7 Η Μάντρα με τα Γίδια

Ο ουρανός της Γκεάλνταν ήταν ασυννέφιαστος κι οι δασωμένοι λόφοι σφυροκοπούνταν από τον ανελέητο πρωινό ήλιο. Παρ’ όλο που το μεσημέρι αργούσε ακόμα, η γη ασφυκτιούσε. Τα πεύκα κι οι χαμοδάφνες είχαν κιτρινίσει από την ξηρασία, όπως επίσης κι άλλα δέντρα που ο Πέριν θαρρούσε πως ήταν αειθαλή. Δεν κουνιόταν φύλλο. Ο ιδρώτας έσταζε στο πρόσωπό του και στην κοντοκουρεμένη του γενειάδα. Τα σγουρά του μαλλιά είχαν γίνει τζίβα στο κεφάλι του. Νόμισε πως άκουσε ένα αστροπελέκι κάπου δυτικά, αλλά είχε σταματήσει εδώ και καιρό να πιστεύει πως θα έβρεχε ποτέ ξανά σε εκείνο το μέρος. Καλύτερα να σφυρηλατείς το σίδερο πάνω στο αμόνι παρά να ονειροπολείς πως κατεργάζεσαι ασήμι. Από την πλεονεκτική θέση που βρισκόταν, σε μια αραιοσπαρμένη με δέντρα ράχη, κοίταξε εξεταστικά την περιτειχισμένη πόλη Μπεθάλ μέσα από ένα ορειχάλκινο κιάλι. Από αυτήν την απόσταση, ακόμα και τα μάτια του χρειάζονταν ενίσχυση. Ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, με κτήρια που είχαν οροφές από πλάκες σχιστόλιθου και με μισή ντουζίνα ψηλά πέτρινα οικοδομήματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αρχοντικά ήσσονων αριστοκρατών ή σπίτια ευκατάστατων εμπόρων. Δεν διέκρινε το πορφυρό λάβαρο που κρεμόταν νωθρά στην κορυφή του ψηλότερου πύργου του μεγαλύτερου παλατιού, η μόνη ορατή σημαία, αλλά γνώριζε καλά σε ποιον ανήκε. Στην Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, βασίλισσα της Γκεάλνταν, η οποία βρισκόταν μακριά από την πρωτεύουσα της στην Τζεχάνα.

Οι πύλες της πόλης ήταν ανοικτές, έχοντας είκοσι φρουρούς έκαστη, ωστόσο κανείς δεν έβγαινε έξω, οι δε δρόμοι, απ’ όσο μπορούσε να δει, ήταν άδειοι εκτός από έναν μοναχικό καβαλάρη που κάλπαζε μανιασμένα προς την Μπεθάλ, προερχόμενος από τον Βορρά. Οι στρατιώτες έδειχναν νευρικότητα και, μόλις παρατήρησαν τον έφιππο άντρα, μερικοί άρχισαν να ψηλαφίζουν τα δόρατά τους ή τα τόξα τους, λες κι αυτός έσειε προς το μέρος τους ένα αιματοβαμμένο ξίφος. Κι άλλοι φρουροί άρχισαν να συνωστίζονται στους πύργους των τειχών ή να γεμίζουν τα κενά ανάμεσα στα τείχη. Κάμποσα βέλη τοποθετήθηκαν στις χορδές των τόξων και μερικές βαλλίστρες ανασηκώθηκαν. Ο φόβος αυξανόταν.

Μια καταιγίδα είχε ξεσπάσει σε αυτήν την περιοχή της Γκεάλνταν, κι ακόμα να κοπάσει. Οι συμμορίες των Προφητών δημιούργησαν χάος, οι ληστοσυμμορίτες βρήκαν την ευκαιρία κι οι Λευκομανδίτες που έκαναν ληστρικές επιδρομές στα σύνορα με την Αμαδισία μπορούσαν εύκολα να χτυπήσουν μέχρις εδώ. Μερικές σκόρπιες στήλες καπνού, προς τον Νότο μαρτυρούσαν καμένα αγροκτήματα, σίγουρα έργο των Λευκομανδιτών ή των Προφητών. Οι συμμορίες σπάνια ασχολούνταν με εμπρησμούς, ενώ για τους άλλους δύο υποψηφίους οι ενδείξεις ήταν ισχυρότερες. Επιπρόσθετα σε όλη αυτή την αναστάτωση, οι φήμες που άκουσε σε κάθε χωριό από το οποίο πέρασε τις τελευταίες μέρες έλεγαν πως το Άμαντορ είχε πέσει στον Προφήτη, στους Ταραμπονέζους ή στις Άες Σεντάι, ανάλογα με το ποιος διηγούνταν την ιστορία. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως ο ίδιος ο Πέντρον Νάιαλ είχε πέσει νεκρός, υπερασπιζόμενος την πόλη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η βασίλισσα βρήκε ευκαιρία να ασχοληθεί με την ασφάλειά της. Βέβαια, οι στρατιώτες μπορεί να είχαν μαζευτεί εκεί εξαιτίας του. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του, το πέρασμά του από τον Νότο δεν είχε περάσει απαρατήρητο.

Έξυσε τη γενειάδα του σκεφτικός. Τι κρίμα που οι λύκοι στους γύρω λόφους δεν μπορούσαν να μιλήσουν, αν και σπάνια ασχολούνταν με τις υποθέσεις των ανθρώπων και προτιμούσαν να μένουν μακριά τους. Από τα Πηγάδια του Ντουμάι κι ύστερα, θεωρούσε κι ο ίδιος σωστό να μη ρωτάει και πολλά, παρά μόνο όσα είναι απαραίτητο. Σε τελική ανάλυση, ίσως να ήταν καλύτερα να βαδίσει μόνος, με ελάχιστους άντρες των Δύο Ποταμών να τον συνοδεύουν.

Συχνά σκεφτόταν πως η Φάιλε μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του, συνήθως όταν ο ίδιος δεν ήθελε, κάτι που το απέδειξε τώρα, φέρνοντας τη μαυριδερή φοράδα της, τη Σουώλοου, πλάι στο σταχτοκάστανο ζώο του. Το στενό φόρεμα ιππασίας που φορούσε ήταν σχεδόν εξίσου σκούρο με τη φοράδα, έμοιαζε εντούτοις να αντέχει τη ζέστη καλύτερα από τον ίδιο. Μύριζε αμυδρά αρωματικό σαπούνι από βότανα και καθαρό ιδρώτα. Ήταν η χαρακτηριστική μυρωδιά της. Η μυρωδιά της αποφασιστικότητας. Τα λοξά της μάτια ήταν τόσο αποφασιστικά που, μαζί με τη γαμψή της μύτη, έδινε την εντύπωση του συνονόματού της γερακιού.

«Δεν θα μου άρεσε διόλου να δω τρύπες πάνω σε αυτό το όμορφο, μπλε πανωφόρι, σύζυγε», είπε μαλακά, έτσι που μονάχα αυτός την άκουσε. «Κι αυτοί οι τύποι εκεί κάτω μοιάζουν έτοιμοι να εξαπολύσουν τα βέλη τους σε όποιον ξένο δουν, πριν τον ρωτήσουν ποιος είναι. Επιπλέον, πως σκοπεύεις να φτάσεις μέχρι την Αλιάντρε χωρίς να ανακοινώσεις ποιος είσαι; Κι αυτό πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά, θυμήσου το». Δεν του ανέφερε πως, κανονικά, θα έπρεπε να πάει αυτή και πως οι φρουροί της πύλης θα άφηναν μια γυναίκα να περάσει θεωρώντας την πρόσφυγα από τις φασαρίες, κι ακόμα πως θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τη Βασίλισσα χρησιμοποιώντας το όνομα της μητέρας της δίχως να προκαλέσει σχόλια. Έκρινε πως δεν ήταν αναγκαίο να του τα πει. Αυτός συγκέντρωνε περισσότερα πλεονεκτήματα κάθε νύχτα από τότε που μπήκαν στην Γκεάλνταν. Βρισκόταν εδώ εν μέρει λόγω του επιφυλακτικού γράμματος της Αλιάντρε προς τον Ραντ που του πρόσφερε... Υποστήριξη; Υποταγή; Όπως και να έχει, η επιθυμία της για μυστικότητα υπερτερούσε όλων των άλλων.

Ο Πέριν αμφέβαλλε αν ακόμα κι ο Άραμ, που ίππευε το μακροπόδαρο γκρίζο του άτι λίγα βήματα πίσω τους, άκουσε κάτι απ’ όσα έλεγε η Φάιλε. Ωστόσο, πριν η γυναίκα προλάβει να τελειώσει τη φράση της, η Μπερελαίν έφερε τη λευκή της φοράδα στο άλλο του πλευρό, με τον ιδρώτα να γυαλίζει στα μάγουλά της. Κι αυτή είχε επάνω της την οσμή της αποφασιστικότητας που αναδυόταν μέσα από ένα σύννεφο από άρωμα τριαντάφυλλου. Σύννεφο φάνταζε στον ίδιον. Παραδόξως, το πράσινο φόρεμα ιππασίας δεν αποκάλυπτε περισσότερη σάρκα απ’ όση ήταν απαραίτητη.

