2 Ξήλωμα

Η Ηλαίην έκανε στην άκρη μόλις πέρασε από την πύλη, αλλά η Νυνάβε βγήκε φουριόζα στο ξέφωτο, διώχνοντας τις καφετιές ακρίδες από το νεκρό γρασίδι και κοιτώντας από δω κι από κει για να εντοπίσει τους Προμάχους. Έναν συγκεκριμένο Πρόμαχο, εν πάση περιπτώσει. Ένα κατακόκκινο πουλί πέρασε σαν αστραπή από το ξέφωτο και χάθηκε. Τίποτε άλλο δεν κουνιόταν εκτός από τις αδελφές· ένας σκίουρος άφησε μια κραυγή κάπου ανάμεσα στα άφυλλα δέντρα κι έπειτα επικράτησε σιωπή. Φαινόταν αδύνατον στην Ηλαίην ότι αυτοί οι τρεις θα μπορούσαν να έχουν περάσει δίχως να αφήσουν πίσω τους ίχνη πλατιά, όπως εκείνα πίσω από τη Νυνάβε, όμως δεν τους έβλεπε πουθενά.

Διαισθάνθηκε την Μπιργκίτε κάπου στα αριστερά της, μάλλον νοτιοδυτικά σκέφτηκε, και μάλιστα της έδινε την αίσθηση πως ήταν αρκετά ικανοποιημένη, χωρίς να αντιμετωπίζει κάποιον άμεσο κίνδυνο. Η Κάρεαν, ως μέρος ενός προστατευτικού κύκλου που είχε συγκεντρωθεί γύρω από τη Σάριθα κι από το Κύπελλο, έγειρε λοξά το κεφάλι της λες κι αφουγκραζόταν κάτι. Προφανώς ο δικός της, ο Σίεριλ, βρισκόταν κάπου στα νοτιοανατολικά. Συνεπώς, ο Λαν ήταν στα βόρεια. Περιέργως, αυτή ήταν κι η κατεύθυνση που παρακολουθούσε η Νυνάβε, μουρμουρίζοντας διαρκώς μέσα από τα δόντια της. Ίσως το ότι ήταν παντρεμένοι της είχε προσδώσει ένα είδος ικανότητας να τον διαισθάνεται. Το πιθανότερο ήταν πως είχε προσέξει κάποιο ίχνος που διέφυγε την προσοχή της Ηλαίην. Η Νυνάβε ήταν τόσο εξοικειωμένη με τη δασοκομία όσο ήταν και με τα βότανα.

Από το σημείο που στεκόταν αρχικά η Ηλαίην, η Αβιέντα ήταν εμφανώς ορατή μέσα από την πύλη κι έμοιαζε να κοιτάζει εξεταστικά τις κορυφές των οροφών του παλατιού σαν να περίμενε ενέδρα. Κρίνοντας από τη στάση της, θα μπορούσε να κουβαλάει επάνω της λόγχες, έτοιμη να ορμήσει στη μάχη με το φόρεμα ιππασίας. Έκανε την Ηλαίην να χαμογελάσει, κρύβοντας την απελπισία της για τα προβλήματα της πύλης, όντας τόσο γενναιότερη από την ίδια. Ταυτόχρονα, όμως, την κατέτρωγε η ανησυχία. Η Αβιέντα ήταν πραγματικά γενναιότερη, και καμία απ’ όσες γνώριζε η Ηλαίην δεν ήταν ικανή να τη συναγωνιστεί. Μπορεί ακόμα και να αποφάσιζε πως το τζι’ε’τόχ απαιτούσε από την ίδια να μείνει και να πολεμήσει όταν η μόνη διέξοδος ήταν η φυγή. Το φως ολόγυρά της έλαμπε με τόση δύναμη, ώστε ήταν προφανές πως η κοπέλα αδυνατούσε να αντλήσει περισσότερο σαϊντάρ. Αν εμφανιζόταν εκείνη τη στιγμή κάποιος από τους Αποδιωγμένους...

Έπρεπε να έχω μείνει μαζί της. Η Ηλαίην απέδιωξε αμέσως τη σκέψη. Όποια δικαιολογία κι αν της προέβαλλε, η Αβιέντα θα ήξερε την αλήθεια και, μερικές φορές, ήταν εύθικτη σαν άντρας. Τις περισσότερες. Ειδικά όταν κάτι είχε να κάνει με την τιμή της. Με έναν αναστεναγμό, η Ηλαίην άφησε τις Άθα’αν Μιέρε να συνωστιστούν γύρω της καθώς συνέχιζαν να παρελαύνουν. Ωστόσο παρέμενε αρκετά κοντά, για να ακούει τις φωνές από την άλλη πλευρά. Αρκετά κοντά, για να σταθεί πλάι στην Αβιέντα μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, αν αυτό χρειαζόταν. Και για έναν άλλο λόγο.

Οι Ανεμοσκόποι πέρασαν με ιεραρχική σειρά, πασχίζοντας να διατηρήσουν τα πρόσωπά τους γαλήνια, αλλά ακόμα κι η Ρενάιλ χαλάρωσε τους σφικτούς της ώμους από τη στιγμή που τα γυμνά της πόδια πάτησαν το ψηλό καφετί γρασίδι. Μερικές ένιωσαν ένα ελαφρύ τρέμουλο, το οποίο κατέπνιξαν αμέσως, ή κοιτούσαν με γουρλωτά μάτια πάνω από τον ώμο τους το άνοιγμα που κρεμόταν στον αέρα. Απαξάπασες κάρφωσαν τα βλέμματά τους στην Ηλαίην καχύποπτα καθώς την προσπερνούσαν, ενώ μια δυο άνοιξαν τα στόματά τους να μιλήσουν, ίσως για να τη ρωτήσουν τι έκανε εκεί ή για να της πουν να παραμερίσει. Η ίδια, από την πλευρά της, ήταν αρκούντως ευχαριστημένη που υπάκουαν με τόση πειθαρχία στις κοφτές εντολές της Ρενάιλ. Σύντομα, θα είχαν την ευκαιρία να πουν στις Άες Σεντάι τι να κάνουν· δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν μ’ εκείνη.

Η σκέψη αυτή έκανε το στομάχι της να βουλιάξει κι ο αριθμός τους να κουνήσει το κεφάλι της. Με τις γνώσεις που διέθεταν σχετικά με τον καιρό, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σωστά το Κύπελλο, όμως ακόμα κι η Ρενάιλ συμφωνούσε —αν κι απρόθυμα— ότι όσο περισσότερη Δύναμη διοχετευόταν στο Κύπελλο, τόσο πιο πολλές πιθανότητες υπήρχαν να θεραπευτεί ο καιρός. Βέβαια, θα έπρεπε να διοχετευθεί με σχολαστική ακρίβεια, που μπορούσαν να επιτύχουν μόνο μία γυναίκα κατ’ αποκλειστικότητα ή ένας κύκλος. Ένας κύκλος δεκατριών, απαραιτήτως. Και σε αυτές τις δεκατρείς σίγουρα θα συμπεριλαμβάνονταν η Νυνάβε, η Αβιέντα κι η ίδια η Ηλαίην, πιθανόν και μερικές από το Σόι, αλλά η Ρενάιλ σκόπευε να προσπεράσει εκείνο το σημείο της συμφωνίας που έλεγε πως θα τους επέτρεπαν να διδαχθούν κάποιες από τις ικανότητες που θα τις μάθαιναν οι Άες Σεντάι. Η πύλη είχε τεθεί ως πρώτο μέλημα κι η δημιουργία του κύκλου θα ήταν το δεύτερο. Ήταν άξιον απορίας για ποιον λόγο δεν είχε φέρει όλες τις Ανεμοσκόπους στο λιμάνι. Φαντάσου να είχες να αντιμετωπίσεις τριακόσιες ή τετρακόσιες τέτοιες γυναίκες! Η Ηλαίην ευχαρίστησε σιωπηλά τη μοίρα που ήταν μόνο είκοσι.

Ωστόσο, δεν στεκόταν εκεί απλώς και μόνο για να τις μετρήσει. Καθώς οι Ανεμοσκόποι την προσπερνούσαν, ένα μόλις βήμα πιο πέρα, αφέθηκε να αισθανθεί την ισχύ της κάθε γυναίκας ως προς τη Δύναμη. Νωρίτερα, είχε αρκετό χρόνο στη διάθεση της για να προσεγγίσει μια χούφτα από αυτές, παρά τη φασαρία μέχρι να πείσει τη Ρενάιλ να ακολουθήσει. Προφανώς, η ιεραρχική αναρρίχηση για τις Ανεμοσκόπους δεν είχε να κάνει με την ηλικία ή με την ισχύ· η Ρενάιλ δεν ήταν η ισχυρότερη, ούτε καν συμπεριλαμβανόταν στις τρεις ή τέσσερις πρώτες, ενώ κάποια γυναίκα αρκετά κατώτερη, η Σένιν, είχε μαραζωμένα μάγουλα και γκρίζα μαλλιά. Παραδόξως, από τα σημάδια στα αυτιά της φαινόταν πως κάποτε η Σένιν φορούσε περισσότερα από έξι σκουλαρίκια, και πιο βαριά από τα τωρινά.

