Ο βορεινός ορίζοντας είχε αποκτήσει μια μαβιά απόχρωση από τη λυσσαλέα βροχή που σφυροκοπούσε το ανατολικό κομμάτι του Ίλιαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Ακόμη πιο ψηλά, ο πρωινός ουρανός ήταν απειλητικός και γεμάτος κοχλάζοντα σύννεφα, ενώ οι ισχυροί άνεμοι αποσπούσαν μανδύες, έκαναν τα λάβαρα στη ραχοκορυφή να κροταλίζουν και να μαστιγώνουν τον αέρα σαν πραγματικά μαστίγια· το λευκό Λάβαρο του Δράκοντα και το κόκκινο Λάβαρο του Φωτός, τα λαμπρά πρότυπα των ευγενών από το Ίλιαν, την Καιρχίν και το Δάκρυ. Οι ευγενείς ήταν χωρισμένοι ανά γένος, τρεις ουλαμοί απομακρυσμένοι μεταξύ τους, πλημμυρισμένοι στις επίχρυσες κι ασημένιες θωρακίσεις, γεμάτοι μετάξια, βελούδα και σιρίτια. Μοναδικό κοινό σημείο τους ήταν τα ανήσυχα βλέμματα που έριχναν τριγύρω. Ακόμα και τα πιο καλοεκπαιδευμένα από τα άλογά τους τίναζαν τα κεφάλια και ποδοπατούσαν με τις οπλές το λασπερό έδαφος. Ο άνεμος ήταν κρύος κι έμοιαζε ακόμα πιο παγερός, επειδή είχε αντικαταστήσει τόσο απότομα τη ζέστη, όπως ακριβώς η αιφνίδια βροχή τους είχε ξαφνιάσει έπειτα από τόσον πολύ καιρό. Άσχετα από το έθνος που ανήκαν, όλοι παρακαλούσαν να διακοπεί αυτή η ξηρασία που θύμιζε καμίνι, αλλά κανείς δεν ήξερε τι να συμπεράνει για τις θυελλώδεις καταιγίδες που ήρθαν ως απάντηση στις προσευχές τους. Κάποιοι έριχναν ματιές στον Ραντ, νομίζοντας ότι αυτός δεν τους πρόσεχε. Μπορεί να αναρωτιόνταν αν ήταν αυτός που είχε απαντήσει στις εκκλήσεις τους. Και μόνο η σκέψη τού προκαλούσε ένα ανάλαφρο —αν και πικρό— γέλιο.
Χτύπησε στοργικά με το γαντοφορεμένο του χέρι τον λαιμό του μαύρου μουνουχιού του, ευχαριστημένος που ο Ταϊ’ντάισαρ δεν έδειχνε νευρικός. Το ογκώδες ζώο έμοιαζε με άγαλμα που περίμενε το τράβηγμα στα γκέμια ή την πίεση ενός γονά του στα πλευρά του για να κινηθεί. Ευτυχώς που το άλογο του Αναγεννημένου Δράκοντα φάνταζε εξίσου ψυχρό με τον ίδιο, λες κι αμφότεροι αιωρούνταν στο Κενό. Ακόμα και με τη Μία Δύναμη να λυσσομανά μες στο κορμί του —φωτιά, πάγος και θάνατος— μόλις που αντιλαμβανόταν τον άνεμο, παρ’ όλο που τίναζε τον χρυσοκέντητο μανδύα του και διαπερνούσε το πανωφόρι του από πράσινο μετάξι επεξεργασμένο με χρυσό κι ακατάλληλο γι’ αυτόν τον καιρό. Οι πληγές στα πλευρά του πονούσαν και πάλλονταν, η παλιά κι η καινούργια εναλλάξ, οι πληγές που δεν θα γιατρεύονταν ποτέ, αλλά αυτό ήταν κάτι μακρινό κι αφορούσε στη σάρκα ενός άλλου άντρα. Η Κορώνα από Ξίφη θα κέντριζε τους κροτάφους κάποιου άλλου με τις αιχμηρές μύτες από τις μικροσκοπικές λάμες που ήταν κρυμμένες ανάμεσα στα χρυσά δάφνινα φύλλα. Ακόμα κι όλη αυτή η σαπίλα που είχε υφανθεί μέσω του σαϊντίν έμοιαζε λιγότερο ενοχλητική απ’ ό,τι παλαιότερα. Ποταπή και σιχαμερή, αλλά αδιάφορη πλέον. Ωστόσο, τα βλέμματα των ευγενών στην πλάτη του ήταν σχεδόν απτά.
Μετακινώντας τη λαβή του ξίφους του, έγειρε μπροστά. Μπορούσε να δει τη συστάδα των χαμηλών δασωμένων λόφων μισό μίλι ανατολικά τόσο καθαρά, σαν να χρησιμοποιούσε κιάλι. Η περιοχή εδώ ήταν επίπεδη και τα μόνα εξογκώματα ήταν εκείνοι οι δασωμένοι λόφοι κι η μακρόστενη ράχη που ξεπηδούσε από τον χερσότοπο. Το επόμενο σύδεντρο, αρκετά πυκνό για να αξίζει το όνομά του, απλωνόταν κάπου δέκα μίλια μακριά. Τα μόνα που ήταν ορατά στους λόφους ήταν μισογυμνωμένα από φυλλωσιά κι ανηλεώς χτυπημένα από τις θύελλες δέντρα καθώς και θημωνιές από χαμόκλαδα, αλλά ο Ραντ ήξερε τι έκρυβαν. Δύο, ίσως και τρεις χιλιάδες άντρες, που είχε συγκεντρώσει ο Σαμαήλ για να τον εμποδίσει να καταλάβει το Ίλιαν.
Ο στρατός είχε διαλυθεί από τη στιγμή που μαθεύτηκε ότι ο άντρας που τους είχε συγκεντρώσει ήταν νεκρός, ότι ο Μάτιν Στεπάνεος είχε εξαφανιστεί — καταλήγοντας πιθανότατα κι εκείνος στον τάφο— κι ότι στο Ίλιαν υπήρχε πια νέος βασιλιάς. Πολλοί είχαν γυρίσει στην πατρίδα τους, ενώ άλλοι είχαν σχηματίσει ομάδες των είκοσι ή τριάντα ατόμων, οι οποίες θα μπορούσαν να σχηματίσουν στρατό ολόκληρο αν ενώνονταν ξανά. Ωστόσο, ακόμα και διασκορπισμένοι να παρέμεναν, αποτελούσαν αναρίθμητες οπλισμένες συμμορίες. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν τους επιτρεπόταν να περιπλανώνται στις επαρχίες. Ο Ραντ ένιωθε τον χρόνο να βαραίνει σαν μολύβι τους ώμους του. Ποτέ δεν υπήρχε αρκετός χρόνος, αλλά τώρα ίσως να... Φωτιά, πάγος και θάνατος.
