, τόσο περισσότερο αύξαινε η ανάγκη. Αιωρούμενη, άρχισε να τρέμει ελαφρά. Η Βαντέν τής είχε πει πως όσο περισσότερο διαβιβάζεις, τόσο χειρότερη γίνεται η προσμονή.
«Παρακολούθησε μαζί με την Αβιέντα», είπε η Νυνάβε στην Τάλααν. «Ξέρει πώς να—» Εκείνη τη στιγμή, παρατήρησε το πρόσωπο της Ηλαίην κι αποτελείωσε βιαστικά την πρόταση της. «Παρακολούθησε!»
Δεν ήταν ακριβώς το ίδιο με το να χρησιμοποιεί ένα ανγκριάλ, αλλά το προσέγγιζε πολύ. Ο σκοπός, επίσης, δεν ήταν να γίνει βιαστικά· η Νυνάβε, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είχε ανάλαφρο άγγιγμα. Η Ηλαίην ένιωθε λες και την ταρακουνούσαν· σε επίπεδο εξωτερίκευσης δεν συνέβαινε τίποτα, αλλά μέσα στο κεφάλι της το μυαλό της έμοιαζε να αναπηδά σαν να κουτρουβαλούσε σε μια λοφοπλαγιά. Το χειρότερο ήταν πως έμοιαζε σαν κάποιος να την σπρώχνει να αγκαλιάσει το σαϊντάρ με βασανιστική βραδύτητα. Της πήρε λιγότερο από ένα καρδιοχτύπι, αλλά ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες, μέρες. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Ξαφνικά, σαν φράγμα που σπάει από την πίεση, η Μία Δύναμη χύθηκε μέσα της, ένας κατακλυσμός ζωής, χαράς κι ευτυχίας, κι η ανάσα ξέφυγε από τα χείλη της σαν ατελείωτο αγκομαχητό ευχαρίστησης κι ανακούφισης, τόσο καταλυτικό που τα πόδια της τρίκλισαν. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει για να μη λαχανιάσει. Παραπαίοντας, σηκώθηκε κι έριξε στη Νυνάβε ένα δριμύτατο βλέμμα, αναγκάζοντάς τη να ανασηκώσει τους ώμους της σαν να ζητούσε συγγνώμη. Δεύτερη φορά μέσα στην ίδια μέρα! Φαίνεται πως όντως ο ήλιος είχε γίνει πράσινος.
«Τώρα, ελέγχω τη ροή του σαϊντάρ τόσο από αυτήν όσο κι από μένα», συνέχισε η Νυνάβε, αποφεύγοντας να κοιτάξει την Ηλαίην κατάματα, «και δεν θα σταματήσω μέχρι να την αφήσω ελεύθερη. Λοιπόν, μη φοβάστε ότι όποια κι αν ηγείται του κύκλου μπορεί να σας αναγκάσει να απορροφήσετε πολλή ενέργεια», κατέληξε, ρίχνοντας μια συνοφρυωμένη ματιά προς τη μεριά της Κάιρε και ρουθουνίζοντας. «Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μ’ ένα ανγκριάλ. Το ανγκριάλ σάς προφυλάσσει από την απορρόφηση επιπλέον Δύναμης και μάλιστα σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, μέσω ενός κύκλου ανίκανου να απορροφήσει υπερβολική ενέργεια. Η αλήθεια είναι πως, μέσω αυτού του κύκλου, δεν μπορείτε να απορροφήσετε τόση, όση...»
«Είναι επικίνδυνο!» τη διέκοψε η Ρενάιλ, κάνοντας στην άκρη με άγαρμπο τρόπο την Κάιρε και την Τεμπρέιλ. Στραβοκοίταξε τόσο τη Νυνάβε όσο και την Ηλαίην, καθώς και τις αδελφές που στέκονταν παράμερα του κύκλου. «Λες πως μια γυναίκα μπορεί τόσο απλά να δεσμεύσει μια άλλη, να την αιχμαλωτίσει και να τη χρησιμοποιήσει; Πόσον καιρό το γνωρίζετε αυτό εσείς, οι Άες Σεντάι; Σας προειδοποιώ πως, αν προσπαθήσετε να το εφαρμόσετε σε κάποια από μας...» Ήταν η σειρά της να τη διακόψουν.
«Δεν λειτουργεί έτσι, Ρενάιλ». Η Σάριθα άγγιξε την Γκαρένια, κι εκείνη μαζί με την Κίρστιαν αποτραβήχτηκαν για να κάνουν χώρο. Η νεαρή Καφετιά έριξε ένα αβέβαιο βλέμμα στη Νυνάβε, σταύρωσε τα χέρια της και πήρε μια στάση σαν να έκανε κήρυγμα σε τάξη. Κατόπιν, επικράτησε ηρεμία. Ίσως εκείνη τη στιγμή να έβλεπε τη Ρενάιλ πράγματι ως μαθήτρια. «Ο Πύργος έχει μελετήσει το ζήτημα εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ. Έχω διαβάσει κάθε σελίδα που διασώθηκε στη Βιβλιοθήκη του Πύργου σχετικά μ’ αυτές τις μελέτες. Έχει αποδειχτεί πέραν πάσης αμφιβολίας πως καμία γυναίκα δεν μπορεί να σχηματίσει σύνδεσμο με μια άλλη δίχως τη θέληση της τελευταίας. Απλά, δεν μπορεί να γίνει. Δεν φέρνει αποτέλεσμα. Είναι αναγκαίο να ενδώσει ηθελημένα, όπως όταν αγκαλιάζει το ίδιο το σαϊντάρ». Ακουγόταν κατηγορηματική, αλλά η Ρενάιλ εξακολουθούσε να είναι συνοφρυωμένη· πολύς κόσμος γνώριζε πώς οι Άες Σεντάι μπορούσαν να παρακάμψουν τον Όρκο ενάντια στο ψέμα.