Η Ηλαίην ταξινομούσε στο μυαλό της μορφές κι ονόματα με μια αυξανόμενη αίσθηση προσωπικής ικανοποίησης. Μπορεί οι Ανεμοσκόποι να είχαν το πάνω χέρι, κι η ίδια με τη Νυνάβε να τα έβρισκαν σκούρα —πολύ σκούρα— απέναντι στην Εγκουέν και στην Αίθουσα του Πύργου μόλις θα γίνονταν γνωστοί οι όροι της συμφωνίας, αλλά καμία από αυτές τις γυναίκες δεν θα κατείχε ιδιαίτερα υψηλή θέση ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Σίγουρα όχι χαμηλή, μα ούτε υψηλή. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της να μη νιώθει αυτάρεσκα —εξάλλου, δεν άλλαζε τίποτα απ’ όσα είχαν συμφωνήσει— αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Σε τελική ανάλυση, αυτές ήταν οι καλύτερες που μπορούσαν να παρουσιάσουν οι Άθα’αν. Τουλάχιστον εδώ, στο Έμπου Νταρ. Αλλά, ακόμα κι ήταν Άες Σεντάι μία προς μία, από την Κούριν με το πέτρινο σκοτεινό βλέμμα μέχρι την ίδια τη Ρενάιλ, θα την άκουγαν όταν μιλούσε και θα στέκονταν προσοχή μόλις έμπαινε στο δωμάτιο. Αν ήταν Άες Σεντάι κι αν, φυσικά, συμπεριφέρονταν με τον αρμόζοντα τρόπο.

Και τότε η παρέλαση έφτασε στο τέλος της, κι η Ηλαίην ξαφνιάστηκε καθώς την προσπέρασε μια νεαρή Ανεμοσκόπος από τα μικρότερα καράβια, μια στρογγολομάγουλη κοπέλα ονόματι Ράινυν, με απέριττα γαλάζια μετάξια και μόλις μισή ντουζίνα στολίδια να κρέμονται από την αλυσίδα της μύτης της. Οι δύο μαθητευόμενες, η Τάλααν με το σχεδόν ασχημάτιστο κορμί, κι η Μετάρα με τα μεγάλα μάτια, ακολουθούσαν ξοπίσω της έχοντας μια βασανισμένη έκφραση στα πρόσωπά τους. Δεν είχαν κερδίσει ακόμα τον ρινικό κρίκο, πόσω μάλλον την αλυσίδα, και μονάχα ένα λεπτό χρυσό σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί αντιστοιχούσε στα τρία του δεξιού. Η Ηλαίην ακολούθησε και τις τρεις με το βλέμμα, απλώς κοιτώντας τες. Ίσως, όμως, η ματιά της να έκρυβε κι ένα ευρύτερο ενδιαφέρον.

Οι Αθα’αν Μιέρε μαζεύτηκαν πάλι γύρω από τη Ρενάιλ, οι περισσότερες, όπως κι η ίδια, αγριοκοιτώντας πεινασμένα τις Άες Σεντάι και το Κύπελλο. Οι τρεις τελευταίες γυναίκες βρίσκονταν στην οπισθοφυλακή, ενώ οι μαθητευόμενες απέπνεαν έναν αέρα αβεβαιότητας για το αν είχαν δικαίωμα να είναι εκεί. Η Ράινυν σταύρωσε τα χέρια της μιμούμενη τη Ρενάιλ, αν και δεν διέφερε πολύ από τις άλλες δύο. Η Ανεμοσκόπος ενός ντάρτερ, του μικρότερου από τα πλωτά μέσα των Θαλασσινών, σπανίως έκανε παρέα με την Ανεμοσκόπο της φατρίας της Κυράς των Κυμάτων της, για να μην αναφέρουμε την Ανεμοσκόπο της Κυράς των Πλοίων. Η Ράινυν άνετα ανταγωνιζόταν τη Λελαίν ή τη Ρομάντα, κι η Μετάρα ήταν του ίδιου επιπέδου με την ίδια την Ηλαίην, ενώ η Τάλααν... Η Τάλααν, με την κόκκινη λινή μπλούζα της, τόσο πειθήνια και με βλέμμα που φάνταζε μονίμως χαμηλωμένο, πλησίαζε το επίπεδο της Νυνάβε. Αρκετά μάλιστα. Επιπλέον, η Ηλαίην γνώριζε πως δεν είχε φτάσει ακόμα στο ζενίθ της δύναμής της, όπως κι η Νυνάβε. Κατά πόσον τις προσέγγιζαν, άραγε, η Μετάρα κι η Τάλααν; Είχε συνηθίσει στην επίγνωση πως μονάχα η Νυνάβε κι οι Αποδιωγμένοι ήταν ισχυρότεροι από την ίδια. Κι η Εγκουέν, έστω, αλλά εκείνη είχε εξαναγκαστεί, και το δικό της δυνητικό —όπως και της Αβιέντα— ήταν εφάμιλλο της Εγκουέν. Αυτό κι αν λέγεται αυταρέσκεια, αναλογίστηκε θλιβερά. Η Λίνι θα έλεγε πως αυτό τής άξιζε να πάθει, αφού έπαιρνε τα πράγματα τοις μετρητοίς.

Γελώντας από μέσα της, η Ηλαίην στράφηκε να δει την Αβιέντα, αλλά ο Πλεχτός Κύκλος έμοιαζε ριζωμένος σε ένα σημείο μπροστά από την πύλη, νιώθοντας άβολα κάτω από τα ψυχρά βλέμματα της Κάρεαν και της Σάριθα. Μόνη εξαίρεση η Σουμέκο, η οποία δεν έκανε πίσω παρά τα προσηλωμένα βλέμματα των αδελφών. Η Κίρστιαν έμοιαζε έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα.

Καταπνίγοντας έναν αναστεναγμό, η Ηλαίην οδήγησε τις γυναίκες του Σογιού πιο πέρα από τους υπηρέτες των στάβλων που περίμεναν να φέρουν τα άλογα. Οι γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου προχωρούσαν σαν πρόβατα —η ίδια ήταν ο βοσκός, η Μέριλιλ με τις υπόλοιπες οι λύκοι— κι αν δεν κουβαλούσαν την Ισπάν, θα προχωρούσαν γρηγορότερα.

Η Φαμέλ, η μία από τις τέσσερις μόνο γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου δίχως την παραμικρή γκριζάδα ή ασπράδα στα μαλλιά της, κι η Ελντάσε, μια γυναίκα με αγριωπή ματιά —όποτε δεν κοιτούσε καμιά Άες Σεντάι— κρατούσαν την Ισπάν από τα μπράτσα. Έμοιαζαν αναποφάσιστες ως προς το αν έπρεπε να την κρατούν σταθερά για να μείνει όρθια, ή να τη στηρίζουν ελαφρά, με αποτέλεσμα η Μαύρη αδελφή να κινείται τρικλίζοντας, με τα γόνατά της να λυγίζουν όποτε οι γυναίκες χαλάρωναν τη λαβή τους μέχρι να την τραβήξουν επάνω προτού σωριαστεί τελείως.

«Συγχώρεσέ με, Άες Σεντάι», μουρμούριζε η Φαμέλ στην Ισπάν, με μια αχνή Ταραμπονέζικη προφορά. «Ω, πόσο λυπάμαι, Άες Σεντάι». Η Ελντάσε μόρφαζε και μούγκριζε ελαφρά κάθε φορά που η Ισπάν σκόνταφτε, λες κι αυτή η γυναίκα δεν είχε σκοτώσει ήδη δύο δικές τους και το Φως μόνο ήξερε πόσες ακόμα. Πολλή φασαρία για μια γυναίκα που επρόκειτο να πεθάνει. Και μόνο οι δολοφονίες στον Λευκό Πύργο στις οποίες είχε συνωμοτήσει η Ισπάν αρκούσαν ώστε να την καταδικάσουν στην εσχάτη των ποινών.

«Αφήστε την κάπου εκεί», τους είπε η Ηλαίην κι απομακρύνθηκε από την πύλη βαδίζοντας προς το ξέφωτο. Οι γυναίκες υπάκουσαν, χαμηλώνοντας τα κεφάλια τους σε υπόκλιση κι αφήνοντας σχεδόν την Ισπάν να πέσει, μουρμουρίζοντας συγγνώμες στην Ηλαίην και στην κουκουλοφόρο αιχμάλωτο. Η Ρεάνε κι οι υπόλοιπες πήγαν κοντά τους τρέχοντας, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στις αδελφές γύρω από τη Μέριλιλ.

Σχεδόν αμέσως ξανάρχισε ο πόλεμος των άγριων βλεμμάτων, με τις Άες Σεντάι να ατενίζουν περιφρονητικά τις γυναίκες του Σογιού, τις γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου να κοιτάζουν θυμωμένες τις Ανεμοσκόπους, και τις Άθα’αν Μιέρε να ρίχνουν σκληρές ματιές στους πάντες. Η Ηλαίην κράτησε το στόμα της ερμητικά κλειστό. Δεν είχε σκοπό να τους βάλει τις φωνές. Η Νυνάβε, πάντως, είχε ανέκαθεν καλύτερα αποτελέσματα όταν ούρλιαζε. Ωστόσο, η Κόρη-Διάδοχος ήθελε να τους ενσταλάξει λίγη λογική, να τις ταρακουνήσει μέχρι να τους τρίξει τα δόντια. Φυσικά, δεν εξαιρούνταν κι η Νυνάβε, η οποία υποτίθεται πως έπρεπε να έχει οργανώσει τα πάντα στην εντέλεια αντί να χαζεύει τα δέντρα. Τι θα γινόταν, όμως, αν ο Ραντ κινδύνευε να πεθάνει, εκτός κι αν έβρισκε άμεσα τρόπο να τον σώσει;

Ξαφνικά, τσουχτερά δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους στα μάτια της, έτοιμα να κυλήσουν. Ο Ραντ θα πέθαινε ούτως ή άλλως, κι η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει. Ξεφλούδισε το μήλο που κρατάς στο χέρι σου, κορίτσι μου, όχι αυτό που κρέμεται στο δέντρο, έμοιαζε να ψιθυρίζει στο αυτί της η απαλή φωνή της Λίνι. Τα δάκρυα είναι για αργότερα. Πριν από την ώρα τους, είναι χαμένος χρόνος.

