Η αγροικία του Σογιού, μια άναρχα εξαπλωμένη περιοχή περισσότερων από μια ντουζίνα μεγάλων κτηρίων από λευκό σοβά, με επίπεδες οροφές που λαμπύριζαν κάτω από τον ήλιο, απλωνόταν σε μια πλατιά κοιλάδα κυκλωμένη από τρεις χαμηλούς λόφους. Τέσσερις τεράστιες αποθήκες ήταν χτισμένες ακριβώς πάνω στην πλαγιά του ψηλότερου λόφου με την επίπεδη κορυφή και με τη μία πλευρά που κατέληγε σε απότομους γκρεμούς πέρα από τις αποθήκες. Λιγοστά ψηλά δέντρα, που δεν είχαν χάσει ακόμα όλα τους τα φύλλα, παρείχαν μια υποψία σκιάς στην αυλή του αγροκτήματος. Βόρεια κι ανατολικά, οι ελαιώνες έμοιαζαν να παρελαύνουν στις πλαγιές των λόφων. Μια ελαφρά κινητικότητα ήταν εμφανής στο αγρόκτημα, με τουλάχιστον εκατό ανθρώπους να πηγαινοέρχονται παρά την απογευματινή κάψα, ασχολούμενοι με τις καθημερινές τους δουλειές, αν και με ελάχιστη βιασύνη.
Θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ένα μικρό χωριό αντί για αγροικία, μόνο που δεν φαίνονταν πουθενά ούτε άντρες ούτε παιδιά. Όχι ότι η Ηλαίην περίμενε να δει κάτι άλλο. Ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός για τις γυναίκες του Σογιού που περνούσαν μέσα από το Έμπου Νταρ κατευθυνόμενες οπουδήποτε, πράγμα που σήμαινε πως δεν υπήρχαν αρκετές μέσα στην πόλη, αλλά αυτό ήταν μυστικό, όπως κι η ίδια η ύπαρξη του Σογιού. Δημοσίως, η αγροικία ήταν γνωστή σε ακτίνα μεγαλύτερη από διακόσια μίλια ως καταφύγιο γυναικών, ένα μέρος περισυλλογής και προσωρινής διαφυγής από τα βάσανα του κόσμου για λίγες μέρες, μια βδομάδα ή και παραπάνω. Η Ηλαίην μπορούσε να αγγίξει σχεδόν τη γαλήνη στην ατμόσφαιρα. Ίσως να μετάνιωνε που έφερνε τα προβλήματα του κόσμου σε αυτό το ήσυχο μέρος, όμως μαζί έφερνε και νέες ελπίδες.
Η πρώτη εμφάνιση των αλόγων, καθώς έρχονταν από τον γερτό λόφο, δεν δημιούργησε την αναταραχή που περίμενε η Κόρη-Διάδοχος. Κάποιες γυναίκες απλώς στάθηκαν να κοιτάξουν, αλλά τίποτα περισσότερο. Τα ρούχα τους ποίκιλλαν σε μεγάλο βαθμό —η Ηλαίην παρατήρησε ακόμα κι ανταύγειες από μετάξι εδώ κι εκεί— αλλά μερικές κουβαλούσαν καλάθια κι άλλες κουβάδες ή μεγάλους λευκούς μπόγους με ρούχα για πλύσιμο. Μια κρατούσε από τα πόδια ένα ζευγάρι δεμένες πάπιες στο κάθε της χέρι. Η αριστοκράτισσα κι η τεχνίτρια, η αγρότισσα κι η ζητιάνα, όλες ήταν το ίδιο ευπρόσδεκτες εδώ, μόνο που καθεμία έπρεπε να συνεισφέρει με τη δική της εργασία κατά τη διάρκεια της παραμονής της. Η Αβιέντα άγγιξε το μπράτσο της Ηλαίην κι έδειξε προς την κορυφή ενός λόφου, ένα πράγμα σαν αναποδογυρισμένη χοάνη λαξεμένη στη μια μεριά. Η Ηλαίην έβαλε το χέρι στο γείσο του καπέλου της κι, ένα λεπτό αργότερα, πρόσεξε κινητικότητα. Δεν ήταν άξιον απορίας που καμία δεν έδειχνε έκπληξη. Οι σκοπιές εκεί πάνω θα εντόπιζαν οποιονδήποτε ερχόταν από πολύ μακριά.
Μια γυναίκα μετρίου αναστήματος έσπευσε να τις ανταμώσει λίγο πριν από τα κτήρια της αγροικίας. Το φόρεμά της ήταν Εμπουνταρινού στυλ, με βαθύ και στενό ντεκολτέ, αλλά η σκούρα φούστα και τα μεσοφόρια με τα ζωηρά χρώματα ήταν αρκετά κοντά, ώστε να μη χρειάζεται να τα σηκώνει για να μη σκονίζονται. Δεν είχε πάνω της γαμήλιο μαχαίρι· οι κανόνες του Σογιού απαγόρευαν τον γάμο. Τα μυστικά που έπρεπε να κρατήσει το Σόι ήταν πάρα πολλά.
«Από δω η Άλις», μουρμούρισε η Ρεάνε, μπαίνοντας με το άλογό της ανάμεσα στην Ηλαίην και στη Νυνάβε. «Διοικεί το αγρόκτημα αυτήν την περίοδο. Είναι πολύ έξυπνη». Ύστερα, σαν δεύτερη σκέψη, πρόσθεσε πιο σιγανά: «Δεν αντέχει καθόλου τους ανόητους». Καθώς η Άλις πλησίαζε, η Ρεάνε ανασηκώθηκε πάνω στη σέλα κουκουβίζοντας τους ώμους της, σαν να προετοιμαζόταν για κάποια δοκιμασία.
Το μέτριο ανάστημα της Άλις ταίριαζε ακριβώς με την εικόνα που είχε η Ηλαίην κατά νου γι’ αυτήν τη γυναίκα. Σίγουρα δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα έκοβαν τη φόρα στη Ρεάνε, ακόμα κι αν δεν κατείχε τον τίτλο της Πρεσβύτερης του Πλεχτού Κύκλου. Ήταν ευθυτενής και μάλλον μεσήλικη, ούτε ισχνή ούτε ρωμαλέα, ούτε ψηλή ούτε κοντή. Μια ελαφρά γκριζάδα πιτσίλιζε τα σκούρα καστανά μαλλιά της, που ήταν δεμένα πίσω με ένα κομμάτι κορδέλα αλλά με τρόπο εντελώς πρακτικό. Το πρόσωπό της δεν είχε τίποτε το αξιοπρόσεκτο, παρ’ όλο που ήταν ευχάριστο· ένα πρόσωπο ήπιο, με κάπως μακρύ σαγόνι. Μόλις πρόσεξε τη Ρεάνε, έκανε έναν φευγαλέο μορφασμό έκπληξης και χαμογέλασε. Το χαμόγελό της έμοιαζε να μεταμορφώνει τα πάντα. Δεν την έκανε όμορφη, ούτε καν χαριτωμένη, αλλά η Ηλαίην ένιωσε μια ζεστασιά, μια ανακούφιση.