Εσύ τι θα έκανες; σκέφτηκε. Είσαι εκεί; Κι ύστερα, με τη μισητή αμφιβολία να του τριβελίζει το μυαλό: Ήσουν ποτέ εκεί; Μονάχα σιωπή πήρε ως απάντηση· βαθιά και νεκρή σιωπή στο κενό που τον περιέκλειε. Μήπως όμως, κάπου στα άδυτα του μυαλού του, άκουγε κάποιο τρελό γέλιο; Το φανταζόταν, άραγε, όπως η αίσθηση που έχεις όταν κοιτάς διαρκώς πάνω από τον ώμο σου, λες και κάποιος απέχει ελάχιστα από το να αγγίξει την πλάτη σου; Ή όταν βλέπεις χρώματα να χάνονται, κάτι περισσότερο από απλά χρώματα; Τρελά πράγματα. Το γαντοφορεμένο του χέρι γλίστρησε κατά μήκος των γλυπτών που απλωνόταν οφιοειδώς πάνω στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Οι μακρόστενοι άσπροι και πράσινοι θύσανοι κάτω από τη γυαλιστερή αιχμή ανέμιζαν στον αέρα. Φωτιά, πάγος και θάνατος θα ακολουθούσαν.
«Θα πάω να τους μιλήσω αυτοπροσώπως», ανακοίνωσε. Τα λόγια του είχαν σαν αποτέλεσμα ένα ενθουσιώδες ξέσπασμα.
Ο Άρχοντας Γκρέγκοριν, ο πράσινος τελαμώνας του Συμβουλίου των Εννέα, τοποθέτησε διαγώνια τον στολισμένο επίχρυσο θώρακά του και σπιρούνισε το όμορφο λευκό άτι του για να απομακρυνθεί από τους Ιλιανούς, ακολουθούμενος κατά πόδας από τον Ντιμίτρι Μάρκολιν, Λοχαγό των Συντρόφων, ο οποίος ίππευε ένα σθεναρό καστανοκόκκινο άλογο. Ο Μάρκολιν ήταν ο μοναδικός άντρας ανάμεσά τους δίχως μετάξια κι ούτε ίχνος από σιρίτι, ο μοναδικός με απέριττη αν κι εντυπωσιακά καλογυαλισμένη πανοπλία, μολονότι η κωνική περικεφαλαία που αναπαυόταν πάνω στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του έφερε τρία χρυσά και λεπτά φτερά. Ο Άρχοντας Μάρακ τράβηξε τα ηνία, αλλά αμέσως μετά τα άφησε να πέσουν, όταν γεμάτος αβεβαιότητα παρατήρησε ότι κανείς από τους υπόλοιπους των Εννέα δεν είχε κουνηθεί. Πλατύστερνος άντρας, ασυγκίνητος και καινούργιος στο Συμβούλιο, έμοιαζε συχνά πιότερο με τεχνίτη παρά με άρχοντα, άσχετα από τα πλούσια μετάξια κάτω από την πολυτελή του πανοπλία και τις αρμαθιές των κρεμάμενων σιριτιών. Οι Υψηλοί Άρχοντες Γουίραμον και Τόλμεραν των Δακρυνών σπιρούνισαν συγχρόνως τα άλογά τους, καλυμμένοι με χρυσάφι κι ασήμι —όπως κι οποιοσδήποτε άλλος από τους Εννέα— κι η Ροζάνα, που προσφάτως είχε αναλάβει το αξίωμα της Υψηλής Αρχόντισσας, φορούσε έναν θώρακα με το χαρακτηριστικό έμβλημα του Οίκου της, το Γεράκι και τα Άστρα. Κάποιοι φάνηκαν έτοιμοι σχεδόν να τους ακολουθήσουν, αλλά έκαναν πίσω σαν να τους ανησυχούσε κάτι. Ο λεπτός σαν λάμα Άρακομ, ο γαλανομάτης Μάρακον κι ο φαλακρός Γκέγιαμ ήταν νεκροί· δεν το γνώριζαν αλλά, όσο κι αν ήθελαν να βρεθούν στο επίκεντρο της εξουσίας, φοβούνταν πως ο Ραντ θα τους σκότωνε. Μονάχα ο Άρχοντας Σεμάραντριντ ήρθε από τους Καιρχινούς, πάνω σε ένα σταχτί άτι που είχε δει και καλύτερες μέρες, με την πανοπλία του στραπατσαρισμένη και με τις επίχρυσες στρώσεις θρυμματισμένες. Το πρόσωπό του ήταν λιπόσαρκο και τραχύ, το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ξυρισμένο και πουδραρισμένο σαν κοινού φαντάρου, ενώ στα σκοτεινά του μάτια έλαμπε η περιφρόνηση για τους ψηλότερους Δακρυνούς.
Υπήρχε περίσσεια καταφρόνιας τριγύρω. Οι Δακρυνοί με τους Καιρχινούς αλληλομισούνταν, ενώ οι Ιλιανοί με τους Δακρυνούς αλληλοπεριφρονούνταν. Μόνο οι Καιρχινοί με τους Ιλιανούς τα πήγαιναν καλά έως ένα σημείο, χωρίς όμως να λείπουν και τα αγκάθια στη σχέση τους. Τα δύο έθνη δεν είχαν την προϊστορία του μίσους που μοιράζονταν το Δάκρυ και το Ίλιαν, ωστόσο οι Καιρχινοί εξακολουθούσαν να είναι ξένοι και μάλιστα οπλισμένοι σε Ιλιανό έδαφος, που τους υποδέχτηκαν στην καλύτερη περίπτωση με μισή καρδιά, κι αυτό επειδή ακολουθούσαν τον Ραντ. Παρά, όμως, τα βλοσυρά κι αγριεμένα βλέμματα και παρά τις προσπάθειες να μιλήσουν όλοι μαζί, έτσι καθώς συνωστίζονταν γύρω από τον Ραντ σαν μια θάλασσα από ανεμοδαρμένους μανδύες, είχαν τώρα πια έναν κοινό στόχο. Κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον.