Οι δύο σύντροφοι της Μπερελαίν έμειναν πίσω, αν κι η Ανούρα, η σύμβουλος Λες Σεντάι, τον κοιτούσε εξεταστικά με μια αδιευκρίνιστη έκφραση κάτω από το κάλυμμα των λεπτών και γεμάτων χάντρες πλεξούδων που της έφταναν έως τους ώμους. Δεν μελετούσε αυτόν και τις δύο γυναίκες που είχε στο πλάι του, αλλά ειδικά αυτόν. Και δεν ήταν ιδρωμένη. Ο Πέριν ευχήθηκε να ήταν κοντύτερα για να οσμιστεί την Γκρίζα αδελφή με τη ραμφοειδή μύτη. Αντίθετα με τις υπόλοιπες Άες Σεντάι, δεν είχε υποσχεθεί τίποτα σε κανέναν, άσχετα τι αξία είχαν αυτές οι υποσχέσεις. Ο Άρχοντας Γκαλίν, ο διοικητής των Φτερωτών Φρουρών της Μπερελαίν, έμοιαζε απασχολημένος να μελετάει την Μπεθάλ μέσα από το κιάλι που κρατούσε σηκωμένο στο ένα του μάτι, ενώ ψηλάφιζε τα γκέμια του αλόγου του με έναν τρόπο που, απ’ όσο ήξερε ο Πέριν, σήμαινε πως ήταν βυθισμένος σε υπολογισμούς. Ίσως να σκεφτόταν πώς να κατακτήσει την Μπεθάλ δια της βίας. Ο Γκαλίν ανέκαθεν έβλεπε πρώτα τη χειρότερη πιθανότητα.

«Εξακολουθώ να πιστεύω πως εγώ είμαι αυτή που θα έπρεπε να προσεγγίσει την Αλιάντρε», είπε η Μπερελαίν. Ο Πέριν άκουγε αυτά τα λόγια κάθε μέρα. «Εξάλλου, γι’ αυτό ήρθα». Αυτό ήταν η μία αιτία. «Η Ανούρα θα εξασφαλίσει μια ακρόαση αμέσως και θα με φέρει μπροστά στην ίδια την Αλιάντρε». Δεύτερη απορία. Δεν υπήρχε ίχνος ερωτοτροπίας στη φωνή της. Η προσοχή της έμοιαζε στραμμένη τόσο στο να ισιώσει τα κόκκινα πέτσινα γάντια της όσο και στον ίδιον.

Ποια από τις δύο; Το πρόβλημα ήταν πως δεν επιθυμούσε να διαλέξει καμιά τους.

Η Σέονιντ, η δεύτερη Άες Σεντάι που είχε ανέβει στην κορυφή της ράχης, στέκονταν δίπλα στο καστανοκόκκινο μουνούχι της λίγο πιο πέρα, πλάι σε ένα ψηλό και μαραζωμένο από την ξηρασία μαγγρόβιο, κοιτώντας όχι προς την κατεύθυνση της Μπεθάλ αλλά προς τον ουρανό. Οι δύο Σοφές με τα ωχρά μάτια, δίπλα της, έκαναν έντονη αντίθεση με τα ηλιοκαμένα πρόσωπα τους απέναντι στη χλωμή χροιά της επιδερμίδας της και με τα ξανθωπά τους μαλλιά απέναντι στα μαύρα δικά της. Επιπλέον, ήταν ψηλές ενώ εκείνη κοντή, για να μην αναφέρουμε τις μαύρες φούστες και τις άσπρες μπλούζες που έρχονταν σε αντίθεση με το όμορφο γαλάζιο μάλλινό της. Περιδέραια και βραχιόλια από χρυσό, ασήμι και φίλντισι σκέπαζαν την Εντάρα και τη Νέβαριν, ενώ η Σέονιντ φορούσε μόνο το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Ήταν νέες, ενώ εκείνη αγέραστη. Ωστόσο, οι Σοφές επεδείκνυαν ανάλογη αυτοπειθαρχία με την Πράσινη αδελφή και κοιτούσαν επίσης εξεταστικά τον ουρανό.

«Βλέπετε κάτι;» ρώτησε ο Πέριν, αναβάλλοντας προσωρινά την απόφασή του.

«Βλέπουμε τον ουρανό, Πέριν Αϋμπάρα», είπε ήρεμα η Εντάρα, με τα κοσμήματα να κροταλίζουν απαλά καθώς τακτοποιούσε τη μαύρη εσάρπα που ήταν τυλιγμένη στους αγκώνες της. Η ζέστη δεν έμοιαζε να επηρεάζει τις Αελίτισσες, όπως ακριβώς και τις Άες Σεντάι. «Αν δούμε κάτι, θα σου το πούμε». Αυτό ήλπιζε κι ο Πέριν. Κι αυτό πίστευε. Αν μη τι άλλο, θα το ανέφεραν, αν πίστευαν πως επρόκειτο για κάτι που θα μπορούσαν να δουν ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ επίσης. Οι δύο Άσα’μαν δεν θα το κρατούσαν μυστικό. Ευχήθηκε να βρίσκονταν εκεί παρά πίσω, στον καταυλισμό.

Πάνω από μισή βδομάδα πριν, μια μάστιγα της Μίας Δύναμης χάραξε τον ουρανό και δημιούργησε αναταραχή ανάμεσα στις Άες Σεντάι και τις Σοφές. Τρόμαξε επίσης τον Γκρέηντυ και τον Νιλντ, γεγονός που δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερη ταραχή, η οποία άγγιζε τα όρια του πανικού για τα δεδομένα των Άες Σεντάι. Άσα’μαν, Άες Σεντάι και Σοφές ισχυρίζονταν όλοι πως διαισθάνονταν αμυδρά τη Δύναμη στην ατμόσφαιρα αρκετή ώρα αφότου εξαφανίστηκε αυτή η δαντελωτή λουρίδα, αλλά κανείς δεν ήξερε τι σήμαινε. Ο Νιλντ έλεγε πως τον έκανε να σκεφτεί τον άνεμο, αν κι αδυνατούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Κανείς δεν μπορούσε να εκφράσει κάτι παραπάνω από μια απλή γνώμη, εντούτοις, αν τόσο η αρσενική όσο κι η θηλυκή πλευρά της Δύναμης ήταν ορατή, θα έπρεπε να ήταν έργο των Αποδιωγμένων, και μάλιστα μεγάλης κλίμακας. Ο Πέριν αναρωτιόταν τι είχαν να αντιμετωπίσουν, κάτι που τον κράτησε ξάγρυπνο κάμποσες νύχτες από τότε.

Άθελά του, κοίταξε τον ουρανό. Δεν είδε τίποτα, φυσικά, εκτός από ένα ζευγάρι περιστέρια. Ξαφνικά, ένα γεράκι όρμησε μέσα στο οπτικό του πεδίο και το ένα περιστέρι χάθηκε σε ένα συνονθύλευμα φτερών. Το άλλο άρχισε να πετάει μανιασμένα προς την Μπεθάλ.

«Πήρες τελικά την απόφασή σου, Πέριν Αϋμπάρα;» ρώτησε η Νέβαριν, κάπως κοφτά. Η πρασινομάτα Σοφή έμοιαζε νεότερη ακόμα κι από την Εντάρα, ίσως μάλιστα να μην ήταν μεγαλύτερη του, και δεν είχε επάνω της τη χαρακτηριστική γαλήνη της γαλανομάτας γυναίκας. Η εσάρπα γλίστρησε από τα μπράτσα της καθώς τοποθέτησε τις γροθιές στους γοφούς της, κι ο Πέριν ήταν σχεδόν σίγουρος πως θα την έβλεπε να κουνάει ένα δάχτυλο κάτω από τη μύτη του. Ή μία γροθιά. Του θύμισε τη Νυνάβε, αν κι οι δύο γυναίκες δεν έμοιαζαν στο ελάχιστο. Μπροστά στη Νέβαριν, η Νυνάβε θα φάνταζε πλαδαρή. «Τι νόημα έχει να σου δίνουμε συμβουλές αφού δεν ακούς;» ρώτησε απαιτητικά. «Έχει κανένα νόημα;»

Η Φάιλε κι η Μπερελαίν ορθώθηκαν πάνω στις σέλες τους, αμφότερες όσο πιο κορδωμένες μπορούσαν να είναι, έχοντας ταυτόχρονα τη χαρακτηριστική οσμή της προσμονής και της αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα αυτή τους προκαλούσε εκνευρισμό· σε καμιά τους δεν άρεσε αυτό το ελάττωμα. Η Σέονιντ ήταν αρκετά μακριά για να μπορέσει να ανιχνεύσει την οσμή της, αλλά τα ερμητικά κλειστά χείλη μιλούσαν από μόνα τους για τη διάθεσή της. Η προσταγή που της είχε δώσει η Εντάρα να μη μιλάει εκτός κι αν της απευθύνουν τον λόγο την εξόργιζε. Ωστόσο, πολύ θα ήθελε να τον δει να παίρνει σοβαρά τις συμβουλές των Σοφών· τον κοίταξε έντονα, λες και το βλέμμα της θα μπορούσε να του ασκήσει πίεση και να τον αναγκάσει να κάνει αυτό που θέλουν. Η αλήθεια ήταν πως ο Πέριν ήθελε να διαλέξει εκείνη, αλλά δίσταζε. Πόσο ισχυρός, άραγε, ήταν ο όρκος πίστης που είχε δώσει στον Ραντ; Απ’ όσο είχε δει μέχρι στιγμής, μάλλον ισχυρότερος απ’ ό,τι φανταζόταν, αλλά από την άλλη, μέχρι ποιο σημείο ήταν δυνατόν να εμπιστευθεί μια Άες Σεντάι; Η άφιξη των δύο Προμάχων της Σέονιντ τον απάλλαξε από αυτές τις σκέψεις για λίγα λεπτά.

