Για ένα λεπτό αφότου κατέβηκε η Εγκουέν, κανείς δεν κουνήθηκε. Κατόπιν, οι Αντορινοί κι οι Μουραντιανοί κίνησαν μαζικά προς τη μεριά των Καθήμενων. Ήταν προφανές πως, αν η Άμερλιν ήταν ένα απλό κορίτσι —και, μάλιστα, καθοδηγούμενη μαριονέτα!— δεν θα είχε το παραμικρό ενδιαφέρον, όχι τουλάχιστον όταν γύρω τους υπήρχαν αγέραστα πρόσωπα που, αν μη τι άλλο, ισχυρίζονταν πως πράγματι μιλούσαν με Άες Σεντάι. Δυο τρεις άρχοντες κι αρχόντισσες μαζεύτηκαν γύρω από κάθε Καθήμενη, άλλοι τεντώνοντας το κεφάλι τους απαιτητικά κι άλλοι με σκυμμένους τους αυχένες, επιμένοντας ωστόσο να ακουστούν ο καθένας ξεχωριστά. Η αψιά αύρα παρέσερνε την ομίχλη που σχημάτιζαν οι ανάσες τους, ενώ οι μανδύες τους ανέμιζαν ξεχασμένοι από τη σπουδαιότητα των ερωτήσεων τους. Η Σέριαμ στριμώχτηκε από τον κοκκινομούρη Άρχοντα Ντόνελ, ο οποίος πότε βροντοφώναζε απειλητικά και πότε έκανε υποκλίσεις.
Η Εγκουέν τράβηξε τη Σέριαμ μακριά από τον άντρα με τα σχιστά μάτια. «Βρες με διακριτικό τρόπο ό,τι είναι δυνατόν σχετικά με αυτές τις αδελφές και τους Φρουρούς του Πύργου στο Άντορ», της ψιθύρισε βιαστικά. Μόλις η Εγκουέν ελευθέρωσε τη γυναίκα, ο Ντόνελ διεκδίκησε εκ νέου την προσοχή της. Η Σέριαμ έδειχνε καταπιεσμένη, αλλά το συνοφρύωμά της χάθηκε γρήγορα. Ο Ντόνελ ανοιγόκλεισε ανήσυχα τα μάτια του καθώς η γυναίκα άρχισε να τον ανακρίνει.
Η Ρομάντα κι η Λελαίν κοιτούσαν την Εγκουέν ανάμεσα από το πλήθος με πρόσωπα σκαλισμένα στον πάγο, με την καθεμία να έχει μαζέψει γύρω της ένα ζευγάρι ευγενών που... όλο και κάτι ζητούσαν. Πιθανόν μια διαβεβαίωση πως τα λόγια της Εγκουέν δεν έκρυβαν κάποιο κόλπο. Πόσο μισούσαν όλες αυτές τις υπεκφυγές... Ωστόσο, δεν υπήρχε τρόπος να αποφύγουν αυτήν τη διαβεβαίωση χωρίς να την απαρνηθούν την ίδια στιγμή. Ακόμα κι αυτές οι δύο δεν θα εξωθούσαν τα πράγματα. Όχι εδώ, όχι δημοσίως.
Η Σιουάν γλίστρησε κοντά στην Εγκουέν, με τα χαρακτηριστικά της συντονισμένα σε μια έκφραση πραότητας. Το βλέμμα της όμως εξακοντιζόταν προς κάθε μεριά, αναζητώντας τη Ρομάντα και τη Λελαίν, φοβούμενη πως θα έρχονταν να τις τσακώσουν επί τόπου, μη δίνοντας σημασία στους νόμους, στα έθιμα, στην ευπρέπεια, καθώς και σε όλους όσοι θα τις παρακολουθούσαν. «Σέιν Τσούνλα», σφύριξε ψιθυριστά.