«Και γιατί το μελέτησαν;» ρώτησε η Ρενάιλ με απαιτητικό ύφος. «Γιατί ενδιαφέρθηκε τόσο για κάτι τέτοιο ο Λευκός Πύργος; Μήπως εσείς, οι Άες Σεντάι, το μελετάτε ακόμα;»
«Αυτό καταντά γελοίο». Η οργή έσταζε από τη φωνή της Σάριθα. «Αν θέλεις να μάθεις, ο λόγος για τον οποίον ενδιαφέρθηκαν ήταν το πρόβλημα με τους άντρες που μπορούν να διαβιβάσουν. Το Τσάκισμα του Κόσμου ήταν ακόμα μία έντονη ανάμνηση για μερικούς. Φαντάζομαι πως οι περισσότερες αδελφές δεν θα το θυμούνται καν —δεν αποτελούσε μέρος της υποχρεωτικής διδασκαλίας πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ— αλλά στον κύκλο μπορούν να συμμετάσχουν κι άντρες και, καθώς ο κύκλος δεν σπάει, ακόμα κι αν πας για ύπνο... Ε, βλέπετε τα πλεονεκτήματα. Δυστυχώς, η αποτυχία ήταν απόλυτη. Για να επανέλθω όμως, επαναλαμβάνω πως είναι αδύνατον να εξαναγκάσεις μια γυναίκα να ενωθεί με τον κύκλο. Αν αμφιβάλλετε, δοκιμάστε το και θα δείτε».
Η Ρενάιλ συγκατάνευσε, αποδεχόμενη τελικά τα λόγια της. Δεν ήταν και πολλά αυτά που μπορούσε να κάνει κανείς όταν μια Άες Σεντάι ανέφερε ένα γεγονός ως τετελεσμένο. Η Ηλαίην, ωστόσο, εξακολουθούσε να αναρωτιέται. Τι υπήρχε, άραγε, στις σελίδες που δεν είχαν διασωθεί; Σε κάποιο σημείο, είχε παρατηρήσει μια αδιόρατη αλλαγή στην κυματιστή χροιά της φωνής της Σάριθα. Είχε να κάνει πολλές ερωτήσεις. Αργότερα όμως, όταν θα υπήρχαν λιγότερα αυτιά τριγύρω.
Όταν η Ρενάιλ κι η Σάριθα αποτραβήχτηκαν, η Νυνάβε ίσιωσε με μια σπασμωδική κίνηση τη σκιστή της φούστα, εμφανώς εξοργισμένη που την είχαν διακόψει, κι άνοιξε το στόμα της ξανά για να μιλήσει.
«Συνέχισε την επίδειξη, Νυνάβε», την πρόσταξε άγρια η Κάιρε. Το σκοτεινό της πρόσωπο θα μπορούσε να είναι λείο σαν παγωμένη λίμνη, αλλά ούτε κι αυτή ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη.
Το στόμα της Νυνάβε κινήθηκε πριν βγάλει ήχο κι, όταν τα κατάφερε, τα λόγια ξεχύθηκαν ασυγκράτητα, λες και φοβόταν πως όλο και κάποιος θα τη διέκοπτε πάλι.
Το επόμενο μέρος του μαθήματος αφορούσε στη μεταβίβαση του ελέγχου του κύκλου. Έπρεπε κι αυτό να γίνει εθελοντικά και, καθώς απλωνόταν προς τη Νυνάβε, η Ηλαίην κράτησε την ανάσα της μέχρι που αισθάνθηκε την αδιόρατη αλλαγή που σήμαινε πως τώρα ήλεγχε τη Δύναμη που έρεε μέσα της. Και μέσα από τη Νυνάβε, φυσικά. Δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον θα λειτουργούσε. Η Νυνάβε είχε τη δυνατότητα να φτιάξει εύκολα έναν κύκλο, αν κι όχι με ιδιαίτερη λεπτότητα, αλλά η μεταβίβαση της διαχείρισής του απαιτούσε ένα είδος υποταγής· ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τη Νυνάβε να παραιτηθεί του ελέγχου ή να συμμετάσχει στον κύκλο, όπως ακριβώς κάποτε δυσκολευόταν να αφεθεί στο σαϊντάρ. Να γιατί η Ηλαίην διατηρούσε προς το παρόν τον έλεγχο. Έπρεπε να μεταβιβαστεί στην Κάιρε, κι η Νυνάβε μπορεί να μην κατάφερνε να τον αποχωριστεί δύο φορές. Ίσως εκείνες οι συγγνώμες να της ήταν πολύ πιο εύκολες.
Η Ηλαίην συνδέθηκε μετά με την Αβιέντα, έτσι ώστε να μπορέσει να κατανοήσει η Τάλααν πώς γίνεται η δουλειά με ένα ανγκριάλ, όσο τουλάχιστον μπορούσε να κατανοήσει, κι όλα πήγαν τέλεια· η Αβιέντα μάθαινε πολύ γρήγορα και συμμείχθηκε εύκολα. Η Τάλααν ήταν το ίδιο γρήγορη, όπως αποδείχτηκε, προσθέτοντας την ακόμα μεγαλύτερη κι υποβοηθούμενη από το ανγκριάλ ροή της χωρίς κανένα πρόβλημα. Μία-μία, η Ηλαίην τις περιέλαβε όλες, κι η ίδια σχεδόν αναρίγησε από τον ποταμό της Δύναμης που κυλούσε μέσα της. Καμιά τους δεν απορροφούσε ακόμα όση ποσότητα μπορούσε, αλλά η ενέργεια διαρκώς αύξαινε, ειδικά από τη στιγμή που μπήκε στο παιχνίδι και το ανγκριάλ. Η αντίληψη της Ηλαίην, με κάθε προσθήκη σαϊντάρ, άγγιζε νέα ύψη. Μπορούσε να οσμιστεί τα βαριά αρώματα στα δαντελωτά χρυσαφιά κουτιά που φορούσαν οι Ανεμοσκόποι στους λαιμούς τους και να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο. Διέκρινε κάθε πιέτα, κάθε πτυχή στα φορέματα τόσο ξεκάθαρα, λες και πίεζε τη μύτη της πάνω στο ύφασμα κι ακόμα περισσότερο. Αντιλαμβανόταν και την πιο αδιόρατη κίνηση του αέρα πάνω στα μαλλιά και στην επιδερμίδα της, χάδια που δεν θα πρόσεχε ποτέ δίχως τη Δύναμη.