Βάδισαν μαζί, αν κι όταν έφυγαν ήταν χώρια, κρατώντας τα άλογά τους ανάμεσα στα δέντρα κατά μήκος της ράχης, προκειμένου να μην είναι ορατοί από την πόλη. Ο Φούρεν ήταν Δακρυνός, μελαψός όπως το χώμα, με γκρίζες λωρίδες στα κατσαρά μαύρα μαλλιά του, ενώ ο Τέρυλ, ένας Μουραντιανός, ήταν είκοσι χρόνια νεότερος, με μαλλιά σε σκούρο κόκκινο χρώμα, κατσαρά μουστάκια και μάτια πιο γαλανά από της Εντάρα. Πάντως, ήταν σαν να βγήκαν κι οι δύο από το ίδιο καλούπι, ψηλοί, ευθυτενείς και σκληροί. Ξεπέζεψαν ήρεμα, με τους μανδύες τους να αλλάζουν χρώματα και να εξαφανίζονται με τρόπο που σου προκαλούσε ζαλάδα, κι έδωσαν την αναφορά τους στη Σέονιντ, αγνοώντας επί τούτου τις Σοφές. Και τον Πέριν.

«Είναι χειρότερα απ’ ό,τι στον Βορρά», είπε ο Φούρεν με αηδία. Μερικές σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν σαν χάντρες στο μέτωπό του, αλλά κανείς τους δεν έμοιαζε να επηρεάζεται από τη ζέστη. «Οι τοπικοί άρχοντες έχουν κλειστεί στα αρχοντικά τους ή κρύβονται μέσα στην πόλη, ενώ οι στρατιώτες της Βασίλισσας παραμένουν εντός των τειχών. Εγκατέλειψαν την επαρχία στα χέρια των αντρών του Προφήτη. Και στους λήσταρχους, αν κι ο γύρω τόπος δεν έχει πολλούς από δαύτους, ενώ οι άνθρωποι του Προφήτη βρίσκονται παντού. Νομίζω πως η Αλιάντρε θα χαρεί πολύ να σε δει».

«Όχλος», ρουθούνισε περιφρονητικά ο Τέρυλ, χτυπώντας με δύναμη τα γκέμια πάνω στην παλάμη του. «Ποτέ μου δεν είδα πάνω από δεκαπέντε, είκοσι σ’ ένα μέρος, οπλισμένους κυρίως με δίκρανα και με ακόντια για αγριόχοιρους. Ήταν κουρελήδες σαν ζητιάνοι. Κατάλληλοι, βέβαια, για να φοβίζουν τους αγρότες, αλλά θα έλεγες πως οι άρχοντες θα τους είχαν ξεπαστρέψει και θα τους κρεμούσαν σωρηδόν. Η Βασίλισσα θα σου φιλήσει το χέρι προκειμένου να δει μια αδελφή».

Η Σέονιντ άνοιξε το στόμα της και κατόπιν κοίταξε την Εντάρα που ένευσε. Αν μη τι άλλο, το να πάρει άδεια για να μιλήσει έκανε τα χείλη της Πράσινης να κλείσουν ακόμα πιο ερμητικά. Ωστόσο, ο τόνος της φωνής της ήταν μαλακός σαν βούτυρο. «Δεν υπάρχει λόγος να αναβάλλεις κι άλλο την απόφασή σου, Άρχοντα Αϋμπάρα». Έδωσε κάπως έμφαση στον τίτλο, ξέροντας πολύ καλά πόσο δικαιωματικά τον είχε αποκτήσει. «Η σύζυγός σου μπορεί να διεκδικήσει έναν μεγάλο Οίκο κι η Μπερελαίν είναι μια ηγέτιδα, αλλά οι Οίκοι της Σαλδαία δεν υπολογίζονται πολύ εδώ και το Μαγιέν είναι το μικρότερο απ’ όλα τα έθνη. Μια Άες Σεντάι ως απεσταλμένη θα φανεί στα μάτια της Αλιάντρε σαν να σε καθοδηγεί ο Λευκός Πύργος». Ενθυμούμενη ίσως πως η Ανούρα μπορούσε να τα καταφέρει εξίσου καλά με την ίδια, βιάστηκε να συνεχίσει. «Επιπλέον, έχω ξαναπάει στην Γκεάλνταν κι είμαι αρκετά γνωστή. Η Αλιάντρε όχι μόνο θα με δεχτεί αμέσως, αλλά θα ακούσει κι ό,τι έχω να της πω».

«Η Νέβαριν κι εγώ θα πάμε μαζί της», είπε η Εντάρα, κι η Νέβαριν πρόσθεσε: «Θα βεβαιωθούμε πως δεν λέει κάτι που δεν θα έπρεπε». Η Σέονιντ έτριξε τα δόντια της δυνατά —έτσι τουλάχιστον ακούστηκαν στα αυτιά του Πέριν— κι ασχολήθηκε με το να ισιώσει τη διχαλωτή της φούστα, έχοντας το βλέμμα προσεκτικά χαμηλωμένο. Η Ανούρα έκανε έναν ήχο που έμοιαζε με βρυχηθμό κι αποτράβηξε τη ματιά της από το θέαμα. Απέφευγε τις Σοφές και δεν της άρεσε να βλέπει τις υπόλοιπες αδελφές μαζί τους.

Ο Πέριν ήθελε να γογγύσει. Το να στείλει την Πράσινη θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση, ωστόσο οι Σοφές εμπιστεύονταν τις Άες Σεντάι ακόμα λιγότερο απ’ ό,τι ο ίδιος κι είχαν από κοντά τη Σέονιντ και τη Μασούρι. Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούσαν ιστορίες στα χωριά σχετικά με την εμφάνιση Αελιτών. Κανείς από τους κατοίκους των περιοχών αυτών δεν είχε δει ποτέ Αελίτη, αλλά οι φήμες ότι οι Αελίτες ακολουθούσαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα πλανιόνταν στον αέρα, οι μισοί κάτοικοι της Γκεάλνταν ήταν σίγουροι πως υπήρχαν Αελίτες σε απόσταση μιας δυο ημερών κι η κάθε ιστορία που ακουγόταν ήταν πιο παράξενη και πιο τρομακτική από την προηγούμενη. Η Αλιάντρε μπορεί να τρόμαζε και να μην τον άφηνε να την πλησιάσει άπαξ κι έβλεπε δύο Αελίτισσες να έχουν μια Άες Σεντάι σήκω κάτσε, κάτι που ίσχυε και για τη Σέονιντ, ασχέτως αν έτριζε τα δόντια της από οργή! Όπως και να είχε, δεν σκόπευε να ρισκάρει να παρουσιάσει τη Φάιλε χωρίς να είναι βέβαιος για την υποδοχή εκ μέρους της βασίλισσας με κάτι περισσότερο από ένα γράμμα γεμάτο αοριστίες που είχε λάβει πριν από μήνες. Ένιωσε να κάθεται στα καρφιά, και μάλιστα τα αισθάνθηκε να χώνονται βαθύτερα στη σάρκα του, όμως δεν είχε άλλη επιλογή.

«Μια μικρή ομάδα θα είναι ευκολότερο να περάσει αυτές τις πύλες από μια μεγαλύτερη», είπε τελικά, τακτοποιώντας το κιάλι στο σακίδιό του. Επιπλέον, δεν θα έδινε έναυσμα στις κακές γλώσσες. «Αυτό σημαίνει πως πρέπει να το αναλάβετε εσύ κι η Ανούρα, Μπερελαίν. Ίσως κι ο Άρχοντας Γκαλίν. Το πιθανότερο είναι πως θα τον περάσουν για Πρόμαχο της Ανούρα».

Η Μπερελαίν κάγχασε ευχαριστημένη κι έγειρε να πιάσει το μπράτσο του και με τα δυο της χέρια. Φυσικά, δεν περιορίστηκε μόνο εκεί. Τα δάχτυλά της τον έσφιξαν θωπευτικά και του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις, ύστερα ισιώθηκε πριν αυτός προλάβει να κινηθεί και το πρόσωπό της έγινε ξαφνικά αθώο σαν του μωρού. Εντελώς ανέκφραστη, η Φάιλε ασχολήθηκε με το να εφαρμόσει στα χέρια της τα γκρίζα γάντια ιππασίας. Η οσμή της μαρτυρούσε πως δεν είχε προσέξει το χαμόγελο της Μπερελαίν. Έκρυβε πολύ καλά την απογοήτευσή της.