«Δεν περίμενα να σε δω... Ρεάνε», είπε η Άλις, διστάζοντας κάπως πριν προφέρει το όνομα. Προφανώς, δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον έπρεπε να χρησιμοποιήσει τον τίτλο της Ρεάνε παρουσία της Νυνάβε, της Ηλαίην και της Αβιέντα. Τις κοίταξε εξεταστικά με γρήγορες ματιές και συνέχισε να μιλάει. Στη φωνή της διακρινόταν μια Ταραμπονέζικη χροιά. «Η Μπέρογουιν μάς ανέφερε τις ταραχές στην πόλη, βέβαια, αλλά δεν θεώρησα ότι ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, ώστε να σας κάνουν να φύγετε. Ποιες είναι όλες αυτές...» Τα λόγια της κόπηκαν απότομα και τα μάτια της γούρλωσαν καθώς κοίταξε πέρα από τις γυναίκες.
Η Ηλαίην έριξε μια ματιά πίσω, παραλίγο ξεστομίζοντας μερικές καλοδιαλεγμένες φράσεις που είχε ακούσει από δω κι από κει, οι πιο πρόσφατες από τον Ματ Κώθον. Δεν τις καταλάβαινε όλες, ούτε καν τις περισσότερες —κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να εξηγήσει τι ακριβώς σήμαιναν— αλλά είχαν έναν τρόπο να ελαφραίνουν την έντονη συγκίνηση. Οι Πρόμαχοι είχαν πετάξει από πάνω τους τους μανδύες με τα εναλλασσόμενα χρώματα, κι οι αδελφές είχαν φορέσει τις κουκούλες από τους μανδύες της σκόνης, όπως ακριβώς είχαν διαταχθεί. Ακόμα κι η Σάριθα, η οποία δεν είχε λόγο να κρύψει το νεανικό της πρόσωπο, το έκανε, αλλά η Κάρεαν δεν τράβηξε την κουκούλα εντελώς· τα αγέραστα χαρακτηριστικά της έμοιαζαν να περιβάλλονται από ένα πλαίσιο. Κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι έβλεπαν, εκτός κι αν είχε θητεύσει στον Πύργο. Η Κάρεαν, υπό το αγριωπό βλέμμα της Ηλαίην, τράβηξε ακόμα περισσότερο την κουκούλα, αλλά το κακό είχε ήδη γίνει.
Υπήρχαν κι άλλες με κοφτερή ματιά στο αγρόκτημα, εκτός από την Άλις. «Άες Σεντάι!» ούρλιαξε μια γυναίκα τόσο έντονα, σαν να ανήγγελλε το τέλος του κόσμου. Ίσως και να ήταν το τέλος. Του δικού της κόσμου. Οι τσιρίδες εξαπλώθηκαν σαν σκόνη που την παρασύρει ο άνεμος και, σε ελάχιστο χρόνο, η αγροικία έγινε μυρμηγκοφωλιά που κάποιος την είχε κλωτσήσει. Εδώ κι εκεί, όλο και κάποια γυναίκα λιποθυμούσε, αλλά οι περισσότερες έτρεχαν αλλόφρονες, ουρλιάζοντας, ρίχνοντας κάτω ό,τι κουβαλούσαν, πέφτοντας η μία πάνω στην άλλη, σωριάζονταν στο έδαφος και ξανασηκώνονταν για να συνεχίσουν να τρέχουν. Πάπιες και κότες πετάριζαν, ενώ μαύρες γίδες με κοντά κέρατα παραμέριζαν έξαλλες για να μην τσαλαπατηθούν. Και, μέσα σε όλη αυτήν τη φασαρία, μερικές γυναίκες απλώς κοιτούσαν με ανοικτό το στόμα —όσες, προφανώς, είχαν έρθει στο καταφύγιο δίχως να γνωρίζουν τίποτα περί Σογιού— αν και κάμποσες από δαύτες είχαν αρχίσει να παγιδεύονται στη φρενίτιδα.
«Μα το Φως!» γαύγισε η Νυνάβε τινάζοντας την πλεξούδα της. «Κάποιες τρέχουν προς τους ελαιώνες! Σταματήστε τες! Το τελευταίο που θέλουμε είναι να δημιουργηθεί πανικός! Φέρτε τους Προμάχους! Γρήγορα, γρήγορα!» Ο Λαν ανασήκωσε το φρύδι του ερωτηματικά, αλλά η γυναίκα έκανε προς το μέρος του μια χειρονομία που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Γρήγορα! Πριν το σκάσουν όλες!» Νεύοντας σαν να κουνούσε απλώς το κεφάλι του, ο άντρας σπιρούνισε τον Μαντάρμπ για να καλπάσει προς το μέρος των υπολοίπων, παίρνοντας μια στροφή ώστε να αποφύγει το πανδαιμόνιο που εξαπλωνόταν ολοένα ανάμεσα στα κτήρια.
Η Ηλαίην ανασήκωσε τους ώμους της στην Μπιργκίτε και της έκανε νόημα να ακολουθήσει. Συμφωνούσε με τον Λαν. Ήταν μάλλον αργά να προσπαθήσουν να σταματήσουν τον πανικό, κι οι έφιπποι Πρόμαχοι σίγουρα δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να προσπαθήσουν να συμμαζέψουν όλο αυτό το θηλυκό μπουλούκι. Ωστόσο, δεν έβλεπε πώς θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση, και δεν είχε νόημα να τις αφήσει να τρέχουν από δω κι από κει στην ύπαιθρο. Όλες θα ήθελαν να ακούσουν τα νέα που έφερναν η ίδια κι η Νυνάβε.
Η Άλις δεν εκδήλωνε επ’ ουδενί τάση φυγής, ούτε καν με νευρικές κινήσεις. Είχε χλωμιάσει κάπως, αλλά εξακολουθούσε να κοιτάζει τη Ρεάνε με σταθερό κι αποφασιστικό βλέμμα. «Γιατί;» ρώτησε ρουφώντας μια κοφτή ανάσα. «Γιατί, Ρεάνε; Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα έκανες κάτι τέτοιο! Μήπως σε δωροδόκησαν; Σου πρόσφεραν ασυλία; Μήπως σου υποσχέθηκαν ελευθερία, ενώ εμείς θα πληρώνουμε το τίμημα; Το πιθανότερο είναι πως δεν θα το επιτρέψουν, αλλά ορκίζομαι πως θα σε καλέσω σε απολογία. Ναι, εσένα! Οι νόμοι ισχύουν και για σένα, Πρεσβύτερη! Αν τα καταφέρω, σου ορκίζομαι πως αυτό το χαμόγελλό σου δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμη!» Το βλέμμα της ήταν πολύ σκληρό. Ατσάλινο, για την ακρίβεια.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», είπε βιαστικά η Ρεάνε ξεπεζεύοντας κι αφήνοντας τα γκέμια να πέσουν. Έπιασε τα χέρια της Άλις στα δικά της και τα κράτησε, παρά τις προσπάθειες της άλλης γυναίκας να τα ελευθερώσει. «Ω, δεν ήθελα με τίποτα να γίνει αυτό. Ξέρουν, Άλις. Σχετικά με το Σόι, εννοώ. Ο Πύργος το γνώριζε ανέκαθεν. Γνώριζε τα πάντα. Σχεδόν. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα». Στο άκουσμα αυτών, τα φρύδια της Άλις έμοιαζαν να προσπαθούν να σκαρφαλώσουν πάνω στο κρανίο της, αλλά η Ρεάνε εξακολούθησε να μιλάει, ακτινοβολώντας ενθουσιασμό κάτω από το μεγάλο ψάθινο καπέλο της. «Μπορούμε να επιστρέψουμε, Άλις. Να προσπαθήσουμε ξανά. Έτσι μας είπαν». Τα κτήρια της αγροικίας άδειαζαν, καθώς οι γυναίκες έβγαιναν έξω βιαστικές για να μάθουν τι τρέχει, κι έπειτα το έσκαγαν μαζί με τις άλλες χωρίς να σταματούν πουθενά, παρά μόνο για να ανασηκώσουν τις φούστες τους. Οι κραυγές που ακούγονταν από τους ελαιώνες μαρτυρούσαν πως οι Πρόμαχοι είχαν πιάσει δουλειά, αλλά δεν παρείχαν καμία ένδειξη του τι είχαν καταφέρει προς το παρόν. Ίσως όχι πολλά. Η Ηλαίην διαισθάνθηκε την αυξανόμενη απογοήτευση εκ μέρους της Μπιργκίτε, όπως επίσης και τον εκνευρισμό. Η Ρεάνε έριξε μια ματιά στην αναταραχή κι αναστέναξε. «Πρέπει να τις μαζέψουμε, Άλις. Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω».
