Ένα μίλι δυτικά της ράχης απλώνονταν οι καταυλισμοί: άντρες, άλογα κι αναμμένες πυρές, ανεμόδαρτα λάβαρα και κάμποσες σκόρπιες σκηνές, σημαδεμένες ανά εθνικότητα κι ανά Οίκο, ο κάθε καταυλισμός μία λίμνη αφρισμένης λάσπης, που χωριζόταν από τους υπόλοιπους από εκτάσεις αγκαθωτών θαμνότοπων. Πεζοί κι έφιπποι άντρες παρακολουθούσαν τα λάβαρα του Ραντ να περνούν ανεμίζοντας, κι έριχναν ματιές στους άλλους καταυλισμούς για να δουν τις αντιδράσεις. Όταν ήταν παρόντες οι Αελίτες, οι άντρες αυτοί είχαν συγκεντρωθεί σε έναν και μοναδικό καταυλισμό, καθοδηγούμενοι από ένα από τα ελάχιστα πράγματα που είχαν κοινά. Δεν ήταν Αελίτες και τους φοβούνταν, ασχέτως του αν το αρνούνταν. Ο κόσμος θα χανόταν, εκτός κι αν ο Ραντ πετύχαινε τον σκοπό του, δεν είχε όμως την παραμικρή ψευδαίσθηση πως αυτοί οι άντρες τού ήταν πιστοί ή πως πίστευαν ότι η μοίρα του κόσμου δεν θα διαμορφωνόταν έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τους δικούς τους σκοπούς, τη λαχτάρα τους για χρυσάφι, δόξα κι εξουσία. Ίσως μια χούφτα από δαύτους να σκέφτονταν διαφορετικά, αλλά η συντριπτική πλειονότητα τον ακολουθούσε γιατί τον φοβόταν πολύ περισσότερο από τους Αελίτες. Ίσως και περισσότερο από τον ίδιο τον Σκοτεινό, στον οποίο μερικοί κατά βάθος δεν πίστευαν, παρ’ όλο που εκείνος δεν μπορούσε να κάνει περισσότερη ζημιά στον κόσμο από αυτήν που ήδη είχε κάνει. Ο Ραντ στεκόταν απέναντί τους, κατά πρόσωπο, κι αυτοί τον πίστευαν, ενώ ο ίδιος το αποδεχόταν. Είχε μπροστά του κάμποσες μάχες για να σπαταλήσει δυνάμεις σε μία που ήταν αδύνατον να κερδίσει. Όσο τον ακολουθούσαν και τον υπάκουαν, του ήταν αρκετό.
Ο μεγαλύτερος καταυλισμός ήταν ο δικός του. Εδώ, Ιλιανοί Σύντροφοι με πράσινους επενδύτες που είχαν κίτρινες μανσέτες στέκονταν ώμο με ώμο με τους Δακρυνούς Υπερασπιστές της Πέτρας με τα πανωφόρια με τα φαρδιά μανίκια και τις χρυσόμαυρες ρίγες, καθώς και με έναν ίσο αριθμό Καιρχινών, με σκούρα χρώματα, παρμένων από σαράντα τόσους Οίκους, μερικοί εκ των οποίων φορούσαν ένα άκαμπτο κον πάνω από το κεφάλι τους. Μαγείρευαν σε διαφορετικές πυρές, κοιμούνταν ξεχωριστά, έδεναν τα άλογά τους σε διαφορετικούς πασσάλους κι έριχναν οι μεν στους δε ματιές γεμάτες καχυποψία, μα κατά τ’ άλλα είχαν γίνει ένα κουβάρι. Ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλεια του Αναγεννημένου Δράκοντα κι είχαν πάρει τη δουλειά τους στα σοβαρά. Οποιοσδήποτε από δαύτους θα μπορούσε κάλλιστα να τον προδώσει, όχι όμως όσο τον παρακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Παλιά μίση και νέες αντιπάθειες συχνά έφερναν την προδοσία οποιουδήποτε σχεδίου, πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσει ο ίδιος ο προδότης.
Ένας ατσάλινος δακτύλιος περιτριγύριζε τη σκηνή του Ραντ, ένα τεράστιο μυτερό οικοδόμημα από πράσινο μετάξι με χρυσοκέντητες μέλισσες. Ανήκε στον προκάτοχό του, τον Μάτιν Στεπάνεος, και κατά κάποιον τρόπο το είχε πάρει στην κατοχή του μαζί με την κορώνα. Σύντροφοι με στιλπνές κωνικές περικεφαλαίες έστεκαν δίπλα-δίπλα με τους Υπερασπιστές που φορούσαν αυλακωτές περικεφαλαίες με γείσο, ενώ οι Καιρχινοί με τα σαν καμπάνες κράνη είχαν γυμνώσει τις προσωπίδες που έκρυβαν τα χαρακτηριστικά τους και κρατούσαν τις αλαβάρδες ελαφρώς γερτές, όπως κι έπρεπε. Κανείς δεν κουνήθηκε ρούπι όταν ο Ραντ τράβηξε το χαλινάρι, ενώ ένα τσούρμο υπηρέτες ήρθε τρέχοντας προς το μέρος του για να ξαλαφρώσει τον ίδιο και τους Άσα’μαν. Μια κοκαλιάρα γυναίκα με το κιτρινοπράσινο γιλέκο του ιπποκόμου του Βασιλικού Παλατιού του Ίλιαν πήρε τα γκέμια από τα χέρια του, ενώ ένας άντρας με υπερτροφική μύτη, ντυμένος με τη χρυσόμαυρη λιβρέα της Πέρας του Δακρύου, κρατούσε τον αναβολέα. Κάτω από τις φράντζες τους, έριχναν κοφτά βλέμματα ο ένας στον άλλον. Η Μπόριαν Καρίβιν, μια παχουλή και χλωμή κοντή γυναίκα με σκούρο φόρεμα, του πρόσφερε αυτάρεσκα έναν ασημένιο δίσκο με υγρά υφάσματα από τα οποία αναδύονταν ατμοί. Ήταν Καιρχινή και κοιτούσε παρατηρητικά τους άλλους δύο, περισσότερο για να βεβαιωθεί πως έκαναν καλά τη δουλειά τους παρά με την εχθροπάθεια που είχαν ο ένας για τον άλλον και την οποία δεν έμπαιναν στον κόπο να κρύψουν. Την ήλεγχαν, ωστόσο. Ό,τι ίσχυε για τους στρατιώτες, ίσχυε και για τους υπηρέτες.
Βγάζοντας τα μεταλλικά γάντια του, ο Ραντ απομάκρυνε με ένα νεύμα τον δίσκο που του πρόσφερε η Μπόριαν. Ο Ντάμερ Φλιν σηκώθηκε από τον διακοσμημένο σκαλιστό πάγκο μπροστά στη σκηνή καθώς ο Ραντ ξεπέζευε. Φαλακρός, πλην μίας ακανόνιστης λευκής φράντζας, ο Φλιν έμοιαζε πιότερο με παππού παρά με Άσα’μαν. Ένας σκληρόπετσος και πεισματάρης παππούς, που είχε ταξιδέψει πέρα από το αγρόκτημά του. Το ξίφος που είχε στα γόνατά του έμοιαζε να ανήκει —και μάλλον έτσι ήταν— σε κάποιον άλλο στρατιώτη της Φρουράς της Βασίλισσας. Ο Ραντ έτρεφε περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ αυτόν παρά σε άλλους. Στο κάτω-κάτω, ο Φλιν τού είχε σώσει τη ζωή.
