9 Μπλεξίματα

Ο Πέριν, ως συνήθως, ξύπνησε πριν από το πρώτο φως της αυγής κι, ως συνήθως, η Φάιλε είχε ήδη σηκωθεί. Όταν ήθελε, αυτή η γυναίκα μπορούσε να κάνει τόση ησυχία, που ακόμα κι ένα ποντίκι θα φάνταζε θορυβώδες· ο Πέριν υποψιαζόταν ότι, ακόμα κι αν ξυπνούσε μόλις μία ώρα αφότου είχε πέσει για ύπνο, θα την έβρισκε και πάλι στο πόδι. Το πτυσσόμενο ύφασμα της εισόδου είχε δεθεί, τα πλάγια φατνώματα είχαν ανασηκωθεί κάπως και μια ανάλαφρη πνοή αέρα περνούσε από το άνοιγμα στην οροφή, αρκετή για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της δροσιάς. Ο Πέριν ανατρίχιασε καθώς έψαχνε για την πουκαμίσα και το παντελόνι του. Όπως και να έχει, υποτίθεται πως ήταν χειμώνας, αν κι ο καιρός φαίνεται πως δεν το είχε συνειδητοποιήσει.

Ντύθηκε στα σκοτεινά και καθάρισε τα δόντια του με αλάτι, δίχως να χρειαστεί το παραμικρό φως. Όταν άφησε τη σκηνή, αφού φόρεσε πρώτα τις μπότες του, η Φάιλε είχε συγκεντρώσει τους καινούργιους της υπηρέτες κάτω από τη βαθιά γκριζάδα της πρώιμης αυγής. Μερικοί κρατούσαν αναμμένους φανούς. Η θυγατέρα ενός άρχοντα είχε ανάγκη από υπηρέτες. Θα έπρεπε να είχε κανονιστεί νωρίτερα αυτό. Στο Κάεμλυν υπήρχαν κάτοικοι των Δύο Ποταμών που η Φάιλε είχε εκπαιδεύσει αυτοπροσώπως, αλλά με τόση ανάγκη για μυστικότητα δεν υπήρχε τρόπος να τους πάει εκεί. Ο Αφέντης Γκιλ θα ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του το συντομότερο δυνατόν, όπως επίσης ο Λάμγκουιν με την Μπριάνε, αλλά ίσως η Μάιντιν κι η Λίνι να έμεναν.

Ο Άραμ σηκώθηκε από το σημείο όπου καθόταν σταυροπόδι, δίπλα στη σκηνή, περιμένοντας σιωπηλά τις διαταγές του Πέριν. Αν ο Πέριν δεν τον είχε σταματήσει, θα τον είχε πάρει ο ύπνος κατά μήκος της εισόδου. Αυτή τη φορά, το πανωφόρι του είχε κόκκινες κι άσπρες ρίγες, αν κι οι άσπρες ήταν ελαφρώς βρώμικες, ενώ ακόμα κι εδώ το σπαθί με τη χαραγμένη λυκοκεφαλή στη σφαιρική άκρη της λαβής του εξείχε πάνω από τον ώμο του. Ο Πέριν είχε αφήσει το τσεκούρι του στη σκηνή, ευτυχής που το ξεφορτώθηκε. Ο Τάλανβορ έφερε ακόμα το ξίφος της ζώνης του περασμένο πάνω από το πανωφόρι του, όχι όμως κι ο Αφέντης Γκιλ ή οι άλλοι δυο.

Η Φάιλε θα πρέπει να παρακολουθούσε κάπου εκεί κοντά, γιατί ο Πέριν δεν είχε προλάβει να βγει καλά-καλά και την είδε να χειρονομεί προς το μέρος της σκηνής, δίνοντας προφανώς κάποιες διαταγές. Η Μάιντιν με την Μπριάνε βγήκαν έξω βιαστικά και τον προσπέρασαν, ακολουθούμενες από τον Άραμ, που κουβαλούσε τους φανούς. Τα σαγόνια τους ήταν σφιγμένα και, για κάποιον λόγο, απέπνεαν την οσμή της αποφασιστικότητας. Κανείς τους δεν υποκλίθηκε, πράγμα που αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη. Η μόνη που το έκανε ήταν η Λίνι, η οποία λύγισε ελαφρά τα γόνατά της και κατόπιν ξεχύθηκε πίσω από τους υπόλοιπους, μουρμουρίζοντας κάτι σαν «να συνειδητοποιούν τη θέση τους». Ο Πέριν υποψιάστηκε πως η Λίνι ανήκε στις γυναίκες που θεωρούσαν πως η δική τους «θέση» ήταν ηγετική. Σε τελική ανάλυση όμως, οι περισσότερες γυναίκες έτσι σκέφτονταν. Φαίνεται πως αυτά συνέβαιναν παντού στον κόσμο κι όχι μονάχα στους Δύο Ποταμούς.

Ο Τάλανβορ με τον Λάμγκουιν ακολουθούσαν κατά πόδας τις γυναίκες κι η υπόκλιση του Λάμγκουιν ήταν εξίσου σοβαρή με εκείνη του Τάλανβορ, αν κι ο τελευταίος φάνηκε κάπως βλοσυρός. Ο Πέριν αναστέναξε, ανταποδίδοντας ομοίως τον χαιρετισμό, κι οι άλλοι δύο ξαφνιάστηκαν κι απέμειναν να τον κοιτάζουν. Μια κοφτή διαταγή της Λίνι τούς ανάγκασε να τρέξουν προς τη σκηνή.

Χαρίζοντάς του ένα αστραπιαίο χαμόγελο, η Φάιλε προχώρησε προς τις άμαξες, μιλώντας πότε με τον Μπέηζελ Γκιλ από τη μια πλευρά και πότε με τον Σέμπαν Μπάλγουερ από την άλλη. Ο κάθε άντρας κουβαλούσε κι από έναν φανό για να της φωτίζει τον δρόμο. Βέβαια, κάμποσοι από αυτούς τους ανόητους έσπευδαν προς το μέρος της όταν ύψωνε κάπως τη φωνή της, περπατώντας αγέρωχα και χαϊδεύοντας τις λαβές των σπαθιών τους, παρατηρώντας το θολό σκοτάδι σαν να περίμεναν κάποια ενέδρα ή σαν να ήλπιζαν να τους επιτεθούν. Ο Πέριν χάιδεψε το κοντό του γένι. Η Φάιλε πάντα έβρισκε ενασχόληση για να γεμίζει τις ώρες της, και κανείς δεν θα μπορούσε να της την αποσπάσει. Κανείς δεν θα τολμούσε καν.

Τα πρώτα αποτυπώματα της αυγής δεν είχαν προλάβει ακόμα να φανούν στον ορίζοντα, κι οι Καιρχινοί άρχισαν να αναδεύονται γύρω από τις καρότσες και να μετακινούνται όλο και γρηγορότερα όσο τους πλησίαζε η Φάιλε. Όταν τους έφτασε, τρόχαζαν σχεδόν κι οι φανοί τους λικνίζονταν και ταλαντεύονταν στη σκοτεινιά. Οι άντρες των Δύο Ποταμών, συνηθισμένοι στις δουλειές της αγροικίας, έφτιαχναν ήδη πρωινό. Μερικοί γελούσαν κι έκαναν φασαρία γύρω από τις φωτιές για το μαγείρεμα, ενώ άλλοι ήταν κατηφείς, αλλά οι περισσότεροι ήταν αφοσιωμένοι στις δουλειές τους. Κάποιοι προσπάθησαν να παραμείνουν μέσα στις κουβέρτες τους, αλλά οι υπόλοιποι τους τις αφαίρεσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Όπως πάντα, ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ είχαν σηκωθεί από μόνοι τους κι έμοιαζαν με σκιές με μαύρα πανωφόρια ανάμεσα στα δέντρα. Ο Πέριν δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μια φορά που να τους είδε δίχως αυτά τα πανωφόρια, κουμπωμένα πάντα μέχρι τον λαιμό, πάντα καθαρά κι ατσαλάκωτα το πρωί, ασχέτως του πόσο βρώμικα φαίνονταν την προηγούμενη νύχτα. Βαδίζοντας με συγχρονισμό, οι δύο άντρες εξασκούνταν στην ξιφασκία, όπως έκαναν κάθε πρωί. Η προπόνηση αυτή ήταν πολύ καλύτερη από την απογευματινή, όταν κάθονταν σταυροπόδι, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, ατενίζοντας στο πουθενά. Έμοιαζαν να μην κάνουν απολύτως τίποτα, και κανείς στον καταυλισμό δεν ήξερε τι σκέφτονταν εκείνη την ώρα. Όλοι τούς απέφευγαν όσο το δυνατόν. Ούτε καν οι Κόρες δεν έμπαιναν στο οπτικό τους πεδίο.

Ο Πέριν συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος πως κάτι έλειπε. Η Φάιλε πάντα φρόντιζε να του στείλει έναν άντρα πρωί-πρωί με μια γαβάθα χυλό για πρωινό, αλλά φαίνεται πως σήμερα ήταν πολύ απασχολημένη. Ζωηρεύοντας το βήμα του, κατευθύνθηκε βιαστικά προς τις φωτιές του μαγειρέματος, ελπίζοντας, αν μη τι άλλο, να κατάφερνε να βρει λίγο χυλό. Φρούδες ελπίδες.

Ο Φλαν Μπάρστερε, ένας ξερακιανός με μια χαρακιά στο πηγούνι, τον συνάντησε στα μισά της διαδρομής και του έδωσε ένα σκαλιστό μπολ. Ο Φλαν είχε έρθει από τον Λόφο της Σκοπιάς κι ο Πέριν τον γνώριζε ελάχιστα, παρ’ όλο που είχαν κυνηγήσει παρέα μια δυο φορές και μία ακόμη φορά ο Πέριν τον είχε βοηθήσει να τραβήξει την αγελάδα του πατέρα του μέσα από έναν βάλτο, στο Νερόδασος. «Η Αρχόντισσα Φάιλε μου ανέθεσε να σου φέρω αυτό, Πέριν», είπε ανήσυχα ο Φλαν. «Δεν θα της πεις ότι το ξέχασα, έτσι; Δεν θα της το πεις. Βρήκα λίγο μέλι και μάζεψα μια καλή ποσότητα». Ο Πέριν πάσχισε να μην αναστενάξει. Ο Φλαν, τουλάχιστον, θυμόταν το όνομά του.