«Αυτό βολεύει την αφεντιά σου και μερικές άλλες», αποκρίθηκε η Άλις γεμάτη αμφιβολία. «Αν, φυσικά, είναι αλήθεια. Τι θα γίνει μ’ εμάς τις υπόλοιπες; Αν μάθαινα πιο γρήγορα, ο Πύργος θα μου επέτρεπε να μείνω παραπάνω». Έριξε μια βλοσυρή ματιά στις κουκουλοφόρες πλέον αδελφές και το βλέμμα που αντιγύρισε στη Ρεάνε ήταν έκδηλα οργισμένο. «Και γιατί να πάμε πίσω; Για να μας πουν ξανά ότι δεν είμαστε αρκετά δυνατές και να μας ξαποστείλουν; Ή για να μας κρατήσουν ως μαθητευόμενες εφ’ όρου ζωής; Μπορεί κάποιες να το δεχτούν, αλλά εγώ όχι. Γιατί να επιστρέψουμε, Ρεάνε; Υπάρχει λόγος;»
Η Νυνάβε ξεπέζεψε τραβώντας τη φοράδα της μπροστά και τεντώνοντας τα γκέμια, κι η Ηλαίην τη μιμήθηκε, οδηγώντας τη Λέαινα κάπως πιο μαλακά. «Για να γίνεις μέρος του Πύργου, αν το επιθυμείς», απάντησε ανυπόμονα η Νυνάβε, προτού ακόμα πλησιάσει τις δύο γυναίκες του Σογιού. «Για να γίνεις Άες Σεντάι ίσως. Προσωπικά, δεν καταλαβαίνω γιατί χρειάζεται να αποδείξεις τη δύναμή σου, εφ’ όσον μπορείς να περάσεις όλες αυτές τις ανόητες δοκιμασίες. Ειδάλλως, μην επιστρέψεις. Πολύ που με νοιάζει αν θα το βάλεις στα πόδια. Αρκεί να κάνω εγώ τη δουλειά μου». Στηρίχθηκε στα πόδια της, έβγαλε το καπέλο κι ακούμπησε τις γροθιές στους γοφούς της. «Χάνουμε τον χρόνο μας, Ρεάνε, και μας περιμένει πολλή δουλειά. Είσαι σίγουρη πως υπάρχει κάποια χρήσιμη εδώ γύρω; Μίλα. Αν δεν είσαι, καλύτερα να τελειώνουμε με αυτήν την ιστορία. Μπορεί να μη βιαζόμαστε τόσο, αλλά τώρα που έχουμε στην κατοχή μας το αντικείμενο, καλύτερα να τελειώνουμε».
Μόλις η Νυνάβε κι η Ηλαίην συστήθηκαν ως Άες Σεντάι, μάλιστα ως εκείνες που είχαν υποσχεθεί τα προαναφερθέντα, η Άλις άφησε έναν πνιχτό ήχο κι άρχισε να χαϊδεύει τη μάλλινη φούστα της λες και τα χέρια της ήθελαν να σφίξουν τον λαιμό της Ρεάνε. Άνοιξε οργισμένη το στόμα της για να μιλήσει, αλλά το έκλεισε απότομα δίχως να βγάλει ήχο μόλις ήρθε κοντά τους η Μέριλιλ. Η αυστηρότητα στο βλέμμα της δεν χάθηκε εντελώς, αλλά ανακατεύτηκε με μια δόση δέους κι εμφανούς ανησυχίας.
«Νυνάβε Σεντάι», είπε ήρεμα η Μέριλιλ, «οι Άθα’αν Μιέρε ανυπομονούν... να ξεπεζέψουν. Νομίζω πως μερικές θα σου ζητήσουν Θεραπεία». Ένα φευγαλέο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της.
Αυτό απάντησε στην ερώτησή της, μολονότι η Νυνάβε άρχισε να γκρινιάζει υπερβολικά για το τι θα έκανε στο επόμενο άτομο που θα την αμφισβητούσε. Η Ηλαίην θα μπορούσε κάλλιστα να πει με τη σειρά της κάμποσα λογάκια, αλλά η αλήθεια ήταν πως η Νυνάβε φάνταζε αρκετά ανόητη συνεχίζοντας τη διαφωνία της με τη Μέριλιλ και με τη Ρεάνε, οι οποίες την περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει, ενώ η Άλις κοιτούσε έκπληκτη και τις τρεις. Το θέμα τακτοποιήθηκε, μολονότι ίσως να έπαιξαν ρόλο κι οι πεζές Ανεμοσκόποι, που έσερναν τα άλογά τους πίσω τους. Κάθε ίχνος χάρης είχε εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια του έφιππου περιπάτου, και γι’ αυτό έφταιγαν οι σκληρές σέλες —τα πόδια τους έμοιαζαν εξίσου άκαμπτα με τα πρόσωπά τους— ωστόσο, κανείς δεν θα μπορούσε να τις περάσει για κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν.
«Αφού βλέπω είκοσι Θαλασσινές τόσο μακριά από τη θάλασσα», μουρμούρισε η Άλις, «μπορώ πλέον να πιστέψω οτιδήποτε». Η Νυνάβε ρουθούνισε, αλλά δεν είπε τίποτα, πράγμα ιδιαίτερα ανακουφιστικό για την Ηλαίην. Η γυναίκα έμοιαζε να δυσκολεύεται πολύ να αποδεχτεί τα γεγονότα, κι ας τις είχε αποκαλέσει Άες Σεντάι η Μέριλιλ. Ούτε οι ύβρεις ούτε τα νεύρα θα βοηθούσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
«Τότε, Θεράπευσέ τες», είπε η Νυνάβε στη Μέριλιλ. Οι ματιές τους στράφηκαν προς το μέρος των γυναικών που κούτσαιναν, κι η Νυνάβε πρόσθεσε: «Αν το ζητήσουν. Ευγενικά». Η Μέριλιλ χαμογέλασε ξανά, αλλά η Νυνάβε δεν ασχολούνταν πλέον με τις Θαλασσινές, προτιμώντας να κοιτάει με βλέμμα βλοσυρό την αγροικία, που μόνο άδεια δεν ήταν πια. Λίγες γίδες εξακολουθούσαν να περιπλανιούνται ολόγυρα στην αυλή της αγροικίας, που ήταν γεμάτη σκουπίδια, πεταμένες μπουγάδες, τσουγκράνες και σκούπες, χυμένους κουβάδες και καλάθια —για να μην αναφέρουμε τα σωριασμένα σώματα των λιπόθυμων γυναικών του Σογιού— και κάμποσα κοτόπουλα είχαν επιστρέψει στις ασχολίες τους, να ξύνουν το χώμα και να τσιμπολογούν. Οι μόνες γυναίκες που δεν είχαν χάσει τις αισθήσεις τους και τριγύριζαν ανάμεσα στα κτήρια του αγροκτήματος, δεν ανήκαν στο Σόι. Κάποιες φορούσαν ρούχα από κεντητό λινό ή μετάξι, ενώ άλλες τραχιά μάλλινα της επαρχίας, αλλά το γεγονός πως δεν το είχαν βάλει στα πόδια μιλούσε από μόνο του. Η Ρεάνε είπε πως, ανά πάσα στιγμή, οι μισές απ’ όσες βρίσκονταν στην αγροικία θα μπορούσαν να προστεθούν στην κατηγορία των λιπόθυμων. Οι περισσότερες έμοιαζαν ζαλισμένες.