«Σ’ ευχαριστώ, Λίνι», μουρμούρισε η Ηλαίην. Η παλιά της τροφός εξαπτόταν μερικές φορές και δεν παραδεχόταν ποτέ πως τα κοριτσάκια που είχε υπό την εποπτεία της μεγάλωναν, αλλά οι συμβουλές της ήταν πάντα καλές. Επειδή η Νυνάβε είχε αμελήσει τα καθήκοντα της, δεν σήμαινε πως έπρεπε να αμελήσει κι η Ηλαίην τα δικά της.

Οι υπηρέτες κεντούσαν τα άλογα για να τροχάσουν ξοπίσω από τις γυναίκες του πλεχτού Κύκλου, αρχίζοντας με τα υποζύγια. Κανένα από αυτά τα πρώτα ζώα δεν κουβαλούσε κάτι τόσο ασήμαντο όσο τα ρούχα. Σε περίπτωση που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα άλογα στην άλλη μεριά της πύλης, θα μπορούσαν να περπατήσουν και να φορέσουν ό,τι είχαν πρόχειρο, αν χρειαζόταν να αφεθούν πίσω τα υποζύγια, αλλά δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν το φορτίο αυτών των πρώτων αλόγων στους Αποδιωγμένους. Η Ηλαίην έκανε νόημα στη γυναίκα με τα τραχιά μάγουλα που οδηγούσε τα πρώτα αλόγα να την ακολουθήσει, μακριά από τις υπόλοιπες.

Λύνοντας και τινάζοντας πέρα το δύσκαμπτο κάλυμμα του καναβάτσου σε ένα από τα φαρδιά ψάθινα πανέρια, η γυναίκα αποκάλυψε έναν μεγάλο σωρό από κάτι που έμοιαζε με σκουπίδια πεταμένα όπως-όπως μέχρι την κορυφή, μερικά εκ των οποίων ήταν τυλιγμένα με φθαρμένο ύφασμα. Το μεγαλύτερο μέρος του σωρού ήταν μάλλον σκουπίδια. Αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ, η Ηλαίην άρχισε τη διαλογή. Ένας σκουριασμένος θώρακας πανοπλίας πετάχτηκε στο έδαφος μαζί με ένα σπασμένο πόδι τραπεζιού, ένα ραγισμένο πιάτο, μια άσχημα χαραγμένη στάμνα από κασσίτερο, κι ένα τόπι από σάπιο, άγνωστο ύφασμα, που διαλύθηκε σχεδόν στα χέρια της.

Η αποθήκη στην οποία είχαν ανακαλύψει το Κύπελλο των Ανέμων ήταν γεμάτη· αντικείμενα που έπρεπε να πεταχτούν ως άχρηστα ανακατεύονταν με διάφορα αντικείμενα της Δύναμης, εκτός από το Κύπελλο, κάποια από αυτά μέσα σε σαρακοφαγωμένους κάδους ή σεντούκια, κάποια άλλα πεταμένα στην τύχη. Επί σειρά αιώνων, το Σόι έκρυβε όσα αντικείμενα ανακάλυπτε πως είχαν κάποια σχέση με τη Δύναμη, φοβούμενο να τα χρησιμοποιήσει ή να τα παραδώσει στις Άες Σεντάι. Μέχρι εκείνο το πρωί. Ήταν η πρώτη φορά που η Ηλαίην είχε την ευκαιρία να κρίνει τι άξιζε να διατηρηθεί. Ας βοηθούσε το Φως να μην είχαν κλέψει κάτι σημαντικό οι Σκοτεινόφιλοι· σίγουρα είχαν πάρει κάποια πράγματα, αλλά λιγότερο από το ένα τέταρτο όσων είχε φιλοξενήσει εκείνο το δωμάτιο, συμπεριλαμβανομένων των σκουπιδιών. Ας βοηθούσε το Φως να έβρισκε η Ηλαίην κάτι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν. Είχαν πεθάνει άνθρωποι προκειμένου να βγάλουν αυτά τα αντικείμενα από το Ράχαντ.

Δεν διαβίβασε, απλώς χρησιμοποίησε τη Δύναμη καθώς ανασήκωνε κάθε τεμάχιο. Μια πελεκημένη κούπα από πηλό, τρία σπασμένα πιάτα, ένα σκοροφαγωμένο παιδικό φόρεμα και μια παλιά μπότα με μια τρύπα στη μια μεριά, έπεσαν όλα στο πάτωμα. Ένα πέτρινο γλυπτό, λίγο μεγαλύτερο από το χέρι της —τουλάχιστον, έμοιαζε να είναι από πέτρα και θα μπορούσε να είναι γλυπτό, αν και για κάποιον λόγο δεν φαινόταν ακριβώς σμιλεμένο— γεμάτο βαθυγάλαζες καμπύλες, οι οποίες έμοιαζαν με ρίζες. Έμοιαζε να θερμαίνεται ελαφρώς στο άγγιγμα της· είχε κάποιου είδους... συντονισμό... με το σαϊντάρ. Ήταν η πιο εύστοχη λέξη που μπορούσε να σκεφτεί. Δεν είχε ιδέα σε τι εξυπηρετούσε, αλλά αναμφίβολα επρόκειτο για τερ’ανγκριάλ. Το τοποθέτησε στην απέναντι μεριά, μακριά από τον σωρό με τα σκουπίδια.

Ο σωρός με τα απορρίμματα εξακολουθούσε να αυξάνει, το ίδιο όμως κι ο άλλος —αν και με βραδύτερο ρυθμό— που αποτελούνταν από αντικείμενα με ελάχιστα κοινά μεταξύ τους, πλην μιας αδιόρατης θερμότητας και της αίσθησης ότι αντηχούσαν τη Δύναμη. Παρατήρησε ένα μικρό κουτί που έμοιαζε φτιαγμένο από φίλντισι, καλυμμένο με κυματιστές κόκκινες και πράσινες ρίγες. Το απίθωσε κάτω προσεκτικά, δίχως να ανοίξει το σκέπασμα με τους αρμούς. Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις τι θα ενεργοποιούσε ένα τερ’ανγκριάλ. Πρόσεξε επίσης μια μαύρη ράβδο, όχι παχύτερη από το μικρό της δάχτυλο και με μήκος ένα βήμα, αλύγιστη αλλά και τόσο εύκαμπτη ταυτόχρονα, ώστε η Ηλαίην νόμιζε πως θα μπορούσε να ενώσει τα άκρα της σχηματίζοντας κύκλο. Υπήρχε ακόμα μια μικροσκοπική σφραγισμένη φιάλη —μάλλον κρυστάλλινη— με ένα σκούρο πορφυρό υγρό στο εσωτερικό της, κι η φιγούρα ενός ρωμαλέου γενειοφόρου άντρα με κεφάτο χαμόγελο, ο οποίος κρατούσε ένα βιβλίο· είχε δύο πόδια ύψος, έμοιαζε φτιαγμένη από πολυκαιρισμένο σκούρο μπρούντζο και, για να την ανασηκώσει, η Ηλαίην χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει και τα δύο της χέρια. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα, μολονότι τα περισσότερα δεν είχαν καμία αξία. Και κανένα δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε. Προς το παρόν, τουλάχιστον.

«Είναι ώρα για τέτοια τώρα;» ρώτησε η Νυνάβε. Τραβήχτηκε βιαστικά από το μικρό βουναλάκι των τερ’ανγκριάλ, μορφάζοντας και σκουπίζοντας τα χέρια της στη φούστα της. «Εκείνο το ραβδί μου δίνει την αίσθηση του... πόνου», μουρμούρισε. Η γυναίκα με το σκληρό πρόσωπο, η οποία οδηγούσε τα υποζύγια, βλεφάρισε κοιτώντας τη ράβδο κι έκανε στην άκρη.

Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στη ράβδο —οι περιστασιακές εντυπώσεις της Νυνάβε σχετικά με τα αντικείμενα που άγγιζε μπορεί να ήταν χρήσιμες μερικές φορές— αλλά η ίδια δεν σταμάτησε στιγμή να ξεδιαλέγει. Τελευταία, είχε υπάρξει πολύς πόνος ολόγυρά της για να χρειάζεται κι άλλον. Όχι πως οτιδήποτε διαισθανόταν η Νυνάβε ήταν πάντα πρόδηλο. Η ράβδος θα μπορούσε κάλλιστα να μην έχει καμιά σχέση με την εκδήλωση του πόνου. Το καλάθι είχε σχεδόν αδειάσει· κάποια πράγματα που κρέμονταν από την άλλη μεριά του αλόγου θα έπρεπε να μετακινηθούν για να κατανεμηθεί το βάρος. «Αν κάπου εδώ μέσα υπάρχει ένα ανγκριάλ, Νυνάβε, θα ήθελα να το ανακαλύψω προτού η Μογκέντιεν μας κάνει κάποια δυσάρεστη έκπληξη».

Η Νυνάβε μούγκρισε ξινά, αλλά έριξε μια ματιά στο ψάθινο καλάθι.

Ρίχνοντας μέσα ένα ακόμα πόδι τραπεζιού —τρία μέχρι τώρα, εκ των οποίων κανένα πανομοιότυπο με τα άλλα— η Ηλαίην έστρεψε το βλέμμα της προς το ξέφωτο. Όλα τα υποζύγια είχαν περάσει την πύλη και τώρα έρχονταν οι ιππείς, γεμίζοντας τον άδειο χώρο ανάμεσα στα δέντρα με φωνασκίες και φασαρία. Η Μέριλιλ κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι ήταν ήδη έφιππες, κρύβοντας ελάχιστα την ανυπομονησία τους να φύγουν, ενώ η Πολ κουβαλούσε γεμάτη νεύρα τις αποσκευές της κυράς της. Ωστόσο, οι Ανεμοσκόποι...

