22 Συννεφιάζει

Κάτω από το αδιάκοπο ψιλοβρόχι, ο μικρός στρατός του Ραντ σχημάτιζε φάλαγγες που διέσχιζαν τους χαμηλούς, αναδιπλούμενους λόφους αντικριστά των κορυφών Νεμάρελιν, που φάνταζαν σκοτεινές κι απότομες με φόντο τον δυτικό ορίζοντα. Δεν ήταν ανάγκη να έχεις μπροστά σου την κατεύθυνση στην οποία ήθελες να Ταξιδέψεις, αλλά οποιοσδήποτε άλλος τρόπος φάνταζε στρεβλός στον Ραντ. Παρά τη βροχή, τα γκρίζα σύννεφα είχαν αρχίσει να αραιώνουν γρήγορα, αφήνοντας το λαμπερό ηλιόφως να περάσει ανάμεσά τους. Ίσως πάλι να έμοιαζε η μέρα λαμπερή έπειτα από την πρόσφατη σκοτεινιά.

Σε τέσσερις από τις φάλαγγες επικεφαλής ήταν οι Σαλδαίοι του Μπασίρε, στραβοκάνηδες κι αθωράκιστοι άντρες με κοντά πανωφόρια, που στέκονταν υπομονετικά πλάι στα άλογά τους κάτω από ένα μικρό δάσος από αστραφτερές κεφαλές δοράτων, ενώ οι άλλες πέντε φάλαγγες αποτελούνταν από άντρες με γαλάζια πανωφόρια και με τον Δράκοντα στο στήθος, αρχηγός των οποίων ήταν ένας κοντός αλλά στιβαρός τύπος ονόματι Τζακ Μάσοντ. Ο Μάσοντ κινούνταν με εκπληκτική γρηγοράδα, αλλά τώρα ήταν εντελώς ακίνητος, με τα πόδια σε διάσταση και τα χέρια διπλωμένα πίσω από την πλάτη. Οι άντρες του ήταν παραταγμένοι, όπως επίσης κι οι Υπερασπιστές κι οι Σύντροφοι, κατηφείς επειδή τους έπαλαν πίσω από το πεζικό. Ήταν κυρίως οι ευγενείς κι οι ακόλουθοι τους που έκοβαν βόλτες τριγύρω, σαν να μην ήξεραν πού να πάνε. Η πυκνή λάσπη κολλούσε στις οπλές και στις μπότες κι έκανε τους τροχούς των αμαξιών να βυθίζονται στο τέλμα. Δυνατές βρισιές υψώθηκαν στον αέρα. Τους πήρε κάμποσο χρόνο μέχρι να στοιχίσουν σχεδόν έξι χιλιάδες μουσκεμένους άντρες, οι οποίοι όσο περνούσε η ώρα μούσκευαν όλο και πιο πολύ. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίσουμε τις άμαξες προμηθειών και τις επαναφορτίσεις.

Ο Ραντ φορούσε τα πιο εκλεκτά ρούχα του, έτσι ώστε να ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά. Μια μικρή ποσότητα Δύναμης ήταν αρκετή για να στιλβώσει την κεφαλή του Σκήπτρου του Δράκοντα, κάνοντάς τη να μοιάζει με καθρέφτη, ενώ άλλη μια ποσότητα είχε λουστράρει την Κορώνα από Ξίφη και το χρυσάφι έλαμπε. Η επιχρυσωμένη πόρπη με τον Δράκοντα που στερέωνε τη ζώνη του ξίφους του αντανακλούσε το φως, όπως ακριβώς έκανε και το κέντημα με τις χρυσές κλωστές που κάλυπτε το γαλάζιο μεταξένιο πανωφόρι του. Για μια στιγμή μετάνιωσε που είχε δώσει τα πετράδια που κάποτε στόλιζαν τη λαβή του ξίφους του και το θηκάρι. Η σκούρα προβιά από κάπρο ήταν χρήσιμη, αλλά αυτήν μπορούσε να τη φοράει οποιοσδήποτε οπλίτης. Καλύτερα να τους έδειχνε ποιος ήταν. Να μάθαιναν οι Σωντσάν ποιος ήταν αυτός που είχε έρθει να τους αφανίσει.

Αφήνοντας τον Ταϊ’ντάισαρ σε ένα πλατύ κι επίπεδο κομμάτι γης, ο Ραντ αφέθηκε να παρακολουθεί με ανυπομονησία τους ευγενείς να πηγαινοέρχονται στους λόφους. Λίγο πιο πέρα, ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ ήταν καθισμένοι πάνω στις σέλες τους, μπροστά από τους άντρες τους οι οποίοι είχαν παραταχθεί σε σχηματισμό κουτιού, με τους Αφοσιωμένους στην πρώτη σειρά και τους Στρατιώτες παραταγμένους πίσω. Έμοιαζαν έτοιμοι να παρελάσουν. Οι ψαρομάλληδες κι οι καραφλοί ήταν εξίσου πολλοί με τους νέους —μερικοί εκ των οποίων ήταν στην ηλικία του Χόπγουιλ και του Μορ— αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά ήταν αρκετά σθεναρός για να φτιάξει μια πύλη, ένα προσόν που έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτουν. Ο Φλιν με τον Ντασίβα περίμεναν πίσω από τον Ραντ, σε μια ανεπίσημη ομάδα, παρέα με τον Άντλεϋ, τον Μορ, τον Χόπγουιλ και τον Ναρίσμα. Υπήρχαν ακόμα και δύο ευθυτενείς έφιπποι λαβαροφόροι, ένας Δακρυνός κι ένας Καιρχινός, με τους θώρακες, τις περικεφαλαίες, ακόμα και τα ατσαλένια γάντια να αστράφτουν, γυαλισμένα και στιλβωμένα. Το πορφυρό Λάβαρο του Φωτός και το μακρόστενο λευκό Λάβαρο του Δράκοντα κρέμονταν άκαμπτα στάζοντας. Ο Ραντ είχε επικαλεστεί τη Δύναμη στο εσωτερικό της σκηνής του, όπου κανείς δεν μπορούσε να δει το στιγμιαίο του τρίκλισμα, και το ψιλοβρόχι παρά τρίχα δεν άγγιζε τον ίδιον ή το άλογο του.

Ένιωθε το μίασμα του σαϊντίν ιδιαίτερα βαρύ σήμερα, σαν παχύρρευστο βρωμερό λάδι που στάλαζε στους πόρους του και λέκιαζε τα κόκαλά του. Την ίδια του την ψυχή. Κατά κάποιον τρόπο, νόμιζε πως είχε συνηθίσει στη ρυπαρότητα, σήμερα ωστόσο η αίσθηση αυτή του έφερνε ναυτία, ήταν κατά πολύ ισχυρότερη από την παγερή φωτιά και τον λιωμένο πάγο του ίδιου του σαϊντίν. Έμενε Κρατημένος στην Πηγή όσο πιο συχνά μπορούσε, αποδεχόμενος τη σιχασιά για να αποφύγει την αναγούλα που θα ένιωθε αν πήγαινε να την αδράξει. Αν άφηνε τη ναυτία να του αποσπάσει την προσοχή από αυτήν ειδικά την προσπάθεια, μπορεί να αποδεικνυόταν θανατηφόρο. Ίσως να υπήρχε κάποιου είδους σύνδεση με τα ξόρκια της ζάλης. Μα το Φως, δεν έπρεπε να τρελαθεί, ούτε να πεθάνει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Είχε να κάνει πολλά ακόμα.

