10 Αλλαγές

Όταν ο Πέριν έφυγε από τη σκηνή των Σοφών, σκέφτηκε μήπως έπρεπε να βγάλει το πανωφόρι του για να δει αν το τομάρι του βρισκόταν ακόμα στη θέση του. Όχι, δεν ήταν ένα απλό δόλωμα, αλλά ένα ελάφι που έξι θηλυκές λύκαινες το είχαν πάρει στο κατόπι, και μάλιστα χωρίς να είναι σίγουρος πόσο μακριά μπορούσαν να τον πάνε τα γοργά του πόδια. Το σίγουρο ήταν πως καμιά από τις Σοφές δεν είχε αλλάξει γνώμη, κι οι υποσχέσεις τους, ότι δεν θα προέβαιναν σε καμιά πράξη με δική τους πρωτοβουλία, ήταν ασαφείς — στην καλύτερη περίπτωση. Δεν δόθηκαν υποσχέσεις σχετικά με τις Άες Σεντάι, ούτε καν ασαφείς.

Κοίταξε τριγύρω μήπως δει τις αδελφές, και βρήκε τη Μασούρι. Ανάμεσα σε δύο δέντρα είχε δεθεί ένα στενό σχοινί, πάνω στο οποίο ήταν κρεμασμένο ένα κοκκινοπράσινο χαλί με κρόσσια. Η λυγερόκορμη Καφετιά το χτυπούσε με έναν κρούστη από λυγισμένο ξύλο, ανασηκώνοντας λεπτά σύννεφα σκόνης, κόκκους που αιωρούνταν λαμποκοπώντας στον πρωινό ήλιο. Ο Πρόμαχός της, ένας στιβαρός άντρας με αραιά μαύρα μαλλιά, καθόταν σε έναν πεσμένο κορμό εκεί κοντά, παρακολουθώντας τη σκυθρωπός. Ο Ροβέρ Κίρκλιν είχε έτοιμο πάντα ένα χαμόγελο, αλλά φαίνεται πως σήμερα ήταν θαμμένο βαθιά. Η Μασούρι πρόσεξε τον Πέριν και, δίχως να σταματήσει να χτυπάει το χαλί, του έστειλε ένα βλέμμα τέτοιας παγερότητας και κακίας, που ο άντρας αναστέναξε. Κι όμως, αυτή ήταν που έκανε τις ίδιες σκέψεις με εκείνον. Παρόμοιες, τουλάχιστον. Ένα γεράκι με κόκκινη ουρά πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους, καβαλώντας τα ανοδικά ρεύματα του καυτού αέρα που περνούσε από λόφο σε λόφο, χωρίς να χρειάζεται να πλαταγίσει τις απλωμένες φτερούγες του. Πόσο όμορφα θα ήταν να πετούσε μακριά από όλα αυτά. Μπροστά του είχε ένα τείχος από σίδερο, όχι όνειρα από ασήμι.

Νεύοντας στη Σούλιν και στις Κόρες, που έμοιαζαν να έχουν ριζώσει κάτω από τη χαμοδάφνη, ο Πέριν στράφηκε να φύγει, αλλά σταμάτησε. Δύο άντρες σκαρφάλωναν στον λόφο, εκ των οποίων ο ένας ήταν Αελίτης, ντυμένος με τα γκρίζα, καφετιά και πράσινα του καντιν’σόρ, με το θηκαρωμένο τόξο περασμένο στην πλάτη του, με μια φαρέτρα από την οποία εξείχαν οι γουρουνότριχες των βελών δεμένη στη ζώνη του και κρατώντας στο χέρι το δόρυ και τη στρογγυλή αγκράφα της προβιάς του. Ο Γκαούλ ήταν φίλος κι ο μοναδικός άντρας ανάμεσα στους Αελίτες που δεν φορούσε λευκά. Ο σύντροφος του, ένα κεφάλι κοντύτερος, φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο καθώς και πανωφόρι και παντελόνια σε θαμπό πράσινο χρώμα και δεν ήταν Αελίτης. Στη ζώνη του είχε κι αυτός περασμένη μια γεμάτη φαρέτρα, καθώς κι ένα μαχαίρι μακρύτερο και βαρύτερο από του Αελίτη, αλλά αυτός κουβαλούσε στο χέρι το τόξο του, το οποίο ήταν πολύ κοντύτερο από το μακρουλό τόξο που είχαν οι άντρες των Δύο Ποταμών αλλά μακρύτερο από τα κεράτινα τόξα των Αελιτών. Παρά τη φορεσιά του, δεν έμοιαζε με αγρότη αλλά ούτε και με αστό. Ίσως να έφταιγαν τα γκριζαρισμένα μαλλιά του, που ήταν δεμένα στον σβέρκο του και κρέμονταν έως τη μέση του, η γενειάδα που απλωνόταν δαντελωτά πάνω στο στήθος του, ή πάλι ο τρόπος που περπατούσε, παρόμοιος με του άλλου άντρα στο πλάι του, αποφεύγοντας τα βάτα του λόφου, προσέχοντας να μην πατήσει κανένα κλαράκι, να μην τσακίσει κανένα ζιζάνιο κάτω από τα πόδια του. Ο Πέριν είχε να τον δει πάρα πολύ καιρό.

Φτάνοντας στη λοφοκορυφή, ο Ιλάυας Ματσίρα κοίταξε τον Πέριν εξεταστικά, με τα χρυσαφιά του μάτια να γυαλίζουν αμυδρά στη σκιά του γείσου του καπέλου του. Τα μάτια του είχαν αυτή τη μορφή αρκετά χρόνια πριν την αποκτήσουν και τα μάτια του Πέριν· ο Ιλάυας είχε γνωρίσει τον Πέριν στους λύκους. Τότε, ήταν ντυμένος με προβιές. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, αγόρι μου», είπε ήσυχα. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο πρόσωπό του, κάπως περισσότερο απ’ ό,τι στο πρόσωπο του Γκαούλ. «Το αποχωρίστηκες τελικά εκείνο το τσεκούρι; Είχα την εντύπωση πως δεν θα έπαυες ποτέ να το μισείς».

«Κι ακόμα το μισώ», αποκρίθηκε ο Πέριν, εξίσου ήσυχα. Πριν πολύ καιρό, ο πάλαι ποτέ Πρόμαχος του είχε πει να κρατήσει το τσεκούρι μέχρι να πάψει να μισεί να το χρησιμοποιεί. Ωστόσο, μα το Φως, εξακολουθούσε να το μισεί! Και, μάλιστα, τώρα είχε επιπλέον λόγους. «Τι κάνεις σε τούτο το μέρος του κόσμου, Ιλάυας; Πού σε βρήκε ο Γκαούλ;»

«Αυτός με βρήκε», είπε ο Γκαούλ. «Δεν είχα πάρει είδηση ότι με ακολουθούσε, μέχρι που έβηξε». Μιλούσε αρκετά δυνατά, έτσι ώστε να ακούγεται από τις Κόρες, κι η ξαφνική ηρεμία ανάμεσά τους έμοιαζε συμπαγής, λες και μπορούσες να την αγγίξεις.

Ο Πέριν περίμενε μερικά, τουλάχιστον, αιχμηρά σχόλια —το Αελίτικο χιούμορ ήταν σχεδόν αιμοβόρο κι οι Κόρες άρπαζαν οποιαδήποτε ευκαιρία για να χλευάσουν τον πρασινομάτη άντρα— αλλά αντί γι’ αυτό, κάποιες από τις γυναίκες άρπαξαν τα δόρατα και τις αγκράφες κι άρχισαν να τα χτυπούν μαζί, σαν να επιδοκίμαζαν το αστείο του. Ο Γκαούλ ένευσε, εγκρίνοντας την πράξη τους.

Ο Ιλάυας γρύλισε διφορούμενα και τράβηξε περισσότερο το καπέλο του. Πάντως, η οσμή του υποδήλωνε πως ήταν ευχαριστημένος. Οι Αελίτες από αυτή τη μεριά του Δρακοτείχους δεν φημίζονταν και πολύ για τις συναινέσεις τους. «Θα επιθυμούσα να προχωρήσω», είπε στον Πέριν, «μια και, παρεμπιπτόντως, βρέθηκα στην Γκεάλνταν όταν κάποιοι κοινοί φίλοι μού είπαν ότι ταξιδεύεις με όλη αυτήν την παρέα». Δεν ανέφερε ποιοι ήταν αυτοί οι κοινοί φίλοι. Δεν ήταν συνετό να αναφέρεις ανοικτά ότι έχεις επικοινωνία με τους λύκους. «Μου είπαν κάμποσα πράγματα. Μου είπαν πως μυρίζονται κάποια επερχόμενη αλλαγή. Δεν ξέρουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Ίσως ξέρεις εσύ. Άκουσα πως ακολουθείς τον Αναγεννημένο Δράκοντα».

«Δεν ξέρω», είπε αργά ο Πέριν. Αλλαγή; Δεν είχε σκεφτεί να ρωτήσει τους λύκους τίποτα παραπάνω από το πού ακριβώς θα συναντούσε μεγάλες ομάδες ανθρώπων, έτσι ώστε να τους αποφύγει. Ακόμα κι εδώ, στην Γκεάλνταν, αισθανόταν μερικές φορές ότι οι λύκοι τον κατηγορούσαν για τους νεκρούς τους στα Πηγάδια του Ντουμάι. Τι είδους αλλαγή; «Ο Ραντ σίγουρα θα αλλάξει μερικά πράγματα, αλλά δεν έχω ιδέα τι μπορεί να εννοούν. Μα το Φως, όλος ο κόσμος έχει έρθει ανάποδα και κανείς δεν δίνει σημασία».

«Όλα αλλάζουν», είπε ο Γκαούλ αποπεμπτικά. «Το όνειρο παρασύρεται με τον άνεμο μέχρι να ξυπνήσουμε». Για μια στιγμή, κοίταξε εξεταστικά τον Πέριν και τον Ιλάυας, συγκρίνοντας τα μάτια τους· ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα. Φαίνεται πως οι Αελίτες θεωρούσαν τους χρυσομάτηδες ως ακόμα μια παραδοξότητα ανάμεσα στους υδρόβιους, «Θα σας αφήσω να τα πείτε. Οι φίλοι που έχουν καιρό να ιδωθούν πρέπει να κουβεντιάσουν εκτενώς. Σούλιν, βρίσκονται εδώ γύρω η Τσιάντ κι η Μπάιν; Τις είδα χτες να κυνηγούν, και σκέφτηκα να τους δείξω πώς να τραβούν το τόξο, έτσι ώστε να μην κινδυνεύουν να τραυματιστούν».

«Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που επέστρεψες σήμερα», αποκρίθηκε η ασπρομάλλα γυναίκα. «Έφυγαν για να στήσουν παγίδες για τα κουνέλια». Γέλια κυμάτισαν ανάμεσα στις Κόρες, ενώ τα δάχτυλα τους πετάριζαν καθώς αντάλλασσαν μηνύματα χειρομιλίας.

Αναστενάζοντας, ο Γκαούλ κύλησε τα μάτια του προς τα επάνω με μια φιγουράτη κίνηση. «Σε αυτήν την περίπτωση, νομίζω πως πρέπει να πάω να τα ελευθερώσω». Πολλές Κόρες, συμπεριλαμβανομένης της Σούλιν, γέλασαν με το αστείο του. «Είθε να βρεις σκιά σήμερα», είπε στον Πέριν — ένας πρόχειρος αποχαιρετισμός ανάμεσα σε φίλους. Αντάλλαξε μια τυπική χειραψία με τον Ιλάυας κι είπε: «Η τιμή μου είναι και δική σου, Ιλάυας Ματσίρα».