Τέλος πάντων, μπορεί να μη γλίτωνε με το να κάνει ο ίδιος απλές αγγαρείες, αλλά εξακολουθούσε να είναι υπεύθυνος για τους άντρες που έτρωγαν κάτω από τα δέντρα. Χωρίς αυτόν, θα βρίσκονταν με τις οικογένειές τους, θα ετοιμάζονταν για τις διάφορες καθημερινές εργασίες στην αγροικία και θα άρμεγαν τις αγελάδες ή θα έκοβαν ξύλα αντί να αναρωτιούνται αν μέχρι το γέρμα θα αναγκάζονταν να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Καταπίνοντας γοργά τον μελωμένο χυλό, είπε στον Άραμ να μη βιαστεί να φάει το πρωινό του, αλλά ο άντρας έμοιαζε τόσο αξιοθρήνητος, ώστε ο Πέριν αναγκάστηκε να πάρει τα λόγια του πίσω, οπότε ο Άραμ τον ακολούθησε καθώς ο Πέριν περιδιάβαινε τον καταυλισμό. Μάλλον δεν απόλαυσε και τόσο τη βόλτα.

Οι άντρες άφηναν κάτω τα κύπελλά τους μόλις πλησίαζε, και στέκονταν προσοχή μέχρι να περάσει. Έτριζε τα δόντια του όποτε κάποιος με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί ή, ακόμα χειρότερα, κάποιος που τον έστελνε σε διάφορα θελήματα όταν ήταν μικρός τον αποκαλούσε Άρχοντα Πέριν. Δεν το έκαναν όλοι, αλλά αρκετοί. Κάμποσοι, δηλαδή. Έπειτα από λίγη ώρα κουράστηκε να τους λέει να πάψουν να τον αποκαλούν έτσι, και τα παράτησε. Η συνηθισμένη απάντηση στο αίτημα του ήταν: «Ω, ό,τι πεις, Άρχοντα Πέριν». Ήταν αρκετό για να τον κάνει να ουρλιάξει από εκνευρισμό!

Ωστόσο, έκανε πού και πού μερικές στάσεις για να πει μια κουβέντα με τους άντρες του. Πάντως, δεν έπαψε να έχει τα μάτια του και τα ρουθούνια του ανοικτά. Όλοι ήταν αρκετά μυαλωμένοι ώστε να διατηρούν σε καλή κατάσταση τα τόξα τους και να φροντίζουν τα φτερά και τις αιχμές στα βέλη τους, αλλά μερικοί φορούσαν μπότες τόσο ταλαιπωρημένες, ώστε φαίνονταν τα πέλματά τους από κάτω, ενώ οι πισινοί τους μισοδιακρίνονταν από τα φθαρμένα παντελόνια τους, χωρίς οι ίδιοι να δίνουν καμιά σημασία. Άλλοι άφηναν τις φλύκταινες να κακοφορμίζουν, γιατί δεν έμπαιναν στον κόπο να τις περιποιηθούν. Κάποιοι είχαν τη συνήθεια να πίνουν πολύ μπράντι όποτε τους δινόταν η ευκαιρία, και δυο τρεις από δαύτους το είχαν παρακάνει. Μια μέρα πριν φτάσουν στην Μπεθάλ, είχαν προσέξει ένα μικρό χωριό με —ούτε λίγο ούτε πολύ— τρία πανδοχεία.

Ήταν πολύ παράξενο. Το να του λέει η Κυρά Λούχαν ή η μάνα του πως χρειαζόταν καινούργιες μπότες ή ότι τα παντελόνια του ήθελαν μαντάρισμα ήταν κάτι που ανέκαθεν τον έφερνε σε δύσκολη θέση, κι ήταν σίγουρος πως θα εκνευριζόταν το ίδιο απ’ όποιον κι αν το άκουγε, εκτός κι αν αυτός ο κάποιος ήταν ο γκριζαρισμένος και γηραλέος Τζόνταϊν Μπάραν. Ωστόσο, οι άντρες των Δύο Ποταμών έλεγαν απλώς «Έχεις δίκιο, Άρχοντα Πέριν. Θα το φροντίσω αμέσως» ή κάτι ανάλογο. Καθώς συνέχιζε να προχωρεί, έπιασε με τη ματιά του κάμποσους από αυτούς να χαμογελούν διάπλατα. Και μύριζαν ευχαρίστηση! Ξετρύπωσε ένα πήλινο λαγήνι με μπράντι αχλαδιού από το δισάκι του Τζόρι Κόνγκαρ, ενός λιπόσαρκου άντρα, που έτρωγε διπλάσια ποσότητα φαγητού από τους υπόλοιπους, αλλά έμοιαζε λες κι είχε να φάει μια βδομάδα, ήταν εύστοχος στη βολή με τόξο, έπινε όποτε του δινόταν η ευκαιρία μέχρι που δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος, κι είχε ανάλαφρα δάχτυλα. Ο Τζόρι τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα κι άπλωσε τα χέρια του σαν να μη γνώριζε το παραμικρό για το λαγήνι. Καθώς, όμως, ο Πέριν συνέχισε να προχωράει αδειάζοντας το περιεχόμενο της στάμνας στο έδαφος, ο Τζόρι γέλασε κι είπε: «Δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα από τον Άρχοντα Πέριν!» Ακουγόταν περήφανος! Μερικές φορές, ο Πέριν νόμιζε πως ήταν ο μοναδικός άνθρωπος με σώας τας φρένας.

Πρόσεξε και κάτι άλλο. Όλοι τους, λίγο πολύ, ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για όσα δεν έλεγε. Όλο και κάποιος άντρας έριχνε ματιές στα δύο λάβαρα που, από ένα φευγαλέο ράπισμα του αέρα, ανέμιζαν πού και πού πάνω στα κοντάρια· η Κόκκινη Λυκοκεφαλή κι ο Κόκκινος Αετός. Κοιτούσαν τα λάβαρα και ταυτόχρονα παρακολουθούσαν τον ίδιο, προσμένοντας την εντολή που έδινε οσάκις εμφανίζονταν αυτά τα δύο λάβαρα από τότε που είχαν φτάσει στην Γκεάλνταν. Συχνά και πριν από αυτό. Μόνο που δεν είχε αναφέρει τίποτα ούτε χτες ούτε και σήμερα, και πρόσεξε τη χαρακτηριστική έκφραση του συλλογισμού να φουντώνει στα πρόσωπά τους. Άφησε πίσω του μερικές αρμαθιές αντρών να κοιτάζουν τόσο τα λάβαρα όσο και τον ίδιο και να μουρμουρίζουν έντονα αναμεταξύ τους. Δεν μπήκε καν στον κόπο να ακούσει τι έλεγαν. Τι θα έλεγαν αν έκανε λάθος, αν οι Λευκομανδίτες κι ο Βασιλιάς Άιλρον αποφάσιζαν να μην ασχοληθούν με τον Προφήτη και με τους Σωντσάν, έτσι ώστε να καταπνίξουν μια υποτιθέμενη εξέγερση; Οι άντρες αυτοί βρίσκονταν υπ’ ευθύνη του κι ήδη είχαν σκοτωθεί κάμποσοι εξαιτίας του.

Μέχρι να τελειώσει την περιπολία, ο ήλιος είχε ανέβει κι άλλο στον ορίζοντα, χύνοντας παντού ένα έντονο πρωινό φως. Πίσω, στη σκηνή, ο Τάλανβορ με τον Λάμγκουιν έσερναν σεντούκια υπό τις οδηγίες της Λίνι, ενώ η Μάιντιν με την Μπριάνε έμοιαζαν να τακτοποιούν τα περιεχόμενα που είχαν αδειάσει σε μια πλατιά έκταση από νεκρό γρασίδι, κουβέρτες και λινά κυρίως, καθώς και περιτυλίγματα από μεταξωτό σατέν, τα οποία προορίζονταν να σκεπάσουν το κρεβάτι που ο Πέριν είχε αφήσει κάπου αφηρημένος. Η Φάιλε μάλλον θα βρισκόταν στο εσωτερικό, μια κι αυτό το τσούρμο των ηλιθίων δρόσιζε τα πόδια του λίγο πιο πέρα. Γι’ αυτούς δεν υπήρχαν ούτε αγγαρείες ούτε θελήματα. Ήταν χρήσιμοι όσο κι οι αρουραίοι σε μια αποθήκη.

Ο Πέριν σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά στον Αναχαιτιστή και στον Γοργοπόδη, αλλά όταν κοίταξε ανάμεσα από τα δέντρα, προς τις σειρές των αλόγων, τον είδαν. Τρεις τουλάχιστον πεταλωτές πετάχτηκαν έξω ανήσυχοι παρακολουθώντας τον. Ήταν ογκώδεις άντρες με δερμάτινες ποδιές, καραφλοί όλοι σαν αυγά σε καλάθι, αν κι ο Φάλτον είχε ακόμα μια λευκή φράντζα γύρω από το κεφάλι του, ο Έμιν είχε αρχίσει να γκριζάρει κι ο Τζέρασιντ δεν ήταν ακόμα μεσήλικας. Ο Πέριν γρύλισε μόλις τους είδε. Αν επιχειρούσε να αγγίξει κάποιο άλογο, θα αγρίευαν. Τη μία και μοναδική φορά που είχε επιχειρήσει να αλλάξει ένα φθαρμένο πέταλο στον Αναχαιτιστή, πετάχτηκαν έξω έξι πεταλωτές αρπάζοντας τα εργαλεία τους πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει, και παραλίγο να έριχναν κάτω το καστανοκόκκινο ζώο, στη βιασύνη τους να κάνουν αυτοί τη δουλειά.

«Φοβούνται ότι δεν τους εμπιστεύεσαι», είπε ξαφνικά ο Άραμ. Ο Πέριν τον κοίταξε έκπληκτος κι ο Άραμ μετακινήθηκε μέσα στο πανωφόρι του. «Τους μίλησα μια φορά. Πιστεύουν πως, από τη στιγμή που ένας άρχοντας φροντίζει μοναχός του το άλογό του, σημαίνει πως δεν τους έχει εμπιστοσύνη. Θα μπορούσες να τους απαλλάξεις, χωρίς αναγκαστικά να τους στείλεις σπίτι τους». Ο τόνος της φωνής του υποδήλωνε πως θα πρέπει να ήταν ανόητοι για να νομίζουν κάτι τέτοιο, αλλά ο Άραμ λοξοκοίταξε τον Πέριν κι ανασήκωσε τους ώμους του κάπως άβολα. «Μου φαίνεται πως νιώθουν αμηχανία Αν δεν συμπεριφέρεσαι όπως πιστεύουν ότι πρέπει να συμπεριφέρεται ένας άρχοντας, αντανακλά επάνω τους».