Πίεσε το αριστερό του πόδι στα πλευρά του Ταϊ’ντάισαρ, απλά και μόνο για να αισθανθεί τον μακρόστενο πάκο που ήταν δεμένος ανάμεσα στον πέτσινο αναβολέα και στο πορφυρό ύφασμα της σέλας. Κάθε φορά που το έκανε αυτό, κάτι στριφογύριζε στο εξωτερικό μέρος του Κενού. Προσδοκία, ίσως κι ένα ανάλαφρο άγγιγμα τρόμου. Το καλοεκπαιδευμένο ευνουχισμένο του ζώο έκανε να κινηθεί αριστερά, αλλά ο Ραντ το συγκράτησε. Πότε θα έμπαιναν σε μια σειρά αυτοί οι ευγενείς, επιτέλους; Έτριξε τα δόντια του από ανυπομονησία.

Θυμόταν πως, ως παιδί, άκουγε τους άντρες να γελούν όταν έλεγε πως η βροχή με τη λιακάδα μοιάζει σαν να δέρνει ο Σκοτεινός τη Σέμιραγκ. Κάποια από αυτά τα γέλια, πάντως, έκρυβαν μια ανησυχία, κι ο λιπόσαρκος γερο-Τσεν Μπούι γρύλιζε πως η Σέμιραγκ θα θύμωνε πολύ με αυτό, θα άρχιζε τις βρισιές και θα ερχόταν να πάρει τους πιτσιρίκους που δεν υπάκουαν στα λόγια των μεγαλυτέρων. Κι αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τον μικρό Ραντ να το βάλει στα πόδια. Ευχήθηκε να παρουσιαζόταν μπροστά του τώρα η Σέμιραγκ, αυτήν τη στιγμή, και θα της έδειχνε αυτός. Θα την έκανε να κλάψει.

Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη Σέμιραγκ να κλάψει, ακούστηκε η μουρμουριστή φωνή του Λουζ Θέριν. Η Σέμιραγκ κάνει τους άλλους να χύσουν δάκρυα, μα δεν περισσεύουν για τον εαυτό της.

Ο Ραντ γέλασε μαλακά. Αν ερχόταν σήμερα, θα την ανάγκαζε να κλάψει. Κι αυτήν και τους υπόλοιπους Αποδιωγμένους, αρκεί να έρχονταν σήμερα. Το πιο σίγουρο όμως ήταν πως θα έκανε τους Σωντσάν να κλάψουν.

Δεν ήταν όλοι ευχαριστημένοι με τις διαταγές που είχε δώσει. Το δουλοπρεπές χαμόγελο του Σούναμον εξαφανίστηκε μόλις κατάλαβε πως ο Ραντ δεν τον έβλεπε. Ο Τόρεαν είχε ένα φλασκί στο δισάκι του, κάποιο μπράντι σίγουρα, ίσως και κάμποσα φλασκιά, μια κι ενώ έπινε με σταθερούς ρυθμούς δεν ξέμενε ποτέ. Ο Σεμάραντριντ, ο Μάρκολιν κι ο Τίχερα έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στον Ραντ για να διαμαρτυρηθούν μουτρωμένοι για τον αριθμό των στρατιωτών. Λίγα χρόνια πριν, έξι χιλιάδες άντρες αποτελούσαν ικανοποιητικό αριθμό για τη διενέργεια πολέμου, αλλά είχαν δει στρατούς που μετριούνταν σε δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, όπως την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, και για να στραφείς ενάντια στους Σωντσάν χρειαζόσουν πολύ περισσότερους. Τους ξαπόστειλε, αφήνοντάς τους δυσαρεστημένους. Δεν καταλάβαιναν πως πενήντα τόσοι Άσα’μαν αποτελούσαν μια σφιχτή γροθιά, ένα γερό όπλο που ο καθένας θα ονειρευόταν. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι θα σκέφτονταν, αν τους έλεγε πως ήταν ο ίδιος ένα τέτοιο όπλο από μόνος του. Άλλωστε, είχε ήδη σκεφτεί να ενεργήσει μόνος. Ίσως και να παρουσιαζόταν η ανάγκη.

Έπειτα, κατέφθασε ο Γουίραμον. Δεν του άρεσε να λαμβάνει διαταγές από τον Μπασίρε, ούτε το ότι θα αναγκάζονταν να σκαρφαλώσουν σε βουνά —δύσκολο να κουβαλάς ένα υπολογίσιμο φορτίο στα βουνά— κι ήταν αντίθετος σε κάμποσα άλλα πράγματα— και σε ακόμα περισσότερα, σίγουρα— τα οποία ο Ραντ δεν του επέτρεψε καν να αναφέρει.

«Φαίνεται πως οι Σαλδαίοι πιστεύουν πως θα έπρεπε να βαδίσω στη δεξιά πτέρυγα», μουρμούρισε ο Γουίραμον υποτιμητικά. Ανασήκωσε τους ώμους του, λες κι η δεξιά πτέρυγα αποτελούσε, για κάποιον λόγο, μεγάλη προσβολή. «Κι όσον αφορά στο πεζικό, Άρχοντα Δράκοντα, νομίζω πως...»

«Εγώ νομίζω πως πρέπει να πεις στους άντρες σου να ετοιμαστούν», αποκρίθηκε ψυχρά ο Ραντ. Μέρος της ψυχρότητας προερχόταν από το γεγονός της αίσθησης ότι αιωρούνταν σε αυτό το συναισθηματικό κενό. «Αλλιώς, δεν σε βλέπω να βαδίζεις σε καμία πτέρυγα». Εννοούσε πως δεν το είχε σε τίποτα να τον αφήσει πίσω αν δεν προετοιμαζόταν εγκαίρως. Το σίγουρο ήταν πως ένα τέτοιος βλάκας δεν θα προξενούσε και τόσο μεγάλη φασαρία σε αυτό το ερημικό σημείο με τόσο λίγους οπλίτες. Ο Ραντ θα γύριζε πριν ο άντρας προλάβαινε να βαδίσει εναντίον οποιουδήποτε μέρους μεγαλύτερου από χωριό.

Το πρόσωπο του Γουίραμον χλώμιασε, λες και το αίμα αποστραγγίστηκε εντός του. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας», είπε βιαστικά, περιστρέφοντας το άλογό του προτού καν ξεστομίσει τις λέξεις. Αυτή τη φορά, επρόκειτο για ένα ψηλό καστανοκόκκινο ζώο.

