Η Ηλαίην άρχισε να τρέχει κι αυτή, φυσικά, κρατώντας ψηλά τη φούστα της και προπορεύτηκε γρήγορα στο βρώμικο και χιλιοπατημένο μονοπάτι. Μόνο η Αβιέντα παρέμεινε κοντά της, παρ’ όλο που δεν είχε ιδέα πώς να τρέξει με φόρεμα, άσχετα αν ήταν σχιστό ή όχι. Ήταν κουρασμένη, αλλιώς θα είχε προσπεράσει κατά πολύ την Ηλαίην. Οι υπόλοιπες ακολουθούσαν ξοπίσω τους, κατά μήκος του στενού, φιδογυριστού μονοπατιού. Καμιά από τις Άθα’αν Μιέρε δεν προσπερνούσε τη Ρενάιλ, η οποία, παρά τα μεταξένια παντελόνια που φορούσε, δεν μπορούσε να κινηθεί πολύ γρήγορα κρατώντας το Κύπελλο αγκαλιά. Η Νυνάβε δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς κι έσπρωχνε, ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες, φωνάζοντας να φύγουν από τον διάβα της όταν τύχαινε να πέσει επάνω τους, ανεξαρτήτως αν ήταν Ανεμοσκόποι, γυναίκες του Σογιού ή Άες Σεντάι.
Αναπηδώντας στην κατηφοριά κι έτσι όπως σκόνταφτε και σηκωνόταν ξανά, η Ηλαίην ήθελε να σκάσει στα γέλια παρά τη βιασύνη τους. Παρά τον κίνδυνο. Η Λίνι κι η μητέρα της της απαγόρευαν αυστηρά το τρέξιμο και το σκαρφάλωμα στα δέντρα από τότε που ήταν δώδεκα ετών, αλλά δεν ήταν μόνο η ατόφια ευχαρίστηση του τρεξίματος που την έκανε να νιώθει τόσο απολαυστικά. Η συμπεριφορά της ήταν συμπεριφορά βασίλισσας και μάλιστα απολύτως πειστική! Ηγούνταν μίας ομάδας ανθρώπων για να τους οδηγήσει μακριά από τον κίνδυνο, κι εκείνοι την ακολουθούσαν! Όλη της τη ζωή προετοιμαζόταν γι’ αυτό. Γελούσε επειδή ένιωθε ικανοποιημένη, κι η καυτή λάμψη της υπερηφάνειας έμοιαζε έτοιμη να ξεχειλίσει από τη σάρκα της όπως η ακτινοβολία του σαϊντάρ.
Παίρνοντας την τελευταία στροφή, βάλθηκε να τρέχει στην τελική ευθεία, δίπλα σε μια από τις ψηλές αποθήκες με τον άσπρο σοβά, αλλά σκόνταψε πάνω σε μια σχεδόν θαμμένη πέτρα. Έπεσε μπροστά βαριά, με τα χέρια της να ανεμίζουν, και ξαφνικά βρέθηκε να κάνει τούμπες στον αέρα. Δεν είχε χρόνο ούτε καν να τσιρίξει. Με έναν γδούπο που έκανε τα δόντια της να τρίξουν και της έκοψε την ανάσα, προσγειώθηκε απότομα στην άκρη του μονοπατιού και βρέθηκε μπροστά ακριβώς στην Μπιργκίτε. Για μια στιγμή ούτε να σκεφτεί δεν μπορούσε, κι όταν το έκανε, δεν φάνηκε διόλου ευχαριστημένη. Να που κατάντησε η βασιλική αξιοπρέπεια. Τραβώντας τα μαλλιά της, που είχαν πέσει μπροστά στο πρόσωπό της, πάσχισε να ανασάνει περιμένοντας την κοφτή προσταγή της Μπιργκίτε. Ήταν μια καλή ευκαιρία για την άλλη γυναίκα να παίξει τη μεγαλύτερη και σοφότερη αδελφή ως εκδίκηση, και σπάνια άφηνε τέτοιες ευκαιρίες να περάσουν ανεκμετάλλευτες.
Προς μεγάλη έκπληξη της Ηλαίην, η Μπιργκίτε τη σήκωσε όρθια πριν τη φτάσει η Αβιέντα, και μάλιστα χωρίς το αδιόρατο μειδίαμα που είχε διαγραφεί στα χείλη της Προμάχου. Το μόνο που διαισθανόταν η Ηλαίην από τη μεριά της Προμάχου της ήταν μια αίσθηση... συγκέντρωσης. Κάπως έτσι φανταζόταν πως θα ένιωθε κι ένα βέλος στηριγμένο σε μια τεντωμένη χορδή τόξου. «Το σκάμε ή πολεμάμε;» ρώτησε η Μπιργκίτε. «Αναγνώρισα αυτά τα πτηνά των Σωντσάν από το Φάλμε και, για να είμαι ειλικρινής, προτείνω να το σκάσουμε. Το τόξο μου είναι συνηθισμένο για τα δεδομένα της ημέρας». Η Αβιέντα τής έριξε μια ελαφρώς συνοφρυωμένη ματιά κι η Ηλαίην αναστέναξε. Η Μπιργκίτε έπρεπε να μάθει να συγκρατεί τα λόγια της, αν όντως ήθελε να κρύψει την αληθινή της ταυτότητα.
«Φυσικά και το σκάμε», είπε η Νυνάβε λαχανιασμένη, κατεβαίνοντας με κόπο το τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού. «Πολεμάμε ή το σκάμε! Τι ηλίθια ερώτηση! Μήπως νομίζεις πως είμαστε τελείως... μα το Φως! Τι κάνουν;» Ο τόνος της φωνής της υψωνόταν όλο και περισσότερο. «Άλις! Άλις, πού είσαι; Άλις! Άλις!»
Ξαφνιασμένη, η Ηλαίην αντιλήφθηκε πως στο αγρόκτημα επικρατούσε αναστάτωση, όπως τότε που είχαν αναγνωρίσει το πρόσωπο της Κάρεαν, ίσως και χειρότερη. Εκατό σαράντα εφτά γυναίκες του Σογιού κατοικούσαν προς το παρόν στο μέρος εκείνο, είχε αναφέρει η Άλις, συμπεριλαμβανομένων πενήντα τεσσάρων Σοφών με πορφυρές ζώνες που στάλθηκαν μερικές μέρες πριν, καθώς κι ενός αριθμού άλλων που απλώς διέρχονταν από την πόλη. Τώρα, έμοιαζαν όλες τους να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση, μαζί με κάμποσες από τις υπόλοιπες γυναίκες επίσης. Οι περισσότεροι από τους υπηρέτες τους Παλατιού Ταράσιν, με τις πράσινες κι άσπρες λιβρέες τους, έτρεχαν από δω κι από κει, κουβαλώντας διάφορα φορτία. Πάπιες και κότες ξεπηδούσαν μέσα στην αναμπουμπούλα, πεταρίζοντας και κρώζοντας, προσθέτοντας στη γενικότερη αναταραχή. Η Ηλαίην είδε ακόμα κι έναν Πρόμαχο, τον ψαρομάλλη Τζάεμ της Βαντέν, να τριποδίζει, με τα νευρώδη του μπράτσα τυλιγμένα γύρω από ένα σακί γεμάτο φυτικές ίνες!
Η Άλις εμφανίστηκε λες από το πουθενά, γεμάτη αυτοκυριαρχία και συγκέντρωση, παρά τον ιδρώτα στο πρόσωπό της. Η κάθε πλεξούδα στα μαλλιά της ήταν τακτοποιημένη και το φόρεμα της έμοιαζε κατάλληλο πιο πολύ για βόλτα. «Δεν υπάρχει λόγος να τσιρίζετε», είπε ήρεμα, τοποθετώντας τις γροθιές της στους γοφούς της. «Η Μπιργκίτε μού ανέφερε τι είναι αυτά τα πουλιά, και σκέφτηκα πως θα μπορούσαμε να φύγουμε νωρίτερα παρά αργότερα, ειδικά όταν σας είδα να κατηφορίζετε τον λόφο λες και σας κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός. Είπα σε όλες να πάρουν μαζί τους από ένα καθαρό φόρεμα η κάθε μία, τρεις αλλαξιές και κάλτσες, σαπούνι, πανέρια για τα σύνεργα μανταρίσματος, καθώς κι ό,τι χρήματα διαθέτουν. Αυτά και τίποτ’ άλλο. Οι τελευταίες δέκα θα αναλάβουν τη λάντζα, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Αυτό θα τις κάνει να βγάλουν φτερά στα πόδια. Είπα στους υπηρέτες να μαζέψουν όσο πιο πολλά φαγώσιμα μπορούν, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Και στους Προμάχους σας. Οι περισσότεροι είναι λογικεμένοι άνθρωποι, και μάλιστα απρόσμενα λογικοί για άντρες. Μήπως το γεγονός πως είναι Πρόμαχοι έχει κάποια σχέση μ’ αυτό;»
Η Νυνάβε στεκόταν ακίνητη, με το σαγόνι της να κρέμεται από την έκπληξη, έτοιμη να δώσει εντολές, παρ’ όλο που ήδη είχαν δοθεί. Τα διάφορα συναισθήματα εναλλάσσονταν με γρήγορους ρυθμούς πάνω στο πρόσωπό της. «Πολύ καλά», μουρμούρισε τελικά, αν και κάπως ξινισμένα. Ξαφνικά, το πρόσωπό της έλαμψε. «Οι γυναίκες που δεν ανήκουν στο Σόι. Μα, ναι! Θα πρέπει να...»
«Ηρέμησε», παρενέβη η Άλις, κάνοντας μια καταπραϋντική χειρονομία. «Οι πιο πολλές έφυγαν ήδη. Κυρίως όσες είχαν συζύγους ή οικογένειες που ανησυχούσαν. Ακόμα και να ήθελα, δεν θα ήταν δυνατόν να τις κρατήσω. Καμιά τριανταριά όμως από δαύτες πιστεύουν πως αυτά τα πουλιά είναι όντως Σκιογεννήματα, και θέλουν να μείνουν όσο πιο κοντά γίνεται στις Άες Σεντάι». Ένα απότομο ρουθούνισμα αποκάλυψε την πραγματική της γνώμη γι’ αυτό το θέμα. «Λοιπόν, σύνελθε. Πιες λίγο κρύο νερό, όχι πολύ γρήγορα, και ρίξε λιγάκι στο πρόσωπό σου. Εγώ πρέπει να αναλάβω την επιτήρηση κάποιων πραγμάτων». Έριξε μια ματιά στον χαλασμό και, βλέποντας τους πάντες να τρέχουν από δω κι από κει, η Άλις κούνησε το κεφάλι της. «Μερικές θα ήταν χαλαρές ακόμα κι αν οι Τρόλοκ κατέβαιναν από τους λόφους, κι οι περισσότερες αριστοκράτισσες ποτέ δεν συνήθισαν πραγματικά τους κανόνες μας. Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να κάνω δυο τρεις υπενθυμίσεις πριν φύγουμε». Λέγοντας αυτά, άρχισε να κατηφορίζει με ήρεμο βήμα, κατευθυνόμενη προς την αναστάτωση που επικρατούσε στην αγροικία κι αφήνοντας τη Νυνάβε με το στόμα να χάσκει.
«Λοιπόν», είπε η Ηλαίην, ξεσκονίζοντας τη φούστα της, «εσύ η ίδια είπες πως πρόκειται για τετραπέρατη γυναίκα».
«Ποτέ μου δεν είπα κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε κοφτά η Νυνάβε. «Ποτέ δεν ανέφερα τη λέξη “τετραπέρατη”. Χμφφ! Που είναι το καπέλο μου; Νομίζει πως ξέρει τα πάντα. Πάω στοίχημα πως αυτό δεν το ξέρει!» Με σπασμωδικές και γεμάτες νευρικότητα κινήσεις πήρε την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είχε πάρει η Άλις.