Παρά την γκρίνια της, η Νυνάβε δεν έχασε χρόνο κι ανέλαβε την Άλις. Ίσως, όμως, συνέβη το αντίθετο. Δεν ήταν εύκολο να πεις, μια και το συγκεκριμένο μέλος του Σογιού δεν έδειχνε προς τις Άες Σεντάι σεβασμό ανάλογο με εκείνον των γυναικών του Πλεχτού Κύκλου. Μπορεί να ήταν ακόμα μουδιασμένη από την ξαφνική αλλαγή των περιστάσεων. Όπως και να είχε, απομακρύνθηκαν παρέα, με τη Νυνάβε να οδηγεί τη φοράδα της και να χειρονομεί κρατώντας το καπέλο με το άλλο της χέρι, δίνοντας εντολές στην Άλις πώς να συμμαζέψει τις γυναίκες που είχαν σκορπίσει από δω κι από κει, και τι να τις κάνει μόλις συγκεντρώνονταν. Η Ρεάνε ήταν σίγουρη πως υπήρχε εκεί τουλάχιστον μία γυναίκα αρκετά ισχυρή για να μετάσχει στον κύκλο, η Γκαρένια Ροσόιντε, πιθανόν κι άλλες δύο. Στην πραγματικότητα, η Ηλαίην ήλπιζε να είχαν φύγει όλες. Η Άλις πότε ένευε και πότε κοιτούσε τη Νυνάβε με βλέμμα ήρεμο, κάτι που η τελευταία δεν φαινόταν να προσέχει.
Ενόσω περίμεναν να μαζευτούν κι οι υπόλοιπες, βρήκαν την ευκαιρία να ψάξουν λίγο ακόμα ανάμεσα στα πανέρια. Όταν, όμως, η Ηλαίην στράφηκε προς το μέρος των υποζυγίων, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να οδηγούνται στα κτήρια, παρατήρησε πως ο Πλεχτός Κύκλος, η Ρεάνε κι όλες οι άλλες, κατευθύνονταν πεζή προς την αγροικία· μερικές έτρεχαν βιαστικά προς κάποιες γυναίκες που κείτονταν στο έδαφος, κι άλλες προς κάποιες που τις κοιτούσαν άναυδες. Ναι, ήταν όλες εκεί, μα ούτε ίχνος της Ισπάν. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε κάτι περισσότερο από μια ματιά για να την εντοπίσει. Βρισκόταν ανάμεσα στην Αντελέας και στη Βαντέν, καθεμία εκ των οποίων την κρατούσε από το χέρι καθώς την μισοέσερναν, με τους μανδύες της σκόνης να ανεμίζουν πίσω τους.
Οι ασπρομάλλες αδελφές είχαν δημιουργήσει σύνδεσμο καθώς η λάμψη του σαϊντάρ τις περικύκλωνε, εξαιρώντας την Ισπάν. Δεν υπήρχε τρόπος να διακρίνεις ποια ηγούνταν του μικρού κύκλου και κρατούσε τη θωράκιση πάνω στη Σκοτεινόφιλη, αλλά ήταν τόσο γερή που ούτε Αποδιωγμένος δεν θα την έσπαγε. Σταμάτησαν για να μιλήσουν σε μια στιβαρή γυναίκα με απέριττο μάλλινο φόρεμα, η οποία έχασκε κοιτώντας το πέτσινο σακί που κάλυπτε το κεφάλι της Ισπάν, χωρίς όμως να σταματήσει τις υποκλίσεις. Τους έδειξε ένα από τα λευκοσοβατισμένα κτήρια.
Η Ηλαίην αντάλλαξε ματιές με την Αβιέντα. Οι δικές της ήταν κάπως θυμωμένες. Μερικές φορές, το πρόσωπο της Αβιέντα γινόταν τόσο πέτρινο, ώστε δύσκολα καταλάβαινε κανείς τι αισθανόταν. Αφού παρέδωσαν τα άλογά τους σε δύο από τους σταβλίτες του παλατιού, πλησίασαν βιαστικά την τριάδα. Κάποιες γυναίκες που δεν ανήκαν στο Σόι προσπάθησαν να τις ρωτήσουν τι συνέβαινε, μερικές με πολύ ενοχλητικό τρόπο, αλλά η Ηλαίην δεν τους έδωσε σχεδόν καθόλου σημασία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα περιφρονητικά ρουθουνίσματα εκ μέρους τους. Και τι δεν θα έδινε για να είχε ήδη εκείνο το αγέραστο πρόσωπο! Η σκέψη αυτή ανασκάλεψε ενδόμυχα κάτι μέσα στο μυαλό της, αλλά, με το που προσπάθησε να το διερευνήσει, αυτό χάθηκε.
Μόλις άνοιξε την απλή ξύλινη πόρτα, πίσω από την οποία είχε εξαφανιστεί η τριάδα, πρόσεξε πως η Αντελέας κι η Βαντέν είχαν καθίσει την Ισπάν σε μια καρέκλα με πλάτη σαν ανεμόσκαλα, με το κεφάλι της ακάλυπτο και με το σακί να κείτεται πάνω σε ένα στενό τρίποδο τραπεζάκι μαζί με τους λινούς μανδύες τους. Στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα παράθυρο, τοποθετημένο στο ταβάνι, αλλά μια κι ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, το φως ήταν αρκετό. Τα ράφια σχημάτιζαν σειρές στους τοίχους, με στοίβες από μεγάλα χάλκινα δοχεία κι από ογκώδεις λευκές γαβάθες. Κρίνοντας από τη μυρωδιά του ψημένου ψωμιού, η μοναδική άλλη πόρτα θα πρέπει να οδηγούσε στην κουζίνα.
Η Βαντέν, στο άκουσμα της πόρτας, κοίταξε γύρω της ξαφνιασμένη και, βλέποντας τις νεοφερμένες, τα χαρακτηριστικά της έγιναν εντελώς ανέκφραστα. «Η Σουμέκο είπε πως τα βότανα που έδωσε η Νυνάβε στην Ισπάν σύντομα θα πάψουν να επιδρούν», είπε, «και μου φαίνεται πως θα είναι καλύτερο να της κάνουμε μερικές ερωτήσεις πριν μουδιάσουμε ξανά το μυαλό της. Νομίζω πως τώρα έχουμε χρόνο. Καλύτερα να μάθουμε τι σκόπευε να κάνει το...», το στόμα της συστράφηκε σε μια γκριμάτσα αηδίας, «...Μαύρο Άτζα στο Έμπου Νταρ. Και τι ακριβώς γνωρίζουν».