Η ωχρή Αρχόντισσα Άιλιλ τράβηξε τα ηνία του αλόγου της για να σταματήσει μπροστά στον Ραντ, συνοδευόμενη από την Υψηλή Αρχόντισσα Αναγιέλα. Οι δυο τους σχημάτιζαν ένα παράξενο ζευγάρι, κι όχι μονάχα επειδή τα έθνη τους μισούνταν μεταξύ τους. Η Άιλιλ ήταν ψηλή για Καιρχινή, αν και μόνο για Καιρχινή, και τα πάντα επάνω της ακτινοβολούσαν μεγαλοπρέπεια κι ακρίβεια, από το ανασήκωμα των φρυδιών της μέχρι τη συστροφή του καρπού με το κόκκινο γάντι και τον τρόπο με τον οποίο η κάπα για τη βροχή με τον μαργαριταρένιο γιακά ήταν απλωμένη πάνω στα καπούλια της σταχτόγκριζης φοράδας της. Αντίθετα με τον Σεμάραντριντ ή τον Μάρκολιν, τον Γουίραμον ή τον Τίχερα, ούτε καν τρεμόπαιξε τα μάτια της μόλις είδε τις σταγόνες της βροχής να κυλούν γύρω του. Η Αναγιέλα, ωστόσο, βλεφάρισε, άφησε μια άναρθρη κραυγή και χαχάνισε νευρικά, καλύπτοντας το στόμα με την παλάμη της. Ήταν λυγερόκορμη κι αόριστα όμορφη, ενώ η κάπα για τη βροχή είχε ένα κολάρο από ρουμπίνια κι, επιπλέον, ήταν κεντητή με χρυσάφι, εκεί όμως τελείωνε η οποιαδήποτε ομοιότητα με την Άιλιλ. Η Αναγιέλα ήταν η προσωποποίηση της επιτηδευμένης κομψότητας και των προσποιητών χαμόγελων. Όποτε υποκλινόταν αυτή, το άσπρο ευνουχισμένο της άλογο λύγιζε τα μπροστινά του πόδια. Το κορδωτό ζώο ήταν πολύ επιδεικτικό, αλλά ο Ραντ υποπτευόταν πως δεν είχε σθένος, όπως ακριβώς κι η αφέντρα του.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Άιλιλ, «θα χρειαστεί να διαμαρτυρηθώ ακόμα μια φορά για ό,τι αφορά στον συνυπολογισμό μου σε αυτή την... αποστολή». Η φωνή της, αν όχι εχθρική, ήταν ψυχρή κι ουδέτερη. «Θα στείλω τους ακολούθους μου όπου κι όποτε επιθυμείς, αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να βρεθώ καταμεσής της μάχης».

«Όχι βέβαια», πρόσθεσε η Αναγιέλα, κι ένα διακριτικό ρίγος τη διαπέρασε. Ακόμα κι ο τόνος της φωνής της ήταν προσποιητός! «Άσχημο πράγμα αυτές οι μάχες. Έτσι λέει ο Αφέντης των Αλόγων. Σίγουρα δεν θα μας αναγκάσεις να συμμετάσχουμε, Άρχοντα Δράκοντα; Ακούσαμε πως νοιάζεσαι ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Έτσι δεν είναι, Άιλιλ;»

Ο Ραντ είχε μείνει άναυδος, τόσο που το Κενό κατέρρευσε και το σαϊντίν χάθηκε. Οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να σταλάζουν μέσα από τα μαλλιά του και να διαποτίζουν τον μανδύα του, αλλά προς στιγμήν, αδράχνοντας το μπροστάρι της σέλας του για να κρατηθεί όρθιος και παρατηρώντας τέσσερις γυναίκες αντί για δύο, ήταν πολύ σαστισμένος για να το προσέξει. Πόσα γνώριζαν, άραγε; Μήπως είχαν ακούσει κάτι; Πόσοι το ήξεραν; Πώς το έμαθαν; Μα το Φως, οι φήμες τον ήθελαν να έχει σκοτώσει τη Μοργκέις, την Ηλαίην, την Κολαβήρ, ίσως κι εκατό άλλες γυναίκες, την κάθε μια με χειρότερο τρόπο από την άλλη! Ξεροκατάπιε για να μην κάνει εμετό. Μόνο εν μέρει έφταιγε το σαϊντίν για αυτό. Που να καώ, πόσοι κατάσκοποι με παρακολουθούν τελικά; Η σκέψη είχε τη μορφή γρυλισμού.

Οι νεκροί παρακολουθούν, ακούστηκε η ψιθυριστή φωνή του Λουζ Θέριν. Οι νεκροί ποτέ δεν κλείνουν τα μάτια. Ο Ραντ αναρίγησε.

«Όντως, προσπαθώ να νοιάζομαι για τις γυναίκες», τους είπε μόλις κατάφερε να μιλήσει. Γρηγορότερα από άντρα και για πιο ασήμαντες αιτίες. «Γι’ αυτό, θέλω να σας έχω από κοντά τις επόμενες λίγες μέρες. Αλλά, αν απεχθάνεστε τόσο πολύ την ιδέα αυτή, θα μπορούσα να το αναθέσω σε κάποιον από τους Άσα’μαν. Θα είστε ασφαλείς στον Μαύρο Πύργο». Η Αναγιέλα τσίριξε χαριτωμένα, αλλά το πρόσωπό της έγινε γκριζωπό.

«Όχι, ευχαριστούμε», είπε η Άλιλ έπειτα από ένα λεπτό, παντελώς ήρεμη. «Θαρρώ πως είναι καλύτερα να συμβουλευτώ τον Αξιωματικό μου της Λόγχης σχετικά με το τι να αναμένω». Ωστόσο, πριν ακόμα η φοράδα της γυρίσει, την σταμάτησε στο μέσον της κίνησης και κοίταξε τον Ραντ με ένα λοξό βλέμμα. «Ο αδελφός μου, ο Τόραμ, είναι... αυθόρμητος, Άρχοντα Δράκοντα. Απερίσκεπτος μερικές φορές, κάτι που δεν συμβαίνει με μένα».

Η Αναγιέλα χαμογέλασε γλυκά προς το μέρος του Ραντ κι έκανε μια ελαφρώς περιστροφική κίνηση προτού ακολουθήσει, αλλά από τη στιγμή που απομακρύνθηκε, σπιρούνισε το άλογό της τσιγκλώντας το με το μαστίγιο με τη λαβή από κοσμήματα, προσπερνώντας γρήγορα την άλλη γυναίκα. Αυτό το λευκό μουνούχι έδειχνε αρκετό ζήλο στην ταχύτητα.

Στο τέλος ετοιμάστηκαν όλα, οι φάλαγγες σχηματίστηκαν κι άρχισαν να προχωρούν φιδογυριστά πάνω από τους χαμηλούς λόφους.

«Πάμε», είπε ο Ραντ στον Γκέντγουιν, ο οποίος έστρεψε το άτι του κι άρχισε να γαβγίζει διαταγές στους άντρες του. Οι οκτώ Αφοσιωμένοι κάλπασαν μπροστά και ξεπέζεψαν στο σημείο που είχαν απομνημονεύσει, αντικριστά στα βουνά. Ένας από δαύτους φάνταζε γνώριμος, ένας φαιόχρωμος τύπος που η χαρακτηριστική μυτερή γενειάδα των Δακρυνών έμοιαζε παράξενη πάνω στο ζαρωμένο επαρχιώτικο πρόσωπό του. Οκτώ κάθετες γραμμές ζωηρού γαλάζιου φωτός εμφανίστηκαν και μεταβλήθηκαν σε ανοίγματα που απεικόνιζαν ελαφρώς διαφορετικές όψεις μιας μακρόστενης κι αραιά δασωμένης ορεινής κοιλάδας, η οποία κατέληγε σε ένα απότομο πέρασμα. Ήταν η Αλτάρα. Τα Όρη Βενίρ.

Σκότωσέ τους, ικέτευε κλαίγοντας ο Λουζ Θέριν. Είναι πολύ επικίνδυνοι για να ζουν! Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ραντ κατέπνιξε τη φωνή του. Ο Λουζ Θέριν είχε πάντα την ίδια αντίδραση με άντρες που διαβίβαζαν ή που, εν πάση περιπτώσει, είχαν αυτήν τη δυνατότητα, κι ο Ραντ δεν αναρωτιόταν πια γιατί.

