29 Μια Κούπα για Κοίμηση

Μην είσαι ξεροκέφαλος, Ραντ», είπε η Μιν. Παρέμεινε καθισμένη, με τα πόδια σταυρωτά, τινάζοντας τεμπέλικα το ένα της πόδι, ανίκανη να συγκρατήσει τον εκνευρισμό από τη φωνή της. «Πήγαινε κοντά της! Μίλα της!»

«Για ποιον λόγο;» τη ρώτησε αυτός απότομα. «Τώρα, ξέρω ποιο γράμμα πρέπει να πιστέψω. Καλύτερα έτσι. Είναι ασφαλής από οποιονδήποτε που θα θελήσει να στραφεί εναντίον μου, από μένα τον ίδιον! Καλύτερα έτσι!» Ωστόσο, δεν έπαψε να βηματίζει πάνω κάτω, φορώντας την πουκαμίσα του, ανάμεσα στις δύο σειρές καθίσματα μπροστά στον Θρόνο του Δράκοντα, με τις γροθιές του σφιγμένες τόσο που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει, άγριο κοιτάζοντας πέρα από τα καφασωτά των παραθύρων τα μαύρα σύννεφα που έστρωναν μια καινούργια κουβέρτα χιονιού πάνω στην Καιρχίν.

Η Μιν αντάλλαξε ματιές με τον Φέντγουιν Μορ, ο οποίος στεκόταν δίπλα στις πόρτες με τον σκαλιστό ήλιο. Οι Κόρες άφηναν να περάσει οποιοσδήποτε δεν αποτελούσε φανερή απειλή χωρίς να τον αναγγείλουν, αλλά όσους ο Ραντ δεν επιθυμούσε να συναντήσει σήμερα το πρωί, τους απομάκρυνε αυτό το γεροδεμένο αγόρι. Στο μαύρο του πέτο φορούσε τον Δράκοντα και το Ξίφος, κι η Μιν ήξερε καλά πως είχε δει περισσότερες μάχες —και περισσότερη φρίκη— από τους πιο πολλούς άντρες που είχαν τρεις φορές την ηλικία του, κι ωστόσο δεν ήταν παρά αγόρι ακόμα. Σήμερα, κι έτσι όπως έριχνε ανήσυχα βλέμματα προς το μέρος του Ραντ, φάνταζε νεότερος από ποτέ. Το σπαθί στον γοφό του έμοιαζε παράταιρο στα μάτια της.

«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν είναι παρά ένας άντρας, Φέντγουιν», του είπε. «Κι, όπως κάθε άντρας, έχει κατσουφιάσει γιατί πιστεύει πως μια γυναίκα δεν θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια της».

Το αγόρι την κοίταξε σαν αποβλακωμένο και τινάχτηκε λες και του είχε δώσει ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα. Ο Ραντ έπαψε να την κοιτάει κατσουφιασμένος. Το μόνο που τη συγκρατούσε από το να ξεσπάσει σε γέλια ήταν η επίγνωση πως ο άντρας έκρυβε τον πόνο του με την ίδια αληθοφάνεια σαν να έκρυβε πληγή από μαχαιριά, όπως επίσης κι η βεβαιότητα πως θα πληγωνόταν ακόμα περισσότερο αν ήταν η ίδια υπεύθυνη για όσα είχαν γίνει. Όχι ότι θα είχε ποτέ την ευκαιρία να ξεσκίσει τα λάβαρά του, φυσικά, αλλά κάπως έτσι είχε το ζήτημα. Ο Ραντ είχε μείνει αρχικά εμβρόντητος με τα μαντάτα που είχε φέρει την αυγή ο Τάιμ από το Κάεμλυν, αλλά μόλις έφυγε έπαψε να δίνει την εντύπωση ζαλισμένου ταύρου κι άρχισε να... συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο!

Σηκώθηκε, τακτοποίησε το ωχρό, πράσινο πανωφόρι της, σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της, και τον κοίταξε κατάματα. «Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;» ρώτησε ήρεμα. Τέλος πάντων, προσπαθούσε να είναι ήρεμη και σχεδόν τα κατάφερνε. Τον αγαπούσε, αλλά έπειτα από ένα πρωινό σαν κι αυτό πολύ θα ήθελε να τον χαστουκίσει δίχως σταματημό. «Δύο φορές δεν ανέφερες καθόλου τον Ματ, και δεν έχεις ιδέα αν είναι καν ζωντανός».

«Ο Ματ ζει», γρύλισε ο Ραντ. «Αν είχε πεθάνει, θα το ήξερα. Θες να πεις πως είμαι...!» Το σαγόνι του σφιχτήκε, λες κι αδυνατούσε να προφέρει τη λέξη.

«Κατσούφης», τον βοήθησε η γυναίκα. «Και πολύ σύντομα θα έχεις στραβομουτσουνιάσει. Μερικές γυναίκες πιστεύουν πως οι άντρες είναι πιο χαριτωμένοι όταν στραβομουτσουνιάζουν. Δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία». Τέλος πάντων, αρκετά με αυτό το θέμα. Το πρόσωπο του Ραντ είχε σκοτεινιάσει, αλλά δεν αναψοκοκκίνισε. «Μήπως δεν έκανες το παν για να φροντίσεις να ανέβει στον θρόνο του Άντορ; Ο οποίος, πρέπει να προσθέσω, είναι δικαιωματικά δικός της. Εσύ δεν είπες πως ήθελες να κρατήσει το Άντορ ενωμένο κι όχι να διαλυθεί όπως η Καιρχίν ή το Δάκρυ;»

«Ναι, εγώ τα έκανα όλα αυτά!» γρύλισε. «Και τώρα που είναι δικό της, θέλει να με πετάξει έξω! Πολύ καλά, λοιπόν! Και μη μου ξαναπείς να πάψω να φωνάζω! Δεν είμαι...!» Όμως, συνειδητοποίησε ότι ήταν, και σφράγισε το στόμα του. Ένα αμυδρό γρύλισμα έβγαινε από το λαρύγγι του. Ο Μορ κοίταξε αμήχανα ένα από τα κουμπιά του, στριφογυρνώντας το μπρος πίσω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε εκείνο το πρωί.

Το πρόσωπο της Μιν παρέμεινε γαλήνιο. Δεν σκόπευε να τον χαστουκίσει, κι ο άντρας ήταν αρκετά μεγαλόσωμος γι’ αυτήν για να τον δείρει. «Το Άντορ τής ανήκει, όπως ακριβώς επιθυμούσες», του είπε. Ήρεμα. Σχεδόν. «Κανείς από τους Αποδιωγμένους δεν την κυνηγάει τώρα που ξέσκισε τα λάβαρά σου». Μια επικίνδυνη λάμψη φάνηκε σε εκείνα τα γκριζογάλανα μάτια, αλλά η γυναίκα εξακολούθησε. «Όπως ακριβώς ήθελες. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως έχει συμμαχήσει με τους εχθρούς σου. Ξέρεις πολύ καλά πως το Άντορ θα ταχθεί στο πλευρό του Αναγεννημένου Δράκοντα. Άρα, λοιπόν, ο μόνος λόγος που είσαι ταραγμένος είναι επειδή πιστεύεις πως δεν θέλει να σε ματαδεί. Πήγαινε κοντά της, βλάκα!» Τα επόμενα λόγια ήταν και τα δυσκολότερα. «Δεν θα προλάβεις να πεις δυο λέξεις κι αυτή θα σε φιλήσει». Μα το Φως, αγαπούσε την Ηλαίην σχεδόν όσο και τον Ραντ —ναι, όσο και τον Ραντ, αλλά με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό— αλλά πώς ήταν δυνατόν μια απλή γυναίκα να συναγωνιστεί μια όμορφη χρυσομαλλούσα βασίλισσα, που με ένα της νεύμα είχε την υποστήριξη ενός πανίσχυρου έθνους;

«Δεν είμαι... θυμωμένος», είπε ο Ραντ με σφιγμένη φωνή. Άρχισε ξανά να πηγαίνει πάνω κάτω κι η Μιν σκέφτηκε να τον κλωτσήσει στα πισινά. Δυνατά.

Μια από τις πόρτες άνοιξε κι η ασπρομάλλα Σορίλεα πέρασε μέσα παραμερίζοντας τον Μορ, ο οποίος είχε την προσοχή του στραμμένη στον Ραντ για να εξακριβώσει κατά πόσον θα επέτρεπε την είσοδο της. Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του —θυμωμένος, παρά τα όσα ισχυριζόταν— και πέντε γυναίκες με χοντρά μαύρα χιτώνια, μουσκεμένες από το λιωμένο χιόνι, ακολούθησαν τη Σοφή στο εσωτερικό, με τα χέρια σταυρωτά και τα βλέμματα κατεβασμένα, ενώ οι βαθιές κουκούλες δεν έκρυβαν καλά-καλά τα πρόσωπά τους. Τα πόδια τους ήταν τυλιγμένα σε κουρέλια.