«Αμφιβάλλω αν γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού εδώ του αγροκτήματος, εφόσον ούτε εμείς ήμασταν ενήμερες», είπε η Αντελέας χτυπώντας σκεφτική το δάχτυλό της πάνω στα χείλη της και κοιτώντας με ύφος εξεταστικό τη γυναίκα στην καρέκλα. «Καλύτερα όμως να σιγουρευτούμε τώρα παρά να κλαίμε αργότερα, όπως έλεγε κι ο πατέρας μας». Από το βλέμμα της θα έλεγες πως παρατηρούσε γεμάτη περιέργεια ένα ζώο που δεν είχε δει ποτέ στο παρελθόν, ένα πλάσμα που δεν φανταζόταν καν πως υπήρχε.
Τα χείλη της Ισπάν σούφρωσαν. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μωλωπισμένο της πρόσωπο κι οι μαύρες πλεξούδες της με τις χάντρες ήταν ανακατωμένες. Τα ρούχα της ήταν άτακτα πεταμένα στο πάτωμα αλλά, παρά τα τσιμπλιασμένα της μάτια, δεν ήταν τόσο ζαλισμένη όσο πριν. «Το Μαύρο Άτζα είναι ένα μύθευμα, και μάλιστα ποταπό», είπε σαρκαστικά με φωνή κάπως βραχνή. Θα πρέπει να ήταν πολύ ζεστά μέσα σε εκείνο τον δερμάτινο σάκο, κι η γυναίκα δεν είχε πιει νερό από τότε που έφυγαν από το Παλάτι Τάρασιν. «Προσωπικά, εκπλήσσομαι που το έχετε πάρει στα σοβαρά. Κι αποδίδετε την κατηγορία σ’ εμένα! Ό,τι έχω πράξει, το έπραξα κατόπιν εντολών της Έδρας τής Άμερλιν».
«Της Ελάιντα;» αναφώνησε δύσπιστα η Ηλαίην. «Έχεις το θράσος να ισχυρίζεσαι πως η Ελάιντα σε διέταξε να δολοφονήσεις αδελφές και να ληστέψεις τον Πύργο; Η Ελάιντα σε διέταξε να κάνεις όσα έκανες στο Δάκρυ και στο Τάντσικο; Ή, μήπως, εννοείς τη Σιουάν; Τα ψέματά σου είναι αξιοθρήνητα! Έχεις καταπατήσει τους Τρεις Όρκους, ούτως ή άλλως, κι αυτό σε κατατάσσει στο Μαύρο Άτζα».
«Δεν είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω στις ερωτήσεις σου», είπε σκυθρωπή η Ισπάν, ζαρώνοντας τους ώμους της. «Είστε στασιάστριες ενάντια στη νόμιμη Έδρα της Άμερλιν. Θα τιμωρηθείτε, ίσως και να σιγανευτείτε. Ειδικά αν μου κάνετε κακό. Υπηρετώ την Έδρα της Άμερλιν κι, αν με βλάψετε, η τιμωρία σας θα είναι αυστηρή».
«Θα απαντήσεις σε οποιαδήποτε ερώτηση υποβάλει η κονταδελφή μου». Η Αβιέντα ήλεγξε με τον αντίχειρα το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της, μα τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην Ισπάν. «Οι υδρόβιοι φοβούνται τον πόνο. Δεν ξέρουν πώς να τον αποδεχτούν. Θα απαντήσεις σε ό,τι σε ρωτήσουν». Ούτε την αγριοκοίταζε ούτε γρύλιζε, απλώς μιλούσε, αλλά η Ισπάν ζάρωσε στο κάθισμά της.
«Φοβάμαι πως αυτό τίθεται εκτός νόμου, ακόμα κι αν δεν επρόκειτο για μυημένη του Πύργου», είπε η Αντελέας. «Απαγορεύεται να χυθεί αίμα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας ανάκρισης ή να επιτρέψουμε σε άλλους να το κάνουν για λογαριασμό μας». Ακουγόταν κάπως διστακτική, μολονότι η Ηλαίην δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό οφειλόταν στην απαγόρευση ή στην παραδοχή πως η Ισπάν ήταν μυημένη. Η ίδια δεν θεωρούσε πως η Ισπάν εξακολουθούσε να ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Υπήρχε ένα γνωμικό, πως καμιά γυναίκα δεν ξεμπερδεύει με τον Πύργο αν πρώτα δεν ξεμπερδέψει αυτός μαζί της, αλλά η αλήθεια ήταν πως, από τη στιγμή που ένιωθες το άγγιγμα του Λευκού Πύργου, δεν ξεμπέρδευες ποτέ.
Μια αυλακιά χάραξε την περιοχή ανάμεσα στα φρύδια της καθώς κοιτούσε εξεταστικά τη Μαύρη αδελφή, τόσο εξαθλιωμένη αλλά και τόσο σίγουρη για τον εαυτό της. Η Ισπάν ορθώθηκε κάπως κι εξακόντισε ματιές γεμάτες χαιρέκακη περιφρόνηση προς το μέρος της Αβιέντα — και της Ηλαίην. Ποτέ στο παρελθόν, όταν πίστευε πως μόνο η Νυνάβε κι η Ηλαίην την είχαν υπό την εποπτεία τους, δεν είχε δείξει τέτοια νηφαλιότητα· είχε ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της μόλις θυμήθηκε ότι παρίσταντο κι οι γηραιότερες αδελφές. Αδελφές οι οποίες θεωρούσαν τον νόμο του Λευκού Πύργου κομμάτι του εαυτού τους. Αυτός ο νόμος δεν απαγόρευε μονάχα να χυθεί αίμα, αλλά και να σπάσουν κόκαλα, καθώς και διάφορα άλλα πράγματα που κάθε Λευκομανδίτης Εξεταστής θα ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να κάνει. Πριν από κάθε συνεδρίαση έπρεπε να προσφερθεί Θεραπεία, κι αν η ανάκριση ξεκινούσε με την ανατολή του ήλιου, έπρεπε να τελειώσει πριν από τη δύση κι αντιστρόφως. Ο νόμος ήταν ακόμα πιο περιοριστικός όταν αφορούσε σε μυημένες του Πύργου —αδελφές, Αποδεχθείσες και μαθητευόμενες— καταδικάζοντας τη χρήση του σαϊντάρ στην ανάκριση, στην τιμωρία ή σε οποιαδήποτε ποινή. Ε, καμιά φορά μια αδελφή μπορούσε να χρησιμοποιήσει ακροθιγώς τη Δύναμη πάνω σε μια μαθητευόμενη —αν η δεύτερη την είχε φέρει στα όριά της— ή να της δώσει μια βιτσιά στον πισινό, αλλά τίποτε περισσότερο. Η Ισπάν τής χαμογελούσε. Της χαμογελούσε! Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αντελέας, Βαντέν, θέλω ν’ αφήσετε εμένα και την Αβιέντα μόνες με την Ισπάν». Το στομάχι της κόντευε να δεθεί κόμπος. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος να πιέσουν τη γυναίκα, έτσι ώστε να μάθουν όσα ήθελαν δίχως να παραβιάσουν τους νόμους του Πύργου. Πώς όμως; Όσες επρόκειτο να ανακριθούν από τον ίδιο τον Πύργο, άρχιζαν συνήθως να μιλούν πριν ακόμα ακουμπήσει δάχτυλο επάνω τους —όλος ο κόσμος ήξερε πως κανείς δεν άντεχε την ανάκριση του Πύργου· κανείς!— αλλά πολύ σπάνια επρόκειτο για μυημένες. Άκουγε και μια άλλη φωνή μέσα στο κεφάλι της, όχι της Λίνι αυτήν τη φορά, μα της μητέρας της. Ό,τι διατάζεις να γίνει, πρέπει να είσαι πρόθυμη να το κάνεις με το ίδιο σου το χέρι. Ως βασίλισσα, ό,τι διατάζεις να γίνει, το έκανες εσύ. Αν παρέβαινε τον νόμο... Να τη πάλι η φωνή της Μοργκέις. Ακόμα και μια βασίλισσα δεν μπορεί να είναι υπεράνω τον νόμου, αλλιώς δεν υπάρχει νόμος. Κι η φωνή της Λίνι. Μπορείς να κάνεις ό,τι επιθυμείς, παιδί μου. Αρκεί να είσαι πρόθυμη να πληρώσεις το τίμημα. Έβγαλε το καπέλο της δίχως να λύσει τις κορδέλες. Χρειαζόταν να καταβάλει προσπάθεια για να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. «Μόλις... μόλις τελειώσουμε με τις ερωτήσεις που πρέπει να της κάνουμε, μπορείτε να την πάρετε πάλι πίσω, στον Πλεχτό Κύκλο». Κατόπιν, η Ισπάν θα παραδιδόταν στη Μέριλιλ. Οποιεσδήποτε πέντε αδελφές μπορούσαν να εκτελέσουν χρέη δικαστών για την επιβολή ποινής, αν τους το ζητούσαν.