«Μεγαλειότατε», είπε βιαστικά ο Γκρέγκοριν, κάνοντας μια υπόκλιση πάνω στη μαλαματένια του σέλα, «σας ικετεύω να αφήσετε εμένα ή τον Λοχαγό Μάρκολιν να πάμε». Η τετραγωνισμένη γενειάδα που άφηνε το πάνω χείλος γυμνό πλαισίωνε ένα στρογγυλό πρόσωπο ζαρωμένο από την ανησυχία. «Θα πρέπει να γνωρίζουν ότι είστε Βασιλιάς —οι αναγγελίες διαβάζονται αυτή τη στιγμή που μιλάμε σε κάθε χωριό και σε κάθε σταυροδρόμι— αλλά μπορεί να μη δείξουν το ανάλογο σέβας προς το στέμμα σας». Ο Μάρκολιν, με το προεξέχον σαγόνι και το ξυρισμένο πρόσωπο, κοίταξε τον Ραντ εξεταστικά με τα βαθιά και βαθουλωτά του μάτια, δίχως να αφήνει να φανεί το παραμικρό για το τι κρυβόταν πίσω από την ατάραχη έκφραση του. Οι Σύντροφοι ήταν αφοσιωμένοι στο στέμμα του Ίλιαν κι ο Μάρκολιν ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να θυμάται την εποχή που ο Ταμ αλ’Θόρ ήταν Δεύτερος Αξιωματικός, έναν βαθμό πιο πάνω από τον ίδιον, αλλά μόνο αυτός ήξερε τις ενδόμυχες σκέψεις του για τον Ραντ αλ’Θόρ ως Βασιλιά.
«Άρχοντα Δράκοντα», παρενέβη εμφατικά ο Γουίραμον υποκλινόμενος, χωρίς να περιμένει να τελειώσει ο Γκρέγκοριν. Ο τρόπος που μιλούσε αυτός ο άντρας έμοιαζε πάντα με απαγγελία, ενώ ακόμα κι όταν ήταν έφιππος, έμοιαζε να κορδώνεται. Το επεξεργασμένο βελούδο, οι λωρίδες από μετάξι κι οι χυτές δαντέλες κάλυπταν σχεδόν την πανοπλία του, κι η μυτερή γκρίζα γενειάδα του ανέδιδε μια λουλουδένια οσμή από αρωματικά αιθέρια έλαια. «Αυτός ο όχλος είναι ευτελής και μηδαμινός για να απασχολεί προσωπικά τον Άρχοντα Δράκοντα. Αμόλα σκυλιά για να πιάσουν σκυλιά, όπως συνηθίζω να λέω. Άσε τους Ιλιανούς να τους ξετρυπώσουν. Που να καεί η ψυχή μου, μέχρι στιγμής δεν έχουν κάνει τίποτα για να σε υπηρετήσουν. Όλο λόγια είναι». Ο Γουίραμον ήταν ο κατάλληλος για να μετατρέψει μια συμφωνία με τον Γκρέγκοριν σε παρεξήγηση. Ο Τόλμεραν ήταν αρκετά λιπόσαρκος για να κάνει τον Γουίραμον να μοιάζει πλάι του τόσο ογκώδης και σοβαρός που να θολώνει το λούστρο της φορεσιάς του· δεν ήταν ανόητος, αλλά αντιτίθετο στον Γουίραμον, κι ωστόσο ένευσε αργά, συμφωνώντας. Φαίνεται πως κανείς δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Ιλιανούς.
Ο Σεμάραντριντ σούφρωσε τα χείλη του κοιτώντας τους Δακρυνούς κι απευθύνθηκε στον Ραντ, διακόπτοντας τον Γουίραμον. «Η μάζωξη αυτή είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής, Άρχοντα Δράκοντα». Δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τον βασιλιά του Ίλιαν, ούτε και για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μονάχα ο θρόνος της Καιρχίν τον απασχολούσε, κι ήλπιζε πως ο Ραντ θα τον έδινε σε κάποιον που θα τον ακολουθούσε αντί να τον πολεμήσει. «Θα πρέπει να έχουν ορκιστεί πίστη στον Μπρεντ, αλλιώς θα είχαν σκορπίσει από δω κι από κει. Φοβάμαι πως είναι χάσιμο χρόνου να τους μιλήσουμε, αλλά αν διατίθεσαι να το κάνεις ούτως ή άλλως, άσε με να τους περικυκλώσω με ατσάλι, έτσι ώστε να ξέρουν ποιο θα είναι το τίμημα αν κάνουν πως το σκάνε».
Η Ροζάνα αγριοκοίταξε τον Σεμάραντριντ· ήταν γυναίκα λεπτόκορμη, όχι ιδιαίτερα ψηλή, αν κι είχε το ίδιο ύψος με αυτόν, και με μάτια σαν του γαλάζιου πάγου. Ούτε εκείνη περίμενε να τελειώσει ο άντρας την πρόταση του και μίλησε κατευθείαν στον Ραντ. «Έχω έρθει από πολύ μακριά κι έχω επενδύσει πάρα πολλά σε σένα για να σε δω να πεθαίνεις για το τίποτα», είπε χωρίς περιστροφές. Χωρίς να είναι περισσότερο ηλίθια από τον Τόλμεραν, η Ροζάνα λάμβανε μέρος στα συμβούλια των Υψηλών Αρχόντων, κάτι σπάνιο για τις Υψηλές Αρχόντισσες των Δακρυνών, κι η λέξη «αποστομωτικός» περιέγραφε πλήρως τον χαρακτήρα της. Παρά τους θώρακες που φορούσαν οι περισσότεροι ευγενείς, στην πραγματικότητα κανείς δεν οδηγούσε τους άντρες του στη μάχη. Η Ροζάνα, ωστόσο, κουβαλούσε στη σέλα της ένα απελατίκι με φλάντζα κι ο Ραντ σκεφτόταν μερικές φορές πως αφορμή έψαχνε να το χρησιμοποιήσει. «Αμφιβάλλω αν αυτοί οι Ιλιανοί στερούνται τόξων», είπε, «κι, άλλωστε, ένα βέλος αρκεί για να σκοτώσει ακόμα και τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Σουφρώνοντας τα χείλη του σκεφτικός, ο Μάρκολιν ένευσε καταφατικά, αλλά απέφυγε να μιλήσει, και κατόπιν αντάλλαξε έκπληκτα βλέμματα με τη Ροζάνα καθότι κι οι δυο τους έμειναν εμβρόντητοι με την κοινή αντιμετώπιση που είχαν απέναντι σε έναν αρχαίο εχθρό.