«Λυπάμαι, Φάιλε», είπε ο Πέριν, «όμως...»

Η έκρηξη της οργής της αποτυπώθηκε στην οσμή της σαν αγκάθια που ξεπετάγονταν ξαφνικά. «Είμαι σίγουρη πως έχετε πολλά θέματα να συζητήσετε με την Πρώτη πριν αναχωρήσει, σύζυγε», είπε ήρεμα. Τα λοξά της μάτια ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης, η οσμή της κολλούσε σαν γλύφανο. «Καλύτερα να το κανονίσεις τώρα μαζί της». Τραβώντας τα χαλινάρια από τη Σουώλοου, η Φάιλε κατευθύνθηκε προς τη Σέονιντ, η οποία έβραζε από θυμό, και προς το μέρος των Σοφών με τα σφιχτά πρόσωπα, αλλά ούτε ξεπέζεψε ούτε τους μίλησε. Αντί γι’ αυτό, κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα την πόλη σαν γερακίνα που ατενίζει τη γύρω περιοχή από τη φωλιά της.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε πως ψηλάφιζε τη μύτη του κι αποτράβηξε το χέρι του. Δεν υπήρχε αίμα επάνω του βέβαια, αλλά δεν έπαψε να την αισθάνεται κάπως περίεργα.

Η Μπερελαίν δεν χρειαζόταν οδηγίες της τελευταίας στιγμής· η Πρώτη του Μαγιέν κι η Γκρίζα σύμβουλός της ανυπομονούσαν να τελειώνουν, σίγουρες για το τι έπρεπε να πουν και να κάνουν. Ο Πέριν, ωστόσο, συνιστούσε προσοχή κι επέμενε πως η Μπερελαίν και μόνο η Μπερελαίν έπρεπε να μιλήσει με την Αλιάντρε. Η Ανούρα τού χάρισε ένα από εκείνα τα ψυχρά βλέμματα των Άες Σεντάι κι ένευσε. Το νεύμα μπορεί να σήμαινε ότι συμφωνούσε, μπορεί και όχι. Αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να της αποσπάσει κάτι παραπάνω, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε λοστάρι. Τα χείλη της Μπερελαίν σούφρωσαν σαν να διασκέδαζε, παρ’ όλο που συμφωνούσε με τα λεγόμενα του. Έτσι, τουλάχιστον, ισχυριζόταν. Ο Πέριν υποπτευόταν πως η γυναίκα θα έλεγε οτιδήποτε προκειμένου να γίνει το δικό της, κι όλα αυτά τα άτοπα χαμόγελα τον προβλημάτιζαν. Ο Γκαλίν είχε βάλει στην άκρη το κιάλι του, αλλά έπαιζε ακόμα με τα γκέμια του αλόγου του, αναλογιζόμενος αναμφίβολα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει τις δύο γυναίκες από την Μπεθάλ. Του Πέριν του ερχόταν να γρυλίσει.

Τους παρακολουθούσε γεμάτος ανησυχία να κατηφορίζουν τον δρόμο. Το μήνυμα που κουβαλούσε η Μπερελαίν ήταν απλό. Ο Ραντ κατανοούσε την επιφυλακτικότητα της Αλιάντρε, αλλά αν η γυναίκα επιθυμούσε την προστασία του, θα έπρεπε να εκδηλώσει ανοιχτά την υποστήριξή της απέναντι του. Κι η προστασία θα ερχόταν με τη μορφή των στρατιωτών και των Άσα’μαν και θα γινόταν προφανής για τον οποιονδήποτε, ακόμα και για τον ίδιον τον Ραντ εν ανάγκη, από τη στιγμή που η βασίλισσα θα συμφωνούσε να κάνει την ανακοίνωση. Η Μπερελαίν δεν είχε λόγο να αλλάξει το μήνυμα ούτε στο ελάχιστο, παρά τα χαμόγελά της —ο Πέριν πίστευε πως δεν ήταν παρά ένας άλλος τρόπος για να φλερτάρει— αλλά η Ανούρα... Οι Άες Σεντάι έπρατταν κατά το δοκούν και, τις πιο πολλές φορές, το Φως μονάχα ήξερε τον λόγο. Μακάρι να γνώριζε κάποιον τρόπο για να φτάσει μέχρι την Αλιάντρε χωρίς να χρησιμοποιήσει μια αδελφή και χωρίς να κινήσει υποψίες ή να ρισκάρει τη Φάιλε.

Οι τρεις καβαλάρηδες έφτασαν στην πύλη με την Ανούρα επικεφαλής, κι οι φρουροί ανασήκωσαν γρήγορα τα ακόντια και χαμήλωσαν τα τόξα και τις βαλλίστρες με το που η γυναίκα ανέφερε πως είναι Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που είχαν τα κότσια να πάνε κόντρα σε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, η γυναίκα οδήγησε τη μικρή ομάδα στο εσωτερικό της πόλης. Η αλήθεια ήταν πως οι στρατιώτες έδειχναν ανυπόμονοι να περάσουν, για να πάψουν κι οι ίδιοι να φαίνονται από κάποιον που ενδεχομένως θα τους παρατηρούσε από τους λόφους. Μερικοί από δαύτους ατένισαν ψηλά κι ο Πέριν δεν χρειάστηκε να τους οσμιστεί ώστε να αισθανθεί την ταραχή τους για το ποιος μπορεί να κρυβόταν εκεί πάνω που, αν και απίθανο, μπορεί να είχε αναγνωρίσει μια αδελφή.

Στρεφόμενος βόρεια, προς τον καταυλισμό τους, ο Πέριν τους οδήγησε κατά μήκος της ράχης, μέχρι που έπαψαν πια να είναι ορατοί από τους πύργους της Μπεθάλ, και κατόπιν έστριψε προς τον δύσβατο δρόμο. Σκόρπια αγροκτήματα απλώνονταν κατά μήκος του, σπίτια με αχυροσκεπές και μεγάλες, στενές αποθήκες, μαραζωμένα βοσκοτόπια, αγροί γεμάτοι καλαμιές και πέτρινες μάντρες με ψηλά τοιχώματα. Τα κατοικίδια, ωστόσο, ήταν πολύ λίγα κι οι άνθρωποι ακόμα λιγότεροι. Κι αυτοί οι λίγοι παρακολουθούσαν τους καβαλάρηδες με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα, σαν τη χήνα που παρακολουθεί την αλεπού, παύοντας στη στιγμή να ασχολούνται με τις αγγαρείες τους μέχρι να περάσουν τα άλογα. Ο Άραμ, αντίστοιχα, τους παρατηρούσε προσεκτικά, ψηλαφώντας πού και πού τη λαβή του σπαθιού που υψωνόταν πάνω από τους ώμους του, ευχόμενος ίσως να έβρισκε κάτι περισσότερο από απλούς αγρότες. Παρά το πανωφόρι του με τις πράσινες λωρίδες, δεν έδειχνε πια και τόσο για Μάστορας.

Η Εντάρα κι η Νέβαριν προχωρούσαν πλάι στον Γοργοπόδη λες κι είχαν βγει για βόλτα, συμβαδίζοντας ωστόσο παρά τις ογκώδεις φούστες τους. Η Σέονιντ ακολουθούσε από κοντά με το ευνουχισμένο της ζώο, ενώ ο Φούρεν με τον Τέρυλ βρίσκονταν ακριβώς πίσω της. Η Πράσινη αδελφή με τα ωχρά μάγουλα προφασιζόταν πως απλά ήθελε να βαδίζει σε μια σταθερή απόσταση δύο βημάτων πίσω από τις Σοφές, αλλά οι άντρες μόρφαζαν με δυσαρέσκεια. Οι Πρόμαχοι συχνά ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αξιοπρέπεια μιας Άες Σεντάι απ’ ό,τι η ίδια η αδελφή, κι οι Άες Σεντάι δεν άντεχαν άλλο τις βασίλισσες.

Η Φάιλε κρατούσε τη Σουώλοου από την αντίθετη μεριά των Άες Σεντάι ιππεύοντας σιωπηλά, μελετώντας προφανώς το τοπίο, που από την ξηρασία έμοιαζε να έχει γεμίσει ουλές. Λυγερή και γεμάτη χάρη, έκανε τον Πέριν να αισθάνεται μερικές φορές αμήχανα απέναντι της. Ήταν πανέξυπνη κι αυτό το χάρισμά της άρεσε συνήθως στον Πέριν, αλλά... Μια ελαφριά ανάσα αέρα αναδεύτηκε, αρκετή για να ανακατέψει το άρωμά της με τα υπόλοιπα. Ο Πέριν ήξερε πως, κανονικά, έπρεπε να σκέφτεται την Αλιάντρε και την πιθανή της απάντηση ή, ακόμα καλύτερα, τον Προφήτη και πως θα τον ανακάλυπτε από τη στιγμή που θα απαντούσε η Αλιάντρε, αλλά το κεφάλι του είχε γεμίσει με άλλες σκέψεις.