Το κεφάλι της Ισπάν τινάχτηκε, τα πρησμένα μάτια της πετάγονταν πότε στην Ηλαίην και πότε στην Αβιέντα, γουρλώνοντας με αργό ρυθμό μέχρι που φάνηκε το ασπράδι. Δεν ήταν πια τόσο σίγουρη για τον εαυτό της.
Η Βαντέν με την Αντελέας αντάλλαξαν σιωπηλά βλέμματα, με τον τρόπο των ανθρώπων που έχουν περάσει τόσο πολύ καιρό μαζί, ώστε δεν χρειάζεται να ανταλλάσσουν λόγια. Έπειτα, η Βαντέν πήρε την Ηλαίην και την Αβιέντα από το μπράτσο. «Μπορώ να σας μιλήσω έξω ιδιαιτέρως για λίγο;» μουρμούρισε. Έμοιαζε με ερώτηση, αλλά ήδη τις τραβούσε προς την πόρτα.
Έξω, στην αυλή της αγροικίας, υπήρχαν περισσότερες από είκοσι γυναίκες του Σογιού, μαζεμένες κοντά-κοντά σαν πρόβατα. Δεν φορούσαν όλες Εμπουνταρινά ρούχα, αλλά δύο από αυτές είχαν τις κόκκινες ζώνες των Σοφών. Η Ηλαίην αναγνώρισε την Μπέρογουιν, μια εύσαρκη μικροκαμωμένη γυναίκα, που συνήθως επεδείκνυε μια έπαρση πολύ μεγαλύτερη από την ικανότητά της στη Δύναμη. Όχι τώρα όμως. Όπως συνέβαινε και με τις υπόλοιπες, το πρόσωπό της ήταν τρομοκρατημένο, τα μάτια της κινούνταν αστραπιαία προς πάσα κατεύθυνση, παρ’ ότι ολόκληρος ο Πλεχτός Κύκλος τις περικύκλωνε συζητώντας επίμονα. Λίγο πιο κάτω, στον δρόμο, η Νυνάβε με την Άλις πάσχιζαν να συμμαζέψουν διπλάσιο αριθμό γυναικών στο εσωτερικό ενός από τα μεγαλύτερα κτήρια. Η λέξη «πάσχιζαν» έμοιαζε η πλέον κατάλληλη.
«...δεκάρα δεν δίνω πόση περιουσία έχεις», φώναζε η Νυνάβε σε μια ψηλομύτα που φορούσε πρασινωπά μετάξια. «Μπες μέσα και μείνε εκεί, αλλιώς θα σε βάλω με τις κλωτσιές!»
Η Άλις απλά έπιασε την ντυμένη στα πράσινα γυναίκα από τον αυχένα και την πέρασε βιαστικά από την πόρτα, παρά την πολυλογία και τις έντονες διαμαρτυρίες. Ένα δυνατό κρώξιμο ακούστηκε, σαν χήνα που την ποδοπατάς κατά λάθος, κι ύστερα η Άλις εμφανίστηκε ξανά ξεσκονίζοντας τα χέρια της. Κατόπιν τούτου, οι υπόλοιπες δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα.
Η Βαντέν τις απελευθέρωσε, κοιτώντας εξεταστικά τα μάτια τους. Η λάμψη την περικύκλωνε ακόμα, ωστόσο η Αντελέας θα πρέπει να συγκέντρωνε ήδη τις κοινές τους ροές. Η Βαντέν θα μπορούσε να έχει διατηρήσει τη θωράκιση χωρίς να τη βλέπει, άπαξ και την είχε υφάνει, αλλά αν το είχε κάνει εκείνη, η Αντελέας θα ήταν αυτή που θα τις έβγαζε έξω. Η Βαντέν μπορούσε να απομακρυνθεί κάμποσες εκατοντάδες βήματα προτού ο σύνδεσμος αρχίσει να εξασθενεί — δεν θα έσπαγε, ακόμα κι αν η ίδια με την αδελφή της πήγαιναν στα δύο άκρα της γης, παρ’ όλο που θα ήταν άχρηστος πολύ πριν από αυτό— όμως, παρέμεινε δίπλα στην πόρτα. Έμοιαζε σκεφτική, σαν να προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια μέσα στο κεφάλι της.
«Ανέκαθεν θεωρούσα καλύτερο ν’ αναλαμβάνουν γυναίκες με πείρα τον χειρισμό τέτοιων καταστάσεων», είπε τελικά. «Οι νέες έχουν αίμα που βράζει, οπότε μπορούν εύκολα να παρασυρθούν και να το παρακάνουν. Μερικές φορές συνειδητοποιούν πως δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν αρκετά, γιατί απλούστατα δεν έχουν δει αρκετά. Το χειρότερο είναι όταν... τους αρέσει. Όχι ότι πιστεύω πως κάποια από εσάς έχει ανάλογα ελαττώματα». Έριξε στην Αβιέντα ένα βλέμμα γεμάτο σημασία δίχως να πάψει να μιλάει· εκείνη θηκάρωσε βιαστικά το μαχαίρι της ζώνης της. «Η Αντελέας κι εγώ έχουμε δει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε γιατί πρέπει να κάνουμε όσα πρέπει να γίνουν, κι έχουμε πάψει από καιρό να είμαστε θερμόαιμες. Ίσως πρέπει ν’ αφήσεις το θέμα επάνω μας. Θα είναι πολύ καλύτερα έτσι». Η Βαντέν φάνηκε να θεωρεί ότι η υπόδειξή της είχε γίνει δεκτή. Ένευσε και στράφηκε προς την πόρτα.
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να εξαφανιστεί πίσω της, όταν η Ηλαίην διαισθάνθηκε τη χρήση της Δύναμης στο εσωτερικό, μια ύφανση που θα πρέπει να κάλυπτε το δωμάτιο. Σίγουρα επρόκειτο για ξόρκι ενάντια στο κρυφάκουσμα. Δεν ήθελαν με τίποτα να φτάσουν τα λόγια της Ισπάν σε αδέσποτα αυτιά. Κατόπιν, αντιλήφθηκε απότομα ένα άλλο είδος χρήσης· ξαφνικά, η σιωπή από το εσωτερικό του δωματίου έγινε πιο δυσοίωνη από τις ενδεχόμενες κραυγές που έφραζε το ξόρκι.