Η Ηλαίην απέμεινε να την κοιτάει ενώ απομακρυνόταν. Το καπέλο της; Μακάρι να ήξερε πού βρισκόταν το δικό της —ήταν πράγματι όμορφο— αλλά και πάλι! Ίσως το γεγονός πως είχε συμμετάσχει σε έναν κύκλο που χειριζόταν τόσο πολλή Δύναμη χρησιμοποιώντας ένα ανγκριάλ τής είχε σαλέψει προσωρινά τα λογικά. Ωστόσο, κι η ίδια ένιωθε κάπως παράξενα, λες και θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αποσπάσει από τον αέρα κομματάκια σαϊντάρ. Όπως και να έχει, υπήρχαν άλλες προτεραιότητες για τις οποίες έπρεπε να ανησυχεί προς το παρόν. Όπως, για παράδειγμα, να ετοιμαστούν να φύγουν πριν τους προλάβουν οι Σωντσάν. Απ’ όσο είχε δει στο Φάλμε, θα μπορούσαν κάλλιστα να φέρουν μαζί τους εκατό και περισσότερες νταμέην και, βασισμένες στα λόγια της μικρής Εγκουέν περί αιχμαλωσίας της, οι περισσότερες από δαύτες δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να βοηθήσουν στην προσάρτηση άλλων. Έλεγε πως, αυτό που κυριολεκτικά της αναστάτωνε το στομάχι ήταν η θέα των νταμέην των Σωντσάν να γελούν με τις δικές τους σουλ’ντάμ, να τις καλοπιάνουν και να παίζουν μαζί τους σαν καλοεκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα με τους στοργικούς εκπαιδευτές τους. Η Εγκουέν είχε πει πως κάποιες από τις γυναίκες που προσαρτήθηκαν με περιλαίμια στο Φάλμε συμπεριφέρονταν με αυτόν τον τρόπο. Η σκέψη έκανε το αίμα της Ηλαίην να παγώνει στις φλέβες της. Καλύτερα να πέθαινε παρά να τις άφηνε να της περάσουν λαιμαριά! Και καλύτερα να έπαιρναν οι Αποδιωγμένοι αυτό που βρήκε παρά οι Σωντσάν. Πήγε τρέχοντας μέχρι τη δεξαμενή, με την Αβιέντα στο πλευρό της, εξίσου λαχανιασμένη.
Φαίνεται πως η Άλις όντως τα είχε σκεφτεί όλα. Τα τερ’ανγκριάλ είχαν στοιβαχτεί στα υποζύγια. Τα άψαχτα ακόμα πανέρια ήταν γεμάτα με ανάκατα ρετάλια και το Φως μόνο ήξερε τι άλλο ακόμα, αλλά αυτά που είχε αδειάσει η ίδια με τη βοήθεια της Αβιέντα ήταν φίσκα με χοντροφτιαγμένα σακιά γεμάτα αλεύρι κι αλάτι, φασόλια και φακές. Μια χούφτα σταβλίτες φρόντιζαν τα υποζύγια αντί να τρέχουν τριγύρω με τα χέρια γεμάτα. Αναμφίβολα, εκτελούσαν τα παραγγέλματα της Άλις. Ακόμα κι η Μπιργκίτε έτρεχε κοντά της μόλις τη φώναζε, με ένα αξιοθρήνητο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της!
Η Ηλαίην ανασήκωσε το κάλυμμα από λινάτσα για να μελετήσει τα τερ’ανγκριάλ όσο καλύτερα μπορούσε χωρίς να χρειαστεί να τα ξεφορτώσει ξανά. Όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους, αν και σε δύο πανέρια ήταν κάπως ανάκατα κι όχι αρκετά για να τα γεμίσουν, αλλά πάντως δεν είχε σπάσει τίποτα. Φυσικά, μόνο κάτι αντίστοιχο της Μίας Δύναμης ήταν ικανό να σπάσει τα περισσότερα τερ’ανγκριάλ, αλλά όπως και να έχει...
Η Αβιέντα κάθισε οκλαδόν στο έδαφος, σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό της με ένα μεγάλο μαντίλι από απλό λινό, που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το όμορφο μεταξένιο φόρεμα ιππασίας που φορούσε. Ακόμα κι αυτή είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια καταπόνησης. «Τι μουρμουράς εκεί, Ηλαίην; Σαν τη Νυνάβε κάνεις. Αυτή η Άλις μάς έβγαλε από τον κόπο να πακετάρουμε εμείς όλα τούτα τα πράγματα».
Η Ηλαίην αναψοκοκκίνισε ελαφρά. Δεν σκόπευε να μιλήσει δυνατά. «Απλώς, δεν θέλω να ανακατευτεί μαζί τους κάποιος που δεν ξέρει τι κάνουν, Αβιέντα». Κάποια τερ’ανγκριάλ είχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ακόμα και με ανθρώπους που δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν, σε περίπτωση που έκαναν κάτι λάθος, αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να ανακατεύεται κανείς μαζί τους. Ήταν δικά της! Η Αίθουσα δεν επρόκειτο να τα παραχωρήσει σε κάποια άλλη αδελφή απλά και μόνο επειδή ήταν γηραιότερη και πιο έμπειρη, ούτε να τα κρύψει επειδή η μελέτη των τερ’ανγκριάλ θεωρούνταν επικίνδυνη. Με τόσο πολλά παραδείγματα που είχε στη διάθεση της, ίσως τελικά να έβρισκε τον τρόπο να φτιάξει ένα τερ’ανγκριάλ που να λειτουργούσε σε κάθε περίσταση. Οι αποτυχίες κι οι εν μέρει επιτυχίες ήταν πάρα πολλές. «Χρειάζονται μια γυναίκα που να γνωρίζει τι κάνει», είπε, δένοντας και πάλι την άκαμπτη λινάτσα.
Η τάξη φάνηκε να ξεπηδάει μέσα από το πανδαιμόνιο συντομότερα απ’ όσο περίμενε η Ηλαίην, αν κι όχι τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε. Βέβαια, παραδέχτηκε απρόθυμα, μόνο αν συνέβαινε κάτι στιγμιαίο θα ήταν ικανοποιημένη. Ανίκανη να αποτραβήξει το βλέμμα της από τον ουρανό, έστειλε την Κάρεαν στην κορυφή του λόφου για να παρακολουθεί προς την κατεύθυνση του Έμπου Νταρ. Η κοντόχοντρη Πράσινη αδελφή γκρίνιασε κάτι μέσα από τα δόντια της πριν υποκλιθεί, και μέχρι που κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα της γυναίκες του Σογιού που πετάχτηκαν λες κι ήταν πρόθυμες να εκτελέσουν αυτές τη διαταγή, αλλά η Ηλαίην ήθελε κάποια που δεν θα λιποθυμούσε στη θέα ενός «Σκιογεννήματος» που πλησίαζε, κι άλλωστε η Κάρεαν στεκόταν χαμηλά στην ιεραρχία των αδελφών. Η Αντελέας με τη Βαντέν έφεραν έξω την Ισπάν, κουβαλώντας την ανάμεσά τους, ισχυρά θωρακισμένη και με την πέτσινη κουκούλα περασμένη στο κεφάλι. Περπατούσε μάλλον με ευκολία και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι της είχαν κάνει κάτι, εκτός... Η Ισπάν είχε τα χέρια σταυρωμένα στη μέση, δίχως καν να προσπαθεί να ανασηκώσει την κουκούλα για να ρίξει μια ματιά, κι όταν τη σήκωσαν για να την ανεβάσουν στη σέλα, έτεινε μπροστά τους καρπούς της για να τους δέσουν στο μπροστάρι χωρίς κανείς να της πει τίποτα. Για να είναι τόσο πειθήνια, ίσως και να είχαν καταφέρει να της αποσπάσουν κάτι. Η Ηλαίην ούτε που ήθελε να αναλογιστεί τον τρόπο που είχαν εφαρμόσει για να την κάνουν να μιλήσει.
Φυσικά, δεν έλειπαν και τα... σκαμπανεβάσματα, πέρα από εκείνους που ίσως έρχονταν με φόρα καταπάνω τους. Ήταν αυτό που σίγουρα ερχόταν με φόρα καταπάνω τους. Η Νυνάβε, η οποία είχε πάρει πίσω το μπλε πλουμιστό της καπέλο, απέφυγε τελευταία στιγμή την πρόσκρουση. Η Άλις το είχε βρει και της το έδωσε πίσω, λέγοντας της πως, αν επιθυμούσε να διατηρήσει αυτό το μαλακό κι όμορφο δέρμα, έπρεπε να το φοράει για να προστατέψει το πρόσωπό της από την ακτινοβολία του ήλιου. Η Νυνάβε παρακολουθούσε έκπληκτη την γκριζομάλλα γυναίκα να φεύγει βιαστικά για να ασχοληθεί με κάποιο από τα δεκάδες ανούσια προβλήματα και με μια φιγουράτη κίνηση να της πετάει το καπέλο βγάζοντάς το κάτω από ένα λουρί από το δισάκι της.
Εξ αρχής, η Νυνάβε είχε αποφασίσει να εξομαλύνει τις πραγματικές συγκρούσεις, μα η Άλις πάντα την προλάβαινε, κι όπου βρισκόταν η Άλις οι προσκρούσεις εξέλειπαν. Κάμποσες από τις αριστοκράτισσες ζητούσαν απαιτητικά βοήθεια για να πακετάρουν τα υπάρχοντά τους, αλλά το μόνο που εισέπρατταν ως απάντηση, και μάλιστα τελεσίδικη, ήταν ότι ή γυναίκα εννοούσε όσα είχε πει κι ότι, αν δεν συμμορφώνονταν, θα αναγκάζονταν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Συμμορφώθηκαν. Κάποιες, κι όχι μονάχα ευγενείς, άλλαξαν γνώμη σχετικά με το πού θα πήγαιναν μόλις έμαθαν πως ο προορισμός ήταν το Άντορ, και κυριολεκτικά εκδιώχτηκαν. Πεζή και μάλιστα με τη διαταγή να τρέξουν όσο άντεχαν τα πόδια τους. Κάθε διαθέσιμο άλογο ήταν απαραίτητο, αλλά έπρεπε να βρίσκονται πολύ μακριά πριν εμφανιστούν οι Σωντσάν, οι οποίοι πιθανότατα θα ανέκριναν οποιονδήποτε έβρισκαν σε κοντινή απόσταση από την αγροικία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Νυνάβε άρχισε να λογομαχεί με τη Ρενάιλ για το Κύπελλο και για τη χελώνα που είχε χρησιμοποιήσει η Τάλααν και την οποία η Ρενάιλ είχε προφανώς παραχώσει πίσω από την εσάρπα της. Έτοιμες ήταν να αρπαχτούν, όταν φάνηκε η Άλις και, με συνοπτικές διαδικασίες, επέστρεψε το Κύπελλο στη φροντίδα της Σάριθα και τη χελώνα στη Μέριλιλ. Ακολούθως, η Ηλαίην στάθηκε μάρτυρας της σκηνής όπου η Άλις κουνούσε απειλητικά το δάχτυλό της κάτω από την κατάπληκτη μύτη της Ανεμοσκόπου της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε, μαλώνοντάς τη σε έξαλλο τόνο και παραδίδοντας μαθήματα πάνω στο θέμα της κλοπής με τέτοιον τρόπο, που η Ρενάιλ είχε απομείνει να μιλάει ακατάληπτα κι αγανακτισμένα. Εξίσου ακατάληπτα μιλούσε κι η Νυνάβε, που απομακρυνόταν με δρασκελιές και με άδεια χέρια, ωστόσο η Ηλαίην σκέφτηκε πως ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει πιο δυστυχισμένο άτομο.
Σε γενικές γραμμές, δεν πήρε πολύ χρόνο. Οι υπόλοιπες γυναίκες που είχαν μείνει στην αγροικία συναθροίστηκαν κάτω από το παρατηρητικό βλέμμα του Πλεχτού Κύκλου και της Άλις — η οποία παρατηρούσε με προσοχή την άφιξη των τελευταίων δέκα, εκ των οποίων όλες εκτός από δύο φορούσαν μεταξένιο ρούχα με κεντήματα, όχι πολύ διαφορετικά από της Ηλαίην. Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο πως δεν ανήκαν στις γυναίκες του Σογιού. Πάντως, η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως θα αναλάμβαναν τη λάντζα. Η Άλις δεν θα άφηνε ποτέ κάτι τόσο ανούσιο όσο η ευγενής καταγωγή να της σταθεί εμπόδιο. Οι Ανεμοσκόποι σχημάτισαν φάλαγγα με τα άλογά τους, απρόσμενα σιωπηλές, εκτός από τη Ρενάιλ που μουρμούριζε κατάρες όποτε το βλέμμα της έπεφτε στην Άλις. Η Κάρεαν διατάχθηκε να κατέβει από τη λοφοκορυφή, ενώ οι Πρόμαχοι έφεραν στις αδελφές τα άλογά τους. Όλοι σχεδόν έριχναν ματιές στον ουρανό και το σαϊντάρ σχημάτιζε φωτοστέφανα γύρω από τις γηραιότερες Άες Σεντάι, από τις περισσότερες Ανεμοσκόπους καθώς και γύρω από μερικές από τις γυναίκες του Σογιού.