Ο Φλιν τον χαιρέτησε φέρνοντας τη γροθιά του στο στήθος, κι όταν ο Ραντ ανταποκρίθηκε με ένα νεύμα, τον πλησίασε κουτσαίνοντας και περίμενε μέχρι να απομακρυνθούν οι ιπποκόμοι με τα άλογα προτού μιλήσει χαμηλόφωνα. «Είναι εδώ ο Τόρβαλ. Απ’ ό,τι λέει, τον έστειλε ο Μ’χαήλ. Προτίμησε να περιμένει στη σκηνή του συμβουλίου. Είπα στον Ναρίσμα να τον προσέχει». Αυτήν τη διαταγή την είχε δώσει ο Ραντ, αν και δεν ήταν σίγουρος για ποιον λόγο. Κανείς προερχόμενος από τον Μαύρο Πύργο δεν έπρεπε να μένει μόνος. Ο Φλιν ψηλάφισε διστακτικά τον Δράκοντα στο μαύρο του πέτο. «Δεν έδειξε και πολύ ευχαριστημένος όταν άκουσε πως μας ξεσήκωσες όλους».
«Μπα;» είπε ο Ραντ μαλακά, τοποθετώντας τα γάντια του πίσω από τη ζώνη του ξίφους του. Κι επειδή ο Φλιν εξακολουθούσε να φαίνεται αβέβαιος, πρόσθεσε: «Το αξίζατε». Ήταν έτοιμος να στείλει έναν από τους Άσα’μαν στον Τάιμ —τον Αρχηγό, τον Μ’χαήλ όπως τον αποκαλούσαν όλοι οι Άσα’μαν — αλλά τώρα ήταν ο Τόρβαλ αυτός που θα μετέφερε το μήνυμα. Στη σκηνή του συμβουλίου; «Στείλ’ του κάτι δροσιστικό», είπε στον Φλιν κι ύστερα έκανε ένα νεύμα στον Χόπγουιλ και στον Ντασίβα να τον ακολουθήσουν.
Ο Φλιν χαιρέτησε ξανά, αλλά ο Ραντ είχε απομακρυνθεί ήδη, με τη μαυριδερή λάσπη να πλατσουρίζει γύρω από τις μπότες του. Καμιά επευφημία δεν ακούστηκε πάνω από τον λυσσαλέο άνεμο. Ανακαλούσε στο μυαλό του τις στιγμές που τα πλήθη τον επευφημούσαν. Αν, δηλαδή, όλες αυτές δεν ήταν μνήμες του Λουζ Θέριν κι αν αυτός ο τύπος υπήρξε ποτέ αληθινός. Μια χρωματιστή αναλαμπή στα όρια της όρασης, η αίσθηση κάποιου που τον αγγίζει από πίσω. Συγκεντρώθηκε, καταβάλλοντας προσπάθεια.
Η σκηνή του συμβουλίου ήταν ένα τεράστιο κιόσκι με κόκκινες κι άσπρες ρίγες που κάποτε υψωνόταν στους Κάμπους του Μαρέντο, αλλά τώρα ξεπηδούσε καταμεσής του στρατοπέδου του Ραντ, κυκλωμένο από τριάντα βήματα γυμνής γης. Δεν υπήρχαν φρουροί εδώ, εκτός από τις περιπτώσεις που ο Ραντ συναντούσε τους ευγενείς. Όποιος προσπαθούσε να γλιστρήσει στο εσωτερικό, θα γινόταν αμέσως αντιληπτός από χίλια περίεργα μάτια. Τρία λάβαρα σε ψηλούς στύλους σχημάτιζαν ένα τρίγωνο γύρω από τη σκηνή: ο Ανατέλλων Ήλιος της Καιρχίν, οι Τρεις Ημισέληνοι του Δακρύου κι οι Χρυσές Μέλισσες του Ίλιαν. Πάνω από την πορφυρή στέγη, ψηλότερα απ’ όλα, στέκονταν το Λάβαρο του Δράκοντα και το Λάβαρο του Φωτός. Ο άνεμος τα ανάγκαζε να είναι ξεδιπλωμένα και να κυματίζουν άγρια, ενώ οι πάνινοι τοίχοι της σκηνής αναρριγούσαν στις ριπές του αέρα. Στο εσωτερικό, πολύχρωμα χαλιά με κρόσσια αποτελούσαν το πάτωμα κι η μόνη επίπλωση ήταν ένα τεράστιο τραπέζι, έντονα σκαλιστό κι επιχρυσωμένο, διακοσμημένο με φίλντισι και τυρκουάζ. Σωροί από ανάκατους χάρτες έκρυβαν σχεδόν την κορυφή του τραπεζιού.
Ο Τόρβαλ ανασήκωσε το κεφάλι του από τους χάρτες, έτοιμος προφανώς να κατσαδιάσει αυτόν που τον ενόχλησε. Μεσήλικας σχεδόν και ψηλότερος από τον καθένα εκτός από τον ίδιο τον Ραντ ή από κάποιον Αελίτη, κοίταξε με βλέμμα παγερό πάνω από την αδρή του μύτη, η οποία τρεμούλιαζε από αγανάκτηση. Ο Δράκοντας και το Ξίφος λαμπύριζαν στο πέτο του πανωφοριού του υπό το φως των φανών. Φορούσε ένα αστραφτερό μαύρο μεταξένιο πανωφόρι, κατάλληλο για άρχοντα. Το ξίφος του είχε ασημένιο πλαίσιο περιχυμένο με χρυσάφι, ενώ ένα αστραφτερό κόκκινο πετράδι στόλιζε την κορυφή της λαβής. Ένα άλλο λαμπύριζε με μια σκοτεινή απόχρωση στο δαχτυλίδι που φορούσε στο ένα του δάχτυλο. Ήταν αδύνατον να εκπαιδεύσεις τους άντρες να γίνουν πολεμικές μηχανές χωρίς να περιμένεις ένα ποσοστό αλαζονείας, ωστόσο ο Ραντ δεν συμπαθούσε διόλου τον Τόρβαλ. Από την άλλη, δεν είχε ανάγκη τη φωνή του Λουζ Θέριν για να υποψιάζεται οποιονδήποτε άντρα φορούσε μαύρο πανωφόρι. Πόσο μπορούσε, άραγε, να εμπιστευτεί ακόμα και τον ίδιο τον Φλιν; Εντούτοις, έπρεπε να ηγηθεί. Οι Άσα’μαν ήταν δικό του έργο, δική του ευθύνη.
Μόλις ο Τόρβαλ πρόσεξε τον Ραντ, ίσιωσε κάπως αδιάφορα το ανάστημά του και τον χαιρέτησε, αν κι η έκφρασή του δεν άλλαξε διόλου. Απέπνεε κάτι το περιφρονητικό, από την πρώτη κιόλας φορά που τον είχε δει ο Ραντ. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε με τη χαρακτηριστική Ταραμπονέζικη προφορά, σαν να προσφωνούσε κάποιον ομότιμο. Ή σαν να φερόταν γενναιόδωρα απέναντι σε κάποιον κατώτερο. Η υπόκλιση του —πλήρης κομπορρημοσύνης— απευθυνόταν επίσης στον Χόπγουιλ και στον Ντασίβα. «Τα συγχαρητήρια μου για την κατάκτηση του Ίλιαν. Σπουδαία νίκη, ε; Κανονικά, θα έπρεπε να σου κάνω μια πρόποση με κρασί, αλλά αυτός εδώ ο νεαρός... Αφοσιωμένος... δεν φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει από εντολές».