Πίεσε το καπέλο πάνω στο κεφάλι της. Δεν ένιωθε μεν τον καύσωνα, αλλά η εκθαμβωτική λάμψη του ήλιου ξαφνικά της προκάλεσε ναυτία. «Βοήθησέ με να επιθεωρήσω τι κουβαλούν τα υποζύγια, αν έχεις την καλοσύνη», είπε δίχως να πάρει ανάσα. Ο τόνος της φωνής της δεν υποδήλωνε διαταγή —ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε υπ’ όψιν της να κάνει— όμως αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Η Αβιέντα ένευσε με εκπληκτική σβελτάδα· έδειχνε πως κι εκείνη ήθελε να απομακρυνθεί από την απειλητική σιωπή.
Οι Ανεμοσκόποι περίμεναν με έκδηλη ανυπομονησία όχι πολύ μακριά από το σημείο που οι υπηρέτες είχαν συγκεντρώσει τα υποζύγια, ρίχνοντας τριγύρω αγέρωχες ματιές και με τα μπράτσα σταυρωμένα κάτω από τα στήθη τους, μιμούμενες τη στάση της Ρενάιλ. Η Άλις πήγε κοντά τους και, με ένα φευγαλέο βλέμμα, ξεχώρισε τη Ρενάιλ ως ηγέτιδά τους. Την Ηλαίην και την Αβιέντα τις αγνόησε.
«Ελάτε μαζί μου», είπε ζωηρά, με τόνο που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. «Οι Άες Σεντάι λένε πως δεν θα θέλατε να σας βλέπει ο ήλιος μέχρι να τακτοποιηθούν κάποια ζητήματα». Οι λέξεις «Άες Σεντάι» ήταν φορτισμένες τόσο με δριμύτητα όσο και με το δέος που η Ηλαίην είχε συνηθίσει να διακρίνει στις γυναίκες του Σογιού. Ίσως και περισσότερο. Η Ρενάιλ σφίχτηκε, το σκοτεινό της πρόσωπο έγινε ακόμα σκοτεινότερο, μα η Άλις συνέχισε: «Ποσώς με απασχολεί αν εσείς οι αδέσποτες θέλετε να κάθεστε εδώ έξω, στον ήλιο, και να ιδροκοπάτε. Αν μπορείτε να κάθεστε». Ήταν ολοφάνερο πως καμία από τις Άθα’αν Μιέρε δεν είχε υποβληθεί σε Θεραπεία για τους πόνους που τους προκάλεσε η παραμονή πάνω στις σέλες· έδιναν την εντύπωση γυναικών που επιθυμούσαν να ξεχάσουν ότι υπήρχαν από τη μέση και κάτω. «Μόνο μη με κάνετε να περιμένω».
«Γνωρίζεις ποια είμαι;» ρώτησε απαιτητικά η Ρενάιλ έξαλλη, η Άλις όμως ήδη απομακρυνόταν δίχως να ρίξει ματιά πίσω της. Φανερά εκνευρισμένη, η Ρενάιλ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με την ανάποδη του χεριού της και διέταξε θυμωμένη τις υπόλοιπες Ανεμοσκόπους να αφήσουν τα «καταραμένα στεριανά» άλογα και να ακολουθήσουν την κοπέλα. Σχημάτισαν μια στραβοκάνικη φάλαγγα κι άρχισαν να τρικλίζουν πίσω από την Άλις, σιγομουρμουρώντας όλες εκτός από τις δύο μαθητευόμενες — συμπεριλαμβανομένης της Άλις.
Η Ηλαίην ενστικτωδώς άρχισε να σχεδιάζει πώς θα εξομάλυνε την κατάσταση, πώς θα Θεραπεύονταν οι πόνοι των Άθα’αν Μιέρε χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσουν οι ίδιες. Ή χωρίς να είναι αναγκαίο να προσφερθεί κάποια αδελφή πολύ εντατικά· θα έπρεπε να κατευνάσει τη Νυνάβε επίσης, καθώς και τις υπόλοιπες αδελφές. Προς μεγάλη της έκπληξη, συνειδητοποίησε ξαφνικά πως, για πρώτη φορά στη ζωή της, δεν επιθυμούσε πραγματικά να ηρεμήσει τα πράγματα. Παρακολουθώντας τις Ανεμοσκόπους να περπατούν χωλαίνοντας προς ένα από τα κτήρια του αγροκτήματος, αποφάσισε πως όλα ήταν μια χαρά. Ένα πλατύ μειδίαμα είχε χαραχτεί στο πρόσωπο της Αβιέντα καθώς παρακολουθούσε τις Άθα’αν Μιέρε. Η Ηλαίην άφησε την υποψία χαμόγελου να σβήσει από το δικό της και στράφηκε προς τα υποζύγια. Οι Θαλασσινές το άξιζαν, ωστόσο. Ήταν πολύ δύσκολο να μη χαμογελάς, κοιτώντας τες.
Με τη βοήθεια της Αβιέντα, η έρευνα έγινε πολύ ταχύτερα από πριν, παρ’ όλο που η κοπέλα δεν καταλάβαινε όσο η Ηλαίην τι ακριβώς αναζητούσαν. Όχι και τόσο περίεργο. Ελάχιστες από τις αδελφές που είχε εκπαιδεύσει η Ηλαίην αποδεικνύονταν πιο ικανές από την ίδια σε αυτό, μα η πλειονότητα ούτε καν συγκρινόταν μαζί της. Πάντως, τέσσερα χέρια ήταν προτιμότερα στο ψάξιμο από δύο, κι ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να βρεθούν. Σταβλίτες με λιβρέες και γυναίκες μετέφεραν μακριά τα σκουπίδια, ενώ μια συλλογή από τερ’ανγκριάλ εμπλουτιζόταν διαρκώς πάνω στο πλατύ πέτρινο σκέπασμα μιας τετράγωνης στέρνας.