«Παράξενος τύπος», μουρμούρισε ο Ιλάυας παρακολουθώντας τον Γκαούλ να κατηφορίζει δρασκελίζοντας τον λόφο. «Όταν έβηξα, στράφηκε προς το μέρος μου έτοιμος να με σκοτώσει, έτσι νόμιζα δηλαδή, αλλά αυτός άρχισε να γελάει. Έχετε καμιά αντίρρηση να μετακινηθούμε κάπου αλλού; Δεν γνωρίζω ποια είναι αυτή η αδελφή που πασχίζει να δολοφονήσει αυτό το κιλίμι, αλλά δεν το διακινδυνεύω με τις Άες Σεντάι». Η ματιά του στένεψε. «Ο Γκαούλ λέει πως υπάρχουν τρεις από δαύτες μαζί σας. Δεν πιστεύω να περιμένετε να ανταμώσετε κι άλλες, ε;»

«Ελπίζω πως όχι», απάντησε ο Πέριν. Η Μασούρι κοιτούσε προς το μέρος τους ανάμεσα στα χτυπήματα που έδινε με τον κρούστη. Σύντομα θα μάθαινε σχετικά με τα μάτια του Ιλάυας και θα άρχιζε να ξεψαχνίζει τι άλλο τον συνέδεε με τον Πέριν. «Έλα. Έτσι κι αλλιώς, είναι ώρα να γυρίσω κι εγώ στον καταυλισμό μου. Ανησυχείς μπας και πετύχεις καμιά Άες Σεντάι που να σε ξέρει;» Οι μέρες του Ιλάυας ως Προμάχου είχαν πάρει τέλος όταν μαθεύτηκε πως μπορούσε να μιλάει στους λύκους. Μερικές αδελφές το είχαν θεωρήσει σημάδι του Σκοτεινού κι εκείνος είχε χρειαστεί να σκοτώσει άλλους Προμάχους για να καταφέρει να το σκάσει.

Ο γηραιότερος άντρας περίμενε να απομακρυνθούν καμιά ντουζίνα βήματα από τις σκηνές πριν απαντήσει, αλλά και τότε ακόμα μίλησε σιγανά, λες κι υποπτευόταν ότι κάποιος πίσω τους είχε εξίσου καλή ακοή με αυτούς. «Και μία μόνο να βρεθεί που να ξέρει το όνομά μου, θα έχουμε πρόβλημα. Οι Πρόμαχοι δεν το σκάνε κάθε μέρα, αγόρι μου. Οι περισσότερες Άες Σεντάι θα ελευθέρωναν έναν άντρα που θέλει πραγματικά να φύγει, αλλά και πάλι μπορούν να τον εντοπίσουν όσο μακριά κι αν πάει, αν αποφασίσουν να τον κυνηγήσουν. Μια αδελφή όμως που θα έβρισκε έναν αποστάτη θα περνούσε πολύ όμορφα μαζί του, κάνοντας τον να μετανιώσει για τη μέρα που γεννήθηκε». Ρίγησε ελαφρά. Η οσμή του δεν πρόδιδε φόβο αλλά προσμονή πόνου. «Κατόπιν, θα τον επέστρεφε στην Άες Σεντάι που ανήκε, για να πάρει ένα ακόμα μάθημα. Ύστερα κι από αυτό, ο συγκεκριμένος άντρας παύει να είναι ο ίδιος». Μόλις έφτασαν στην άκρη της πλαγιάς, κοίταξε πίσω. Η Μασούρι όντως έμοιαζε να πασχίζει να δολοφονήσει το χαλάκι, εστιάζοντας όλη της την οργή στην προσπάθεια να του ανοίξει μια τρύπα στη μέση. Ο Ιλάυας αναρίγησε ξανά. «Το χειρότερο θα ήταν να πέσω πάνω στη Ρίνα. Καλύτερα να βρεθώ σε δάσος που έχει αρπάξει φωτιά και με τα πόδια σπασμένα».

«Η Ρίνα είναι η Άες Σεντάι σου; Πως, όμως, γίνεται να πέσεις επάνω της; Ο δεσμός σού δίνει τη δυνατότητα να ξέρεις πού βρίσκεται ανά πάσα στιγμή». Κάτι αναμοχλεύτηκε στη μνήμη του Πέριν, αλλά ό,τι κι αν ήταν, χάθηκε με την απάντηση του Ιλάυας.

«Μερικές από αυτές έχουν την ικανότητα να σπάσουν τον δεσμό με κάποιον τρόπο. Ίσως να μπορούν να το κάνουν όλες. Σε μια τέτοια περίσταση, το μόνο που μπορείς να γνωρίζεις είναι πως η Άες Σεντάι σου είναι ακόμα ζωντανή, κάτι που εγώ το ξέρω παρεμπιπτόντως, μια και δεν έχω τρελαθεί ακόμα». Ο Ιλάυας πρόσεξε την έκφραση απορίας στο πρόσωπό του κι άρχισε να γελάει. «Μα το Φως, άνθρωπε μου, κι οι αδελφές είναι φτιαγμένες από σάρκα κι οστά. Οι περισσότερες, δηλαδή. Για σκέψου το. Θα ήθελες να είναι κάποιος μέσα στο κεφάλι σου ενώ εσύ αγκαλιάζεις μια πόρνη; Συγγνώμη, ξέχασα πως τώρα είσαι παντρεμένος. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Πάντως, εξεπλάγην όταν έμαθα ότι παντρεύτηκες μια γυναίκα από τη Σαλδαία».

«Εξεπλάγης;» Ο Πέριν δεν είχε σκεφτεί ποτέ κάτι τέτοιο σχετικά με τον δεσμό των Προμάχων. Μα το Φως! Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε σκεφτεί ποτέ κάτι παρόμοιο και για τις Άες Σεντάι. Έμοιαζε τόσο πιθανό όσο κι... όσο κι ένας άντρας που μιλάει στους λύκους. «Και γιατί εξεπλάγης τόσο πολύ;» Συνέχισαν να προχωρούν ανάμεσα στα δέντρα κατεβαίνοντας από αυτή τη μεριά του λόφου, δίχως να βιάζονται και δίχως να κάνουν θόρυβο. Ο Πέριν ανέκαθεν ήταν καλός κυνηγός, εξοικειωμένος με τα δάση, κι ο Ιλάυας μόλις που πατούσε τα φύλλα κάτω από τις μπότες του, γλιστρώντας απαλά μέσα από τα χαμόκλαδα, χωρίς να κουνάει ούτε κλαδάκι. Θα μπορούσε να έχει περάσει το τόξο πάνω από τον ώμο του, αλλά προτίμησε να το κρατάει ανά χείρας σε ετοιμότητα. Ο Ιλάυας ήταν πολύ επιφυλακτικός άνθρωπος, ειδικά ανάμεσα σε κόσμο.

«Να, επειδή είσαι χαμηλών τόνων άνθρωπος και φαντάστηκα πως θα παντρευόσουν μια αντίστοιχη γυναίκα. Οι Σαλδαίες, ξέρεις, δεν είναι και τόσο χαμηλών τόνων, παρά μόνο απέναντι σε ξένους και παρείσακτους. Τη μια στιγμή φουντώνουν και την άλλη όλα είναι μέλι γάλα. Κάνουν μια Αραφελινή να μοιάζει αδιάφορη και μια Ντομανή εντελώς ανιαρή». Ο Ιλάυας μειδίασε ξαφνικά. «Κάποτε, έζησα για έναν ολόκληρο χρόνο με μια γυναίκα από τη Σαλδαία. Η Μέρια μου έπαιρνε τ’ αυτιά πέντε μέρες τη βδομάδα κι ίσως να μου πέταξε και μερικά πιάτα στο κεφάλι. Κάθε φορά όμως που σκεφτόμουν να φύγω, ήθελε να τα συμβιβάσει τα πράγματα και δεν με άφηνε να διαβώ ούτε την πόρτα. Στο τέλος, με παράτησε. Είπε ότι ήμουν πολύ συγκρατημένος για τα γούστα της». Το οξύ του γέλιο κάτι θύμιζε, όπως επίσης κι ένα αχνό σημάδι στο σαγόνι του που είχε αρχίσει να σβήνει και το οποίο έξυσε. Έμοιαζε να έχει γίνει από μαχαίρι.

«Η Φάιλε δεν είναι έτσι». Λες κι είχε παντρευτεί τη Νυνάβε! Την ευέξαπτη Νυνάβε! «Δεν εννοώ πως δεν θυμώνει πού και πού», παραδέχτηκε απρόθυμα, «αλλά ούτε βάζει τις φωνές ούτε μου πετάει αντικείμενα». Τέλος πάντων, δεν φώναζε πολύ συχνά κι, αντί να φουντώνει και να μαλακώνει απότομα, η οργή της αυξανόταν μέχρις ότου έφτανε σε ένα σημείο όπου ηρεμούσε.

Ο Ιλάυας τον κοίταξε λοξά. «Μου φαίνεται πως μυρίζομαι άντρα που προσπαθεί να αποφύγει τη θύελλα... Την καλοπιάνεις συνέχεια, έτσι δεν είναι; Είσαι γλυκανάλατος σαν νερωμένο γάλα και πολύ ευγενικός, έτσι; Της έχεις υψώσει ποτέ τη φωνή;»

«Όχι βέβαια!» διαμαρτυρήθηκε ο Πέριν. «Την αγαπώ! Για ποιον λόγο να της βάλω τις φωνές;»

Ο Ιλάυας κάτι άρχισε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, αν κι ο Πέριν άκουγε ξεκάθαρα τι έλεγε. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, αν ένας άντρας θέλει σώνει και καλά να κάθεται πάνω σε μια κόκκινη οχιά, δικό του πρόβλημα. Τι με νοιάζει εμένα αν ζεσταίνει τα χέρια του στο τζάκι τη στιγμή που το ταβάνι έχει πιάσει φωτιά; Δικιά του είναι η ζωή. Μήπως θα μου πει ευχαριστώ; Ναι, σιγά!»

«Τι υπονοείς;» τον ρώτησε απαιτητικά ο Πέριν. Έπιασε τον Ιλάυας από το μπράτσο και τον τράβηξε κάτω από μια φραουλιά, τα μυτερά φύλλα της οποίας ήταν ακόμα πράσινα. Ελάχιστα φυτά εκεί τριγύρω εξακολουθούσαν να είναι πράσινα, εκτός από μερικά αναρριχητικά που πάλευαν να ανυψωθούν. Είχαν βαδίσει κάτι λιγότερο από τη μισή απόσταση στην κατεβασιά του λόφου. «Η Φάιλε δεν είναι ούτε κόκκινη οχιά ούτε φωτιά στο ταβάνι! Περίμενε μέχρι να τη συναντήσεις και μη μιλάς λες και την ξέρεις».

Ο Ιλάυας πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τη μακριά του γενειάδα, νευριασμένος. «Τις ξέρω καλά τις γυναίκες της Σαλδαία, αγόρι μου. Δεν ήταν μόνο εκείνος ο χρόνος που βρέθηκα μαζί τους. Έχω συναντήσει πέντε Σαλδαίες όλες κι όλες που θα χαρακτήριζα μειλίχιες ή ακόμα κι ήπιες. Όχι, σίγουρα δεν είναι οχιά η δικιά σου, αλλά θα στοιχημάτιζα πως είναι λεοπάρδαλη. Τι γρυλίζεις έτσι, που να σε πάρει! Στοιχηματίζω τις μπότες μου πως θα χαμογελούσε αν με άκουγε να την αποκαλώ έτσι!»

Ο Πέριν θύμωσε κι άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, αλλά το έκλεισε πάλι. Δεν είχε αντιληφθεί πως ένας γρυλισμός έβγαινε βαθιά από το λαρύγγι του. Ναι, η Φάιλε όντως θα χαμογελούσε αν άκουγε κάποιον να την αποκαλεί λεοπάρδαλη. «Δεν πιστεύω να εννοείς πως επιθυμεί να της φωνάζω, Ιλάυας».

«Φυσικά και το εννοώ. Και, μάλιστα, το θεωρώ ως το πιθανότερο. Ίσως να είναι η έκτη Σαλδαία. Ίσως. Λοιπόν, άκουσέ με. Οι περισσότερες γυναίκες στις οποίες υψώνεις τη φωνή γουρλώνουν τα μάτια ή γίνονται ψυχρές, και μετά αρχίζεις τη φιλονικία μαζί τους για τον λόγο που θύμωσες, άσχετα ποιος έκανε την αρχή. Αν, όμως, καταπιείς τη γλώσσα σου μπροστά σε μια Σαλδαία είναι σαν να της λες ότι δεν τη θεωρείς αρκετά δυνατή για να σε αντιμετωπίσει. Πρόσβαλε την και θα είσαι τυχερός αν δεν σε ταΐσει με τα ίδια σου τα άντερα. Δεν είναι καμιά πόρνη από το Φαρ Μάντιγκ, για να έχει τον άντρα σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε όποτε θέλει αυτή. Είναι λεοπάρδαλη και περιμένει να έχει έναν σύζυγο που είναι κι αυτός λεοπάρδαλη. Μα το Φως! Δεν ξέρω τι κάνω. Το να δίνεις συμβουλές σε έναν άντρα για τη γυναίκα του είναι ό,τι πρέπει για να βρεθείς με τα σπλάχνα σου χυμένα».