Βέβαια, αυτή δεν ήταν όλη η γκάμα της αντιληπτικότητάς της. Ο σύνδεσμος είχε κάποια συγκεκριμένη συγγένεια με τον δεσμό των Προμάχων, ήταν εξίσου σφοδρός και κατά κάποιον τρόπο πολύ πιο οικείος. Ήξερε πως μια μικροσκοπική φουσκάλα που είχε προκληθεί από την ανάβαση του λόφου ήταν η αιτία για έναν ελαφρύ πόνο στη δεξιά φτέρνα της Νυνάβε· η Νυνάβε ανέκαθεν υποστήριζε πως τα παπούτσια έπρεπε να είναι καλά και γερά, αλλά είχε μία αδυναμία στα κεντητά πασούμια. Το πρόσωπό της ήταν βλοσυρό και το βλέμμα της είχε καρφωθεί στην Κάιρε. Τα μπράτσα της ήταν σταυρωμένα, ενώ τα δάχτυλα πάνω στα οποία είχε εφαρμόσει το ανγκριάλ έπαιζαν με την πλεξούδα που ήταν ριγμένη πίσω από τον δεξιό της ώμο. Έμοιαζε με την προσωποποίηση της γαλήνης· μέσα της, ωστόσο, στροβιλιζόταν μια δίνη συναισθημάτων. Φόβος, ανησυχία, προσμονή, οργή, επιφυλακτικότητα κι ανυπομονησία συγκρούονταν μεταξύ τους και, πάνω απ’ όλα, καλύπτοντας τα πάντα μερικές φορές, κυματισμοί θερμότητας και κύματα έξαψης που απειλούσαν να αναφλεγούν. Αυτά τα τελευταία η Νυνάβε τα κατέπνιξε γρήγορα, ειδικά την έξαψη, μα εκείνα επέστρεφαν. Η Ηλαίην πίστεψε πως μπορούσε να τα αναγνωρίσει, αλλά έμοιαζαν με κάτι που πιάνεις φευγαλέα με την άκρη του ματιού σου κι εξαφανίζεται μόλις γυρίσεις το κεφάλι σου.
Παραδόξως, κι η Αβιέντα αισθανόταν φόβο, μα ελάχιστο και περιορισμένο, αλλά τον κατέπνιγε η αποφασιστικότητά της. Η Γκαρένια με την Κίρστιαν, που δεν σταμάτησαν στιγμή να τρέμουν, είχαν καταληφθεί πλήρως από τρόμο, τόσο έντονο που ήταν να απορεί κανείς που κατάφερναν να αγκαλιάσουν την Πηγή. Από την άλλη, η Ρεάνε ξεχείλιζε από ανυπομονησία, άσχετα αν ίσιωνε νευρικά τη φούστα της. Όσο για τις Αθα’αν Μιέρε... Ακόμα κι η Τεμπρέιλ απέπνεε μια επαγρύπνηση γεμάτη δυσπιστία, και δεν χρειάζονταν τα πεταχτά βλέμματα της Μετάρα και της Ράινυν για να καταλάβει κανείς πως το επίκεντρο ήταν η Κάιρε, που τις παρακολουθούσε όλες αυταρχικά και γεμάτη προσμονή.
Η Ηλαίην την είχε αφήσει τελευταία και δεν αποτελούσε έκπληξη που χρειάστηκε να κάνει τέσσερις προσπάθειες —τέσσερις!— για να φέρει τη γυναίκα στον κύκλο. Η Κάιρε, όπως κι η Νυνάβε, δεν ήταν από αυτές που υποχωρούν εύκολα. Η Ηλαίην ήλπιζε απεγνωσμένα πως είχαν διαλέξει αυτή τη γυναίκα για την ικανότητα της κι όχι για τον βαθμό της.
«Θα μεταβιβάσω τον κύκλο σε σένα τώρα», είπε τελικά στην Ανεμοσκόπο. «Αν ανακαλέσεις στη μνήμη σου όσα έκανα με τη Νυ...» Τα λόγια πάγωσαν για μια στιγμή στον λαιμό της, καθώς η χειραγώγηση του κύκλου αποσπάστηκε από αυτήν εξαιτίας της παραίτησής της. Ήταν μια αίσθηση λες και μια ξαφνική ριπή ανέμου πέταξε όλα τα ρούχα από πάνω της ή ξεκόλλησε τα κόκαλα από το κορμί της. Μια μανιασμένη εκπνοή βγήκε από το στόμα της, κι ούτε που την ένοιαζε αν έμοιαζε με φτύσιμο.
«Ωραία», είπε η Κάιρε, τρίβοντας τα χέρια της. «Ωραία». Όλη της η προσοχή είχε στραφεί στο Κύπελλο και το κεφάλι της συστρεφόταν από τη μια μεριά στην άλλη καθώς το μελετούσε. Τέλος πάντων, ίσως και να μην είχε εστιάσει όλη την προσοχή της. Η Ρεάνε έκανε να κάτσει, αλλά η Κάιρε, δίχως καν να την κοιτάξει, την έκοψε απότομα. «Μείνε στη θέση σου, γυναίκα! Δεν είναι παιχνιδάκι! Μείνε ακίνητη μέχρι να διαταχθείς να κινηθείς!»