«Αυτοί οι χωριάτες δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρουν το σθένος να παραμείνουν ετοιμοπόλεμοι χωρίς την ενθάρρυνση κάποιου», συνέχισε με μαλακή φωνή ο Γουίραμον, αγνοώντας τη Ροζάνα. Είχε ανεπτυγμένη την ικανότητα να αγνοεί οποιονδήποτε ή οτιδήποτε δεν ήθελε καν να βλέπει ή να ακούει. Ήταν όντως ανόητος. «Θα πρότεινα στον Άρχοντα Δράκοντα να ψάξει ανάμεσα στους περιβόητους Εννέα, για να βρει τον υπαίτιο».
«Διαμαρτύρομαι εντονότατα για τις προσβολές αυτού του Δακρυνού γουρουνιού, Μεγαλειότατε!» γρύλισε ο Γκρέγκοριν αμέσως μετά και το ένα του χέρι άδραξε το ξίφος του. «Διαμαρτύρομαι εκ βάθους καρδίας!»
«Είναι πάρα πολλοί αυτή τη φορά», είπε ταυτόχρονα ο Σεμάραντριντ. «Οι περισσότεροι θα στραφούν εναντίον σου μόλις διανοηθείς να τους γυρίσεις την πλάτη». Η βλοσυρή του έκφραση έδειχνε πως θα μπορούσε να αναφέρεται τόσο στους Δακρυνούς όσο και στους άντρες των δασωμένων λόφων. Ίσως αυτό έκανε. «Καλύτερα να τους σκοτώσουμε και να τελειώνουμε με δαύτους!»
«Ζήτησα τη γνώμη κανενός;» ρώτησε κοφτά και τραχιά ο Ραντ. Οι φλυαρίες έπαψαν κι επικράτησε σιωπή, η οποία διακοπτόταν μονάχα από τον ξερό ήχο που έκαναν οι μανδύες και τα λάβαρα καθώς τα χτυπούσε ο άνεμος. Ξαφνικά, τα ανέκφραστα πρόσωπα απέμειναν να τον κοιτάζουν, κάποια από αυτά σκοτεινιασμένα. Δεν είχαν ιδέα πως ο Ραντ κρατούσε τη Δύναμη, αλλά τον ήξεραν καλά. Δεν ήταν αλήθεια στο σύνολό τους τα όσα γνώριζαν, αλλά οι ίδιοι αυτό πίστευαν. «Εσύ, Γκρέγκοριν, θα έρθεις μαζί μου», είπε ο Ραντ με πιο φυσιολογική φωνή, η οποία εξακολουθούσε να είναι κάπως τραχιά. Η σκληρότητα ήταν το μόνο πράγμα που καταλάβαιναν· αν γινόταν μαλθακός, θα στρέφονταν όλοι εναντίον του. «Κι εσύ, Μάρκολιν. Οι υπόλοιποι θα μείνετε εδώ. Ντασίβα! Χόπγουιλ!»
Όσοι δεν προσφωνήθηκαν σπιρούνισαν τα άλογά τους βιαστικά καθώς οι δύο Άσα’μαν κάλπασαν προς τον Ραντ, ενώ οι Ιλιανοί κοιτούσαν τους άντρες με τους μαύρους μανδύες σαν να ήταν ικανοποιημένοι που θα έμεναν κι αυτοί πίσω. Πέραν όλων των υπολοίπων, ο Κόρλαν Ντασίβα ήταν σκυθρωπός και μουρμούριζε κάτι μέσα από τα δόντια του, όπως έκανε τόσο συχνά. Όλοι γνώριζαν πως το σαϊντίν αργά ή γρήγορα τρέλαινε τους άντρες, κι ο Ντασίβα με το συνηθισμένο πρόσωπο έμοιαζε να ανήκει σε αυτήν την κατηγορία· τα ισχνά κι ανάκατα μαλλιά του ανέμιζαν, περνούσε τη γλώσσα πάνω από τα χείλη του και κουνούσε το κεφάλι του. Από την άλλη, ο Έμπεν Χόπγουιλ, μόλις δεκάξι χρόνων και με μερικές σκόρπιες κηλίδες στα μάγουλά του, κοιτούσε βλοσυρός στο πουθενά. Τουλάχιστον, ο Ραντ ήξερε τον λόγο.
Καθώς οι Άσα’μαν πλησίασαν, ο Ραντ δεν συγκρατήθηκε κι έγειρε το κεφάλι του να ακούσει, αν και μονάχα ο ίδιος ήξερε τι άκουγε. Η Αλάνα ήταν εκεί, φυσικά· αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει ούτε μέσω του Κενού ούτε μέσω της Δύναμης. Η απόσταση ήταν καθοριστικός παράγοντας για να έχεις μονάχα αυτή την επίγνωση —ότι απλώς υπήρχε, κάπου μακριά στον Βορρά— ωστόσο σήμερα συνέβαινε και κάτι άλλο, κάτι που το είχε νιώσει κάμποσες φορές προσφάτως, κάτι αόριστο που μετά βίας το κατέγραφε η συνείδηση. Ένας ψίθυρος έκπληξης ίσως ή ένα ξέσπασμα, μια ανάσα από κάτι διαπεραστικό κι έντονο, το οποίο αδυνατούσε να αντιληφθεί στην ολότητά του. Ό,τι κι αν ήταν, η γυναίκα θα έπρεπε να το αισθάνεται πολύ έντονα για να μπορεί κι ο ίδιος να έχει αυτήν την επίγνωση από αυτήν την απόσταση. Ίσως της έλειπε. Πολύ πικρόχολη σκέψη, μια κι εκείνη δεν του έλειπε καθόλου. Του ήταν πιο εύκολο από άλλες φορές να αγνοήσει την Αλάνα. Ήταν εκεί, αλλά αυτή η φωνή που ούρλιαζε για θάνατο και για σκοτωμούς όποτε έκανε την εμφάνισή του ένας Άσα’μαν ήταν απούσα. Ο Λουζ Θέριν είχε χαθεί. Εκτός κι αν αυτή η αίσθηση ότι κάποιος τον κοιτούσε κι ότι ένα δάχτυλο διέτρεχε τις ωμοπλάτες του ήταν εκείνος. Άραγε, πράγματι άκουσε στα βάθη του μυαλού του το τραχύ γέλιο ενός τρελού; Ή μήπως ήταν το δικό του; Αυτός ο άντρας ήταν όντως εκεί! Ήταν!
Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ο Μάρκολιν τον κοιτούσε κι ότι ο Γκρέγκοριν προσπαθούσε σκληρά για το αντίθετο. «Όχι ακόμα», τους είπε κάπως στραβά και γέλασε σχεδόν όταν οι άλλοι κατάλαβαν αμέσως τι εννοούσε. Η ανακούφιση ήταν ιδιαίτερα έκδηλη στα πρόσωπά τους. Δεν είχε χάσει τα λογικά του. Ακόμα. «Ελάτε», τους είπε και σπιρούνισε τον Ταϊ’ντάισαρ, που άρχισε να τριποδίζει κατηφορίζοντας την πλαγιά. Παρά τους άντρες που τον ακολουθούσαν, ένιωθε μόνος. Παρά τη Δύναμη, ένιωθε άδειος.