«Μα το Φως!» μουρμούρισε ο Πέριν. Το ίδιο είχε πει κι η Φάιλε —σχετικά με την αμηχανία— αλλά ο Πέριν νόμιζε πως ήταν απλώς λόγια της θυγατέρας ενός άρχοντα. Η Φάιλε είχε μεγαλώσει περικυκλωμένη από υπηρέτες, αλλά πώς ήταν δυνατόν μια αρχόντισσα να γνωρίζει τις σκέψεις ενός άντρα που έπρεπε να εργαστεί για να βγάλει το ψωμί του; Κοίταξε συνοφρυωμένος τις γραμμές των αλόγων. Τώρα, πέντε πεταλωτές συγκεντρωμένοι σε ένα σημείο τον κοιτούσαν. Συγχυσμένοι, επειδή ήθελε να φροντίσει τα ίδια του τα άλογα, κι ανήσυχοι μήπως δεν τους ήθελε πια για να τραβούν μαλλί και να ξύνουν το χαλίκι από τον δρόμο. «Εσύ πιστεύεις πως θα έπρεπε να φερθώ σαν ανόητος με μεταξένιο κοντοπαντέλονο;» ρώτησε. Ο Άραμ βλεφάρισε κι άρχισε να κοιτάει εξεταστικά της μπότες του. «Μα το Φως!» γρύλισε ο Πέριν.

Εντόπισε τον Μπέηζελ Γκιλ που ερχόταν βιαστικά από την κατεύθυνση των αμαξών και κίνησε να τον συναντήσει. Πίστευε πως δεν είχε πράξει σωστά που έκανε τον Γκιλ να νιώσει άνετα την προηγούμενη μέρα. Ο εύσαρκος άντρας μιλούσε μόνος του και, για άλλη μια φορά, σκούπιζε το μέτωπό του με ένα μαντίλι, καθώς ιδροκοπούσε μέσα σε ένα τσαλακωμένο, σκούρο γκρίζο πανωφόρι. Η ζέστη της ημέρας είχε αρχίσει να ξαναπαίρνει το πάνω χέρι. Ο άντρας δεν είδε τον Πέριν μέχρι που αυτός ήρθε σχεδόν δίπλα του. Αναπήδησε, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του πανωφοριού του και κάνοντας μια υπόκλιση. Έμοιαζε ντυμένος στην τρίχα, λες και πήγαινε σε γλέντι.

«Α, Άρχοντα Πέριν. Η Αρχόντισσά σου με διέταξε να πάρω μια άμαξα και να πάω στην Μπεθάλ. Μου ’πε να σου βρω, αν μπορέσω, λίγο Διποταμίτικο ταμπάκ, αλλά δεν το θεωρώ πολύ πιθανό. Η ποικιλία των δυο Ποταμών ήταν ανέκαθεν περιζήτητη και το εμπόριο τη σήμερον ημέρα δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε».

«Σε έστειλε για ταμπάκ;» ρώτησε ο Πέριν συνοφρυωμένος. Ήταν προφανές πως η μυστικότητα δεν ίσχυε πια, αλλά ακόμα κι έτσι... «Αγόρασα τρία βαγένια, δυο χωριά πριν. Είναι αρκετό για όλους».

Ο Γκιλ κούνησε επίμονα το κεφάλι του. «Ναι, αλλά δεν είναι Διποταμίτικη ποικιλία, κι η Αρχόντισσα λέει πως αυτό σου αρέσει περισσότερο από κάθε άλλο. Η Γκεαλντανή μπορεί να είναι ό,τι πρέπει για τους άντρες σου. Εγώ θα είμαι ο σαμπαγιάν σου, έτσι με αποκάλεσε, και θα φροντίσω να προμηθεύεστε κι οι δύο ό,τι είναι αναγκαίο. Δεν διαφέρει και πολύ απ’ ό,τι έκανα όταν είχα την Ευλογία». Φαίνεται πως ο παραλληλισμός τού φάνηκε αστείος κι η κοιλιά του τρεμούλιασε από το σιγανό κακάρισμα. «Έχω φτιάξει ολόκληρη λίστα, αλλά δεν ξέρω πόσα από αυτά θα βρω. Καλό κρασί, βότανα, φρούτα, κεριά και λάδι για τους φανούς, μουσαμά και κυψελίδα, χαρτί και μελάνι, βελόνες, καρφιά, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Θα πάμε εγώ, ο Τάλανβορ κι ο Λάμγκουιν, μαζί με κάποιους από τους ακολούθους της Αρχόντισσάς σου».

Τους ακολούθους της Αρχόντισσάς του. Ο Τάλανβορ με τον Λάμγκουιν έφερναν ακόμα ένα κασόνι στις γυναίκες για να τακτοποιήσουν το περιεχόμενο του. Έπρεπε να περάσουν δίπλα από το τσούρμο των νεαρών ηλίθιων, οι οποίοι κάθονταν οκλαδόν και δεν διανοούνταν να βάλουν ένα χεράκι. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αυτοί οι χασομέρηδες τους αγνόησαν τελείως.

«Το νου σου με δαύτους», τον προειδοποίησε ο Πέριν. «Αν κάποιος από αυτούς προξενήσει φασαρίες —ακόμα κι αν φαίνεται έτοιμος να το κάνει— βάλε τον Λάμγκουιν να του σπάσει το κεφάλι». Κι αν ήταν κάποια γυναίκα; Ήταν εξίσου πιθανό, ίσως δε και το πιθανότερο. Ο Πέριν γρύλισε. Οι «ακόλουθοι» της Φάιλε σίγουρα θα του έδεναν το στομάχι κόμπο. Τι κρίμα που η Φάιλε δεν έμενε ικανοποιημένη μονάχα με τύπους όπως ο Άρχοντας Γκιλ κι η Μάιντιν. «Για τον Μπάλγουερ δεν είπες τίποτα. Μήπως αποφάσισε να πάει μόνος;» Εκείνη τη στιγμή, μια ελαφριά αύρα έφερε στα ρουθούνια του τη μυρωδιά του Μπάλγουερ, μια οσμή επιφυλακής που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το σχεδόν στεγνό παρουσιαστικό του άντρα.

Ακόμα και για έναν άντρα λεπτό σαν καλάμι, ο Μπάλγουερ έκανε απειροελάχιστο θόρυβο καθώς πατούσε ανάλαφρα τα ξερά φύλλα κάτω από τις μπότες του. Ντυμένος με ένα πανωφόρι σε χρώμα καφετί σαν του σπουργιτιού, έκανε μια γρήγορη υπόκλιση, ενώ το λοξό του κεφάλι ενίσχυε τη γενικότερη εντύπωση πουλιού που έδινε. «Θα μείνω, Άρχοντά μου», είπε επιφυλακτικά. Ίσως, πάλι, αυτοί να ήταν οι τρόποι του. «Θα εκτελώ χρέη γραμματέα της ευγενικής Αρχόντισσάς σου, όπως κι εσού αν το επιθυμείς». Πλησίασε περισσότερο, με ένα βήμα που έμοιαζε με πήδημα. «Είμαι αρκετά πεπειραμένος, Άρχοντά μου. Διαθέτω καλή μνήμη, γράφω πολύ καλά κι ο Άρχοντας μπορεί να είναι βέβαιος πως ό,τι κι αν μου εμπιστευτεί, δεν θα ξεφύγει ποτέ από τα χείλη μου. Ένα από τα σημαντικότερα προσόντα ενός γραμματέα είναι η ικανότητα του να κρατάει μυστικά. Δεν έχεις να εκτελέσεις κάποιο επείγον καθήκον για την καινούργια μας κυρά, Αφέντη Γκιλ;»

Ο Γκιλ κοίταξε τον Μπάλγουερ συνοφρυωμένος, άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και το έκλεισε ξανά απότομα. Έκανε μεταβολή και κίνησε για τη σκηνή.

Για μια στιγμή, ο Μπάλγουερ απέμεινε να τον κοιτάει σκεφτικός, με το κεφάλι γερμένο από τη μια πλευρά και τα χείλια σουφρωμένα. «Μπορώ να προσφέρω κι άλλες υπηρεσίες, Άρχοντα μου», είπε τελικά. «Γνώση. Πήρε το αυτί μου τυχαία κάποια λόγια του Άρχοντα κι, απ’ ό,τι κατάλαβα, ο Άρχοντας αντιμετωπίζει κάποιες... δυσκολίες... με τα Τέκνα του Φωτός. Ένας γραμματέας μαθαίνει πολλά πράγματα. Θα μείνετε έκπληκτος από το πόσα γνωρίζω για τα Τέκνα».

«Με λίγη τύχη μπορώ να αποφύγω τους Λευκομανδίτες», αποκρίθηκε ο Πέριν. «Θα ήταν πολύ καλύτερο αν ήξερες πού βρίσκεται ο Προφήτης. Ή οι Σωντσάν». Δεν περίμενε από τον Μπάλγουερ να γνωρίζει κάτι τέτοιο, βέβαια, αλλά ο άντρας τον ξάφνιασε.

«Είναι αδύνατον, φυσικά, να είμαι σίγουρος, αλλά έχω την εντύπωση πως οι Σωντσάν δεν έχουν απλωθεί ακόμα πολύ πέρα από το Άμαντορ. Είναι δύσκολο, Άρχοντά μου, να ξεχωρίσεις το γεγονός από τη φημολογία, αλλά έχω τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα. Βέβαια, φαίνεται να κινούνται αιφνιδιαστικά κι ακαριαία. Είναι επικίνδυνος λαός και διαθέτουν κάμποσους Ταραμπονέζους στρατιώτες. Με βάση τα λεγόμενα του Αφέντη Γκιλ, πιστεύω πως ο Άρχοντάς μου γνωρίζει αρκετά για εκείνους, αλλά τους παρατήρησα επισταμένως στο Άμαντορ κι όσα είδα είναι στη διάθεση του Άρχοντά μου. Όσον αφορά στον Προφήτη, οι φήμες είναι τόσες όσες και για τους Σωντσάν, αλλά νομίζω ότι μπορώ να πω με κάποια βεβαιότητα πως προσφάτως ήταν στα Άμπιλα, μια μεγάλη πόλη κάπου σαράντα λεύγες νότια από δω». Ο Μπάλγουερ χαμογέλασε ανάλαφρα, με ένα φευγαλέο χαμόγελο προσωπικής ικανοποίησης.

«Και πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;» ρώτησε αργά ο Πέριν.