Η Ρεάνε, ξαφνιασμένη, σηκώθηκε ξανά στα πόδια της, μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια της, αλλά όσον αφορά στην Κάιρε ήταν σαν να είχε πάψει να υπάρχει. Το βλέμμα της Ανεμοσκόπου παρέμεινε προσηλωμένο στην επίπεδη κρυσταλλική μορφή. Η Ηλαίην αισθάνθηκε μέσα της τόση αποφασιστικότητα, που θα κινούσε βουνό ολάκερο. Και κάτι άλλο, επίσης, μικροσκοπικό και καταλυτικό. Αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα; Αν, ύστερα από όλα αυτά, η γυναίκα όντως δεν ήξερε τι να κάνει...
Εκείνη τη στιγμή, η Κάιρε αναρρόφησε βαθιά και το σαϊντάρ πλημμύρισε την Ηλαίην, τόσο όσο μπορούσε να συγκρατήσει· ένα άρρηκτο δαχτυλίδι φωτός άστραψε κι ενώθηκε με τις γυναίκες του κύκλου, φωτεινότερο όπου χρησιμοποιούσαν το σαϊντάρ, αλλά διόλου αμυδρό σε κανένα σημείο της ακμής του. Η κοπέλα παρακολουθούσε προσεκτικά καθώς η Κάιρε διαβίβαζε, σχηματίζοντας μια πολύπλοκη ύφανση κι από τις Πέντε Δυνάμεις, ένα τετράκτινο άστρο, που τοποθέτησε στην κορυφή του Κυπέλλου με —η Ηλαίην ήταν σίγουρη— εξαιρετική ακρίβεια. Το άστρο άγγιξε το Κύπελλο κι η Ηλαίην ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Κάποτε, είχε διαβιβάσει ένα ελάχιστο ποσό ενέργειας στο Κύπελλο —στην κατάσταση του Τελ’αράν’ριοντ, για την ακρίβεια, και μάλιστα επρόκειτο για μια αντανάκλαση του Κυπέλλου, μολονότι εξακολουθούσε να κρύβει κινδύνους— και το καθάριο κρύσταλλο είχε πάρει ένα ωχρό γαλάζιο χρώμα, τα δε σκαλιστά νέφη κινήθηκαν. Τώρα, το Κύπελλο των Ανέμων ήταν όντως γαλάζιο, το καθαρό γαλάζιο του καλοκαιρινού ουρανού, και χνουδάτα, λευκά σύννεφα το διέσχιζαν με ταχύτητα.
Το τετράκτινο αστέρι έγινε πεντάκτινο, η σύνθεση της ύφανσης αλλοιώθηκε ελαφρά και το Κύπελλο ήταν μια πράσινη θάλασσα με τεράστια φουσκωμένα κύματα. Το πεντάκτινο έγινε εξάκτινο κι ο ουρανός άλλαξε σε ένα διαφορετικό μπλε χρώμα, πιο σκούρο, πιο χειμωνιάτικο ίσως, με βυσσινιά σύννεφα γεμάτα βροχή ή χιόνι. Επτάκτινο, και φάνηκε μια γκριζοπράσινη θάλασσα που λυσσομανούσε η καταιγίδα. Οκτάκτινο, και το μόνο που φαινόταν ήταν ο ουρανός. Εννιάκτινο, και παρουσιάστηκε μια θάλασσα, αλλά ξαφνικά η Ηλαίην αισθάνθηκε το ίδιο το Κύπελλο να αναρροφά το σαϊντάρ, ένας άγριος χείμαρρος πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που τυχόν θα κατάφερνε να φτιάξει ο ενωμένος κύκλος.
Οι αλλαγές συνεχίζονταν αμείωτες στο εσωτερικό του Κυπέλλου, πότε θάλασσα, πότε ουρανός, πότε κύματα, πότε σύννεφα, αλλά μια στριφογυριστή στήλη σαν πλέγμα, από σαϊντάρ ξεπήδησε από τον επίπεδο, κρυσταλλικό δίσκο, Φωτιά κι Αέρας, Νερό, Γη και Πνεύμα, μια στήλη από περίτεχνες δαντέλες πλατιά όσο το ίδιο το Κύπελλο, που σκαρφάλωνε ολοένα στα ουράνια μέχρι που η κορυφή της χάθηκε ψηλά. Η Κάιρε συνέχισε να υφαίνει, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό της. Έκανε μερικές παύσεις για να σκουπίσει τις αλμυρές σταγόνες από τα μάτια της, καθώς κοίταζε εξεταστικά τις εικόνες που σχηματίζονταν στο Κύπελλο και κατόπιν άρχιζε μια καινούργια ύφανση. Το μοτίβο της πλοκής στην παχιά στήλη άλλαζε με κάθε ύφανση, αντηχώντας ανεπαίσθητα αυτό που ύφαινε η Κάιρε.
Πάλι καλά που δεν ήθελε να εστιάσει στις ροές του κύκλου, σκέφτηκε η Ηλαίην. Αυτό που έκανε η γυναίκα απαιτούσε χρόνια ολόκληρα μελέτης, πολύ περισσότερα απ’ όσα είχε αφιερώσει η ίδια. Πολύ περισσότερα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε και κάτι άλλο. Η συνεχώς εναλλασσόμενη δαντέλα του σαϊντάρ λύγιζε γύρω από κάτι άλλο, κάτι αόρατο, που έκανε τη στήλη να μοιάζει συμπαγής. Ξεροκατάπιε. Το Κύπελλο, εκτός από σαϊντάρ, αναρροφούσε και σαϊντίν.