Ανάμεσα στη ράχη και τους λόφους υπήρχαν μπαλωματιές από πυκνά χαμόκλαδα κι εκτάσεις από νεκρό γρασίδι, ένα γυαλιστερό στρωσίδι σε καφετί και κίτρινο χρώμα που είχε γίνει επίπεδο από το σφυροκόπημα της βροχής. Ελάχιστες μέρες πριν η γη ήταν τόσο ξερή, που ο Ραντ νόμιζε ότι, ακόμα κι ένα ποτάμι να χυνόταν επάνω της, τίποτα δεν θα άλλαζε. Κι ύστερα ήρθαν οι καταιγίδες, σταλμένες λες από τον Δημιουργό ως ευλογία ή από τον Σκοτεινό σε έναν παροξυσμό κοροϊδίας· δεν ήξερε τι από τα δύο αλήθευε. Τώρα, οι οπλές των αλόγων τίναζαν τη λάσπη σε κάθε δεύτερο βήμα. Ήλπιζε πως αυτό δεν θα κρατούσε πολύ. Σύμφωνα με όσα του είχε αναφέρει ο Χόπγουιλ, είχε λίγο χρόνο μπροστά του, αλλά όχι την αιωνιότητα. Λίγες βδομάδες ίσως, αν ήταν τυχερός. Χρειαζόταν, όμως, μερικούς μήνες. Μα το Φως, χρειαζόταν χρόνια, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον!
Με την ακοή του οξυμένη εξαιτίας της Δύναμης, έπιασε μερικά λόγια από τη συζήτηση των δύο αντρών, πίσω του. Ο Γκρέγκοριν κι ο Μάρκολιν ίππευαν δίπλα-δίπλα πασχίζοντας να κρατήσουν τους μανδύες πάνω στα κορμιά τους, για να μην τους πάρει ο άνεμος, και μιλώντας χαμηλόφωνα σχετικά με τους άντρες που θα συναντούσαν, εκφράζοντας τις ανησυχίες τους ότι μπορεί να ήταν αποφασισμένοι να δώσουν μάχη. Δεν αμφέβαλλαν ότι, σε περίπτωση αντίστασης, θα συντρίβονταν, αλλά φοβούνταν για την επίδραση που θα είχε κάτι τέτοιο στον Ραντ καθώς και την αντίδρασή του απέναντι στο Ίλιαν, αν οι Ιλιανοί τον πολεμούσαν τώρα που ο Μπρεντ είχε πεθάνει. Απέφευγαν ακόμα να κατονομάσουν τον Μπρεντ με το αληθινό του όνομα, δηλαδή Σαμαήλ. Και μόνο η ιδέα ότι ένας από τους Αποδιωγμένους κυβερνούσε στο Ίλιαν τους φόβιζε περισσότερο κι από το γεγονός ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν ο τωρινός κυβερνήτης.
Ο Ντασίβα, που είχε σωριαστεί πάνω στη σέλα του γκρίζου του αλόγου σαν κάποιος που δεν είχε δει στη ζωή του άλογο, μουρμούρισε θυμωμένα κάτι μέσα από τα δόντια του. Στην Παλιά Γλώσσα, την οποία μιλούσε και διάβαζε άπταιστα όπως ένας λόγιος. Ο Ραντ ήξερε λίγα πράγματα, αν κι όχι αρκετά για να καταλάβει τι μουρμούριζε ο άντρας. Πιθανόν να γκρίνιαζε για τον καιρό. Παρότι γεωργός, ο Ντασίβα δεν αρεσκόταν να βγαίνει από το σπίτι του, παρά μόνο με λιακάδα.
Μονάχα ο Χόπγουιλ ίππευε σιωπηλός, κοιτώντας· βλοσυρά κάτι πέρα από τον ορίζοντα, με τα μαλλιά και τον μανδύα του να ανεμίζουν εξίσου άγρια με του Ντασίβα. Πού και πού, άδραχνε ασυναίσθητα τη λαβή του σπαθιού του. Ο Ραντ χρειάστηκε να μιλήσει τρεις φορές, την τελευταία μάλιστα πολύ κοφτά, προτού ο Χόπγουιλ τινάξει απότομα το κεφάλι του και σπιρουνίσει το ψηλόλιγνο και καστανόχρωμο ζώο του για να το φέρει πλάι στον Ταϊ’ντάισαρ.
Ο Ραντ τον κοίταξε εξεταστικά. Ο νεαρός —που δεν ήταν πια αγόρι, ασχέτως ηλικίας— είχε μεγαλώσει από την τελευταία φορά που τον είδε ο Ραντ, μολονότι η μύτη και τα αυτιά του φαίνονταν φτιαγμένα για ογκωδέστερο άντρα. Ένας Δράκοντας από χρυσοκόκκινο σμάλτο συνόδευε αρμονικά πλέον το ασημένιο Ξίφος στον ψηλό του γιακά, ακριβώς όπως και στου Ντασίβα. Κάποτε είχε πει ότι η χαρά του θα ήταν απέραντη από τη στιγμή που θα αποκτούσε τον δικό του Δράκοντα, αλλά τώρα κοιτούσε τον Ραντ δίχως να βλεφαρίζει καν, λες κι ατένιζε μέσα από αυτόν.