Ο Ραντ μουρμούρισε μια διαταγή κι ο Φλιν βλεφάρισε έκπληκτος πριν ενωθεί βιαστικά με τη φάλαγγα κι υφάνει μια ένατη πύλη. Καμιά τους δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο αυτές που έφτιαχνε ο Ραντ, αλλά απ’ όλες μπορούσε να περάσει μια άμαξα, μολονότι μετά βίας. Σκόπευε να το κάνει μόνος του, αλλά δεν ήθελε να αδράξει ξανά το σαϊντίν μπροστά στους άλλους. Πρόσεξε πως ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ τον παρακολουθούσαν, και στα πρόσωπά τους διαγράφονταν πανομοιότυπα πονηρά χαμόγελα. Ο Ντασίβα ήταν συνοφρυωμένος και τα χείλη του κινούνταν λες και μιλούσε στον εαυτό του. Ήταν η ιδέα του ή ο Ναρίσμα τον κοιτούσε στραβά; Όπως κι ο Άντλεϋ. Κι ο Μορ.

Ο Ραντ αναρίγησε πριν προλάβει να το ελέγξει. Η δυσπιστια απέναντι στον Γκέντγουιν και στον Ρόσεντ ήταν λογική, αλλά μήπως άρχιζε να τρέμει και τη σκιά του, όπως έλεγε κι η Νυνάβε; Μήπως τον συνέπαιρνε η παράνοια, μια έρπουσα σκοτεινή καχυποψία για τους πάντες και τα πάντα; Πάντα θα υπήρχε ένας Μπένλυ Κόπλιν που πίστευε ότι όλοι συνωμοτούσαν εναντίον του. Κόντευε να πεθάνει από την πείνα όταν ο Ραντ ήταν μικρό παιδί, αρνούμενος να φάει οτιδήποτε από φόβο δηλητηρίασης.

Γέρνοντας πάνω στον λαιμό του Ταϊ’ντάισαρ, ο Ραντ σπιρούνισε το ευνουχισμένο ζώο μέσα από τη μεγαλύτερη πύλη. Έτυχε να είναι αυτή που έφτιαξε ο Φλιν, αλλά δεν θα δυσκολευόταν να περάσει και μέσα από αυτήν του Γκέντγουιν. Ήταν ο πρώτος που πέρασε σε Αλταρανή γη.

Γρήγορα ακολούθησαν κι οι υπόλοιποι, με πρώτους-πρώτους τους Άσα’μαν. Ο Ντασίβα κοίταξε προς το μέρος του Ραντ, συνοφρυωμένος, όπως κι ο Ναρίσμα, αλλά ο Γκέντγουιν άρχισε να δίνει αμέσως διαταγές στους Στρατιώτες του. Ένας-ένας προχώρησαν μπροστά, άνοιξαν μια πύλη και μπήκαν μέσα, σέρνοντας πίσω τους τα υποζύγιά τους. Πιο πέρα στην κοιλάδα, ζωηρές λάμψεις φωτός μαρτυρούσαν πύλες που άνοιγαν κι έκλειναν. Οι Άσα’μαν μπορούσαν να Ταξιδέψουν σε μικρές αποστάσεις δίχως να χρειαστεί να απομνημονεύσουν την περιοχή που άφηναν, και κάλυπταν την απόσταση πολύ γρηγορότερα από τον απλό καλπασμό. Εν ολίγοις, μόνο ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ παρέμειναν πίσω, εκτός από τους Αφοσιωμένους που κρατούσαν τις πύλες. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν προς τα δυτικά, αναζητώντας τους Σωντσάν. Οι Σαλδαίοι είχαν περάσει από το Ίλιαν καλπάζοντας. Οι λεγεωνάριοι απλώθηκαν ανάμεσα στα δέντρα τροχάζοντας, με τις βαλλίστρες σε ετοιμότητα. Στην περιοχή αυτή μπορούσαν να κινηθούν εξίσου γρήγορα πεζοί όσο κι έφιπποι.

Με την εμφάνιση του υπόλοιπου στρατού, ο Ραντ κάλπασε ανηφορίζοντας την πεδιάδα, προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει οι Άσα’μαν. Βουνά ορθώνονταν πίσω του, ένα τείχος αντικριστά από την Άβυσσο, αλλά στα δυτικά οι κορυφές διέτρεχαν την απόσταση σχεδόν έως το Έμπου Νταρ. Επιτάχυνε το βήμα του ευνουχισμένου του ζώου σε τριποδισμό.

Ο Μπασίρε τον πρόλαβε πριν φτάσει στο πέρασμα. Το καστανοκόκκινο ζώο του άντρα ήταν μικρό —οι περισσότεροι Σαλδαίοι ίππευαν μικροσκοπικά άλογα— αλλά γοργό. «Φαίνεται πως εδώ δεν υπάρχει ίχνος Σωντσάν», είπε τεμπέλικα σχεδόν, χαϊδεύοντας τα μουστάκια του με τις αρθρώσεις των δακτύλων του. «Θα έπρεπε, όμως. Η Τενόμπια θα ήθελε να έχει το κεφάλι μου καρφωμένο στον πάσσαλο το συντομότερο, επειδή ακολούθησα έναν ζωντανό Αναγεννημένο Δράκοντα, πόσω μάλλον έναν νεκρό».

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Ίσως θα μπορούσε να αναθέσει στον Φλιν να προσέχει τα νώτα του και στον Ναρίσμα επίσης και... στο κάτω-κάτω, ο Φλιν τού είχε σώσει τη ζωή. Ο άνθρωπος θα πρέπει να ήταν ειλικρινής, αλλά με την πάροδο του χρόνου όλοι αλλάζουν. Κι ο Ναρίσμα; Έπειτα απ’ όλα αυτά...; Ένιωθε κάπως άχαρος με το ρίσκο που είχε πάρει. Όχι, δεν έτρεμε τον ίσκιο του. Ο Ναρίσμα είχε όντως αποδειχτεί ειλικρινής, αν και το ρίσκο εξακολουθούσε να παραμένει υψηλό. Ήταν παρανοϊκό να τρέχει να ξεφύγει από διάφορα βλέμματα για τα οποία δεν ήταν καν σίγουρος, να τρέχει να κρυφτεί χωρίς να ξέρει καν τι τον περιμένει. Ο Μπασίρε είχε δίκιο, αλλά ο Ραντ δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό περισσότερο.

Οι πλαγιές που οδηγούσαν ψηλά, στο πέρασμα, καλύπτονταν από γυμνή πέτρα κι από ογκόλιθους διαφόρων μεγεθών, αλλά ανάμεσα στη φυσική πέτρα κείτονταν φθαρμένα κομμάτια από κάτι που, κάποτε, θα πρέπει να ήταν ένα τεράστιο άγαλμα. Σε κάποια από αυτά αναγνώριζες πως επρόκειτο για δουλεμένη πέτρα, σε άλλα ακόμα περισσότερο. Ένα χέρι μεγάλο σαν το στήθος του, που είχε ένα δαχτυλίδι, άδραχνε τη λαβή ενός σπαθιού, το στέλεχος του οποίου ήταν σπασμένο κι η λάμα του πλατύτερη από το χέρι του. Ένα μεγάλο γυναικείο κεφάλι με ρυτίδες στο πρόσωπο και με μια κορώνα φτιαγμένη λες από τεντωμένες λεπίδες, μερικές εκ των οποίων ήταν ακέραιες ακόμα.