Η Μιν ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου της να ορθώνονται. Μπροστά στα μάτια της οι εικόνες κι οι αύρες χόρευαν, χάνονταν κι επανεμφανίζονταν γύρω από τις έξι γυναίκες και γύρω από τον Ραντ. Ήλπιζε πως ο άντρας είχε ξεχάσει πως ετούτες εδώ οι πέντε ήταν ζωντανές. Για όνομα του Φωτός, τι πήγαινε να κάνει αυτή εδώ η άνομη γυναίκα;

Η Σορίλεα έκανε μία και μοναδική κίνηση, με τα βραχιόλια της από χρυσό και φίλντισι να κροταλίζουν, κι οι πέντε γυναίκες διευθετήθηκαν σε μια σειρά πάνω στον χρυσό Ανατέλλοντα Ήλιο που ήταν τοποθετημένος στο πέτρινο πάτωμα. Ο Ραντ βημάτισε κατά μήκος της σειράς αυτής, τραβώντας τις κουκούλες και γυμνώνοντας τα πρόσωπα, κοιτώντας τα με βλέμμα παγερό.

Η κάθε μια από τις μαυροντυμένες γυναίκες ήταν άπλυτη, με μαλλιά ίσια και βρώμικα από τον ιδρώτα. Η Έλζα Πένφελ, μια Πράσινη αδελφή, τον ατένισε κατάματα γεμάτη ενθουσιασμό, με μια περίεργη ζέση στο πρόσωπό της. Η Νεσούνε Μπιχάρα, μια λυγερόκορμη Καφετιά, τον κοίταξε εξίσου έντονα όσο κι αυτός εκείνη. Η Σαρίνε Νέμνταλ, τόσο όμορφη, παρά τη βρωμιά της, που νόμιζες πως η αγέραστη όψη της ήταν φυσική, δεν ήταν και τόσο αντιπροσωπευτική της χαρακτηριστικής ψυχρότητας του Λευκού Άτζα. Η Μπέλντεϊν Νάιραμ, πολύ νέα ακόμα στο επώμιο για να έχει αυτά τα αγέραστα χαρακτηριστικά, του έσκασε ένα αβέβαιο χαμόγελο που έλιωσε κάτω από το βλέμμα του. Η Έριαν Μπορόλεος, χλωμή αλλά εξίσου ευπαρουσίαστη με τη Σαρίνε, μόρφασε αλλά ζορίστηκε να ατενίσει αυτή την παγερή ματιά. Οι δύο τελευταίες ήταν κι αυτές Πράσινες, κι οι πέντε μαζί ήταν ανάμεσα στις αδελφές που τον είχαν απαγάγει με διαταγή της Ελάιντα. Μερικές, ήταν ανάμεσα σε αυτές που τον βασάνισαν προσπαθώντας να τον πάνε στην Ταρ Βάλον. Υπήρχαν φορές που ο Ραντ ξυπνούσε ιδρωμένος και λαχανιασμένος, μουρμουρώντας ότι τον έχουν φυλακίσει και τον δέρνουν. Η Μιν ήλπιζε να μη διακρίνει δολοφονική μανία στη ματιά του.

«Αυτές εδώ αποκαλούνται ντα’τσάνγκ, Ραντ αλ’Θόρ», είπε η Σορίλεα. «Νομίζω πως νιώθουν πια την ντροπή μέχρι το κόκαλο. Η Έριαν Μπορόλεος ήταν η πρώτη που ζήτησε να δαρθεί όπως εσύ, από την αυγή έως το χάραμα, αλλά πλέον όλες έχουν περάσει από αυτό το στάδιο. Η έκκλησή τους έγινε δεκτή. Η κάθε μια τους ζήτησε να σε υπηρετήσει όπως μπορεί. Το τοχ για την προδοσία τους δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί». Η φωνή της σκοτείνιασε για λίγο. Για τους Αελίτες, η προδοσία της απαγωγής ήταν κατά πολύ χειρότερη αυτών που είχαν ακολουθήσει. «Ωστόσο, αναγνωρίζουν το όνειδός τους κι επιθυμούν να προσπαθήσουν ξανά. Αποφασίσαμε να αφήσουμε την επιλογή σε σένα».

Η Μιν συνοφρυώθηκε. Θα άφηναν την επιλογή σε εκείνον; Οι Σοφές σπάνια άφηναν σε κάποιον άλλον μια επιλογή που μπορούσαν να κάνουν οι ίδιες. Η δε Σορίλεα δεν το έκανε ποτέ. Η νευρώδης Σοφή μετακίνησε πρόχειρα τη μαύρη εσάρπα στους ώμους της κι απέμεινε να κοιτάει τον Ραντ λες και δεν είχε τη παραμικρή σημασία. Έριξε μια γαλάζια, παγερή ματιά προς το μέρος της Μιν, και ξαφνικά η Μιν ήταν βέβαιη πως αν έλεγε κάτι λάθος, η κοκαλιάρα γυναίκα θα την έγδερνε. Δεν επρόκειτο για εικόνα. Απλώς, ήξερε πια τη Σορίλεα καλύτερα απ’ όσο θα ήθελε.

Αποφασιστικά, έπιασε να μελετάει οτιδήποτε εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν γύρω από τις γυναίκες, πράγμα διόλου εύκολο, μια κι ήταν όλες μαζεμένες κοντά-κοντά και δεν μπορούσε να είναι σίγουρη κατά πόσον μια συγκεκριμένη εικόνα ανήκε σε μια γυναίκα ή στη διπλανή της. Οι αύρες, αν μη τι άλλο, ήταν πιο ευκρινείς. Μα το Φως, ας κατανοούσε και κάτι απ’ όσα έβλεπε!

Ο Ραντ εξέλαβε την ανακοίνωση της Σορίλεα ψύχραιμα, επιφανειακά τουλάχιστον. Έτριψε τα χέρια του αργά και περιεργάστηκε σκεφτικός τους ερωδιούς που στιγμάτιζαν τις παλάμες του. Κοίταξε εξεταστικά τα πρόσωπα των Άες Σεντάι, ένα προς ένα. Τελικά, κάρφωσε το βλέμμα του στην Έριαν.

«Γιατί;» τη ρώτησε με ήπιο τόνο. «Σκότωσα δύο από τους Προμάχους σου. Γιατί;» Η Μιν μόρφασε. Η συμπεριφορά του Ραντ συνήθως ποίκιλλε, αλλά σπανίως ήταν ήπια. Κι η Έριαν ήταν από τις λίγες που τον χτύπησαν πάνω από μια φορά.

Η χλωμή Ιλιανή αδελφή τεντώθηκε. Εικόνες χόρεψαν κι οι αύρες αναβόσβησαν κι έσβησαν. Η Μιν δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Βρωμισμένη και με τα μαλλιά της να έχουν γίνει τζίβα, η Έριαν απέπνεε έναν αέρα εξουσίας των Άες Σεντάι και τον κοιτούσε στα μάτια. Ωστόσο, απάντησε ευθέως και με απλότητα. «Ίσως και να ήταν σφάλμα που σε πήραμε. Το σκέφτηκα καλά. Πρέπει να πολεμήσεις στην Τελευταία Μάχη, κι εμείς πρέπει να σε βοηθήσουμε. Αν δεν με δεχτείς, θα δείξω κατανόηση, αλλά αν το επιτρέψεις θα βοηθήσω σε ό,τι μου ζητήσεις».

Ο Ραντ απέμεινε να την κοιτάζει ανέκφραστος.

Την ίδια, μονοσύλλαβη, ερώτηση έκανε σε κάθε μια τους, κι έλαβε τόσες διαφορετικές απαντήσεις όσες ήταν κι οι γυναίκες.

«Το Πράσινο είναι το Πολεμικό Άτζα», του είπε αγέρωχα η Μπέλντεϊν, και παρά τους λεκέδες στα μάγουλά της και τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, έμοιαζε με Βασίλισσα των Μαχών. Από την άλλη, για τις Σαλδαίες αυτό ήταν σαν δεύτερη φύση. «Όταν βαδίσεις στην Τάρμον Γκάι’ντον, το Πράσινο Άτζα θα πρέπει να είναι παρόν. Αν με δεχτείς, θα σε ακολουθήσω». Μα το Φως, ήθελε να δεσμεύσει έναν Άσα’μαν σαν να ήταν Πρόμαχος! Μα, πως...; Όχι, δεν είχε πολύ σημασία αυτή τη στιγμή.

«Ό,τι κάναμε ήταν απόλυτα λογικό τη συγκεκριμένη στιγμή». Η παγερή γαλήνη που διαγραφόταν σαν μόνιμη μάσκα στο πρόσωπο της Σαρίνε μετατράπηκε σε ανησυχία, κι η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Το λέω ως εξήγηση, όχι ως δικαίωση. Οι καταστάσεις έχουν αλλάξει. Για σένα, η λογική πορεία φαίνεται πως είναι να...» Πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα. Εικόνες κι αύρες. Το μόνο που έλειπε τώρα ήταν μια καταιγιστική ερωτική σχέση! Η γυναίκα έμοιαζε με ένα κομμάτι πάγο, άσχετα από το πόσο όμορφη ήταν. Κι η απλή επίγνωση πως ένας άντρας θα μπορούσε να την κάνει να λιώσει δεν φαίνεται να είχε μεγάλη χρησιμότητα! «Να μας στείλεις πίσω, στην αιχμαλωσία», συνέχισε, «ή ακόμα και να μας εκτελέσεις. Κατ’ εμέ, η λογική λέει πως επιβάλλεται να σε υπηρετήσω».