Από μια γωνία, ακούστηκε ο αμυδρός ήχος από τα ασημένια καμπανάκια που ήταν περασμένα στις άκρες των δύο μακρόστενων μαύρων πλεξούδων του Ναρίσμα, καθώς ο άντρας μετακινήθηκε. Ο ήλιος του Νότου είχε σκουρύνει την επιδερμίδα του, αλλά κάποια άλλα πράγματα επάνω του δεν είχαν αλλάξει. Ήταν μεγαλύτερος του Ραντ, αν και το πρόσωπό του τον έκανε να μοιάζει νεότερος του Χόπγουιλ, μα το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά του υποδήλωνε θυμό, όχι αμηχανία. Το καμάρι του για το προσφάτως κερδισμένο Ξίφος πάνω στο πέτο του ήταν γαλήνιο αλλά πολύ βαθύ. Ο Τόρβαλ τού χαμογέλασε με ένα χαμόγελο αργό, ευχαρίστησης και κινδύνου ταυτόχρονα. Ο Ντασίβα γέλασε σαν να γάβγιζε, κι έμεινε ακίνητος.
«Τι κάνεις εδώ, Τόρβαλ;» ρώτησε τραχιά ο Ραντ. Έριξε πάνω στους χάρτες το Σκήπτρο του Δράκοντα και τα μεταλλικά γάντια του, ακολουθούμενα από τη ζώνη του και το θηκαρωμένο σπαθί. Σε αυτούς τους χάρτες που ο Τόρβαλ δεν είχε καμιά δουλειά να μελετά. Η φωνή του Λουζ Θέριν ήταν αχρείαστη.
Ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του, ο Τόρβαλ έβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού του ένα γράμμα και το έδωσε στον Ραντ. «Ο Μ’Χαήλ στέλνει αυτό». Το χαρτί ήταν λευκό σαν το χιόνι και παχύ, ενώ η σφραγίδα έδειχνε έναν δράκοντα πεπιεσμένο πάνω σε ένα μεγάλο ωοειδές σχήμα από μπλε κερί, που έλαμπε με χρυσές νιφάδες. Το γράμμα θα μπορούσε να προέρχεται κι από τον ίδιον τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ο Τάιμ είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. «Ο Μ’Χαήλ είπε να σου αναφέρω πως οι ιστορίες που άκουσες σχετικά με τον στρατό των Άες Σεντάι στο Μουράντυ είναι αληθινές. Οι φήμες λένε πως πρόκειται για στασιαστές ενάντια στην Ταρ Βάλον» —ο καγχασμός του Τόρβαλ έγινε εντονότερος κι ο σκεπτικισμός του πιο έκδηλος— «που βαδίζουν εναντίον του Μαύρου Πύργου. Σύντομα θα αποτελούν κίνδυνο, έτσι δεν είναι;»
Ο Ραντ τσάκισε με τα δάχτυλα του την υπέροχη σφραγίδα. «Κατευθύνονται στο Κάεμλυν, όχι στον Μαύρο Πύργο, και δεν αποτελούν απειλή. Οι διαταγές μου ήταν σαφείς. Αφήστε ήσυχες τις Άες Σεντάι, αλλιώς θα σας πάρουν στο κατόπι».
«Πώς, όμως, είσαι σίγουρος ότι δεν αποτελούν απειλή;» επέμεινε ο Τόρβαλ. «Μπορεί να κατευθύνονται στο Κάεμλυν, όπως είπες, αλλά αν κάνεις λάθος, δεν θα το ξέρουμε πριν μας επιτεθούν».
«Ίσως να έχει δίκιο ο Τόρβαλ», παρενέβη ο Ντασίβα, σκεφτικός. «Δύσκολα θα εμπιστευόμουν γυναίκες που με έβαλαν σε ένα κουτί, κι αυτές εδώ δεν έχουν πάρει καν κανέναν όρκο. Ή μήπως όχι;»
«Είπα να τις αφήσετε ήσυχες!» Ο Ραντ χτύπησε με το χέρι του δυνατά την επιφάνεια του τραπεζιού κι ο Χόπγουιλ αναπήδησε τρομαγμένος. Ο Ντασίβα συνοφρυώθηκε εκνευρισμένος, αλλά κατέπνιξε βιαστικά τα συναισθήματά του, καθότι ο Ραντ δεν έδινε δεκάρα για τη διάθεση που βρισκόταν. Εντελώς τυχαία —κι ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό— το χέρι του πήγε στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Έτρεμε από την επιθυμία να το τραβήξει και να τρυπήσει την καρδιά του Τόρβαλ. Κι ο Λουζ Θέριν ήταν εντελώς αχρείαστος. «Οι Άσα’μαν δεν είναι παρά ένα όπλο που στοχεύει όπου του ζητήσω, όχι ένα τσούρμο που τριγυρνά από δω κι από κει σαν τις κότες κάθε φορά που ο Τάιμ τρομοκρατείται από μια χούφτα Άες Σεντάι, οι οποίες τυχαίνει να τρώνε στο ίδιο πανδοχείο μ’ εκείνον. Αν χρειαστεί, μπορώ να γίνω ακόμα πιο σαφής».
«Δεν νομίζω πως είναι ανάγκη», είπε ο Τόρβαλ βιαστικά. Να, λοιπόν, και κάτι που είχε κατορθώσει να σβήσει από τα χείλη του αυτό το στραβό χαμόγελο. Έχοντας τα μάτια κλειστά, άπλωσε τα χέρια του μπροστά, διστακτικά σχεδόν, σαν να απολογούνταν. Ήταν ολοφάνερο πως είχε τρομοκρατηθεί. «Το μόνο που επιθυμούσε ο Μ’Χαήλ ήταν να σε ενημερώσει. Οι διαταγές σου διαβάζονται δυνατά κάθε πρωί στις Πρωινές Οδηγίες, αμέσως μετά το Σύμβολο της Πίστεως».
«Καλώς, λοιπόν». Ο Ραντ διατήρησε τη φωνή του ήρεμη και το πρόσωπό του ανεπηρέαστο από την κατήφεια με μεγάλη προσπάθεια. Ώστε, τον πολύτιμό του Μ’Χαήλ φοβόταν ο άντρας, όχι τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ο φοβισμένος Τάιμ θα ένιωθε πολύ άσχημα, αν έλεγε κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει ο Ραντ επάνω του. «Γιατί θα σκοτώσω οποιονδήποτε από εσάς που θα πλησιάσει αυτές τις γυναίκες στο Μουράντυ. Θα ακολουθείτε τον δρόμο που δείχνω εγώ».
Ο Τόρβαλ έκανε μια άκαμπτη υπόκλιση και μουρμούρισε: «Όπως επιθυμείς, Άρχοντα Δράκοντα». Τα δόντια του ήταν γυμνωμένα σε μια προσποίηση χαμόγελου, αλλά η μύτη του ανασηκωμένη, και προσπαθούσε να αποφύγει τις ματιές όσων ήταν γύρω του, αν και δεν φαινόταν να τα καταφέρνει. Ο Ντασίβα κατέπνιξε άλλο ένα γελάκι κι ο Χόπγουιλ χασκογέλασε ελαφρώς.
Ο Ναρίσμα, ωστόσο, δεν έμοιαζε να απολαμβάνει την άβολη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί ο Τόρβαλ, ούτε και να δίνει πολλή σημασία. Κοιτούσε τον Ραντ δίχως να βλεφαρίζει, λες και διαισθανόταν υπόγεια ρεύματα, ανεξιχνίαστα για τους άλλους. Οι περισσότερες γυναίκες —αλλά και κάμποσοι άντρες— δεν τον θεωρούσαν παρά ένα χαριτωμένο αγόρι, όμως αυτά τα μεγάλα μάτια έμοιαζαν μερικές φορές να γνωρίζουν περισσότερα από τον καθένα.
Ο Ραντ τράβηξε το χέρι του από το Σκήπτρο του Δράκοντα κι άνοιξε το γράμμα με μία ανάλαφρη κίνηση. Τα χέρια του δεν έτρεμαν πια. Ο Τόρβαλ χαμογέλασε αδύναμα και ξινά, χωρίς να παρατηρήσει τίποτα. Ο Ναρίσμα μετακινήθηκε και χαλάρωσε πάνω στο υφασμάτινο τοίχωμα της σκηνής.