«Ποια πιστεύεις πως μπορεί να ήταν αυτή;» ρώτησε. Κάποια βασίλισσα, φυσικά. Μπορεί οι έμποροι κι οι λόγιοι να φορούσαν στέμματα σε κάποια μακρινή εποχή, αλλά μόνο σε ηγεμόνες και στρατηγούς άρμοζαν αγάλματα.

Ο Μπασίρε στριφογύρισε πάνω στη σέλα του για να περιεργαστεί το κεφάλι, πριν ανοίξει το στόμα του να μιλήσει. «Στοιχηματίζω πως πρόκειται για κάποια Βασίλισσα της Σιότα», είπε τελικά. «Όχι πολύ παλιά. Κάποτε, είδα ένα άγαλμα κατασκευασμένο στο Έχαρον κι ήταν τόσο φθαρμένο που δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ανήκε σε άντρα ή σε γυναίκα. Αν ήταν γυναίκα, θα πρέπει να επρόκειτο για κάποια κατακτήτρια, αλλιώς δεν θα την απεικόνιζαν με σπαθί στο χέρι. Απ’ ό,τι θυμάμαι, η Σιότα έστεφε τους ηγεμόνες που επέκτειναν τα σύνορά της. Μπορεί να το αποκαλούσαν Κορώνα από Ξίφη, ε; Μια Καφετιά αδελφή θα μπορούσε να σου πει κάτι παραπάνω».

«Δεν έχει και πολλή σημασία», είπε ο Ραντ κάπως εκνευρισμένος. Πράγματι, έμοιαζαν με ξίφη.

Ωστόσο, ο Μπασίρε συνέχισε να μιλάει, με τα γκριζωπά του φρύδια χαμηλωμένα και μια σοβαρή έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό του. «Φαντάζομαι πως θα την επευφημούσαν χιλιάδες λαού, θα την αποκαλούσαν ελπίδα της Σιότα, μπορεί και να το πίστευαν κιόλας. Στην εποχή της θα τη σέβονταν και θα τη φοβούνταν όσο και τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο αργότερα, αλλά τώρα πια ούτε οι Καφετιές αδελφές δεν θα θυμούνται το όνομά της. Όταν πεθαίνεις, ο κόσμος ξεχνάει ποιος ήσουν και τι έκανες ή τι προσπάθησες να κάνεις. Στο κάτω-κάτω, όλοι πεθαίνουν κι όλοι ξεχνιούνται, αλλά, που να πάρει, δεν υπάρχει λόγος να πεθάνεις πριν την ώρα σου».

«Δεν σκοπεύω», είπε κοφτά ο Ραντ. Ήξερε πού επρόκειτο να πεθάνει, ίσως και πότε. Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον.

Με την άκρη του ματιού του πρόσεξε κάποια κίνηση, εκεί όπου η γυμνή πέτρα παραχωρούσε τη θέση της στους θάμνους και στα λεπτοκαμωμένα δέντρα. Πενήντα πόδια μακρύτερα, ένας άντρας φάνηκε στο ξέφωτο και σήκωσε το τόξο του, τραβώντας απαλά τη χορδή με το βέλος μέχρι το μάγουλο του. Όλα φάνηκαν να συμβαίνουν ταυτόχρονα.

Γρυλίζοντας, ο Ραντ τράβηξε τα γκέμια του Ταϊ’ντάισαρ για να τον αναγκάσει να γυρίσει, παρακολουθώντας τον τοξότη που ακολούθησε την κίνησή του. Άδραξε το σαϊντίν, κι η γλυκιά ζωή μαζί με τη λέρα τον πλημμύρισε. Έστρεψε το κεφάλι του. Υπήρχαν δύο τοξότες. Αισθάνθηκε τη χολή στο λαρύγγι του καθώς άρχισε να παλεύει, ανεξέλεγκτα κύματα Δύναμης που προσπαθούσαν να τον καυτηριάσουν έως το κόκαλο και να του παγώσουν τη σάρκα. Του ήταν αδύνατον να τα ελέγξει. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μείνει ζωντανός. Προσπάθησε απεγνωσμένα να καθαρίσει την όρασή του, να δει όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα, έτσι ώστε να υφάνει τις ροές που με το ζόρι μπορούσε να σχηματίσει, με τη ναυτία να τον κατακλύζει εξίσου έντονα με τη Δύναμη. Νόμισε πως άκουσε τον Μπασίρε να ουρλιάζει. Οι δύο τοξότες ελευθέρωσαν τα βέλη τους.

Ο Ραντ κανονικά θα έπεφτε νεκρός. Από αυτήν την απόσταση, ακόμα κι ένα μικρό αγόρι θα έβρισκε στόχο. Ίσως τον έσωσε το γεγονός πως ήταν τα’βίρεν. Καθώς ο τοξότης ελευθέρωνε το βέλος, ένα κοπάδι ορτύκια με γκρίζα φτερά έπεσε σχεδόν στα πόδια του με διαπεραστικές κραυγές. Δεν ήταν αρκετά για να ανατρέψουν έναν έμπειρο άντρα, κι όντως ο άντρας απλώς τραβήχτηκε λίγο. Ο Ραντ ένιωσε τον αέρα από το βέλος που πέρασε πλάι από το μάγουλο του.

Μπάλες φωτιάς στο μέγεθος γροθιάς χτύπησαν ξαφνικά τον τοξότη κι εκείνος ούρλιαξε καθώς τίναξε ψηλά τα μπράτσα του, κρατώντας ακόμα το τόξο. Άλλη μια φωτεινή μπάλα τον χτύπησε στο αριστερό πόδι, κοντά στο γόνατο, κι έπεσε κραυγάζοντας.

Γέρνοντας πάνω στη σέλα του, ο Ραντ έκανε εμετό. Το στομάχι του προσπάθησε να αδειάσει όσα γεύματα είχε φάει. Το Κενό και το σαϊντίν τον άφησαν με μια αηδιαστική αίσθηση διαστροφής. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο για να μην πέσει.

Μόλις στήθηκε ξανά στα πόδια του, πήρε το άσπρο λινό μαντίλι που του πρόσφερε σιωπηλά ο Μπασίρε και σκούπισε το στόμα του. Ο Σαλδαίος τον κοιτούσε συνοφρυωμένος και γεμάτος ενδιαφέρον, όπως έπρεπε άλλωστε. Το στομάχι του Ραντ έψαχνε να βρει και τα τελευταία υπολείμματα για να ξεράσει. Είχε την εντύπωση πως είχε χλωμιάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το να χάνεις το σαϊντίν με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να σε σκοτώσει. Ωστόσο, διαισθανόταν ακόμα την Πηγή. Αν μη τι άλλο, το σαϊντίν δεν τον είχε εξαντλήσει. Έβλεπε καθαρά πια. Υπήρχε μόνο ένας Ντάβραμ Μπασίρε. Κάθε φορά όμως που άδραχνε το σαϊντίν, έμοιαζε όλο και πιο άρρωστος.

«Για να δούμε αν απέμεινε τίποτα από αυτόν τον τύπο για να του μιλήσουμε», είπε στον Μπασίρε. Όμως, δεν είχαν απομείνει και πολλά πράγματα.