Η Νεσούνε έγειρε το κεφάλι της και τα, σχεδόν μαύρα, μάτια της έμοιαζαν να πασχίζουν να καταγράψουν κάθε λεπτομέρεια των χαρακτηριστικών του. Μια κοκκινοπράσινη αύρα μαρτυρούσε τιμές και δόξες. Ένα τεράστιο κτήριο φάνηκε πάνω από το κεφάλι της κι εξαφανίστηκε. Μια βιβλιοθήκη που θα έβρισκε. «Θέλω να σε μελετήσω», είπε απλά. «Κι αυτό δεν μπορώ να το κάνω κουβαλώντας πέτρες ή ανοίγοντας τρύπες. Έτσι, βέβαια, μπορεί να έχεις κάμποσο χρόνο για συλλογισμούς, αλλά το να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου μοιάζει δίκαιη ανταλλαγή γι’ αυτά που θα μάθω». Ο Ραντ ανοιγόκλεισε τα μάτια του με την ευθύτητα των λόγων της, αλλά κατά τ’ άλλα η έκφρασή του δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο.

Η πιο αιφνιδιαστική απάντηση ήρθε από την Έλζα, κι ήταν περισσότερο ο τρόπος που ειπώθηκε παρά οι ίδιες οι λέξεις. Έπεσε στα γόνατα κι ανασήκωσε το βλέμμα της προς τη μεριά του Ραντ, με μάτια πυρετικά. Ολόκληρο το πρόσωπό της έμοιαζε να λάμπει από ζέση. Αύρες αστραποβολούσαν κι εικόνες έπεφταν σαν χείμαρροι γύρω της, χωρίς όμως να αποκαλύπτουν τίποτα. «Είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», είπε απνευστί. «Πρέπει να είσαι παρών στην Τελευταία Μάχη. Θα σε βοηθήσω να είσαι παρών! Ό,τι είναι απαραίτητο, θα το κάνω!» Κι υποκλίθηκε τόσο βαθιά, που τα χείλη της ακούμπησαν το λείο πέτρινο πάτωμα, μπροστά στις μπότες του. Ακόμα κι η Σορίλεα σάστισε, ενώ η Σαρίνε έμεινε με το στόμα ανοικτό. Ο Μορ την κοίταξε σαν χαζός και κατόπιν έστρεψε την προσοχή του ξανά στα κουμπιά του. Η Μιν είχε την εντύπωση πως τον άκουσε να χασκογελάει νευρικά, σχεδόν μέσα από τα δόντια του.

Ο Ραντ έκανε μεταβολή και βημάτισε αγέρωχα προς τον Θρόνο του Δράκοντα, όπου το σκήπτρο του και το στέμμα του Ίλιαν ήταν αφημένα πάνω στο χρυσοκέντητο, κόκκινο πανωφόρι του. Η έκφραση του προσώπου του ήταν τόσο ψυχρή που η Μιν ήθελε να του ορμήσει, άσχετα αν τους έβλεπαν, αλλά αντί γι’ αυτό εξακολούθησε να κοιτάει εξεταστικά τις Άες Σεντάι. Και τη Σορίλεα. Δεν είχε διακρίνει τίποτα χρήσιμο σε αυτή την ασπρομάλλα μέγαιρα.

Ξαφνικά, ο Ραντ γύρισε απότομα και κατευθύνθηκε προς τη σειρά των γυναικών, τόσο γρήγορα που η Μπελταίν κι η Σαρίνε πισωπάτησαν. Ένα κοφτό νεύμα από τη Σορίλεα τις επανέφερε στην τάξη.

«Θα δεχόσουν να κλειστείς σε ένα κιβώτιο;» Η φωνή του ήταν τραχιά, σαν παγωμένες πέτρες που ξύνονται αναμεταξύ τους. «Να είσαι φυλακισμένη σε ένα σεντούκι όλη τη μέρα, να σε δέρνουν πριν μπεις κι όταν βγαίνεις;» Αυτά είχαν κάνει σ’ εκείνον.

«Ναι!» γόγγυσε η Έλζα, πεσμένη ακόμα στο δάπεδο. «Ό,τι κι αν πρέπει να κάνω, θα το κάνω!»

«Αν το αξιώσεις», αποκρίθηκε κι η Έριαν με ένα τρέμουλο στη φωνή, κι οι υπόλοιπες, σοκαρισμένες, ένευσαν αργά.

Η Μιν απέμεινε να κοιτάει έκπληκτη, σφίγγοντας τις παλάμες της μέσα στις τσέπες του πανωφοριού της. Έμοιαζε σχεδόν φυσικό να θέλει ο Ραντ να πάρει εκδίκηση με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο έπρεπε να το σταματήσει. Τον γνώριζε καλύτερα απ’ ό,τι ο ίδιος τον εαυτό του. Ήξερε πολύ καλά σε ποιους τομείς επεδείκνυε αδαμάντινο χαρακτήρα και σε ποιους τομείς ήταν τρωτός, ανεξάρτητα αν ο ίδιος το παραδεχόταν ή όχι. Δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του. Πως, όμως; Η οργή παραμόρφωσε το πρόσωπό του, κι άρχισε να σείει το κεφάλι του, όπως όταν διαφωνούσε με αυτή τη φωνή που άκουγε. Η Μιν κατάλαβε μία από τις λέξεις που μουρμούριζε δυνατά. Τα’βίρεν. Η Σορίλεα στεκόταν εκεί, ήρεμη, μελετώντας τον επισταμένως, όπως κι η Νεσούνε. Η απειλή του σεντουκιού φαίνεται πως δεν είχε κλονίσει την Καφετιά αδελφή. Εκτός από την Έλζα, η οποία εξακολουθούσε να βογκάει και να φιλάει το πάτωμα, τα μάτια όλων των υπολοίπων έμοιαζαν βαθουλωμένα, σαν να φαντάζονταν ήδη τον εαυτό τους σφηνωμένο και δεμένο εκεί μέσα, σαν κι αυτόν.

Ανάμεσα σε όλες αυτές τις εικόνες που περιστρέφονταν γύρω από τον άντρα και τις γυναίκες, άστραψε μια αύρα σε χρώμα μπλε και κίτρινο, με μια χροιά πράσινου, περιβάλλοντάς τους όλους. Η Μιν κατάλαβε τι σήμαινε. Εν μέρει ξαφνιασμένη κι εν μέρει ανακουφισμένη, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.

«Θα σε υπηρετήσουν, η κάθε μία με τον τρόπο της, Ραντ», είπε βιαστικά. «Το είδα». Άραγε, θα τον υπηρετούσε κι η Σορίλεα; Άξαφνα, η Μιν αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε η έκφραση «με τον τρόπο της». Οι λέξεις ξεχύνονταν παράλληλα με τη σχετική επίγνωση, αλλά δεν ήξερε πάντα τι σήμαιναν. Πάντως, όντως θα τον υπηρετούσαν. Αυτό ήταν ξεκάθαρο.

Η οργή στράγγισε από το πρόσωπο του Ραντ καθώς εξακολούθησε σιωπηλά να μελετάει τις Άες Σεντάι. Κάποιες από δαύτες έριχναν ματιές προς το μέρος της Μιν, με τα φρύδια τους ανασηκωμένα, θαυμάζοντας προφανώς τον τρόπο που λίγες λέξεις εκ μέρους της είχαν τόσο μεγάλη βαρύτητα, αλλά κατά κύριο λόγο κοιτούσαν τον Ραντ κρατώντας την ανάσα τους. Ακόμα κι η Έλζα ανασήκωσε το κεφάλι της να τον ατενίσει. Η Σορίλεα έριξε μια γρήγορη ματιά στη Μιν, νεύοντας της αδιόρατα. Μάλλον το ενέκρινε, σκέφτηκε η Μιν. Άρα, λοιπόν, η γριά προσποιούνταν πως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν έδινε δεκάρα.

Τελικά, ο Ραντ μίλησε. «Μπορείτε να ορκιστείτε στο όνομά μου, όπως έκαναν η Κιρούνα κι οι άλλες. Αλλιώς, πηγαίνετε πίσω, εκεί που σας κρατούσαν οι Σοφές. Δεν συμβιβάζομαι με τίποτα λιγότερο». Παρά τον απαιτητικό τόνο στη φωνή του, έμοιαζε να δείχνει κι αυτός κάποια αδιαφορία, έχοντας τα χέρια σταυρωτά και βλέμμα ανυπόμονο. Δεν δίστασε διόλου να πει τον όρκο που απαιτούσε εκ μέρους τους.