Τώρα, ήταν η σειρά του Ιλάυας να γρυλίσει. Ισιωσε το καπέλο του, μολονότι δεν υπήρχε λόγος, και κοίταξε συνοφρυωμένος την πλαγιά, λες κι αναλογιζόταν μήπως θα έπρεπε να εξαφανιστεί στο δάσος. Κατόπιν, ύψωσε ένα δάχτυλο προς το μέρος του Πέριν. «Άκου να δεις. Ανέκαθεν γνώριζα πως είσαι κάτι παραπάνω από ένας απλός ξεστρατισμένος, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα μού είπαν οι λύκοι κι από το γεγονός πως φαίνεται να είσαι στα χνάρια αυτού του τύπου, του Προφήτη, σκέφτηκα πως θα μπορούσες να έχεις έναν φίλο να προσέχει τα νώτα σου. Φυσικά, οι λύκοι δεν ανέφεραν το ότι ηγείσαι αυτών των χαριτωμένων λογχοφόρων από το Μαγιέν. Ούτε ο Γκαούλ το ήξερε, μέχρι που τις είδαμε. Αν επιθυμείς να μείνω μαζί σου, θα μείνω. Αν όχι, υπάρχουν κάμποσα μέρη που δεν έχω επισκεφθεί ακόμα».

«Ένας ακόμα φίλος πάντα είναι χρήσιμος, Ιλάυας». Άραγε, πράγματι η Φάιλε ήθελε να της φωνάζει; Ανέκαθεν ήξερε πως θα μπορούσε κάλλιστα να πληγώσει κάποιον αν δεν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, και πάντα πάσχιζε να είναι ψύχραιμος. Τα λόγια πλήγωναν όσο κι οι γροθιές, τα λάθος λόγια, τα λόγια που ποτέ δεν εννοούσες και που ξεστόμισες πάνω στην οργή σου. Ήταν αδύνατον κι εύλογο ταυτόχρονα. Καμιά γυναίκα δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο από τον σύζυγό της ή από οποιονδήποτε άλλον άντρα.

Το κελάηδημα ενός γαλάζιου σπίνου ανάγκασε τον Πέριν να υψώσει το κεφάλι του και να τεντώσει τα αυτιά του. Ήταν μόλις ακουστό ακόμα και για εκείνον, αλλά έπειτα από ένα λεπτό η τρίλια επαναλήφθηκε πιο κοντά, κι έπειτα πάλι, ακόμα πλησιέστερα. Ο Ιλάυας ανασήκωσε το φρύδι του. Σίγουρα ήξερε το κελάηδημα ενός πουλιού των Μεθορίων. Ο Πέριν το είχε μάθει από κάτι Σιναρανούς —ανάμεσά τους ήταν κι ο Μασέμα— και το είχε διδάξει τους άντρες των Δύο Ποταμών.

«Έχουμε επισκέπτες», είπε στον Ιλάυας.

Τέσσερις καβαλάρηδες ήρθαν καλπάζοντας γρήγορα προς το μέρος τους, φτάνοντάς τους πριν αυτός με τον Ιλάυας πλησιάσουν καν τους πρόποδες του λόφου. Μπροστά-μπροστά ήταν η Μπερελαίν, τσαλαβουτώντας στο ποταμάκι, με την Ανούρα και τον Γκαλίν κατά πόδας, όπως επίσης και μια γυναίκα που κρατούσε παραμάσχαλα έναν ωχρό μανδύα για τη σκόνη με κουκούλα. Προσπέρασαν τον Μαγιενό καταυλισμό δίχως να ρίξουν ματιά, και δεν επιβράδυναν την πορεία τους μέχρι που έφτασαν μπροστά στη σκηνή με τις κόκκινες κι άσπρες ρίγες. Κάποιοι από τους Καιρχινούς υπηρέτες έσπευσαν να πάρουν τα γκέμια και τους αναβολείς, κι η Μπερελαίν με τους συντρόφους της βρέθηκαν στο εσωτερικό πριν ακόμα καταλαγιάσει η σκόνη που είχε σηκωθεί από τον ερχομό τους.

Λίγο πολύ, η άφιξη τους δημιούργησε αναταραχή. Τα σιγοψιθυρίσματα που ακούστηκαν από τη μεριά των Διποταμιτών μόνο ως προληπτικά μπορούσαν να χαρακτηριστούν από τον Πέριν. Οι νεαροί ανόητοι της Φάιλε που μαζεύτηκαν τριγύρω απέμειναν να ξύνουν τα κεφάλια τους, να κοιτάζουν σαν χαζοί τη σκηνή και να ψιλοκουβεντιάζουν συνεπαρμένοι αναμεταξύ τους. Ο Γκρέηντυ με τον Νιλντ παρακολουθούσαν ανάμεσα από τα δέντρα, και πότε-πότε έγερνε ο ένας προς το μέρος του άλλου για να πει κάτι, αν και κανείς δεν βρισκόταν τόσο κοντά για να ακούσει τι έλεγαν.

«Φαίνεται πως οι επισκέπτες σου δεν είναι και τόσο τυχαίοι», είπε σιγανά ο Ιλάυας. «Το νου σου στον Γκαλίν. Μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα».

«Τον γνωρίζεις, Ιλάυας; Προσωπικά, θα ήθελα πολύ να παραμείνεις, αλλά αν νομίζεις ότι μπορεί να πει στις αδελφές ποιος είσαι...» Ο Πέριν ανασήκωσε τους ώμους του σε παραίτηση. «Μπορεί να έχω την ικανότητα να σταματήσω τη Σέονιντ και τη Μασούρι» —έτσι πίστευε, τουλάχιστον— «αλλά νομίζω πως η Ανούρα θα κάνει αυτό που θέλει». Και τι θα πιστεύει, άραγε, σχετικά με τον Μασέμα;

«Ω, ο Μπερτάιν Γκαλίν δεν ξέρει από την καλή τον Ιλάυας Ματσίρα», αποκρίθηκε ο Ιλάυας με ένα στραβό χαμόγελο. «“Πιο πολλοί τρελοί ξέρουν τον Τρελο-Τζακ απ’ όσους ο Τρελο-Τζακ γνωρίζει”. Ναι, τον ξέρω. Δεν θα στραφεί εναντίον σου, ούτε θα σε χτυπήσει πισώπλατα, αλλά, μεταξύ των δύο, το μυαλό είναι η Μπερελαίν. Κράτησε το Δάκρυ έξω από το Μαγιέν στρέφοντας τους Δακρυνούς εναντίον των Ιλιανών από την ηλικία των δεκαέξι ακόμα. Η Μπερελαίν ξέρει να ελίσσεται, ενώ το μόνο που ξέρει ο Γκαλίν είναι να επιτίθεται. Βέβαια, είναι καλός σε αυτό, αλλά δεν βλέπει τίποτα άλλο. Μερικές φορές, ούτε καν σταματάει για να σκεφτεί».

«Αυτό είχα φανταστεί και για τους δύο», μουρμούρισε ο Πέριν. Τουλάχιστον, η Μπερελαίν είχε φέρει έναν αγγελιαφόρο από την Αλιάντρε. Δεν θα ερχόταν έτσι ορμητικά αν είχε μαζί της μια καινούργια υπηρέτρια. Το μόνο ερώτημα ήταν γιατί η Αλιάντρε έπρεπε να απαντήσει με έναν αγγελιαφόρο. «Καλύτερα να μάθω αν τα μαντάτα είναι καλά, Ιλάυας. Θα συζητήσουμε αργότερα για το τι μπορεί να παραμονεύει στον Νότο. Επιπλέον, μπορεί να συναντήσεις και τη Φάιλε», πρόσθεσε πριν γυρίσει να φύγει.

«Το Χάσμα του Χαμού παραμονεύει στον Νότο», του αποκρίθηκε ο άντρας καθώς έφευγε, «ή κάπου εκεί γύρω, κρίνοντας από αυτό που είδα κάτω από τη Μάστιγα». Ο Πέριν νόμισε πως άκουσε πάλι αυτόν τον ανεπαίσθητο κεραυνό από τη μεριά της Δύσης. Ορίστε, αυτό θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή.

Στο εσωτερικό της σκηνής, η Μπριάνε περιέφερε έναν ασημένιο δίσκο που είχε μια γαβάθα με ροδόνερο, όπως επίσης πετσέτες για το σκούπισμα του προσώπου και των χεριών, υποκλινόμενη άκαμπτα καθώς περνούσε μπροστά από τους νεοφερμένους. Με ακόμα πιο άκαμπτες υποκλίσεις, η Μάιντιν τους προσέφερε έναν δίσκο με ποτήρια γεμάτα παντς —φτιαγμένο, κρίνοντας από τη μυρωδιά, από τα τελευταία αποξηραμένα βατόμουρα— ενώ η Λίνι δίπλωνε τους αντιστατικούς μανδύες των νεοφερμένων. Κάτι παράξενο υπήρχε στον τρόπο που η Φάιλε κι η Μπερελαίν στέκονταν παράπλευρα της καινούργιας γυναίκας, ενώ η Ανούρα δέσποζε πίσω τους, κι η προσοχή όλων ήταν στραμμένη σ’ εκείνη. Σχετικά μεσήλικη, με ένα κάλυμμα από πράσινο δίχτυ να μαζεύει τα μαύρα της μαλλιά που έπεφταν σχεδόν μέχρι τη μέση της, θα μπορούσε να είναι όμορφη, αν δεν είχε τόσο μακρουλή μύτη. Κι αν δεν ήταν τόσο ψηλομύτα. Ήταν κοντύτερη από τη Φάιλε ή την Μπερελαίν, αλλά κατάφερνε να κοιτάει τον Πέριν κάπως περιφρονητικά και να τον εξετάζει με βλέμμα ψυχρό από την κορυφή έως τα νύχια. Δεν βλεφάρισε όταν τον κοίταξε κατάματα, κάτι που έκανε σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος.

«Μεγαλειοτάτη», ανήγγειλε η Μπερελαίν με φωνή γεμάτη τυπικότητα μόλις εισήλθε ο Πέριν, «να σας παρουσιάσω τον Άρχοντα Πέριν Αϋμπάρα των Δύο Ποταμών στο Άντορ, προσωπικό φίλο κι απεσταλμένο του Αναγεννημένου Δράκοντα». Η μακρομύτα γυναίκα ένευσε προσεκτικά και ψυχρά, ενώ η Μπερελαίν συνέχισε χωρίς να σταματήσει σχεδόν καθόλου. «Άρχοντα Αϋμπάρα, απόδωσε χαιρετισμούς και καλωσόρισε την Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, Βασίλισσα της Γκεάλνταν, Ευλογημένη από το Φως και Υπερασπίστρια του Τείχους του Γκάρεν, που με ευχαρίστησή της σε δέχεται προσωπικά». Ο Γκαλίν, ο οποίος στεκόταν κοντά στη μία πλευρά της σκηνής, τακτοποίησε την καλύπτρα στο μάτι του κι ύψωσε την κούπα του προς το μέρος του Πέριν με ένα χαμόγελο θριάμβου.

Για κάποιον λόγο, η Φάιλε έριξε ένα σκληρό βλέμμα στην Μπερελαίν. Το στόμα του Πέριν άνοιξε από την έκπληξη. Η Αλιάντρε αυτοπροσώπως; Αναρωτήθηκε αν ήταν πρέπον να γονατίσει κι έπειτα από μια μακρόσυρτη παύση αρκέστηκε μια υπόκλιση. Μα το Φως! Δεν είχε ιδέα πώς έπρεπε να φερθεί σε μια βασίλισσα, ειδικά απέναντι σε κάποια που έρχεται έτσι ξαφνικά, δίχως την παραμικρή συνοδεία και δίχως κανένα απολύτως κόσμημα. Η σκουροπράσινη στολή ιππασίας που φορούσε ήταν μάλλινη και δεν είχε ούτε βελονιά από κέντημα.