Η ελπίδα της πως καμία άλλη δεν είχε προβληματιστεί με αυτό εξαφανίστηκε μόλις έριξε μια ματιά στις υπόλοιπες γυναίκες. Οι μισές είχαν το βλέμμα τους καρφωμένο στην περιστρεφόμενη στήλη με μια έκφραση απέχθειας, σαν να κοιτούσαν τον ίδιο τον Σκοτεινό. Ο φόβος έγινε το ισχυρότερο μεταξύ των συναισθημάτων που τη διακατείχαν. Κάποια από αυτά προσέγγιζαν το επίπεδο των συναισθημάτων της Γκαρένια και της Κίρστιαν, οι οποίες ήταν απορίας άξιον που δεν είχαν λιποθυμήσει. Η Νυνάβε δεν απείχε και πολύ από το να κάνει εμετό, παρά την ξαφνικά ήρεμη φυσιογνωμία της. Η Αβιέντα έμοιαζε εξίσου γαλήνια εξωτερικά, αλλά από μέσα της αυτός ο ενδόμυχος φόβος ριγούσε και παλλόταν, πασχίζοντας να αυξηθεί.
Το μόνο που απέπνεε η Κάιρε ήταν αποφασιστικότητα, σκληρή κι ατσάλινη όσο κι η έκφρασή της. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την εμποδίσει, και σίγουρα όχι η απλή και μόνο παρουσία του μιασμένου από τη Σκιά σαϊντίν, αναμεμειγμένου στην ύφανση της. Τίποτα δεν θα τη σταματούσε. Εξακολούθησε να δουλεύει με τις ροές, και ξαφνικά οι αράχνινοι ιστοί του σαϊντάρ τεντώθηκαν από την αόρατη κορυφή της στήλης σαν ακανόνιστες ακτίνες τροχού, σαν συμπαγής βεντάλια που εκτεινόταν στον Νότο, ενώ πιο αραιές βεντάλιες έφθαναν βόρεια και βορειοδυτικά, δαντελωτές ακτίνες που απλώνονταν προς κάθε κατεύθυνση. Όσο μεγάλωναν, άλλαζαν και ποτέ δεν ήταν οι ίδιες από τη μια στιγμή στην άλλη, απλώνονταν ολοένα στον ουρανό, μέχρι που οι άκρες τους σχήματος έπαψαν να είναι ορατές. Η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως εδώ δεν υπήρχε αποκλειστικά η ενέργεια του σαϊντάρ. Τόπους-τόπους, αυτός ο αράχνινος ιστός λύγιζε γύρω από κάτι που δεν μπορούσε να δει. Η Κάιρε εξακολουθούσε να υφαίνει κι η στήλη χόρευε κάτω από τις εντολές της, το σαϊντάρ και το σαϊντίν μαζί, κι ο αράχνινος ιστός αλλοιωνόταν κι έρεε σαν ασύμμετρο καλειδοσκόπιο που περιστρεφόταν στα ουράνια κι εξαφανίζονταν ολοένα και πιο μακριά.
Δίχως προειδοποίηση, η Κάιρε ίσιωσε την πλάτη της κι απελευθέρωσε εντελώς την Πηγή. Η στήλη κι ο αράχνινος ιστός εξατμίστηκαν κι η γυναίκα κάθισε κάτω, γιατί δεν την κρατούσαν τα πόδια της, αναπνέοντας βαριά. Το Κύπελλο έγινε ξανά διαυγές, αν και μικρά μπαλώματα από σαϊντάρ εξακολουθούσαν να αστράφτουν και να τριζοβολούν στην περιφέρειά του. «Εγένετο, Φωτός θέλοντος», είπε κουρασμένα.
Η Ηλαίην ούτε που την άκουσε. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος να κλείσεις έναν κύκλο. Μόλις η Κάιρε ελευθέρωσε την Πηγή, η Δύναμη εξαφανίστηκε ταυτόχρονα από κάθε γυναίκα. Τα μάτια της Ηλαίην κόντεψαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Τη μια στιγμή ήταν σαν να στεκόταν στην κορυφή του ψηλότερου πύργου του κόσμου και ξαφνικά ο πύργος αυτός έπαυε να υπάρχει! Μέσα σε μία μόνο στιγμή, διόλου ευχάριστη βέβαια. Ένιωθε κουρασμένη, βέβαια όχι τόσο όσο αν είχε κάνει κάτι περισσότερο από το να λειτουργήσει ως διάμεσο, αλλά αυτό που ένιωθε περισσότερο ήταν η απώλεια. Το να αφήσει το σαϊντάρ ήταν κακό από μόνο του, αλλά το να το αφήσει να εξαφανιστεί εντελώς ήταν πέραν πάσης λογικής.
Οι άλλες είχαν υποφέρει πολύ χειρότερα από την ίδια. Καθώς η λάμψη που είχε ενωθεί με τον κύκλο έσβηνε σιγά-σιγά, η Νυνάβε κάθισε ακριβώς στο σημείο που στεκόταν, λες και τα πόδια της είχαν λιώσει, χαϊδεύοντας το βραχιόλι με τους κρίκους, κοιτώντας το και βαριανασαίνοντας. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της. «Αισθάνομαι σαν σήτα κουζίνας μέσα από την οποία πέρασε ολόκληρος μύλος», μουρμούρισε. Η χαλιναγώγηση τόσης Δύναμης είχε το τίμημά της, ακόμα κι αν δεν έκανες τίποτα άλλο, ακόμα κι αν είχες στην κατοχή σου ένα ανγκριάλ.