Η Μιν δεν περίμενε υπεκφυγές, όχι ύστερα από τις εικόνες που είχε δει τουλάχιστον, κι ωστόσο ξαφνιάστηκε όταν η Έλζα σηκώθηκε όρθια κι οι υπόλοιπες έπεσαν στα γόνατα. Με ακανόνιστο συγχρονισμό, πέντε ακόμα Άες Σεντάι πήραν τον όρκο υπό το Φως κι έχοντας ελπίδα σωτηρίας να υπηρετήσουν πιστά τον Αναγεννημένο Δράκοντα μέχρι το πέρας της Τελευταίας Μάχης. Η Νεσούνε είπε τα λόγια λες κι έδινε εξετάσεις, η Σαρίνε σαν να εκφωνούσε κάποια βασική αρχή της λογικής κι η Έλζα με ένα πλατύ, νικηφόρο χαμόγελο. Όλες τους πήραν τον όρκο. Πόσες ακόμα Άες Σεντάι μπορούσε να συγκεντρώσει γύρω του;

Έπειτα από τους όρκους, ο Ραντ φάνηκε να χάνει το ενδιαφέρον του. «Βρείτε τους ρούχα και βάλτε τες μαζί με τις άλλες “μαθητευόμενες”», είπε στη Σορίλεα αφηρημένα. Ήταν συνοφρυωμένος, αλλά όχι απέναντι στην ίδια ή στις Άες Σεντάι. «Πόσες πιστεύεις ότι θα μαζέψεις τελικά;» Η Μιν σχεδόν αναπήδησε με την ηχώ των ίδιων των συλλογισμών της.

«Όσες χρειάζονται», αποκρίθηκε ξερά η Σορίλεα. «Νομίζω πως θα έρθουν κι άλλες». Χτύπησε μια φορά παλαμάκια κι ένευσε, κι οι πέντε αδελφές ανασηκώθηκαν γρήγορα. Μονάχα η Νεσούνε φάνηκε να εκπλήσσεται με την προθυμία με την οποία υπάκουσαν. Η Σορίλεα χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που, για Αελίτισσα, υποδήλωνε μεγάλη ικανοποίηση, κι η Μιν δεν πίστευε πως οφειλόταν στην υπακοή των υπόλοιπων γυναικών.

Νεύοντας, ο Ραντ στράφηκε αλλού. Άρχισε πάλι να βηματίζει πάνω κάτω, να κατσουφιάζει αναλογιζόμενος την Ηλαίην. Η Μιν κάθισε ξανά στο κάθισμά της, ευχόμενη να είχε πρόχειρο κανένα βιβλίο του Άρχοντα Φελ για διάβασμα. Ή για να το πετάξει στον Ραντ. Τέλος πάντων, ένα βιβλίο του Άρχοντα Φελ για διάβασμα και κάποιο άλλο για πέταμα στον Ραντ.

Η Σορίλεα οδήγησε τις μαυροντυμένες αδελφές εκτός δωματίου, λες και ξεπροβοδούσε αγέλη, αλλά μόλις βγήκε κι η τελευταία κοντοστάθηκε, με το ένα χέρι να στηρίζει την πόρτα, και κοίταξε τον Ραντ που απομακρυνόταν, βηματίζοντας προς τον επιχρυσωμένο θρόνο. Σούφρωσε τα χείλη της, σκεφτική. «Αυτή η γυναίκα, η Κάντσουεϊν Μελάιντριν, έχει βρει στέγη εδώ ξανά, σήμερα», είπε τελικά, αντικρίζοντας τη γυρισμένη του πλάτη. «Από τον τρόπο που αποφεύγεις ενδεχόμενη συνάντηση μαζί της, έχω την εντύπωση πως πιστεύει ότι τη φοβάσαι, Ραντ αλ’Θόρ». Αυτά είπε κι έφυγε.

Για αρκετή ώρα ο Ραντ απέμεινε να κοιτάει τον θρόνο. Ίσως και κάτι ακόμα πιο πέρα. Ξαφνικά, έκανε μια απότομη κίνηση και κάλυψε την απόσταση για να πάρει στα χέρια του την Κορώνα από Ξίφη. Ήταν έτοιμος να την τοποθετήσει στο κεφάλι του, αλλά δίστασε και την ακούμπησε πίσω. Φόρεσε το πανωφόρι του κι άφησε παράμερα το σκήπτρο και το στέμμα.

«Σκοπεύω να ανακαλύψω τι ακριβώς θέλει η Κάντσουεϊν», ανακοίνωσε. «Δεν έρχεται κάθε μέρα στο παλάτι επειδή της αρέσει να ταξιδεύει στο χιόνι. Θα έρθεις μαζί μου, Μιν; Ίσως δεις κάποια εικόνα».

Πήδησε όρθια γρηγορότερα από οποιαδήποτε Άες Σεντάι. Το πιθανότερο ήταν πως μια επίσκεψη στην Κάντσουεϊν θα ήταν εξίσου ευχάριστη με μια επίσκεψη στη Σορίλεα, αλλά ό,τι κι αν έκανε θα ήταν καλύτερο από το να κάτσει εδώ, μόνη της. Επιπλέον, ίσως και να έβλεπε κάποια εικόνα. Ο Φέντγουιν την ακολούθησε κατά πόδας, όπως κι ο Ραντ, με τη ματιά του να μαρτυρά ότι βρισκόταν σε επιφυλακή.

Οι έξι Κόρες που βρίσκονταν έξω, στον ψηλό κι αψιδωτό διάδρομο, σηκώθηκαν αλλά δεν τον ακολούθησαν. Η Σομάρα ήταν η μόνη που γνώριζε η Μιν. Χάρισε στη Μιν ένα φευγαλέο χαμόγελο και στον Ραντ ένα ρηχό αποδοκιμαστικό βλέμμα. Οι υπόλοιπες τον λοξοκοίταξαν. Οι Κόρες είχαν αποδεχτεί τις εξηγήσεις του για ποιον λόγο είχε φύγει αρχικά χωρίς αυτές, έτσι που όποιος τον παρακολουθούσε να νομίζει πως ο Ραντ εξακολουθούσε να βρίσκεται στην Καιρχίν, αλλά ζητούσαν απαιτητικά να μάθουν γιατί δεν τις ειδοποίησε αργότερα, και σε αυτό το θέμα ο Ραντ δεν είχε απαντήσεις. Κάτι μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του κι επιτάχυνε το βήμα του, αναγκάζοντας τη Μιν να βαδίζει με δρασκελιές για να τον φτάσει.

«Να προσέχεις πολύ την Κάντσουεϊν, Μιν», της είπε. «Κι εσύ, Μορ. Συμμετέχει σε κάποιο σχέδιο των Άες Σεντάι, αλλά να με πάρει και να με σηκώσει αν έχω ιδέα περί τίνος πρόκειται. Δεν ξέρω. Πάντως...»

Ένας πέτρινος τοίχος φάνηκε να χτυπάει τη Μιν από πίσω. Νόμισε πως άκουσε ουρλιαχτά και κρότους. Κι έπειτα ο Ραντ τη γυρνούσε από την άλλη μεριά —είχε πέσει στο πάτωμα, άραγε;— κοιτώντας τη με έναν φόβο που η Μιν δεν θυμόταν να είχε ξαναδεί να καθρεφτίζεται στα γαλαζωπά του μάτια που έμοιαζαν με την αυγή. Ο φόβος υποχώρησε μόλις η γυναίκα ανακάθισε, βήχοντας. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη σκόνη! Κι ύστερα, πρόσεξε τον διάδρομο.

Οι Κόρες είχαν χαθεί μπροστά από την πόρτα του Ραντ. Η ίδια η πόρτα είχε εξαφανιστεί, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου, και μία ακανόνιστη, τεράστια τρύπα έχασκε στον απέναντι τοίχο. Μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα το εσωτερικό του δώματος του και, παρά τη σκόνη, να αντικρίσει την ισοπέδωση. Ογκώδεις όγκοι από μπάζα κείτονταν παντού κι από πάνω η οροφή άνοιγε διάπλατα, αποκαλύπτοντας τον ουρανό. Το χιόνι στροβιλιζόταν μέσα στις φλόγες, χόρευε ανάμεσα στα μπάζα. Ένα από τα βαριά, από μαυρόξυλο, στυλάρια του κρεβατιού του εξείχε διαλυμένο από τη θρυμματισμένη πέτρα, κι η Μιν αντιλήφθηκε πως μπορούσε να δει μέχρι έξω, στους κλιμακωτούς πύργους, που καλύπτονταν από τη χιονόπτωση. Ήταν λες κι ένα τεράστιο σφυρί είχε χτυπήσει το Παλάτι του Ήλιου. Αν, δε, βρίσκονταν μέσα εκείνη τη στιγμή, αντί να πήγαιναν να δουν την Κάντσουεϊν... Η Μιν αναρίγησε.

«Τι...;» άρχισε να λέει με τρεμάμενη φωνή, αλλά δεν ολοκλήρωσε την ανούσια ερώτηση. Κι ένας βλάκας θα έβλεπε τι είχε συμβεί. «Ποιος;»ξαναρώτησε.

Καλυμμένοι από τη σκόνη, αναμαλλιασμένοι και με δάκρυα πάνω στα πανωφόρια τους, οι δύο άντρες έμοιαζαν σαν να έχουν κυλιστεί στον διάδρομο, κι ίσως έτσι να ήταν. Η Μιν συνειδητοποίησε πως όλοι τους βρίσκονταν κάπου δέκα βήματα μακριά από το σημείο που θυμόταν, κοντά στις πόρτες ή, τουλάχιστον, από το σημείο που κάποτε υπήρχαν οι πόρτες. Ανήσυχες φωνές ακούστηκαν από μακριά, ηχώντας σε όλο το μήκος των διαδρόμων. Κανείς από τους δύο άντρες δεν της απάντησε.

«Μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη, Μορ;» ρώτησε ο Ραντ.

Ο Φέντγουιν τον κοίταξε ευθέως. «Με τη ζωή σου, Άρχοντα Δράκοντα», του αποκρίθηκε απλά.

«Μα, αυτήν ακριβώς σου εμπιστεύομαι», είπε ο Ραντ. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μάγουλά της κι έπειτα σηκώθηκε με μια απότομη κίνηση. «Φύλαξέ τη με τη δική σου ζωή, Μορ». Η φωνή του ήταν σκληρή σαν ατσάλι κι απειλητική σαν τον θάνατο. «Αν εξακολουθούν να βρίσκονται στο Παλάτι, θα σε διαισθανθούν σε περίπτωση που προσπαθήσεις να φτιάξεις πύλη και θα χτυπήσουν πριν τελειώσεις. Μη διαβιβάσεις καθόλου, εκτός κι αν είναι απαραίτητο, και τα μάτια σου δεκατέσσερα. Πήγαινέ την κάτω, στα καταλύματα των υπηρετών, και σκότωσε οποιονδήποτε ή οτιδήποτε πάει να της κάνει κακό. Όποιος κι ό,τι κι αν είναι!»

Με μια τελευταία ματιά προς το μέρος της —μα το Φως, κάτω από άλλες συνθήκες θα πέθαινε ευτυχισμένη βλέποντας αυτό το βλέμμα στα μάτια του!— άρχισε να τρέχει, μακριά από την ερήμωση. Μακριά από αυτήν. Όποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει θα τον έπαιρνε στο κυνήγι.

Ο Μορ τη χτύπησε καθησυχαστικά στο μπράτσο με ένα σκονισμένο χέρι και της χάρισε ένα παιδιάστικο χαμόγελο. «Μη σκιάζεσαι, Μιν. Θα σε φροντίσω».

Ποιος, όμως, θα φρόντιζε τον Ραντ; Είχε ζητήσει την εμπιστοσύνη αυτού του αγοριού που ήταν από τους πρώτους που είχε σπεύσει να διδαχτεί. Μα το Φως, ποιος θα τον έκανε να νιώσει ασφάλεια;


Στρίβοντας στη γωνία, ο Ραντ σταμάτησε με το ένα χέρι ακουμπισμένο στον τοίχο για να αδράξει την Πηγή. Ήταν ανόητο να μη θέλει να τον δει η Μιν να τρικλίζει τη στιγμή που κάποιος προσπαθούσε να τον σκοτώσει, αλλά ό,τι έγινε, έγινε. Κι αυτός ο κάποιος δεν ήταν τυχαίος. Ήταν ένας άντρας, ο Ντεμάντρεντ, ίσως όμως να είχε επιστρέψει επιτέλους κι ο Ασμόντιαν. Μπορεί κι οι δύο μαζί. Υπήρχε μια παραδοξότητα, λες κι η ύφανση ερχόταν από διαφορετικές κατευθύνσεις. Διαισθάνθηκε τη διαβίβαση πολύ αργά για να κάνει κάτι. Θα μπορούσε να κείτεται νεκρός, στα δώματά του. Ήταν έτοιμος να πεθάνει. Η Μιν όμως όχι, ποτέ. Η Ηλαίην βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση και στράφηκε εναντίον του. Μα το Φως, αυτό είχε κάνει!

Άδραξε την Πηγή, και το σαϊντίν τον πλημμύρισε με λιωμένο πάγο και παγωμένη ζέστη, με ζωή και χαρά, με μίασμα και θάνατο. Αισθάνθηκε αναγούλα, κι ο διάδρομος μπροστά του φάνηκε διπλός. Φαντάστηκε για μια στιγμή πως είδε ένα πρόσωπο. Όχι με τα μάτια του αλλά μέσα στο μυαλό του. Ήταν ένας αγνώριστος άντρας που τρεμόσβησε και χάθηκε. Αιωρήθηκε στο Κενό, άδειος αλλά γεμάτος Δύναμη.

Δεν θα νικήσεις, είπε στον Λουζ Θέριν. Αν πεθάνω, θα είμαι εγώ αυτός που θα πεθάνει!

Έπρεπε να στείλω μακριά την Ιλυένα, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. θα ζούσε τώρα.

Απομακρύνοντας μακριά τη φωνή, όπως απομάκρυνε τον εαυτό του από τον τοίχο, ο Ραντ γλίστρησε κατά μήκος των διαδρόμων του Παλατιού όσο πιο κρυφά μπορούσε, περπατώντας ανάλαφρα, γλιστρώντας πλάι στους τοίχους με τις κρεμαστές ταπετσαρίες, γύρω από σεντούκια δουλεμένα με χρυσάφι κι επιχρυσωμένα ερμάρια που έκρυβαν στο εσωτερικό τους εύθραυστες, χρυσές πορσελάνες και φιλντισένια αγαλματίδια. Το βλέμμα του έψαχνε να βρει αυτούς που του επιτέθηκαν, οι οποίοι δεν θα ικανοποιούνταν με τίποτα λιγότερο από το να βρουν το νεκρό του κορμί, αλλά θα πλησίαζαν τα δώματά του με ιδιαίτερη προσοχή σε περίπτωση που είχε επιζήσει από κάποιο καπρίτσιο της τύχης ενός τα’βίρεν. Θα περίμεναν να δουν κατά πόσο σάλευε. Στο Κενό ήταν ένα με τη Δύναμη, κι αυτό δεν μπορούσε να το καταφέρει κανείς θνητός. Στο Κενό, όπως και με το ξίφος του, ήταν ένα με το γύρω περιβάλλον.

Μανιασμένες κραυγές και κλαγγές έρχονταν από παντού, άλλοι που ούρλιαζαν να μάθουν τι είχε συμβεί κι άλλοι που οδύρονταν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είχε παραφρονήσει. Αυτό το μπέρδεμα της αποθάρρυνσης μέσα στο κεφάλι του που άκουγε στο όνομα Αλάνα ήταν το μόνο πράγμα που τον ανακούφιζε κάπως. Βρισκόταν έξω από το Παλάτι, από το πρωί μάλιστα, ίσως κι έξω από τα τείχη της πόλης. Ευχήθηκε το ίδιο να ίσχυε και για τη Μιν. Μερικές φορές έβλεπε άντρες και γυναίκες στον έναν ή στον άλλον διάδρομο, υπηρέτες με μαύρες λιβρέες κυρίως, που έτρεχαν, σκόνταφταν κι έπεφταν, και σηκώνονταν για να το ξαναβάλουν στα πόδια. Δεν τον είχαν δει. Με την κατοχή της Δύναμης, είχε την ικανότητα να ακούει και τον πιο παραμικρό ψίθυρο, ακόμα και τον ψίθυρο από μαλακές μπότες που έτρεχαν, ανάλαφρες.

Ακουμπώντας πάνω στον τοίχο δίπλα σε ένα μακρόστενο τραπέζι, η επιφάνεια του οποίου ήταν καλυμμένη με πορσελάνες, ύφανε στα γρήγορα τη Φωτιά και τον Αέρα γύρω του και τυλίχτηκε σφιχτά με το Αναδιπλωμένο Φως.

Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας χείμαρρος από πεπλοφόρες Κόρες, οι οποίες τον προσπέρασαν δίχως να τον προσέξουν. Κατευθύνονταν προς τα διαμερίσματά του. Δεν θα τις άφηνε με τίποτα να τον συνοδεύσουν. Ναι, είχε δώσει μια υπόσχεση, αλλά αυτή αφορούσε στο να τις οδηγήσει στη μάχη, όχι στη σφαγή. Όταν θα έβρισκε τον Ντεμάντρεντ και τον Ασμόντιαν, το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν οι Κόρες θα ήταν να πεθάνουν, κι ήδη έπρεπε να προσθέσει κι άλλα πέντε ονόματα στη λίστα του. Η Σομάρα της Κυρτής Κορυφής του Νταράιν ήταν ήδη εκεί. Ήταν απαραίτητο να δώσει αυτή την υπόσχεση και να την κρατήσει. Γι’ αυτήν την υπόσχεση και μόνο, του άξιζε να πεθάνει!

Οι αετοί κι οι γυναίκες είναι ασφαλείς μονάχα μέσα σε κλουβιά, ακούστηκε να λέει ο Λουζ Θέριν, σαν να παρέθετε κάποιο τσιτάτο, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει τη στιγμή που χανόταν κι η τελευταία Κόρη.