Ο Ρόσεντ είχε σπεύσει αμέσως, εξετάζοντας ήρεμα το ξεσκισμένο πτώμα και τον καταματωμένο μανδύα του άντρα. Εκτός από το κομμένο χέρι και πόδι, ο νεκρός άντρας είχε μια μαυρισμένη τρύπα, μεγάλη σαν το κεφάλι του, που του διαπερνούσε το στήθος. Ήταν ο Ήγκαν Πάντρος· τα απλανή μάτια του κοιτούσαν με έκπληξη τον ουρανό. Ο Γκέντγουιν αγνόησε το πτώμα στα πόδια του και, με βλέμμα παγερό σαν του Ρόσεντ, προτίμησε να κοιτάει εξεταστικά τον Ραντ. Κι οι δύο άντρες κατείχαν το σαϊντίν. Περιέργως, ο Λουζ Θέριν μονάχα γόγγυζε.

Ακούστηκε η κλαγγή από οπλές που χτυπούν πάνω σε πέτρα, κι ο Φλιν με τον Ναρίσμα φάνηκαν να καλπάζουν την ανηφοριά, ακολουθούμενοι από εκατό σχεδόν Σαλδαίους. Καθώς πλησίαζαν, ο Ραντ διαισθάνθηκε τη Δύναμη να κατακλύζει τον ηλικιωμένο και τον νεότερο άντρα, τόση όση μπορούσαν να κουμαντάρουν οι δυο τους. Είχαν κάνει μεγάλη πρόοδο από την εποχή των Πηγαδιών του Ντουμάι. Ήταν συνηθισμένο μεταξύ των αντρών. Οι γυναίκες προόδευαν με σταθερούς αλλά αργούς ρυθμούς, όμως οι άντρες έκαναν άλματα. Ο Φλιν ήταν ισχυρότερος από τον Γκέντγουιν ή τον Ρόσεντ, κι ο Ναρίσμα δεν υπολειπόταν και τόσο. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Κανείς δεν ήξερε που θα κατέληγε αυτό. Ωστόσο, κανείς εκ των δύο δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον Ραντ. Όχι ακόμα, δηλαδή. Άγνωστο, όμως, τι θα γινόταν στο μέλλον. Πάντως, δεν επρόκειτο να φτάσει στο σημείο να φοβάται τον ίσκιο του.

«Φαίνεται πως καλώς αποφασίσαμε να σε ακολουθήσουμε, Άρχοντα Δράκοντα». Η φωνή του Γκέντγουιν ήταν γεμάτη ενδιαφέρον, ελαφρά ντροπαλή αλλά και χλευαστική. «Μήπως σε βασανίζει κάποια στομαχική αδιαθεσία σήμερα;»

Ο Ραντ απλώς κούνησε το κεφάλι του. Αδυνατούσε να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπο του Πάντρος. Γιατί; Επειδή κατέκτησε το Ίλιαν; Επειδή ο άντρας στάθηκε πιστός στον «Άρχοντα Μπρεντ»;

Με ένα δυνατό επιφώνημα, ο Ρόσεντ τράβηξε ένα πουγκί από δέρμα σαμουά από την τσέπη του πανωφοριού του Πέντρος και το γύρισε κάθετα προς το έδαφος. Λαμπερά, χρυσά νομίσματα σκορπίστηκαν στο πέτρινο έδαφος, αναπηδώντας και κουδουνίζοντας. «Τριάντα κορώνες», γρύλισε. «Κορώνες της Ταρ Βάλον. Δεν αμφιβάλλω ποιος τον πλήρωσε». Άρπαξε ένα νόμισμα και το πέταξε προς το μέρος του Ραντ, αλλά αυτός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το πιάσει, κι έτσι το νόμισμα αναπήδησε στο μπράτσο του.

«Υπάρχει αφθονία από νομίσματα της Ταρ Βάλον», είπε ήρεμα ο Μπασίρε. «Οι μισοί άντρες σ’ αυτήν την κοιλάδα, εμού συμπεριλαμβανομένου, έχουν μερικά στις τσέπες τους». Ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ στριφογύρισαν και τον κοίταξαν. Ο Μπασίρε χαμογέλασε πίσω από τα παχιά του μουστάκια ή τουλάχιστον έδειξε τα δόντια του, αλλά κάποιοι από τους Σαλδαίους αναδεύτηκαν ανήσυχα πάνω στις σέλες τους, ψηλαφίζοντας τα πουγκιά που είχαν δεμένα στις ζώνες τους.

Ψηλά, στο σημείο που το μονοπάτι γινόταν για λίγο επίπεδο ανάμεσα στις απότομες πλαγιές του βουνού, μια σχισμή φωτός περιστράφηκε κι έγινε πύλη, κι ένας Σιναρανός με λοφίο κι απέριττο μαύρο πανωφόρι πέρασε από μέσα σέρνοντας το άλογό του. Φαίνεται πως είχε εμφανιστεί ο πρώτος Σωντσάν και μάλιστα όχι πολύ μακριά, κρίνοντας από το γεγονός πως ο άντρας είχε γυρίσει τόσο γρήγορα.

«Ώρα να φεύγουμε», είπε ο Ραντ στον Μπασίρε. Ο άντρας συγκατένευσε χωρίς να σαλέψει. Αντί γι’ αυτό, περιεργάστηκε τους δύο Άσα’μαν που στέκονταν δίπλα στον Πάντρος. Εκείνοι τον αγνόησαν.

«Τι θα κάνουμε μ’ αυτόν;» ρώτησε απαιτητικά ο Γκέντγουιν, δείχνοντας προς το πτώμα. «Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να τον στείλουμε πίσω, στις μάγισσες».

«Άφησέ τον», αποκρίθηκε ο Ραντ.

Είσαι έτοιμος να σκοτώσεις τώρα; ρώτησε ο Λουζ Θέριν. Η φωνή του κάθε άλλο παρά φωνή παράφρονα ήταν.

Όχι ακόμα, σκέφτηκε ο Ραντ. Σύντομα.

Σπιρουνίζοντας τα πλευρά του Ταϊ’ντάισαρ, κάλπασε προς τη μεριά του στρατού του. Ο Ντασίβα με τον Φλιν τον ακολούθησαν από κοντά, όπως επίσης κι ο Μπασίρε με τους εκατό Σαλδαίους. Κοιτούσαν τριγύρω, σαν να περίμεναν ακόμα μία ενέδρα που θα απειλούσε τη ζωή του. Ανατολικά, τα μαύρα σύννεφα μαζεύονταν γύρω από τις κορυφές, προμηνώντας άλλη μία καταιγίδα κέμαρος. Σύντομα.