«Ύστερα απ’ όσα έγιναν προσφάτως», είπε η Αλιάντρε, «σκέφτηκα να έρθω εγώ σε σένα, Άρχοντα Αϋμπάρα». Η φωνή της ήταν γαλήνια, το πρόσωπό της ήπιο κι η ματιά της ακατάδεκτη. Θα πρέπει να ήταν κι ιδιαίτερα παρατηρητική, ειδάλλως ο ίδιος καταγόταν από το Τάρεν Φέρυ. Καλύτερα να προχωρούσε επιφυλακτικά μαζί της, μέχρι να μάθαινε με τι είχε να κάνει. «Ίσως δεν το άκουσες», συνέχισε η γυναίκα, «αλλά πριν από τέσσερις μέρες το Ίλιαν έπεσε στον Αναγεννημένο Δράκοντα, το Φως να ευλογεί το όνομά του. Πήρε τη Δάφνινη Κορώνα, αν κι απ’ ό,τι καταλαβαίνω αποκαλείται πλέον Κορώνα από Ξίφη».

Η Φάιλε πήρε μια κούπα από τον δίσκο που κουβαλούσε η Μάιντιν και ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της: «Κι εφτά μέρες πριν, οι Σωντσάν κατέλαβαν το Έμπου Νταρ». Ούτε καν η Μάιντιν δεν πρόσεξε τα λόγια της.

Αν ο Πέριν δεν ήταν ήδη ψύχραιμος, θα είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. Γιατί η Φάιλε το είχε αναφέρει με αυτόν τον τρόπο, αντί να περιμένει να το πει η γυναίκα που μάλλον το είχε πει και στην ίδια; Με ζωηρή φωνή, ο άντρας επανέλαβε τα λόγια της. Ήταν τραχιά φωνή, αλλά αυτός ήταν κι ο μόνος τρόπος για να μην την κάνει να τρέμει. Πάει και το Έμπου Νταρ; Μα το Φως! Και μόλις πριν από εφτά μέρες; Τη μέρα που ο Γκρέηντυ κι οι υπόλοιποι είχαν δει στον ουρανό τη Μία Δύναμη. Μπορεί να ήταν σύμπτωση. Μήπως όμως, αντίθετα, είχαν βάλει το χεράκι τους οι Αποδιωγμένοι;

Η Ανούρα έδειχνε βλοσυρή πάνω από την κούπα της και τα χείλη της είχαν σουφρώσει πριν ακόμα αυτός αποσώσει τα λόγια του, ενώ η Μπερελαίν τού έριξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα που χάθηκε γρήγορα. Ήξεραν ότι αυτός δεν γνώριζε τίποτα για το Έμπου Νταρ όταν ήρθαν στην Μπεθάλ.

Η Αλιάντρε απλώς ένευσε, εξίσου φλεγματικά με την Γκρίζα αδελφή. «Φαίνεται πως είσαι καλά ενημερωμένος», είπε ερχόμενη προς το μέρος του. «Αμφιβάλλω, ωστόσο, αν οι πρώτες διαδόσεις έχουν φθάσει στην Τζεχάνα μέσω της ποτάμιας εμπορικής οδού. Εγώ η ίδια το πληροφορήθηκα μόνο λίγες μέρες πριν. Αρκετοί έμποροι με κρατούν ενήμερη των γεγονότων. Πιστεύω», πρόσθεσε ξερά, «πως ελπίζουν να μεσολαβήσω εκ μέρους τους στον Προφήτη του Άρχοντα Δράκοντα, αν αυτό καταστεί αναγκαίο».

Επιτέλους μπορούσε να ξεχωρίσει την οσμή της, κι η γνώμη του γι’ αυτήν άλλαξε, αν κι όχι προς το χειρότερο. Φαινομενικά, η Βασίλισσα ήταν ψυχρή κι επιφυλακτική, αλλά η αβεβαιότητα ανακατεμένη με τον φόβο ξεχείλιζαν στη μυρωδιά της. Αν το είχε διαισθανθεί πρωτύτερα αυτό, δεν πίστευε πως θα είχε τη δυνατότητα να κρατηθεί ψύχραιμος.

«Πάντα είναι καλό να μαθαίνεις ό,τι μπορείς», της είπε κάπως αφηρημένα. Να πάρει, σκέφτηκε. Πρέπει οπωσδήποτε να το πληροφορηθεί ο Ραντ αυτό!

«Και στη Σαλδαία βρίσκουμε εμπόρους χρήσιμους για διάφορες πληροφορίες», είπε η Φάιλε. Υπονοώντας, βέβαια, πως κάπως έτσι είχε μάθει ο Πέριν για το Έμπου Νταρ. «Φαίνεται πως έχουν την ικανότητα να μαθαίνουν τι έχει συμβεί χίλια μίλια μακριά βδομάδες πριν ξεκινήσουν οι διάφορες φήμες».

Δεν κοιτούσε τον Πέριν, αλλά εκείνος ήξερε πως απευθυνόταν και στον ίδιο και στην Αλιάντρε ταυτόχρονα. Ο Ραντ το γνώριζε, έτσι είχε πει. Όπως και να έχει, δεν υπήρχε τρόπος να το μάθει στα κρυφά. Άραγε, η Φάιλε ήθελε όντως να το μάθει...; Όχι, ήταν αδιανόητο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι αντιλήφθηκε πως έχασε κάποια λόγια της Αλιάντρε. «Με συγχωρείς, Αλιάντρε», είπε ευγενικά. «Σκεφτόμουν τον Ραντ — τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Φυσικά κι ήταν αδιανόητο!

Τον κοίταξαν όλοι, ακόμα κι η Λίνι, η Μάιντιν και η Μπριάνε. Τα μάτια της Ανούρα είχαν γουρλώσει και το στόμα του Γκαλίν έχασκε ανοικτό. Και τότε κατάλαβε. Είχε αποκαλέσει τη Βασίλισσα με το μικρό της όνομα. Πήρε μια κούπα από τον δίσκο που κρατούσε η Μάιντιν, κι εκείνη ανασηκώθηκε τόσο γρήγορα από την υπόκλιση που έκανε, ώστε κόντεψε να του τη ρίξει από τα χέρια. Διώχνοντας την αφηρημένα, σκούπισε το υγρό του χέρι πάνω στο πανωφόρι του. Έπρεπε να συγκεντρώσει το νου του, όχι να τον αφήσει να περιπλανιέται σε εννιά κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Ασχέτως του τι πίστευε πως γνώριζε ο Ιλάυας, η Φάιλε ποτέ δεν θα... Όχι! Συγκεντρώσου!

Η Αλιάντρε ανέκτησε γρήγορα την ηρεμία της. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε εκπλαγεί καθόλου, κι η οσμή της δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. «Έλεγα πως το να έρθω να σε βρω στα κρυφά φαινόταν ως η πιο συνετή λύση, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε με εκείνη την ψυχρή φωνή. «Ο Άρχοντας Τέλαμπιν νομίζει πως έχω αποσυρθεί σε κάποιο σημείο του κήπου του που χρησιμοποιώ ως ιδιωτικό χώρο, αλλά στην πραγματικότητα βγήκα από μια πόρτα που σπανίως χρησιμοποιείται. Για να βγω εκτός πόλεως, έγινα η υπηρέτρια της Ανούρα Σεντάι». Ακουμπώντας τα ακροδάχτυλά της στον ποδόγυρο του φορέματος ιππασίας, άφησε ένα ανάλαφρο γέλιο. Ακόμα κι αυτό το γελάκι ήταν ψυχρό κι ερχόταν σε έντονη αντίθεση με αυτό που του μαρτυρούσε η μύτη του. «Με είδαν μερικοί στρατιώτες μου, αλλά έχοντας την κουκούλα του μανδύα μου τραβηγμένη, κανείς δεν με γνώρισε».

«Σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς ήταν ό,τι πιο συνετό μπορούσες να κάνεις», είπε ο Πέριν προσεκτικά. «Αργά ή γρήγορα όμως, θα χρειαστεί να γίνει γνωστή η παρουσία σου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Το ζήτημα ήταν να είναι ευγενικός κι εύστοχος στις παρατηρήσεις του. Μια βασίλισσα δεν θα καθόταν να χάνει τον χρόνο της με κάποιον που αερολογεί. Και δεν ήθελε να απογοητεύσει τη Φάιλε φερόμενος για άλλη μια φορά σαν ανόητος. «Σε τελική ανάλυση, γιατί ήρθες; Θα μπορούσες κάλλιστα να στείλεις ένα γράμμα ή να ανακοινώσεις την απάντησή σου μέσω της Μπερελαίν. Τάσσεσαι υπέρ του Ραντ ή όχι; Ό,τι κι αν αποφασίσεις, μη φοβάσαι, θα γυρίσεις ασφαλής στην Μπεθάλ». Εύστοχα λόγια. Ακόμα κι αν δεν τη φόβιζε τίποτα άλλο, το να βρεθεί μονάχη της εδώ ήταν σίγουρα δυσάρεστο.

Η Φάιλε τον παρακολουθούσε, προσποιούμενη το αντίθετο, ρουφώντας γουλιά-γουλιά το παντς και χαμογελώντας στην Αλιάντρε, αλλά ο Πέριν έπιασε το γοργό τρεμόπαιγμα των ματιών της προς το μέρος του. Η Μπερελαίν δεν προσποιούνταν τίποτα, απλώς παρακολουθούσε τα δρώμενα με τα μάτια ελαφρώς στενεμένα κι έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στο πρόσωπό του. Η Ανούρα ήταν εξίσου προσηλωμένη και σκεφτική. Άραγε, όλοι πίστευαν πως η γλώσσα του θα τον πρόδιδε για άλλη μια φορά;

Αντί όμως να απαντήσει σε αυτήν τη σημαντική ερώτηση, η Αλιάντρε είπε: «Η Πρώτη μού ανέφερε πλήθος πραγμάτων για το άτομό σου, Άρχοντα Αϋμπάρα, όπως και για τον Άρχοντα Αναγεννημένο Δράκοντα, είθε το όνομά του να ευλογείται από το Φως». Αυτό το τελευταίο ακούστηκε να το λέει εντελώς μηχανικά· δεν ήταν παρά μια συμπληρωματική πρόταση, την οποία ούτε καν σκεφτόταν πριν ξεστομίσει. «Δεν μου είναι δυνατόν να τον δω πριν πάρω την απόφασή μου, και γι’ αυτό επιθυμούσα να δω εσένα και να σε κρίνω. Μπορείς να καταλάβεις πολλά για έναν άνθρωπο από αυτούς που διαλέγει για να μιλήσουν εκ μέρους του». Γέρνοντας το πρόσωπό της προς την κούπα που κρατούσε στα χέρια της, τον κοίταξε μέσα από τα ματοτσίνορά της. Αν ήταν η Μπερελαίν στη θέση της, η πράξη αυτή σίγουρα θα ερμηνευόταν ως ερωτική, αλλά η Αλιάντρε αντίκριζε έναν λύκο που στεκόταν μπροστά της. «Πρόσεξα, επίσης, τα λάβαρά σου», είπε σιγανά. «Η Πρώτη δεν ανέφερε τίποτα σχετικό».

Ο Πέριν σκυθρώπιασε πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Η Μπερελαίν ήταν εκείνη που είχε αναφέρει τόσα πράγματα για το άτομό του; Τι είχε πει, άραγε; «Τα λάβαρα είναι για να φαίνονται». Η οργή έδινε μια τραχύτητα στη φωνή του που απαιτούσε προσπάθεια για να την καταπνίξει. Λοιπόν, η Μπερελαίν ήταν αυτή στην οποία έπρεπε να βάλει τις φωνές. «Πίστεψε με, δεν υπάρχει κανένα σχέδιο σχετικά με την αναβίωση της Μανέθερεν». Να που ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο ψυχρός όσο και της Αλιάντρε. «Ποια είναι η απόφασή σου; Ο Ραντ μπορεί να φέρει εδώ στο άψε σβήσε δέκα χιλιάδες, εκατό χιλιάδες στρατιώτες». Και ίσως να έπρεπε κιόλας. Οι Σωντσάν είχαν εγκατασταθεί και στο Άμαντορ και στο Έμπου Νταρ! Μα το Φως, πόσοι ήταν επιτέλους;

Η Αλιάντρε ήπιε μια γουλιά παντς με μια κομψή κίνηση πριν αρχίσει να μιλάει, και για άλλη μια φορά απόφυγε την ερώτηση. «Όπως μάλλον γνωρίζεις, κυκλοφορούν δεκάδες φήμες, ενώ ακόμα κι οι πιο ευφάνταστες γίνονται πιστευτές όταν ο Δράκοντας Αναγεννάται, όταν εμφανίζονται διάφοροι ξένοι κι ισχυρίζονται πως είναι ο στρατός του Άρτουρ του Γερακόφτερου που επέστρεψε, κι όταν ο ίδιος ο Πύργος καταρρέει από την εξέγερση».