Η Εγκουέν ένευσε, αν και το δικό της βλέμμα πάσχιζε να διακρίνει τον Ταλμέηνς. Οι περισσότεροι άντρες —αλλά και μερικές γυναίκες— ήταν αρκετά ψηλοί για να τον κρύβουν, και με όλο αυτό το πήγαινε έλα... Υψώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Μα πού είχε πάει;
Η Σεγκάν μπήκε μπροστά της, με τις γροθιές ακουμπισμένες πάνω στους γοφούς της, κοιτώντας τη Σιουάν γεμάτη αμφιβολία. Η Εγκουέν έπαψε να τεντώνεται στις μύτες των ποδιών της. Μια Άμερλιν δεν μπορεί να περιφέρεται τριγύρω σαν κοπελίτσα στον χορό που ψάχνει το αγόρι της. Ένα μπουμπούκι που ανθίζει. Ηρεμία. Γαλήνη. Που να τους πάρει και να τους σηκώσει όλους τους άντρες!
Λεπτόκορμη και με μακριά μαύρα μαλλιά, η Σεγκάν φαίνεται πως ήταν οξύθυμη από γεννησιμιού της, ενώ το σαρκώδες στόμα της ήταν μονίμως σουφρωμένο. Το φόρεμά της ήταν από γαλάζιο μάλλινο καλής ποιότητας, φτιαγμένο αποκλειστικά για να προσφέρει ζεστασιά, έχοντας ένα κέντημα σε ζωηρό πράσινο χρώμα κατά μήκος του στήθους, ενώ τα γάντια της ήταν τόσο γυαλιστερά που θύμιζαν γάντια Μάστορα. Περιεργάστηκε την Εγκουέν από την κορυφή έως τα νύχια, ζαρώνοντας τα χείλη της, και με την ίδια δυσπιστία χαραγμένη στα χαρακτηριστικά της όπως όταν πρωτοείδε τη Σιουάν. «Τι ήταν αυτό που ανέφερες σχετικά με το βιβλίο των μαθητευομένων;» της είπε άξαφνα. «Εννοείς πως μπορεί να το δει κάθε γυναίκα, ανεξαρτήτως ηλικίας; Άρα, μπορεί οποιαδήποτε να γίνει μία Άες Σεντάι;»
Να μια ερώτηση που άγγιζε την καρδιά της Εγκουέν, και πολύ θα ήθελε να δώσει μια απάντηση —μαζί με ένα χαστούκι για την αμφιβολία— αλλά εκείνη τη στιγμή ένα μικρό άνοιγμα στη συνεχόμενη ροή του όχλου αποκάλυψε τον Ταλμέηνς κοντά στο πίσω μέρος του κιοσκιού. Συζητούσε με τον Πέλιβαρ! Στέκονταν άκαμπτοι σαν μεγαλόσωμα σκυλιά που λίγο ακόμα και θα έδειχναν το ένα στο άλλο τα δόντια του, κι ωστόσο έριχναν ματιές τριγύρω για να σιγουρευτούν πως δεν θα πλησιάσει κανείς τόσο πολύ για να κρυφακούσει όσα έλεγαν. «Κάθε γυναίκα, ανεξαρτήτως ηλικίας, κόρη», συμφώνησε αφηρημένα η Εγκουέν. Ο Πέλιβαρ;
«Σ’ ευχαριστώ», απάντησε η Σεγκάν και πρόσθεσε βιαστικά, «Μητέρα». Έκανε μια υποψία υπόκλισης κι απομακρύνθηκε. Η Εγκουέν απόμεινε να την κοιτάει. Τέλος πάντων, κάθε αρχή και δύσκολη.