Περίμενε από τη Φάιλε να θυμώσει όταν ο ίδιος επέλεξε την Μπερελαίν, αφού υποτίθεται ότι ο Ραντ την είχε στείλει γι’ αυτόν τον σκοπό. Η Φάιλε ήξερε πως δεν ήθελε να τη βάλει σε κίνδυνο, δεν ήθελε καν να το ρισκάρει, κι αυτό το σιχαινόταν περισσότερο κι από την ίδια την Μπερελαίν. Παρ’ όλ’ αυτά, η οσμή της ήταν απαλή σαν καλοκαιριάτικο πρωινό — μέχρι που ο Πέριν προσπάθησε να απολογηθεί! Οι απολογίες συνήθως τροφοδοτούσαν τον θυμό της, σε περίπτωση που ήταν ήδη θυμωμένη —εκτός από τις περιπτώσεις που μαλάκωναν τα νεύρα της— τώρα όμως δεν είχε θυμώσει! Δίχως την παρουσία της Μπερελαίν, όλα ήταν μέλι γάλα μεταξύ τους. Τις πιο πολλές φορές, τουλάχιστον. Αλλά οι εξηγήσεις ότι δεν έκανε τίποτα που να ενθαρρύνει τη γυναίκα —το αντίθετο, μάλιστα!— το μόνο που πετύχαιναν ήταν να του απαντήσει με ένα κοφτό «Φυσικά και δεν έκανες!», και μάλιστα σε τόνο που υποδήλωνε πως ήταν ηλίθιος εφόσον ανακινούσε αυτό το θέμα. Πάντως, εξακολουθούσε να θυμώνει —μαζί του!— κάθε φορά που η Μπερελαίν τού χαμογελούσε ή έβρισκε αφορμή να τον αγγίξει, ασχέτως αν αυτός την απομάκρυνε με τραχύ τρόπο, και, μα το Φως, αυτό έκανε. Εκτός κι αν την έδενε, δεν είχε ιδέα τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για να την αποθαρρύνει. Οι φιλότιμες προσπάθειες να ανακαλύψει μέσω της Φάιλε τι δεν έκανε καλά είχαν ως αποτέλεσμα να του απαντήσει ανάλαφρα κάτι σαν «Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως όντως έκανες κάτι;» ή κάτι λιγότερο ανάλαφρο, όπως «Τι νομίζεις πως έκανες;» ή ακόμα κι ένα ξερό «Δεν θέλω να το συζητώ». Όντως, κάτι δεν έκανε καλά, αλλά αδυνατούσε να ανακαλύψει τι ήταν! Κι όμως, έπρεπε. Τίποτα δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο η Φάιλε. Τίποτα!

«Άρχοντα Πέριν;»

Η εξημμένη φωνή του Άραμ έκοψε σαν μαχαίρι τις βαθιές του σκέψεις. «Μη με αποκαλείς έτσι», μουρμούρισε ακολουθώντας με το βλέμμα του την κατεύθυνση του δακτύλου του άντρα που έδειχνε προς μία ακόμα εγκαταλειμμένη αγροικία σε κάποια απόσταση, όπου η φωτιά είχε αφαιρέσει την οροφή ενός σπιτιού και μίας αποθήκης. Μόνο οι τραχείς πέτρινοι τοίχοι έμεναν όρθιοι. Μια αγροικία εγκαταλειμμένη αλλά όχι παρατημένη. Θυμωμένες φωνές ακούγονταν από την κατεύθυνση εκείνη.

Μια ντουζίνα, ή και περισσότεροι, από ακατάστατα ντυμένους τύπους που κουβαλούσαν ακόντια και δικράνια προσπαθούσαν να περάσουν πάνω από τον πέτρινο τοίχο μιας μάντρας που τους έφθανε μέχρι το στήθος, ενώ μια χούφτα άντρες από την άλλη μεριά πάσχιζαν να τους αποκρούσουν. Κάμποσα άλογα είχαν αφηνιάσει στο εσωτερικό της μάντρας, φοβισμένα από τη φασαρία, και προσπαθούσαν να το σκάσουν, ενώ υπήρχαν και τρεις έφιππες γυναίκες. Πάντως, δεν έδιναν την εντύπωση ότι απλώς περίμεναν πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Μια από τις γυναίκες πετούσε πέτρες και μια άλλη, όπως παρατήρησε ο Πέριν, πλησίασε τον τοίχο κι άρχισε να χτυπάει μανιασμένα με ένα μακρύ ρόπαλο, ενώ η τρίτη ανάγκασε το άλογό της να σηκωθεί στα πίσω πόδια κι ένας ψηλός άντρας έπεσε από τον τοίχο για να αποφύγει τις τρομερές οπλές. Όμως οι επιτιθέμενοι ήταν πολλοί κι ο τοίχος αρκετά μεγάλος για να τον υπερασπιστούν.

«Σε συμβουλεύω να ξεμακρύνεις», είπε η Σέονιντ. Η Εντάρα με τη Νέβαριν την κοίταξαν βλοσυρά, αλλά εκείνη προχώρησε με σταθερό ρυθμό, ενώ η βιασύνη υπερτερούσε ακόμα και του τελεσίδικου τόνου στη φωνή της. «Τούτοι εδώ είναι σίγουρα άντρες του Προφήτη και δεν είναι διόλου καλή ιδέα να τους σκοτώσουμε. Αν δεν κατορθώσεις να τα βγάλεις πέρα μαζί του, θα πεθάνουν δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι. Αξίζει το ρίσκο για να σώσεις μια χούφτα;»

Ο Πέριν δεν σκόπευε να σκοτώσει κανέναν αν δεν ήταν απαραίτητο, αλλά ούτε και να κάνει τα στραβά μάτια. Ωστόσο, δεν έχασε τον καιρό του με εξηγήσεις. «Μπορείς να τους φοβίσεις;» ρώτησε την Εντάρα. «Απλώς να τους φοβίσεις;» Θυμόταν πολύ καλά όσα είχαν κάνει οι Σοφές στα Πηγάδια του Ντουμάι. Κι οι Άσα’μαν. Εξίσου καλά θυμόταν πως ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ δεν βρίσκονταν εκεί.

«Ίσως», αποκρίθηκε η Εντάρα κοιτώντας εξεταστικά το πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω από τη μάντρα. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της κι ανασήκωσε ελάχιστα τους ώμους της. «Ίσως». Αυτό αρκούσε.

«Άραμ, Φούρεν, Τέρυλ», διέταξε κοφτά ο Πέριν, «μαζί μου!» Σπιρούνισε το άλογό του και, καθώς ο Γοργοπόδης πετάχτηκε μπροστά, είδε ανακουφισμένος τους Πρόμαχους να τον ακολουθούν από κοντά. Τέσσερις άντρες που επιτίθενται ήταν σίγουρα καλύτεροι από δύο. Κράτησε τα χέρια του στα γκέμια, αποφεύγοντας να ακουμπήσει το τσεκούρι του.

Δεν φάνηκε και πολύ ευχαριστημένος όταν η Φάιλε έφερε τη Σουώλοου παράπλευρά του. Ανοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά εκείνη τον κοίταξε με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν όμορφα έτσι όπως ανέμιζαν καθώς κάλπαζαν. Ήταν κι η ίδια όμορφη. Ένα απλό ανασήκωμα φρυδιού. Τίποτα άλλο. Ο Πέριν είχε ετοιμαστεί να πει κάτι, αλλά άλλαξε τα λόγια. «Πρόσεχε τα νώτα μου», της είπε. Η Φάιλε, χαμογελώντας, έβγαλε από κάπου ένα στιλέτο. Με ύλες αυτές τις λάμες που έκρυβε επάνω της, ο Πέριν αναρωτιόταν μερικές φορές πώς δεν είχε τρυπηθεί όταν την αγκάλιαζε.

Μόλις η ματιά της καρφώθηκε και πάλι μπροστά, ένευσε βιαστικά προς το μέρος του Άραμ, προσπαθώντας να κρύψει τη χειρονομία για να μην τον δει η Φάιλε. Ο Άραμ συγκατένευσε, γέρνοντας μπροστά και με το ξίφος τραβηγμένο, έτοιμος να σουβλίσει τον πρώτο άντρα του Προφήτη που θα στρεφόταν εναντίον του. Ο Πέριν ήλπισε πως ο άντρας κατάλαβε πως καθήκον του ήταν να φρουρεί τα νώτα της Φάιλε, και την ίδια φυσικά, αν όντως υπήρχε συμπλοκή με αυτούς τους τύπους.

Κανείς από τα καθάρματα δεν τους είχε προσέξει ακόμα. Ο Πέριν φώναξε κάτι, αλλά μάλλον δεν τον άκουσαν εξαιτίας των δικών τους κραυγών. Ένας άντρας με πανωφόρι μεγαλύτερο από το μπόι του κατάφερε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του τοίχου, ενώ άλλοι δύο έμοιαζαν έτοιμοι να πηδήξουν. Αν οι Σοφές σκόπευαν να κάνουν κάτι, θα έπρεπε να...