Τα δροσιστικά κατέφθασαν, φερμένα από μια επίσημη πομπή που ακολουθούσε την Μπόριαν, μια σειρά Ιλιανών, Καιρχινών και Δακρυνών ντυμένων με τις διάφορες λιβρέες τους. Ένας υπηρέτης κουβαλούσε έναν ασημένιο δίσκο και μια κανάτα για κάθε είδος κρασιού, ενώ άλλοι δύο κρατούσαν δίσκους με ασημένιες κούπες για ζεστό παντς κι αρωματικά κρασιά, καθώς και καλοφτιαγμένα κύπελλα για τους υπόλοιπους. Ένας τύπος με ροδαλό πρόσωπο και πρασινοκίτρινη φορεσιά κουβαλούσε τον δίσκο σερβιρίσματος, ενώ μια μελαψή γυναίκα με χρυσόμαυρη ενδυμασία είχε αναλάβει τις κανάτες. Υπήρχαν ξηροί καρποί και ζαχαρωμένα φρούτα, τυρί κι ελιές, και κάθε είδος φαγητού απαιτούσε και τον αντίστοιχο υπηρέτη, άντρα ή γυναίκα. Υπό την καθοδήγηση της Μπόριαν, το προσωπικό άρχισε έναν εθιμοτυπικό χορό, σαν μια ροή υποκλίσεων, με τον έναν υπηρέτη να παραχωρεί τη θέση του στον επόμενο καθώς πρόσφεραν τα εδέσματα στους παρευρισκομένους.
Ο Ραντ πήρε μια κούπα αρωματισμένο κρασί, κατευθύνθηκε στην άκρη του τραπεζιού κι άφησε το αχνιστό κύπελλο δίπλα του ανέγγιχτο, καθώς άρχισε να ασχολείται με το γράμμα. Δεν υπήρχε ούτε διεύθυνση ούτε κάποιου είδους εισαγωγή. Ο Τάιμ απεχθανόταν την απόδοση οποιουδήποτε τίτλου στον Ραντ, μολονότι πάσχιζε να το κρύψει.
Έχω την τιμή να αναφέρω πως είκοσι εννέα Άσα’μαν, ενενήντα εφτά Αφοσιωμένοι και τριακόσιοι είκοσι δύο στρατιώτες είναι πλέον εγγεγραμμένοι στον Μαύρο Πύργο. Δυστυχώς, υπήρξαν μερικοί λιποτάκτες, τα ονόματα των οποίων έχουν σημειωθεί, αλλά οι απώλειες κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης είναι οι αναμενόμενες.
Προς το παρόν, έχω στη διάθεσή μου πενήντα ομάδες στρατολόγησης ανά πάσα στιγμή και το αποτέλεσμα είναι να εγγράφονται σχεδόν τρεις ή τέσσερις άντρες σχεδόν κάθε μέρα. Μέσα σε λίγους μήνες, ο Μαύρος Πύργος θα είναι εφάμιλλος του Λευκού, όπως ακριβώς το είχα προβλέψει. Μέσα σε έναν χρόνο, η Ταρ Βάλον θα σείεται από τρόμο μπροστά στο πλήθος μας.
Η σοδειά από αυτές τις βατομουριές είναι δική μου. Μικρός κι αγκαθωτός θάμνος, αλλά για το μέγεθός του έχει πολλούς καρπούς.
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα κι έβγαλε από το μυαλό του τη... βατομουριά. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν. Όλος ο κόσμος πλήρωνε τίμημα για την ίδια του την ύπαρξη. Μπορεί να πέθαινε γι’ αυτό, αλλά ολόκληρος ο κόσμος πλήρωνε.
Ωστόσο, υπήρχαν κι άλλα πράγματα που τον βασάνιζαν. Τρεις με τέσσερις άντρες την ημέρα; Ο Τάιμ ήταν αισιόδοξος. Με αυτόν τον ρυθμό, μέσα σε λίγους μήνες πράγματι θα υπήρχαν περισσότεροι άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης από τις Άες Σεντάι, αλλά ακόμα κι η νεότερη αδελφή είχε πίσω της χρόνια εκπαίδευσης. Κι ένα μέρος αυτής της εκπαίδευσης αφορούσε στο πώς να αντιμετωπίσει έναν άντρα που έχει αυτή την ικανότητα. Ούτε που ήθελε να σκέφτεται μια πιθανή επαφή μεταξύ Άσα’μαν κι Άες Σεντάι που ήξεραν με τι είχαν να κάνουν. Ό,τι κι αν συνέβαινε, αίμα και θλίψη θα ήταν η μόνη κατάληξη. Πάντως, ό,τι και να σκεφτόταν ο Τάιμ, οι Άσα’μαν δεν σκόπευαν να χτυπήσουν τον Λευκό Πύργο. Ωστόσο, η πίστη αυτή ήταν πολύ βολική, από τη στιγμή που ανάγκαζε την Ταρ Βάλον να τηρεί επιφυλακτική στάση. Το μόνο πράγμα που χρειαζόταν να ξέρει ένας Άσα’μαν ήταν πώς να σκοτώνει. Αν υπήρχαν αρκετοί και ζούσαν αρκετά, για να το καταφέρουν στο κατάλληλο σημείο και στον κατάλληλο χρόνο, σήμαινε πως είχε εκπληρωθεί ο σκοπός της ύπαρξής τους.
«Πόσοι λιποτάκτες, Τόρβαλ;» ρώτησε σιγανά. Σήκωσε την κούπα με το κρασί και ρούφηξε μια γερή γουλιά, λες κι η απάντηση δεν είχε σημασία. Το κρασί θα έπρεπε να έχει ζεσταθεί, αλλά η πιπερόριζα, τα γλυκαντικά και το μοσχοκάρυδο άφηναν μια πικρή γεύση στη γλώσσα του. «Πόσες απώλειες στην εκπαίδευση;»
Ο Τόρβαλ απολάμβανε τα δροσιστικά, τρίβοντας τα χέρια του κι ανασηκώνοντας το φρύδι μπροστά στην ποικιλία των κρασιών, επιδεικνύοντας περίτρανα πόσο καλά τα γνώριζε και πόσο αρχοντικός έδειχνε. Ο Ντασίβα είχε πάρει το πρώτο δροσιστικό που του προσφέρθηκε και κοιτούσε κάπως αγριεμένος το στραβοχυμένο κύπελλο, λες κι ήταν άπλυτο. Ο Τόρβαλ έγειρε το κεφάλι του σκεφτικός, δείχνοντας έναν από τους δίσκους κι έχοντας έτοιμη την απάντηση. «Δεκαεννέα λιποτάκτες, μέχρι στιγμής. Ο Μ’Χαήλ διέταξε να τους θανατώσουν όπου κι αν τους βρουν, και να φέρουν πίσω τα κεφάλια τους για παραδειγματισμό». Πιάνοντας ένα κομμάτι αχλάδι γλασέ από τον δίσκο, το έχωσε στο στόμα του και χαμογέλασε όλος χαρά. «Αυτήν τη στιγμή, τρία κεφάλια κρέμονται σαν φρούτα από το Δέντρο του Προδότη».