Η Σιουάν ρουθούνισε. «Δεν θα με πείραζε ακόμα κι αν κατέπλεα μέσα στο σκοτάδι από τα Δάχτυλα του Δράκοντα, αν είναι απαραίτητο», μουρμούρισε, ελαφρώς μέσα από τα δόντια της. «Τα ’παμε αυτά· σταθμίσαμε τους κινδύνους κι, όπως και να έχει, φαίνεται πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Αλλά έπρεπε να βάλεις λάδι στη φωτιά, έτσι για να αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον το πράγμα. Δεν σου φτάνει που ψαρεύεις σκορπιούς, θες να γεμίσεις και μ’ άλλα αγκάθια τα φουστάνια σου. Δεν αρκείσαι στην προσπάθεια να περάσεις μέσα από ένα κοπάδι ξιφίες...»
Η Εγκουέν τη διέκοψε. «Σιουάν, θαρρώ πως πρέπει να πω στον Άρχοντα Μπράυν πως είσαι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Δεν συμφωνείς πως είναι δίκαιο να το γνωρίζει κι εκείνος;» Τα γαλάζια μάτια της Σιουάν γούρλωσαν και τα χείλη της κινήθηκαν καθώς προσπαθούσε να απαντήσει, αλλά το μόνο που βγήκε ήταν κάτι περίεργοι λαρυγγισμοί. Η Εγκουέν τη χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Είσαι Άες Σεντάι, Σιουάν. Προσπάθησε να διατηρήσεις λίγη από την αξιοπρέπεια σου, τουλάχιστον. Και κοίτα να βρεις ό,τι μπορείς σχετικά με εκείνες τις αδελφές στο Άντορ». Το πλήθος αραίωσε ξανά. Τώρα, είδε τον Ταλμέηνς σε διαφορετικό σημείο, ακόμα όμως κοντά στην άκρη του κιοσκιού, μόνο του αυτή τη φορά.
Πασχίζοντας να μη φανεί βιαστική, περπάτησε προς το μέρος του, αφήνοντας πίσω τη Σιουάν που εξακολουθούσε να λαρυγγίζει. Ένας χαριτωμένος μαυρομάλλης υπηρέτης, τα ογκώδη και μάλλινα παντελόνια του οποίου δεν έκρυβαν τις καλοσχηματισμένες του κνήμες, προσέφερε στη Σιουάν μια ασημένια κούπα που άχνιζε. Τριγύρω πηγαινοέρχονταν κι άλλοι υπηρέτες, κουβαλώντας επίσης ασημένιους δίσκους. Κατόπιν, τους προσέφεραν δροσιστικά, αν και κάπως καθυστερημένα. Ήταν πολύ αργά πια για το φιλί της συμφιλίωσης. Ούτε καν άκουγε όσα έλεγε η Σιουάν καθώς άρπαζε στα χέρια της μια κούπα, αλλά από τον τρόπο που ο τύπος αναπήδησε κι άρχισε να υποκλίνεται, ήταν προφανές πως, αν μη τι άλλο, είχε δει την άσχημη πλευρά του χαρακτήρα της. Η Εγκουέν αναστέναξε.
Ο Ταλμέηνς στέκονταν με τα χέρια σταυρωμένα, παρατηρώντας τα δρώμενα με ένα χαμόγελο γεμάτο θυμηδία, που περιοριζόταν στις άκρες των χειλιών του. Φάνταζε έτοιμος να αναλάβει δράση, αλλά τα μάτια του ήταν κουρασμένα. Μόλις πλησίασε η Εγκουέν, έκλινε το γόνυ με σέβας αλλά, όταν μίλησε, υπήρχε μια πικρόχολη χροιά στη φωνή του. «Σήμερα, άλλαξες τα σύνορα». Μάζεψε τον μανδύα πάνω στο κορμί του για να προστατευθεί από την τσουχτερή αύρα. «Ανέκαθεν ήταν... ρευστά... ανάμεσα στο Άντορ και στο Μουράντυ, άσχετα με το τι παρουσιάζουν οι χάρτες, αλλά το Άντορ ποτέ δεν έστειλε τόσο στρατό νότια, με μόνη εξαίρεση τον Πόλεμο των Αελιτών και τον Πόλεμο των Λευκομανδιτών, αλλά τότε απλώς ήταν περαστικός. Αν έμεναν έστω κι ένα μήνα, οι καινούργιοι χάρτες θα ήταν διαφορετικοί. Κοίτα τους Μουραντιανούς, πόσο μπερδεύονται στα πόδια μας, πόσο κολακεύουν τον Πέλιβαρ και τους συντρόφους του, ακόμα και τις αδελφές. Ελπίζουν να αποκτήσουν καινούργιους φίλους για το μέλλον».