«Ήταν καλά νέα όσα έμαθες», του είπε ο Ραντ. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί ώστε να μη συνθλίψει το Σκήπτρο του Δράκοντα μες στη γροθιά του. «Τα πήγες πολύ καλά». Περίμενε πως οι Σωντσάν θα επέστρεφαν, αλλά όχι τόσο σύντομα. Έτσι ήλπιζε, δηλαδή. Κι όχι ξεπηδώντας από το πουθενά, καταβροχθίζοντας πόλεις στον διάβα τους. Όταν ανακάλυψε πως οι έμποροι στο Ίλιαν το ήξεραν μέρες προτού κάποιος εξ αυτών σκεφτεί να ειδοποιήσει τους Εννέα —το Φως να φυλάει που δεν θα έχαναν την ευκαιρία για κέρδος επειδή υπήρχαν πολλοί που γνώριζαν πολλά!— κόντεψε να αφανίσει την πόλη εκ θεμελίων. Τα νέα, ωστόσο, ήταν καλά, δεδομένων των περιστάσεων τουλάχιστον. Ο Χόπγουιλ είχε Ταξιδέψει στο Άμαντορ και στην κοντινή επαρχία, όπου οι Σωντσάν έμοιαζαν να τηρούν στάση αναμονής. Ίσως χώνευαν όσα είχαν καταναλώσει. Το Φως να έδινε να τους κάθονταν στον λαιμό! Έσφιξε τη λαβή του για να ελευθερώσει τη μακρόστενη αιχμή του δόρατος, πάνω στην οποία ήταν σκαλισμένος ένας Δράκοντας. «Αν τα μισά από τα νέα που θα φέρει ο Μορ είναι εξίσου καλά, θα έχω χρόνο να τακτοποιήσω το θέμα με το Ίλιαν προτού ασχοληθώ με δαύτους». Και με το Έμπου Νταρ, επίσης! Που το Φως να έκαιγε τους Σωντσάν! Αποτελούσαν περισπασμό, τον οποίο ούτε χρειαζόταν ούτε μπορούσε να αγνοήσει.
Ο Χόπγουιλ δεν έλεγε τίποτα, απλώς παρατηρούσε.
«Αναστατώθηκες επειδή χρειάστηκε να σκοτώσεις γυναίκες;» Την Ντεσόρα τον Μουσάμα Ρέυν και τη Λαμέλ τον Καπνόνερου του Μιαγκόμα και... Ο Ραντ απώθησε την ενστικτώδη λιτανεία καθώς είχε αρχίσει να επιπλέει στο Κενό. Καινούργια ονόματα είχαν εμφανιστεί σε εκείνη τη λίστα, ονόματα που είχε ξεχάσει να προσθέσει. Η Λάιγκιν Αρνόλ, μια Κόκκινη αδελφή που είχε πεθάνει προσπαθώντας να τον οδηγήσει αιχμάλωτο στην Ταρ Βάλον. Σίγουρα η γυναίκα δεν δικαιούτο θέση στον κατάλογό του, αλλά την είχε διεκδικήσει. Η Κολαβήρ Σάιγκαν, η οποία είχε προτιμήσει να κρεμαστεί παρά να αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη. Κι άλλες. Οι άντρες πέθαιναν κατά χιλιάδες, από τις διαταγές του ή από το χέρι του, αλλά ήταν τα πρόσωπα των γυναικών που στοίχειωναν τα όνειρα του. Κάθε νύχτα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει τα σιωπηλά και γεμάτα κατηγόρια βλέμματά τους. Ίσως να ήταν αυτά τα βλέμματα που είχε διαισθανθεί προσφάτως.
«Σου μίλησα σχετικά με τις νταμέην και τις σουλ’ντάμ», είπε ήρεμα, αλλά η οργή λυσσομανούσε εντός του κι η φωτιά έπλεκε ιστούς γύρω από την αδειανοσύνη του Κενού. Που να με κάψει το Φως, σκότωσα περισσότερες γυναίκες απ’ όσες χωρούν στους εφιάλτες μου! Τα χέρια μου βάφτηκαν μαύρα από το αίμα γυναικών! «Αν δεν είχες εξολοθρεύσει εκείνη την περίπολο των Σωντσάν, θα σε σκότωναν σίγουρα». Δεν ανέφερε πως ο Χόπγουιλ έπρεπε να τους έχει αποφύγει, να έχει αποφύγει τους άσκοπους σκοτωμούς. Όμως, ήταν πολύ αργά πια. «Αμφιβάλλω κατά πόσον μία νταμέην γνωρίζει πώς να θωρακίσει έναν άντρα. Δεν είχες άλλη επιλογή». Καλύτερα όλοι νεκροί παρά να είχαν διαφύγει κάποιοι μεταφέροντας την είδηση για έναν άντρα με τη δυνατότητα της διαβίβασης που κατάφερε και τους ανίχνευσε.
Ασυναίσθητα, ο Χόπγουιλ άγγιξε το αριστερό του μανίκι, όπου το μαύρο χρώμα έκρυβε το καψαλισμένο μάλλινο. Οι Σωντσάν δεν πέθαιναν εύκολα ούτε γρήγορα. «Στοίβαξα τα πτώματα σε ένα κοίλωμα», είπε με επίπεδη φωνή. «Και τα άλογα κι όλα. Τα έκαψα μέχρι να γίνουν στάχτη. Λευκή στάχτη, που παρασύρθηκε από τον άνεμο σαν χιόνι. Δεν με ενόχλησε διόλου».
Ο Ραντ διέκρινε το ψέμα στη φωνή του άντρα, αλλά ο Χόπγουιλ έπρεπε να μάθει μερικά πράγματα. Εξάλλου, είχε ήδη διδαχτεί. Έτσι ήταν φτιαγμένοι κι αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Με τίποτα. Η Λία του Κοσάιντα Τσαρήν, ένα όνομα γραμμένο με φωτιά. Η Μουαραίν Ντέημοντρεντ, άλλο ένα όνομα που δεν έκαιγε απλώς την ψυχή· την καυτηρίαζε. Ένας ανώνυμος Σκοτεινόφιλος, που τον εκπροσωπούσε μόνο μια μορφή, κι είχε πεθάνει από το ξίφος του κοντά...
«Μεγαλειότατε», είπε ο Γκρέγκοριν φωνάζοντας και δείχνοντας μπροστά. Ένας μοναχικός άντρας φάνηκε να βγαίνει από τα δέντρα, στους πρόποδες του κοντινότερου λόφου. Έμεινε ακίνητος, σαν να περίμενε κάτι, κι η στάση του έδειχνε απροκάλυπτη αψηφισιά. Είχε ένα τόξο και φορούσε ένα σιδερένιο κράνος με μυτερή άκρη κι έναν μεταλλικό θώρακα με ιμάντες που κρέμονταν σχεδόν έως τα γόνατα.
Ο Ραντ σπιρούνισε τον Ταϊ’ντάισαρ για να τον συναντήσει, βρίθοντας από Δύναμη. Το σαϊντίν είχε την ικανότητα να τον προστατεύει από τους άντρες.
Από κοντά, ο τοξότης δεν έδειχνε τόσο εντυπωσιακός. Σκουριά αυλάκωνε την περικεφαλαία και τον θώρακά του κι έμοιαζε μουσκεμένος, με τη λάσπη να κολλάει στους γοφούς του, ενώ τα νοτισμένα μαλλιά του έπεφταν σε ένα στενό πρόσωπο. Έβηξε ξερά κι έξυσε τη μακρόστενη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του. Η χορδή του τόξου του ήταν τεντωμένη, ωστόσο. Φαίνεται πως την είχε προστατεύσει από τη βροχή. Εξίσου στεγνά έμοιαζαν και τα φτερά των βελών του.