Μπορεί να ήταν γεμάτες χάρη στα πλοία τους κι όταν προχωρούσαν πεζή, αλλά σίγουρα δεν είχαν συνηθίσει στα άλογα. Η Ρενάιλ προσπαθούσε να καβαλικέψει από τη λάθος μεριά, κι η αξιαγάπητη, καστανοκόκκινη φοράδα που της είχαν διαλέξει χόρευε σε μικρούς κύκλους γύρω από τον άντρα με τη λιβρέα, ο οποίος είχε πιάσει με το ένα χέρι τα γκέμια και με το άλλο τραβούσε απεγνωσμένα τα μαλλιά του, προσπαθώντας μάταια να διορθώσει την Ανεμοσκόπο. Δύο από τις γυναίκες των στάβλων πάσχιζαν να ανεβάσουν στη σέλα την Ντορίλε, η οποία υπηρετούσε την Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σόμαριν, ενώ μια τρίτη, κρατώντας το κεφάλι του γκριζωπού ζώου, σφιγγόταν για να μη σκάσει στα γέλια. Η Ράινυν είχε ανέβει στη ράχη ενός μακροκάνικου καφετιού ευνουχισμένου ζώου, αλλά ούτε τα πόδια της ακουμπούσε στους αναβολείς ούτε κρατούσε με τα χέρια της τα γκέμια, και μάλιστα φαινόταν να έχει πρόβλημα να τα βρει. Κι αυτές οι τρεις δεν ήταν οι δυσκολότερες περιπτώσεις. Τα άλογα χλιμίντριζαν, αναπηδούσαν και γύριζαν τα μάτια τους προς τα επάνω, ενώ οι Ανεμοσκόποι έβριζαν τόσο δυνατά, που οι φωνές τους θα μπορούσαν κάλλιστα να ακουστούν μέσα σε θύελλα. Μια από δαύτες χτύπησε με τη γροθιά της έναν υπηρέτη, ενώ άλλοι τρεις από τους σταβλίτες προσπαθούσαν να πιάσουν μερικά άλογα που είχαν ξεφύγει.

Είδε, φυσικά, κι αυτό που περίμενε να δει, ακόμα κι αν η Νυνάβε δεν συνέχιζε την προσωπική της παρακολούθηση. Ο Λαν στεκόταν πλάι στο μαύρο πολεμικό του άτι, τον Μαντάρμπ, με το βλέμμα του να στρέφεται πότε στις δεντροστοιχίες, πότε στην πύλη και πότε στη Νυνάβε. Η Μπιργκίτε φάνηκε να βγαίνει από το δάσος κουνώντας το κεφάλι της κι, ένα λεπτό αργότερα, ο Σίεριλ βγήκε γοργά μέσα από τα δέντρα, αν και δεν έδινε την αίσθηση πως βιαζόταν. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω που να τους απειλεί ή να τους εμποδίζει.

Η Νυνάβε την παρακολουθούσε με τα φρύδια υψωμένα.

«Δεν είπα τίποτα», είπε η Ηλαίην. Η παλάμη της σφίχτηκε γύρω από κάτι μικρό, τυλιγμένο σε σαπισμένο ύφασμα που κάποτε θα πρέπει να ήταν άσπρο. Ή καφετί. Κατάλαβε αμέσως τι περιείχε.

«Τόσο το καλύτερο για σένα», μούγκρισε η Νυνάβε, όχι και τόσο μέσα από τα δόντια της. «Δεν τα πηγαίνω καλά με γυναίκες που χώνουν τις μύτες τους στις υποθέσεις των άλλων». Η Ηλαίην δεν το σχολίασε, αν και την ξάφνιασε κάπως. Αισθάνθηκε περήφανη που δεν χρειάστηκε να δαγκώσει τη γλώσσα της.

Μόλις ξετύλιξε το αποσυντεθειμένο πανί, αποκαλύφθηκε μια μικρή κεχριμπαρένια πόρπη σε σχήμα χελώνας. Εν πάση περιπτώσει, έμοιαζε κεχριμπαρένια ή ήταν κάποτε, αλλά όταν η Ηλαίην ανοίχτηκε στην Πηγή μέσω αυτής, το σαϊντάρ την κατέκλυσε σαν χείμαρρος σε σύγκριση με την ποσότητα που μπορούσε να αντλήσει η ίδια με ασφάλεια. Δεν επρόκειτο για πολύ ισχυρό ανγκριάλ, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερο από το τίποτα. Με τη βοήθειά του, θα είχε τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσει διπλάσια ποσότητα Δύναμης, όπως η Νυνάβε, αλλά κι η φίλη της θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα. Ελευθερώνοντας την περίσσεια ροή του σαϊντάρ, γλίστρησε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης την πόρπη στο πουγκί που είχε περασμένο στη ζώνη της, και συνέχισε την έρευνά της. Αφού βρήκε ένα, ίσως υπήρχαν κι άλλα. Και τώρα που είχε ένα στην κατοχή της για να το μελετήσει, ίσως έβρισκε τον τρόπο να κατασκευάσει ανγκριάλ. Αυτό ήταν κάτι που αποτελούσε διακαή της πόθο. Μόλις που συγκρατιόταν για να μην ξαναβγάλει την πόρπη κι αρχίσει να την εξετάζει μπροστά σε όλους.

Η Βαντέν κοιτούσε εδώ και ώρα τόσο τη Νυνάβε, όσο και την ίδια, και τώρα σπιρούνισε το ψηλόλιγνο ευνουχισμένο της ζώο προς το μέρος τους και ξεπέζεψε. Η επικεφαλής ιπποκόμος των υποζυγίων τής απηύθυνε μια ευγενική —μολονότι κάπως αδέξια— υπόκλιση, η οποία ήταν βαθύτερη από την αντίστοιχη προς την Ηλαίην ή τη Νυνάβε. «Είσαι προσεκτική», είπε η Βαντέν στην Ηλαίην, «κι αυτό είναι πολύ καλό. Ίσως, όμως, θα ήταν καλύτερο να αφήσεις στην ησυχία τους αυτά τα αντικείμενα μέχρι να τα πάμε στον Πύργο».

Η Ηλαίην έσφιξε τα χείλη της. Στον Πύργο; Μέχρι να τα εξέταζε κάποια άλλη, αυτό προφανώς εννοούσε η Άες Σεντάι. Κάποια γηραιότερη και μάλλον πιο έμπειρη. «Ξέρω πολύ καλά τι κάνω, Βαντέν. Σε τελική ανάλυση, έχω κατασκευάσει τερ’ανγκριάλ. Κανείς άλλος εν ζωή δεν το έχει καταφέρει αυτό». Είχε μάθει σε κάποιες αδελφές τις βασικές αρχές, αλλά καμιά τους δεν κατάφερε να το κάνει μέχρι και τη στιγμή που η ίδια έφυγε για το Έμπου Νταρ.

Η γηραιότερη Πράσινη ένευσε καταφατικά, τινάζοντας τεμπέλικα τα χαλινάρια πάνω στη γαντοφορούσα παλάμη της. «Κι η Μάρτιν Ζανάτα ήξερε τι έκανε, όπως καταλαβαίνω», είπε αδιάφορα. «Ήταν η τελευταία αδελφή που πραγματικά ασχολήθηκε τόσο εντατικά με τη μελέτη των τερ’ανγκριάλ. Το έκανε για περισσότερα από σαράντα χρόνια, από τη στιγμή σχεδόν που έγινε κάτοχος του επωμίου. Απ’ όσο γνωρίζω, κι εκείνη ήταν ιδιαίτερα προσεκτική. Κάποια μέρα, όμως, η υπηρέτρια της Μάρτιν βρήκε την κυρά της αναίσθητη στο πάτωμα του καθιστικού. Τελείως εξαντλημένη». Ακόμα και με αυτόν τον διαλογικό τόνο, οι συγκεκριμένες λέξεις ήχησαν σαν χαστούκι. Η φωνή της Βαντέν, ωστόσο, δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Ο Πρόμαχός της πέθανε από το σοκ, κάτι όχι ασυνήθιστο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όταν η Μάρτιν συνήλθε, τρεις μέρες αργότερα, ήταν αδύνατον να ανακαλέσει στη μνήμη της με τι ακριβώς είχε καταπιαστεί. Δεν θυμόταν καν τι είχε συμβεί την προηγούμενη βδομάδα. Αυτά έγιναν πριν από είκοσι πέντε χρόνια κι, από τότε, κανείς δεν είχε τα κότσια να αγγίξει κάποιο από τα τερ’ανγκριάλ που βρίσκονταν στα διαμερίσματά της. Οι σημειώσεις της ανέφεραν τα πάντα, κι οτιδήποτε είχε ανακαλύψει ήταν ακίνδυνο, αθώο, ακόμα κι ασήμαντο, αλλά...» Η Βαντέν ανασήκωσε τους ώμους της. «Ανακάλυψε κάτι απρόσμενο».

Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στην Μπιργκίτε κι η γυναίκα τής την ανταπέδωσε. Δεν ήταν καν ανάγκη να αντικρίσει την ανήσυχη συνοφρύωση που σκίαζε το πρόσωπο της Προμάχου της· καθρεφτιζόταν στο μυαλό της, στο μικροσκοπικό κομμάτι του νου της που ήταν η Μπιργκίτε, και στα υπόλοιπα. Η Μπιργκίτε ένιωσε την ανησυχία της κι εκείνη αισθάνθηκε της Μπιργκίτε. Μερικές φορές ήταν δύσκολο να ξεδιαλύνεις σε ποιαν ανήκε το συναίσθημα. Διακινδύνευε κάτι παραπάνω από τον ίδιο τον εαυτό της. Όμως, ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον παρόντα. Ακόμα κι αν δεν εμφανιζόταν κανείς από τους Αποδιωγμένους, χρειάζονταν όλα τα ανγκριάλ που μπορούσε να ανακαλύψει.

«Τι συνέβη στη Μάρτιν;» ρώτησε ήσυχα η Νυνάβε. «Ύστερα απ’ όλα αυτά, εννοώ». Ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που δεν επιθυμούσε να Θεραπεύσει κάποιον που έχει πληγωθεί· ήθελε να Θεραπεύει τους πάντες και τα πάντα.