«Ωραία», είπε ο Ραντ απλά. Όσοι το έσκαγαν τώρα ήταν ανάξιοι εμπιστοσύνης και θα μπορούσαν να το σκάσουν κι αργότερα, όταν θα εξαρτώνταν από αυτούς ολόκληρες ζωές. Και, φυσικά, δεν έπρεπε να τους επιτραπεί να ακολουθήσουν τον δρόμο τους. Εκείνοι οι τύποι στους λόφους, ακόμα κι αν το έσκαγαν μαζικά, ήταν λιγότερο επικίνδυνοι από έναν και μόνο άντρα που είχε εκπαιδευθεί στον Μαύρο Πύργο. Το Δέντρο του Προδότη; Ο Τάιμ ήταν καλός στις ονομασίες. Βέβαια, οι άνθρωποι είχαν ανάγκη τα στολίδια, τα σύμβολα και τα ονόματα, τα μαύρα πανωφόρια και τα εμβλήματα για να είναι μονιασμένοι. Μέχρι να φτάσει η στιγμή να πεθάνουν. «Την επόμενη φορά που θα επισκεφθώ τον Μαύρο Πύργο, θέλω να δω τα κεφάλια όλων των λιποτακτών».
Ένα δεύτερο κομμάτι από αχλάδι γλασέ έπεσε από τα χέρια του Τόρβαλ λίγο πριν φτάσει στο στόμα του, λερώνοντας το μπροστινό μέρος του όμορφου πανωφοριού του. «Μια τέτοια προσπάθεια πιθανόν να έχει σχέση και με τη στρατολόγηση», είπε αργά. «Αυτοί που λιποτακτούν συνήθως δεν το ανακοινώνουν».
Ο Ραντ κράτησε το βλέμμα του άλλου άντρα για κάμποση ώρα. «Πόσες απώλειες υπάρχουν στην εκπαίδευση;» απαίτησε να μάθει. Ο Άσα’μαν με τη μυτερή μύτη δίστασε. «Πόσες;»
Ο Ναρίσμα έσκυψε μπροστά και κοίταξε έντονα τον Τόρβαλ. Το ίδιο κι ο Χόπγουιλ. Οι υπηρέτες συνέχιζαν τον απαλό και σιωπηλό χορό τους, προσφέροντας τους δίσκους τους στους άντρες, οι οποίοι δεν τους έδινα πια την παραμικρή σημασία. Η Μπόριαν εκμεταλλεύτηκε το ότι ο Ναρίσμα είχε στραμμένη αλλού την προσοχή του για να σιγουρευτεί κατά πόσον η ασημένια του κούπα περιείχε πιότερο ζεστό νερό παρά αρωματισμένο κρασί.
Ο Τόρβαλ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Πενήντα μία, όλες κι όλες. Δεκατρείς πέθαναν από εξάντληση κι είκοσι οκτώ έμειναν στον τόπο. Οι υπόλοιποι... Ο Μ’Χαήλ έβαλε κάτι στο κρασί τους και δεν ξύπνησαν ποτέ». Ξαφνικά, ο τόνος της φωνής του έγινε κακόβουλος. «Μπορεί να συμβεί ξαφνικά, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. Τη δεύτερη μέρα κιόλας, ο άντρας αρχίζει να ουρλιάζει ότι περπατούν αράχνες κάτω από το δέρμα του». Χαμογέλασε με εμπάθεια στον Ναρίσμα και στον Χόπγουιλ, ακόμα και στον Ραντ σχεδόν, αλλά απευθύνθηκε περισσότερο στους άλλους δύο, κοιτώντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον. «Βλέπεις; Μην ανησυχείς αν σε καταλάβει η τρέλα. Δεν πρόκειται να κάνεις κακό ούτε στον εαυτό σου ούτε σε κανέναν. Απλώς, θα κοιμηθείς... για πάντα. Πολύ πιο στοργικό από το να σε ειρηνέψουν, ακόμα κι αν ξέραμε τον τρόπο. Και πολύ πιο φιλεύσπλαχνο από το να σε αφήσουν τρελό κι αποκομμένο, έτσι δεν είναι;» Ο Ναρίσμα τού ανταπέδωσε το βλέμμα, τεταμένος σαν χορδή τόξου, με την κούπα ξεχασμένη στο χέρι του. Ο Χόπγουιλ, για άλλη μια φορά, κοιτούσε συνοφρυωμένος κάτι που μόνο ο ίδιος μπορούσε να δει.
«Φιλεύσπλαχνο», είπε ο Ραντ με επίπεδη φωνή, ακουμπώντας την κούπα δίπλα του, πάνω στο τραπέζι. Κάτι υπήρχε στο κρασί. Η ψυχή μου είναι μαύρη από το αίμα, καταραμένη. Η σκέψη δεν ήταν ούτε σκληρή, ούτε πικρή, ούτε δυσάρεστη. Ήταν μια απλή δήλωση ενός γεγονότος. «Το έλεος που κάθε άνθρωπος επιθυμεί, Τόρβαλ».
Το άσπλαχνο χαμόγελο του Τόρβαλ χάθηκε κι ο άντρας απέμεινε να αναπνέει βαριά. Ήταν εύκολο να βγάλεις μια συνολική εικόνα. Ένας στους δέκα άντρες κατεστραμμένος, ένας στους πενήντα παρανοϊκός, και σίγουρα θα υπήρχαν κι άλλα κρούσματα. Ήταν νωρίς ακόμα για να πεις αν μέχρι το τέλος της ζωής σου την είχες γλιτώσει. Μόνο που τελικά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δεν τη γλίτωνες. Αν μη τι άλλο, αυτό αποτελούσε απειλή και για τον ίδιον τον Τόρβαλ.
Ξαφνικά, ο Ραντ συνειδητοποίησε την παρουσία της Μπόριαν. Του πήρε μια στιγμή προτού αντιληφθεί την έκφραση στο πρόσωπό της, κι όταν την αντιλήφθηκε, συγκράτησε την ψυχρότητά του. Πώς τολμούσε να αισθάνεται οίκτο; Μήπως νόμιζε πως η Τάρμον Γκάι’ντον θα κερδιζόταν δίχως να χυθεί αίμα; Οι Προφητείες του Δράκοντα απαιτούσαν το αίμα να πέφτει σαν βροχή!
«Άφησέ μας», της είπε κι εκείνη μάζεψε ήσυχα τους υπηρέτες. Καθώς όμως τους οδηγούσε έξω, η συμπόνια δεν χάθηκε από το βλέμμα της.
Ο Ραντ κοίταξε τριγύρω, ψάχνοντας κάποιον τρόπο να αλλάξει τη βαριά ατμόσφαιρα, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Ο οίκτος εξασθένιζε το ίδιο εύκολα όσο κι ο φόβος, αλλά έπρεπε να φανούν δυνατοί. Για να αντιμετωπίσουν όσα τους μέλλονταν, έπρεπε όλοι να ατσαλώσουν τους εαυτούς τους. Ήταν δικό του έργο, δική του ευθύνη.
Χαμένος στις σκέψεις του, ο Ναρίσμα κοιτούσε αφηρημένα τον αχνό από το κρασί του, ενώ ο Χόπγουιλ πάσχιζε ακόμα να διαπεράσει με τη ματιά του τον υφασμάτινο τοίχο της σκηνής. Ο Τόρβαλ λοξοκοίταζε τον Ραντ προσπαθώντας να επαναφέρει στο πρόσωπό του εκείνο το περιφρονητικό, στραβό χαμόγελο. Μονάχα ο Ντασίβα έμοιαζε ανεπηρέαστος, έχοντας τα χέρια του σταυρωτά και κοιτώντας τον Τόρβαλ εξεταστικά, σαν να ήταν άλογο έτοιμο προς πώληση.