«Όπως είπα, Άρχοντά μου, έχω τ’ αυτιά μου ανοικτά. Αναφορικά, ο Προφήτης έκλεισε κάποια πανδοχεία και ταβέρνες και κατεδάφισε όσα θεωρούσε κακόφημα. Αναφέρθηκαν τα ονόματα μερικών και τυχαίνει να γνωρίζω κάποια πανδοχεία μ’ αυτά τα ονόματα στα Άμπιλα. Δεν νομίζω πως είναι πολύ πιθανόν να υπάρχουν πανδοχεία με τις ίδιες ονομασίες σε κάποια άλλη πόλη». Τα χείλη του στένεψαν σε ένα ακόμα φευγαλέο χαμόγελο. Η οσμή του υποδήλωνε πως ήταν σίγουρα ευχαριστημένος από τον εαυτό του.

Ο Πέριν έξυσε σκεφτικός τη γενειάδα του. Αυτός ο άνθρωπος απλώς τύχαινε να θυμάται πού βρίσκονταν κάποια χάνια, τα οποία υποτίθεται ότι είχε κατεδαφίσει ο Μασέμα. Αλλά κι αν ακόμα αποδεικνυόταν πως ο Προφήτης δεν βρισκόταν εκεί, ε, εκείνες τις μέρες οι φήμες φύτρωναν σαν μανιτάρια έπειτα από βροχή. Ο Μπάλγουερ ακουγόταν σαν κάποιος που προσπαθεί να φανεί σπουδαίος. «Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντα Μπάλγουερ. Θα λάβω υπ’ όψιν μου τα λόγια σου. Αν ακούσεις κι άλλα, θα σε παρακαλούσα να μου τα αναφέρεις». Γύρισε να φύγει, αλλά ο άντρας τον έπιασε από το μανίκι.

Τα ισχνά δάχτυλα του Μπάλγουερ αποτραβήχτηκαν αμέσως, λες και κάηκαν, κι έκανε άλλη μία από αυτές τις υποκλίσεις που θύμιζαν πουλί, τρίβοντας τα χέρια του μεταξύ τους. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντά μου. Χωρίς να θέλω να σε πιέσω, δεν είναι φρόνιμο να δείξεις επιπολαιότητα με τους Λευκομανδίτες. Μπορεί να είναι συνετό να τους αποφύγεις, όχι κι απολύτως εφικτό όμως. Βρίσκονται πολύ πιο κοντά απ’ ό,τι οι Σωντσάν. Ο Ήμον Βάλντα, ο νέος Άρχοντας Στρατάρχης και Διοικητής, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του προς τη βόρεια Αμαδισία πριν ακόμα πέσει το Άμαντορ. Κυνηγούσε κι αυτός τον Προφήτη, Άρχοντά μου. Ο Βάλντα είναι επικίνδυνος άνθρωπος, αλλά μπροστά στον Ράνταμ Ασουνάγουα, τον Μέγα Εξεταστή, φαντάζει πράος. Και φοβάμαι πως κανείς τους δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τον Κύριό σου. Συγχώρεσέ με». Έκανε ακόμα μία υπόκλιση, δίστασε κάπως και συνέχισε σε ήπιο τόνο. «Η επίδειξη του λαβάρου της Μανέθερεν εκ μέρους του Άρχοντα ήταν εμπνευσμένη, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι. Ο Άρχοντάς μου, αν ενεργήσει προσεκτικά, θα αποδειχτεί άξιος αντίπαλος και του Βάλντα και του Ασουνάγουα».

Βλέποντάς τον να υποκλίνεται και να απομακρύνεται, ο Πέριν πίστεψε πως ήξερε πλέον ένα μέρος της ιστορίας του Μπάλγουερ. Ήταν ξεκάθαρο πως είχε έρθει σε σύγκρουση με τους Λευκομανδίτες. Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο για αυτό από το να έχει βρεθεί στον ίδιο δρόμο μ’ εκείνους ή από ένα συνοφρύωμα σε λανθασμένη στιγμή, μα φαινόταν πως ο Μπάλγουερ κρατούσε κακίες. Ωστόσο, κρίνοντας από την παρατήρησή του σχετικά με τον Κόκκινο Αετό, διέθετε κοφτερό μυαλό. Και κοφτερή γλώσσα, στη σχέση του με τον Αφέντη Γκιλ.

Ο Γκιλ είχε γονατίσει πλάι στη Μάιντιν και μιλούσε βεβιασμένα, παρά τις προσπάθειες της Λίνι να τον κάνει να σιωπήσει. Η Μάιντιν στράφηκε να κοιτάξει τον Μπάλγουερ, καθώς ο άντρας προχώρησε μέσα από τα δέντρα προς τις άμαξες, αλλά πού και πού το βλέμμα της πεταγόταν στον Πέριν. Οι υπόλοιποι ήταν μαζεμένοι κοντά της κοιτώντας πότε τον Μπάλγουερ, πότε τον Πέριν. Αν είχε υπάρξει ποτέ μια ομάδα ανθρώπων που να ανησυχεί τόσο πολύ για κάτι που είπε κάποιος άλλος, ήταν αυτοί. Τι να ήταν, όμως, αυτό για το οποίο ανησυχούσαν μήπως είχε ακούσει; Κακολογίες, το πιθανότερο. Ιστορίες γεμάτες προσβολές και παραπτώματα, αληθινές ή φανταστικές. Δεν ήταν παρά ένα τσούρμο άνθρωποι κλεισμένοι σε ένα κοτέτσι, ραμφίζοντας ο ένας τον άλλον. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα έπρεπε να λάβει μέτρα για να το σταματήσει προτού χυνόταν αίμα. Ο Τάλανβορ θώπευε ξανά τη λαβή του σπαθιού του! Τι σκόπευε να κάνει η Φάιλε με αυτόν τον τύπο;

«Άραμ, θέλω να πας να μιλήσεις με τον Τάλανβορ κι όλους αυτούς. Πες τους όσα μου ανέφερε ο Μπάλγουερ. Μη θίξεις ειδικά το θέμα, αλλά πες τους τα πάντα». Αυτό θα καταπράυνε τους φόβους των διαδόσεων. Η Φάιλε έλεγε πως οι υπηρέτες έπρεπε να νιώθουν σαν στο σπίτι τους. «Αν μπορείς, γίνε φίλος τους, Άραμ. Αν δε αποφασίσεις να κάνεις τα γλυκά μάτια σε κάποια από τις γυναίκες, φρόντισε να είναι η Λίνι. Οι άλλες δύο είναι πιασμένες».

Ο Άραμ φερόταν μελιστάλαχτα σε κάθε χαριτωμένη γυναίκα που συναντούσε, αλλά αυτή τη φορά φάνηκε έκπληκτος και προσβεβλημένος ταυτόχρονα. «Όπως επιθυμείς, Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε κατσουφιασμένα. «Δεν θα αργήσω».

«Θα είμαι με τους Αελίτες».

Ο Άραμ βλεφάρισε. «Α, ωραία. Ίσως μου πάρει λίγο χρόνο μέχρι να πιάσω φιλίες μαζί τους. Μου φαίνεται πως δεν είναι και πολύ διατεθειμένοι να κάνουν φίλους». Λόγια ενός άντρα που κοιτούσε γεμάτος υποψία όποιον πλησίαζε τον Πέριν, εκτός της Φάιλε, και δεν χαμογελούσε σε κανέναν άνθρωπο εκτός αν φορούσε φούστα.

Όπως και να έχει, πήγε κοντά στον Γκιλ και τους υπόλοιπους και κάθισε οκλαδόν. Ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, ήταν φανερό πόσο απρόσιτοι ήταν. Συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους, λέγοντας πού και πού καμιά κουβέντα στον Άραμ, κι αντάλλασσαν ματιές τόσο με αυτόν όσο και μεταξύ τους. Έμοιαζαν κάπως τρομαγμένοι, σαν τα πράσινα ορτύκια το καλοκαίρι όταν οι αλεπούδες μαθαίνουν κυνήγι τα μικρά τους. Πάντως, μιλούσαν.

Ο Πέριν αναρωτήθηκε σε τι είδους βρωμοδουλειά είχε μπλέξει ο Άραμ με τους Αελίτες —λες κι υπήρχε χρόνος για κάτι τέτοιο!— αλλά η απορία του ήταν φευγαλέα. Κάθε είδους σοβαρό πρόβλημα με τους Αελίτες σήμαινε συνήθως πως κάποιος θα πλήρωνε με τη ζωή του, κι αυτός δεν θα ήταν Αελίτης. Η αλήθεια ήταν πως δεν ανυπομονούσε ιδιαίτερα να συναντήσει τις Σοφές. Βημάτισε γύρω-γύρω από τον λόφο αλλά, αντί να σκαρφαλώσει στην πλαγιά, περπάτησε μέχρι τους Μαγιενούς. Απέφευγε τον καταυλισμό τους όσο περισσότερο μπορούσε, κι όχι μονάχα εξαιτίας της Μπερελαίν. Μία τόσο ευαίσθητη μύτη δεν αποτελούσε πάντα πλεονέκτημα.

Ευτυχώς, μια αναζωογονητική αύρα έδιωχνε μακριά τη δυσοσμία, μολονότι δεν έκανε και πολλά για να μειώσει τη ζέστη. Ο ιδρώτας κυλούσε στα πρόσωπα των έφιππων φρουρών με τις πορφυρές πανοπλίες. Μόλις τον είδαν, ορθώθηκαν σαν στέκες πάνω στη σέλα τους κι αυτό κάτι σήμαινε. Εκεί που οι Διποταμίτες κάλπαζαν λες κι εφορμούσαν στα χωράφια, οι Μαγιενοί έμεναν ακίνητοι σαν αγάλματα πάνω στις σέλες τους. Ωστόσο, μπορούσαν κάλλιστα να πολεμήσουν. Φωτός θέλοντος, δεν χρειαζόταν.

Ο Χάβιεν Νουρέλ ήρθε τρέχοντας προς το μέρος του, κουμπώνοντας το πανωφόρι του πριν ο Πέριν προσπεράσει τους φρουρούς. Μια ντουζίνα περίπου αξιωματικοί ακολουθούσαν τον Νουρέλ κατά πόδας, φορώντας όλοι τα πανωφόρια τους, ενώ μερικοί έδεναν τα λουριά στις ερυθρές πανοπλίες τους. Δυο τρεις εξ αυτών κουβαλούσαν υπό μάλης περικεφαλαίες με λεπτά κόκκινα φτερά. Οι πιο πολλοί ήταν αρκετά χρόνια γηραιότεροι του Νουρέλ, κάποιοι μάλιστα είχαν δύο φορές τα χρόνια του, γκριζαρισμένοι άντρες με πρόσωπα σκληρά και βλογιοκομμένα. Η ανταμοιβή του Νουρέλ που βοήθησε στη διάσωση του Ραντ ήταν να προβιβαστεί σε υπαρχηγό του Γκαλίν, τον Πρώτο του Αξιωματικό όπως τον αποκαλούσαν.