Ο καταυλισμός στην κορυφή του λόφου ήταν σχεδιασμένος με μεγάλη λεπτομέρεια, με ένα φιδογυριστό ποταμάκι εκεί κοντά για τη παροχή νερού και καλή ορατότητα προς τους πιο ομαλούς δρόμους του μεγάλου ορεινού λειμώνα. Ο Ασίντ Μπάκουν δεν ένιωθε και τόσο περήφανος σε αυτό το στρατόπεδο. Στη διάρκεια των τριάντα χρόνων υπηρεσίας του στον Στρατό της Παντοτινής Νίκης είχε φτιάξει εκατοντάδες καταυλισμούς, και γι’ αυτόν ήταν το ίδιο σαν να ένιωθε περήφανος επειδή περπάτησε μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς να πέσει κάτω. Ούτε ένιωθε καμιά περηφάνια επειδή ακριβώς βρισκόταν εκεί. Υπηρετούσε εδώ και τριάντα χρόνια την Αυτοκράτειρα, είθε να ζούσε για πάντα, και παρά το ότι κάποια στιγμή εκδηλώθηκε μια περιστασιακή εξέγερση εκ μέρους ενός τρελού τυχάρπαστου που εποφθαλμιούσε τον Κρυστάλλινο Θρόνο, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου το πέρασε προετοιμαζόμενος γι’ αυτό το γεγονός. Επί δύο γενεές κι ενώ ήδη κατασκευάζονταν τα μεγάλα πλοία για τον Γυρισμό, ο Στρατός της Παντοτινής Νίκης εκπαιδευόταν κι ετοιμαζόταν. Ο Μπάκουν σίγουρα ένιωσε περήφανος όταν έμαθε πως θα ήταν ανάμεσα στους Προδρόμους. Σίγουρα έκανε όνειρα να ανακτήσει τις περιοχές που είχαν κλαπεί από τους νόμιμους κληρονόμους του Άρτουρ του Γερακόφτερου, ίσως και να ονειρευόταν να ολοκληρώσει αυτήν την καινούργια Συνένωση πριν από την έλευση του Κορίν. Δεν επρόκειτο για όνειρο, όπως αποδείχτηκε, αν και με τρόπο που δεν μπορούσε να φανταστεί.

Μια περιπολία πενήντα Ταραμπονέζων λογχοφόρων επέστρεφε ανηφορίζοντας τη λοφοπλαγιά, με τις κόκκινες και πράσινες ρίγες ζωγραφισμένες πάνω στους συμπαγείς θώρακες και με μεταλλικά βέλα να κρύβουν τα πυκνά τους μουστάκια. Προχωρούσαν πειθαρχημένα και πολεμούσαν πολύ καλά όταν τους διοικούσαν αξιόλογοι αρχηγοί. Περίπου δεκαπλάσιοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις πυρές των φαγητών ή στους πασσάλους που είχαν δέσει τα ζώα τους, ενώ τρεις ομάδες περιπολούσαν ακόμα. Ο Μπάκουν δεν περίμενε ποτέ να βρεθεί με το περισσότερο από το μισό του στράτευμα να στελεχώνεται από απογόνους ληστών. Και, μάλιστα, χωρίς να ντρέπονται διόλου. Δεν είχαν πρόβλημα να σε κοιτάξουν κατάματα. Ο διοικητής της περιπόλου έκανε μια χαμηλή υπόκλιση προς το μέρος του καθώς περνούσαν τα άλογα με τα λασπωμένα πόδια, αλλά οι περισσότεροι από τους άλλους συνέχισαν να μιλούν αναμεταξύ τους με τις παράξενες προφορές τους, κι η ομιλία τους ήταν πολύ γρήγορη για να τη καταλάβει ο Μπάκουν χωρίς να χρειαστεί να στήσει αυτί. Η αντίληψη τους για την πειθαρχία ήταν εξίσου περίεργη.

Κουνώντας το κεφάλι του, ο Μπάκουν προχώρησε προς τη μεγάλη σκηνή των σουλ’ντάμ. Εξ ανάγκης, ήταν μεγαλύτερη από τη δική του. Τέσσερις από αυτές κάθονταν έξω, πάνω σε σκαμνιά, φορώντας τις σκούρες μπλε φορεσιές τους με τη διχαλωτή αστραπή στη φούστα, απολαμβάνοντας τον ήλιο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος που η θύελλα είχε κοπάσει. Αυτά τα διαλείμματα, ωστόσο, ήταν σπάνια πια. Η ντυμένη στα γκρίζα νταμέην καθόταν στα πόδια τους, με τη Νέριθ να φτιάχνει τα ωχρά της μαλλιά σε πλεξούδες. Οι υπόλοιπες της μιλούσαν και χασκογελούσαν. Το βραχιόλι στην άκρη του ασημένιου α’ντάμ κειτόταν στο έδαφος. Ο Μπάκουν γρύλισε ξινά. Πίσω, στην πατρίδα του, είχε ένα αγαπημένο λυκόσκυλο και, μάλιστα, μερικές φορές τού μιλούσε κιόλας, αλλά δεν περίμενε ποτέ να ανοίξει συζήτηση με τον Νιπ!

«Είναι καλά;» ρώτησε τη Νέριθ για πολλοστή φορά. «Όλα καλά μ’ αυτήν;» Η νταμέην χαμήλωσε τη ματιά της και σιώπησε.

«Αρκετά καλά, Αξιωματικέ Μπάκουν». Η Νέριθ, μια γυναίκα με τετραγωνισμένο πρόσωπο, του μίλησε με τον σεβασμό που του άρμοζε, χωρίς να το παρακάνει. Χάιδευε απαλά το κεφάλι της νταμέην ενόσω μιλούσε. «Η αδιαθεσία της δεν υπάρχει πια. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, δηλαδή. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». Η νταμέην έτρεμε.

Ο Μπάκουν γρύλισε ξανά. Δεν απείχε και πολύ από την απάντηση που είχε πάρει προηγουμένως. Ωστόσο, κάτι δεν πήγαινε καλά στο Έμπου Νταρ, κι όχι μόνο όσον αφορά σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη νταμέην. Οι σουλ’ντάμ είχαν σφραγίσει τα στόματά τους σαν στρείδια —κι η Γενιά δεν επρόκειτο να πει τίποτα, ούτε καν σε άτομα σαν κι αυτόν!— αλλά είχε ακούσει κάμποσους ψιθύρους τελευταία. Έλεγαν πως οι νταμέην ήταν όλες άρρωστες ή ότι είχαν παραφρονήσει. Μα το Φως, δεν είχε δει ούτε μία τους να χρησιμοποιείται γύρω από το Έμπου Νταρ από τη στιγμή που η πόλη διασφαλίστηκε, ούτε καν για μια νικηφόρα επίδειξη με Ουράνια Φώτα, πράγμα ανήκουστο!

«Ε, ελπίζω πως...», άρχισε να λέει, αλλά έκοψε την πρότασή του στη μέση, καθώς ένα ράκεν φάνηκε να εφορμά από το ανατολικό πέρασμα. Τα μεγάλα δερμάτινα φτερά του χτυπούσαν τον αέρα δυνατά, καθώς πάσχιζε να κερδίσει ύψος, και μόλις έφτασε ακριβώς πάνω από τον λόφο λοξοδρόμησε κι έκανε κύκλο, με την άκρη της μιας του φτερούγας να σημαδεύει το έδαφος. Ένα λεπτό κόκκινο σημαιάκι έπεσε κάτω από το βάρος μιας μολυβένιας μπάλας.

Ο Μπάκουν ξεροκατάπιε και κατέπνιξε μια βρισιά. Οι ιπτάμενες ήταν ανέκαθεν επιδεικτικές, αλλά αν κάποιος από τους άντρες της ομάδας ανίχνευσης πάθαινε κάτι τη στιγμή που παρέδιδε την αναφορά του εξαιτίας τους, θα τις έγδερνε ζωντανές, ανεξάρτητα από το ποιον θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει μέχρι να τις βάλει στο χέρι. Φυσικά, δεν ήθελε με τίποτα να πολεμήσει δίχως ιπτάμενους ανιχνευτές, αλλά τούτες εδώ παραήταν χαϊδεμένες, σαν αγαπημένα σκυλάκια της Γενιάς.