«Το ζήτημα αφορά στις Άες Σεντάι», είπε κοφτά η Ανούρα, «και σε κανέναν άλλον». Η Μπερελαίν τής έριξε ένα εξοργισμένο βλέμμα κι εκείνη έκανε πως δεν το πρόσεξε.

Η Αλιάντρε μαζεύτηκε κι έστρεψε τη ράχη της προς το μέρος της αδελφής. Ανεξάρτητα από το αν ήταν βασίλισσα, σε κανέναν δεν ήταν αρεστό να ακούει μια Άες Σεντάι να μιλάει κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Ο κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, Άρχοντα Αϋμπάρα. Μέχρι που έλαβα και μια αναφορά για Αελίτες που διαγούμισαν ένα χωριό εδώ, στην Γκεάλνταν». Ο Πέριν συνειδητοποίησε ξαφνικά πως ο τόνος της δεν υποδήλωνε απλώς ανησυχία μήπως προσβάλει την Άες Σεντάι. Η Αλιάντρε τον παρακολουθούσε σε στάση αναμονής. Γιατί, όμως; Για καθησυχασμό;

«Οι μόνοι Αελίτες που βρίσκονται στην Γκεάλνταν είναι μαζί μου», της είπε. «Οι Σωντσάν μπορεί να είναι απόγονοι του στρατού του Άρτουρ του Γερακόφτερου, αλλά εκείνος είναι νεκρός εδώ και χίλια χρόνια. Ο Ραντ τούς κανόνισε μία φορά στο παρελθόν και θα το ξανακάνει». Θυμόταν το Φάλμε εξίσου ξεκάθαρα με τα Πηγάδια του Ντουμάι, αν κι είχε προσπαθήσει να το ξεχάσει. Σίγουρα, δεν θα πρέπει να ήταν αρκετοί παρόντες για να καταλάβουν το Άμαντορ και το Έμπου Νταρ, ακόμα και με τη βοήθεια των νταμέην. Ο Μπάλγουερ ισχυριζόταν πως είχαν μαζί τους και Ταραμπονέζους στρατιώτες. «Μπορεί να σε χαροποιήσει να μάθεις πως αυτές οι εξεγερμένες Άες Σεντάι υποστηρίζουν τον Ραντ. Ή, τουλάχιστον, πρόκειται να το κάνουν σύντομα». Έτσι είχε πει ο ίδιος ο Ραντ, μιλώντας για μια χούφτα Άες Σεντάι που δεν είχαν που να πάνε, παρά μόνο σ’ αυτόν. Ο Πέριν δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Οι φήμες στην Γκεάλνταν έλεγαν πως, μαζί με αυτές τις αδελφές, υπήρχε κι ένας ολόκληρος στρατός. Βέβαια, οι ίδιες αυτές φήμες έλεγαν πως αυτή η χούφτα των Άες Σεντάι αριθμούσε περισσότερες απ’ όσες υπήρχαν στον κόσμο ολάκερο, ωστόσο... Μα το Φως, πόσο θα ήθελε να τον διαβεβαιώσει κάποιος! «Γιατί δεν καθόμαστε;» ρώτησε. «Θα απαντήσω σε όσες ερωτήσεις έχεις να μου κάνεις, για να σε βοηθήσω να πάρεις μια απόφαση, αλλά τουλάχιστον ας είμαστε άνετα». Τραβώντας προς το μέρος του μια από τις πτυσσόμενες καρέκλες, θυμήθηκε την τελευταία στιγμή να μην πέσει απότομα επάνω της, αλλά αυτή έτριξε υπό το βάρος του.

Η Λίνι κι οι άλλες δύο υπηρέτριες έτρεξαν προς το μέρος τους, τραβώντας τις καρέκλες και κάνοντας κύκλο γύρω τους, αλλά καμία από τις υπόλοιπες γυναίκες δεν κινήθηκε. Η Αλιάντρε απέμεινε να τον κοιτάει, ενώ οι υπόλοιποι κοιτούσαν την ίδια. Όλοι εκτός από τον Γκαλίν, που απλώς σερβιρίστηκε άλλη μια κούπα παντς από την ασημένια κανάτα.

Ξαφνικά, ο Πέριν συνειδητοποίησε πως η Φάιλε δεν είχε ανοίξει το στόμα της από τότε που μίλησε για τους εμπόρους. Ήταν ευγνώμων για τη σιωπή της Μπερελαίν, όπως επίσης και για το ότι δεν του είχε κάνει τα γλυκά μάτια μπροστά στη Βασίλισσα, αλλά η Φάιλε θα μπορούσε να τον βοηθήσει κάπως. Να του δώσει μια μικρή συμβουλή. Μα το Φως, γνώριζε δέκα φορές παραπάνω από τον ίδιον τι να πει και τι να κάνει.

Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να παραμείνει με τους υπολοίπους, άφησε την κούπα με το παντς σε ένα μικρό τραπεζάκι και της ζήτησε να μιλήσει στην Αλιάντρε. «Αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να την κάνει να δει το σωστό, αυτός είσαι εσύ», της είπε. Η Φάιλε του χαμογέλασε ευχαριστημένη, αλλά δεν μίλησε.

Ξαφνικά, η Αλιάντρε άφησε κατά μέρος την κούπα της χωρίς να κοιτάζει, λες και περίμενε πως θα υπήρχε ένας δίσκος εκεί. Πράγματι υπήρχε ένας κι η Μάιντιν, που τον κρατούσε, μόλις που πρόφτασε να τον βάλει κάτω— από την κούπα, μουρμουρίζοντας κάτι που ο Πέριν ήλπιζε πως η Φάιλε δεν άκουσε. Η Φάιλε τιμωρούσε αυστηρά τους αθυρόστομους υπηρέτες. Έκανε να σηκωθεί μόλις τον πλησίασε η Αλιάντρε, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη η βασίλισσα γονάτισε με χάρη μπροστά του, παίρνοντας τα χέρια του στα δικά της. Πριν καλά-καλά καταλάβει τι έκανε, η γυναίκα στριφογύρισε τα χέρια της έτσι που το πάνω μέρος τους βρέθηκε ανάμεσα στις παλάμες του. Γαντζώθηκε τόσο δυνατά εκεί, που σίγουρα τα χέρια της θα την πόνεσαν. Δεν ήταν διόλου σίγουρος ότι μπορούσε να ελευθερωθεί δίχως να την πονέσει κι άλλο.

«Υπό το Φως», είπε με σταθερή φωνή κοιτώντας τον, «εγώ, η Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, δεσμεύομαι να υπηρετώ με πίστη κι αφοσίωση τον Άρχοντα Πέριν Αϋμπάρα των Δύο Ποταμών, από τώρα και για πάντα, εκτός εάν εκείνος εξ ιδίας πρωτοβουλίας αποφασίσει να με απαλλάξει. Η γη μου κι ο θρόνος μου του ανήκουν και του τα παραδίδω. Ορκίζομαι».

Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή, η οποία έσπασε από την άναρθρη κραυγή του Γκαλίν κι από τον πνιχτό γδούπο της κούπας του που έπεσε στο χαλί.

Κατόπιν, ο Πέριν άκουσε τη Φάιλε να ψιθυρίζει ξανά τόσο απαλά, ώστε ακόμα κι αν κάποιος καθόταν δίπλα της, δεν θα καταλάβαινε τι έλεγε. «Υπό το Φως, αποδέχομαι τη δέσμευσή σου. Θα υπερασπιστώ και θα προστατεύσω εσένα και τους δικούς σου από την καταστροφική μανία της μάχης, από τον ορμητικό χειμώνα κι από οτιδήποτε άλλο φέρει ο χρόνος. Θεωρώντας σε πιστό υποτελή μου, σου παραδίδω τη γη και τον θρόνο της Γκεάλνταν. Σε αποδέχομαι, υπό το Φως...» Αυτός θα πρέπει να ήταν ο Σαλδικός τρόπος αποδοχής. Δόξα στο Φως, ήταν πολύ απασχολημένη με το· να συγκεντρωθεί πάνω του, οπότε δεν πρόσεξε την Μπερελαίν που του έκανε φρενιασμένα νοήματα να επαναλάβει τα λόγια της. Αυτές οι δύο έμοιαζαν να το περίμεναν! Η Ανούρα, πάντως, με το στόμα της να χάσκει ανοικτό, έμοιαζε εξίσου εμβρόντητη όσο κι αυτός· σαν ψάρι που βλέπει ξαφνικά το νερό να χάνεται από μπρος του.

«Γιατί;» ρώτησε ο Πέριν ευγενικά, αγνοώντας τόσο τον γεμάτο απογοήτευση συριγμό της Φάιλε όσο και το οργισμένο μουγκρητό της Μπερελαίν. Που να με πάρει και να με σηκώσει, σκέφτηκε. Δεν είμαι παρά ένας καταραμένος σιδεράς! Κανείς δεν ορκιζόταν πίστη στους σιδεράδες. Οι δε βασίλισσες δεν ορκίζονταν πίστη σε κανέναν! «Μου είπαν ότι είμαι τα’βίρεν. Ίσως θελήσεις να αναθεωρήσεις τα λόγια σου μέσα στην επόμενη ώρα».

«Ελπίζω να είσαι όντως τα’βίρεν, Άρχοντά μου». Η Αλιάντρε γέλασε αλλά όχι με θυμηδία, κι έσφιξε ακόμα περισσότερο τα χέρια του, λες και φοβόταν μήπως ο άντρας τα αποτραβήξει. «Το ελπίζω με όλη μου την καρδιά. Φοβάμαι πως τίποτα λιγότερο από αυτό δεν μπορεί να σώσει την Γκεάλνταν. Κατέληξα σε αυτήν την απόφαση μόλις η Πρώτη μου ανέφερε τον λόγο της παρουσίας σου εδώ, και το ότι σε συνάντησα επιβεβαίωσε τα λόγια της. Η Γκεάλνταν χρειάζεται προστασία την οποία εγώ δεν μπορώ να προσφέρω, άρα το καθήκον μου απαιτεί να την αναζητήσω αλλού. Εσύ, Άρχοντά μου, μπορείς να προσφέρεις μια τέτοια προστασία, όπως επίσης κι ο Άρχοντας Αναγεννημένος Δράκοντας, ευλογημένο από το Φως ας είναι το όνομά του. Η αλήθεια είναι πως θα ορκιζόμουν απ’ ευθείας σ’ εκείνον αν ήταν παρών, αλλά εσύ είσαι ο απεσταλμένος του. Ο όρκος σε σένα είναι όρκος σε εκείνον». Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε άλλη μια ζορισμένη λέξη να βγει από τα χείλη της. «Σε παρακαλώ». Η οσμή της υποδήλωνε απόγνωση και τα μάτια της έλαμπαν από φόβο.

Ωστόσο, εξακολουθούσε να διστάζει. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει ο Ραντ, αλλά ο Πέριν Αϋμπάρα εξακολουθούσε να είναι ένας απλός σιδεράς. Αυτό ήταν! Πώς θα μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είναι ακόμα, αν ξεστόμιζε τέτοια λόγια; Η Αλιάντρε τον κοιτούσε ικετευτικά. Άραγε, οι τα’βίρεν έχουν τέτοια επιρροή; αναρωτήθηκε ο Πέριν. «Υπό το Φως, εγώ, ο Πέριν Αϋμπάρα, αποδέχομαι τη δέσμευσή σου...» Ο λαιμός του είχε ξεραθεί μέχρι να αποσώσει τα λόγια που είχε ψιθυρίσει η Φάιλε. Ήταν πολύ αργά πια για να σταματήσει και να σκεφτεί.

Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, η Αλιάντρε του φίλησε τα χέρια. Ο Πέριν πίστευε πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο αμήχανος. Την ανασήκωσε εσπευσμένα κι αντιλήφθηκε πως δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει κατόπιν. Η Φάιλε, η οποία έλαμπε από περηφάνια, δεν του ψιθύρισε καμιά περαιτέρω συμβουλή. Η Μπερελαίν χαμογέλασε, κι η ανακούφιση ήταν τόσο έκδηλη στο πρόσωπό της λες και την είχαν σώσει την τελευταία στιγμή από πυρκαγιά.