Ο Ραντ συνέχισε να κινείται, διατρέχοντας το παλάτι πάνω κάτω και σχηματίζοντας τροχιές που τον απομάκρυναν αργά από τα δώματά του. Το Αναδιπλωμένο Φως χρησιμοποιούσε ελάχιστη ενέργεια της Δύναμης —τόσο λίγη, που κανείς δεν θα αισθανόταν το σαϊντίν, παρά μόνο όταν βρισκόταν σχεδόν δίπλα του— και ο Ραντ έκανε χρήση του μονάχα όταν κάποιος ήταν έτοιμος να τον προσέξει. Οι εχθροί του δεν χτύπησαν τα διαμερίσματά του με την ελπίδα πως ο ίδιος θα βρισκόταν μέσα. Είχαν κατασκόπους μέσα στο Παλάτι. Μπορεί να ήταν δουλειά ενός τα’βίρεν αυτό που τον έκανε να βγει από το δωμάτιο, αν υποθέσουμε πως ένας τα’βίρεν είχε τη δυνατότητα να το κάνει μόνος του, αλλά μπορεί να ήταν κι απλή τύχη. Ίσως όμως η προσκόλλησή του στο Σχήμα να έφερνε τους επιτιθέμενους σε απόσταση αναπνοής, καθότι αυτοί θα τον νόμιζαν νεκρό ή τραυματισμένο. Ο Λουζ Θέριν χασκογέλασε με τη σκέψη κι ο Ραντ μπορούσε σχεδόν να τον αισθανθεί να τρίβει τα χέρια του από ανυπομονησία.

Τρεις φορές ακόμα χρειάστηκε να κρυφτεί πίσω από τη Δύναμη καθώς τον προσπέρασαν πεπλοφόρες Κόρες, και μια φορά ακόμα όταν πρόσεξε την Κάντσουεϊν να τρέχει στο μήκος του διαδρόμου με, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι Άες Σεντάι να την ακολουθούν κατά πόδας. Δεν αναγνώρισε καμιά τους, εκτός από την ίδια. Έμοιαζαν να κυνηγούν κάτι. Δεν φοβόταν ακριβώς την γκριζομάλλα αδελφή, όχι βέβαια! Ωστόσο, περίμενε μέχρι αυτή κι οι φίλες της να χαθούν στο βάθος πριν απενεργοποιήσει την ύφανση απόκρυψης. Ο Λουζ Θέριν δεν χασκογέλασε καθόλου παρουσία της Κάντσουεϊν. Παρέμεινε σιωπηλός σαν τον θάνατο μέχρι να φύγει.

Ο Ραντ απομακρύνθηκε από τον τοίχο, μια πόρτα άνοιξε ακριβώς δίπλα του, κι η Άιλιλ κρυφοκοίταξε έξω. Δεν ήξερε ότι βρισκόταν κοντά στο δωμάτιο της. Πάνω από τον ώμο της στεκόταν μια σκουρόχρωμη γυναίκα με χοντρούς χρυσούς κρίκους στα αυτιά και μια χρυσή αλυσίδα γεμάτη μενταγιόν, που ένωνε το αριστερό της μάγουλο με τον κρίκο της μύτης της. Ήταν η Σάλον, η Ανεμοσκόπος της Χαρίνε ντιν Τογκάρα, της πρέσβειρας των Άθα’αν Μιέρε που είχε μετακινηθεί στο Παλάτι με την ακολουθία της με το που η Μεράνα τον πληροφόρησε σχετικά με τη συμφωνία τους. Βρέθηκε φάτσα με φάτσα με μια γυναίκα που κάλλιστα θα επιθυμούσε να τον δει νεκρό. Τα μάτια τους γούρλωσαν μόλις τον αντίκρισαν.

Ήταν όσο το δυνατόν διακριτικός, αλλά έπρεπε να κάνει γρήγορα. Ελάχιστες στιγμές αφότου άνοιξε η πόρτα, ο Ραντ έχωνε μια αναμαλλιασμένη Άιλιλ κάτω από το κρεβάτι της μαζί με τη Σάλον. Ίσως να μην είχαν καμιά σχέση με τα γεγονότα. Ίσως. Καλύτερα ασφαλής παρά μετανιωμένος. Αγριοκοιτάζοντάς τον με τα στόματά τους φιμωμένα με τα μαντίλια της Άιλιλ, οι δύο γυναίκες σφάδαζαν έτσι όπως ήταν δεμένες με τις κομμένες λωρίδες των σεντονιών που είχε χρησιμοποιήσει για να τις δέσει χειροπόδαρα. Η θωράκιση με την οποία είχε δέσει τη Σάλον θα κρατούσε μια δυο μέρες προτού λυνόταν ο κόμπος, αλλά αργά ή γρήγορα όλο και κάποιος θα τις έβρισκε και θα έλυνε τα υλικά τους δεσμά.

Γεμάτος ανησυχία γι’ αυτή τη θωράκιση, άνοιξε την πόρτα ίσα-ίσα για να ελέγξει τον προθάλαμο και βγήκε έξω βιαστικά, περπατώντας στο μήκος του άδειου διαδρόμου. Δεν έπρεπε να δώσει δικαίωμα στην Ανεμοσκόπο να διαβιβάσει, αλλά το να θωρακίσεις μια γυναίκα απαιτούσε κάτι πολύ παραπάνω από μερικές στάλες Δύναμης. Αν κάποιος από αυτούς που του επιτέθηκαν βρισκόταν σχετικά κοντά... Ωστόσο, δεν είδε κανέναν κατηφορίζοντας τους διασταυρούμενους διαδρόμους.

Πενήντα βήματα πέρα από τα διαμερίσματα της Άιλιλ, ο διάδρομος άνοιγε σε ένα τετραγωνισμένο μπαλκόνι με κιγκλίδωμα, φτιαγμένο από μπλε μάρμαρο με πλατιά σκαλοπάτια στην κάθε πλευρά, αντικριστά από μια τετράγωνη κάμαρα με ψηλή, αψιδωτή οροφή κι ένα ακριβώς όμοιο μπαλκόνι από την άλλη μεριά. Ταπετσαρίες μήκους δέκα ποδιών κρέμονταν στους τοίχους, απεικονίζοντας πουλιά που ανυψώνονταν στον ουρανό σε αυστηρούς σχηματισμούς. Μπροστά τους στεκόταν ο Ντασίβα, κοιτώντας τριγύρω και γλείφοντας αβέβαια τα χείλη του. Μαζί του ήταν ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ! Ο Λουζ Θέριν άρχισε να λέει κάτι για σκοτωμούς με μια φωνή που θύμιζε τερέτισμα.

«...σου είπα πως δεν ένιωσα τίποτα», έλεγε ο Γκέντγουιν. «Είναι νεκρός!»

Κι εκείνη τη στιγμή, ο Ντασίβα πρόσεξε τον Ραντ στην κορυφή των σκαλοπατιών.

Η μόνη προειδοποίηση που είχε ήταν το ξαφνικό γρύλισμα που παραμόρφωσε το πρόσωπο του Ντασίβα, ο οποίος διαβίβασε και, δίχως τον παραμικρό χρόνο για σκέψη στη διάθεσή του, ο Ραντ ύφανε — άγνωστο τι, ως συνήθως. Κάτι σαν εκχύλισμα ξεχύθηκε από τις αναμνήσεις του Λουζ Θέριν. Δεν ήταν καν σίγουρος αν έφτιαχνε ο ίδιος την ύφανση ή κατά πόσον ο Λουζ Θέριν είχε αδράξει το σαϊντίν— με τον Αέρα, τη Φωτιά και τη Γη να υφαίνονται γύρω του αστραπιαία. Οι φλόγες που ξεπήδησαν από τον Ντασίβα ανατινάχτηκαν, τσακίζοντας το μάρμαρο και τινάζοντας τον Ραντ πίσω, στον διάδρομο, αναγκάζοντας τον να αναπηδά και να κυλιέται μέσα στο κουκούλι του.

Το εμπόδιο αυτό είχε τη δυνατότητα να κρατήσει έξω τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου του αέρα που αναπνέεις, εκτός από την πυρά. Ο Ραντ το απελευθέρωσε λαχανιασμένος και σύρθηκε κατά μήκος του πατώματος, με τον κρότο της έκρηξης να αντηχεί ακόμα στον αέρα, τη σκόνη να εξακολουθεί να αιωρείται και κομμάτια από σπασμένο μάρμαρο να πέφτουν σωρηδόν. Όσον αφορά στην αναπνοή, πάντως, ξεφύσησε γιατί, αυτό που μπορεί να κρατήσει έξω τη Δύναμη μπορεί και να τη συγκρατήσει μέσα. Πριν ακόμα σταματήσει να γλιστράει, διαβίβασε Φωτιά κι Αέρα, υφασμένα με τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν που απαιτούνταν για τις ανάγκες του Αναδιπλωμένου Φωτός. Λεπτά κόκκινα σύρματα ξεπετάχτηκαν από το αριστερό του χέρι, ανοίγοντας δαντελωτά καθώς έκοβαν σαν βούτυρο την πέτρα που παρεμβαλλόταν, κατευθυνόμενα προς το μέρος που στέκονταν ο Ντασίβα κι οι υπόλοιποι. Από τα αριστερά του ξεχύθηκαν φλογισμένες σφαίρες, Φωτιά υφασμένη με Αέρα, σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, καίγοντας την πέτρα πριν ανατιναχτούν στο δωμάτιο. Ένα συνεχές εκκωφαντικό μουγκρητό έκανε το Παλάτι να τρέμει. Η σκόνη που είχε κατακάτσει σηκώθηκε ξανά, ενώ κομμάτια πέτρας άρχισαν να αναπηδούν από δω κι από κει.