Οδηγώντας τη φοράδα της στην κορυφή της φάλαγγας, στη δεξαμενή, η Νυνάβε ψηλάφησε το ανγκριάλ που κρατούσε ακόμα στο χέρι της, λες και θα ήταν η ίδια αυτή που θα έφτιαχνε την πύλη, άσχετα πόσο γελοία φαινόταν αυτή η ιδέα. Αν μη τι άλλο, και παρ’ όλο που είχε πλύνει το πρόσωπό της —και, τι παράξενο, είχε φορέσει το καπέλο της— παρέπαιε και συχνά ένιωθε να χάνει την αυτοκυριαρχία της. Ο Λαν στεκόταν σχεδόν από πάνω της, με το πρόσωπό του πέτρινο όπως πάντα, αλλά αν υπήρχε ένας άντρας πανέτοιμος να στηρίξει μια παραπαίουσα γυναίκα, ήταν αυτός. Ακόμα και με το βραχιόλι-με-τα-δαχτυλίδια, η Νυνάβε μπορεί να ήταν ανίκανη να υφάνει μια πύλη. Κι ακόμα περισσότερο, περιφερόταν στην αγροικία από τότε που έφτασαν για πρώτη φορά. Η Ηλαίην είχε περάσει κάμποση ώρα έχοντας στην κατοχή της το σαϊντάρ, στο σημείο ακριβώς που στέκονταν τώρα. Το ήξερε αυτό το σημείο. Η Νυνάβε σκυθρώπιασε όταν η Ηλαίην αγκάλιασε την Πηγή, αλλά ήταν αρκετά λογική ώστε να μην πει τίποτα.
Η Ηλαίην ευχήθηκε να είχε ρωτήσει εξ αρχής την Αβιέντα για τη γυναίκα-που-είχε-για-κουκούλα-τα-ίδια-της-τα-μαλλιά. Ήταν κι αυτή εξαντλημένη, κι όλο το σαϊντάρ που μπορούσε να αναρροφήσει δεν ήταν αρκετό για να φτιάξει μια λειτουργική ύφανση. Οι ροές τρεμούλιαζαν έτσι όπως τις είχε αδράξει, σαν να προσπαθούσαν να ελευθερωθούν, κι έπειτα επανήλθαν τόσο ξαφνικά που η γυναίκα αναπήδησε. Το να διαβιβάζεις ενόσω είσαι καταβεβλημένος ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά εδώ οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες. Αν μη τι άλλο, η γνώριμη, κάθετη κι ασημένια σχισμή φάνηκε —όπως κι έπρεπε— και πλάτυνε σε ένα άνοιγμα παράπλευρα της δεξαμενής. Επρόκειτο για ένα άνοιγμα όχι μεγαλύτερο από αυτό που είχε φτιάξει η Αβιέντα, αλλά η Ηλαίην ήταν ευγνώμων που ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσει ένα άλογο, γιατί δεν ήταν διόλου σίγουρη πως θα υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Άναρθρες κραυγές ξέφυγαν από τις γυναίκες του Σογιού μόλις είδαν την έκταση ενός ορεινού λιβαδιού να παρουσιάζεται ξαφνικά ανάμεσα στις ίδιες και τον γνώριμο γκρίζο όγκο της δεξαμενής.
«Έπρεπε να με αφήσεις να προσπαθήσω», είπε η Νυνάβε μαλακά. Μαλακά μεν, αρκετά δηκτικά δε. «Παραλίγο να αποτύχεις».
Η Αβιέντα έριξε στη Νυνάβε ένα κοφτό βλέμμα που ανάγκασε την Ηλαίην να την αρπάξει από το χέρι. Όσο πιο πολύ παρέμεναν κονταδελφές, τόσο περισσότερο έμοιαζε να πιστεύει πως ήταν υποχρεωμένη να υπερασπίζεται την τιμή της Ηλαίην. Αν γίνονταν πρωταδελφές, η Ηλαίην έπρεπε να φροντίσει να την κρατήσει όσο πιο μακριά γινόταν από τη Νυνάβε και την Μπιργκίτε!
«Τελείωσε, Νυνάβε», της είπε γρήγορα. «Αυτό είναι που μετράει». Η Νυνάβε τής έριξε μια ρηχή ματιά και μουρμούρισε κάτι για το πόσο άσχημη ήταν η μέρα που πέρασε, λες κι ήταν η Ηλαίην εκείνη που έδειχνε τον απότομο χαρακτήρα της.
Η Μπιργκίτε ήταν η πρώτη που πέρασε, χαμογελώντας αναιδέστατα προς το μέρος του Λαν, οδηγώντας το άλογό της και κρατώντας το τόξο με το άλλο χέρι. Η Ηλαίην διαισθανόταν την ανυπομονησία που απέπνεε, ένα ίχνος ικανοποίησης, ίσως επειδή αυτή τη φορά ήταν η ίδια που ηγούνταν κι όχι ο Λαν —ανέκαθεν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στους Προμάχους— κι εν μέρει καχυποψία. Εν μέρει μόνο. Η Ηλαίην γνώριζε καλά αυτό το λιβάδι. Ο Γκάρεθ Μπράυν την είχε διδάξει να μην απομακρύνεται πολύ με το άλογο από το σημείο εκείνο. Κάπου πέντε μίλια πέρα από αυτούς τους πρώτους κι αραιοφυτεμένους λόφους βρισκόταν το αρχοντικό, σε ένα από τα κτήματα της μητέρας της. Σε ένα από τα κτήματά της. Έπρεπε να το συνηθίσει. Οι εφτά οικογένειες που φρόντιζαν το σπίτι και τα πέριξ θα ήταν οι μόνοι άνθρωποι που θα συναντούσαν σε μισής μέρας ταξίδι, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν.
Η Ηλαίην είχε διαλέξει αυτήν την πορεία επειδή θα μπορούσαν να φτάσουν στο Κάεμλυν μέσα σε δύο βδομάδες κι επειδή το κτήμα ήταν τόσο απομονωμένο που θα είχε τη δυνατότητα να εισέλθει στο Κάεμλυν πριν πληροφορηθεί κανείς πως βρισκόταν στο Άντορ. Ήταν μια απαραίτητη προφύλαξη. Σε διάφορες περιόδους κατά τη διάρκεια της ιστορίας του Άντορ, οι διεκδικήτριες του Ρόδινου Στέμματος «φιλοξενούνταν» μέχρι που παραιτούνταν των αιτημάτων τους. Η μητέρα της είχε κρατήσει δύο μέχρι που πήρε η ίδια τον θρόνο. Με λίγη τύχη, θα είχε φτιάξει μια σταθερή βάση μέχρι να καταφθάσουν η Εγκουέν κι οι υπόλοιπες.
Ο Λαν οδήγησε τον Μαντάρμπ ακριβώς πίσω από το καφετί ευνουχισμένο ζώο της Μπιργκίτε κι η Νυνάβε σπιρούνισε το δικό της, λες κι ήθελε να ξεπεράσει το μαύρο πολεμικό άτι, κι έπειτα σταμάτησε απότομα με ένα κοφτό βλέμμα που ήταν σαν να προκαλούσε την Ηλαίην να μιλήσει. Ψηλαφίζοντας με μανία τα γκέμια, έκανε εμφανή προσπάθεια να κοιτάει οπουδήποτε αλλού εκτός από την πύλη και τον Λαν που την είχε περάσει. Τα χείλη της κινήθηκαν. Ένα λεπτό μετά, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως μετρούσε.
«Νυνάβε», είπε σιγανά, «κοίτα, δεν έχουμε χρόνο για...»
«Προχωρήστε», τους φώναξε η Άλις από τα μετόπισθεν κι ένας διαπεραστικός κρότος ακούστηκε από τις παλάμες της που τις χτύπησε τη μία με την άλλη. «Δεν χρειάζεται να σπρώχνεστε, αλλά δεν θέλω νωθρότητα! Εμπρός, προχωρείτε».
Το κεφάλι της Νυνάβε βολόδερνε πέρα δώθε, κι η αναποφασιστικότητα ήταν ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά της. Για κάποιο λόγο άγγιξε το πλατύγυρο καπέλο της, κάποια από τα μπλε φτερά του οποίου είχαν σπάσει κι έγερναν, πριν αποτραβήξει τα χέρια της. «Που να τον πάρει τον γέρο κίναιδο...!» γρύλισε, αλλά τα υπόλοιπα λόγια της χάθηκαν καθώς έσερνε τη φοράδα της μέσα από την πύλη. Η Ηλαίην ρουθούνισε. Κι ύστερα η Νυνάβε είχε το θράσος να κατακρίνει τους άλλους για τη γλώσσα τους! Πάντως, ευχήθηκε να είχε ακούσει και τα υπόλοιπα λόγια. Ήδη ήξερε τα πρώτα.
Η Άλις συνέχισε να τους παρακινεί, αν και δεν ήταν και τόση ανάγκη έπειτα από την αρχική ώθηση. Ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι έδειχναν να βιάζονται, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές πάνω από τον ώμο τους, προς τον ουρανό, ακόμα κι η Ρενάιλ, που μουρμούριζε κάτι σχετικά με την Άλις κι η Ηλαίην το σημείωσε νοερά. Ωστόσο, το να αποκαλέσεις κάποιον «ψαροφάγο ρακοσυλλέκτη» ήταν ένας μάλλον ήπιος χαρακτηρισμός. Είχε την εντύπωση πως οι Θαλασσινοί έτρωγαν συνεχώς ψάρια.
Η ίδια η Άλις μπήκε σχεδόν τελευταία, εκτός από τους υπόλοιπους Προμάχους, λες κι ήθελε να κατευθύνει ακόμα και τα υποζύγια. Έκανε μια στάση για να δώσει στην Ηλαίην το πράσινο πλουμιστό της καπέλο. «Σίγουρα δεν θα θες να αφήσεις τον ήλιο να πέσει πάνω στο γλυκό σου προσωπάκι», της είπε χαμογελώντας. «Είσαι τόσο όμορφο κορίτσι. Δεν είναι ανάγκη να μαραζώσεις το δέρμα σου πριν από την ώρα του».
Η Αβιέντα, που καθόταν κατάχαμα κάπου εκεί κοντά, έπεσε προς τα πίσω κι άρχισε να τινάζει τα πόδια της από τα γέλια.
«Μου φαίνεται πως θα της ζητήσω να σου βρει κι εσένα ένα καπέλο. Με πολλά φτερά και κυρτό», είπε η Ηλαίην με έναν μελωδικό τόνο στη φωνή της, πριν ακολουθήσει γοργά τη γυναίκα του Σογιού. Κι έτσι, το γέλιο της Αβιέντα κόπηκε απότομα.
Το απαλό, κυματιστό λιβάδι ήταν πλατύ και σχεδόν ένα μίλι μακρύ, περιτριγυρισμένο από λόφους ψηλότερους από αυτούς που είχε αφήσει πίσω, όπως επίσης κι από δέντρα που γνώριζε, βελανιδιές, πεύκα κι ακακίες, νύσσες, χαμόδεντρα κι έλατα, ένα δάσος πυκνό με μπόλικη ξυλεία στα νότια, δυτικά κι ανατολικά, αν και φέτος δεν είχαν κοπεί πολλά δέντρα. Τα περισσότερα από τα σκόρπια δέντρα στον Βορρά, προς την κατεύθυνση του αρχοντικού, ήταν καταλληλότερα για καυσόξυλα. Μικροί γκρίζοι όγκοι ήταν σκορπισμένοι τόπους-τόπους στο πυκνό καφετί γρασίδι κι ούτε ένας μαραζωμένος βλαστός δεν μαρτυρούσε τον θάνατο κάποιου αγριολούλουδου. Τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά και στον Νότο.
Η Νυνάβε, πάντως, δεν κοιτούσε καν την εξοχή τριγύρω της αλλά προσπαθούσε να εντοπίσει τον Λαν, ο οποίος, μαζί με την Μπιργκίτε, δεν θα μπορούσε να είναι και πολύ μακριά. Έκανε μερικά αποφασιστικά βήματα ανάμεσα στα άλογα, προστάζοντας με δυνατή φωνή τον κόσμο να ιππεύσει, μην αφήνοντας σε χλωρό κλαρί τους υπηρέτες με τα υποζύγια, μιλώντας κοφτά στις γυναίκες του Σογιού που δεν είχαν άλογα και λέγοντάς τους πως ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να περπατήσει πέντε μίλια, φωνάζοντας σε μια λυγερόκορμη Αλταρανή αριστοκράτισσα με μια ουλή στο μάγουλο που κουβαλούσε έναν μπόγο μεγάλο όσο σχεδόν κι η ίδια πως, αφού ήταν τόσο ανόητη να πάρει μαζί της όλα της τα ρούχα, θα έπρεπε να τα φορτωθεί κιόλας. Η Άλις είχε μαζέψει γύρω της τις Άθα’αν Μιέρε και τους έδινε μαθήματα πώς να ιππεύσουν το άλογο. Ήταν απορίας άξιο, αλλά όλη τους η προσοχή ήταν στραμμένη στα λόγια της. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά προς το μέρος της και φάνηκε ευχαριστημένη που είδε την Άλις να στέκεται σε ένα σημείο, μέχρι που η γυναίκα τής χαμογέλασε ενθαρρυντικά και της έκανε νόημα να συνεχίσει τη δουλειά της.