Η Εγκουέν, η οποία πάσχιζε να κρατήσει κρυφό το γεγονός ότι παρακολουθούσε όσους μπορεί να παρακολουθούσαν την ίδια, είχε την εντύπωση πως όλοι οι ευγενείς, τόσο οι Μουραντιανοί όσο κι οι Αντορινοί, είχαν στρέψει την προσοχή τους στις Καθήμενες κι είχαν μαζευτεί γύρω τους. Όπως και να είχε, το μυαλό της ήταν απασχολημένο με κάπως σπουδαιότερα πράγματα από τη χάραξη των συνόρων. Σπουδαιότερα για εκείνη δηλαδή, αν όχι για τους ευγενείς. Εκτός από ελάχιστες φορές, καμιά Καθήμενη δεν έγινε ορατή πάνω από τις κορυφές των κεφαλιών τους. Μόνο η Χάλιμα κι η Σιουάν έμοιαζαν να την προσέχουν, ενώ ακατάσχετες κι άναρθρες φλυαρίες, λες και περνούσε ένα κοπάδι αγριεμένες χήνες, γέμισαν τον αέρα. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της κι επέλεξε προσεκτικά τα λόγια της.
«Οι φίλοι πάντα είναι σημαντικοί, Ταλμέηνς. Υπήρξες καλός φίλος για τον Ματ, αλλά και για μένα, θαρρώ. Ελπίζω αυτό να μην έχει αλλάξει. Ελπίζω να μην είπες σε κανέναν πράγματα που δεν θα έπρεπε». Μα το Φως, όντως ήταν ανήσυχη, αλλιώς δεν θα μιλούσε τόσο σταράτα. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να τον ρωτήσει τι συζητούσαν με τον Πέλιβαρ!
Ευτυχώς, εκείνος δεν γέλασε με τον ευθύ τρόπο που του μίλησε, θεωρώντας τη χωριάτισσα, αν και τίποτα δεν απέκλειε να σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Την περιεργάστηκε σοβαρά πριν της απαντήσει. Με μαλακή φωνή. Ήξερε κι αυτός πότε έπρεπε να είναι προσεκτικός. «Δεν είναι όλοι οι άντρες κουτσομπόληδες. Για πες μου, όταν έστειλες τον Ματ στον Νότο, ήξερες αυτό που θα έκανες εδώ σήμερα;»
«Πώς θα μπορούσα να το ξέρω δύο μήνες πριν; Όχι, οι Άες Σεντάι δεν είναι παντογνώστριες, Ταλμέηνς». Ήλπιζε να συμβεί κάτι που να την τοποθετούσε στην κατάλληλη θέση, στη θέση την οποία είχε προσχεδιάσει, αλλά τότε δεν γνώριζε τίποτα. Ήλπιζε, επίσης, πως ο Ταλμέηνς δεν κουτσομπόλευε. Δεν το έκαναν όλοι οι άντρες αυτό.
Η Ρομάντα κίνησε προς το μέρος της με βήμα σταθερό και πρόσωπο παγερό, αλλά η Αραθέλε ανέκοψε την πορεία της, αρπάζοντας την Κίτρινη Καθήμενη από το μπράτσο κι αρνούμενη να την αφήσει, παρά το ξάφνιασμα που διαγράφηκε στα χαρακτηριστικά της γυναίκας.