Αμέσως σχεδόν σηκώθηκε όρθιος και το έβαλε στα πόδια, περνώντας τα διαμερίσματα της Άιλιλ. Όποιος χτυπάει και στέκεται στο ίδιο σημείο, πάει γυρεύοντας να βρει τον θάνατο. Κι αυτός ήταν μεν έτοιμος να πεθάνει, αλλά όχι ακόμα. Γρύλισε αθόρυβα, πετάχτηκε σε έναν πλαϊνό διάδρομο, κατέβηκε μια στενή, υπηρετική σκάλα και βγήκε στον κάτω όροφο.

Φρόντισε να βρει τον δρόμο που οδηγούσε πίσω, εκεί που είχε δει τον Ντασίβα, με τις θανατερές υφάνσεις έτοιμες να ξεχυθούν στο ανοιγόκλεισμα ενός ματιού.

Έπρεπε να τους είχα σκοτώσει όλους όσο ήταν καιρός, ακούστηκε να λέει ο Λουζ Θέριν, αγκομαχώντας. Έπρεπε να τους ξεκάνω όλους!

Ο Ραντ τον άφησε να λυσσομανάει.

Ο τεράστιος χώρος έμοιαζε λουσμένος στη φωτιά. Από τις ταπετσαρίες είχαν απομείνει μονάχα αποκαΐδια που τα έγλειφαν οι φλόγες, ενώ το δάπεδο κι οι τοίχοι είχαν καεί, σχηματίζοντας μεγάλες κοιλότητες με διάμετρο ενός ποδιού. Τα σκαλοπάτια που σκόπευε να κατέβει ο Ραντ τελείωναν στα μισά της διαδρομής τους με ένα κενό δέκα ποδών. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος από τους τρεις άντρες. Δεν μπορεί να είχαν καεί ολοκληρωτικά. Κάτι θα είχε μείνει από δαύτους.

Ένας υπηρέτης με μαύρο πανωφόρι έβγαλε το κεφάλι του προσεκτικά από μια μικροσκοπική πόρτα δίπλα στα σκαλοπάτια, στην απέναντι μεριά της αίθουσας. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον Ραντ, τα μάτια του κύλησαν προς τα πάνω κι έπεσε σωρό κουβάρι. Μια άλλη υπηρέτρια κρυφοκοίταξε από έναν διάδρομο κι έπειτα μάζεψε βιαστικά τη φούστα της και το έβαλε στα πόδια από εκεί που είχε έρθει, ουρλιάζοντας μέχρι να ξελαρυγγιαστεί πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας σκότωνε τους πάντες στο Παλάτι.

Ο Ραντ γλίστρησε έξω από το δωμάτιο κάνοντας μια γκριμάτσα. Ήταν πολύ καλός στο να τρομάζει ανθρώπους ανίκανους να του κάνουν κακό. Πολύ καλός στο να καταστρέφει.

Να καταστρέφει ή να καταστρέφεται, γέλασε ο Λουζ Θέριν. Αν είναι αυτή η επιλογή σου, τι διαφορά υπάρχει;

Σε κάποιο σημείο του παλατιού, ένας άντρας διαβίβασε χρησιμοποιώντας αρκετή Δύναμη για να φτιάξει μια πύλη. Άραγε, ήταν ο Ντασίβα κι οι άλλοι που διέφευγαν; Ή μήπως αυτό ήθελαν να τον κάνουν να νομίζει;

Βάδιζε στους διαδρόμους του Παλατιού χωρίς να μπαίνει πια στον κόπο να κρύβεται, κάτι που φαίνεται πως συνέβαινε με όλους τους άλλους. Οι λίγοι υπηρέτες που συνάντησε το έβαλαν στα πόδια ουρλιάζοντας. Άρχισε το κυνήγι από διάδρομο σε διάδρομο, έτοιμος να ξεχειλίσει από το σαϊντίν, γεμάτος φωτιά και πάγο που πάλευαν να τον αφανίσουν όπως ακριβώς επιθυμούσε να κάνει ο Ντασίβα, γεμάτος από το μίασμα που τρύπωνε σαν σκουλήκι στην ψυχή του. Δεν είχε ανάγκη το τραχύ γέλιο και τα παραληρήματα του Λουζ Θέριν για να νιώσει την επιθυμία να σκοτώσει.

Η ματιά του έπιασε φευγαλέα ένα μαύρο πανωφόρι μπροστά του και το χέρι του τινάχτηκε ξεπετώντας φωτιά, η οποία προκάλεσε μια έκρηξη που διέλυσε τη γωνία διασταύρωσης των δύο διαδρόμων. Ο Ραντ εξομάλυνε κάπως την ύφανση, αλλά δεν την ελευθέρωσε. Τον είχε σκοτώσει, άραγε;

«Άρχοντα Δράκοντα», ακούστηκε μια φωνή πέρα από τη στραπατσαρισμένη λιθοδομή. «Εγώ είμαι, ο Ναρίσμα! Είναι κι ο Φλιν εδώ!»

«Δεν σας αναγνώρισα», είπε ψέματα ο Ραντ. «Ελάτε εδώ».

«Μου φαίνεται πως βράζει το αίμα σου», ακούστηκε η φωνή του Φλιν. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να περιμένουμε να ηρεμήσουν τα πράγματα».

«Ναι», είπε αργά ο Ραντ. Άραγε, όντως είχε προσπαθήσει να σκοτώσει τον Ναρίσμα; Πίστευε πως η δικαιολογία του Λουζ Θέριν δεν αρκούσε σε αυτή την περίπτωση. «Ναι, ίσως θα ήταν καλύτερα έτσι. Για λίγο, τουλάχιστον». Καμιά απάντηση. Μπότες που οπισθοχωρούσαν ήταν αυτό που άκουσε; Κατέβασε τα χέρια του και στράφηκε αλλού.

Έψαξε το Παλάτι επί ώρες ολόκληρες χωρίς να βρει ίχνος του Ντασίβα και των υπολοίπων. Οι διάδρομοι, οι μεγάλες αίθουσες, ακόμα κι οι κουζίνες ήταν άδεια από κόσμο. Ούτε βρήκε τίποτα ούτε έμαθε τίποτα. Όχι. Συνειδητοποίησε πως κάτι είχε μάθει. Η εμπιστοσύνη ήταν ένα μαχαίρι, κι η λαβή ήταν εξίσου κοφτερή με τη λάμα.

Κι έπειτα ήρθε ο πόνος.


Το μικρό δωμάτιο με τους πέτρινους τοίχους βρισκόταν σε αρκετό βάθος κάτω από το Παλάτι του Ήλιου και, μολονότι ζεστό παρά την έλλειψη τζακιού, η Μιν κρύωνε. Τρεις επιχρυσωμένοι φανοί πάνω στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι παρείχαν αρκετό φως. Ο Ραντ είχε πει πως από το σημείο εκείνο μπορούσε να την πάρει μακριά ακόμα κι αν κάποιος ξερίζωνε ολόκληρο το Παλάτι. Και μάλλον δεν αστειευόταν.

Παρακολούθησε τον Ραντ κρατώντας στα γόνατά της το στέμμα του Ίλιαν. Τον Ραντ ο οποίος, με τη σειρά του, παρακολουθούσε τον Φέντγουιν. Τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο στέμμα και χαλάρωσαν αμέσως καθώς τσιμπήθηκε από αυτά τα μικροσκοπικά ξίφη, κρυμμένα ανάμεσα στα φύλλα της δάφνης. Τι παράξενο, το στέμμα και το σκήπτρο είχαν επιβιώσει τη στιγμή που ο ίδιος ο Θρόνος του Δράκοντα είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό επιχρυσωμένα συντρίμμια, θαμμένα κάτω από τα μπάζα. Ένα μεγάλο πέτσινο δισάκι πλάι στο κάθισμα της, με τη ζώνη του ξίφους του Ραντ και το θηκαρωμένο σπαθί να ακουμπάει επάνω του, ήταν το μόνο που είχε κατορθώσει να διασώσει. Σύμφωνα με τη γνώμη της, οι επιλογές του ήταν, ως επί το πλείστον, περίεργες.

Άμυαλε τρελέ, συλλογίστηκε. Με το να αδιαφορείς γι’ αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου, δεν θα το κάνεις να εξαφανιστεί.

Ο Ραντ κάθισε ανακούρκουδα στο γυμνό, πέτρινο δάπεδο, καλυμμένος ακόμα με σκόνη και γρατσουνιές, με το πανωφόρι του σκισμένο. Η έκφραση στο πρόσωπό του θα μπορούσε να είναι σμιλευμένη. Έμοιαζε να παρακολουθεί τον Φέντγουιν δίχως καν να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Το αγόρι καθόταν κι αυτό στο πάτωμα με τα πόδια τεντωμένα. Με τη γλώσσα πιασμένη ανάμεσα στα δόντια, ο Φέντγουιν είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στο να φτιάξει έναν πύργο από ολόκληρα τεμάχια ξύλου. Η Μιν ξεροκατάπιε.