Για μια στιγμή, η Νυνάβε έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάει την Άλις. Ύστερα, βημάτισε με μεγάλες δρασκελιές προς την κατεύθυνση της Ηλαίην. Έπιασε και με τα δυο της χέρια το καπέλο της και δίστασε κάπως, το αγριοκοίταξε μέσα από τις βλεφαρίδες της και το ίσιωσε με μια απότομη κίνηση. «Αυτή τη φορά, θα την αφήσω να αναλάβει τα πάντα», είπε με έναν ύποπτα λογικεμένο τόνο στη φωνή της. «Για να δούμε πώς θα τα βγάλει πέρα με αυτές τις... Θαλασσινές. Για να δούμε». Ο τόνος της φωνής εξακολουθούσε να είναι λογικεμένος, αν και κατά το ήμισυ. Ξαφνικά, κοίταξε συνοφρυωμένη την —ανοιχτή ακόμα— πύλη. «Γιατί την κρατάτε; Αποδεσμεύστε την». Η Αβιέντα ήταν κι αυτή συνοφρυωμένη.
Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε σκεφτεί κι η ίδια, άλλωστε δεν υπήρχε κι άλλος τρόπος, αλλά η Νυνάβε θα προσπαθούσε να την αποτρέψει, και δεν υπήρχε χρόνος τώρα για λογομαχίες. Μέσα από την πύλη, η αγροικία φάνταζε άδεια, ακόμα κι οι κότες είχαν φοβηθεί από την οχλοβοή, αλλά για πόσο θα ήταν ακόμα έτσι; Μελέτησε την ύφανση της και τη συγχώνευσε με τέτοια άνεση που μονάχα μερικά νήματα παρέμειναν ορατά. Μπορούσε, φυσικά, να διακρίνει την κάθε ξεχωριστή ροή αλλά, εκτός από αυτές τις λίγες, όλες οι υπόλοιπες έμοιαζαν αξεδιάλυτα ενωμένες. «Πήγαινε τες όλες στο αρχοντικό, Νυνάβε», είπε. Ο ήλιος δεν ήθελε πολύ για να βασιλέψει. Ίσως τους έμεναν ακόμα δύο ώρες φωτός. «Ο Άρχοντας Χόρνγουελ θα μείνει άναυδος με τόσους επισκέπτες νυχτιάτικα, αλλά πείτε του πως είσαστε φιλοξενούμενες του κοριτσιού που έκλαψε για εκείνο το κοκκινοπούλι με τη σπασμένη φτερούγα. Θα το θυμηθεί. Θα έρθω το συντομότερο».
«Ηλαίην», άρχισε να λέει η Αβιέντα με περίεργα ανήσυχη φωνή, αλλά την ίδια στιγμή η Νυνάβε την έκοψε απότομα. «Δηλαδή, τι νομίζεις πως...»
Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να σταματήσει. Η Ηλαίην τράβηξε απότομα ένα από τα ανεπαίσθητα νήματα από την ύφανση. Αυτό ταλαντεύτηκε και τρεμούλιασε σαν ζωντανό πλοκάμι. Συστράφηκε και τσιτσίρισε, ενώ μικροσκοπικά χνούδια από σαϊντάρ αποκόπηκαν και χάθηκαν. Δεν το είχε προσέξει όταν η Αβιέντα διέλυσε την ύφανσή της, το μόνο που είχε δει ήταν το ένα άκρο. «Συνέχισε», είπε στη Νυνάβε. «Θα περιμένω τις υπόλοιπες μέχρι να εξαφανιστείτε όλες». Η Νυνάβε την κοίταξε με μάτια γουρλωμένα και στόμα ορθάνοικτο. «Είναι αναγκαίο», είπε η Ηλαίην αναστενάζοντας. «Οι Σωντσάν θα βρίσκονται στην αγροικία μέσα σε λίγες ώρες, αυτό είναι σίγουρο. Ακόμα κι αν περιμένουν μέχρι αύριο, υπάρχει περίπτωση κάποια από τις νταμέην να διαθέτει το Ταλέντο να διαβάζει υπολείμματα. Νυνάβε, δεν προτίθεμαι να κάνω δώρο στους Σωντσάν το Ταξίδεμα. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!»
Η Νυνάβε γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια της σχετικά με τους Σωντσάν, κάτι εξαιρετικά ζουμερό κρίνοντας από τον τόνο της φωνής της. «Πάντως, δεν θα σε αφήσω να εξαντληθείς!» φώναξε. «Λοιπόν, βάλ’ το πίσω! Πριν ανατιναχτεί ολόκληρο το κατασκεύασμα, όπως είπε κι η Βαντέν. Θα μπορούσες να μας σκοτώσεις όλες!»
«Δεν γίνεται να τοποθετηθεί πίσω», είπε η Αβιέντα, ακουμπώντας με το χέρι της το μπράτσο της Νυνάβε. «Το άρχισε και τώρα πρέπει να το τελειώσει. Πρέπει να κάνεις ό,τι σου πει, Νυνάβε».
Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια της. Η λέξη «πρέπει» δεν ήταν από αυτές που της άρεσε να ακούει, ούτε ταίριαζε στην ψυχοσύνθεσή της. Ωστόσο, δεν ήταν ηλίθια, οπότε έπειτα από κάμποσα αγριοκοιτάγματα —προς το μέρος της Ηλαίην, της πύλης, της Αβιέντα κι ολόκληρου του κόσμου, γενικά— τύλιξε τα χέρια της γύρω από την Ηλαίην, σε ένα σφιχταγκάλιασμα που έκανε τα πλευρά της να τρίξουν.
«Να προσέχεις, μ’ ακούς;» ψιθύρισε. «Αν σκοτωθείς, ορκίζομαι πως θα σε γδάρω ζωντανή!» Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η Ηλαίην έσκασε στα γέλια. Η Νυνάβε ρουθούνισε, και την κράτησε σε απόσταση χεριού κρατώντας την από τους ώμους. «Ξέρεις καλά τι εννοώ», γκρίνιασε. «Και μη νομίζεις πως δεν εννοώ όσα λέω, γιατί θα πέσεις έξω!» πρόσθεσε με ηπιότερη φωνή. «Να προσέχεις».
Της πήρε ένα λεπτό μέχρι να συνέλθει, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της κι εφαρμόζοντας σφικτά στα χέρια της τα γαλάζια γάντια ιππασίας. Μια υποψία υγρασίας υπήρχε πάνω στα μάτια της, αν και δεν θα έπρεπε. Η Νυνάβε ήταν συνηθισμένη να κάνει τους άλλους να κλαίνε, όχι να κλαίει η ίδια. «Λοιπόν», είπε δυνατά. «Άλις, αν δεν είναι όλοι έτοιμοι...» Στράφηκε κι η πρότασή της έγινε πνιχτό κρώξιμο.
Όσες υποτίθεται πως έπρεπε να είναι έφιππες βρίσκονταν πάνω στα άλογά τους, ακόμα κι οι Άθα’αν Μιέρε. Οι Πρόμαχοι ήταν μαζεμένοι γύρω από τις υπόλοιπες αδελφές. Ο Λαν με την Μπιργκίτε είχαν επιστρέψει κι η γυναίκα παρακολουθούσε την Ηλαίην γεμάτη ανησυχία. Οι υπηρέτες είχαν στοιχίσει τα υποζύγια κι οι γυναίκες του Σογιού περίμεναν υπομονετικά, πεζές οι περισσότερες εκτός από αυτές του Πλεχτού Κύκλου. Κάμποσα άλογα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ιππασία ήταν φορτωμένα με σακιά γεμάτα φαγώσιμα και πακέτα με διάφορα υπάρχοντα. Όσες είχαν φέρει μαζί τους περισσότερα απ’ αυτά που είχε επιτρέψει η Άλις —και που δεν ανήκαν στο Σόι— κουβαλούσαν τα δέματα στην πλάτη τους. Η λυγερόκορμη αριστοκράτισσα με το σημάδι είχε λυγίσει σε μια άβολη γωνία κάτω από το δέμα που κουβαλούσε κι αγριοκοίταζε τους πάντες εκτός από την Άλις. Κάθε γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης είχε καρφώσει το βλέμμα της στην πύλη. Και κάθε γυναίκα που άκουσε τη Βαντέν να μιλάει για τους κινδύνους που ελλοχεύουν κοιτούσε το μαστιγωτό νημάτιο σαν να έβλεπε κόκκινη οχιά.
Ήταν η ίδια η Άλις που έφερε στη Νυνάβε το άλογό της και που ίσιωσε το μπλε πλουμιστό καπέλο καθώς η τελευταία έβαζε το πόδι της στον αναβολέα. Η Νυνάβε έστρεψε την παχουλή φοράδα βορεινά, με τον Λαν να οδηγεί τον Μαντάρμπ στο πλευρό της, κι έχοντας μια έκφραση απόλυτης ταπείνωσης στο πρόσωπό της. Η Ηλαίην δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο δεν έβαζε στη θέση της την Άλις. Σύμφωνα με όσα έλεγε η ίδια η Νυνάβε, από μικρή τα έβαζε με γυναίκες κατά πολύ μεγαλύτερες της. Και, σε τελική ανάλυση, τώρα πια ήταν μια Άες Σεντάι, κάτι που αποκτούσε ιδιαίτερα βαρύτητα απέναντι σε οποιαδήποτε γυναίκα του Σογιού.
Καθώς η φάλαγγα άρχισε να ταξιδεύει προς τους λόφους, η Ηλαίην κοίταξε προς το μέρος της Αβιέντα και της Μπιργκίτε. Η Αβιέντα απλώς στεκόταν εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη της. Στο ένα της χέρι κρατούσε το ανγκριάλ της γυναίκας-που-ήταν-τυλιγμένη-με-τα-ίδια-της-τα-μαλλιά, Η Μπιργκίτε πήρε τα γκέμια της Λέαινας από την Ηλαίην, τα έβαλε μαζί με αυτά του δικού της αλόγου και του αλόγου της Αβιέντα, προχώρησε προς έναν μικρό ογκόλιθο κάπου είκοσι βήματα παραπέρα και κάθισε κάτω.
«Εσείς πρέπει να το κάνετε», άρχισε να λέει η Ηλαίην, αλλά έβηξε μόλις τα φρύδια της Αβιέντα ανασηκώθηκαν από την έκπληξη. Το να βγάλει εκτός κινδύνου την Αβιέντα ήταν αδύνατον δίχως να την ντροπιάσει. Ίσως να ήταν αδύνατον ούτως ή άλλως. «Θέλω να πας με τις υπόλοιπες», είπε στην Μπιργκίτε. «Πάρε και τη Λέαινα μαζί σου. Η Αβιέντα κι εγώ θα ιππεύουμε εναλλάξ το δικό της άλογο. Μου αρέσει το περπάτημα πριν τον ύπνο».
«Τη μισή στοργή να έδινες σε έναν άντρα απ’ όση δίνεις σ’ αυτό το άλογο», αποκρίθηκε ξερά η Μπιργκίτε, «θα γινόταν για πάντα δικός σου. Μου φαίνεται πως θα καθίσω εδώ λίγο. Σαν πολύ να ίππευσα σήμερα. Δεν μπορείς να με έχεις συνέχεια σήκω κάτσε. Αυτό το παιχνίδι το παίζουμε μπροστά στις υπόλοιπες αδελφές και στους Προμάχους εξαιτίας της ντροπαλότητάς σου, αλλά μεταξύ μας δεν ισχύει». Παρά τα ειρωνικά λόγια, η Ηλαίην αισθάνθηκε στοργή εκ μέρους της. Όχι, κάτι περισσότερο από στοργή. Ένιωσε τα μάτια της να την τσούζουν ξαφνικά. Ο θάνατός της θα πλήγωνε πολύ την Μπιργκίτε —ο δεσμός των Προμάχων φρόντιζε για κάτι τέτοιο— αλλά ήταν το καθήκον της φιλίας που την ανάγκασε να παραμείνει.
«Είμαι ευγνώμων που έχω δύο φίλες σαν κι. εσάς», είπε απλά. Η Μπιργκίτε μειδίασε, σαν να είχε ακούσει κάποια ανοησία.
Η Αβιέντα, ωστόσο, αναψοκοκκίνισε έντονα και κοίταξε την Μπιργκίτε με μάτια γουρλωμένα κι αναστατωμένη, λες κι η παρουσία της Προμάχου ήταν υπεύθυνη για τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Βιαστικά, έστρεψε το βλέμμα της προς τη φάλαγγα των ανθρώπων που κόντευαν να φτάσουν στον πρώτο λόφο, κάπου μισό μίλι μακριά. «Καλύτερα να περιμένουμε μέχρι να απομακρυνθούν», είπε, «αλλά δεν γίνεται να περιμένεις για πολύ. Από τη στιγμή που άρχισες το ξετύλιγμα, οι ροές άρχισαν να γίνονται... στιλπνές... πέρα από ένα σημείο. Αν αφήσεις κάποια να σου γλιστρήσει προτού βγει από την ύφανση, είναι σαν να αφήνεις ελεύθερη την ίδια την ύφανση. Θα διαλυθεί σε ποιος ξέρει τι. Πάντως, μη βιάζεσαι. Το κάθε νήμα πρέπει να ελευθερωθεί όσο γίνεται. Όσο περισσότερα ελευθερώνονται, τόσο ευκολότερο είναι να γίνουν ορατά και τα άλλα, αλλά πάντα πρέπει να διαλέγεις το πιο ορατό». Χαμογελώντας ζεστά, πίεσε τα δάχτυλα της σταθερά στο μάγουλο της Ηλαίην. «Με λίγη προσοχή θα τα πας μια χαρά».