«Εσύ είσαι ο αρχηγός εδώ;» ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ.
«Θεώρησε πως τον εκπροσωπώ», αποκρίθηκε επιφυλακτικά ο άντρας με τη στενή μούρη. «Γιατί;» Καθώς οι άλλοι δύο ήρθαν καλπάζοντας πίσω από τον Ραντ, ο άντρας μετακινήθηκε κάπως ανήσυχα και τα σκοτεινά του μάτια έμοιαζαν με ασβού που τον στρίμωξες στη γωνία. Κι οι ασβοί γίνονται επικίνδυνα ζώα όταν στριμώχνονται.
«Πρόσεχε τα λόγια σου, άνθρωπέ μου!» του είπε κοφτά ο Γκρέγκοριν. «Απευθύνεσαι στον Ραντ αλ’Θόρ, τον Αναγεννημένο Δράκοντα, Άρχοντα του Πρωινού και Βασιλιά του Ίλιαν! Γονάτισε μπροστά στον Βασιλιά σου! Πώς ονομάζεσαι;»
«Ώστε αυτός είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας;» ρώτησε ο άντρας γεμάτος αμφιβολίες. Κοίταξε τον Ραντ από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το βλέμμα του κοντοστάθηκε για λίγο στον επιχρυσωμένο Δράκοντα στην αγκράφα της ζώνης του ξίφους του, και κούνησε το κεφάλι του σαν να περίμενε να δει κάποιον γηραιότερο ή πιο μεγαλοπρεπή. «Κι Άρχοντας του Πρωινού, είπες; Ο Βασιλιάς μας δεν προσφώνησε ποτέ έτσι τον εαυτό του». Ούτε γονάτισε ούτε τους είπε το όνομά του. Το πρόσωπο του Γκρέγκοριν σκοτείνιασε από τον τόνο της φωνής του άντρα, ίσως κι από την έμμεση άρνηση του να αποδεχτεί τον Ραντ ως Βασιλιά. Ο Μάρκολιν ένευσε ελαφρά, σαν να τα περίμενε όλα αυτά.
Τα νοτισμένα χαμόκλαδα ανάμεσα στα δέντρα αναδεύτηκαν θροϊζοντας. Ο Ραντ έπιασε τον θόρυβο κι ένιωσε ξαφνικά το σαϊντίν να κατακλύζει τον Χόπγουιλ, ο οποίος έπαψε να κοιτάει στο πουθενά και κάρφωσε το έντονο βλέμμα του στη σειρά των δέντρων με μια άγρια λάμψη στα μάτια του. Ο Ντασίβα παρέμεινε σιωπηλός, φτυαρίζοντας τα σκούρα του μαλλιά μακριά από το πρόσωπό του. Φαινόταν βαριεστημένος. Γέρνοντας μπροστά πάνω στη σέλα του, ο Γκρέγκοριν άνοιξε το στόμα του, θυμωμένος. Φωτιά και πάγος, μα ο θάνατος ήταν ακόμη απών.
«Ήρεμα, Γκρέγκοριν». Ο Ραντ δεν ύψωσε τη φωνή του, αλλά ύφανε ροές για να μεταφέρουν τα λόγια του, ροές από Αέρα και Φωτιά, έτσι που η φωνή του να αντηχεί και να μεγεθύνεται πάνω στο τείχος των δέντρων. «Η προσφορά μου είναι γενναιόδωρη». Ο άντρας με τη μεγάλη μύτη αναπήδησε στον ήχο της φωνής του και το άλογο του Γκρέγκοριν οπισθοχώρησε λίγο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως οι κρυμμένοι άντρες θα τον άκουγαν πεντακάθαρα. «Πετάξτε τα όπλα σας, κι όσοι επιθυμείτε, μπορείτε να γυρίσετε σπίτι σας. Όσοι επιθυμούν να με ακολουθήσουν, μπορούν να έρθουν μαζί μου. Όμως κανείς δεν θα φύγει οπλισμένος, εκτός αν με ακολουθήσει. Γνωρίζω πως οι περισσότεροι από σας είστε γενναίοι άντρες που ανταποκριθήκατε στο κάλεσμα του Βασιλιά σας και του Συμβουλίου των Εννέα για να υπερασπιστείτε το Ίλιαν, αλλά τώρα ο Βασιλιάς σας είμαι εγώ, και δεν θα αφήσω κανέναν να γίνει ληστοσυμμορίτης». Ο Μάρκολιν ένευσε αγριωπά.
«Και τα αγροκτήματα που έκαψαν οι Δρακορκισμένοι;» ακούστηκε η φοβισμένη φωνή ενός άντρα ανάμεσα από τα δέντρα. «Αυτοί είναι οι ληστοσυμμορίτες που βάζουν φωτιές!»
«Κι οι Αελίτες σας;» φώναξε ένας άλλος. «Απ’ ό,τι άκουσα, αφανίζουν χωριά ολόκληρα!» Ακούστηκαν κι άλλες φωνές από τους αθέατους άντρες, κι όλοι διαμαρτύρονταν λίγο πολύ για τα ίδια θέματα, για τους Δρακορκισμένους και τους Αελίτες, για φονιάδες ληστοσυμμορίτες κι άγριους. Ο Ραντ έτριξε τα δόντια του.
Όταν οι φωνασκίες έσβησαν, ο άντρας με το στενό πρόσωπο είπε: «Βλέπεις;» Σταμάτησε για να βήξει, ύστερα καθάρισε τον λαιμό του από τα φλέματα κι έφτυσε, ίσως επειδή τον ταλαιπωρούσαν τα βρογχικά, ίσως επειδή ήθελε να δώσει έμφαση στα λόγια του. Ο μουσκεμένος και γεμάτος σκουριά άντρας αποτελούσε ένα αξιοθρήνητο θέαμα, αλλά η ράχη του ήταν στητή όσο κι η χορδή του τόξου του. Αγνόησε με σχετική ευκολία το αγριοκοίταγμα τόσο του Ραντ όσο και του Γκρέγκοριν. «Μας ζητάς να γυρίσουμε σπίτια μας άοπλοι, ανίκανοι να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας ή τις οικογένειές μας, ενώ στο μεταξύ οι δικοί σου καίνε τα πάντα, ληστεύουν και σκοτώνουν. Καλά λένε πως έρχεται θύελλα», πρόσθεσε, και για λίγο φάνηκε σαστισμένος και μπερδεμένος με τα λόγια του.