Η Βαντέν μόρφασε. Μπορεί η ίδια να είχε ανακινήσει το θέμα της Μάρτιν, αλλά οι Άες Σεντάι δεν αρέσκονταν να μιλούν για γυναίκες που είχαν εξαντληθεί τελείως ή που είχαν σιγανευθεί. Δεν τους άρεσε ούτε καν να τις θυμούνται. «Εξαφανίστηκε. Δραπέτευσε από τον Πύργο αμέσως μόλις έγινε καλά», αποκρίθηκε βιαστικά. «Αυτό που πρέπει να θυμάται κανείς είναι πως αυτή η γυναίκα ήταν πολύ επιφυλακτική. Δεν την γνώρισα ποτέ προσωπικά, αλλά μου έχουν αφηγηθεί ότι μεταχειριζόταν το κάθε τερ’ανγκριάλ σαν να μην είχε ιδέα πώς εκείνο θα αντιδρούσε την επόμενη στιγμή, ακόμα κι αυτό που φτιάχνει το ύφασμα για τους μανδύες των Προμάχων. Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να το αναγκάσει να κάνει κάτι άλλο. Ήταν πολύ προσεκτική, ωστόσο δεν της βγήκε σε καλό».

Η Νυνάβε άπλωσε το χέρι της πάνω στο σχεδόν άδειο πανέρι. «Ίσως θα έπρεπε να είσαι κι εσύ», άρχισε να λέει.

«Όχιιιιι!» ούρλιαξε η Μέριλιλ.

Η Ηλαίην στράφηκε να κοιτάξει, αφήνοντας τον εαυτό της ενστικτωδώς εκτεθειμένο στο ανγκριάλ, χωρίς να έχει συναίσθηση πως το σαϊντάρ είχε πλημμυρίσει τη Νυνάβε και τη Βαντέν. Η λάμψη της Δύναμης ξεπήδησε γύρω από κάθε γυναίκα στο ξέφωτο που είχε την ικανότητα να αγκαλιάσει την Πηγή. Η Μέριλιλ είχε γείρει μπροστά πάνω στη σέλα της, με τα μάτια γουρλωμένα και με το ένα χέρι τεντωμένο προς τη μεριά της πύλης. Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, εκτός από την Αβιέντα κι από τους τελευταίους τέσσερις Προμάχους, οι οποίοι ξαφνιάστηκαν κι επιβράδυναν τον βηματισμό τους, προσπαθώντας να ανιχνεύσουν την απειλή με τα σπαθιά μισοτραβηγμένα. Τότε αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που έκανε η Αβιέντα, και κόντεψε να χάσει το σαϊντάρ από την τρομάρα της.

Η πύλη τρεμούλιαζε, καθώς η Αβιέντα ξήλωνε με προσοχή την ύφανση από την οποία ήταν φτιαγμένη. Ριγούσε και λύγιζε, ενώ τα άκρα της παρέπαιαν. Οι τελευταίες ροές ελευθερώθηκαν κι, αντί να τρεμοσβήσει, το άνοιγμα λαμπύρισε κι η εικόνα της αυλής των στάβλων ξεθώριασε μέχρι που εξατμίστηκε σαν πούσι στο ηλιόφως.

«Αδύνατον!» είπε δύσπιστα η Ρενάιλ. Μουρμουρητά έκπληξης κι ομοφωνίας με τη δήλωση της ξεπήδησαν από το πλήθος των Ανεμοσκόπων. Οι γυναίκες του Σογιού απέμειναν να κοιτάζουν σαν χαζές την Αβιέντα ανοιγοκλείνοντας τα στόματά τους, χωρίς να βγαίνει ο παραμικρός ήχος.

Η Ηλαίην ένευσε ελαφρά, αν και δεν το ήθελε. Προφανώς, ήταν δυνατόν, αλλά ένα από τα πρώτα πράγματα που είχε διδαχτεί ως μαθητευόμενη ήταν, σε καμία περίπτωση κι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να μην επιχειρήσει αυτό που μόλις είχε κάνει η Αβιέντα. Το ξήλωμα μιας ύφανσης, οποιασδήποτε ύφανσης, αντί να αφεθεί να διαλυθεί από μόνη της, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς αναπόφευκτη καταστροφή. Αναπόφευκτη.

«Ανόητο κορίτσι!» της φώναξε κοφτά η Βαντέν με πρόσωπο συννεφιασμένο. Βάδισε προς το μέρος της Αβιέντα, σέρνοντας πίσω της το ευνουχισμένο της ζώο. «Συνειδητοποιείς τι έκανες μόλις; Ένα στραβοπάτημα —ένα μόνο!— και ποιος ξέρει τι θα συμβεί με την ύφανση! Θα μπορούσες κάλλιστα να αφανίσεις τα πάντα σε ακτίνα εκατό βημάτων! Πεντακοσίων βημάτων! Τα πάντα! Θα μπορούσες, εσύ η ίδια, να εξαντληθείς τελείως και...»

«Ήταν απαραίτητο», τη διέκοψε η Αβιέντα. Ένα κύμα ακατάληπτης φλυαρίας ξέσπασε από τις έφιππες Άες Σεντάι που είχαν μαζευτεί γύρω από εκείνη και τη Βαντέν, αλλά η Αβιέντα τις κοίταξε αγριωπά κι ύψωσε τη φωνή της πάνω από τις δικές τους. «Γνωρίζω τους κινδύνους, Βαντέν Ναμέλ, αλλά ήταν απαραίτητο. Μήπως είναι κι αυτό κάτι που δεν μπορείτε να κάνετε εσείς, οι Άες Σεντάι; Οι Σοφές λένε πως οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να μάθει, αν διδαχτεί σωστά, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, αλλά δεν είναι αδύνατον για κάποια που είναι ικανή στο κέντημα». Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν διόλου σαρκαστικός.

«Αυτό δεν είναι κέντημα, κοπέλα μου!» Η φωνή της Μέριλιλ έμοιαζε με ατόφιο πάγο. «Όποια, τρόπος του λέγειν, εκπαίδευση κι αν έλαβες από τον λαό σου, δεν είναι δυνατόν να ξέρεις με τι παίζεις! Θα μου υποσχεθείς —θα μου ορκιστείς, μάλλον! — πως δεν θα το ξανακάνεις!»

«Το όνομά της έπρεπε να έχει καταγραφεί στο βιβλίο των μαθητευομένων», είπε με σταθερή φωνή η Σάριθα, κοιτώντας με άγριο βλέμμα το Κύπελλο που εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά στο στήθος της. «Πάντα το έλεγα. Έπρεπε να μπει στο βιβλίο». Η Κάρεαν ένευσε καταφατικά και με αμείλικτο βλέμμα μετρούσε την Αβιέντα, λες κι επρόκειτο να της φτιάξει φόρεμα μαθητευόμενης.

«Ίσως να μην είναι αναγκαίο αυτήν τη στιγμή», είπε η Αντελέας στην Αβιέντα, γέρνοντας μπροστά πάνω στη σέλα της, «αλλά πρέπει να μας αφήσεις να σε καθοδηγήσουμε». Ο τόνος της Καφέ αδελφής ήταν πολύ ηπιότερος των υπολοίπων, ωστόσο τα λόγια της δεν λειτουργούσαν ως απλή υπόδειξη.

Ένα μήνα πριν περίπου, η Αβιέντα θα μαράζωνε από την έντονη αποδοκιμασία των Άες Σεντάι, αλλά τώρα πια δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Ηλαίην άνοιξε βιαστικά δρόμο ανάμεσα από τα άλογα, προτού η φίλη της αποφασίσει να τραβήξει το μαχαίρι που ψηλάφιζε. Ή κάνει κάτι ακόμα χειρότερο. «Ίσως πρέπει κάποιος να αναρωτηθεί γιατί σκέφτηκε πως ήταν αναγκαίο», είπε τυλίγοντας το χέρι της γύρω από τους ώμους της Αβιέντα, τόσο για να σταθεροποιήσει τα χέρια στα πλευρά της, όσο και για παρηγοριά.

Το οργισμένο βλέμμα της Αβιέντα περιέλαβε τις υπόλοιπες αδελφές αλλά όχι την Ηλαίην. «Δεν αφήνει κανένα κατάλοιπο», απάντησε υπομονετικά. Άκρως υπομονετικά. «Τα κατάλοιπα μιας τόσο μεγάλης ύφανσης μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και δύο μέρες αργότερα».

Η Μέριλιλ ρουθούνισε, παράγοντας έναν ήχο πολύ δυνατό, παράταιρο με αυτό το λεπτοκαμωμένο σώμα. «Πρόκειται για σπάνιο Ταλέντο, κορίτσι μου. Ούτε η Τέσλυν ούτε η Τζολίνε το διαθέτουν. Ή μήπως είναι κάτι που το μαθαίνετε όλες εσείς, οι αδέσποτες Αελίτισσες;»

«Ελάχιστες διαθέτουν αυτήν την ικανότητα», παραδέχτηκε ήρεμα η Αβιέντα. «Εγώ, πάντως, τη διαθέτω». Τα λόγια της είχαν ως αποτέλεσμα να την κοιτάξουν οι αδελφές, συμπεριλαμβανομένης της Ηλαίην, με έναν τρόπο διαφορετικό. Όντως, ήταν πολύ σπάνιο Ταλέντο. Η κοπέλα δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. «Θεωρείς πως κανείς από τους Σκιόψυχους δεν μπορεί να το καταφέρει;» συνέχισε. Οι σφιγμένοι ώμοι της κάτω από την παλάμη της Ηλαίην μαρτυρούσαν πως, τελικά, δεν ήταν και τόσο ψύχραιμη όσο προσποιούνταν. «Τόσο ανόητες είστε, ν’ αφήνετε ίχνη για να σας ακολουθήσουν οι εχθροί σας; Όποιος μπορεί να αντιληφθεί τα υπολείμματα της ύφανσης, έχει και τη δυνατότητα να φτιάξει μια πύλη στο ίδιο ακριβώς σημείο».