Η Τάλααν ταλαντεύτηκε σαν καλαμιά στον άνεμο, ρίχνοντας λαθραίες ματιές προς το μέρος της μητέρας της, εμφανώς φοβισμένη να κάτσει. Η Αβιέντα στεκόταν στητή κι η σταθερή έκφραση της μαρτυρούσε πως η δύναμη της θέλησης ήταν εξίσου σημαντική με οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο, ένα ανάλαφρο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της κι έκανε μια χειρονομία χρησιμοποιώντας τη χειρομιλία των Κορών —άξιζε τον κόπο— κι αμέσως μετά άλλη μία — και με το παραπάνω. Άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω. Όλες τους φάνταζαν εξουθενωμένες, αν κι όχι τόσο όσο εκείνες που είχαν χρησιμοποιήσει το ανγκριάλ. Το Κύπελλο των Ανέμων ησύχασε τελικά και τώρα δεν ήταν παρά ένα φαρδύ κύπελλο πεντακάθαρου κρύσταλλου, διακοσμημένο πλέον με πανύψηλα κύματα. Το σαϊντάρ, ωστόσο, έμοιαζε να είναι ακόμα παρόν, άσχετα αν δεν το χειριζόταν κανείς και δεν ήταν καν ορατό. Πάντως, όλο και ξεπηδούσαν αμυδρές λάμψεις σαν κι αυτές που παιχνίδιζαν γύρω από το Κύπελλο λίγο πριν.
Η Νυνάβε ανασήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε σκυθρωπά τον ασυννέφιαστο ουρανό. Κατόπιν, χαμήλωσε τη ματιά της προς το μέρος της Κάιρε. «Προς τι όλα αυτά; Καταφέραμε τίποτα ή όχι;» Μια πνοή αέρα αναδεύτηκε στη λοφοκορυφή, ζεστού αέρα λες και προερχόταν από καμιά κουζίνα.
Η Ανεμοσκόπος σηκώθηκε, παλεύοντας να σταθεί στα πόδια της. «Μήπως νομίζεις πως η Ύφανση των Ανέμων είναι σαν να ρίχνεις τη λαγουδέρα στο καΐκι;» ρώτησε απαιτητικά αλλά και γεμάτη περιφρόνηση. «Μόλις που κούνησα το πηδάλιο μιας τράτας με ένα δοκάρι πλατύ όσο ο κόσμος όλος! Θα πάρει χρόνο μέχρι να γυρίσει, μέχρι να αντιληφθεί ότι επιβάλλεται να γυρίσει, ότι πρέπει να γυρίσει. Όταν γυρίσει, όμως, ούτε ο Πατέρας των Θυελλών ο ίδιος δεν θα καταφέρει να της σταθεί εμπόδιο. Τα κατάφερα, Άες Σεντάι, και το Κύπελλο των Ανέμων είναι πια δικό μας!»
Η Ρενάιλ μπήκε στον κύκλο και γονάτισε πλάι στο Κύπελλο. Προσεκτικά, άρχισε να διπλώνει το λευκό μεταξένιο ύφασμα γύρω του. «Θα το πάω στην Κυρά των Πλοίων», είπε απευθυνόμενη στη Νυνάβε. «Εκπληρώσαμε το μέρος της συμφωνίας που μας αναλογεί. Τώρα, εσείς, Άες Σεντάι, πρέπει να εκπληρώσετε το δικό σας». Ένας ήχος ακούστηκε από τον λαιμό της Μέριλιλ, αλλά μόλις η Ηλαίην τής έριξε ένα βλέμμα, η Γκρίζα αδελφή έγινε η προσωποποίηση της αυτοπειθαρχίας.
«Μπορεί να κάνατε το χρέος σας», είπε η Νυνάβε καθώς σηκωνόταν με κάποια αστάθεια. «Μπορεί. Αυτό θα το δούμε όταν αυτή η... τράτα για την οποία μιλάτε γυρίσει. Αν, δηλαδή, γυρίσει!» Η Ρενάιλ την κοιτούσε με βλέμμα αγριωπό πάνω από το Κύπελλο, αλλά η Νυνάβε την αγνόησε. «Παράξενο», μουρμούρισε, τρίβοντας τα μηνίγγια της. Το βραχιόλι με τους κρίκους πιάστηκε στα μαλλιά της κι έκανε μια γκριμάτσα. «Αισθάνομαι σχεδόν μια απόμακρη ηχώ του σαϊντάρ. Αυτό θα πρέπει να είναι!»
«Όχι», είπε αργά η Ηλαίην. «Το αισθάνομαι κι εγώ». Δεν ήταν μόνο αυτό το αδιόρατο τριζοβόλημα στον αέρα και, για την ακρίβεια, ούτε μονάχα αυτή η ηχώ. Ήταν περισσότερο η σκιά μιας ηχούς, τόσο αμυδρή, που έμοιαζε σαν να διαισθάνεται κάποιον που χρησιμοποιούσε το σαϊντάρ σε... Στράφηκε να κοιτάξει. Στον νότιο ορίζοντα άστραφταν οι κεραυνοί, δεκάδες αστροπελέκια σε ζωηρό ασημογάλαζο χρώμα με φόντο τον απογευματινό ουρανό. Ήταν πολύ κοντά στο Έμπου Νταρ.
«Καταιγίδα είναι;» ρώτησε με ανυπομονησία η Σάριθα. «Ο καιρός θα έπρεπε να είχε φτιάξει ήδη». Όμως, ακόμα κι εκεί που λυσσομανούσαν οι διχαλωτές αστραπές, δεν υπήρχαν σύννεφα. Η Σάριθα δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να διαισθανθεί την επιρροή του σαϊντάρ από αυτήν την απόσταση.
Η Ηλαίην ανατρίχιασε. Αυτή δεν ήταν και τόσο ισχυρή, εκτός κι αν κάποιος χρησιμοποιούσε τόση ενέργεια όση χρησιμοποίησαν οι ίδιες σ’ αυτήν τη λοφοκορυφή. Πενήντα ή κι εκατό ακόμα Άες Σεντάι που διαβιβάζουν συγχρόνως. Ή... «Όχι κάποιος από τους Αποδιωγμένους», μουρμούρισε. Μια γυναίκα πίσω της άφησε έναν θρηνητικό αναστεναγμό.
«Αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει ένα άτομο μοναχό του», συμφώνησε σιγανά η Νυνάβε. «Μπορεί να μην μας διαισθάνονται όπως τους διαισθανόμαστε εμείς, είναι μια πιθανότητα, αλλά σίγουρα θα έχουν προσέξει κάτι, εκτός κι αν είναι τυφλοί. Που το Φως να κάψει την τύχη μας!» Άσχετα αν μιλούσε σιγανά, ήταν ολοφάνερος ο εκνευρισμός της. Μάλωνε συχνά την Ηλαίην επειδή χρησιμοποιούσε παρόμοια γλώσσα. «Πάρε μαζί σου όποια πηγαίνει στο Άντορ, Ηλαίην. Θα... Θα σας συναντήσω εκεί. Ο Ματ βρίσκεται στην πόλη. Πρέπει να γυρίσω για χάρη του. Που να τον πάρει, με έσωσε και πρέπει να του το ανταποδώσω».
Η Ηλαίην σταύρωσε τα χέρια της γύρω από τη μέση της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε αφήσει τη Βασίλισσα Τάυλιν στο έλεος του Φωτός. Η Τάυλιν θα επιβίωνε, αν ήταν δυνατόν. Ο Ματ Κώθον όμως, αυτό το τόσο ξένο και διδακτικό αντικείμενό της; Ο πλέον απίθανος σωτήρας της. Είχε έρθει για εκείνη και, μάλιστα, είχε προσφέρει πολύ περισσότερα. Επιπλέον, ήταν κι ο Θομ Μέριλιν. Ο αγαπητός Θομ, που η ίδια μερικές φορές ευχόταν να είναι ο αληθινός της πατέρας, και το Φως μόνο ξέρει ποια θα ήταν η μητέρα της. Ήταν κι αυτό το αγόρι, ο Όλβερ, κι ο Τσελ Βάνιν, και... Έπρεπε να σκεφτεί σαν βασίλισσα. Το Ρόδινο Στέμμα είναι βαρύτερο από βουνό, είχε πει η μάνα της, και το καθήκον θα σε κάνει να κλάψεις, αλλά πρέπει να αντέξεις και να κάνεις αυτό που χρειάζεται.
«Όχι», είπε, κι έπειτα με ακόμα πιο σταθερή φωνή, «όχι. Κοίτα πως είσαι, Νυνάβε. Μόλις που μπορείς να σταθείς όρθια. Ακόμα κι αν πηγαίναμε όλες, τι θα γινόταν; Πόσοι Αποδιωγμένοι είναι μαζεμένοι εκεί; Θα σκοτωνόμασταν, ίσως και κάτι ακόμα χειρότερο, για το τίποτα. Οι Αποδιωγμένοι δεν έχουν κανέναν λόγο να ψάχνουν τον Ματ ή τους υπόλοιπους. Εμάς θα αναζητήσουν».
Η Νυνάβε την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, η πεισματάρα Νυνάβε, με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό της και με τα πόδια της να τρικλίζουν. Η καταπληκτική, θαρραλέα αλλά κι ανόητη Νυνάβε. «Υπονοείς πως πρέπει να τον αφήσουμε στην τύχη του, Ηλαίην; Αβιέντα, πες της κάτι. Μίλησέ της για την τιμή, στην οποία δεν έπαψες στιγμή να πιστεύεις!»
Η Αβιέντα δίστασε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της. Ήταν ιδρωμένη κι αυτή, όπως η Νυνάβε, και από τον τρόπο που κινούνταν φαίνονταν εξίσου καταπονημένη. «Υπάρχουν φορές που μάχεσαι δίχως καμιά ελπίδα, Νυνάβε, αλλά η Ηλαίην έχει δίκιο. Ο Σκοτεινόψυχος δεν πρόκειται να ψάξει για τον Ματ Κώθον. Εμάς κυνηγάει, όπως επίσης και το Κύπελλο. Ίσως να έχει φύγει ήδη από την πόλη. Αν πάμε εκεί, ρισκάρουμε να τους προσφέρουμε μόνες μας αυτό που μπορεί να καταστρέψει ό,τι καταφέραμε. Όπου κι αν στείλουμε το Κύπελλο, είναι ικανοί να μας αναγκάσουν να τους μαρτυρήσουμε πού και σε ποιον το στείλαμε».
Το πρόσωπο της Νυνάβε στρεβλώθηκε από πόνο. Η Ηλαίην άπλωσε τα χέρια της γύρω από τους ώμους της.
«Σκιογέννημα!» ούρλιαξε κάποια και ξαφνικά όλες οι γυναίκες αγκάλιασαν το σαϊντάρ σε όλη την έκταση της λοφοκορυφής. Μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν όσο πιο γρήγορα γινόταν από τα χέρια της Μέριλιλ, της Κάρεαν και της Σάριθα. Μια τεράστια φτερωτή μορφή κατακρημνίστηκε από τον ουρανό τυλιγμένη στις φλόγες, αφήνοντας πίσω της ένα ίχνος λιπαρού μαύρου καπνού, κι έπεσε μόλις λίγο πιο πέρα από τον λόφο.
«Κι άλλο!» φώναξε η Κίρστιαν, δείχνοντας με το δάχτυλό της. Ένα δεύτερο φτερωτό πλάσμα βούτηξε πέρα από τον λόφο, με το σώμα του στο μέγεθος του αλόγου και τα γεμάτα ραβδώσεις φτερά του τριάντα και πλέον βήματα σε έκταση. Ο μακρύς του λαιμός ήταν τεντωμένος μπροστά και η ακόμα μακρύτερη ουρά του ανέμιζε πίσω. Δύο φιγούρες ήταν σκυφτές πάνω στην πλάτη του. Μια θύελλα φωτιάς φάνηκε στο κατόπι του, ταχύτερη από την Αβιέντα και τις Θαλασσινές, οι οποίες δεν πρόλαβαν καλά-καλά να κουνήσουν τα χέρια τους για να σχηματίσουν Ύφανση. Ακολούθησε ένα χαλάζι από φλόγες, τόσο πυκνό που έμοιαζε σαν η Φωτιά να σχηματιζόταν από το πουθενά, και το πλάσμα διέφυγε με ελιγμούς πίσω από τον λόφο, από την άλλη μεριά του αγροκτήματος, και φάνηκε να χάνεται.