«Οι Αελίτες για τους οποίους άκουσες είναι εχθροί μου!» Αυτήν τη φορά, δεν υπήρχαν ιστοί φωτιάς αλλά στέρεα στρώματα οργής που τυλίγονταν σφικτά γύρω από το Κενό. Η φωνή του Ραντ ήταν παγερή, ωστόσο, και βρυχιόταν σαν τον ξερό κρότο του χειμώνα. Ερχόταν θύελλα; Μα το Φως, αυτός ήταν η θύελλα! «Οι δικοί μου Αελίτες τους κυνηγούν. Οι δικοί μου Αελίτες κυνηγούν τους Σάιντο, και μαζί με τον Ντάβραμ Μπασίρε και τους περισσότερους από τους Συντρόφους κυνηγούν τους ληστοσυμμορίτες, όπως κι αν αυτοαποκαλούνται! Είμαι ο Βασιλιάς του Ίλιαν και δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να διαταράξει την ειρήνη του Ίλιαν!»
«Ακόμα κι αν όσα λες είναι όντως αλήθεια —», άρχισε να λέει ο άντρας με το στενό πρόσωπο.
«Είναι!» τον έκοψε απότομα ο Ραντ. «Σας δίνω προθεσμία μέχρι το μεσημέρι για να αποφασίσετε». Ο άντρας συνοφρυώθηκε αβέβαιος· θα είχε πρόβλημα να καταλάβει πότε ήταν μεσημέρι, εκτός αν ο ουρανός καθάριζε από τα κοχλάζοντα σύννεφα. Ο Ραντ δεν του άφηνε κανένα περιθώριο. «Αποφασίστε με σύνεση!» είπε. Σπιρούνισε τον Ταϊ’ντάισαρ για να πάρει στροφή, και το ευνουχισμένο ζώο άρχισε να καλπάζει προς τη ράχη χωρίς να περιμένει τους άλλους.
Άφησε τη Δύναμη απρόθυμα κι εξανάγκασε τον εαυτό του να μην εξαρτάται από αυτήν όπως κάποιος που αδράχνει με νύχια και με δόντια τη λύτρωση καθώς η ζωή κι η διαφθορά στραγγίζουν συγχρόνως από μέσα του. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως τα έβλεπε όλα διπλά. Ο κόσμος φάνηκε να γέρνει, λες κι ήταν ζαλισμένος. Το πρόβλημα αυτό ήταν πρόσφατο, κι ο Ραντ ανησυχούσε ότι μπορεί να αποτελούσε μέρος της ασθένειας που σκότωνε τους άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, αλλά η ζάλη αυτή ποτέ δεν διαρκούσε πάνω από λίγα λεπτά. Το μόνο για το οποίο λυπόταν ήταν που, αφήνοντας τη Δύναμη, άφηνε πίσω κι άλλα πράγματα. Ο κόσμος έμοιαζε ολοένα και πιο μουντός. Τα χρώματα είχαν ξεθωριάσει κι ο ουρανός είχε μικρύνει συγκριτικά με τις πρωτύτερες εντυπώσεις. Ήθελε απεγνωσμένα να αδράξει ξανά την Πηγή και να στύψει από μέσα της τη Μία Δύναμη. Πάντα έτσι αισθανόταν όποτε τον εγκατέλειπε η Δύναμη.
Το σαϊντίν δεν είχε προλάβει να εξαφανιστεί καλά-καλά κι η αναβράζουσα οργή το αντικατέστησε, λευκοπυρωμένη και καυτή σχεδόν όσο κι η Δύναμη. Λες κι οι Σωντσάν δεν ήταν αρκετοί από μόνοι τους, τώρα υπήρχαν και ληστοσυμμορίτες που κρύβονταν πίσω από το όνομά του. Δεν άντεχε τόσο ολέθριους αντιπερισπασμούς. Μήπως ο Σαμαήλ έβγαινε από τον τάφο του; Μήπως εκείνος έσπερνε τους Σάιντο για να φυτρώνουν σαν αγκάθια όπου άπλωνε το χέρι του ο Ραντ; Για ποιον λόγο; Αυτός ο άνθρωπος σίγουρα δεν πίστευε πως μπορούσε να πεθάνει. Ακόμα κι οι μισές από τις ιστορίες που είχε ακούσει να αλήθευαν, υπήρχαν περισσότεροι στο Μουράντυ, στην Αλτάρα και το Φως μόνο ξέρει πού αλλού! Κάμποσοι από τους Σάιντο που είχαν αιχμαλωτιστεί μιλούσαν για μια Άες Σεντάι. Θα μπορούσε ο Λευκός Πύργος να είναι αναμεμειγμένος με κάποιον τρόπο; Δεν θα τον άφηνε ποτέ στην ησυχία του; Ποτέ; Ποτέ.
Δίνοντας μάχη με τον ίδιο του τον θυμό, ούτε καν πρόσεξε τον Γκρέγκοριν και τους υπόλοιπους που τον πρόλαβαν. Όταν έφθασαν στην κορυφή, ανάμεσα στους ευγενείς που τους περίμεναν, ο Ραντ τράβηξε τόσο απότομα τα χαλινάρια του Ταϊ’ντάισαρ, που το ζώο σηκώθηκε στα δυο του πόδια κι οι οπλές του, που χτυπιούνταν στον αέρα, πετούσαν τριγύρω λάσπες. Οι ευγενείς απομάκρυναν τα άτια τους από τον ίδιο και το μουνούχι του.
«Τους έδωσα προθεσμία μέχρι το μεσημέρι», ανακοίνωσε. «Να τους προσέχετε. Δεν θέλω με τίποτα να διασπαστούν σε πενήντα μικρότερες ομάδες και να το σκάσουν. Θα βρίσκομαι στη σκηνή μου». Με εξαίρεση τους μανδύες που ανέμιζαν, οι άντρες είχαν πετρώσει σαν να ήταν ριζωμένοι σε ένα σημείο, λες κι η προσταγή του να τους προσέχουν αφορούσε σε αυτούς. Εκείνη τη στιγμή, δεν τον ένοιαζε διόλου αν παρέμεναν σε αυτή τη στάση μέχρι να παγώσουν ή να λιώσουν.
Χωρίς δεύτερη λέξη, κατηφόρισε την αντίθετη πλαγιά της ράχης, ακολουθούμενος από τους δύο μαυροντυμένους Άσα’μαν κι από τους λαβαροφόρους Ιλιανούς του. Φωτιά, πάγος και θάνατος ήταν καθ’ οδόν. Αυτός, όμως, ήταν φτιαγμένος από ατσάλι. Ατσάλι.