Ήταν σίγουρος πως η Ανούρα θα μιλούσε —οι Άες Σεντάι ανέκαθεν είχαν να πουν πολλά, ειδικά όταν τους παρουσιαζόταν η ευκαιρία να πάρουν το πάνω χέρι— αλλά η Γκρίζα αδελφή το μόνο που έκανε ήταν να κρατάει την κούπα της για να της τη γεμίσει η Μάιντιν. Η Ανούρα τον κοιτούσε με μια ακαθόριστη έκφραση. Το ίδιο κι. η Μάιντιν· τόσο μάλιστα, που συνέχισε να γέρνει την κανάτα έτσι που το παντς χύθηκε στα χέρια της Άες Σεντάι. Η Ανούρα αιφνιδιάστηκε κι αφέθηκε να κοιτάει την κούπα σαν να είχε ξεχάσει ότι την κρατούσε. Η Φάιλε συνοφρυώθηκε κι η Λίνι συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο, ενώ η Μάιντιν έσπευσε να φέρει ένα ύφασμα για να σκουπίσει το βρεγμένο χέρι της αδελφής, μουρμουρίζοντας διαρκώς μέσα από τα δόντια της. Τη Φάιλε θα την έπιαναν σπασμοί αν άκουγε αυτά που μουρμούριζε.

Ο Πέριν κατάλαβε πως το πράγμα παρατραβούσε. Η Αλιάντρε έγλειψε τα χείλη της ανήσυχα. Περίμενε κάτι παραπάνω, αλλά τι; «Λοιπόν, τώρα που τελειώσαμε, πρέπει να ξετρυπώσω τον Προφήτη», είπε ο Πέριν και μόρφασε. Ήταν πολύ απότομος. Δεν ήξερε καλά-καλά πώς να φερθεί σε ευγενείς, πόσω μάλλον σε βασίλισσες. «Υποθέτω πως θα θες να γυρίσεις στην Μπεθάλ προτού μάθει κανείς ότι έφυγες».

«Την τελευταία φορά που άκουσα γι’ αυτόν», του είπε η Αλιάντρε, «ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα ήταν στα Άμπιλα. Πρόκειται για μια μεγάλη πόλη στην Αμαδισία, κάπου σαράντα λεύγες νότια».

Παρά τη θέληση του, ο Πέριν συνοφρυώθηκε, αν κι ίσιωσε γρήγορα τα φρύδια του. Άρα, λοιπόν, ο Μπάλγουερ είχε δίκιο. Βέβαια, το να έχεις δίκιο σε ένα θέμα δεν σήμαινε πως είχες δίκιο παντού, αλλά ίσως να άξιζε τον κόπο να ακούσει τι θα του έλεγε ο άντρας για τους Λευκομανδίτες. Και για τους Σωντσάν, επίσης. Πόσοι να ήταν άραγε οι Ταραμπονέζοι;

Η Φάιλε γλίστρησε πλάι του, ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του και χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο στην Αλιάντρε. «Δεν πιστεύω να θέλεις να την στείλεις αμέσως πίσω, καρδιά μου. Μόλις έφτασε. Άφησέ μας να μιλήσουμε λιγάκι πριν έρθει η ώρα της επιστροφής της. Ξέρω πως έχεις να ασχοληθείς με σημαντικά θέματα».

Κατέβαλε κάποια προσπάθεια για να μην την κοιτάξει. Τι θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό από την ίδια τη Βασίλισσα της Γκεάλνταν; Σίγουρα όχι κάτι στο οποίο θα μπορούσε να χώσει τη μύτη του. Ήταν ολοφάνερο πως η Φάιλε επιθυμούσε να κουβεντιάσει με την Αλιάντρε απουσία του. Με λίγη τύχη, ίσως αργότερα να του τα αποκάλυπτε όλα. Μπορεί ο Ιλάυας να πίστευε ότι ήξερε καλά τις Σαλδαίες, αλλά ο Πέριν είχε διδαχτεί από μόνος του ότι μόνο ένας τρελός θα επιχειρούσε να ξεριζώσει τα μυστικά της γυναίκας του. Ή να την πληροφορήσει για όλα όσα είχε ξετρυπώσει ήδη.

Η απομάκρυνσή του από την Αλιάντρε σίγουρα θα περιλάμβανε κάποιο αντίστοιχο τελετουργικό με την έλευσή της, αλλά ο Πέριν κατάφερε να λυγίσει το γόνατο του και να κάνει μια υπόκλιση ζητώντας συγγνώμη που έπρεπε να αναχωρήσει, κι εκείνη έκανε μια ακόμα βαθύτερη υπόκλιση, μουρμουρίζοντας σιγανά πόσο μεγάλη τιμή της έκανε· αυτό ήταν όλο. Ο Πέριν τίναξε το κεφάλι του προς το μέρος του Γκαλίν και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Αμφέβαλλε για το αν η Φάιλε ήθελε να ξαποστείλει αυτόν και να παραμείνει ο άλλος. Τι στο καλό ήθελε να κουβεντιάσει μόνη της με την Αλιάντρε;

Όταν βγήκαν έξω, ο μονόφθαλμος άντρας χτύπησε φιλικά τον Πέριν στον ώμο με τέτοια δύναμη, που ένας πιο μικροκαμωμένος άντρας θα έπεφτε κάτω. «Να με πάρει και να με σηκώσει αν έχω ακούσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν! Τώρα, μπορώ να πω ότι είδα έναν τα’βίρεν επί το έργον. Εμένα τι με ήθελες;» Τι να του έλεγε τώρα;

Εκείνη τη στιγμή άκουσε φωνασκίες από το στρατόπεδο των Μαγιενών. Ήταν περισσότερο ήχοι φιλονικίας, αρκετά έντονοι, έτσι που οι άντρες των Δύο Ποταμών βάλθηκαν να κρυφοκοιτάζουν ανάμεσα από τα δέντρα, αν κι η πλαγιά του λόφου έκρυβε τη θέα.

«Κατ’ αρχάς, να δούμε τι συμβαίνει», αποκρίθηκε ο Πέριν. Με αυτόν τον τρόπο, θα έβρισκε χρόνο να σκεφτεί αναφορικά με το τι θα έλεγε στον Γκαλίν, αλλά και για διάφορα άλλα θέματα.


Η Φάιλε περίμενε λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Πέριν προτού πει στους υπηρέτες πως αυτή κι οι υπόλοιποι μπορούσαν να τα καταφέρουν μόνοι τους. Η Μάιντιν είχε προσηλώσει το βλέμμα της με τέτοια ένταση στην Αλιάντρε, ώστε η Λίνι χρειάστηκε να την τραβήξει για να φύγουν. Αυτό το θέμα έπρεπε να το χειριστούν αργότερα. Ακουμπώντας κάτω την κούπα της, η Φάιλε ακολούθησε τις τρεις γυναίκες στην είσοδο της σκηνής, σαν να τις έδιωχνε εσπευσμένα, αλλά εκεί σταμάτησε.

Ο Πέριν με τον Γκαλίν βάδιζαν με δρασκελιές μέσα από τα δέντρα, προς το στρατόπεδο των Μαγιενών. Ωραία. Τα πιο πολλά μέλη του Τσα Φάιλε κάθονταν οκλαδόν λίγο πιο πέρα. Αντικρίζοντας τη ματιά του Παρέλεαν τού έγνεψε, έχοντας τα χέρια χαμηλά στη μέση της, έτσι ώστε να μην την προσέξει κανείς από πίσω της. Ακολούθησε μια γρήγορη κυκλική κίνηση με μια σφιγμένη γροθιά. Αμέσως, οι Δακρυνοί κι οι Καιρχινοί διασπάστηκαν σε ομάδες των δύο ή τριών ατόμων κι απλώθηκαν. Τα σινιάλα των Τσα Φάιλε μπορεί να ήταν πολύ λιγότερο περίτεχνα από τη χειρομιλία των Κορών, αλλά έκαναν τη δουλειά τους. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι δικοί της σχημάτισαν έναν σκόρπιο δακτύλιο γύρω από τη σκηνή, φαινομενικά τυχαίο, συζητώντας τεμπέλικα ή παίζοντας περίπλοκα παιχνίδια. Κανείς όμως δεν θα έφτανε σε απόσταση μικρότερη των είκοσι βημάτων χωρίς να προειδοποιηθεί η Φάιλε προτού ο άλλος περάσει το κατώφλι.

Ο Πέριν ήταν αυτός που την ανησυχούσε πιότερο. Περίμενε κάτι βαρυσήμαντο από τη στιγμή που η Αλιάντρε εμφανίστηκε με σάρκα κι οστά, αλλά εκείνος είχε μείνει άναυδος από τον όρκο της. Αν είχε βάλει σκοπό να επιστρέψει, να την πληγώσει κι άλλο κάνοντας την Αλιάντρε να νιώθει άνετα με την απόφαση της... Ω, πάντα ενεργούσε με βάση αυτό που του έλεγε η καρδιά του, όταν θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μυαλό του. Και πάντα έκανε του κεφαλιού του, ενώ θα έπρεπε να ακολουθήσει την καρδιά του! Η σκέψη αυτή της προκάλεσε ένα τσίμπημα ενοχής.

«Μυστήριους υπηρέτες βρήκες στον δρόμο», είπε η Μπερελαίν πλάι της, σε τόνο ειρωνείας ανάμεικτης με οίκτο, κι η Φάιλε αναπήδησε ξαφνιασμένη. Δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει από πίσω της. Η Λίνι με τους υπόλοιπους προχωρούσαν προς τις άμαξες, με την πρώτη να κουνάει ένα δάχτυλο προς το μέρος της Μάιντιν, ενώ η Μπερελαίν κοιτούσε πότε αυτές και πότε τη Φάιλε. Μιλούσε χαμηλόφωνα, αλλά ο ειρωνικός τόνος παρέμεινε στη φωνή της. «Αν μη τι άλλο, η πιο ηλικιωμένη φαίνεται πως γνωρίζει τα καθήκοντά της, αντί να τα έχει απλώς ακουστά, αλλά η Ανούρα μού είπε πως η νεότερη είναι αδέσποτη. Είναι πολύ αδύναμη, έτσι είπε η Ανούρα, σχεδόν αμελητέα, αλλά οι αδέσποτες πάντα προξενούν προβλήματα. Είναι σίγουρο πως οι άλλοι όλο και κάποια ιστορία θα σκαρφιστούν για το άτομό της, αν ξέρουν δηλαδή, και πως αργά ή γρήγορα θα το σκάσει. Απ’ ό,τι έχω ακούσει, πάντα έτσι κάνουν οι αδέσποτες. Αυτό είναι το τίμημα του να διαλέγεις υπηρέτριες λες κι είναι ξεστρατισμένα σκυλιά».

«Μια χαρά μού κάνουν», αποκρίθηκε ψυχρά η Φάιλε. Πάντως, μάλλον θα χρειαζόταν να κάνει μια εκτενέστατη κουβέντα με τη Λίνι. Αδέσποτη; Ακόμα κι αν ήταν αδύναμη, ίσως να αποδεικνυόταν χρήσιμη. «Ανέκαθεν πίστευα πως είσαι κατάλληλη για τη μίσθωση υπηρετών». Η Μπερελαίν βλεφάρισε, αβέβαιη για το τι σήμαινε αυτό, αλλά η Φάιλε δεν άφησε να φανεί στην έκφραση της η ικανοποίηση. Στράφηκε να φύγει κι είπε: «Ανούρα, θα μπορούσες να μας φτιάξεις ένα ξόρκι ενάντια στο κρυφάκουσμα;»

Δεν ήταν και πολύ πιθανό η Σέονιντ ή η Μασούρι να έβρισκαν την ευκαιρία να κρυφακούσουν χρησιμοποιώντας τη Δύναμη —η Φάιλε ανέμενε την έκρηξη του Πέριν μόλις ανακάλυπτε πόσο ασφυκτικά ήλεγχαν οι Σοφές αυτές τις δύο— οι ίδιες οι Σοφές, ωστόσο, κάτι θα μπορούσαν να έχουν μάθει. Η Φάιλε ήταν σίγουρη πως η Εντάρα κι οι υπόλοιπες είχαν στύψει για τα καλά τη Σέονιντ και τη Μασούρι.

Οι στολισμένες με χάντρες πλεξούδες της Γκρίζας αδελφής κροτάλισαν ελαφρά καθώς ένευσε. «Έγινε, Αρχόντισσα Φάιλε», είπε και τα χείλη της Μπερελαίν σούφρωσαν για μια στιγμή. Πολύ ικανοποιητικό αυτό. Οποίο θράσος να κάνει την παρουσίαση εδώ, μέσα στην ίδια τη σκηνή της Φάιλε! Άξιζε κάτι παραπάνω από το να μπει κάποιος ανάμεσα σε εκείνη και στη σύμβουλό της, αλλά κι έτσι το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό.