«Τουλάχιστον, θα μου πεις πού βρίσκεται ο Ματ;» ρώτησε ο Ταλμέηνς. «Καθ’ οδόν προς το Κάεμλυν μαζί με την Κόρη-Διάδοχο; Γιατί εκπλήσσεσαι; Μια υπηρέτρια μιλάει σε έναν στρατιώτη όταν του φέρνει νερό από το ίδιο ρέμα. Ακόμα κι αν αυτός είναι ένας φρικτός Δρακορκισμένος», πρόσθεσε ξερά.
Μα το Φως! Οι άντρες ήταν πράγματι... ενοχλητικοί... μερικές φορές. Οι περισσότεροι έβρισκαν τρόπους να πουν ακριβώς το λάθος πράγμα τη λάθος στιγμή, να κάνουν την πλέον εσφαλμένη ερώτηση. Άσε που παρέσερναν τις υπηρέτριες κι εκείνες άρχιζαν να φλυαρούν ακατάσχετα. Θα ήταν πολύ εύκολο να του πει ψέματα, αλλά είχε αφήσει πολλά περιθώρια ελιγμών στο πλαίσιο των Όρκων της. Πάντως, κι η μισή αλήθεια ήταν αρκετή για να τον αποτρέψει από το να το βάλει στα πόδια προς το Έμπου Νταρ. Ίσως και λιγότερη από τη μισή.
Στην άλλη άκρη του κιοσκιού, η Σιουάν συζητούσε με έναν ψηλό κοκκινοπρόσωπο νεαρό με τσιγκελωτά μουστάκια, που την κοιτούσε με την ίδια δυσπιστία που έδειχνε κι η Σεγκάν. Οι ευγενείς ήξεραν συνήθως το παρουσιαστικό των Άες Σεντάι. Ωστόσο, η Σιουάν τον πρόσεχε μονάχα εν μέρει, καθώς το βλέμμα της πεταγόταν συχνά προς το μέρος της Εγκουέν. Έμοιαζε να βροντοφωνάζει δυνατά κι απροκάλυπτα όσο η συνείδηση της τι σημαίνει να είσαι μία Άες Σεντάι. Δεν γνώριζε τίποτα για σήμερα, απλώς ήλπιζε! Η Εγκουέν ξεφύσησε οργισμένα. Που να καιγόταν αυτή τη γυναίκα!
«Την τελευταία φορά που άκουσα να μιλούν γι’ αυτόν, βρισκόταν στο Έμπου Νταρ», μουρμούρισε. «Τώρα, βέβαια, θα θέλει να φτάσει στον Βορρά όσο πιο γρήγορα μπορεί. Εξακολουθεί να νομίζει πως πρέπει να με σώσει, Ταλμέηνς, κι ο Μάτριμ Κώθον δεν θα έχανε την ευκαιρία να είναι παρών για να πει “εγώ σ’ τα έλεγα”».
Ο Ταλμέηνς δεν έδειχνε να εκπλήσσεται. «Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ», αναστέναξε. «Κάτι... αισθάνομαι... εδώ και λίγες βδομάδες, όπως κι άλλοι της Ομάδας. Δεν πρόκειται για κάτι επείγον, είναι απλώς μια αίσθηση, σαν να με χρειαζόταν. Κάτι σαν να έπρεπε να στραφώ προς τον Νότο, εν πάση περιπτώσει. Παράξενο πράγμα να ακολουθείς έναν τα’βίρεν».
«Μάλλον έτσι είναι», συμφώνησε η γυναίκα, ελπίζοντας να μην είχε φανεί η δυσπιστία της. Ήταν όντως περίεργο να σκέφτεται τον κατεργάρη Ματ ως ηγέτη της Ομάδας του Κόκκινου Χεριού, πόσω μάλλον ως τα’βίρεν, αλλά το σίγουρο ήταν πως ένας τα’βίρεν έπρεπε να είναι παρών ή, τουλάχιστον, κάπου εκεί κοντά για να φέρει κάποιο αποτέλεσμα.