Ένα μπουμπουνητό πάνω από τα κεφάλια τους σχεδόν κούφανε τον Πέριν, ένας εκκωφαντικός κρότος που έκανε τον Γοργοπόδη να παραπατήσει πριν ξαναβρεί τον βηματισμό του. Οι επιτιθέμενοι σίγουρα το πρόσεξαν επίσης, τρίκλισαν κι άρχισαν να κοιτούν μανιασμένα τριγύρω, ενώ μερικοί κάλυψαν με τα χέρια τους τα αυτιά τους. Ο άντρας πάνω στον τοίχο έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Ωστόσο, σηκώθηκε αμέσως κάνοντας θυμωμένες χειρονομίες προς το μέρος του περιβόλου, και κάποιοι από τους συντρόφους του πήδηξαν κι αυτοί. Μερικοί είδαν τον Πέριν κι έδειξαν προς το μέρος του, με τα χείλη τους να ανοιγοκλείνουν, αλλά κανείς τους δεν το έβαλε στα πόδια. Κάποιοι από δαύτους ζύγιασαν τα όπλα τους.

Ξαφνικά, ένας οριζόντιος τροχός από φωτιά φάνηκε πάνω από τη μάντρα με τα γίδια, πλατύς όσο το ύψος ενός άντρα, εκσφενδονίζοντας ανάκατα τσαμπιά από φλόγες καθώς στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό του, παράγοντας έναν γόο που αυξομειωνόταν από πένθιμο γόγγυσμα σε οξύ ολοφυρμό και τανάπαλι.

Οι προχειροντυμένοι άντρες διαλύθηκαν προς πάσα κατεύθυνση, σαν ορτύκια που σκορπίζουν παντού. Για ένα λεπτό, ο άντρας με το τεράστιο πανωφόρι τίναξε τα χέρια του και τους φώναξε κάτι, αλλά τελικά, αφού έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τον πύρινο τροχό, το έβαλε κι αυτός στα πόδια.

Ο Πέριν κόντεψε να σκάσει στα γέλια. Δεν χρειάστηκε να σκοτώσει κανέναν. Και δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί μήπως η Φάιλε βρισκόταν με κάποιο δικράνι χωμένο στα πλευρά της.

Προφανώς, οι άνθρωποι μέσα στη μάντρα ήταν εξίσου φοβισμένοι με αυτούς απ’ έξω, ένας από αυτούς τουλάχιστον. Η γυναίκα με το άλογο που ορθώθηκε στα δυο του πόδια για να τρομοκρατήσει τους επιτιθέμενους, άνοιξε απότομα την πόρτα και σπιρούνισε το ζώο της σε έναν αδέξιο καλπασμό. Άρχισε να ανηφορίζει τον δρόμο, μακριά από τον Πέριν και τους υπόλοιπους.

«Περιμένετε!» φώναξε ο Πέριν. «Δεν θα σας κάνουμε κακό!» Ασχέτως αν τον άκουσε ή όχι, η γυναίκα εξακολούθησε να τραβάει με μανία τα ηνία. Ένας μπόγος δεμένος πίσω από τη σέλα της αναπηδούσε άγρια. Μπορεί οι άντρες αυτοί να έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά αν η γυναίκα το έσκαγε μόνη της, δύο ή τρεις από δαύτους ήταν ικανοί να την τραυματίσουν. Πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στον λαιμό του Γοργοπόδη, ο Πέριν σπιρούνισε τα πλευρά του και το γκριζοκάστανο άτι τινάχτηκε μπροστά σαν βέλος.

Ήταν ογκώδης άντρας, ωστόσο ο Γοργοπόδης δεν είχε κερδίσει το όνομά του μόνο εξαιτίας της ταχύτητάς του. Επιπλέον, κρίνοντας από το βαρύ κι αδέξιο τρέξιμό του, το άλογο της γυναίκας δεν έκανε ούτε για να του περάσεις σαμάρι. Με κάθε δρασκελιά, ο Γοργοπόδης κάλυπτε την απόσταση, όλο και κοντύτερα, μέχρι που ο Πέριν μπορούσε να απλώσει το χέρι του και να πιάσει το χαλινάρι του άλλου αλόγου. Από κοντά, το καστανοκόκκινο ζώο με τη μύτη που έμοιαζε με σφυρί έτρεχε λίγο πιο γρήγορα από κουρούνα. Είχε αφρίσει κι έμοιαζε εξαντλημένο, αν κι η απόσταση που είχε διανύσει δεν δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Αργά, ο Πέριν τράβηξε τα δυο ζώα μέχρι που επιβράδυναν και σταμάτησαν εντελώς.

«Συγχώρεσέ με αν σε τρόμαξα, Κυρά», είπε. «Δεν σκοπεύω να σου κάνω κακό, αλήθεια σου λέω».

Για δεύτερη φορά την ίδια μέρα η συγγνώμη του δεν είχε την ανταπόκριση που περίμενε. Θυμωμένα γαλάζια μάτια τον αγριοκοίταξαν σε ένα πρόσωπο που περιστοιχιζόταν από μακριές, ξανθοκόκκινες μπούκλες, ένα πρόσωπο ηγεμονικό όσο κι οποιασδήποτε βασίλισσας, παρ’ όλο τον ιδρώτα και τη σκόνη που σχημάτιζαν στρώμα επάνω του. Το μάλλινο φόρεμά της ήταν απέριττο, λερωμένο από το ταξίδι και εξίσου σκονισμένο όσο και τα μάγουλά της, η όψη της όμως ήταν εξοργισμένη αλλά κι αρχοντική ταυτόχρονα. «Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου», άρχισε να λέει με ψυχρή φωνή, προσπαθώντας να ελευθερώσει το άλογό της, κάτι που έπαψε να κάνει μόλις μια άλλη γυναίκα, ασπρομάλλα και κοκαλιάρα, τους πλησίασε καλπάζοντας πάνω σε μια ψηλή, καφετιά φοράδα σε χειρότερη κατάσταση από το καστανοκόκκινο άλογο της πρώτης. Φαίνεται πως κάλπαζαν ξέφρενα για αρκετή ώρα. Τα ρούχα της πιο ηλικιωμένης γυναίκας ήταν εξίσου φθαρμένα και σκονισμένα με της νεότερης.

Τα χαρακτηριστικά της εναλλάσσονταν ανάμεσα στα χαρούμενα χαμόγελα που έστελνε στον Πέριν και στα μούτρα που κρατούσε απέναντι στην άλλη γυναίκα, το χαλινό της οποίας κρατούσε ο άντρας. «Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντά μου». Η φωνή της, λεπτή αλλά δυνατή, κόμπασε απότομα μόλις πρόσεξε τα μάτια του, αν και τα χρυσαφιά μάτια ενός άντρα δεν ήταν ικανά να την κάνουν να κοντοσταθεί πάνω από ένα λεπτό. Ανήκε στις γυναίκες που δεν σκοτίζονταν για πολλά. Κουβαλούσε ακόμα τη χοντρή ράβδο που χρησιμοποιούσε για όπλο. «Επενέβης πάνω στην ώρα. Τι νόμιζες ότι πας να κάνεις, Μάιντιν; Θα μπορούσες κάλλιστα να σκοτωθείς! Και να σκοτώσεις κι εμάς! Είναι πολύ ξεροκέφαλο κορίτσι, Άρχοντά μου, και πάντα κάνει του κεφαλιού της. Θυμήσου το, παιδί μου, μόνο ένας τρελός εγκαταλείπει τους φίλους του κι ανταλλάσσει ασήμι με γυαλιστερό μπρούντζο. Σε ευχαριστούμε πολύ, Άρχοντα μου, και θα σε ευχαριστήσει και η Μάιντιν μόλις έλθει στα συγκαλά της».

Η Μάιντιν, κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερη του Πέριν, μπορούσε να χαρακτηριστεί «κορίτσι» συγκριτικά μόνο με τη γηραιότερη γυναίκα αλλά, παρά τις βαριεστημένες γκριμάτσες που ταίριαζαν με την οσμή που ανέδιδε, απογοήτευση αναμεμειγμένη με μια ελαφριά απόχρωση οργής, η γυναίκα αποδέχτηκε το κήρυγμα και βάλθηκε να κάνει με μισή καρδιά ακόμα μία προσπάθεια να ελευθερώσει το άλογό της, αλλά τα παράτησε. Αφήνοντας τα χέρια της να αναπαυθούν πάνω στο προεξέχον τμήμα της σέλας, κοίταξε βλοσυρά τον Πέριν σαν να τον κατηγορούσε, και βλεφάρισε. Και πάλι τα κίτρινα μάτια. Παρά αυτήν την παραξενιά όμως, εξακολουθούσε να μην αποπνέει φόβο, αντίθετα με την ηλικιωμένη γυναίκα, αν κι ο Πέριν δεν πίστευε ότι οφείλονταν σε αυτόν.