«Ο Πρώτος δεν έχει επιστρέψει ακόμα, Άρχοντα Πέριν», είπε ο Νουρέλ, κάνοντας μια υπόκλιση που αμέσως μιμήθηκαν κι οι άλλοι. Ήταν ψηλός και λυγερός άντρας, αλλά δεν έμοιαζε πια τόσο νέος όσο πριν από τα Πηγάδια του Ντουμάι. Υπήρχε μια δριμύτητα στο βλέμμα του, ενώ τα μάτια του είχαν δει περισσότερο αίμα απ’ όσο οι βετεράνοι είκοσι μαχών. Μπορεί το πρόσωπό του να ήταν τραχύ, μα η οσμή του απέπνεε μια επιθυμία να ευχαριστήσει τον αφέντη του. Για τον Χάβιεν Νουρέλ, ο Πέριν Αϋμπάρα ήταν ένας άντρας που μπορούσε να πετάξει ή να περπατήσει πάνω στην επιφάνεια του νερού όποτε το επιθυμούσε. «Οι πρωινές περίπολοι που επέστρεψαν δεν είδαν τίποτα. Αλλιώς, θα σ’ το είχα αναφέρει».

«Φυσικά», αποκρίθηκε ο Πέριν. «Απλώς... ήθελα να ρίξω μια ματιά». Αυτό που εννοούσε ήταν ότι ήθελε να περπατά στα πέριξ για να είναι χαλαρός όταν θα έφτανε η ώρα να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τις Σοφές, αλλά ο νεαρός Μαγιενός τον ακολούθησε μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς παρακολουθώντας τον ανήσυχα, μήπως κι έβρισκε κάποιο ψεγάδι στους Φτερωτούς Φρουρούς, μορφάζοντας όποτε πλησίαζαν γυμνόστηθους άντρες που έπαιζαν ζάρια πάνω σε μια απλωμένη κουβέρτα, ή κάποιον που κοιμόταν ακόμα ενώ ο ήλιος είχε ήδη σκαρφαλώσει στον ουρανό. Δεν ενοχλήθηκε· για τον Πέριν, το στρατόπεδο είχε στηθεί μεθοδικά. Ο κάθε άντρας είχε τις κουβέρτες του και χρησιμοποιούσε τη σέλα του ως προσκέφαλο, ούτε δυο βήματα μακριά από το σημείο που ήταν δεμένο το άλογό του, σε ένα από τα μακρόστενα σχοινιά που έγερναν ανάμεσα στους πασσάλους, οι οποίοι ήταν μπηγμένοι στο έδαφος και έφταναν ως το ύψος του στήθους. Κάθε είκοσι βήματα έκαιγε μια φωτιά μαγειρέματος και στον ενδιάμεσο χώρο τα ακόντια σχημάτιζαν κώνους με ατσαλένιες αιχμές. Ολόκληρος ο καταυλισμός σχημάτιζε ένα είδος κουτιού γύρω από πέντε σκηνές, μία εκ των οποίων είχε χρυσαφιές και γαλάζιες ραβδώσεις κι ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες τέσσερις μαζί. Όλα ήταν τελείως διαφορετικά από τον φύρδην μίγδην καταυλισμό που είχαν στήσει οι Διποταμίτες.

Ο Πέριν βάδιζε ζωηρά, πασχίζοντας να μη δείχνει πολύ ανόητος. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον το κατόρθωνε. Λαχταρούσε να σταματήσει και να εξετάσει ένα δυο άλογα —να αγγίξει, έστω, μια οπλή δίχως να προκαλέσει τη λιποθυμία κάποιου— αλλά θυμήθηκε όσα του είχε αναφέρει ο Άραμ και κράτησε τα χέρια του κοντά. Όλοι έμοιαζαν εξίσου ξαφνιασμένοι με τον Νουρέλ. Σημαιοφόροι με σκληρά βλέμματα παρακινούσαν τους άντρες να σηκωθούν μπροστά στον Πέριν, αλλά αυτός τους προσπερνούσε με ένα νεύμα πριν προλάβουν καλά-καλά να σταθούν στα πόδια τους. Ψίθυροι γεμάτοι απορία πλανιόνταν στον αέρα πίσω του και τα αυτιά του έπιασαν μερικά σχόλια για τους αξιωματικούς και τους άρχοντες ειδικά και χάρηκε πολύ που ο Νουρέλ κι οι υπόλοιποι δεν άκουσαν τίποτα. Τελικά, βρέθηκε στην άκρη του στρατοπέδου, κοιτώντας τη γεμάτη χαμόκλαδα πλαγιά, εκεί που ήταν αραδιασμένες οι σκηνές των Σοφών. Ελάχιστες Κόρες ήταν ορατές ανάμεσα στα σκόρπια δέντρα, καθώς και μερικοί γκαϊ’σάιν.

«Άρχοντα Πέριν», είπε ο Νουρέλ διστακτικά. «Οι Άες Σεντάι...» Πλησίασε λίγο περισσότερο και χαμήλωσε τη φωνή του μέχρι που έγινε ψίθυρος. «Γνωρίζω καλά πως έχουν ορκιστεί στον Άρχοντα Δράκοντα, και... έχω δει διάφορα, Άρχοντα Πέριν. Όντως ασχολούνται με αγγαρείες! Ποιες, οι Άες Σεντάι! Σήμερα το πρωί, η Μασούρι κι η Σέονιντ έφεραν νερό! Και χτες, αφού επέστρεψες... Νόμισα πως άκουσα κάποιον εκεί πάνω... να κραυγάζει. Φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι μια από τις αδελφές», πρόσθεσε βιαστικά και γέλασε, υπονοώντας πόσο γελοία ήταν αυτή η ιδέα, ένα γέλιο τρεμουλιαστό. «Μπορείς να... βεβαιωθείς πως... όλα πάνε καλά μ’ αυτές;» Είχε πέσει πάνω σε σαράντα χιλιάδες Σάιντο που οδηγούσαν διακόσιους λογχοφόρους, αλλά η μόνη του αντίδραση γύρω από αυτό το θέμα ήταν να ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους και να μετακινήσει αμήχανα τα πόδια του. Φυσικά κι είχε πέσει πάνω σε σαράντα χιλιάδες Σάιντο, αλλά μόνο και μόνο επειδή το ήθελαν οι Άες Σεντάι.

«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», μουρμούρισε ο Πέριν. Ίσως τα πράγματα να ήταν χειρότερα απ’ όσο φανταζόταν, κι έπρεπε να κάνει κάτι πριν γίνουν ακόμα χειρότερα. Αν μπορούσε. Από μια άποψη, προτιμούσε να αντιμετωπίσει ξανά τους Σάιντο.

Ο Νουρέλ ένευσε καταφατικά, λες κι ο Πέριν είχε υποσχεθεί να κάνει ό,τι του ζητούσε. «Πολύ καλά, λοιπόν», είπε, κι ο τόνος της φωνής του υποδήλωνε ανακούφιση. Λοξοκοιτάζοντας τον Πέριν, ετοιμάστηκε να πει κάτι άλλο, αν και μάλλον δεν θα έθιγε ένα τόσο λεπτό ζήτημα όσο των Άες Σεντάι. «Άκουσα πως επέτρεψες στον Κόκκινο Αετό να παραμείνει».

Ο Πέριν αναπήδησε σχεδόν. Παρά το ότι βρισκόταν στην άλλη μεριά του λόφου, τα νέα ταξίδευαν γρήγορα. «Δεν υπήρχε άλλη λύση», είπε αργά. Η Μπερελαίν έπρεπε να μάθει την αλήθεια, αν όμως την ήξερε πολύς κόσμος, η αλήθεια αυτή θα έφτανε σύντομα στο διπλανό χωριό κι από κει στο παραδίπλα αγρόκτημα. «Κάποτε, όλο αυτό το μέρος αποτελούσε κομμάτι της Μανέθερεν», πρόσθεσε, λες κι ο Νουρέλ δεν το ήξερε ήδη. Την αλήθεια! Είχε φθάσει στο σημείο να τη διαστρεβλώνει όπως οι Άες Σεντάι, και μάλιστα μπροστά στους δικούς του άντρες. «Στοιχηματίζω πως δεν είναι η πρώτη φορά που η σημαία αυτή κυματίζει εδώ, αλλά κανείς από εκείνους τους τύπους δεν είχε την υποστήριξη του Αναγεννημένου Δράκοντα». Κι αν αυτά τα λόγια δεν αποτελούσαν τον κατάλληλο σπόρο, τότε δεν είχε ιδέα από όργωμα.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ακόμα κι ο τελευταίος Φτερωτός Φρουρός, μαζί κι οι αξιωματικοί, είχαν τη ματιά τους καρφωμένη επάνω του. Αναρωτιόνταν, αναμφίβολα, τι ήταν αυτά που έλεγε και για ποιον λόγο είχε κάνει όλο αυτόν τον κόπο να έρθει εδώ. Ακόμα κι αυτός ο λιπόσαρκος, καραφλός γερο-στρατιώτης, τον οποίο ο Γκαλίν αποκαλούσε σκυλοληστή, τον κοιτούσε επίμονα, όπως επίσης οι υπηρέτριες της Μπερελαίν, ένα ζευγάρι πλαδαρές γυναίκες με συνηθισμένα πρόσωπα, ντυμένες κατάλληλα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη σκηνή της αφέντρα τους. Ο Πέριν δεν είχε παρατηρήσει τίποτα ιδιαίτερο, αλλά ήξερε πως έπρεπε να τους εκθειάσει με κάποιον τρόπο.

Υψώνοντας τη φωνή του, για να ακουστεί, είπε: «Οι Φτερωτοί Φρουροί θα κάνουν περήφανο το Μαγιέν, αν στο μέλλον αντιμετωπίσουμε κάτι αντίστοιχο με τα Πηγάδια του Ντουμάι». Ήταν τα πρώτα λόγια που του ήρθαν στο μυαλό, αλλά έκανε μια γκριμάτσα μόλις τα πρόφερε.