Φυσικά, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πολύ μεγάλη επιδεξιότητα, αλλά ο υπαινιγμός και μόνον ήταν αρκετός για να βλεφαρίσει αμήχανα η Μέριλιλ. Η Αντελέας άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά το έκλεισε πάλι, κι η Βαντέν συνοφρυώθηκε σκεφτική. Η Σάριθα έδειχνε απλά προβληματισμένη. Ποιος μπορούσε να πει με σιγουριά τι είδους Ταλέντα, τι ικανότητες, διέθεταν οι Αποδιωγμένοι;

Παραδόξως, όλη αυτή η αγριότητα της Αβιέντα φάνηκε να εξαντλείται. Χαμήλωσε τη ματιά της κι οι ώμοι της χαλάρωσαν. «Ίσως δεν έπρεπε να έχω πάρει το ρίσκο», μουρμούρισε. «Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά όσο με κοιτούσε αυτός ο άντρας, κι όταν εξαφανίστηκε...» Αναθάρρησε κάπως αλλά όχι ιδιαίτερα. «Δεν νομίζω πως ένας άντρας μπορεί να αναγνωρίσει τις υφάνσεις μου», είπε στην Ηλαίην, «αλλά αν ήταν κάποιος από τους Σκιόψυχους ή ακόμα και το ίδιο το γκόλαμ... Οι Σκιόψυχοι γνωρίζουν περισσότερα από εμάς. Αν έκανα λάθος, το τοχ μου αυξάνει. Όμως δεν νομίζω πως κάνω λάθος. Δεν το νομίζω».

«Για ποιον άντρα μιλάς;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. Το καπέλο της είχε στραβώσει, έτσι όπως προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα από τα άλογα, κι αυτό, μαζί με τις βλοσυρές ματιές που έριχνε σε όλους ανεξαιρέτως, την έκαναν να μοιάζει έτοιμη για καβγά. Ίσως να ήταν. Το σταχτοκάστανο μουνούχι της Κάρεαν την ακούμπησε τυχαία με τον ώμο του κι η Νυνάβε το χτύπησε δυνατά στη μύτη.

«Για έναν υπηρέτη», αποκρίθηκε η Μέριλιλ περιφρονητικά. «Όποιες εντολές κι αν έδωσε η Τάυλιν, οι Αλταρανοί υπηρέτες ανέκαθεν έκαναν του κεφαλιού τους. Ίσως να ήταν ο γιος της· αυτό το αγόρι ανακατεύεται παντού».

Οι αδελφές τριγύρω της ένευσαν καταφατικά κι η Κάρεαν είπε: «Ένας Αποδιωγμένος δεν θα στεκόταν απλώς να βλέπει. Εσύ το είπες». Χτυπούσε απαλά τον λαιμό του αλόγου της και κοίταζε τη Νυνάβε με βλέμμα βλοσυρό, σαν να την κατηγορούσε — η Κάρεαν ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που έδειχναν τόσο μεγάλη στοργή στα άλογά τους, όσο άλλοι στα νήπια. Η Νυνάβε θεώρησε πως τα λόγια της απευθύνονταν στην ίδια.

«Ίσως ήταν ένας απλός υπηρέτης, ίσως ήταν ο Μπέσλαν. Ίσως». Το περιφρονητικό ρουθούνισμα της Νυνάβε έδειχνε πως δεν το πολυπίστευε. Ή ότι ήθελε να κάνει τις άλλες να πιστέψουν πως η ίδια δεν το πίστευε· δεν δίσταζε να σου πει κατάμουτρα πως είσαι εντελώς βλάκας, αλλά ας το έλεγε κάποιος άλλος, κι ήταν έτοιμη να σε υπερασπιστεί μέχρι να έκλεινε ο λαιμός της από τις φωνές. Φυσικά, έμοιαζε αναποφάσιστη για το αν συμπαθούσε την Αβιέντα, αλλά σαφέστατα δεν συμπαθούσε τη γηραιότερη Άες Σεντάι. Έσιαξε το καπέλο της κι άφησε το βλοσυρό της βλέμμα να πλανηθεί πάνω από την ομήγυρη. Ύστερα, ξανάρχισε να μιλάει. «Άσχετα αν ήταν ο Μπέσλαν ή κι ο ίδιος ο Σκοτεινός, δεν υπάρχει λόγος να καθόμαστε εδώ όλη μέρα. Πρέπει να ετοιμαστούμε να πάμε στο αγρόκτημα. Εμπρός, λοιπόν!» Χτύπησε απότομα τις παλάμες της μεταξύ τους, κάνοντας ακόμα και τη Βαντέν να αναπηδήσει.

Δεν είχαν απομείνει και πολλές προετοιμασίες όταν οι αδελφές απομάκρυναν τα άλογά τους. Ο Λαν κι οι υπόλοιποι Πρόμαχοι δεν είχαν χαλαρώσει καθόλου την επαγρύπνησή τους, κι ας συνειδητοποίησαν πως δεν παραμόνευε κίνδυνος. Κάποιοι από τους υπηρέτες είχαν επιστρέψει περνώντας μέσα από την πύλη πριν την ξεφορτωθεί η Αβιέντα, αλλά οι υπόλοιποι παρέμειναν μαζί με τις τρεις περίπου ντουζίνες υποζύγια, ρίχνοντας πού και πού ματιές προς το μέρος των Άες Σεντάι, αναλογιζόμενοι προφανώς τι θαυμαστό θα έκαναν τώρα. Οι Ανεμοσκόποι ήταν έφιππες στο σύνολό τους, αν και με κάπως αδέξιο τρόπο, και κρατούσαν τα γκέμια λες και περίμεναν ότι ανά πάσα στιγμή τα άλογα θα έβγαιναν εκτός πορείας ή ότι θα έβγαζαν φτερά και θα πετούσαν. Έφιππες ήταν κι οι γυναίκες του Πλεχτού Κύκλου —αν και πιο χαριτωμένες— δίχως να δίνουν σημασία στις φούστες και στα μεσοφόρια που είχαν σηκωθεί πάνω από τα γόνατά τους, με την Ισπάν ακόμη καλυμμένη με την κουκούλα και δεμένη οριζόντια στη σέλα σαν σακί. Πιθανότατα, δεν μπορούσε να καθίσει με όρθια πλάτη στο άλογο, αλλά ακόμα και τα μάτια της Σουμέκο γούρλωναν όποτε έπεφταν επάνω της.

Αγριοκοιτάζοντας προς τη μεριά της, η Νυνάβε έμοιαζε έτοιμη να επιπλήξει τους πάντες, ώστε να κάνουν αυτά που είχαν ήδη ολοκληρώσει, αλλά μόλις ο Λαν τής έδωσε τα ηνία της στρουμπουλής καφετιάς φοράδας της, ηρέμησε. Είχε αρνηθεί πεισματικά την προσφορά εκ μέρους της Τάυλιν για ένα καλύτερο άλογο. Το χέρι της έτρεμε κάπως όταν άγγιξε το μπράτσο του Λαν, και το πρόσωπό της άλλαξε χρώματα καθώς κατέπνιγε τον θυμό που ήταν έτοιμη να εξαπολύσει. Όταν εκείνος της πρόσφερε την παλάμη του για να τη χρησιμοποιήσει σαν σκαλοπάτι, αυτή τον κοίταξε για μια στιγμή, σαν να μην καταλάβαινε τι σκόπευε να κάνει, κι ύστερα αναψοκοκκίνισε πάλι μόλις τη σήκωσε για να ανέβει στη σέλα. Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι της. Ήλπιζε πως δεν θα γινόταν ηλίθια όταν θα παντρευόταν. Αν παντρευόταν.

Η Μπιργκίτε έφερε την ασημόγκριζη φοράδα της και το καστανόχρωμο ζώο που ίππευε η Αβιέντα, αλλά έδειξε να αντιλαμβάνεται πως η Ηλαίην ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως στην Αβιέντα. Ένευσε, λες κι η Ηλαίην τής το είχε πει, ανέβηκε με γρήγορες κινήσεις στη ράχη του ποντικόχρωμου αλόγου και κατευθύνθηκε στο μέρος που περίμεναν οι υπόλοιποι Πρόμαχοι. Τη χαιρέτησαν με νεύματα κι άρχισαν να συζητούν κάτι χαμηλόφωνα. Από τις ματιές που έριχναν προς το μέρος των αδελφών, κατάλαβε πως αυτό το «κάτι» είχε να κάνει με το πώς θα φρόντιζαν τις Άες Σεντάι, είτε εκείνες το ήθελαν είτε όχι. Συμπεριλαμβανομένης της ίδιας, παρατήρησε δύστροπα η Ηλαίην. Ωστόσο, τώρα δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Η Αβιέντα άρχισε να ψηλαφίζει τα ηνία του αλόγου της, παρατηρώντας το ζωντανό σαν μαθητευόμενη που κοιτάζει μια κουζίνα γεμάτη λιγδιασμένα κιούπια. Το πιθανότερο ήταν πως η Αβιέντα δεν έβλεπε καμιά διαφορά μεταξύ του να καθαρίζει κιούπια και του να ιππεύει.

Εφαρμόζοντας στα χέρια της τα πράσινα γάντια ιππασίας, η Ηλαίην μετακίνησε προσεκτικά τη Λέαινα, έτσι ώστε να μην τις βλέπουν οι άλλοι, κι άγγιξε το μπράτσο της Αβιέντα. «Το να μιλήσεις στην Αντελέας ή στη Βαντέν ίσως αποδειχτεί χρήσιμο», είπε ευγενικά. Θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στα λόγια της, όσο θα ήταν και στον χειρισμό ενός τερ’ανγκριάλ. «Είναι αρκετά μεγάλες και ξέρουν περισσότερα απ’ όσα φαντάζεσαι. Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει που... είχες πρόβλημα... με το Ταξίδεμα». Έθεσε το ζήτημα όσο πιο μαλακά μπορούσε. Στην αρχή, η Αβιέντα είχε σχεδόν αποτύχει να κάνει την ύφανση να λειτουργήσει. Προσοχή. Η Αβιέντα ήταν πολύ σημαντικότερη απ’ οποιοδήποτε τερ’ανγκριάλ. «Ίσως να μπορούν να βοηθήσουν».