«Ο Ματ έκανε λάθος όσον αφορά στη διάσωσή σου. Ποτέ σου δεν είχες σκοπό να απευθυνθείς σε μένα για βοήθεια, έτσι;»
Ο άντρας εξακολουθούσε να μιλάει μαλακά, αλλά η Εγκουέν έριξε μια ανήσυχη ματιά τριγύρω. Η Σιουάν δεν έπαψε στιγμή να τους κοιτάει, όπως κι η Χάλιμα. Ο Παιτρ στεκόταν πολύ κοντά της, λαχανιασμένος αλλά καμαρωτός, χαϊδεύοντας το μουστάκι του —από τον τρόπο που κοιτούσε το φόρεμά της, ήταν προφανές πως δεν την είχε περάσει για αδελφή!— αλλά η γυναίκα δεν τον πρόσεχε ιδιαίτερα, καθότι έριχνε λοξές ματιές προς την κατεύθυνση της Εγκουέν, ενώ ταυτόχρονα του χαμογελούσε εγκάρδια. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν απασχολημένοι με κάτι και κανείς δεν στεκόταν τόσο κοντά ώστε να ακούει τι λένε.
«Μια Έδρα της Άμερλιν ποτέ δεν θα ζητούσε άσυλο, έτσι δεν είναι; Κάποιες φορές όμως είναι ανακουφιστικό να ξέρει πως είσαι παρών», παραδέχτηκε. Απρόθυμα, βέβαια. Ήταν απίθανο να χρειαστεί κρυψώνα μία Έδρα της Άμερλιν, αλλά δεν έτρεχε και τίποτα από τη στιγμή που οι Καθήμενες δεν είχαν ιδέα. «Πράγματι υπήρξες φίλος, Ταλμέηνς. Ελπίζω να εξακολουθείς να είσαι. Αληθινά το ελπίζω».
«Μου... ανοίχτηκες... πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενα», της είπε αργά, «οπότε θα σου πω κι εγώ κάτι». Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν είχαν αλλάξει στο ελάχιστο —για κάποιον παρατηρητή ήταν εξίσου αδιάφορος με πριν— αλλά η φωνή του έγινε ψίθυρος. «Με πλησίασε ο Βασιλιάς Ρέντραν, για να μου μιλήσει σχετικά με την Ομάδα. Φαίνεται πως ήλπιζε να είναι ο πρώτος αληθινός βασιλιάς του Μουράντυ. Επιθυμούσε να μας εκμισθώσει. Υπό άλλες συνθήκες, ούτε καν θα το σκεφτόμουν, αλλά δεν υπάρχει πολύ ρευστό. Εξάλλου, είναι κι αυτή η... αίσθηση... ότι ο Ματ μάς χρειάζεται... Ίσως θα ήταν καλύτερα να παραμείνουμε στο Μουράντυ. Δεν είναι διόλου άσχημα όταν βρίσκεσαι στον τόπο που επιθυμείς κι έχεις πρόσβαση παντού».
Σιώπησε, καθώς μια νεαρή σερβιτόρα υποκλίθηκε και τους πρόσφερε ζεστό κρασί. Φορούσε πανέμορφα ρούχα από κεντητό πράσινο μαλλί κι έναν λουσάτο μανδύα με τούφες από κουνέλι. Οι υπόλοιποι υπηρέτες του καταυλισμού βοηθούσαν κι αυτοί, αναμφίβολα για να μην κάθονται να τουρτουρίζουν. Το στρογγυλό πρόσωπο της νεαρής γυναίκας ήταν φανερά κομμένο από το κρύο.