Δεν ακουγόταν και τόσο δύσκολο. Απλώς, έπρεπε να είναι προσεκτική. Έμοιαζε να πήρε πολύ χρόνο μέχρι να χαθεί κι η τελευταία γυναίκα πίσω από τους λόφους, η λυγερόκορμη αριστοκράτισσα που λύγιζε κάτω από τον όγκο των ρούχων της, για την ακρίβεια. Ο ήλιος ούτε καν πλησίαζε προς τη δύση του, αλλά ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες. Τι ακριβώς εννοούσε η Αβιέντα λέγοντας «στιλπνές»; Της ήταν αδύνατον να δώσει μια εξήγηση, πέρα από διάφορες παραλλαγές της ίδιας λέξης, που κι αυτές όμως δεν ανταποκρίνονταν πλήρως στο νόημα.
Η Ηλαίην το ανακάλυψε μόλις άρχισε να το σκέφτεται ξανά. Η λέξη «στιλπνό» ταιριάζει σε ένα χέλι που το έχεις αλείψει με λίπος. Έτριξε τα δόντια της κρατώντας αυτήν την πρώτη ίνα, κι ήταν πολύ πιο σημαντικό να την κρατήσει παρά να προσπαθήσει να την ελευθερώσει. Αυτό που την συγκράτησε από το να ξεφυσήσει ανακουφιστικά όταν το νημάτιο του Αέρα άρχισε να τινάζεται σαν μαστίγιο, και τελικά ελευθερώθηκε, ήταν πως δεν είχε τελειώσει τίποτα. Αν οι ίνες γίνονταν ακόμα πιο «στιλπνές», δεν ήταν σίγουρη πως θα τα κατάφερνε. Η Αβιέντα την παρακολουθούσε από κοντά, αλλά δεν ξαναμίλησε, παρ’ όλο που δεν απόφευγε να της χαρίσει ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο όταν η Ηλαίην το χρειαζόταν. Δεν έβλεπε πουθενά την Μπιργκίτε —καθότι δεν τολμούσε να απομακρυνθεί από τη δουλειά της— ωστόσο την ένιωθε, ένας μικρός κόμβος συμπαγούς εμπιστοσύνης μέσα στο κεφάλι της, εμπιστοσύνης τόσης που να τη γεμίζει ολοκληρωτικά.
Ο ιδρώτας γλιστρούσε στο πρόσωπό της, στην πλάτη και στην κοιλιά της, μέχρι που άρχισε κι η ίδια να νιώθει «στιλπνή». Ένα μπάνιο απόψε θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο. Όχι, δεν έπρεπε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Όλη της η προσοχή έπρεπε να είναι στραμμένη στην ύφανση. Ο χειρισμός της γινόταν όλο και δυσκολότερος, τα νημάτια τρεμούλιαζαν μέσα στη λαβή της μόλις άγγιζε κάποιο, ωστόσο ελευθερώνονταν και κάθε φορά που ένα νημάτιο άρχιζε να μαστιγώνει τον αέρα, ένα άλλο ξεπηδούσε από τη μάζα και ξαφνικά γινόταν ξεκάθαρα αντιληπτό εκεί που λίγο πριν δεν υπήρχε παρά μόνο συμπαγές σαϊντάρ. Στα μάτια της, η πύλη έμοιαζε με παραμορφωμένη, εκατοντακέφαλη τερατωδία στον πάτο μιας λίμνης, περικυκλωμένη από μαστιγωτά πλοκάμια, καθένα εκ των οποίων κάλυπταν πυκνές τρίχες που δεν ήταν παρά τα νημάτια της Δύναμης που αύξαιναν, σφάδαζαν και χάνονταν για να αντικατασταθούν από καινούργια. Το άνοιγμα, ορατό στους πάντες, καμπτόταν στα άκρα, αλλάζοντας συνεχώς μορφή και μέγεθος. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν κι η ένταση της έτσουζε τα μάτια όσο και ο ιδρώτας. Δεν είχε ιδέα για πόσο θα μπορούσε ακόμα να συνεχίσει. Πάλεψε, τρίζοντας τα δόντια της. Ένα νημάτιο τη φορά. Ένα νημάτιο τη φορά.
Χίλια μίλια μακρύτερα, δηλαδή λιγότερο από εκατό βήματα απόσταση από την τρεμάμενη πύλη, δεκάδες στρατιώτες ξεχύνονταν γύρω από τα λευκά κτήρια του αγροκτήματος, άντρες κοντοί που κουβαλούσαν βαλλίστρες, φορώντας καφετιούς θώρακες και βαμμένες περικεφαλαίες που έμοιαζαν με κεφάλια τεράστιων εντόμων. Πίσω τους ερχόταν μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα και με μια ασημιά αστραπή ζωγραφισμένη στη φούστα της, ενώ ένα βραχιόλι στον καρπό της συνδεόταν μέσω ενός ασημένιου λουριού με το περιλαίμιο που ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό μιας γυναίκας ντυμένης στα γκρίζα. Ακολουθούσαν άλλη μία σουλ’ντάμ με την νταμέην της και πιο πίσω βρισκόταν ακόμα ένα ζευγάρι. Μία από τις σουλ’ντάμ έδειξε με το χέρι της την πύλη, κι η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλε αμέσως την νταμέην της.
«Πέστε κάτω!» ούρλιαξε η Ηλαίην, πέφτοντας προς τα πίσω, εκτός ορατότητας του αγροκτήματος, και μια ασημογάλαζη αστραπή πέρασε μέσα από την πύλη με έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό, διακλαδιζόμενη με μανία προς κάθε κατεύθυνση. Τα μαλλιά της ανασηκώθηκαν, λες κι η κάθε πλεξούδα ήθελε να τεντωθεί από μόνη της, κι όπου ακουμπούσαν οι διχάλες της αστραπής ακολουθούσε ένα μπουμπουνητό κι η γη ανατιναζόταν σε χωμάτινους πίδακες. Η σκόνη και τα βότσαλα έπεφταν γύρω της σαν βροχή.
Ξαφνικά, η ακοή τους επανήλθε κι ακούστηκε η φωνή ενός άντρα από την άλλη μεριά του ανοίγματος, μια ψευδή φωνή με μακρόσυρτη προφορά που, μαζί με τα λόγια που ακολούθησαν, την έκαναν να ανατριχιάσει. «...πρέπει να τις συλλάβουμε ζωντανές, ηλίθιοι!»
Ξαφνικά, ένας από τους στρατιώτες πήδηξε στο λιβάδι, ακριβώς μπροστά της. Το βέλος της Μπιργκίτε διαπέρασε τη σφιχτή γροθιά που ήταν ανάγλυφα αποτυπωμένη στη δερμάτινη πανοπλία του. Ένας δεύτερος στρατιώτης Σωντσάν σκόνταψε πάνω στον πρώτο καθώς αυτός έπεφτε, και το μαχαίρι που η Αβιέντα έκρυβε στη ζώνη της καρφώθηκε στον λαιμό του πριν καταλάβει καλά-καλά τι συνέβαινε. Τα βέλη έπεφταν σαν χαλάζι από το τόξο της Μπιργκίτε. Με τη μία της μπότα ακουμπισμένη στα γκέμια του αλόγου, μειδιούσε απαίσια καθώς τα εξαπέλυε. Τα άλογα έτρεμαν, τίναζαν τα κεφάλια τους από τη μια μεριά στην άλλη και χόρευαν λες κι ήθελαν να ελευθερωθούν και να τρέξουν μακριά, αλλά η Μπιργκίτε έμεινε στη θέση της εξαπολύοντας τα βέλη της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι κραυγές που ακούγονταν πέρα από την πύλη μαρτυρούσαν ότι η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο έβρισκε στόχο κάθε φορά που εξαπέλυε βέλος. Σύντομα ήρθε η απάντηση, γρήγορη σαν άσχημη σκέψη, και φάνηκαν μαύρες ραβδώσεις και βλήματα από βαλλίστρες. Όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα. Η Αβιέντα έπεσε και το αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα της που έσφιγγαν το δεξί της μπράτσο, αλλά τα αποτράβηξε αμέσως από την πληγή κι άρχισε να σέρνεται και να ξύνει με τα νύχια της το έδαφος αναζητώντας το ανγκριάλ, με την αποφασιστικότητα χαραγμένη στο πρόσωπό της. Η Μπιργκίτε άφησε μια κραυγή. Το τόξο έπεσε από τα χέρια της κι άρπαξε τον γοφό της, εκεί που εξείχε η άκρη από ένα μικρό βέλος. Η Ηλαίην ένιωσε την αγωνία της σαν μαχαιριά, τόσο έντονα λες κι είχε χτυπηθεί η ίδια.
Απεγνωσμένα, άδραξε άλλο ένα νημάτιο από το σημείο που είχε πέσει. Έντρομη, συνειδητοποίησε έπειτα από ένα τράβηγμα πως ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει για να κρατηθεί ζωντανή. Άραγε, κουνήθηκε το νημάτιο; Ελευθερώθηκε καν; Σε αυτήν την περίπτωση δεν τολμούσε να το αφήσει. Το νήμα τρεμούλιασε έντονα μέσα στην παλάμη της, σαν να ήταν λιπαρό.
«Ζωντανές, είπα!» βρυχήθηκε η φωνή του Σωντσάν. «Όποιος σκοτώσει γυναίκα δεν θα έχει μερίδιο από το χρυσάφι!» Ο καταιγισμός των βλημάτων από τις βαλλίστρες έπαψε αμέσως.
«Θέλετε να με πάρετε;» ούρλιαξε η Αβιέντα. «Ελάτε να χορέψουμε, τότε!» Η λάμψη του σαϊντάρ την περικύκλωσε ξαφνικά, μια λάμψη αχνή ακόμα και με τη βοήθεια του ανγκριάλ, και μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν μπροστά από την πύλη και διασκορπίστηκαν ξανά και ξανά. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες μπάλες, αλλά οι εκρήξεις, καθώς έσκαγαν στην Αλτάρα, ηχούσαν με έναν ρυθμό σταθερό. Η Αβιέντα, ωστόσο, είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια και το πρόσωπό της έλαμπε από τον ιδρώτα. Η Μπιργκίτε είχε επανακτήσει το τόξο της κι έμοιαζε σωστή ηρωίδα του θρύλου, με το αίμα να κυλάει πάνω στο πόδι της, ανίκανη σχεδόν να σταθεί όρθια, αλλά έχοντας ένα βέλος τραβηγμένο πάνω στη χορδή, αναζητώντας στόχο.
Η Ηλαίην προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή της. Ήταν αδύνατον να αγκαλιάσει έστω κι ένα ξέφτι Δύναμης, οπότε αδυνατούσε να βοηθήσει. «Εσείς οι δύο πρέπει να φύγετε», είπε. Δεν πίστευε στα αυτιά της όταν άκουσε τον τόνο της φωνής της, ήρεμο σαν πάγο. Ήξερε πως, κανονικά, έπρεπε να θρηνεί. Η καρδιά της πάσχιζε να πεταχτεί από το στήθος της. «Δεν ξέρω για πόσο ακόμα μπορώ να κρατήσω». Κι ήταν αλήθεια, τόσο για ολόκληρη την ύφανση όσο και γι’ αυτό το μοναχικό νημάτιο. Της έφευγε, άραγε; «Φύγετε, όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Η άλλη πλευρά του λόφου θα πρέπει να είναι ασφαλής, αλλά όσο πιο μακριά πάτε τόσο καλύτερα. Εμπρός, φύγετε!»
Η Μπιργκίτε γρύλισε κάτι στην Παλιά Γλώσσα, ακατανόητο στην Ηλαίην. Έμοιαζε με φράσεις που πολύ θα ήθελε να μάθει. Αν, φυσικά, της παρουσιαζόταν ποτέ η ευκαιρία. Η Μπιργκίτε συνέχισε να μιλάει χρησιμοποιώντας λέξεις που η Ηλαίην καταλάβαινε. «Άσε αυτό το αναθεματισμένο πράγμα πριν σου πω εγώ, και δεν θα έχεις να ανησυχείς μήπως σε γδάρει ζωντανή η Νυνάβε. Θα το κάνω εγώ. Κατόπιν, θα την αφήσω να αναλάβει αυτή. Ήσυχα και προσηλωμένα! Αβιέντα, έλα με προσοχή πίσω από αυτό το πράγμα —μπορείς να τα καταφέρεις;— έλα καβάλα πάνω σε ένα από τούτα τα καταραμένα άλογα».