Προς μεγάλη του κατάπληξη, αλαλαγμοί ακούστηκαν ανάμεσα στις τάξεις των στρατιωτών, οι οποίοι άρχισαν να τον επευφημούν: «Ζήτω ο Πέριν ο Χρυσομάτης!» και «Το Μαγιέν για τον Χρυσομάτη!» κι «Ο Χρυσομάτης κι η Μανέθερεν!» Οι άντρες χόρευαν και χοροπηδούσαν, και αερικοί άρπαξαν τα δόρατα από τους σωρούς και τα κουνούσαν έτσι που τα κόκκινα σημαιάκια να κυματίζουν στην αύρα. Οι ψαρομάλληδες σημαιοφόροι τους παρακολουθούσαν με τα χέρια σταυρωτά, νεύοντας επιδοκιμαστικά. Ο Νουρέλ έλαμπε ολόκληρος, κι όχι μονάχα αυτός. Αξιωματικοί με γκρίζα μαλλιά κι ουλές στο πρόσωπο χαμογελούσαν σαν αγοράκια που ανταμείφθηκαν επειδή είχαν διαβάσει τα μαθήματά τους. Μα το Φως, πράγματι ήταν ο μοναδικός που είχε σώας τας φρένας! Ευχήθηκε να μην ξανάβλεπε ποτέ του μάχη!

Αναρωτώμενος αν όλη αυτή η εκδήλωση θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα σε σχέση με την Μπερελαίν, ο Πέριν αποχαιρέτισε τον Νουρέλ και τους υπόλοιπους και ξεκίνησε να ανηφορίζει την πλαγιά μέσα από τα νεκρά φύλλα και τους θάμνους που δεν του έφταναν ούτε μέχρι τη μέση. Καφετιά ζιζάνια έτριζαν κάτω από τις μπότες του, ενώ οι αλαλαγμοί εξακολουθούσαν να γεμίζουν το στρατόπεδο των Μαγιενών. Ακόμα κι αν μάθαινε την αλήθεια, η Πρώτη δεν θα ήταν διόλου ευχαριστημένη όταν θα έβλεπε τους στρατιώτες της να τον επευφημούν με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, είχε και τα καλά του αυτό. Ίσως να εκνευριζόταν τόσο, ώστε να έπαυε να του γίνεται τσιμπούρι.

Λίγο πριν από την κορυφή, σταμάτησε για να ακούσει τις επευφημίες που σιγά-σιγά έσβηναν. Κανείς δεν επρόκειτο να τον επευφημήσει από την άλλη μεριά. Όλα τα πλάγια υφασμάτινα ανοίγματα ήταν κατεβασμένα στις χαμηλές καφετιές και γκρίζες σκηνές των Σοφών σαν να τις περιέκλειαν στο εσωτερικό τους. Ελάχιστες από τις Κόρες ήταν ορατές. Καθισμένες οκλαδόν κάτω από ένα χαμόδεντρο, στο φύλλωμα του οποίου είχε απομείνει λίγη πρασινάδα, τον κοιτούσαν περίεργα. Τα δάχτυλά τους κινήθηκαν γρήγορα, με τον τρόπο που είχαν αναπτύξει για να μιλούν μεταξύ τους με νοήματα. Ένα λεπτό αργότερα, η Σούλιν —ψηλή και νευρώδης, με ένα ροδαλό σημάδι χαραγμένο στο ηλιοκαμένο της μάγουλο— σηκώθηκε μετακινώντας το βαρύ μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της, και προχώρησε προς το μέρος του. Έριξε μια ματιά προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε έρθει ο Πέριν και φάνηκε ανακουφισμένη που ήταν μόνος του, μολονότι ποτέ δεν ήξερες τι ακριβώς αισθάνονται οι Αελίτες.

«Καλό αυτό, Πέριν Αϋμπάρα», του είπε σιγανά. «Οι Σοφές είναι δυσαρεστημένες που τις ανάγκασες να έρθουν εδώ. Μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να δυσαρεστήσει τις Σοφές, και δεν σε έχω για τέτοιον».

Ο Πέριν έξυσε τη γενειάδα του. Απέφευγε όσο μπορούσε τις Σοφές —και τις Άες Σεντάι— αλλά δεν σκόπευε να τις αναγκάσει να έρθουν σ’ αυτόν. Με απλά λόγια και για να το πούμε κάπως πιο ευγενικά, δεν τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα η παρέα τους. «Λοιπόν, πρέπει να δω αμέσως την Εντάρα», της είπε. «Πρόκειται για τις Άες Σεντάι».

«Ίσως τελικά να έκανα λάθος», είπε ξερά η Σούλιν. «Θα της το πω, όμως». Έκανε να φύγει, αλλά σταμάτησε απότομα. «Πες μου κάτι. Ο Τέρυλ Γουάιντερ κι ο Φούρεν Αλχάρα συνδέονται με τη Σέονιντ Τράιγκαν —όπως οι πρωταδελφοί με μια πρωταδελφή, μια κι αυτή δεν πολυσυμπαθεί τους άντρες— ωστόσο προσφέρθηκαν να τιμωρηθούν για χάρη της. Πώς μπόρεσαν να την ντροπιάσουν έτσι;»

Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά δεν βγήκε λέξη. Ένα ζευγάρι γκαϊ’σάιν εμφανίστηκε από την αντίθετη μεριά της πλαγιάς, καθένας εκ των οποίων οδηγούσε δύο από τα υποζύγια των Αελιτών. Οι άντρες με τα λευκά χιτώνια πέρασαν λίγα βήματα πιο πέρα, κατευθυνόμενοι προς το ποταμάκι. Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος, αλλά πίστευε πως κι οι δύο ήταν Σάιντο. Το βλέμμα τους ήταν χαμηλωμένο και πειθήνιο, λες και καλά-καλά δεν κοιτούσαν πού βάδιζαν. Με τις διάφορες μικροαγγαρείες που έκαναν, χωρίς να τους βλέπει κανείς, είχαν κάθε ευκαιρία να το σκάσουν. Παράξενοι άνθρωποι.

«Βλέπω πως κι εσύ σοκαρίστηκες», είπε η Σούλιν. «Ήλπιζα πως μπορούσες να δώσεις μια εξήγηση. Θα μιλήσω στην Εντάρα». Κίνησε για τις σκηνές, αλλά πρόσθεσε πάνω από τον ώμο της, «Εσείς οι υδρόβιοι είσαστε πολύ παράξενοι, Πέριν Αϋμπάρα».

Ο Πέριν την κοίταξε βλοσυρά κι, όταν η γυναίκα εξαφανίστηκε μέσα σε κάποια σκηνή, κοίταξε συνοφρυωμένος τους δύο γκαϊ’σάιν που οδηγούσαν τα ζωντανά προς το νερό. Οι υδρόβιοι παράξενοι; Μα το Φως! Άρα, καλά άκουσε ο Νουρέλ. Δεν ήταν της παρούσης να χώσει τη μύτη του στο τι έτρεχε ανάμεσα στις Σοφές και τις Άες Σεντάι. Έπρεπε να το είχε κάνει από καιρό. Ευχήθηκε να μην ήταν σαν να έχωνε τη μύτη του σε σφηκοφωλιά.

Φάνηκε να περνάει πολλή ώρα μέχρι να εμφανιστεί ξανά η Σούλιν, αλλά κι όταν ξαναφάνηκε, η διάθεση του δεν βελτιώθηκε. Του κράτησε ανοικτή την υφασμάτινη είσοδο και χτύπησε ελαφρά και περιφρονητικά με το δάχτυλό της το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη του καθώς αυτός έσκυβε για να μπει μέσα. «Θα έπρεπε να είσαι καλύτερα αρματωμένος γι’ αυτόν τον χορό, Πέριν Αϋμπάρα», του είπε.

Όταν πέρασε στο εσωτερικό, παρατήρησε προς μεγάλη του έκπληξη και τις έξι Σοφές να κάθονται σταυροπόδι πάνω σε χρωματιστά φουντωτά μαξιλαράκια, με τις εσάρπες τυλιγμένες γύρω από τη μέση τους και τις φούστες μεθοδικά τακτοποιημένες σαν βεντάλιες πάνω στα απλωμένα χαλιά. Ήλπιζε να αντικρίσει μονάχα την Εντάρα. Καμιά τους δεν φαινόταν πάνω από τέσσερα ή πέντε χρόνια μεγαλύτερη του, μερικές μάλιστα θα πρέπει να ήταν συνομήλικές του, όμως ανέκαθεν τον έκαναν να αισθάνεται σαν να είχε απέναντί του τα γηραιότερα μέλη του Κύκλου των Γυναικών, αυτές που είχαν χρειαστεί χρόνια μέχρι να μάθουν να μυρίζονται τα μυστικά σου. Ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει την οσμή της μίας γυναίκας από την άλλη, αλλά δεν χρειαζόταν. Έξι βλέμματα ήταν καρφωμένα επάνω του, από το ουράνιο γαλάζιο της Τζανίνα μέχρι το θαμπό μενεξεδένιο της Μαρλίν, για να μην αναφέρουμε το διαπεραστικό πράσινο της Νέβαριν. Κάθε ματιά ήταν και μια σουβλιά.

Με μια κοφτή κίνηση, η Εντάρα τού έκανε νόημα να πάρει μόνος του ένα μαξιλαράκι, πράγμα που ο Πέριν εκτίμησε δεόντως, αν και στο σημείο που κάθισε, τις είχε όλες απέναντί του σε ημικύκλιο. Ίσως οι ίδιες οι Σοφές να είχαν σχεδιάσει αυτές τις σκηνές, έτσι ώστε να αναγκάζουν τους άντρες να σκύβουν αν ήθελαν να σταθούν όρθιοι. Παραδόξως, υπήρχε περισσότερη δροσιά στο σκοτεινό εσωτερικό, μολονότι εξακολουθούσε να ιδρώνει. Μπορεί να μην ξεχώριζε τη μία από την άλλη, αλλά τούτες εδώ οι γυναίκες μύριζαν σαν λύκοι που καλομελετάνε μια δεμένη γίδα. Ένας γκαϊ’σάιν με τετράγωνο πρόσωπο, μισή φορά πιο ογκώδης από τον ίδιον, γονάτισε για να προσφέρει μια χρυσή κούπα με σκουρόχρωμο παντς, ακουμπισμένη πάνω σε έναν περίτεχνο ασημένιο δίσκο. Οι Σοφές κρατούσαν ήδη παράταιρες ασημένιες κούπες και ψηλά ποτήρια. Δίχως να είναι σίγουρος τι μπορεί να σήμαινε το ότι του πρόσφεραν χρυσή κούπα —ίσως τίποτα, αλλά ποιος μπορούσε να ξέρει με τους Αελίτες;— ο Πέριν την πήρε προσεκτικά στα χέρια του. Ανέδιδε άρωμα δαμάσκηνων. Ο τύπος έκανε μια μειλίχια υπόκλιση, όταν η Εντάρα χτύπησε παλαμάκια, και βγήκε από τη σκηνή οπισθοχωρώντας σκυμμένος. Η μισοθεραπευμένη χαρακιά στο τραχύ του πρόσωπο χρονολογούνταν μάλλον από την εποχή των Πηγαδιών του Ντουμάι.