Η Φάιλε παραδέχτηκε ότι ήταν ικανοποιημένη με κάτι παιδιάστικο όταν εστίασε περισσότερο στο ζήτημα. Σχεδόν δάγκωσε τα χείλη της από εκνευρισμό. Δεν αμφισβητούσε την αγάπη του άντρα της, αλλά δεν μπορούσε να μεταχειριστεί την Μπερελαίν όπως της άξιζε, πράγμα που την ανάγκαζε —ενάντια στη θέλησή της— να παίζει παιχνίδια με τον Πέριν πολύ συχνά σαν να ήταν τζόγος. Υπήρχε κι ένα έπαθλο, έτσι πίστευε η Μπερελαίν. Μακάρι μερικές φορές να μη συμπεριφερόταν ο Πέριν λες κι ήταν ο ίδιος το έπαθλο. Αποφασιστικά, έβγαλε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. Μια σύζυγος είχε πολλή δουλειά να κάνει εδώ. Από πρακτική άποψη.

Η Αλιάντρε έριξε μια σκεφτική ματιά στην Ανούρα μόλις αναφέρθηκε το θέμα του ξορκιού —έπρεπε να συνειδητοποιήσει πως επρόκειτο για κάτι σοβαρό— κι είπε: «Ο σύζυγός σου είναι ένας τρομερός άντρας, Αρχόντισσα Φάιλε. Δεν θέλω να φανώ προσβλητική λέγοντας πως η απατηλή του εμφάνιση κρύβει ένα κοφτερό μυαλό. Έχοντας την Αμαδισία στο κατώφλι μας, εμείς στην Γκεάλνταν παίζουμε το Ντάες Νταε’μάρ από ανάγκη, αλλά δεν νομίζω πως έχω καταλήξει ποτέ σε μια απόφαση τόσο γρήγορα κι επιδέξια όσο ο Άρχοντάς σου. Πότε ο υπαινιγμός μιας απειλής, πότε μια βλοσυρή ματιά. Τρομερός άντρας».

Αυτή τη φορά, η Φάιλε έκανε προσπάθεια να κρύψει το χαμόγελό της. Αυτοί οι Νότιοι έδιναν μεγάλη σημασία στο Παιχνίδι των Οίκων, και δεν πίστευε ότι η Αλιάντρε θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα, αν μάθαινε πως ο Πέριν είχε αναφέρει απλά αυτό που πίστευε —και, μάλιστα, μερικές φορές το έκανε εντελώς αυθόρμητα— κι ότι άνθρωποι με πονηρά μυαλά έβλεπαν πάντα μια υστερόβουλη σκέψη στην τιμιότητά του. «Πέρασε ένα χρονικό διάστημα στην Καιρχίν», είπε. Η Αλιάντρε μπορούσε να το εκλάβει αυτό όπως ήθελε. «Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε ελεύθερα, καθότι είμαστε ασφαλείς πίσω από το ξόρκι της Ανούρα Σεντάι. Είναι προφανές πως δεν θέλεις ακόμα να γυρίσεις στην Μπεθάλ. Μήπως ο όρκος σου απέναντι στον Πέριν, όπως κι ο δικός του απέναντι σου, δεν είναι αρκετός για να σας δεσμεύσει;» Υπήρχαν μερικοί εδώ, στον Νότο, που είχαν περίεργες αντιλήψεις για το τι συνεπάγεται η αφοσίωση.

Η Μπερελαίν πήρε σιωπηλά θέση στα δεξιά της Φάιλε, και μια στιγμή αργότερα το ίδιο έκανε κι η Ανούρα στα αριστερά της, έτσι που η Αλιάντρε βρέθηκε να είναι αντιμέτωπη και με τις τρεις τους. Η Φάιλε έμεινε έκπληκτη που η Άες Σεντάι εναρμονίστηκε με το σχέδιό της δίχως να έχει την παραμικρή ιδέα περί τίνος επρόκειτο —αν κι, αναμφίβολα, η Ανούρα θα είχε τους λόγους της, κι η Φάιλε θα έδινε πολλά για να μάθει ποιοι ήταν— αλλά δεν εξεπλάγη που έκανε κι η Μπερελαίν το ίδιο. Ένα ειρωνικό σχόλιο, όσο ανάλαφρο κι αν ήταν, θα κατάστρεφε τα πάντα, ειδικά αν αναφερόταν στην ικανότητα του Πέριν στο Μεγάλο Παιχνίδι. Ωστόσο, ήταν σίγουρη πως καμιά τους δεν θα το έκανε. Αυτό την εκνεύριζε κατά κάποιον τρόπο. Κάποτε περιφρονούσε την Μπερελαίν. Τη μισούσε ακόμα με πάθος, αλλά ο μνησίκακος σεβασμός είχε αντικαταστήσει την περιφρόνηση. Η γυναίκα γνώριζε πότε έπρεπε να παρατήσει το «παιχνίδι». Αν δεν υπήρχε ο Πέριν, η Φάιλε πίστευε πως θα μπορούσε ακόμα και να τη συμπαθήσει! Για να εξαλείψει αυτή τη μισητή σκέψη, φαντάστηκε τον εαυτό της να ξυρίζει το κεφάλι της Μπερελαίν. Ήταν ένα παλιοθήλυκο, μια πόρνη! Η Φάιλε δεν θα επέτρεπε σε καμιά περίπτωση να της αποσπάσει την προσοχή.

Η Αλιάντρε κοιτούσε εξεταστικά κάθε μία από τις γυναίκες που κάθονταν μπροστά της, χωρίς την παραμικρή ένδειξη νευρικότητας. Πήρε στα χέρια της την κούπα, ήπιε μια μικρή γουλιά και μίλησε αναστενάζοντας και με ένα αξιοθρήνητο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της, λες και τα λόγια της δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο σημαντικά όσο ηχούσαν. «Φυσικά και σκοπεύω να κρατήσω τον όρκο μου, αλλά πρέπει να καταλάβετε πως ήλπιζα για περισσότερα. Από τη στιγμή που έφυγε ο σύζυγός σου, επανήλθα στην προηγούμενη κατάσταση. Ίσως και χειρότερη, μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει κάποια απτή βοήθεια από τον Άρχοντα Δράκοντα, ας είναι ευλογημένο από το Φως το όνομά του. Ο Προφήτης μπορεί να αφανίσει την Μπεθάλ ή ακόμα και την Τζεχάνα, όπως έκανε με τη Σαμάρα, κι εγώ αδυνατώ να τον σταματήσω. Κι αν, με κάποιον τρόπο, μάθει για τον όρκο μου... Ισχυρίζεται πως έχει έρθει για να μας δείξει πώς να υπηρετούμε τον Άρχοντα Δράκοντα στο Φωτός, αλλά αυτός δείχνει τον δρόμο και δεν νομίζω πως θα τον ευχαριστούσε κάποιος που ακολουθεί μια διαφορετική οδό».

«Το ότι θα κρατήσεις τον όρκο σου είναι πολύ καλό», της είπε η Φάιλε ξερά. «Αν όμως θέλεις κάτι περισσότερο από τον άντρα μου, θα πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι παραπάνω. Ίσως θα έπρεπε να τον συνοδεύσεις όταν πάει στον Νότο για να συναντήσει τον Προφήτη. Βέβαια, θα θέλεις συνοδεία τους δικούς σου στρατιώτες, αλλά προτείνω να μην πάρεις περισσότερους απ’ όσους έχει μαζί της η Πρώτη. Δεν καθόμαστε;» Παίρνοντας την καρέκλα όπου καθόταν προηγουμένως ο Πέριν, έδειξε στην Μπερελαίν και στην Ανούρα εκείνες που βρίσκονταν αμφοτέρωθέν της, και μόνον τότε παρέπεμψε την Αλιάντρε σε μια θέση.

Η Βασίλισσα κάθισε αργά, κοιτώντας τη Φάιλε με γουρλωμένα μάτια, δίχως να είναι ταραγμένη αλλά μάλλον εμβρόντητη. «Στο όνομα του Φωτός, γιατί να το κάνω αυτό;» αναφώνησε. «Αρχόντισσα Φάιλε, τα Τέκνα του Φωτός θα αρπάξουν οποιαδήποτε ευκαιρία να αυξήσουν τις λεηλασίες τους στην Γκεάλνταν, κι ο Βασιλιάς Άιλρον ίσως αποφασίσει να στείλει στρατό βόρεια. Είναι αδύνατον!»

«Σ’ το ζητάει η γυναίκα του κυρίαρχου σου, Αλιάντρε», απάντησε η Φάιλε με σταθερή φωνή.

Έμοιαζε αδύνατον να γουρλώσουν περισσότερο τα μάτια της Αλιάντρε, κι όμως αυτό έγινε. Κοίταξε προς τη μεριά της Ανούρα κι ήρθε αντιμέτωπη με την ατάραχη ψυχραιμία μιας Άες Σεντάι. «Φυσικά», είπε ύστερα από ένα λεπτό. Η φωνή της ήταν κούφια. «Φυσικά και θα πράξω όπως... μου ζητάς... Αρχόντισσά μου», πρόσθεσε ξεροκαταπίνοντας.

Η Φάιλε έκρυψε την ανακούφισή της πίσω από ένα καταδεκτικό νεύμα αποδοχής. Περίμενε πως η Αλιάντρε θα δείλιαζε. Το ότι θα ορκιζόταν πίστη δίχως να συνειδητοποιεί τι σήμαινε αυτό —καθώς και το ότι αισθανόταν υποχρεωμένη να πει πως δεν θα καταπατούσε τον όρκο της!— επιβεβαίωνε την πεποίθηση της Φάιλε πως, τελικά, δεν θα την άφηναν πίσω. Αναμφίβολα, η Αλιάντρε είχε χειριστεί το θέμα του Μασέμα με παραχωρήσεις. Με αργούς ρυθμούς, βέβαια, δίχως να έχει άλλη επιλογή και μονάχα όταν ήταν απαραίτητο, ωστόσο η υποταγή θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει συνήθεια. Πίσω στην Μπεθάλ, χωρίς να υπάρχει καμιά ορατή αλλαγή, πόσος καιρός θα περνούσε πριν αποφασίσει να προχωρήσει σε μια προειδοποίηση στον Μασέμα; Ένιωθε το βάρος του όρκου της. Τώρα, όμως, η Φάιλε θα ελάφραινε αυτό το βάρος.

«Πολύ χαίρομαι που θα μας συνοδεύσεις», είπε ζεστά. Κι όντως ήταν χαρούμενη. «Ο άντρας μου δεν ξεχνά αυτούς που του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Μια τέτοια υπηρεσία είναι να γράψεις στους ευγενείς σου, λέγοντάς τους πως ένας άντρας στον Νότο ύψωσε το λάβαρο της Μανέθερεν». Η Μπερελαίν τίναξε το κεφάλι της έκπληκτη, ενώ η Ανούρα περιορίστηκε απλώς να ανοιγοκλείσει τα μάτια της.

«Αρχόντισσά μου», είπε η Αλιάντρε με έναν επιτακτικό τόνο στη φωνή της, «οι μισοί από αυτούς θα ειδοποιήσουν τον Προφήτη μόλις λάβουν την επιστολή μου. Τον φοβούνται πολύ και το Φως μόνο ξέρει τι μπορεί να κάνει αυτός ο άνθρωπος». Ακριβώς η απάντηση που ήλπιζε να πάρει η Φάιλε.

«Για αυτόν τον λόγο, λοιπόν, θα γράψεις και σ’ εκείνον, αναφέροντάς του πως έχεις συγκεντρώσει μερικούς στρατιώτες για να κανονίσεις προσωπικά αυτόν τον άντρα. Στο κάτω-κάτω, ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο για να ασχολείται με τέτοια δευτερεύοντα ζητήματα».

«Πολύ καλά», μουρμούρισε η Ανούρα. «Κανείς δεν θα ξέρει ποιος είναι ποιος».

Η Μπερελαίν γέλασε σε ένδειξη απολαυστικής επιδοκιμασίας, που να καιγόταν!

«Αρχόντισσά μου», είπε ξέπνοα η Αλιάντρε, «ανέφερα προηγουμένως πως ο Άρχοντας Πέριν είναι τρομερός. Θα ήθελα να προσθέσω πως κι η σύζυγός του είναι εξίσου τρομερή!»