Άλλος ένας από τους συντρόφους της Μάιντιν, ένας αξύριστος άντρας καβάλα πάνω σε ένα ακόμα κουρελιάρικο γκρίζο άλογο με γρομπιασμένα γόνατα, τους πλησίασε όση ώρα μιλούσε η γυναίκα, αλλά έμεινε σε κάποια απόσταση. Ήταν ψηλός όσο κι ο Πέριν και σχεδόν εξίσου φαρδύς στο στέρνο και φορούσε έναν φθαρμένο από το ταξίδι μαύρο μανδύα με ένα ξίφος περασμένο από πάνω του. Όπως κι οι γυναίκες, είχε έναν πάκο δεμένο πίσω από τη σέλα του. Η ελαφριά αύρα που φύσηξε έφερε στα ρουθούνια του Πέριν την οσμή του. Δεν ήταν φοβισμένος αλλά επιφυλακτικός. Και, κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσε τη Μάιντιν, ήταν επιφυλακτικός ειδικά απέναντι της. Ίσως, τελικά, τα πράγματα να μην ήταν τόσο απλά όσο το να διασώσεις μερικούς ταξιδιώτες από μια ληστρική συμμορία.

«Θα μπορούσατε να έλθετε όλοι στον καταυλισμό μου», είπε ο Πέριν, αφήνοντας τον χαλινό. «Εκεί θα είστε ασφαλείς από... τους ληστές». Ήταν σχεδόν σίγουρος πως η Μάιντιν θα έτρεχε να κρυφτεί στην πλησιέστερη δεντροσειρά, αλλά εκείνη έστρεψε το άλογό της πλάι στο δικό του, προς την κατεύθυνση του μαντριού. Μύριζε... παραδομένη.

Έστω κι έτσι, του απάντησε: «Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά... πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Πάμε, Λίνι», πρόσθεσε με σταθερή φωνή, κι η γηραιότερη γυναίκα την κοίταξε τόσο συνοφρυωμένη και με τέτοια αυστηρότητα, που ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ήταν μάνα και κόρη, παρά τον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιούσε το όνομα της ηλικιωμένης γυναίκας. Σίγουρα δεν έμοιαζαν και πολύ μεταξύ τους. Η Λίνι είχε στενό πρόσωπο, ζαρωμένη επιδερμίδα κι ήταν νευρώδης, ενώ η Μάιντιν θα μπορούσε να είναι όμορφη κάτω από αυτήν τη σκόνη. Αν σε έναν άντρα άρεσαν οι ξανθομάλλες.

Ο Πέριν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, προς το μέρος του άντρα που τους ακολουθούσε κατά πόδας. Φαινόταν σκληροτράχηλος τύπος, που όμως χρειαζόταν επειγόντως ένα ξυράφι. Ίσως σε εκείνον να άρεσαν οι ξανθομάλλες. Ίσως να του άρεσαν πάρα πολύ. Πολλοί είχαν βρει τον μπελά τους στο παρελθόν για τέτοια ζητήματα, δημιουργώντας προβλήματα και σε άλλους.

Μπροστά του, η Φάιλε καθόταν πάνω στη Σουώλοου και κοιτούσε πάνω από τον τοίχο, περιεργαζόμενη το εσωτερικό της μάντρας και τον κόσμο. Ίσως κάποιος από αυτούς να είχε πληγωθεί. Η Σέονιντ με τις Σοφές δεν φαίνονταν πουθενά. Ο Άραμ, προφανώς, είχε καταλάβει. Βρισκόταν πολύ κοντά στη Φάιλε, αν και κοιτούσε ανυπόμονα προς το μέρος του Πέριν. Πάντως, φαίνεται πως ο κίνδυνος είχε περάσει.

Στα μισά του δρόμου προς το μαντρί, εμφανίστηκε ο Τέρυλ μαζί με έναν άντρα αξύριστο και με μάτια σχιστά που παράπαιε δίπλα στο παρδαλό του ζώο, με τον γιακά του πανωφοριού του γραπωμένο στη γροθιά του Πρόμαχου. «Έκρινα πως καλό θα ήταν να τσακώσουμε έναν από δαύτους», είπε ο Τέρυλ μισοχαμογελώντας άγρια. «Πάντα είναι καλύτερο να ακούς και τις δύο μεριές, ανεξάρτητα από το τι νομίζεις πως είδες, έτσι έλεγε ο γέρος μου». Ο Πέριν εξεπλάγη. Νόμιζε πως ο Τέρυλ δεν μπορούσε να δει πέρα από την άκρη του σπαθιού του.

Παρότι ήταν πεζός, ήταν προφανές πως το ξεφτισμένο πανωφόρι του αξύριστου άντρα τού έπεφτε πολύ μεγάλο. Ο Πέριν αμφέβαλλε αν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορεί να δει τόσο καλά από αυτήν την απόσταση, αλλά αναγνώρισε αυτήν την πεταχτή μύτη. Αυτός ο άντρας θα ήταν ο τελευταίος που θα το έβαζε στα πόδια, και δεν έμοιαζε διόλου τρομοκρατημένος. Το σαρκαστικό του χαμόγελο απευθυνόταν σε όλους. «Αυτό που κάνατε σας βύθισε στον βόρβορο», είπε με μια οξεία, εκνευριστική φωνή. «Εφαρμόζαμε το θέλημα του Προφήτη, να τι κάναμε. Ο Προφήτης λέει πως αν ένας άντρας ενοχλεί μια γυναίκα που δεν τον θέλει, πεθαίνει. Τούτοι εδώ την πήραν στο κυνήγι» —τίναξε το κεφάλι του προς το μέρος της Μάιντιν— «κι αυτή βάλθηκε να τρέχει διαολομένα. Ο Προφήτης θα σας βγάλει τα αυτιά για αυτό που κάνατε!» Έφτυσε για να δώσει έμφαση.

«Είναι γελοίο», ανήγγειλε η Μάιντιν με καθάρια φωνή. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι φίλοι μου. Αυτός εδώ παρεξήγησε όσα είδε».

Ο Πέριν ένευσε, κι αν η γυναίκα εξέλαβε πως συμφωνούσε μαζί της, τόσο το καλύτερο. Συγκρίνοντας, όμως, όσα είπε αυτός ο τύπος με αυτά που είχε πει η Λίνι... Δεν ήταν διόλου απλό.

Η Φάιλε με τους άλλους πήγαν κοντά τους, ακολουθούμενοι από τους υπόλοιπους συντρόφους της Μάιντιν, τρεις ακόμα άντρες και μία γυναίκα, οι οποίοι οδηγούσαν τα ξεθεωμένα τους άλογα που μόνο ελάχιστα μίλια θα μπορούσαν να καλύψουν ακόμα. Όχι ότι ήταν ποτέ εκλεκτά άλογα ιπποδρομίας. Ο Πέριν δεν μπορούσε να θυμηθεί αν είχε δει καλύτερη συλλογή από ροζιασμένα γόνατα, κυρτούς ταρσούς, πρηξίματα κι αφύσικες ουλές. Όπως πάντα, το βλέμμα του στράφηκε πρώτα στη Φάιλε —τα ρουθούνια του πλάτυναν για να συλλάβουν την οσμή της— αλλά η Σέονιντ τράβηξε τη ματιά του. Γερτή πάνω στη σέλα της κι αναψοκοκκινισμένη, είχε πάρει ένα δύστροπο και βλοσυρό βλέμμα και το πρόσωπό της φάνταζε αλλόκοτο, τα μάγουλά της είχαν φουσκώσει και το στόμα της δεν ήταν τελείως κλειστό. Κάτι υπήρχε, κάτι που έφερνε προς το κόκκινο και το γαλάζιο... ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Εκτός κι αν είχε παραισθήσεις, η γυναίκα είχε ένα παραγεμισμένο φουλάρι χωμένο στο στόμα της! Προφανώς, όταν οι Σοφές έλεγαν σε μία μαθητευομένη να παραμείνει ήσυχη, ακόμα κι αν ήταν Άες Σεντάι, το εννοούσαν.

Δεν ήταν ο μόνος που διέθετε κοφτερή ματιά. Το στόμα της Μάιντιν άνοιξε μόλις είδε τη Σέονιντ και του έριξε μια έντονη κι υπολογιστική ματιά, λες κι αυτός ήταν υπεύθυνος για το φουλάρι. Ώστε, λοιπόν, μπορούσε να διακρίνει μία Άες Σεντάι. Ασυνήθιστο για γυναίκα της επαρχίας, όπως ήθελε να εμφανίζεται. Μόνο για τέτοια δεν έμοιαζε.

Ο Φούρεν, που ίππευε πίσω από τη Σέονιντ, φαίνονταν έξαλλος, αλλά ήταν ο Τέρυλ εκείνος που έκανε τα πράγματα λιγότερο απλά ρίχνοντας κάτι στο έδαφος. «Αυτό το βρήκα πίσω του», είπε. «Ίσως να του έπεσε καθώς έτρεχε».