«Το σκοτώσαμε;» ρώτησε η Σάριθα. Τα μάτια της έλαμπαν ζωηρά και ανέπνεε γρήγορα από την έξαψη.
«Άραγε, το χτυπήσαμε καν;» γρύλισε με αηδία μία από τις Άθα’αν Μιέρε.
«Σκιογέννημα», μουρμούρισε με θαυμασμό η Μέριλιλ. «Να, λοιπόν! Αυτό, τουλάχιστον, αποδεικνύει πως οι Αποδιωγμένοι βρίσκονται ακόμα στο Έμπου Νταρ».
«Δεν ήταν Σκιογέννημα», είπε η Ηλαίην με άδεια φωνή. Στο πρόσωπο της Νυνάβε διαγραφόταν η οδύνη. Μάλλον γνώριζε κι αυτή. «Το ονομάζουν ράκεν. Είναι οι Σωντσάν. Πρέπει να φύγουμε, Νυνάβε, και να πάρουμε μαζί μας κάθε γυναίκα της αγροικίας. Μπορεί να σκοτώσαμε αυτό το πράγμα, μπορεί και όχι, αλλά το σίγουρο είναι πως θα έρθουν κι άλλα. Όποια μείνει πίσω, μέχρι αύριο το πρωί θα φοράει το λουρί της νταμέην». Η Νυνάβε ένευσε, αργά κι επώδυνα· η Ηλαίην νόμισε πως την άκουσε να μουρμουρίζει: «Ω, Ματ».
Η Ρενάιλ πλησίασε κρατώντας στα χέρια της το Κύπελλο, φασκιωμένο για άλλη μια φορά με το λευκό κάλυμμα. «Κάποια από τα πλοιάριά μας συνάντησαν αυτούς τους Σωντσάν. Αν βρίσκονται στο Έμπου Νταρ, σημαίνει πως τα πλοία τους αρμένισαν. Το πλοίο μου δίνει μάχη κι εγώ λείπω από το κατάστρωμά του! Φεύγουμε αυτή τη στιγμή!» Κι αμέσως σχημάτισε την ύφανση μιας πύλης.
Δεν ήταν, φυσικά, παρά ένα μπερδεμένο και άχρηστο κουβάρι που έλαμψε ζωηρά για μια στιγμή κι έπειτα κατέρρευσε στο κενό, αλλά η Ηλαίην τσίριξε παρά τη θέλησή της. Εκεί, ακριβώς ανάμεσά τους! «Δεν πρόκειται να φύγεις από δω, παρεκτός αν μείνεις όσο χρειάζεται για να μάθεις καλά αυτήν τη λοφοκορυφή», της είπε απότομα. Ήλπιζε καμιά από τις γυναίκες του κύκλου να μην είχε προσπαθήσει να υφάνει. Η κατοχή του σαϊντάρ ήταν ο γρηγορότερος τρόπος για να μάθεις ένα μέρος. Θα μπορούσε κάλλιστα να το κάνει να δουλέψει, και το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν κι οι άλλες. «Όπου κι αν είσαι, δεν μπορείς να μεταφερθείς σε ένα κινούμενο πλοίο. Δεν νομίζω να είναι καν δυνατόν!» Η Μέριλιλ ένευσε καταφατικά, αν κι αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Οι Άες Σεντάι πίστευαν για αρκετά πράγματα πως είναι αληθινά, και μερικά όντως ήταν. Όσο, τουλάχιστον, πίστευαν οι Θαλασσινοί πως υπήρχε απόδειξη. Η Νυνάβε, καταβεβλημένη και κοιτώντας στο κενό, δεν ήταν σε θέση να ηγηθεί εκείνη τη στιγμή, κι έτσι η Ηλαίην συνέχισε. Ήλπιζε πως θα μπορούσε να κάνει περήφανη τη μνήμη της μητέρας της. «Το κυριότερο, όμως, είναι πως δεν μπορείς να πας πουθενά παρά μόνο μαζί μας, γιατί η συμφωνία δεν είναι ολοκληρωμένη. Το Κύπελλο των Ανέμων δεν θα είναι δικό σας μέχρι ο καιρός να αποκατασταθεί». Αυτό δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, εκτός κι αν παράλλασσες κάπως τα λόγια της συμφωνίας, και η Ρενάιλ άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά η Ηλαίην συνέχισε ακάθεκτη. «Και επιπλέον, επειδή κάνατε μια συμφωνία με τον Μάτριμ Κώθον, τον υποτελή μου. Ή θα πας εθελοντικά εκεί που θέλω εγώ, ή δεμένη πάνω στο σαμάρι. Αυτές ήταν οι επιλογές τις οποίες αποδεχτήκατε. Λοιπόν, κατέβα τώρα από αυτόν τον λόφο, Ρενάιλ ντιν Κάλον Μπλε Άστρο, προτού οι Σωντσάν πέσουν επάνω μας με έναν ολόκληρο στρατό και με μερικές εκατοντάδες γυναίκες ικανές να διαβιβάσουν και που θα έδιναν τα πάντα για να μας δουν με περιλαίμια στο πλευρό τους. Τώρα! Τρέξτε!»
Και, προς μεγάλη της έκπληξη, άρχισαν να τρέχουν.