Η άβολη και μακρά σιωπή διακόπηκε από έναν γεροδεμένο κι ανεμοδαρμένο νεαρό, ντυμένο στα μαύρα, που είχε στο πέτο του το Ξίφος και τον Δράκοντα. Συνομήλικος με τον Χόπγουιλ, αν και στα πιο πολλά μέρη δεν θα θεωρούνταν αρκετά μεγάλος για παντρειά, ο Φέντγουιν Μορ ήταν έντονα συναισθηματικός. Περπατούσε στις μύτες των ποδιών του κι η ματιά του θύμιζε ματιά αίλουρου που ήξερε πως κι αυτός θα κυνηγηθεί με τη σειρά του. Κάποτε, όχι πολύ καιρό πριν, ήταν διαφορετικός. «Οι Σωντσάν θα φύγουν σύντομα από το Έμπου Νταρ», είπε καθώς χαιρετούσε. «Σκοπεύουν να χτυπήσουν το Ίλιαν». Ο Χόπγουιλ ανακάθισε αποτραβηγμένος από τους σκοτεινούς του συλλογισμούς κι ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Για άλλη μια φορά, η αντίδραση του Ντασίβα ήταν να γελάσει, πικρόχολα αυτήν τη φορά.
Νεύοντας καταφατικά, ο Ραντ πήρε στα χέρια του το Σκήπτρο του Δράκοντα. Στο κάτω-κάτω, ο λόγος που το κουβαλούσε ήταν για να του υπενθυμίζει κάτι. Οι Σωντσάν χόρευαν στον δικό τους σκοπό, όχι σε αυτόν που επιθυμούσε ο ίδιος.
Μπορεί ο Ραντ να παρέμεινε σιωπηλός με τα μαντάτα, αλλά ο Τόρβαλ όχι. Κατόρθωσε να καγχάσει και σήκωσε περιφρονητικά το ένα του φρύδι. «Στο είπαν οι ίδιοι;» είπε σαρκαστικά. «Ή μήπως έμαθες να διαβάζεις τα μυαλά των ανθρώπων; Θα σου πω κάτι, αγόρι μου. Πολέμησα ενάντια σε πολλούς εχθρούς, Αμαδισιανούς και Ντομανούς, και σε πληροφορώ πως κανένας στρατός δεν καταλαμβάνει μια πόλη κι έπειτα τα μαζεύει και φεύγει για να πάει χίλια μίλια μακριά! Περισσότερα από χίλια μίλια! Ή μήπως νομίζεις ότι μπορούν να Ταξιδέψουν;»
Ο Μορ αντιμετώπισε με ηρεμία τα ειρωνικά λόγια του Τόρβαλ. Ακόμα κι αν τον ενόχλησαν όμως, δεν το έδειξε, παρά μόνο διατρέχοντας με τον αντίχειρα του τη μακρόστενη λαβή του ξίφους του. «Όντως μίλησα με μερικούς από δαύτους. Οι περισσότεροι είναι Ταραμπονέζοι και κάθε μέρα έρχονται όλο και πιο πολλοί μέσω θαλάσσης». Προσπέρασε τον Τόρβαλ κατευθυνόμενος στην άλλη άκρη του τραπεζιού και κοίταξε τον Ταραμπονέζο ως ίσος προς ίσο. «Τρέχουν όλοι τους σαν τις μύγες στο μέλι μόλις ακούσουν κάποιον λαοπλάνο να ανοίγει το στόμα του». Ο γηραιότερος άντρας άνοιξε το δικό του γεμάτος θυμό, αλλά ο νεαρός στράφηκε απότομα προς το μέρος του Ραντ. «Έφεραν στρατό σε όλο το μήκος των Ορέων Βενίρ. Τους φέρνουν κατά ομάδες των πεντακοσίων αντρών, καμιά φορά και των χιλίων. Βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προς την Κεφαλή του Άραν κι αγοράζουν ή παίρνουν δια της βίας κάθε άμαξα και κάθε καρότσα σε ακτίνα είκοσι λευγών από το Έμπου Νταρ, όπως επίσης και ζώα για να τις σέρνουν».
«Καρότσες!» αναφώνησε ο Τόρβαλ. «Άμαξες! Μήπως σκοπεύουν να στήσουν κανένα παζάρι; Και ποιος τρελός θα περνούσε έναν ολόκληρο στρατό μέσα από τα βουνά, από τη στιγμή που υπάρχουν τέλειοι δρόμοι;» Παρατήρησε πως ο Ραντ τον κοιτούσε και δεν συνέχισε. Φάνηκε βλοσυρός και, ξαφνικά, αβέβαιος.
«Σου είπα να παραμείνεις διακριτικός, Μορ». Ο Ραντ άφησε ένα ψήγμα θυμού να φανεί στον τόνο της φωνής του. Ο νεαρός Άσα’μαν έκανε ένα βήμα πίσω καθώς κατέβαινε από το τραπέζι. «Δεν σου είπα να πας να ρωτήσεις τους Σωντσάν ποια είναι τα σχέδιά τους. Απλώς έπρεπε να παρατηρείς και να παραμείνεις διακριτικός».
«Ήμουν προσεκτικός. Δεν φορούσα τα εμβλήματα». Ο Μορ κοίταξε τον Ραντ με τον ίδιο τρόπο που κοιτούσε και τους άλλους, έχοντας το βλέμμα του θηρευτή και του θηράματος ταυτόχρονα. Έμοιαζε να βράζει μέσα του. Αν ο Ραντ δεν είχε επίγνωση του τι συνέβαινε, θα νόμιζε πως ο Μορ κατείχε τη Δύναμη και πάλευε να επιβιώσει από το σαϊντίν, παρ’ όλο που αυτό του πρόσφερε δέκα φορές περισσότερη ζωή. Λίγο ακόμα και θα άρχιζε να ιδρώνει. «Αν κάποιοι από τους άντρες με τους οποίους μίλησα γνώριζαν πού επρόκειτο να κατευθυνθούν δεν έκαναν την παραμικρή νύξη, ούτε κι εγώ τους ρώτησα, αλλά μια κούπα μπύρα ήταν αρκετή για να μάθεις ότι ο στρατός προχωρούσε διαρκώς, χωρίς σταματημό. Στο Έμπου Νταρ, ρουφούσαν την μπύρα μέχρι τελευταίας ρανίδας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, γιατί είπαν πως έπρεπε να ξεκινήσουν ξανά. Κι, όπως είπα και πριν, μάζευαν άμαξες από παντού». Τα λόγια βγήκαν βιαστικά από το στόμα του κι, αφού τελείωσε, το σφράγισε, σαν να προσπαθούσε να παγιδεύσει τις λέξεις που ήθελαν απεγνωσμένα να ξεπηδήσουν ανάμεσα από τα δόντια του.
Με ένα απρόσμενο χαμόγελο, ο Ραντ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Καλά τα πήγες. Και μόνο για τις άμαξες να ανέφερες ήταν αρκετό, αλλά σε γενικές γραμμές τα πήγες καλά. Οι άμαξες είναι πολύ σημαντικές», συνέχισε στρεφόμενος προς το μέρος του Τόρβαλ. «Αν ένας στρατός προμηθεύεται τρόφιμα από την περιοχή που βρίσκεται, οι άντρες τρώνε ό,τι βρουν μπροστά τους. Αν όχι, δεν τρώνε τίποτα». Ο Τόρβαλ ούτε καν τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του ακούγοντας για τους Σωντσάν στο Έμπου Νταρ. Αν τα νέα είχαν φτάσει στον Μαύρο Πύργο, γιατί δεν το είχε αναφέρει ο Τάιμ; Ο Ραντ ήλπιζε πως το χαμόγελό του δεν έμοιαζε με γρύλισμα. «Είναι δύσκολο να βρεις μεταφορικά μέσα για τις προμήθειές σου, αλλά όταν τα έχεις στη διάθεσή σου, ξέρεις πως ανά πάσα στιγμή υπάρχει τροφή για τα ζώα και φασόλια για τους άντρες. Οι Σωντσάν είναι ιδιαίτερα οργανωτικοί».