Θυμόταν ακόμα τον τρόμο που ένιωσε μόλις συνειδητοποίησε πως το αγόρι που είχε αναλάβει τη «φύλαξή» της, είχε τώρα το μυαλό ενός μικρού παιδιού. Υπήρχε έντονη μια χροιά λύπης —μα το Φως, δεν ήταν παρά ένα αγόρι! Ήταν άδικο!— αλλά ήλπιζε πως ο Ραντ τον είχε ακόμα θωρακισμένο. Δεν ήταν κι ό,τι πιο εύκολο να πείσει τον Φέντγουιν να παίξει με αυτά τα ξύλινα τεμάχια αντί να τραβάει με τη βοήθεια της Δύναμης πέτρες από τους τοίχους για να φτιάξει έναν «μεγάλο πύργο, όπου θα σε κλείσω για να είσαι ασφαλής». Κατόπιν, ανέλαβε αυτή να φυλάει αυτόν μέχρι να καταφθάσει ο Ραντ. Μα το Φως, πόσο ήθελε να κλάψει. Πιότερο για τον Ραντ παρά για τον Φέντγουιν.

«Φαίνεται πως κρύβεσαι στα βάθη».

Η λαρυγγώδης φωνή δεν είχε προλάβει να αποτελειώσει τη φράση της από την είσοδο, πριν ο Ραντ πηδήσει όρθιος, ερχόμενος πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μάζριμ Τάιμ. Ως συνήθως, ο άντρας με τη γαμψή μύτη φορούσε ένα μαύρο πανωφόρι με τους γαλάζιους και χρυσαφένιους Δράκοντες να ανηφορίζουν σπειροειδώς στα μπράτσα του. Αντίθετα όμως με τους υπόλοιπους Άσα’μαν, δεν είχε ούτε το Ξίφος ούτε τον Δράκοντα στο πέτο του. Το σκοτεινιασμένο του πρόσωπο ήταν σχεδόν το ίδιο ανεξιχνίαστο όσο και του Ραντ. Με το βλέμμα του να πέφτει πάνω στον Τάιμ, ο Ραντ έτριξε τα δόντια του. Η Μιν τράβηξε στα κρυφά ένα μαχαίρι από το μανίκι της. Εικόνες κι αύρες χόρευαν γύρω από τους δύο άντρες, αλλά δεν ήταν κάποια εικόνα αυτό που την ανάγκασε να γίνει ξαφνικά επιφυλακτική. Είχε δει και στο παρελθόν έναν άντρα να προσπαθεί να αποφασίσει αν θα σκότωνε έναν άλλον, και το έβλεπε και τώρα.

«Ήρθες μέχρι εδώ κρατώντας το σαϊντίν, Τάιμ;» είπε ο Ραντ με φωνή μάλλον μαλακή. Ο Τάιμ άπλωσε τα χέρια του κι ο Ραντ συνέχισε: «Έτσι είναι καλύτερα». Πάντως, δεν χαλάρωσε ούτε στο ελάχιστο.

«Απλά, σκέφτηκα μήπως με μαχαιρώσουν κατά λάθος», είπε ο Τάιμ, «καθώς θα διάβαινα διαδρόμους γεμάτους από αυτές τις Αελίτισσες. Μου φάνηκαν ευέξαπτες». Τα μάτια του δεν άφησαν στιγμή τον Ραντ, αλλά η Μιν ήταν σίγουρη πως δεν την είχε προσέξει που τράβηξε το μαχαίρι. «Κατανοητό, φυσικά», συνέχισε με απαλή φωνή. «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό ύστερα απ’ όσα είδα εκεί πάνω. Ήρθα για να σου αναφέρω πως έχουμε λιποτάκτες. Δεν θα έμπαινα στον κόπο να στο πω, αλλά αφορούν στον Γκέντγουιν, τον Ρόσεντ, τον Τόρβαλ και στον Κίσμαν. Φαίνεται πως είχαν εξεγερθεί από τα γεγονότα της Αλτάρα, αλλά δεν πίστευα ποτέ πως θα έφταναν σε αυτό το σημείο. Δεν είδα κανέναν από τους άντρες που άφησα μαζί σου». Το βλέμμα του πετάχτηκε στιγμιαία στον Φέντγουιν. Για μια στιγμή μόνο. «Υπήρξαν άλλες... απώλειες; Αν επιθυμείς, μπορώ να πάρω αυτόν εδώ μαζί μου».

«Τους διέταξα να μείνουν κρυμμένοι», είπε ο Ραντ με τραχιά φωνή. «Τον Φέντγουιν θα τον αναλάβω εγώ. Φέντγουιν Μορ λέγεται, Τάιμ κι όχι “αυτός εδώ”». Οπισθοχώρησε μέχρι το μικρό τραπεζάκι για να πάρει την ασημένια κούπα, ανάμεσα στους φανούς. Η Μιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.

«Η Σοφία, στην πατρίδα μου, μπορεί να θεραπεύσει τα πάντα», είπε ο Ραντ καθώς γονάτισε πλάι στον Φέντγουιν. Κατάφερε να χαμογελάσει στο αγόρι, δίχως να πάρει το βλέμμα του στιγμή μακριά από τον Τάιμ. Ο Φέντγουιν ανταπέδωσε το χαμόγελο χαρούμενος κι έκανε να πιάσει την κούπα, αλλά ο Ραντ τού την κράτησε για να πιει. «Ξέρει για τα βότανα πιο πολλά από κάθε άλλον που έχω συναντήσει. Κάτι έμαθα κι εγώ από αυτήν, όπως ποια βότανα είναι ασφαλή και ποια όχι». Ο Φέντγουιν αναστέναξε καθώς ο Ραντ του πήρε από τα χέρια την κούπα και κράτησε το αγόρι πάνω στο στήθος του. «Κοιμήσου, Φέντγουιν», μουρμούρισε.

Πράγματι, το αγόρι έμοιαζε έτοιμο να κοιμηθεί. Τα μάτια του έκλεισαν και το στήθος του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με αργό ρυθμό. Κι έπειτα, ακόμα πιο αργό, μέχρι που σταμάτησε. Το χαμόγελο δεν έφυγε ποτέ από τα χείλη του.

«Κάτι υπήρχε στο κρασί», είπε ο Ραντ μαλακά καθώς άφηνε κάτω το κορμί του Φέντγουιν. Τα μάτια της Μιν έκαιγαν, αλλά δεν μπορούσε να κλάψει. Με τίποτα!

«Είσαι σκληρότερος απ’ όσο πίστευα», μουρμούρισε ο Τάιμ.

Ο Ραντ τού χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο σκληρό, κτηνώδες. «Πρόσθεσε και τον Κόρλαν Ντασίβα στη λίστα σου με τους λιποτάκτες, Τάιμ. Την επόμενη φορά που θα επισκεφθώ τον Μαύρο Πύργο, περιμένω να δω το κεφάλι του στο Δέντρο του Προδότη».

«Ο Ντασίβα;» γρύλισε ο Τάιμ και τα μάτια του γούρλωσαν από έκπληξη. «Θα γίνει όπως επιθυμείς. Την επόμενη φορά που θα επισκεφθείς τον Μαύρο Πύργο». Ο Ραντ συνήλθε γρήγορα, ατσαλώνοντας και συγκροτώντας τον εαυτό του για άλλη μια φορά. Η Μιν ευχήθηκε να μπορούσε να διακρίνει κάποια εικόνα επάνω του.

«Πήγαινε πίσω, στον Μαύρο Πύργο, και μην έρθεις ξανά εδώ». Ο Ραντ σηκώθηκε κι αντίκρισε τον άλλον άντρα πάνω από το κουφάρι του Φέντγουιν. «Μπορεί για ένα διάστημα να βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση».

Η υπόκλιση του Τάιμ μόλις που ήταν διακριτή. «Όπως προστάζεις».

Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω του, η Μιν ξεφύσησε δυνατά.

«Δεν έχει νόημα να χάνουμε χρόνο κι, άλλωστε, δεν έχουμε χρόνο για να σπαταλήσουμε», μουρμούρισε ο Ραντ. Γονάτισε μπροστά της, πήρε το στέμμα και το τοποθέτησε στο δισάκι, ανάμεσα στα άλλα πράγματα. «Μιν, νόμιζα πως ήμουν εγώ το λαγωνικό που κυνηγούσε λύκους, αλλά φαίνεται πως είμαι ο λύκος, τελικά».

«Που να σε πάρει και να σε σηκώσει», αποκρίθηκε λαχανιασμένη η Μιν. Ανακάτεψε τα μαλλιά του με τα χέρια της και τον κοίταξε στα μάτια. Πότε γαλάζια, πότε γκρίζα, σαν πρωινός ουρανός την ανατολή. Και στεγνά. «Μπορείς να κλάψεις, Ραντ αλ’Θόρ. Δεν θα λιώσεις αν κλάψεις!»

«Ούτε για δάκρυα υπάρχει χρόνος, Μιν», της είπε απαλά. «Μερικές φορές, τα λαγωνικά τσακώνουν τον λύκο κι εύχονται να μην το είχαν κάνει. Άλλες φορές, ο λύκος στρέφεται εναντίον τους ή τους στήνει ενέδρα. Πρώτα όμως, πρέπει να το βάλει στα πόδια».

«Πότε φεύγουμε;» τον ρώτησε. Δεν τράβηξε τα χέρια της από τα μαλλιά του. Δεν θα τον άφηνε ποτέ. Ποτέ.

Загрузка...