Η Φάιλε προσπάθησε να μη δείξει πως το απολάμβανε. Τώρα, έπρεπε να ειδοποιήσει τους δικούς της, στην Μπεθάλ. Το είχε μετανιώσει κατά κάποιον τρόπο. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να δώσει εξηγήσεις στον Πέριν, αλλά ακόμα κι αυτός δεν θα διατηρούσε την ψυχραιμία του, αν η γυναίκα του είχε απαγάγει τη Βασίλισσα της Γκεάλνταν.

Οι περισσότεροι από τους Φτερωτούς Φρουρούς είχαν συγκεντρωθεί στην άκρη του στρατοπέδου τους, έχοντας κυκλώσει δέκα έφιππους άντρες. Η απουσία ακοντίων υποδήλωνε πως οι καβαλάρηδες ήταν ανιχνευτές. Οι πεζοί συνωστίζονταν κι έσπρωχναν, πασχίζοντας να προσεγγίσουν κι άλλο. Ο Πέριν φαντάστηκε πως άκουσε για άλλη μια φορά τον ήχο του κεραυνού, όχι και τόσο μακριά, αλλά η εντύπωση άγγιζε στα όρια της συνειδητότητας.

Καθώς ετοιμαζόταν να περάσει ανάμεσα, ο Γκαλίν φώναξε: «Ανοίξτε δρόμο, ψωραλέα κοπρόσκυλα!» Κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του κι οι άντρες τραβήχτηκαν στο πλάι, ανοίγοντας ένα στενό μονοπάτι. Ο Πέριν αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν αποκαλούσε τους άντρες των Δύο Ποταμών ψωραλέα κοπρόσκυλα. Μάλλον θα κέρδιζε μια γροθιά στη μύτη. Ίσως, όμως, να άξιζε τον κόπο η προσπάθεια.

Ο Νουρέλ κι οι υπόλοιποι αξιωματικοί βρίσκονταν μαζί με τους ανιχνευτές. Το ίδιο ίσχυε και για εφτά πεζούς με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη τους και με σχοινιά περασμένα γύρω από τους λαιμούς τους, που έσερναν τα πόδια με τους ώμους σκυφτούς, σκυθρωποί και γεμάτοι περιφρόνηση ή φόβο ή και τα δύο. Τα ρούχα τους είχαν γίνει άκαμπτα από τη πολυκαιρισμένη βρώμα, αν και κάποια θα πρέπει κάποτε να ήταν κομψά. Παραδόξως, μύριζαν έντονα καπνισμένο ξύλο. Επιπλέον, τα πρόσωπα μερικών από τους έφιππους στρατιώτες ήταν καλυμμένα με στάχτη, ενώ ένας ή δύο από αυτούς έμοιαζαν να περιποιούνται εγκαύματα. Ο Άραμ στεκόταν ακίνητος, μελετώντας τους αιχμαλώτους ελαφρά συνοφρυωμένος.

Ο Γκαλίν είχε κάτσει με τα πόδια απλωμένα ανοιχτά και με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς του, ενώ το μοναδικό του μάτι παρατηρούσε αγριωπά τον γύρω χώρο, κάνοντας δουλειά για δύο. «Τι συνέβη;» ρώτησε απαιτητικά. «Υποτίθεται ότι οι ανιχνευτές μου θα έφερναν πίσω πληροφορίες, όχι ρακοσυλλέκτες!»

«Θα πω στον Όρτις να σου δώσει αναφορά, Άρχοντα μου», είπε ο Νουρέλ. «Ήταν μαζί τους. Μοίραρχε Όρτις!»

Ένας μεσήλικος στρατιώτης ξεπέζεψε από το άλογό του κι υποκλίθηκε, με το γαντοφορεμένο του χέρι ακουμπισμένο στο μέρος της καρδιάς. Η περικεφαλαία του ήταν απλή, δίχως τους λεπτούς θυσάνους και τα φτερά που ήταν σκαλισμένα στα πλάγια των περικεφαλαίων των αξιωματικών. Κάτω από το γείσο, υπήρχε ένα ζωηρό κάψιμο απλωμένο στο πρόσωπό του. Στο άλλο μάγουλο, είχε ένα σημάδι που τραβούσε τη γωνία του στόματός του. «Άρχοντα Γκαλίν, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε με τραχιά φωνή. «Πέσαμε πάνω σε αυτούς τους γογγυλοφάγους κάπου δύο λεύγες δυτικά, Άρχοντες μου. Έκαιγαν ένα αγρόκτημα, με τους κατοίκους του κλεισμένους μέσα. Μια γυναίκα προσπάθησε να βγει από ένα παράθυρο κι ένα από αυτά τα καθάρματα της τσάκισε το κεφάλι. Γνωρίζοντας τα αισθήματα του Άρχοντα Αϋμπάρα για όλα αυτά, σπεύσαμε να το σταματήσουμε. Αργήσαμε αρκετά και δεν μπορέσαμε να διασώσουμε κανέναν, αλλά συλλάβαμε τούτους εδώ τους εφτά. Οι υπόλοιποι το έσκασαν».

«Οι άνθρωποι συχνά δελεάζονται και πάνε με το μέρος της Σκιάς», είπε ξαφνικά ένας από τους αιχμαλώτους. «Πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους το τίμημα». Ήταν ένας ψηλός και λυγερός άντρας, που απέπνεε έναν αέρα ευγένειας, η φωνή του ήταν μαλακή και καλλιεργημένη αλλά το πανωφόρι του εξίσου βρώμικο με των υπολοίπων κι είχε να ξυριστεί δύο με τρεις μέρες. Φαίνεται πως ο Προφήτης δεν έχανε τον χρόνο του με ασήμαντα πράγματα, όπως τα ξυράφια. Ή η καθαριότητα. Με τα χέρια δεμένα και με ένα σχοινί περασμένο γύρω από τον λαιμό του, κοιτούσε αγριωπά τους άντρες που τον είχαν συλλάβει, χωρίς όμως να δείχνει τον παραμικρό φόβο. Ήταν γεμάτος αλαζονεία κι απαξίωση. «Οι στρατιώτες σου δεν με εντυπωσιάζουν», είπε. «Ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα, που το Φως να έχει ευλογημένο το όνομά του, έχει αφανίσει στο παρελθόν πολύ ισχυρότερους στρατούς από αυτό το συνάφι. Μπορεί να μας σκοτώσετε, αλλά εμείς θα πάρουμε εκδίκηση όταν ο Προφήτης χύσει στο χώμα το αίμα σας. Κανείς σας δεν θα τη γλιτώσει. Ο Προφήτης θα θριαμβεύσει μέσα από τη φωτιά και το αίμα». Η τελευταία του φράση αντήχησε δυνατά κι η ράχη του τεντώθηκε σαν ατσάλινη βέργα. Μουρμουρητά ακούστηκαν από τις τάξεις των στρατιωτών. Ήξεραν πολύ καλά πως ο Μασέμα είχε διαλύσει μεγαλύτερους στρατούς από τον δικό τους.

«Κρεμάστε τους», είπε ο Πέριν. Για άλλη μια φορά, άκουσε τον μακρινό κεραυνό.

Αφού έδωσε τη διαταγή, κάθισε να παρακολουθήσει. Παρά τα μουρμουρητά, εμφανίστηκαν κάμποσα πρόθυμα χέρια για να αναλάβουν την εκτέλεση της διαταγής. Μερικοί κρατούμενοι άρχισαν να κλαίνε καθώς οι άκρες των σχοινιών τους περάστηκαν στα κλαριά των δέντρων. Ένας ευτραφής άντρας, τα προγούλια του οποίου κρέμονταν σχηματίζοντας δίπλες, άρχισε να φωνάζει πως μετάνιωνε για ό,τι είχε κάνει και πως θα υπηρετούσε όποιον άρχοντα ήθελαν. Ένας φαλακρός τύπος, που έμοιαζε εξίσου σκληρός με τον Λάμγκουιν, σφάδαζε κι ούρλιαζε μέχρι που το σχοινί έβαλε τέλος στις κραυγές του. Μονάχα ο άντρας με την ήρεμη φωνή δεν κλωτσούσε, ούτε καν πάλευε, ακόμα κι όταν ο βρόχος σφίχτηκε γύρω από τον λαιμό του. Μέχρι το τέλος, το αγριωπό του βλέμμα μαρτυρούσε την περιφρόνησή του.

«Να κι ένας, τουλάχιστον, που ξέρει πώς να πεθαίνει», γρύλισε ο Γκαλίν καθώς και το τελευταίο κορμί έμεινε ασάλευτο. Κοίταξε βλοσυρά τους άντρες που στόλιζαν τα δέντρα, λες και μετάνιωνε που δεν έδωσαν μάχη.

«Αν τούτοι εδώ υπηρετούσαν τη Σκιά», άρχισε να λέει ο Άραμ, αλλά δίστασε να συνεχίσει. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Πέριν, αλλά θα ενέκρινε κάτι τέτοιο ο Άρχοντας Δράκοντας;»

Ο Πέριν ανακάθισε ξαφνιασμένος και κοίταξε εμβρόντητος τον άντρα. «Μα το Φως, Άραμ, δεν άκουσες τι έκαναν; Ο Ραντ θα τους έβαζε ο ίδιος τα σχοινιά στον λαιμό!» Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον. Ο Ραντ είχε βάλει στόχο να ενώσει όλα τα έθνη πριν από την Τελευταία Μάχη, χωρίς να λογαριάζει το κόστος.

Τα κεφάλια των αντρών τινάχτηκαν ξαφνικά, καθώς ο κεραυνός βρόντηξε δυνατά, έτσι που τον άκουσαν όλοι, κι έπειτα ακούστηκε κοντύτερα, κι ακόμα κοντύτερα. Σηκώθηκε άνεμος, κι έπειτα καταλάγιασε για να σηκωθεί ξανά, παραδέρνοντας το πανωφόρι του Πέριν ενώ σφυροκοπούσε πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Η διχαλωτή αστραπή έσκισε τον ασυννέφιαστο ουρανό. Στον καταυλισμό των Μαγιενών, τα άλογα χλιμίντριζαν κι ανασηκώνονταν στα πίσω πόδια, έτσι όπως ήταν δεμένα στους πασσάλους τους. Ο κεραυνός βρόντηξε κάμποσες φορές ακόμα κι οι αστραπές σψάδαζαν στον ουρανό σαν ασημογάλαζα φίδια, ενώ κάτω από τον καυτό ήλιο άρχισε να πέφτει βροχή· χοντρές σκόρπιες σταγόνες, που σήκωναν πίδακες σκόνης στα σημεία που έπεφταν στο γυμνό έδαφος. Ο Πέριν σκούπισε μία από το μάγουλό του και κοίταξε έκπληκτος τα υγρά του δάχτυλα.

Μέσα σε λίγα λεπτά, η θύελλα είχε χαθεί κι οι βροντές με τις αστραπές κύλησαν ανατολικά. Το διψασμένο έδαφος απορρόφησε τις σταγόνες της βροχής, ο ήλιος άρχισε πάλι να τους ψήνει όπως πριν, και μόνο τα φευγαλέα φώτα στον ουρανό κι οι βροντές που έσβηναν σιγά-σιγά μαρτυρούσαν ότι κάτι είχε συμβεί. Οι στρατιώτες αλληλοκοιτάζονταν γεμάτοι αβεβαιότητα. Ο Γκαλίν ελευθέρωσε με εμφανή προσπάθεια τα δάχτυλά του από τη λαβή του ξίφους του.

«Αυτό... δεν μπορεί να είναι έργο του Σκοτεινού», είπε ο Άραμ, μορφάζοντας. Κανείς τους δεν είχε δει ποτέ φυσική καταιγίδα τέτοιας έντασης. «Σημαίνει πως ο καιρός αλλάζει, έτσι δεν είναι, Άρχοντα Πέριν; Θα επανέλθει ο κανονικός καιρός, ε;»

Ο Πέριν άνοιξε το στόμα του για να πει στον άντρα να μην τον αποκαλεί έτσι, αλλά το έκλεισε ξανά αφήνοντας έναν αναστεναγμό. «Δεν ξέρω», είπε. Πώς το είχε πει ο Γκαούλ; «Όλα αλλάζουν, Άραμ». Απλώς, δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι έπρεπε να αλλάξει κι ο ίδιος.

Загрузка...