Ψαχούλεψε ανάμεσα στους χάρτες, βρήκε αυτόν που ήθελε και τον άπλωσε στο τραπέζι, στηρίζοντάς τον στη μια άκρη με το ξίφος του και στην άλλη με το Σκήπτρο του Δράκοντα. Απλωμένη μπροστά του βρισκόταν η ακτή ανάμεσα στο Ίλιαν και στο Έμπου Νταρ, στεφανωμένη στο μεγαλύτερο μήκος της από λόφους και βουνά, στιγματισμένη εδώ κι εκεί με ψαροχώρια και μικρές πόλεις. Πράγματι, οι Σωντσάν ήταν ιδιαίτερα οργανωτικοί. Το Έμπου Νταρ ήταν δικό τους κάτι παραπάνω από μία εβδομάδα, αλλά οι κατάσκοποι των εμπόρων μιλούσαν για επισκευές που γίνονταν στην πόλη από τις ζημιές που είχαν προκληθεί κατά την κατάληψή της, για καθαρά θεραπευτήρια που στήθηκαν για τους αρρώστους, για φαγητό και για δουλειές που μοιράστηκαν στους απόρους και σ’ αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους από τις διαμάχες στο εσωτερικό. Στους δρόμους και τα περίχωρα υπήρχαν συνεχείς περίπολοι μέρα νύχτα, έτσι που κανείς να μη φοβάται τους ληστές και τους συμμορίτες και, μολονότι οι έμποροι ήταν ευπρόσδεκτοι, το λαθρεμπόριο είχε περιοριστεί δραστικά. Αυτοί οι τίμιοι Ιλιανοί έμποροι κοιτούσαν με μισό μάτι το θέμα του λαθρεμπορίου. Τι να σκάρωναν τώρα, άραγε, οι Σωντσάν;
Οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν γύρω από το τραπέζι καθώς ο Ραντ μελετούσε τον χάρτη. Ελάχιστοι δρόμοι υπήρχαν στο μήκος της παραλίας, περισσότερο ξεκομμένα και κακοτράχαλα μονοπάτια για καρότσες. Οι φαρδιές εμπορικές λεωφόροι απλώνονταν στο εσωτερικό, έτσι ώστε να αποφεύγουν τα τραχιά εδάφη και τις προσφορές της Θάλασσας των Καταιγίδων. «Οι επιδρομείς αυτών εδώ των βουνών θα δυσκόλευαν οποιονδήποτε θα προσπαθούσε να κάνει χρήση των δρόμων της ενδοχώρας», είπε τελικά. «Ελέγχοντας τα βουνά, τα μονοπάτια αυτά γίνονται ασφαλέστερα κι από τους δρόμους μιας πόλης. Έχεις δίκιο, Μορ. Κατευθύνονται στο Ίλιαν».
Γέρνοντας πάνω στις γροθιές του, ο Τόρβαλ αγριοκοίταξε τον Μορ, ο οποίος είχε δίκιο εκεί που ο άλλος είχε άδικο. Στα κατάστιχα του Τόρβαλ αυτό καταγραφόταν ως επαχθές αμάρτημα. «Ακόμα κι έτσι όμως, θα περάσουν μήνες προτού αποτελέσουν πρόβλημα», είπε δύσθυμα. «Εκατό Άσα’μαν, ίσως και πενήντα μόνο, τοποθετημένοι στο Ίλιαν, θα μπορούσαν να καταστρέψουν οποιονδήποτε στρατό πριν ο πρώτος άντρας προλάβει να περάσει το μονοπάτι».
«Αμφιβάλλω αν μια στρατιά νταμέην μπορεί να καταστραφεί τόσο εύκολα όσο οι Αελίτες που επιτίθενται και βρίσκονται προ εκπλήξεως», απάντησε ήρεμα ο Ραντ κι ο Τόρβαλ το βούλωσε. «Επιπλέον, πρέπει να υπερασπιστώ ολόκληρο το Ίλιαν κι όχι μόνο την πόλη».
Αγνοώντας τον άλλο άντρα, ο Ραντ διέτρεξε με το δάχτυλό του τις γραμμές του χάρτη. Ανάμεσα στην Κεφαλή του Άραν και την πόλη του Ίλιαν απλώνονταν εκατό λεύγες ανοικτής θάλασσας, στο στόμιο της Αβύσσου του Κάμπαλ όπου, όπως έλεγαν οι καπεταναίοι του Ίλιαν, οι βαθύτερες βολιδοσκοπήσεις τους δεν έβρισκαν βυθό μόλις ένα μίλι —ή περίπου— από την ακτή. Τα κύματα εκεί μπορούσαν να αναποδογυρίζουν τα πλοία, καθώς εφορμούσαν βόρεια για να σκάσουν στην ακτή, πάνω στους θραύστες που είχαν ύψος δεκαπέντε πόδια. Με αυτόν τον καιρό, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Για να βαδίσουν γύρω από την Αβυσσο, έπρεπε να διανύσουν μια πορεία διακοσίων λεύγων μέχρι να φτάσουν στην πόλη, ακόμα κι αν έκοβαν δρόμο, αλλά αν οι Σωντσάν τούς επιτίθονταν από την Κεφαλή του Άραν, θα έφταναν στα σύνορα μέσα σε δύο βδομάδες παρά τις καταιγίδες. Ίσως και λιγότερο. Καλύτερα να πολεμούσαν σε σημείο που θα διάλεγε ο ίδιος παρά εκείνοι. Το δάχτυλο του γλίστρησε κατά μήκος της νότιας ακτής της Αλτάρα, στο μήκος της οροσειράς Βενίρ, μέχρι το σημείο που τα βουνά ζάρωναν και γίνονταν λόφοι, λίγο πριν από το Έμπου Νταρ. Πεντακόσιοι εδώ, χίλιοι εκεί. Μια βασανιστική σειρά από μικρές κουκίδες, τοποθετημένες κατά μήκος των οροσειρών. Ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα ίσως να τους γύριζε στο Έμπου Νταρ, ίσως και να τους ανάγκαζε να παραμείνουν εκεί ενώ θα προσπαθούσαν να καταλάβουν τι σκόπευε να κάνει. Ή...
«Υπάρχει και κάτι άλλο», είπε ξαφνικά ο Μορ κι άρχισε πάλι να μιλάει βιαστικά. «Ακούστηκε κάτι για κάποιο είδος όπλου των Άες Σεντάι. Ανακάλυψα πού χρησιμοποιήθηκε, λίγα μίλια μακριά από την πόλη. Όλο το έδαφος είχε καεί και σε μια έκταση τουλάχιστον τρακοσίων βημάτων ήταν καψαλισμένο, ενώ λίγο πιο πέρα όλα τα οπωροφόρα δέντρα είχαν καταστραφεί. Η άμμος είχε λιώσει κι είχε γίνει γυαλί. Το σαϊντίν ήταν χειρότερο στο μέρος εκείνο».