Αρχικά, ο Πέριν δεν καταλάβαινε τι κοιτούσε. Ήταν ένας μακρύς βρόχος από ακατέργαστο δέρμα, δεμένος γερά με κάτι που έμοιαζε να είναι λουράκια από μαραμένο πετσί. Και τότε, κατάλαβε και γρύλισε σφίγγοντας τα δόντια του. «Ο Προφήτης θα μας κόψει τα αυτιά, είπες, ε;»

Ο αξύριστος άντρας σταμάτησε να κοιτάει σαν χαμένος τη Σέονιντ κι έγλειψε τα χείλη του. «Αυτό... είναι δουλειά του Χάρι!» διαμαρτυρήθηκε. «Ο Χάρι είναι πολύ κακός. Του αρέσει να μετράει τα θύματα του, να παίρνει τρόπαια και... και...» Ανασήκωσε τους ώμους του μέσα στο πανωφόρι του και υποχώρησε σαν σκυλί που το έχεις στριμώξει στη γωνία. «Δεν μπορείτε να κατηγορήσετε εμένα γι’ αυτό! Ο Προφήτης θα σας κρεμάσει έτσι και με αγγίξετε! Στο παρελθόν έχει κρεμάσει ευγενείς, άρχοντες κι αρχόντισσες. Βαδίζω στο Φως του ευλογημένου Άρχοντα Δράκοντα!»

Ο Πέριν πλησίασε με τον Γοργοπόδη τον άντρα, προσέχοντας έτσι ώστε οι οπλές του καστανόχρωμου ζώου του να μην αγγίξουν αυτό το... πράγμα... στο έδαφος. Το μόνο που ήθελε ήταν να οσμιστεί τη μυρωδιά αυτού του τύπου, ωστόσο έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. Ο ξινισμένος ιδρώτας ανακατευόταν με τον φόβο, τον πανικό και με μια υποψία οργής. Κρίμα που δεν μπορούσε να μυρίσει ενοχή. Το ότι «ίσως να του έπεσε» δεν είχε καμιά σχέση με το «του είχε πέσει». Τα μάτια του άντρα, κοντά το ένα με το άλλο, γούρλωσαν κι, οπισθοχωρώντας, ακούμπησε πάνω στο ευνουχισμένο ζώο του Τέρυλ. Τα κίτρινα μάτια είχαν τη χρησιμότητά τους.

«Αν σε κατηγορούσα γι’ αυτό, θα ήσουν ήδη κρεμασμένος στο κοντινότερο δέντρο», γρύλισε. Ο άντρας βλεφάρισε κι άρχισε να ζωηρεύει καθώς καταλάβαινε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια, αλλά ο Πέριν δεν του έδωσε χρόνο για να ξανακάνει τον παλικαρά. «Είμαι ο Πέριν Αϋμπάρα, κι ο πολυαγαπημένος σου Άρχοντας Δράκοντας έστειλε εμένα εδώ. Εσύ θα διαδώσεις τον λόγο μου. Με έστειλε, κι αν ανακαλύψω κάποιον να μαζεύει... τρόπαια... θα τον κρεμάσω! Αν ανακαλύψω κάποιον να καίει αγροκτήματα, θα τον κρεμάσω! Αν κάποιος από σας με λοξοκοιτάξει, θα τον κρεμάσω! Μπορείς να μεταφέρεις στον Μασέμα τα λόγια μου!» Αηδιασμένος, ο Πέριν ορθώθηκε πάνω στο άτι του. «Άσ’ τον να φύγει, Τέρυλ. Αν δεν έχει εξαφανιστεί μέσα σε δύο δευτερόλεπτα...!»

Το χέρι του Τέρυλ ελευθέρωσε τον άντρα, κι εκείνος το έβαλε στα πόδια για το πλησιέστερο σύδεντρο δίχως να ρίξει ματιά πίσω του. Ένα μέρος της αηδίας που ένιωθε ο Πέριν αφορούσε στον εαυτό του. Απειλές! Άκου αν τον λοξοκοιτούσε κάποιος! Ίσως ο άντρας χωρίς όνομα να μην έκοβε αυτιά, αλλά σίγουρα είχε παρακολουθήσει τη διαδικασία χωρίς να επέμβει.

Η Φάιλε χαμογελούσε κι η έπαρση που ένιωθε έλαμπε μέσα από τον ιδρώτα που κάλυπτε το πρόσωπό της. Το βλέμμα της και μόνο απομάκρυνε εν μέρει την αποστροφή που ένιωθε ο Πέριν. Θα περπατούσε ξυπόλητος στη φωτιά γι’ αυτό το βλέμμα.

Φυσικά, δεν συμφωνούσαν όλοι. Τα μάτια της Σέονιντ ήταν ερμητικά κλειστά και τα γαντοφορεμένα της χέρια έτρεμαν πάνω στα γκέμια, λες κι ήθελε απεγνωσμένα να βγάλει αυτό το φουλάρι από το στόμα της και να του πει τι ακριβώς πίστευε, κάτι που ο Πέριν μπορούσε κάλλιστα να υποθέσει. Η Εντάρα με τη Νέβαριν είχαν τακτοποιήσει τις εσάρπες γύρω από τους ώμους τους και τον κοιτούσαν με βλέμμα σκοτεινιασμένο. Ω, σίγουρα μπορούσε να υποθέσει τι σκέφτονταν.

«Νόμιζα πως επρόκειτο για κάτι απόρρητο», είπε κάπως επιφυλακτικά ο Τέρυλ, παρακολουθώντας τον αξύριστο άντρα να τρέχει. «Νόμιζα πως ο Μασέμα δεν έπρεπε να μάθει πως είσαι εδώ, μέχρι να του το ψιθυρίσεις στο ροδαλό του αυτάκι».

Αυτό ήταν το σχέδιο. Ο Ραντ το είχε προτείνει ως προληπτικό, ενώ η Σέονιντ με τη Μασούρι επέμεναν σε αυτό με κάθε ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν. Σε τελική ανάλυση, ασχέτως αν ήταν Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα ή όχι, ο Μασέμα μάλλον δεν θα ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση με κάποιον που είχε στείλει ο ίδιος ο Ραντ, δεδομένων όλων αυτών που είπε ότι είχε επιτρέψει να γίνουν. Τα αυτιά δεν ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί αν το ένα δέκατο μόνο από τις φήμες που είχαν ακουστεί ήταν αλήθεια. Η Εντάρα κι οι υπόλοιπες Σοφές έβλεπαν στο πρόσωπο του Μασέμα έναν πιθανό εχθρό, ο οποίος έπρεπε να εξαλειφθεί πριν προλάβει να τους στήσει παγίδα.

«Υποτίθεται πως πρέπει να... σταματήσω κάτι τέτοιο», είπε ο Πέριν, χειρονομώντας θυμωμένα προς το ακατέργαστο δέρμα στο έδαφος. Είχε ακούσει τις φήμες, αλλά δεν έκανε τίποτα. Τώρα, έβλεπε μπροστά του το αποτέλεσμα. «Θα μπορούσα να αρχίσω και τώρα ακόμα». Κι αν ο Μασέμα αποφάσιζε πως αυτός ήταν ο εχθρός; Πόσες χιλιάδες κόσμος ακολουθούσε τον Προφήτη από πίστη ή από φόβο; Δεν είχε σημασία. «Σταματά, Τέρυλ. Σταματά!»

Ο Μουραντιανός ένευσε αργά, κοιτώντας τον Πέριν σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.

«Άρχοντα Πέριν;» είπε η Μάιντιν. Ο Πέριν την είχε ξεχάσει, κι αυτήν και τους φίλους της. Οι υπόλοιποι ήταν μαζεμένοι κοντά της και λίγο πιο πέρα, πεζοί οι περισσότεροι. Υπήρχαν ακόμα τρεις άντρες εκτός από τον τύπο που είχε ακολουθήσει τη Μάιντιν, δύο εκ των οποίων κρύβονταν πίσω από τα άλογά τους. Η Λίνι ήταν η πιο επιφυλακτική απ’ όλους κι είχε καρφώσει το ανήσυχο βλέμμα της επάνω του. Είχε φέρει το άλογό της κοντά σε αυτό της Μάιντιν, κι έμοιαζε έτοιμη να πάρει τα ηνία. Όχι για να σταματήσει τη νεότερη γυναίκα από το να ορμήσει μπροστά, αλλά για να ξεχυθεί η ίδια και να παρασύρει τη Μάιντιν μαζί της. Η ίδια η Μάιντιν έμοιαζε να είναι άνετη, αν και κοιτούσε τον Πέριν εξίσου εξεταστικά. Δεν ήταν να απορεί κανείς έπειτα απ’ όλες αυτές τις συζητήσεις περί Προφήτη και Αναγεννημένου Δράκοντα. Για να μην αναφέρουμε τη φιμωμένη Άες Σεντάι. Ο Πέριν περίμενε πως η γυναίκα θα έλεγε πως ήθελαν να φύγουν, και μάλιστα αμέσως, αλλά αυτή είπε: «Αποδεχόμαστε την ευγενική σου προσφορά. Μια δυο μέρες ανάπαυση στον καταυλισμό σου είναι ό,τι πρέπει».

«Όπως επιθυμείς, Κυρά Μάιντιν», απάντησε αυτός αργά. Ήταν δύσκολο να κρύψει την έκπληξή του. Κι ειδικά τώρα που είχε αναγνωρίσει τους δύο άντρες οι οποίοι προσπαθούσαν να κρατήσουν τα άλογά τους ανάμεσα σ’ αυτόν και στους ίδιους. Άραγε, ήταν ζήτημα τα’βίρεν η παρουσία τους εδώ; Όπως και να έχει, ήταν περίεργο. «Ναι, σίγουρα θα σας κάνει καλό».

Загрузка...