«Πώς είναι δυνατόν;» Η Αβιέντα κοίταξε άκαμπτα τη σέλα του ευνουχισμένου της ζώου. «Δεν μπορούν να Ταξιδέψουν. Πώς γίνεται να ξέρουν πώς να βοηθήσουν;» Ξαφνικά, καμπούριασε κι έστρεψε το κεφάλι της προς τη μεριά της Ηλαίην. Παραδόξως, τα συγκρατημένα δάκρυα λαμπύρισαν στα πράσινα μάτια της. «Δεν είναι αυτή η αλήθεια, Ηλαίην. Όχι όλη η αλήθεια. Δεν έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν, μα... Εσύ είσαι η κονταδελφή μου κι έχεις κάθε δικαίωμα να ξέρεις. Νομίζουν πως πανικοβλήθηκα μ’ έναν υπηρέτη. Αν ζητήσω βοήθεια, θα πρέπει να αποκαλυφθούν τα πάντα. Ότι Ταξίδεψα κάποτε για να ξεφύγω από έναν άντρα, έναν άντρα που ήλπιζα από τα βάθη της καρδιάς μου να με πιάσει. Για να ξεφύγω σαν κυνηγημένο κουνέλι. Για να ξεφύγω, ενώ επιθυμούσα να με βρει. Πώς είναι δυνατόν ν’ αφήσω να μάθουν τέτοια ντροπή; Ακόμα κι αν όντως μπορούσαν να βοηθήσουν, πώς θα το έκανα;»

Η Ηλαίην ευχήθηκε να μην ήξερε. Σχετικά με το θέμα της σύλληψης, τουλάχιστον. Σχετικά με το γεγονός πως ο Ραντ την είχε όντως συλλάβει. Αιχμαλωτίζοντας τις νιφάδες ζήλιας που ξαφνικά αιωρούνταν ολόγυρά της, τις απώθησε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Όταν μια γυναίκα φέρεται χαζά, ψάξε να βρεις τον άντρα. Αυτό ήταν από τα αγαπημένα αποφθέγματα της Λίνι, ενώ συνήθιζε επίσης να λέει: Τα γατάκια σου κάνουν άνω κάτω την αυλή, κι οι άντρες τα μυαλά σου, αλλά και για τους δύο είναι εύκολο σαν παιχνίδι. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κανείς δεν θα μάθει κάτι από μένα, Αβιέντα. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Αν, φυσικά, κατορθώσω να βρω τρόπο». Όχι ότι υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσε να κάνει. Η Αβιέντα ήταν εντυπωσιακά γρήγορη στην παρατήρηση του σχηματισμού των υφάνσεων, πολύ πιο γρήγορη από την ίδια.

Η Αβιέντα απλώς ένευσε και σκαρφάλωσε αδέξια πάνω στη σέλα της, με ελάχιστα περισσότερη χάρη από τις Θαλασσινές. «Υπήρχε όντως ένας άντρας που παρακολουθούσε, Ηλαίην, και δεν ήταν υπηρέτης». Κοιτώντας κατάματα την Ηλαίην, πρόσθεσε: «Με φόβισε». Μια παραδοχή που δεν θα εκμυστηρευόταν σε κανέναν άλλον στον κόσμο.

«Όποιος κι αν ήταν, είμαστε ασφαλείς τώρα πια», αποκρίθηκε η Ηλαίην, στρέφοντας τη Λέαινα έτσι ώστε να ακολουθήσει τη Νυνάβε και τον Λαν που απομακρύνονταν από το ξέφωτο. Το πιθανότερο ήταν να επρόκειτο για υπηρέτη, αλλά δεν είχε σκοπό να το πει σε κανέναν, πόσω μάλλον στην Αβιέντα. «Είμαστε ασφαλείς και σε λίγες ώρες θα φτάσουμε στο αγρόκτημα του Σογιού, θα χρησιμοποιήσουμε το Κύπελλο κι ο κόσμος θα ξαναγίνει όπως ήταν». Ή περίπου. Ο ήλιος φαινόταν να βρίσκεται χαμηλότερα σε σχέση με την ώρα που είχαν εγκαταλείψει την αυλή των στάβλων, μα ήξερε πως αυτό ίσχυε μόνο στη φαντασία της. Για μια φορά, είχαν βγει κερδισμένοι απέναντι στη Σκιά.


Πίσω από ένα προπέτασμα λευκού σφυρήλατου σιδήρου, ο Μοριντίν παρακολουθούσε τα τελευταία άλογα κι, έπειτα, την ψηλή νεαρή γυναίκα και τους τέσσερις Προμάχους να χάνονται μέσα στην πύλη. Ίσως μετέφεραν κάποιο αντικείμενο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κι ο ίδιος —ένα ανγκριάλ συντονισμένο με άντρες, για παράδειγμα— αλλά οι πιθανότητες ήταν λίγες. Όσο για τα υπόλοιπα, τα τερ’ανγκριάλ, το πιθανότερο ήταν πως αυτοί που επρόκειτο να ασχοληθούν θα πέθαιναν σπάζοντας τα κεφάλια τους για να ανακαλύψουν πώς λειτουργούσαν. Ο Σαμαήλ ήταν ανόητος, αφού είχε ρισκάρει τόσο πολλά για να περιέλθει στην κατοχή του ένα συνονθύλευμα άγνωστων αντικειμένων. Από την άλλη, ο Σαμαήλ ποτέ δεν είχε υπάρξει τόσο έξυπνος όσο νόμιζε. Ο ίδιος δεν είχε σκοπό να αποδιοργανώσει τα σχέδιά του για την ελάχιστη πιθανότητα που υπήρχε να βρει απομεινάρια κάποιου πολιτισμού. Μόνο η επιπόλαιη περιέργεια τον είχε φέρει μέχρις εδώ. Πολύ θα ήθελε να μάθει τι θεωρούσαν σημαντικό οι άλλοι, αλλά μάλλον ήταν άνθρακες ο θησαυρός.

Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν το περίγραμμα της πύλης άρχισε ξαφνικά να λυγίζει και να τρεμουλιάζει. Έμεινε εμβρόντητος στη θέση του, παρακολουθώντας, μέχρι που το άνοιγμα απλά... έλιωσε. Δεν συνήθιζε να ξεστομίζει βλαστήμιες, αλλά εκείνη τη στιγμή τού ήρθαν κάμποσες στον νου. Τι είχε κάνει αυτή η γυναίκα; Αυτοί οι βάρβαροι χωριάτες ήταν γεμάτοι εκπλήξεις. Είχαν αποκόψει έναν τρόπο Θεραπείας, έστω κι ατελώς. Αδύνατον! Μόνο που το είχαν καταφέρει. Οι αθέλητοι κρίκοι. Έφταιγαν αυτοί οι Πρόμαχοι κι ο δεσμός που μοιράζονταν με τις Άες Σεντάι. Το γνώριζε από καιρό, αλλά όποτε νόμιζε πως τους είχε στο χέρι, αυτοί οι πρωτόγονοι αποκάλυπταν μια καινούργια ικανότητα, έκαναν κάτι που κανείς στην Εποχή του δεν είχε καν ονειρευτεί. Κάτι που ήταν άγνωστο στην κορωνίδα του πολιτισμού! Τι είχε κάνει εκείνο το κορίτσι;

«Μέγα Αφέντη;»

Ο Μοριντίν μόλις που έστρεψε το πρόσωπό του από το παράθυρο. «Τι συμβαίνει, Μάντικ;» Τι είχε κάνει εκείνο το καταραμένο κορίτσι;

Ο καραφλός άντρας με την πρασινόλευκη φορεσιά, που είχε μπει αθόρυβα στο δωμάτιο, έκανε μια βαθιά υπόκλιση πριν πέσει στα γόνατα. Ήταν ένας από τους ανώτερους υπηρέτες του παλατιού, ο Μάντικ, με το μακρουλό πρόσωπο και μια πομπώδη αξιοπρέπεια, την οποία προσπαθούσε να διατηρήσει ακόμα και τώρα. Ο Μοριντίν είχε δει άντρες με σημαντικότερα αξιώματα να μην τα καταφέρνουν. «Μέγα Αφέντη, έμαθα τι ήταν αυτό που έφεραν οι Άες Σεντάι στο παλάτι σήμερα το πρωί. Λέγεται πως ανακάλυψαν έναν μεγάλο θησαυρό κρυμμένο από τους παλιούς καιρούς, χρυσάφι και πολύτιμους λίθους και καρδιόπετρα, καθώς και τέχνεργα από τη Σιότα και το Έχαρον, ακόμα κι από την Εποχή των Θρύλων. Λέγεται πως, ανάμεσά τους, υπάρχουν κι αντικείμενα που λειτουργούν με τη Μία Δύναμη. Ακούγεται πως ένα απ’ αυτά μπορεί να ελέγξει τον καιρό. Κανείς δεν γνωρίζει πού πηγαίνουν, Μέγα Αφέντη. Οι φήμες δίνουν και παίρνουν στο παλάτι, αλλά δέκα ανθρώπους να ρωτήσεις, θα σου δώσουν δέκα διαφορετικές απαντήσεις».