Ο Τόρβαλ έκανε μια αποπεμπτική χειρονομία προς το μέρος του νεαρού. «Θα πρέπει να υπήρχαν Άες Σεντάι εκεί κοντά όταν έπεσε η πόλη, έτσι δεν είναι; Ίσως, πάλι, να το έκαναν οι ίδιοι οι Σωντσάν. Μια αδελφή που έχει στην κατοχή της ένα ανγκριάλ θα μπορούσε να—»
Ο Ραντ τον διέκοψε. «Τι εννοείς, όταν λες ότι το σαϊντίν ήταν χειρότερο σ’ εκείνο το μέρος;» Ο Ντασίβα κινήθηκε ρίχνοντας παράξενες ματιές στον Μορ, λες κι ήταν έτοιμος να τον αρπάξει. Ο Ραντ, όμως, τον απομάκρυνε απότομα. «Τι εννοείς, Μορ;»
Ο Μορ τους κοιτούσε, με το στόμα του ερμητικά κλειστό, ενώ ο αντίχειράς του διέτρεχε την έκταση της λαβής του ξίφους του. Η ενδόμυχη έξαψή του έμοιαζε έτοιμη να ξεπηδήσει στην επιφάνεια. Ο ιδρώτας τώρα έφτιαχνε κόμπους στο πρόσωπό του. «Το σαϊντίν στο μέρος εκείνο ήταν... παράξενο», είπε βραχνά. Τα λόγια του έβγαιναν ορμητικά. «Ήταν χειρότερο — το... το αισθανόμουν στον αέρα, γύρω μου... αλλά ήταν παράξενο παντού στο Έμπου Νταρ, ακόμα κι εκατό μίλια μακρύτερα. Έπρεπε να το πολεμήσω. Δεν ήταν το ίδιο πάντα. Διέφερε, σαν να ήταν ζωντανό. Μερικές φορές... μερικές φορές δεν έκανε αυτό που ήθελα. Υπήρχαν φορές που... έκανε κάτι άλλο. Αλήθεια. Δεν είμαι τρελός! Το έκανε!» Οι ριπές του ανέμου ούρλιαξαν για μια στιγμή, σείοντας τους πάνινους τοίχους της σκηνής, κι ο Μορ σώπασε. Τα καμπανάκια του Ναρίσμα κουδούνισαν, καθώς τίναξε το κεφάλι του, κι έπειτα σώπασαν κι αυτά.
«Δεν είναι δυνατόν», μουρμούρισε μέσα στη σιωπή ο Ντασίβα, μέσα από τα δόντια του σχεδόν. «Δεν είναι δυνατόν».
«Ποιος μπορεί να ξέρει τι είναι δυνατόν και τι όχι;» είπε ο Ραντ. «Εγώ, πάντως, όχι! Εσύ;» Το κεφάλι του Ντασίβα τινάχτηκε έκπληκτο, αλλά ο Ραντ είχε στραφεί προς το μέρος του Μορ, μετριάζοντας τον τόνο της φωνής του. «Μην ανησυχείς, νεαρέ». Δεν κατόρθωσε να του μιλήσει κάπως ήπια, αλλά ήλπιζε πως του έδινε κουράγιο. Ήταν δικό του έργο, δική του ευθύνη. «Θα είσαι μαζί μου μέχρι την Τελευταία Μάχη. Σ’ το υπόσχομαι».
Ο νεαρός άντρας ένευσε καταφατικά και πέρασε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του, εμβρόντητος λες που είχε μουσκέψει. Κατόπιν, έριξε μια ματιά στον Τόρβαλ που είχε πετρώσει. Άραγε, ο Μορ γνώριζε κάτι για το κρασί; Δεδομένων όλων των εναλλακτικών λύσεων, ήταν ένα είδος οίκτου. Πικρού και λιγοστού οίκτου.
Ο Ραντ πήρε στα χέρια του το γράμμα του Τάιμ, δίπλωσε τη σελίδα και το έριξε στην τσέπη του πανωφοριού του. Ένας στους πενήντα ήταν ήδη τρελός και θα ακολουθούσαν περισσότεροι. Άραγε, ο επόμενος ήταν ο Μορ; Ο Ντασίβα δεν απείχε και πολύ. Το πλάνο βλέμμα του Χόπγουιλ αποκτούσε καινούργιο νόημα, όπως επίσης κι η παραδοσιακή σιωπή του Ναρίσμα. Όταν παραφρονείς, δεν σημαίνει ότι διαρκώς ουρλιάζεις για αράχνες. Κάποτε, με μεγάλη επιφύλαξη και γνωρίζοντας την εγκυρότητα των απαντήσεων, είχε ρωτήσει με ποιον τρόπο μπορούσε να εξαγνίσει το μίασμα του σαϊντίν. Ως απάντηση έλαβε έναν γρίφο. Ο Χέριντ Φελ ισχυριζόταν πως ο γρίφος αφορούσε σε «αλάθητους κανόνες που εφαρμόζονταν τόσο στην ανώτερη όσο και στη φυσική φιλοσοφία», αλλά ο Ραντ δεν έβλεπε με ποιον τρόπο μπορούσαν να εφαρμοστούν στο συγκεκριμένο πρόβλημα. Μήπως ο Φελ είχε σκοτωθεί επειδή είχε βρει τη λύση του αινίγματος; Ο Ραντ είχε μια υποψία —ή έτσι πίστευε— μια εικασία που θα μπορούσε να αποδειχτεί καταστροφικό λάθος. Οι εικασίες κι οι γρίφοι δεν αποτελούσαν απάντηση, ωστόσο κάτι έπρεπε να κάνει. Αν το μίασμα δεν μπορούσε να εξαγνιστεί με κάποιον τρόπο, η Τάρμον Γκάι’ντον θα έβρισκε έναν κόσμο ήδη αφανισμένο από τους παράφρονες. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει.
«Θα ήταν θαυμάσιο», είπε ο Τόρβαλ ψιθυρίζοντας σχεδόν, «αλλά ποιος άλλος εκτός από τον ίδιο τον Δημιουργό θα μπορούσε να...» Έκοψε στη μέση τη φράση του, ανήσυχος.
Ο Ραντ δεν συνειδητοποίησε πως είχε εκφράσει φωναχτά τις σκέψεις του. Οι ματιές του Ναρίσμα, του Μορ και του Χόπγουιλ φάνταζαν ομοιόμορφες, αστράφτοντας με ξαφνική ελπίδα. Ο Ντασίβα έμοιαζε ζαλισμένος. Ο Ραντ ήλπισε να μην είχε αποκαλύψει πολλά. Κάποια μυστικά πρέπει να παραμένουν μυστικά. Συμπεριλαμβανομένου αυτού που θα έκανε μετά.
Εν τάχει, ο Χόπγουιλ έτρεχε προς το άλογό του για να καλπάσει στην κορυφογραμμή και να μεταφέρει τις διαταγές στους ευγενείς, ο Μορ κι ο Ντασίβα έπρεπε να βρουν τον Φλιν και τους άλλους Άσα’μαν, ενώ ο Τόρβαλ θα Ταξίδευε προς τον Μαύρο Πύργο με τις αντίστοιχες διαταγές για τον Τάιμ. Ο Ναρίσμα έμεινε τελευταίος κι ο Ραντ, αναλογιζόμενος τις Άες Σεντάι, τους Σωντσάν και τα όπλα, τον άφησε να φύγει με προσεκτικές οδηγίες, που έκαναν το στόμα του νεαρού άντρα να σφιχτεί.
«Μην πεις τίποτα σε κανέναν», ολοκλήρωσε ήπια ο Ραντ, γραπώνοντας το μπράτσο του Ναρίσμα. «Και μη με απογοητεύσεις ούτε στο ελάχιστο».
«Δεν θα σε απογοητεύσω», είπε ο Ναρίσμα, δίχως να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Χαιρέτησε γοργά κι έφυγε.
Επικίνδυνο, ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του Ραντ. Ω, ναι, πολύ επικίνδυνο, εξαιρετικά ίσως. Μπορεί όμως να δουλέψει. Ναι, μπορεί. Όπως και να έχει, πρέπει να σκοτώσεις τώρα τον Τόρβαλ. Πρέπει.
Ο Γουίραμον μπήκε στη σκηνή του συμβουλίου, παραγκωνίζοντας τον Γκρέγκοριν και τον Τόλμεραν και πασχίζοντας να κάνει το ίδιο και με τη Ροζάνα και τον Σεμάραντρεντ. Όλοι τους δεν έβλεπαν την ώρα να αναφέρουν στον Ραντ πως οι άντρες στα δέντρα είχαν αποφασίσει με σύνεση τελικά. Τον βρήκαν να γελά μέχρι που δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. Ο Λουζ Θέριν είχε επιστρέψει. Ειδάλλως, είχε τρελαθεί πλέον. Από κάθε άποψη, υπήρχε ικανοποιητική αιτία για να ξεσπάσει σε γέλια.