Το σημαιάκι έπεσε σαν βαρίδι. Το μολυβένιο βάρος χτύπησε στο έδαφος κι αναπήδησε στον λόφο, φτάνοντας σχεδόν δίπλα στον ψηλό και λεπτό ταχυδρομικό στύλο, ο οποίος ήταν πολύ μακρύς για να χαμηλώσει παρεκτός κι αν έπρεπε να σταλεί κάποιο μήνυμα. Επιπλέον, αν τον άφηναν κάτω, όλο και κάποιος θα σκόνταφτε επάνω του με το άλογο του, σπάζοντας τις συνδέσεις.

Ο Μπάκουν πήγε κατ’ ευθείαν στη σκηνή του, αλλά εκεί ο Πρώτος Αξιωματικός τον περίμενε ήδη κρατώντας το λεκιασμένο σημαιάκι και τον κύλινδρο με το μήνυμα. Ο Τίρας ήταν ένας οστεώδης άντρας, ένα κεφάλι ψηλότερος του, με ένα θλιβερό απολειφάδι γενειάδας κολλημένο στην άκρη του πηγουνιού του.

Η τυλιγμένη αναφορά μέσα στον λεπτό μεταλλικό κύλινδρο, σε ένα σχεδόν διάφανο κομμάτι χαρτί, ήταν γραμμένη με απλό τρόπο. Ποτέ του δεν αναγκάστηκε να καβαλικέψει ένα ράκεν ή ένα το’ράκεν —δόξα στο Φως και στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζούσε στην αιωνιότητα!— αλλά αμφέβαλλε για το αν ήταν εύκολο να χειριστείς μια πένα πάνω σε μια σέλα δεμένη στη ράχη ενός φτερωτού ιπτάμενου ερπετού. Αυτά που ανέφερε το μήνυμα τον έκανε να ανοίξει το μικρό ειδικό για τους καταυλισμούς γραφειάκι και να γράψει βιαστικά.

«Ούτε δέκα μίλια ανατολικά από δω, υπάρχει συγκεντρωμένη μια δύναμη που υπερβαίνει τη δική μας κατά πέντε ή έξι φορές», είπε στον Τίρας. Μπορεί οι ιπτάμενες να υπερέβαλλαν μερικές φορές, αλλά όχι και τόσο συχνά. Πώς ήταν δυνατόν ένας τόσο μεγάλος όγκος στρατού να είχε περάσει αυτά τα βουνά χωρίς να τον εντοπίσουν εκ των προτέρων; Είχε δει την ανατολική ακτή κι ήξερε ότι, αν επιχειρούσε μια απόβαση εκεί κάτω, θα ήταν εκ προοιμίου νεκρός. Που να καίγονταν τα μάτια του, οι ιπτάμενες διατράνωναν πως μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα και ψύλλο. «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε μήπως αντιλήφθηκαν την παρουσία μας, αλλά δεν θα έλεγα όχι σε λίγες ενισχύσεις».

Ο Τίρας γέλασε. «Άμα αναλάβουν οι νταμέην, θα τους αποτελειώσουμε, ακόμη κι αν μας ξεπερνούν είκοσι φορές». Το μόνο μειονέκτημα αυτού του ανθρώπου ήταν μια χροιά υπεραισιοδοξίας. Ωστόσο, ήταν καλός στρατιώτης.

«Κι αν έχουν μερικές... Άες Σεντάι;» ρώτησε σιγανά ο Μπάκουν, προφέροντας με δυσκολία το όνομα καθώς έχωνε την αναφορά της ιπτάμενης μέσα στον κύλινδρο μαζί με το σύντομο μήνυμά του. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευε πως θα άφηνε κανείς αυτές τις... γυναίκες να κάνουν ό,τι ήθελαν.

Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Τίρας φανέρωσαν πως ο άντρας θυμήθηκε τις σχετικές ιστορίες που αφορούσαν σε κάποιο όπλο των Άες Σεντάι. Το κόκκινο σημαιάκι ανέμισε πίσω του καθώς άρχισε να τρέχει κρατώντας τον κύλινδρο με τα μηνύματα.

Λίγο μετά, τόσο το σημαιάκι όσο κι ο κύλινδρος προσδέθηκαν στην άκρη του στύλου των μηνυμάτων, ενώ μια ελαφριά αύρα ανάδευε τη μεγάλη κόκκινη ταινία δεκαπέντε πόδια πάνω από την κορυφή του λόφου. Το ράκεν υψώθηκε προς το μέρος του, κατά μήκος της πεδιάδας, με τα ξεδιπλωμένα φτερά του ακίνητα σαν τον θάνατο. Ξαφνικά, μία από τις ιπτάμενες στριφογύρισε πάνω στη σέλα και κρεμάστηκε —ανάποδα!— κάτω από τα τεντωμένα γαμψώνυχα του ράκεν. Ο Μπάκουν αισθάνθηκε το στομάχι του να σφίγγεται. Το χέρι της όμως έκλεισε πάνω στο σημαιάκι, ο στύλος κάμφθηκε και μετά ταλαντεύτηκε καθώς ο κύλινδρος με το μήνυμα ελευθερώθηκε από την πόρπη, ενώ η γυναίκα σκαρφάλωνε στην κανονική της θέση και το πλάσμα ανυψωνόταν διαγράφοντας αργούς κύκλους.

Ευτυχώς, ο Μπάκουν έπαψε να σκέφτεται τα ράκεν και τις ιπτάμενες καθώς επιθεωρούσε την κοιλάδα. Πλατιά και μακρόστενη, σχεδόν επίπεδη αν εξαιρέσουμε αυτόν τον λόφο, περικυκλωμένη από απότομες, δασωμένες πλαγιές. Μόνο μια κατσίκα μπορούσε να περάσει, εκτός από τα περάσματα που ήταν ορατά στον ίδιο. Με τη βοήθεια των νταμέην είχε τη δυνατότητα να κάνει κομμάτια όποιον επιχειρούσε να επιτεθεί από αυτούς τους λασπωμένους λειμώνες. Πάντως, είχε περάσει το μήνυμα. Σε περίπτωση που ο εχθρός έκανε γιουρούσι, θα έφτανε στις θέσεις τους τουλάχιστον τρεις μέρες πριν καταφθάσουν οι όποιες ενισχύσεις. Πώς ήταν δυνατόν να έφθασαν έως εδώ χωρίς να τους προσέξει κανείς;

Είχε χάσει τις τελευταίες μάχες της Συνένωσης για διακόσια χρόνια, αλλά κάποιες από αυτές τις εξεγέρσεις δεν ήταν μικρής εμβέλειας. Δύο χρόνια μάχης στο Μαρένταλαρ, τριάντα χιλιάδες νεκροί και πενήντα φορές τόσοι που στάλθηκαν στην ενδοχώρα ως ιδιοκτησία. Η παρατήρηση του παράξενου κρατάει έναν στρατιώτη ζωντανό. Διέταξε τη διάλυση του καταυλισμού, δίνοντας εντολές να μη μείνει πίσω κανένα ίχνος τους, κι έπειτα μετακίνησε το αρχηγείο του στις δασωμένες πλαγιές. Μαύρα σύννεφα συνάζονταν στην ανατολή, ένδειξη ότι σύντομα θα ξεσπούσε άλλη μια από εκείνες τις καταραμένες θύελλες.

Загрузка...