«Όσο είμαι σε θέση να παρατηρώ το σημείο ύφανσης, τα καταφέρνω», αποκρίθηκε η Αβιέντα, τρικλίζοντας για να σταθεί όρθια. Παρέπαιε, γέρνοντας πλάγια, και μόλις που συγκρατούνταν να μην πέσει. Το αίμα έρεε στο μανίκι της από μια άσχημη πληγή. «Νομίζω πως θα τα καταφέρω». Εξαφανίστηκε πίσω από την πύλη, ενώ οι φλόγινες μπάλες εξακολούθησαν να εκτοξεύονται. Δεν ήταν δύσκολο να δεις από την αντίθετη πλευρά της πύλης, αν κι αυτό που θα έβλεπες έμοιαζε περισσότερο με ζεστή αχλή που αιωρούνταν στον αέρα. Ωστόσο, δεν μπορούσες να περάσεις μέσα από την πλευρά εκείνη —η προσπάθεια και μόνο θα ήταν εξαιρετικά οδυνηρή— κι όταν η Αβιέντα φάνηκε ξανά τρίκλιζε ακόμα περισσότερο. Η Μπιργκίτε τη βοήθησε να ανέβει στο ευνουχισμένο της ζώο αλλά —αν είναι δυνατόν— από την ανάποδη!
Όταν η Μπιργκίτε τής έκανε νόημα αλαφιασμένη, η Ηλαίην δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να της αποκριθεί κουνώντας το κεφάλι της. Αν μη τι άλλο, φοβόταν τι θα συνέβαινε αν έκανε μια τέτοια κίνηση. «Δεν είμαι σίγουρη πως μπορώ να κρατήσω κι άλλο, αν προσπαθήσω να σηκωθώ». Η αλήθεια ήταν πως αμφέβαλλε αν μπορούσε καν να σηκωθεί. Δεν ήταν απλά εξουθενωμένη. Οι μύες της είχαν νερουλιάσει. «Φύγετε όσο γρηγορότερα γίνεται. Θα κρατήσω όσο μπορώ. Σας παρακαλώ, φύγετε!»
Μουρμουρίζοντας βλαστήμιες στην Παλιά Γλώσσα —και μάλλον βλαστήμιες ήταν, κρίνοντας από τον τρόπο που ηχούσαν!— η Μπιργκίτε πέταξε τα ηνία του αλόγου στα χέρια της Αβιέντα. Πέφτοντας δύο φορές σχεδόν, προχώρησε κουτσαίνοντας προς το μέρος της Ηλαίην κι έσκυψε για να την πιάσει από τους ώμους. «Μπορείς να κρατηθείς», είπε κι η φωνή της ήταν γεμάτη με την πειστικότητα που αισθανόταν η Ηλαίην να εκπορεύεται από τη γυναίκα. «Ποτέ μου δεν συνάντησα Βασίλισσα του Άντορ πριν από σένα, αλλά ξέρω αρκετές βασίλισσες σαν και σένα. Ραχοκοκαλιά από ατσάλι και καρδιά λιονταριού. Μπορείς να τα καταφέρεις!»
Με αργές κινήσεις, τράβηξε την Ηλαίην δίχως να περιμένει απάντηση, με πρόσωπο σφικτό και την κάθε μαχαιριά που ένιωθε στο πόδι της να αντανακλά μέσα στο κεφάλι της Ηλαίην, η οποία τρεμούλιαζε από την προσπάθεια να κρατήσει την ύφανση, να κρατήσει αυτό το μοναδικό νήμα. Αισθάνθηκε έκπληξη όταν κατόρθωσε να σηκωθεί και συνειδητοποίησε πως είναι ζωντανή. Το πόδι της Μπιργκίτε παλλόταν τρελά από τον πόνο μέσα στο κεφάλι της. Προσπάθησε να μη γείρει πάνω στην Μπιργκίτε, αλλά τα τρεμάμενα μέλη της δεν τη στήριζαν και τόσο. Προχωρώντας προς τα άλογα και μισογέρνοντας η μία πάνω στην άλλη, κοιτούσε συνεχώς πάνω από τον ώμο της. Μπορούσε να κρατήσει μία ύφανση δίχως να την κοιτάει —υπό φυσιολογικές συνθήκες— αλλά έπρεπε να αυτοεπιβεβαιώνεται συνεχώς πως όντως κρατούσε γερά αυτό το νημάτιο, πως δεν της είχε γλιστρήσει. Η πύλη φαινόταν τώρα σαν μια ύφανση που δεν είχε δει ποτέ της. Συστρεφόταν άγρια και τα κατσαρά της πλοκάμια κουλουριάζονταν.
Αφήνοντας ένα βογκητό, η Μπιργκίτε την πέταξε περισσότερο παρά τη βοήθησε να ανέβει στη σέλα. Ανάποδα, όπως ακριβώς είχε κάνει και με την Αβιέντα! «Πρέπει να δεις», της εξήγησε, κουτσαίνοντας προς το μέρος του ευνουχισμένου της ζώου. Κρατώντας τα γκέμια και των τριών αλόγων, ανέβηκε με κόπο στη σέλα. Δεν έβγαλε άχνα, αλλά η Ηλαίην ένιωσε την αγωνία της. «Θα κάνεις αυτό που χρειάζεται κι άσε σε μένα το θέμα του προορισμού μας». Τα άλογα ξεκίνησαν καλπάζοντας, εν μέρει από ανυπομονησία να φύγουν από το μέρος εκείνο κι εν μέρει από το σπιρούνισμα της Μπιργκίτε στα πλευρά του ζώου της.
Η Ηλαίην κρατιόταν στο προεξέχον οπίσθιο τμήμα της σέλας της, εξίσου πεισματικά όσο και στην ύφανση, στο ίδιο το σαϊντάρ. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να κρατηθεί, μια κι ο καλπασμός του αλόγου κόντευε να την πετάξει κάτω. Η Αβιέντα χρησιμοποιούσε το πίσω μέρος της σέλας της ως υποστήριγμα για να κρατιέται ευθυτενής. Το στόμα της έχασκε ανοιχτό, ρουφώντας αέρα, και το βλέμμα της έμοιαζε καρφωμένο κάπου. Ωστόσο, η λάμψη την περικύκλωνε κι η συνεχόμενη ροή από μπάλες φωτιάς δεν είχε σταματήσει ούτε στο ελάχιστο. Δεν ήταν τόσο πυκνή όσο πριν, βέβαια, και μερικές βολές έπεφταν μακριά από την πύλη, χαράζοντας φλόγινες λωρίδες πάνω στο γρασίδι ή ανατινάζονταν στο έδαφος, παραπέρα, αλλά συνέχισαν να σχηματίζονται και να εξαπολύονται χωρίς σταματημό. Η Ηλαίην πήρε δυνάμεις, ανάγκασε τον εαυτό της να πάρει δυνάμεις. Αφού η Αβιέντα τα έβγαζε πέρα στην κατάσταση που βρισκόταν, μπορούσε κι αυτή να κάνει το ίδιο.
Το ζώο συνέχιζε τον καλπασμό του κι η πύλη άρχισε να μικραίνει, ενώ καφετί γρασίδι απλώθηκε ανάμεσα στις γυναίκες και το άνοιγμα, κι ύστερα το έδαφος άρχισε να ανηφορίζει. Ανέβαιναν στον λόφο! Η Μπιργκίτε είχε περάσει για άλλη μια φορά το βέλος στη χορδή του τόξου κι έμοιαζε συγκεντρωμένη, καταπολεμώντας την αγωνία από τον πόνο στα πόδια της, παροτρύνοντας τα άλογα να αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να φτάσουν στην κορυφή κι από κει στην άλλη πλευρά.
Με μια πνιχτή κραυγή, η Αβιέντα έγειρε πάνω στους αγκώνες της κι άρχισε να αναπηδά πάνω στη σέλα της σαν χαλαρωμένο σακί. Ο φωτισμός του σαϊντάρ τρεμούλιασε γύρω της και χάθηκε. «Δεν μπορώ», φώναξε λαχανιασμένη. «Δεν μπορώ». Ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. Οι στρατιώτες των Σωντσάν άρχισαν να ξεπετάγονται στο λιβάδι σχεδόν με το που σταμάτησε το χαλάζι της φωτιάς.
«Όλα καλά», κατάφερε να πει η Ηλαίην. Ο λαιμός της ήταν ξερός σαν να είχε καταπιεί άμμο. Όλη η υγρασία που είχε επάνω της τώρα κάλυπτε το δέρμα της και διαπότιζε τα ρούχα της. «Είναι πολύ κουραστικό να χρησιμοποιείς ένα ανγκριάλ. Τα πήγες πολύ καλά και τώρα δεν μπορούν να μας πιάσουν».
Χλευάζοντας λες τα λόγια της, μια σουλ’ντάμ εμφανίστηκε στο λιβάδι από κάτω· ακόμα κι από απόσταση μισού μιλίου, οι δύο γυναίκες ξεχώριζαν. Οι ακτίνες του ήλιου, που κόντευε να δύσει πλέον, αντανακλούσαν πάνω στο α’ντάμ που τις συνέδεε. Άλλο ένα ζευγάρι γυναικών φάνηκε, κι ύστερα ένα τρίτο, ένα τέταρτο κι ένα πέμπτο.
«Στην κορυφή!» φώναξε ζωηρά η Μπιργκίτε. «Τα καταφέραμε! Απόψε μας περιμένουν ένα ποτήρι καλό κρασί κι ένας βασταγερός άντρας!»
Κάτω, στο λιβάδι, μια από τις σουλ’ντάμ τέντωσε το χέρι της κι ο χρόνος φάνηκε να σταματάει για την Ηλαίην. Η λάμψη της Μίας Δύναμης ξεπήδησε γύρω από την νταμέην της γυναίκας. Η Ηλαίην μπορούσε να δει την ύφανση που σχηματιζόταν. Γνώριζε πολύ καλά τι ήταν. Και δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσει. «Πιο γρήγορα!» φώναξε. Η θωράκιση τη χτύπησε. Θα έπρεπε να είναι δυνατότερη για να την αντέξει —θα έπρεπε! — αλλά έτσι εξουθενωμένη που ήταν κι αδράχνοντας το σαϊντάρ με τα τελευταία υπολείμματα της δύναμης της, η θωράκιση τη διαχώρισε από την Πηγή. Κάτω στο λιβάδι, η ύφανση που κάποτε ήταν πύλη κατέρρευσε προς τα μέσα. Καταβεβλημένη και μοιάζοντας να μην μπορεί καν να κουνηθεί, η Αβιέντα πετάχτηκε από τη σέλα της κι έπεσε πάνω στην Ηλαίην. Έπεσαν κι οι δυο τους στο έδαφος. Η Ηλαίην μόλις που πρόλαβε να δει τη μακρινή πλαγιά του λόφου καθώς έπεφτε.
Η ατμόσφαιρα απέκτησε λευκή απόχρωση, που εμπόδιζε το οπτικό της πεδίο. Ήξερε πως από κάπου ακουγόταν ένας ήχος —κάτι σαν δυνατό μούγκρισμα— αλλά ήταν πέρα από το πεδίο ακοής της. Κάτι τη χτύπησε, σαν να είχε πέσει από την ταράτσα ενός ψηλού πύργου στο σκληρό πλακόστρωτο.
Άνοιξε τα μάτια της κι ατένισε τον ουρανό που έμοιαζε κάπως παράξενος και θολός. Για μια στιγμή αδυνατούσε να κινηθεί κι, όταν το έκανε, ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Πονούσε παντού. Μα το Φως, πόσο πονούσε! Αργά-αργά, ανασήκωσε ένα χέρι μέχρι το πρόσωπό της. Όταν το αποτράβηξε, τα δάχτυλά της ήταν κόκκινα. Αίμα. Οι υπόλοιπες; Έπρεπε να τις βοηθήσει. Διαισθανόταν την Μπιργκίτε, ένιωθε τον πόνο της σαν να ήταν δικός της, αλλά τουλάχιστον ήταν ζωντανή. Όπως, επίσης, αποφασισμένη και θυμωμένη. Μάλλον δεν είχε πληγωθεί άσχημα. Η Αβιέντα;
Αφήνοντας έναν λυγμό, η Ηλαίην κύλησε στο πλάι κι ύστερα ανασηκώθηκε στα χέρια και στα γόνατα της, με το κεφάλι της να γυρίζει και την αγωνία να μαχαιρώνει τα πλευρά της. Θυμήθηκε αόριστα πως, ακόμα κι αν έχεις ένα μονάχα πλευρό σπασμένο, η οποιαδήποτε κίνηση κρύβει κινδύνους, αλλά η σκέψη αυτή ήταν θολή όπως κι η λοφοπλαγιά. Έμοιαζε κάπως... δύσκολο να σκέφτεται. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της κι αυτό φάνηκε να βοηθάει την όρασή της με κάποιον τρόπο. Βρισκόταν σχεδόν στους πρόποδες του λόφου! Από πάνω της υψωνόταν μια θολούρα καπνιάς προερχόμενη από το λιβάδι. Δεν το θεώρησε διόλου σημαντικό.