Ο Μοριντίν εξακολουθούσε να κοιτάζει εξεταστικά την αυλή των στάβλων όσο μιλούσε ο Μάντικ. Οι γελοίες ιστορίες για χρυσάφι και κουεντιγιάρ δεν τον ενδιέφεραν διόλου. Τίποτα δεν μπορούσε να αναγκάσει μια πύλη να συμπεριφερθεί έτσι. Εκτός... Μπόρεσε η κοπέλα να ξηλώσει το δίχτυ; Ο θάνατος δεν τον φόβιζε. Εντελώς ψυχρά, αναλογίστηκε την πιθανότητα να βρίσκεται στο βεληνεκές ενός ξηλωμένου διχτυού. Ενός διχτυού που είχε λυθεί επιτυχώς. Άλλη μια απιθανότητα που τους παρουσίαζαν αυτοί οι...

Κάτι από τα λόγια του Μάντικ τράβηξε την προσοχή του. «Τον καιρό, είπες;» Οι σκιές των οβελίσκων του παλατιού μόλις που είχαν αρχίσει να μακραίνουν από τις βάσεις τους, αλλά ούτε ένα συννεφάκι δεν προστάτευε με την παρουσία του την πόλη που τσουρουφλιζόταν από τον καύσωνα.

«Μάλιστα, Μέγα Αφέντη. Λέγεται Κύπελλο των Ανέμων».

Το όνομα δεν του έλεγε τίποτα. Όμως... ένα τερ’ανγκριάλ για να ελέγχει τον καιρό... Στη δική του Εποχή, ο καιρός ρυθμιζόταν προσεκτικά με τη χρήση τερ’ανγκριάλ. Μία από τις εκπλήξεις αυτής της Εποχής —από τις ήσσονος σημασίας, όπως είχε φανεί— ήταν πως υπήρχαν άτομα ικανά να διαχειριστούν τον καιρό σε βαθμό που θα απαιτούσε τη χρήση ενός από εκείνα τα τερ’ανγκριάλ. Μια τέτοια συσκευή δεν θα μπορούσε να είναι αρκετή ώστε να επηρεάσει ένα μεγάλο μέρος μίας και μοναδικής ηπείρου. Μα τι σκάρωναν αυτές οι γυναίκες με τούτο το πράγμα; Τι; Μήπως χρησιμοποιούσαν κάποιον κύκλο;

Άδραξε χωρίς δεύτερη σκέψη την Αληθινή Δύναμη, και το σάα κυμάτισε σκοτεινό στο οπτικό του πεδίο. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν πάνω στο κιγκλίδωμα από σφυρήλατο σίδερο, μπροστά από το παράθυρο· το μέταλλο έτριξε καθώς στρεβλωνόταν, όχι από τη λαβή του αλλά από τις σπείρες της Αληθινής Δύναμης, αντλημένης από τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα, που συστρέφονταν γύρω από το καφασωτό, λυγίζοντάς το όπως λύγιζε κι ο ίδιος τα δάχτυλά του γεμάτος οργή. Ο Μέγας Άρχων δεν θα χαιρόταν καθόλου. Πάλευε μέσα από τη φυλακή του να βάλει σε μια τάξη τις εποχές του κόσμου. Ανυπομονούσε να αγγίξει περισσότερο τον κόσμο, να διαλύσει το κενό που τον περιέκλειε, και σίγουρα δεν θα ήταν διόλου ευχαριστημένος. Μένος κατέκλυσε τον Μοριντίν, το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. Ένα λεπτό πριν, δεν ενδιαφερόταν καν για το πού κατευθύνονταν αυτές οι γυναίκες, τώρα όμως... Κάπου μακριά από δω. Όσοι δραπετεύουν, πασχίζουν να πάνε όσο πιο μακριά γίνεται. Κάπου που να νιώθουν ασφαλείς. Δεν είχε νόημα να στείλει τον Μάντικ να κάνει ερωτήσεις, ούτε να φέρει με το ζόρι κάποιον εδώ· δεν ήταν τόσο ηλίθιοι ώστε να αφήσουν πίσω κάποιον που γνώριζε τον προορισμό τους. Σίγουρα δεν κατευθύνονταν στην Ταρ Βάλον. Μήπως πήγαιναν στον αλ’Θόρ; Ή σε εκείνο το τσούρμο των εξεγερμένων Άες Σεντάι; Και στα τρία μέρη είχε κατασκόπους, μερικοί εκ των οποίων δεν γνώριζαν καν πως τον υπηρετούσαν. Στο τέλος, όλοι ήταν προορισμένοι να τον υπηρετήσουν. Δεν θα επέτρεπε στην τυφλή τύχη να καταστρέψει τα σχέδιά του.

Ξαφνικά, άκουσε και κάτι άλλο πέρα από τους βροντερούς κτύπους της μανίας του. Κάτι σαν κόχλασμα. Έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα προς το μέρος του Μάντικ και τραβήχτηκε παράμερα από τη λιμνούλα που απλωνόταν στο δάπεδο. Φαίνεται πως, πάνω στον θυμό του, είχε αδράξει περισσότερη Αληθινή Δύναμη από αυτή που χρησιμοποίησε για το σφυρήλατο προπέτασμα. Ήταν εντυπωσιακό, πόσο αίμα μπορούσε να ξεχυθεί από ένα ανθρώπινο κορμί.

Χωρίς το παραμικρό ίχνος θλίψης, παράτησε πίσω του ό,τι είχε απομείνει από τον υπηρέτη του, αναλογιζόμενος πως, όταν θα έβρισκαν το πτώμα του Μάντικ, σίγουρα θα κατηγορούσαν τις Άες Σεντάι. Μια μικρή προσθήκη στο χάος που απλωνόταν στον κόσμο. Ανοίγοντας μια τρύπα στο υλικό του Σχήματος, Ταξίδεψε με τη βοήθεια της Αληθινής Δύναμης. Έπρεπε να βρει αυτές τις γυναίκες προτού χρησιμοποιούσαν το Κύπελλο των Ανέμων. Αν αποτύγχανε... Δεν του άρεσαν διόλου όσοι ανακατεύονταν με τα προσεκτικά καταστρωμένα σχέδιά του. Όσοι το έκαναν αυτό και κατόρθωναν να ζήσουν, θα το πλήρωναν αργά ή γρήγορα.


Το γκόλαμ προχώρησε επιφυλακτικά μέσα στο δωμάτιο, με τα ρουθούνια του να συσπώνται από τη μυρωδιά του ζεστού ακόμα αίματος. Ένιωθε το ζωηρό κάψιμο στο μάγουλο σαν ζωντανό κάρβουνο. Το γκόλαμ έμοιαζε με λιπόσαρκο άντρα, κάπως ψηλότερο από τον μέσο όρο της εποχής, ωστόσο δεν είχε συναντήσει τίποτα μέχρι τώρα που να μπορούσε να το βλάψει. Μέχρι που απάντησε αυτόν τον άντρα με το μενταγιόν. Κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως χαμόγελο ή γρύλισμα γύμνωσε τα δόντια του. Με βλέμμα γεμάτο περιέργεια έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το τσακισμένο πτώμα στα πλακάκια του δαπέδου. Αυτό, και μια... αίσθηση... απροσδιόριστη. Όχι της Μίας Δύναμης, αλλά κάποιου πράγματος που του προκαλούσε... φαγούρα, αν και με διαφορετικό τρόπο. Η απλή περιέργεια είχε φέρει το γκόλαμ μέχρις εδώ. Μέρος του καφασωτού πάνω από το παράθυρο είχε σπάσει, με αποτέλεσμα να χάσκει η κατασκευή κι από τις δυο μεριές. Το γκόλαμ φάνηκε να θυμάται κάτι που του προκαλούσε την ίδια φαγούρα, αλλά οι μνήμες του ήταν αμυδρές κι ομιχλώδεις. Όπως φαίνεται, ο κόσμος είχε αλλάξει εν ριπή οφθαλμού. Είχε μετατραπεί σε έναν κόσμο πολέμων και σκοτωμών σε ευρεία κλίμακα, με όπλα που προκαλούσαν καταστροφές σε απόσταση μιλίων, χιλιάδων μιλίων, κι ύστερα έγινε... αυτό. Το γκόλαμ, όμως, δεν είχε αλλάξει. Εξακολουθούσε να είναι το πιο επικίνδυνο όπλο απ’ όλα.

Τα ρουθούνια του διαστάλθηκαν ξανά, παρ’ όλο που δεν εντόπιζε μέσω της όσφρησης όσους είχαν τη δυνατότητα της διαβίβασης. Η Μία Δύναμης είχε χρησιμοποιηθεί κάτω και κάμποσα μίλια βορεινά. Άραγε, να τους ακολουθούσε ή όχι; Ο άντρας τον οποίο είχε πληγώσει δεν ήταν μαζί τους. Είχε βεβαιωθεί γι’ αυτό πριν αφήσει την πλεονεκτική του θέση. Αυτός που το πρόσταζε επιθυμούσε να δει τον άντρα που το πλήγωσε νεκρό, σχεδόν όσο και τις γυναίκες, αλλά εκείνες ήταν ευκολότερος στόχος. Του είχε κατονομάσει τις γυναίκες, αλλά προς το παρόν ήταν περιορισμένο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του αναγκαζόταν να υπακούσει στον έναν ή στον άλλον άνθρωπο, αλλά στο μυαλό του υπήρχε η γενική ιδέα τού να ενεργεί ελεύθερα. Έπρεπε να ακολουθήσει τις γυναίκες. Ήθελε να τις ακολουθήσει. Η στιγμή του θανάτου, όταν ένιωθε την ικανότητα της διαβίβασης να σβήνει μαζί με τη ζωή, του προκαλούσε έκσταση. Μέθη. Ωστόσο, ήταν πεινασμένο κι υπήρχε αρκετός χρόνος. Όπου κι αν πήγαιναν, θα τις ακολουθούσε. Με μια ρευστή κίνηση γονάτισε πλάι στο τσακισμένο κορμί κι άρχισε να τρώει. Το φρέσκο αίμα, το ζεστό αίμα, ήταν μια αναγκαιότητα, αλλά το ανθρώπινο αίμα είχε πάντα τη γλυκύτερη γεύση.

Загрузка...