Τέσσερα ακόμη άλογα απαλλάχτηκαν γρήγορα από το φορτίο τους· τα αντικείμενα που συσσωρεύτηκαν ήταν τόσο εκλεκτά που, μόλις θα τα πήγαιναν στον Πύργο, θα προκαλούσαν πανηγυρισμούς. Ακόμα κι αν κανείς δεν εξέταζε τα τερ’ανγκριάλ, τα οποία έπαιρναν απίθανες κι αφάνταστες μορφές. Κούπες, γαβάθες κι ανθοδοχεία, το καθένα ξεχωριστό, χωρίς να έχουν ίδιο μέγεθος, ίδιο σχήμα, ούτε καν φτιαγμένα από το ίδιο υλικό. Ένα επίπεδο σκουληκοφαγωμένο κουτί, μισοδιαλυμένο και με επικάλυψη που είχε προ πολλού κονιορτοποιηθεί, περιείχε κοσμήματα —ένα περιδέραιο κι ασορτί βραχιόλια με χρωματιστά πετράδια, μια λεπτή ζώνη κατάστικτη από πολύτιμους λίθους, διάφορα δαχτυλίδια— κι υπήρχε χώρος για περισσότερα. Ένα προς ένα ήταν τερ’ανγκριάλ κι όλα ταίριαζαν μεταξύ τους, προορισμένα να φοριούνται μαζί, αν κι η Ηλαίην δεν καταλάβαινε για ποιον λόγο θα ήθελε μια γυναίκα ταυτόχρονα τόσο πολλά κοσμήματα επάνω της. Η Αβιέντα ανακάλυψε ένα ξιφίδιο με χρυσό σύρμα τυλιγμένο σε μια λαβή από τραχύ κέρας ελαφιού· η λάμα είχε στομώσει και, σύμφωνα με τις ενδείξεις, ανέκαθεν ήταν έτσι. Το γύριζε στα δάχτυλά της ξανά και ξανά —τα χέρια της είχαν κυριολεκτικά αρχίσει να τρέμουν— μέχρι που της το πήρε η Ηλαίην και το τοποθέτησε μαζί με τα υπόλοιπα στο σκέπασμα της στέρνας. Ακόμα και τότε όμως, η Αβιέντα δεν έπαψε να το κοιτάζει και να ξερογλείφεται λες και τα χείλη της είχαν ξεραθεί. Υπήρχαν δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια και πόρπες, πολλά από αυτά σε εξαιρετικά αλλόκοτα σχήματα. Υπήρχαν ακόμη αγαλματίδια, φιγούρες πουλιών, ζώων και ανθρώπων, κάμποσα μαχαίρια με αιχμηρή κόψη, μισή ντουζίνα μεγάλα μενταγιόν από μπρούντζο ή από ατσάλι, δουλεμένα ως επί το πλείστον με παράξενα μοτίβα κι αναπαραστάσεις που η Ηλαίην αδυνατούσε να κατανοήσει, ένα ζευγάρι παράδοξων καπέλων πιθανότατα φτιαγμένων από μέταλλο, αρκετά περίκομψα και λεπτοφτιαγμένα για να είναι περικεφαλαίες, καθώς και μια πλειάδα άλλων αντικειμένων που δεν ήξερε καν πώς να κατονομάσει. Ένα ραβδί χοντρό όσο ο καρπός της, σε ζωηρό κόκκινο χρώμα, μαλακό και στρογγυλεμένο, από υλικό πιότερο συμπαγές παρά σκληρό, αν κι έμοιαζε φτιαγμένο από πέτρα· δεν θερμάνθηκε σταδιακά στο χέρι της, ήταν εξ αρχής πολύ ζεστό! Όχι καυτό, μα παρήγε πραγματικά θερμότητα! Κι αυτές οι μπάλες από πλεχτό μέταλλο, η μία κρυμμένη μέσα στην άλλη; Οποιαδήποτε κίνηση παρήγε ένα αμυδρό μελωδικό καμπάνισμα, διαφορετικού τόνου κάθε φορά, κι η Ηλαίην είχε την αίσθηση πως, όσο σχολαστικά κι αν κοιτούσε, πάντα θα υπήρχε μια ακόμη μικρότερη μπάλα προς ανακάλυψη. Ένα αντικείμενο που έμοιαζε με τον γυάλινο γρίφο κάποιου σιδηρουργού; Ήταν αρκετά βαρύ και της έπεσε, σπάζοντας στην καθοδική του πορεία ένα κομματάκι από την άκρη του καλύμματος της στέρνας. Μια συλλογή που θα ξυπνούσε τον θαυμασμό σε κάθε Άες Σεντάι. Το σημαντικότερο ήταν πως είχαν βρει δύο ακόμα ανγκριάλ. Αυτά η Ηλαίην τα απέθεσε πολύ προσεκτικά στην άκρη, αλλά σε σημείο όπου μπορούσε να τα φτάσει εύκολα.
Το ένα ήταν ένα παράξενο κόσμημα, ένα χρυσό βραχιόλι ενωμένο με δαχτυλίδια μέσω τεσσάρων ομοιόμορφων αλυσίδων, που κάθε εκατοστό της επιφάνειάς του είχε χαραχτεί με ένα περίτεχνο, λαβυρινθώδες σχέδιο. Ήταν το ισχυρότερο από τα δύο, ισχυρότερο κι από τη χελώνα που είχε στο πουγκί της. Ήταν φτιαγμένο για χέρι μικρότερο από το δικό της ή της Αβιέντα. Παραδόξως, το βραχιόλι είχε μια μικροσκοπική κλειδαριά, συμπληρωμένη με ένα μικροσκοπικό σωληνωτό κλειδί που κρεμόταν από μια φίνα αλυσίδα που προφανώς έπρεπε να αφαιρεθεί. Μαζί με το κλειδί! Το άλλο παρίστανε μια καθιστή γυναίκα, φτιαγμένη από σκούρο πολυκαιρισμένο φίλντισι, με τα πόδια διπλωμένα μπροστά της και τα εκτεθειμένα της γόνατα γυμνά, αλλά με μαλλιά τόσο μακριά κι οργιώδη, ώστε ακόμα κι ο βαρύτερος μανδύας δεν θα την έκανε να φαίνεται περισσότερο κουκουλωμένη. Δεν ήταν τόσο δυνατό όσο η χελώνα, αλλά η Ηλαίην το βρήκε πολύ γοητευτικό. Το ένα χέρι της γυναίκας αναπαυόταν στο γόνατο, με την παλάμη προς τα επάνω και τα δάχτυλα σε τέτοια διάταξη, που ο αντίχειρας άγγιζε τις άκρες των δύο μεσαίων δακτύλων, ενώ το άλλο χέρι ήταν ανασηκωμένο, με τα πρώτα δυο δάχτυλα υψωμένα και τα υπόλοιπα διπλωμένα. Η φιγούρα απέπνεε μιαν αύρα υπέρτατης μεγαλοπρέπειας, ωστόσο το ντελικάτα δουλεμένο πρόσωπο αποκάλυπτε ευθυμία και ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Μήπως είχε φτιαχτεί για μία συγκεκριμένη γυναίκα; Έμοιαζε με προσωπικό αντικείμενο, τρόπον τινά. Ίσως το είχαν φτιάξει την Εποχή των Θρύλων. Μερικά τερ’ανγκριάλ, λόγω του πελώριου μεγέθους τους, χρειάζονταν άντρες κι άλογα —ακόμα και τη χρήση της Δύναμης— για να μετακινηθούν, μα τα περισσότερα ανγκριάλ ήταν αρκετά μικρά για να τα κουβαλάς επάνω σου· όχι όλα, αλλά τα περισσότερα.
Τραβούσαν το καναβάτσο που κάλυπτε μερικά άλλα ψάθινα πανέρια, όταν η Νυνάβε φάνηκε να έρχεται με δρασκελιές προς το μέρος τους. Οι Άθα’αν Μιέρε, χωρίς να κουτσαίνουν πια, άρχισαν να βγαίνουν με τάξη από ένα κτήριο της αγροικίας. Η Μέριλιλ μιλούσε με τη Ρενάιλ ή, για την ακρίβεια, η Ανεμοσκόπος μιλούσε κι η Μέριλιλ άκουγε. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί εκεί μέσα. Η λυγερόκορμη Γκρίζα δεν έμοιαζε τόσο ικανοποιημένη πλέον. Το κοπάδι των γυναικών του Σογιού είχε μεγαλώσει. Η Ηλαίην δεν πρόλαβε καλά-καλά να τους ρίξει μια ματιά, κι άλλες τρεις φάνηκαν να βαδίζουν διστακτικά προς την αγροικία, ενώ άλλες δύο στέκονταν στην περιφέρεια του ελαιώνα κοιτώντας αναποφάσιστα τριγύρω. Διαισθάνθηκε την Μπιργκίτε κάπου εκεί έξω, στο αλσύλλιο, ελάχιστα λιγότερο νευρική από πριν.
Η Νυνάβε έριξε μια ματιά στον σωρό των τερ’ανγκριάλ και τράβηξε την πλεξούδα της. Κάπου είχε χάσει το καπέλο της. «Μπορεί να περιμένει», είπε με έναν τόνο αηδίας στη φωνή της. «Ήρθε η ώρα».