«Μια και βρίσκεσαι εδώ», είπε η Εντάρα μόλις το ύφασμα της εισόδου έπεσε πίσω από τον γκαϊ’σάιν, «θα σου εξηγήσουμε για άλλη μια φορά γιατί πρέπει να σκοτώσεις τον άντρα με το όνομα Μασέμα Ντάγκαρ».

«Δεν νομίζω πως πρέπει να το εξηγήσουμε ξανά», παρενέβη η Ντέλορα. Τα μαλλιά και τα μάτια της είχαν την ίδια απόχρωση με της Μάιντιν, αλλά δύσκολα θα αποκαλούσες χαριτωμένο το στενό της πρόσωπο. Ο τρόπος της ήταν εντελώς ψυχρός. «Αυτός ο Μασέμα Ντάγκαρ αποτελεί κίνδυνο για τον Καρ’α’κάρν. Πρέπει να πεθάνει».

«Μας το είπαν οι Ονειροβάτισσες, Πέριν Αϋμπάρα». Η Καρέλ ήταν σίγουρα χαριτωμένη, και παρά το ότι τα φλογερά μαλλιά κι η διαπεραστική ματιά υποδήλωναν ευέξαπτο χαρακτήρα, ήταν πάντα πράα. Για Σοφή, τουλάχιστον. Και, σίγουρα, δεν ήταν μαλθακή. «Ερμήνευσαν το όνειρο. Αυτός ο άντρας πρέπει να πεθάνει».

Ο Πέριν ήπιε μια γουλιά από το παντς με τα δαμάσκηνα για να κερδίσει λίγο χρόνο. Παραδόξως, το ποτό ήταν κρύο. Πάντα έτσι έκαναν αυτές. Ο Ραντ δεν είχε αναφέρει καμιά προειδοποίηση από τις Ονειροβάτισσες. Την πρώτη φορά, το είχε αναφέρει ο Πέριν. Μόνον τότε. Πίστευαν πως αμφέβαλλε για τα λόγια τους, ενώ ακόμα κι η Καρέλ έμοιαζε αγριεμένη. Όχι ότι ο Πέριν νόμιζε ότι του έλεγαν ψέματα. Όχι ακριβώς. Έτσι κι αλλιώς, δεν τις είχε πιάσει ποτέ να ψεύδονται. Άλλους όμως σκοπούς είχαν αυτές για το μέλλον, άλλους ο Ραντ και —σε τελική ανάλυση— άλλους ο ίδιος. Ίσως να ήταν ο Ραντ εκείνος που κρατούσε μυστικά. «Δώστε μου μια ιδέα για τον κίνδυνο στον οποίο αναφέρεστε», είπε τελικά. «Το Φως μόνο ξέρει πόσο τρελός είναι ο Μασέμα, όμως από την άλλη τάσσεται υπέρ του Ραντ. Αν επιθυμείτε να δολοφονώ ανθρώπους που μας υποστηρίζουν, έξοχα. Σίγουρα ο κόσμος θα πειστεί να πάει με το μέρος του Ραντ».

Ο σαρκασμός του δεν έπιασε. Τον κοιτούσαν χωρίς καν να βλεφαρίζουν. «Αυτός ο άντρας πρέπει να πεθάνει», είπε τελικά η Εντάρα. «Το ότι σ’ το λένε τρεις Ονειροβάτισσες κι έξι Σοφές πρέπει να σου αρκεί». Πάντα τα ίδια. Ίσως να μην ήξεραν να πουν κάτι περισσότερο. Ίσως, πάλι, να είχε φτάσει η στιγμή να τους εξηγήσει τον λόγο του ερχομού του.

«Θα επιθυμούσα να σας μιλήσω σχετικά με τη Σέονιντ και τη Μασούρι», είπε, και τα έξι πρόσωπα πάγωσαν. Μα το Φως, τούτες εδώ δεν διέφεραν από πέτρα! Ακούμπησε την κούπα δίπλα του κι έγειρε με πείσμα προς το μέρος τους. «Υποτίθεται πως πρέπει να δείξω στον κόσμο πόσο αφοσιωμένες στον Ραντ είναι οι Άες Σεντάι». Στην πραγματικότητα, υποτίθεται πως αυτό έπρεπε να το αποδείξει στον Μασέμα, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να αναφέρει κάτι τέτοιο. «Δεν θα είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμες, αν εσείς δεν τις αφήνετε σε χλωρό κλαρί! Μα το Φως! Πρόκειται για Άες Σεντάι! Αντί να τις αναγκάζετε να σας κουβαλούν νερό, γιατί δεν κοιτάζετε να μάθετε κάτι από αυτές; Πρέπει να γνωρίζουν κάμποσα πράγματα, για τα οποία εσείς δεν έχετε ιδέα». Δάγκωσε τη γλώσσα του, αλλά ήταν πια αργά. Οι Αελίτισσες δεν ανέχονταν προσβολές. Ωστόσο, παρέμειναν ανέκφραστες.

«Γνωρίζουν κάποια πράγματα που δεν ξέρουμε», του απάντησε με σταθερή φωνή η Ντέλορα, «αλλά γνωρίζουμε κι εμείς μερικά που δεν ξέρουν αυτές». Η φωνή της ήταν σταθερή σαν αιχμή δόρατος μπηγμένη σε πλευρά.

«Μαθαίνουμε όσα είναι ανάγκη, Πέριν Αϋμπάρα», είπε ήρεμα η Μαρλίν περνώντας τα δάχτυλα της μέσα από τα σχεδόν μαύρα της μαλλιά. Ήταν μία από τις λίγες Αελίτισσες με τόσο σκουρόχρωμα μαλλιά και συχνά έπαιζε μαζί τους. «Επίσης, διδάσκουμε όσα είναι ανάγκη».

«Όπως και να έχει», είπε η Τζανίνα, «πρόκειται για κάτι που δεν σε αφορά. Οι άντρες δεν ανακατεύονται στις υποθέσεις των Σοφών και των μαθητευομένων τους». Κούνησε το κεφάλι της με την ανοησία του.

«Μπορείς να πάψεις να κρυφακούς απ’ έξω και να έρθεις μέσα, Σέονιντ Τράιγκαν», είπε ξαφνικά η Εντάρα. Ο Πέριν βλεφάρισε έκπληκτος, αλλά οι γυναίκες ούτε καν ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους.

Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής κι έπειτα το υφασμάτινο άνοιγμα παραμερίστηκε κι η Σέονιντ έσκυψε για να περάσει, γονατίζοντας αμέσως πάνω στα χαλιά. Αυτή η γαλήνη για την οποία τόσο καυχιόνταν οι Άες Σεντάι είχε γίνει κομμάτια στο πρόσωπό της. Τα χείλη της δεν ήταν παρά μια λεπτή γραμμή, τα μάτια της σφραγιστά και το πρόσωπό της αναψοκοκκινισμένο. Μύριζε θυμό, σύγχυση και μια ντουζίνα ακόμα συναισθήματα που στροβιλίζονταν μέσα της τόσο γοργά, που ο Πέριν δυσκολευόταν να τα ξεχωρίσει. «Μπορώ να του μιλήσω;» ρώτησε με άκαμπτη φωνή.

«Αν προσέξεις τι θα ξεστομίσεις, ναι», αποκρίθηκε η Εντάρα. Ρουφώντας γουλιά-γουλιά το ποτό της, η Σοφή την παρακολουθούσε πάνω από το χείλος της κούπας της. Σαν δάσκαλος που παρακολουθεί τον μαθητή του, άραγε; Ή σαν γεράκι που καραδοκεί για το ποντίκι; Ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος. Η Εντάρα, βέβαια, ήταν απόλυτα σίγουρη για τη θέση της, όποιον κι αν είχε απέναντι της. Το ίδιο κι η Σέονιντ. Αυτό όμως δεν αφορούσε στον ίδιο.

Γονατισμένη ακόμα, στράφηκε να τον κοιτάξει ισιώνοντας τη ράχη της και με μάτια που έκαιγαν. Η οργή λυσσομανούσε στην οσμή της. «Ό,τι κι αν ξέρεις», είπε θυμωμένα, «ό,τι κι αν νομίζεις πως ξέρεις, θα το ξεχάσεις!» Όχι, ίχνος γαλήνης δεν υπήρχε στη φωνή της. «Ό,τι κι αν συμβαίνει ανάμεσα στις Σοφές και σε μας, αφορά μόνο σ’ εμάς! Μην ανακατεύεσαι, απότρεψε το βλέμμα σου και κράτα το στόμα σου κλειστό!»

Ο Πέριν, εμβρόντητος, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. «Μα το Φως, είσαι ταραγμένη επειδή ξέρω πως μαστιγώθηκες;» είπε δύσπιστα. Θα μπορούσε να το υποστεί κι ο ίδιος αλλά όχι παράλληλα με τους υπόλοιπους. «Δεν ξέρεις πως αυτές εδώ οι γυναίκες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να σου κόψουν τον λαιμό και να σε πετάξουν στο χαντάκι; Τέλος πάντων, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο! Δεν σε συμπαθώ ιδιαίτερα, αλλά υποσχέθηκα να σε προστατέψω από τις Σοφές, από τους Άσα’μαν ή κι από τον ίδιο τον Ραντ, αν χρειαστεί. Λοιπόν, κατέβα από το καλάμι που καβάλησες!» Αντιλήφθηκε πως φώναζε και πήρε μια βαθιά, αμήχανη ανάσα. Ακούμπησε πίσω, στο μαξιλαράκι, πήρε στα χέρια του την κούπα με το παντς και ρούφηξε μια αχόρταγη γουλιά.

Η Σέονιντ έγινε ακόμα πιο άκαμπτη από την αγανάκτηση, και τα χείλη της σούφρωσαν πριν ακόμα ο Πέριν αποτελειώσει τα λόγια του. «Υποσχέθηκες;» κάγχασε. «Έχεις την εντύπωση πως οι Άες Σεντάι χρειάζονται την προστασία σου; Νομίζεις...;»

«Αρκετά», είπε η Εντάρα σιγανά και το σαγόνι της Σέονιντ έκλεισε απότομα, αν κι οι αρθρώσεις των δαχτύλων της είχαν ασπρίσει, έτσι σφιχτά που κρατούσε τη φούστα της.

«Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα τη σκοτώσουμε, Πέριν Αϋμπάρα;» ρώτησε η Τζανίνα γεμάτη περιέργεια. Οι Αελίτισσες σπανίως αποκάλυπταν τα συναισθήματά τους, αλλά οι υπόλοιπες τον κοιτούσαν βλοσυρά ή με ολοφάνερη δυσπιστία.

«Ξέρω καλά πώς αισθάνεστε», απάντησε εκείνος αργά. «Το ήξερα από τότε που σας είδα με τις αδελφές, ύστερα από τα Πηγάδια του Ντουμάι». Δεν είχε σκοπό να τους εξηγήσει ότι είχε οσμιστεί το μίσος και την περιφρόνησή τους κάθε φορά που μια Σοφή αντίκριζε μια Άες Σεντάι. Τώρα δεν οσμιζόταν τίποτα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα του αυτή τη μανία για πολλή ώρα χωρίς να την εκφράσει. Δεν σημαίνει ότι έπαυε να υπάρχει, απλώς είχε βυθιστεί βαθιά, έως τα κόκαλα ίσως.

Η Ντέλορα ρουθούνισε με έναν ήχο σαν να σκιζόταν ύφασμα. «Πρώτα λες πως πρέπει να τις παραχαϊδέψεις επειδή τις χρειάζεσαι κι έπειτα επειδή είναι Άες Σεντάι κι υποσχέθηκες να τις προστατέψεις. Ποια είναι η αλήθεια, Πέριν Αϋμπάρα;»

«Και τα δύο». Η ματιά του Πέριν συνάντησε το σκληρό βλέμμα της Ντέλορα για κάμποση ώρα κι έπειτα κοίταξε μία-μία τις υπόλοιπες. «Και οι δύο ισχυρισμοί είναι αληθινοί, το εννοώ».

Οι Σοφές αντάλλαξαν ματιές· το κάθε ανοιγόκλεισμα του ματιού ήταν εκατό λέξεις, από τις οποίες ένας άντρας δεν μπορούσε να συλλάβει ούτε μία. Τελικά, μετακινώντας τα περιδέραια και σιάζοντας τις σφικτές εσάρπες, φαίνεται πως έφθασαν σε συμφωνία.

«Δεν σκοτώνουμε μαθητευόμενες, Πέριν Αϋμπάρα», είπε η Νέβαριν. Έμοιαζε σοκαρισμένη και μόνο με την ιδέα. «Όταν ο Ραντ αλ’Θόρ μάς ζήτησε να τις πάρουμε ως μαθητευόμενες, ίσως να πίστευε ότι το κάναμε για να μας υπακούουν, αλλά εμείς ό,τι λέμε, το εννοούμε. Είναι όντως μαθητευόμενες τώρα».

«Και θα παραμείνουν, μέχρι να συμφωνήσουν πέντε Σοφές ότι είναι έτοιμες για κάτι παραπάνω», πρόσθεσε η Μαρλίν, τινάζοντας τα μακριά της μαλλιά πάνω από τον ώμο της. «Η μεταχείριση τους δεν διαφέρει από των υπολοίπων».

Η Εντάρα ένευσε καταφατικά κοιτώντας πάνω από την κούπα της. «Πες του για τη συμβουλή που θα του έδινες σχετικά με τον Μασέμα Ντάγκαρ, Σέονιντ Τράιγκαν», είπε.

Η γονατιστή γυναίκα σχεδόν σπαρταρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια των σύντομων λόγων της Νέβαριν και της Μαρλίν, αδράχνοντας τη φούστα της τόσο σφικτά που ο Πέριν νόμιζε πως το μεταξένιο ύφασμα θα σκιζόταν, αλλά σε χρόνο μηδέν συμμορφώθηκε με τις εντολές της Εντάρα. «Οι Σοφές έχουν δίκιο, ασχέτως του λόγου. Και δεν το λέω αυτό απλώς επειδή το επιθυμούν οι ίδιες». Σηκώθηκε και, με εμφανή προσπάθεια, γαλήνεψε τα χαρακτηριστικά της. Ωστόσο, η φωνή της είχε ακόμα μια χροιά έντασης. «Είδα τα έργα των περιβόητων Δρακορκισμένων προτού ακόμα συναντήσω τον Ραντ αλ’Θορ. Αλόγιστος θάνατος και καταστροφή. Ακόμα κι ένα πιστό σκυλί πρέπει να θανατώνεται όταν αρχίσει να βγάζει αφρούς από το στόμα».

«Αίμα και στάχτες!» γρύλισε ο Πέριν. «Πώς να σε παρουσιάσω έπειτα απ’ όλα αυτά; Ορκίστηκες πίστη στον Ραντ. Γνωρίζεις πως δεν είναι αυτό που επιθυμεί ο ίδιος! Τι έγινε με αυτό το περίφημο «θα πεθάνουν χιλιάδες, αν αποτύχεις;» Μα το Φως, αν η Μασούρι πιστεύει τα ίδια, τότε ο Ραντ ανέχεται τις Άες Σεντάι και τις Σοφές για το τίποτα! Χειρότερα. Θα χρειαστεί να προφυλάξει τον Μασέμα από δαύτες!»

«Η Μασούρι ξέρει τον Μασέμα τόσο καλά όσο κι εγώ», αποκρίθηκε η Σέονιντ όταν της τέθηκε η ερώτηση. Η ηρεμία είχε επιστρέψει στην έκφρασή της. Τον κοίταξε υπολογιστικά με πρόσωπο ψυχρό κι ανέκφραστο. Η οσμή της υποδήλωνε πως βρισκόταν σε άμεση επιφυλακή. Ήταν συγκεντρωμένη. Βέβαια, δεν χρειαζόταν τη μύτη του από τη στιγμή που τα μεγάλα, σκοτεινά κι απύθμενα μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά του. «Ορκίστηκα να υπηρετώ τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι η καλύτερη υπηρεσία που μπορώ να του προσφέρω είναι να τον κρατήσω μακριά από αυτό το ζώο. Δεν είναι και τόσο ευχάριστο ότι οι κυβερνήτες γνωρίζουν πως ο Μασέμα τον υποστηρίζει. Το χειρότερο θα είναι αν τον δουν να τον αγκαλιάζει κιόλας. Κι, όντως, θα πεθάνουν χιλιάδες, αν αποτύχεις να βρεις τον Μασέμα και να τον σκοτώσεις».

Ο Πέριν ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει. Για άλλη μια φορά, μια Άες Σεντάι έπαιζε με τις λέξεις, κάνοντας το μαύρο να φαίνεται άσπρο και το άσπρο μαύρο. Κατόπιν, ήρθε η σειρά των Σοφών να προσθέσουν κάτι στα λόγια της.

«Η Μασούρι Σοκάγουα», είπε πράα η Νέβαριν, «πιστεύει πως στο λυσσασμένο σκυλί μπορείς να βάλεις λαιμαριά και να το χρησιμοποιήσεις με ασφάλεια». Για μια στιγμή, η Σέονιντ φάνηκε να εκπλήσσεται τόσο όσο κι ο Πέριν, αλλά συνήλθε γρήγορα. Εξωτερικά, τουλάχιστον. Η οσμή της υποδήλωνε άξαφνα μια καχυποψία, λες και προαισθάνθηκε κάποιου είδος παγίδα εκεί που δεν το περίμενε.

«Επιθυμεί επίσης να δει κι εσένα με καπίστρι, Πέριν Αϋμπάρα», πρόσθεσε η Καρέλ, με ακόμα μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα. «Πιστεύει πως πρέπει να είσαι κι εσύ δεμένος, για ασφάλεια». Τίποτα πάνω στο φακιδιάρικο πρόσωπό της δεν υποδήλωνε κατά πόσον συμφωνούσε ή όχι.

Η Εντάρα ανασήκωσε το χέρι της προς την κατεύθυνση της Σέονιντ. «Μπορείς να φύγεις τώρα. Δεν χρειάζεται να ακούσεις περισσότερα, αλλά μπορείς να ζητήσεις από τον Γκάραντιν να σε αφήσει να Θεραπεύσεις την πληγή στο πρόσωπό του. Αν εξακολουθεί να αρνείται, πρέπει να το αποδεχτείς, θυμήσου το. Είναι γκαϊ’σάιν, όχι κάποιος από τους υδρόβιους υπηρέτες σου». Έντυσε την τελευταία φράση με μπόλικο σαρκασμό.

Το παγερό βλέμμα της Σέονιντ τρυπάνισε τον Πέριν. Κοίταξε τις Σοφές με τα χείλη της να τρέμουν, έτοιμα να ξεστομίσουν λέξεις. Τελικά όμως, το μόνο που κατάφερε ήταν να απομακρυνθεί με όσο περισσότερη χάρη μπορούσε να συγκεντρώσει στις κινήσεις της. Φαινομενικά, κι αυτό ήταν σημαντικό, μια Άες Σεντάι θα μπορούσε να ντροπιάσει ακόμα και μια βασίλισσα. Η οσμή, όμως, που άφηνε πίσω της υποδήλωνε οξεία απογοήτευση, ικανή να κόψει κάτι.

Μόλις έφυγε, οι έξι Σοφές συγκέντρωσαν την προσοχή τους και πάλι στον Πέριν.

«Λοιπόν», είπε η Εντάρα, «θα μπορούσες ίσως να μας εξηγήσεις για ποιο λόγο θα έβαζες ένα λυσσασμένο ζώο πλάι στον Καρ’α’κάρν».

«Μόνο ένας ηλίθιος υπακούει σε μια διαταγή που του λέει να πέσει από τον γκρεμό», είπε η Νέβαριν.

«Αφού δεν πρόκειται να μας ακούσεις», παρενέβη η Τζανίνα, «θα σε ακούσουμε εμείς. Μίλα, Πέριν Αϋμπάρα».

Ο Πέριν σκέφτηκε να βγει γρήγορα από την υφασμάτινη είσοδο. Αν όμως έκανε κάτι τέτοιο, θα άφηνε πίσω του μία Άες Σεντάι που πιθανότατα, αν κι αμφίβολο, θα μπορούσε να προσφέρει κάποια βοήθεια, καθώς κι άλλη μία μαζί με έξι Σοφές αποφασισμένες να ισοπεδώσουν όσα είχε έρθει να κάνει. Άφησε κάτω την κούπα του κι ακούμπησε τα χέρια στα γόνατά του. Έπρεπε να έχει καθαρό μυαλό, αν ήθελε να αποδείξει σε αυτές τις γυναίκες πως δεν αποτελούσε ο ίδιος δόλωμα.

Загрузка...