Τριάντα βήματα πιο πάνω στην πλαγιά, η Αβιέντα ήταν κι αυτή στηριγμένη στα χέρια και στα γόνατά της, κοντεύοντας να πέσει μόλις ανασήκωσε το ένα της χέρι για να σκουπίσει το αίμα που κυλούσε στο πρόσωπό της, αλλά συνέχιζε να ψάχνει τριγύρω ανήσυχα. Η ματιά της έπεσε πάνω στην Ηλαίην και πάγωσε στη θέση της, κοιτώντας τη σαν χαζή. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσο χάλια έδειχνε. Σίγουρα όχι χειρότερα από την ίδια την Αβιέντα. Το μισό μέρος της φούστας της άλλης γυναίκας είχε εξαφανιστεί, το μπούστο της είχε σκιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά, και στα σημεία που ξεπρόβαλλε το γυμνό της δέρμα υπήρχε αίμα.
Η Ηλαίην σύρθηκε κοντά της. Έτσι όπως ένιωθε το κεφάλι της, της ήταν πολύ ευκολότερο να συρθεί παρά να προσπαθήσει να σταθεί όρθια και να περπατήσει. Καθώς την πλησίαζε, η Αβιέντα άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης.
«Είσαι καλά», της είπε ακουμπώντας τα ματωμένα της δάχτυλα στο μάγουλο της Ηλαίην. «Φοβήθηκα τόσο πολύ. Τόσο πολύ».
Η Ηλαίην βλεφάρισε ξαφνιασμένη. Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, ήταν στα ίδια χάλια με την Αβιέντα. Η φούστα της ήταν άθικτη, αλλά το μισό της μπούστο ήταν εντελώς σκισμένο κι έμοιαζε να αιμορραγεί από καμιά εικοσαριά βαθιές πληγές. Και τότε θυμήθηκε. Δεν είχε εξαντληθεί. Ρίγησε στη σκέψη. «Είμαστε κι οι δυο καλά», είπε μαλακά.
Στην άλλη πλευρά, η Μπιργκίτε σκούπισε το μαχαίρι της ζώνης της στη χαίτη του ευνουχισμένου ζώου της Αβιέντα κι ίσιωσε το ανάστημά της μπροστά από το ακίνητο άλογο. Το δεξί της μπράτσο κρεμόταν, το πανωφόρι της, μαζί με μια μπότα, είχαν εξαφανιστεί, και το υπόλοιπο φόρεμά της είχε σκιστεί. Η ποσότητα του αίματος που κάλυπτε τα ρούχα και το δέρμα της ήταν όση των άλλων δύο γυναικών μαζί. Το βέλος της βαλλίστρας που εξείχε από τον γοφό της έμοιαζε να είναι η χειρότερη από τις πληγές επάνω της, αλλά κι οι υπόλοιπες δεν ήταν αμελητέες. «Η ραχοκοκαλιά του ήταν σπασμένη», είπε, δείχνοντας προς το μέρος του αλόγου, στα πόδια της. «Όπως κι η δικιά μου, νομίζω, αλλά την τελευταία φορά που το είδα έτρεχε λες και θα κέρδιζε το Στεφάνι του Μεγκάιριλ. Ανέκαθεν πίστευα πως έχει έφεση στην ταχύτητα. Η Λέαινα». Ανασήκωσε τους ώμους της και μόρφασε. «Ηλαίην, η Λέαινα ήταν νεκρή όταν τη βρήκα. Λυπάμαι πολύ».
«Είμαστε ζωντανές», είπε η Ηλαίην με σταθερή φωνή, «κι αυτό είναι που μετράει». Θα έβρισκε αργότερα χρόνο να θρηνήσει για τη Λέαινα. Ο καπνός πάνω από τη λοφοκορυφή δεν ήταν πυκνός, αλλά κάλυπτε μια ευρύτερη περιοχή. «Θέλω να δω τι ακριβώς κατάφερα».
Χρειάστηκε να στηριχθούν η μία πάνω στην άλλη για να μπορέσουν να σταθούν όρθιες, κι η ανάβαση της λοφοπλαγιάς αποδείχτηκε μια υπέρμετρη προσπάθεια γεμάτη λαχανιάσματα και γογγυσμούς, ακόμα κι εκ μέρους της Αβιέντα. Έμοιαζαν σαν να τις είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου —κι η Ηλαίην πίστευε ότι, κατά βάθος, κάτι τέτοιο συνέβη— και το παρουσιαστικό τους ήταν σαν να είχαν κυλιστεί σε σφαγείο. Η Αβιέντα εξακολουθούσε να κρατάει το ανγκριάλ σφικτά μέσα στη γροθιά της, αλλά ακόμα κι αν η ίδια ή η Ηλαίην κατείχαν κάτι παραπάνω από το ελάχιστο Ταλέντο της Θεραπείας, καμιά τους δεν θα κατάφερνε να αγκαλιάσει την Πηγή, πόσω μάλλον να διαβιβάσει. Στην κορυφή του λόφου έγειραν η μία πάνω στην άλλη κι απέμειναν να ατενίζουν την καταστροφή.
Η φωτιά σχημάτιζε κύκλο γύρω από το λιβάδι, αλλά ο πυρήνας της ήταν μαυρισμένος, σιγόκαιγε κι είχε σαρώσει ακόμη και τους ογκόλιθους. Τα μισά δέντρα στις γύρω πλαγιές είχαν σπάσει ή έγερναν από την αντίθετη μεριά του λιβαδιού. Γεράκια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, καβαλώντας τον θερμό αέρα που υψωνόταν από τις φλόγες. Αυτός ήταν ο τρόπος που κυνηγούσαν, αναζητώντας μικρά ζώα που έτρεχαν να ξεφύγουν από τη φωτιά. Από τους Σωντσάν δεν φαινόταν το παραμικρό ίχνος. Η Ηλαίην ευχήθηκε να υπήρχαν πτώματα, έτσι που να ήταν σίγουρη πως ήταν όλοι τους νεκροί, ειδικά οι σουλ’ντάμ. Κοιτώντας όμως κάτω, στο καμένο και καπνισμένο έδαφος, ένιωσε ξαφνικά χαρούμενη που δεν έβλεπε καμιά απόδειξη. Αυτός ο τρόπος θανάτου ήταν φοβερός. Το Φως να λυπηθεί τις ψυχές τους, σκέφτηκε. Όλες τις ψυχές.
«Λοιπόν», είπε δυνατά. «Δεν τα κατάφερα τόσο καλά όσο εσύ, Αβιέντα, αλλά υποθέτω πως, δεδομένων των συνθηκών, δεν τα πήγα κι άσχημα. Την επόμενη φορά θα προσπαθήσω να είμαι καλύτερη».
Η Αβιέντα τη λοξοκοίταξε. Στο μάγουλό της υπήρχε ένα βαθύ κόψιμο κι άλλο ένα κατά μήκος του μετώπου της, καθώς κι ένα μακρόστενο που απλωνόταν πάνω στο κρανίο της. «Για πρώτη προσπάθεια, τα πήγες πολύ καλύτερα από μένα. Την πρώτη φορά μού έδωσαν έναν απλό κόμπο δεμένο σε μια ροή Ανέμου. Χρειάστηκε να κάνω πενήντα προσπάθειες να τον ξετυλίξω, και μάλιστα δίχως να με παρεμποδίζει ο κρότος των κεραυνών κι ο εκκωφαντικός θόρυβος που έκανε τα αυτιά μου να κουδουνίζουν».
«Υποθέτω πως θα μπορούσα να ξεκινήσω με κάτι πιο απλό», είπε η Ηλαίην. «Έχω την τάση να προχωράω με άλματα». Με άλματα; Αυτό έκανε κι όταν έψαχνε να δει αν υπάρχει νερό! Κατέπνιξε ένα γελάκι, αλλά όχι πριν νιώσει μια μαχαιριά πόνου στα πλευρά της. Έτσι, αντί να χασκογελάσει, άφησε ένα βογκητό μέσα από τα δόντια της. Της φάνηκε πως κάποια από αυτά είχαν χαλαρώσει και κινούνταν. «Τουλάχιστον, ανακαλύψαμε ένα καινούργιο όπλο. Ίσως δεν θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη γι’ αυτό, αλλά με τους Σωντσάν να καραδοκούν, μάλλον είμαι».
«Δεν καταλαβαίνεις, Ηλαίην». Η Αβιέντα έδειξε προς το κέντρο του λιβαδιού, εκεί όπου υπήρχε η πύλη. «Θα μπορούσε να μην είναι παρά μια φωτεινή αστραπή ή κάτι ακόμα πιο ασήμαντο. Δεν μπορείς να πεις με σιγουριά μέχρι να συμβεί. Αξίζει τον κόπο να ρισκάρεις να εξαντληθείς και να εξαντλήσεις κάθε γυναίκα σε απόσταση εκατό ποδών και παραπάνω από σένα μόνο και μόνο για μια φωτεινή αστραπή;»
Η Ηλαίην την κοίταξε έντονα. Το ήξερε και, παρ’ όλ’ αυτά, είχε παραμείνει; Το να ρισκάρεις τη ζωή σου ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από το να κινδυνέψεις να χάσεις την ικανότητα της διαβίβασης... «Επιθυμώ να υιοθετήσουμε η μία την άλλη ως πρωταδελφές, Αβιέντα. Μόλις βρούμε τις Σοφές». Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τι θα έκαναν με τον Ραντ. Και μόνο η ιδέα πως θα έπρεπε να τον παντρευτούν αμφότερες —κι η Μιν, επίσης! — ήταν κάτι περισσότερο από γελοία. Για ένα πράγμα, όμως, ήταν σίγουρη. «Δεν χρειάζεται να μάθω περισσότερα για σένα. Θέλω να γίνω αδελφή σου». Φίλησε μαλακά το αιματοβαμμένο μάγουλο της Αβιέντα.
Είχε την εντύπωση πως, προηγουμένως, η Αβιέντα είχε αναψοκοκκινίσει για τα καλά. Ακόμα κι οι Αελίτες εραστές δεν φιλιούνται δημοσίως. Τα φλογερά ηλιοβασιλέματα ωχριούσαν μπροστά στο χρώμα που πήρε το πρόσωπο της Αβιέντα. «Κι εγώ σε θέλω για αδελφή μου», μουρμούρισε η άλλη γυναίκα. Ξεροκαταπίνοντας —και ρίχνοντας μια ματιά στην Μπιργκίτε, η οποία προσποιούνταν πως τις αγνοεί— έγειρε μπροστά κι ακούμπησε τα χείλη της στο μάγουλο της Ηλαίην, η οποία την αγάπησε γι’ αυτή της την κίνηση, όσο και για ό,τι είχε κάνει μέχρι στιγμής.
Η Μπιργκίτε κοιτούσε πίσω τους, πάνω από τον ώμο της, κι ίσως τελικά να μην προσποιούνταν και τόσο ότι δεν έδινε σημασία γιατί ξαφνικά είπε: «Κάποιος έρχεται. Ο Λαν με τη Νυνάβε, αν δεν κάνω λάθος».
Στράφηκαν με μια αδέξια κίνηση, κουτσαίνοντας, παραπαίοντας και βογκώντας. Ήταν κάπως αστείο. Οι ήρωες στις ιστορίες ποτέ δεν πληγώνονται τόσο που να μην μπορούν να πάρουν τα πόδια τους. Μακριά, στον Βορρά, δύο καβαλάρηδες εμφανίστηκαν φευγαλέα ανάμεσα στα δέντρα. Παρά τη φευγαλέα τους εμφάνιση, πρόλαβαν να διακρίνουν έναν ψηλό άντρα πάνω σε ένα ψηλό άλογο που κάλπαζε άγρια, καθώς και μια γυναίκα πάνω σε ένα μικρότερο ζώο που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο πλάι του. Με κάποια επιφύλαξη, οι τρεις γυναίκες κάθισαν κατάχαμα να τους περιμένουν. Να και κάτι άλλο που δεν κάνουν ποτέ οι ήρωες στις ιστορίες, σκέφτηκε αναστενάζοντας η Ηλαίην. Ήλπιζε πως θα κατάφερνε να γίνει βασίλισσα για να κάνει περήφανη τη μητέρα της, αλλά ήταν προφανές πως ηρωίδα δεν θα γινόταν ποτέ.
Η Σουλέιν μετακίνησε ελαφρώς τα γκέμια κι ο Σεγκάνι ανυψώθηκε ανάλαφρα, γυρνώντας προς το ραβδωτό φτερό του. Ήταν ένα καλά εκπαιδευμένο ράκεν, γοργό κι ευέλικτο, το αγαπημένο της, αν κι έπρεπε να μοιράζεται την απόλαυση να πετάει μαζί του. Πάντα υπήρχαν περισσότεροι μόρατ’ράκεν από ράκεν. Θεωρούνταν δεδομένο. Κάτω, στην αγροικία, οι μπάλες φωτιάς ξεπηδούσαν λες από το πουθενά και διασκορπίζονταν προς κάθε κατεύθυνση. Προσπάθησε να μη δώσει σημασία. Η δουλειά της ήταν να παραφυλάει για τυχόν φασαρίες από τη μεριά της περιοχής γύρω από την αγροικία. Αν μη τι άλλο, ο καπνός είχε πάψει να υψώνεται από το μέρος που είχαν σκοτωθεί η Τάουαν κι η Μάκου, στον ελαιώνα.
Στα χίλια βήματα πάνω από το έδαφος, η θέα που είχε ήταν άπλετη. Όλα τα άλλα ράκεν είχαν φύγει για να ανιχνεύσουν την ύπαιθρο. Κάθε γυναίκα που έτρεχε θα σημαδευόταν για κατοπινό έλεγχο, έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν επρόκειτο για κάποια από αυτές που προκάλεσαν όλη αυτήν τη φασαρία, αν και, για να λέμε την αλήθεια, όποιος έβλεπε ένα ράκεν σ’ αυτή την περιοχή, το πιθανότερο ήταν να το βάλει στα πόδια. Το μόνο που είχε να κάνει η Σουλέιν ήταν να προσέχει για κάποια επερχόμενη φασαρία. Ευχήθηκε να μην ένιωθε αυτή τη φαγούρα ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Σήμαινε πως σύντομα θα είχαν μπελάδες. Ο άνεμος που προκαλούσε η πτήση του Σεγκάνι ήταν ό,τι πρέπει με αυτή την ταχύτητα, αλλά η γυναίκα τράβηξε το λουρί της κερωμένης λινής κουκούλας της πιο σφιχτά κάτω από το πηγούνι της, δοκίμασε τους δερμάτινους ιμάντες ασφαλείας που την κρατούσαν πάνω στη σέλα, έσιαξε τα κρυσταλλικά γυαλιά της και φόρεσε τα εφαρμοστά της γάντια.
Περισσότερες από εκατό Ουράνιες Πυγμές ήταν ήδη προσγειωμένες στο έδαφος και, το σημαντικότερο, έξι σουλ’ντάμ με νταμέην κι άλλη μια ντουζίνα που κουβαλούσαν σακίδια γεμάτα περίσσια α’ντάμ. Η δεύτερη πτήση θα αναχωρούσε από τους λόφους, στον Νότο, με ενισχύσεις. Θα ήταν καλύτερα να ενίσχυαν την πρώτη επιδρομή, αλλά δεν υπήρχαν πολλά το’ράκεν ανάμεσα στους Χαϊλέν, κι οι βάσιμες φήμες έλεγαν πως σε πολλούς από αυτούς είχε ανατεθεί το έργο να περάσουν την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ κι ολόκληρη την ακολουθία της από την Αμαδισία. Δεν ήταν σωστό να κάνει άσχημες σκέψεις για τη Γενιά, αλλά ευχήθηκε να είχαν σταλεί περισσότερα το’ράκεν στο Έμπου Νταρ. Κανείς μόρατ’ράκεν δεν εκτιμούσε τα τεράστια κι άγαρμπα το’ράκεν, κατάλληλα μόνο για να κουβαλούν φορτία, αλλά θα μπορούσαν να στείλουν γρηγορότερα περισσότερες Ουράνιες Πυγμές στο έδαφος, περισσότερες σουλ’ντάμ.
«Φημολογείται πως υπάρχουν εκατοντάδες μαράθ’νταμέην εκεί κάτω», είπε δυνατά η Έλια, πίσω από την πλάτη της. Όταν πετάς στον ουρανό χρειάζεται να μιλάς δυνατά για να ακούγεσαι πάνω από τον ορμητικό άνεμο. «Ξέρεις τι θα κάνω με το μερίδιό μου από το χρυσάφι; Θα αγοράσω ένα πανδοχείο. Απ’ όσο είδα, το Έμπου Νταρ μοιάζει το κατάλληλο μέρος. Μπορεί, μάλιστα, να βρω κι έναν σύζυγο και να κάνω παιδιά. Πώς σου φαίνεται;»
Η Σουλέιν μειδίασε πίσω από τον αντιανεμικό μανδύα της. Κάθε ιπτάμενη ήθελε να αγοράσει ένα πανδοχείο —ή μια ταβέρνα ή ακόμα κι ένα αγρόκτημα, μερικές φορές— αλλά ποια μπορούσε να εγκαταλείψει τα ουράνια; Χτύπησε χαϊδευτικά τη βάση του μακρόστενου και σκληρού λαιμού του Σεγκάνι. Κάθε ιπτάμενη γυναίκα —στους τέσσερις ιπτάμενους, οι τρεις ήταν γυναίκες— μιλούσε για συζύγους και παιδιά, αλλά αυτό σήμαινε πως οι πτήσεις της θα λάμβαναν τέλος. Οι γυναίκες που εγκατέλειπαν τις Ουράνιες Πυγμές μέσα σε ένα μήνα ήταν πιο πολλές από αυτές που άφηναν τους ουρανούς μέσα σε μισό χρόνο.
«Νομίζω πως πρέπει να έχεις τα μάτια σου ανοικτά», απάντησε. Όχι ότι έκανε κακό λίγη κουβεντούλα. Είχε τη δυνατότητα να διακρίνει ακόμα κι ένα παιδί ανάμεσα στους ελαιώνες, πόσω μάλλον κάτι που θα απειλούσε τις Ουράνιες Πυγμές. Ακόμα κι οι ελαφρύτερα θωρακισμένοι στρατιώτες ήταν εξίσου σκληροί με τους Φρουρούς του Θανάτου, ίσως και σκληρότεροι σύμφωνα με μερικούς. «Εγώ, με το μερίδιό μου, θα αγοράσω μια νταμέην και θα μισθώσω μια σουλ’ντάμ». Οι μισές μαράθ’νταμέην απ’ όσες ανέφεραν οι φήμες να βρίσκονταν εκεί κάτω, θα μπορούσε να αγοράσει δύο νταμέην με το μερίδιό της. Τρεις, ίσως! «Μια νταμέην εκπαιδευμένη να φτιάχνει Ουράνια Φώτα. Όταν αφήσω τους ουρανούς, θα είμαι πλούσια όσο κι ένας από τη Γενιά». Είχαν κι εδώ κάτι που το έλεγαν «πυροτεχνήματα» —είχε δει κάποιους που προσπαθούσαν εις μάτην να εντυπωσιάσουν τη Γενιά στο Τάντσικο— αλλά ποιος θα εντυπωσιαζόταν από κάτι τόσο μίζερο, συγκρινόμενο με τα Ουράνια Φώτα; Είχαν κάνει δεμάτι εκείνους τους τύπους και τους είχαν πετάξει σε έναν δρόμο εκτός πόλεως.
«Η αγροικία!» φώναξε η Έλια και ξαφνικά κάτι χτύπησε με δύναμη τον Σεγκάνι, δυνατότερα από τη χειρότερη ριπή καταιγίδας που είχε αισθανθεί ποτέ η Σουλέιν, αναποδογυρίζοντάς τον.
Το ράκεν έπεφτε σαν πέτρα προς τα κάτω, ουρλιάζοντας με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή, στριφογυρνώντας τόσο γρήγορα που οι προστατευτικοί ιμάντες τεντώθηκαν πάνω στο κορμί της. Τράβηξε τα χέρια της από τους γοφούς της, άδραξε τα γκέμια κι έμεινε ακίνητη. Ο Σεγκάνι έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Το παραμικρό τράβηγμα στα ηνία θα μπορούσε να αποβεί τροχοπέδη. Έπεφταν στριφογυρίζοντας, σαν τροχός τυχερού παιχνιδιού. Οι μόρατ’ράκεν είχαν διδαχτεί να μην παρακολουθούν το έδαφος όταν έπεφτε ένα ράκεν, άσχετα για ποιο λόγο, αλλά η γυναίκα δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να υπολογίζει το ύψος τους κάθε φορά που τούμπαραν και το έδαφος γινόταν ορατό. Οκτακόσια βήματα. Εξακόσια. Τετρακόσια. Διακόσια. Το Φως να καταυγάσει την ψυχή της και το απέραντο έλεος του Δημιουργού ας την προστάτευε από...
Με ένα απότομο τίναγμα των δυνατών του φτερών, που πέταξε πλάγια τη γυναίκα, κάνοντας τα δόντια της να τρίξουν, ο Σεγκάνι εξισορρόπησε, ενώ οι άκρες από τις φτερούγες του έξυσαν τις δεντροκορυφές καθώς έπεφταν προς τα κάτω. Με την ψυχραιμία που γεννά η σκληρή διαπαιδαγώγηση, η γυναίκα ήλεγξε την κίνηση των φτερούγων για ενδεχόμενη καταπόνηση. Δεν βρήκε τίποτα, αλλά καλό θα ήταν να τον εξετάσει εξονυχιστικά κι ένας ντερ’μόρατ’ράκεν. Μια μικρή λεπτομέρεια που θα περνούσε απαρατήρητη από την ίδια δεν θα διέφευγε την προσοχή ενός δασκάλου.
«Φαίνεται πως, για άλλη μια φορά, ξεφύγαμε από την Κυρά των Ίσκιων, Έλια». Γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της και τα λόγια της κόπηκαν στη μέση. Ένα κομμάτι του ιμάντα ασφαλείας ανέμιζε από το άδειο κάθισμα πίσω της. Κάθε ιπτάμενη γνώριζε πως η Κυρά καραδοκούσε στον πάτο μιας ατελείωτης πτώσης, μα ήταν άλλο να γνωρίζεις κι άλλο να βιώνεις.
Προφέροντας μια σύντομη προσευχή για τη νεκρή, επανήλθε αποφασιστικά στα καθήκοντά της, παροτρύνοντας τον Σεγκάνι να ανέβει ψηλότερα. Το ανέβασμα ήταν αργό και το ζώο ακολούθησε μια σπειροειδή κίνηση, σε περίπτωση που είχε καταπονηθεί σε κάποιο σημείο, αλλά σκαρφάλωνε όσο πιο γρήγορα θεωρούσε η γυναίκα ότι ήταν ασφαλές, ίσως και γρηγορότερα απ’ όσο θα έπρεπε. Ο καπνός που ανυψωνόταν πέρα από τον ροζιασμένο λόφο την έκανε να συνοφρυωθεί, αλλά με αυτό που είδε μόλις πέρασε την κορυφή, αισθάνθηκε το στόμα της να ξεραίνεται. Τα χέρια της ήταν ακινητοποιημένα πάνω στα γκέμια κι ο Σεγκάνι συνέχιζε να σκαρφαλώνει με τα δυνατά τινάγματα των φτερούγων του.
Η αγροικία είχε... χαθεί. Τα θεμέλια είχαν απαλειφθεί από τα λευκά κτήρια που έστεκαν επάνω τους, κι οι μεγάλες κατασκευές που είχαν χτιστεί στη λοφοπλαγιά είχαν συντριβεί σε σωρούς από μπάζα. Είχαν αφανιστεί. Τα πάντα ήταν καμένα και μαυρισμένα. Η φωτιά λυσσομανούσε στα χαμόκλαδα των πλαγιών, σχηματίζοντας βεντάλιες με εκατό πόδια μήκος στους ελαιώνες και στο δάσος που απλωνόταν στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των λόφων. Πιο πέρα, και για εκατό και περισσότερα βήματα, κείτονταν τσακισμένα δέντρα, οι κορμοί των οποίων έγερναν από την αντίθετη μεριά της αγροικίας. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανό εκεί κάτω. Τίποτε, ό,τι κι αν ήταν, δεν θα επιβίωνε από κάτι τέτοιο.
Γρήγορα, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της κι έστρεψε τον Σεγκάνι προς τον Νότο. Διέκρινε από απόσταση τα το’ράκεν, μαζεμένα το καθένα με μια ντουζίνα Ουράνιες Πυγμές σε κοντινή απόσταση, καθώς και σουλ’ντάμ, οι οποίες έρχονταν καθυστερημένα. Άρχισε να συντάσσει την αναφορά μέσα στο μυαλό της. Σίγουρα δεν υπήρχε κανείς άλλος για να το κάνει. Όλοι έλεγαν πως αυτή η περιοχή ήταν γεμάτη με μαράθ’νταμέην που περίμεναν να συλληφθούν, αλλά με αυτό το καινούργιο όπλο οι γυναίκες που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι εξελίσσονταν σε αληθινό κίνδυνο. Κάτι έπρεπε να γίνει με αυτές, κάτι αποφασιστικό. Αν η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ βρισκόταν όντως καθ’ οδόν προς το Έμπου Νταρ, ίσως να αντιλαμβανόταν την αναγκαιότητα μιας τέτοιας ενέργειας.