Ο Ταλμέηνς την απομάκρυνε με μια αποπεμπτική κίνηση του χεριού του και τράβηξε τον μανδύα γύρω από το κορμί του, αλλά η Εγκουέν πήρε στα χέρια της μια ασημένια κούπα, έτσι ώστε να σκεφτεί για λίγο απερίσπαστη. Πράγματι, δεν είχαν πια και μεγάλη ανάγκη την Ομάδα. Παρά τα μουρμουρητά, οι αδελφές θεωρούσαν την παρουσία τους ως δεδομένη, είτε επρόκειτο για Δρακορκισμένους είτε όχι. Δεν φοβούνταν πια καμία επικείμενη επίθεση και δεν είχε χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν την παρουσία της Ομάδας για να τους παρακινήσουν να προχωρήσουν από τότε που άφησαν το Σαλιντάρ. Ο μόνος αληθινός σκοπός που εξυπηρετούσε πια ένας Σεν αν Κάλχαρ ήταν να στρατολογεί κόσμο στον στρατό του Μπράυν, άντρες που πίστευαν πως δύο στρατοί σήμαιναν πόλεμο και που επιθυμούσαν να βρίσκονται με την μεριά των πολυπληθέστερων. Η Εγκουέν δεν τους είχε πια ανάγκη κάτι τέτοιους, αλλά ο Ταλμέηνς είχε φερθεί ως φίλος. Κι η ίδια, άλλωστε, δεν έπαυε να είναι Άμερλιν. Υπάρχουν φορές που η φιλία κι η ευθύνη συμβαδίζουν.
Μόλις έφυγε η υπηρέτρια, η Εγκουέν ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Ταλμέηνς. «Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό. Ακόμα κι η Ομάδα δεν μπορεί να καταλάβει ολόκληρο το Μουράντυ μόνη της, κι ο καθένας θα στραφεί εναντίον σου. Ξέρεις πολύ καλά πως το μόνο πράγμα που ενώνει τους Μουραντιανούς είναι οι ξένοι στα εδάφη τους. Ακολούθησέ μας στην Ταρ Βάλον, Ταλμέηνς. Ο Ματ θα έρθει εκεί. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία». Ο Ματ δεν πίστευε πως η Εγκουέν είχε γίνει Άμερλιν, μέχρι που την είδε στον Λευκό Πύργο να φοράει το επιτραχήλιο.
«Ο Ρέντραν δεν είναι βλάκας», της είπε ήρεμα. «Το μόνο που θέλει να κάνουμε είναι να κάτσουμε και να περιμένουμε έναν ξένο στρατό —χωρίς Άες Σεντάι— που κανείς δεν γνωρίζει τους σκοπούς του. Δεν θα πρέπει να αντιμετώπισε σπουδαίο πρόβλημα να ενώσει τους ευγενείς εναντίον μας. Μετά, λέει, μπορούμε ήσυχα-ήσυχα να περάσουμε τα σύνορα. Πιστεύει πως έχει τη δυνατότητα να τους συγκρατήσει μονάχος του».
Η Εγκουέν δεν κατάφερε να συγκρατήσει την έξαψη στη φωνή της. «Και τι θα τον σταματήσει από το να σε προδώσει; Αν η απειλή χαθεί δίχως μάχη, το όνειρο του για ένα ενωμένο Μουράντυ θα χαθεί κι αυτό». Αυτός ο ηλίθιος άντρας έμοιαζε να το διασκεδάζει!
«Ούτε εγώ είμαι ανόητος. Ο Ρέντραν είναι αδύνατον να ετοιμαστεί πριν από τον ερχομό της άνοιξης. Όλο αυτό το συνάφι δεν θα το κουνούσε από τα εδάφη του αν δεν έφταναν οι Αντορινοί έως τον Νότο, κι είχαν ήδη αρχίσει την επέλαση πριν ξεκινήσουν τα χιόνια. Ο Ματ θα μας βρει πριν από αυτούς. Αν έρχεται βόρεια, όλο και κάτι θα άκουσε για μας. Ο Ρέντραν θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος με όσα έχει καταφέρει. Αν, λοιπόν, ο Ματ σκοπεύει να κατευθυνθεί στην Ταρ Βάλον, θα σε δω εκεί».
Η Εγκουέν έκανε έναν ήχο που υποδήλωνε θυμό. Το σχέδιο ήταν αξιοπρόσεκτο, αντάξιο των πλάνων της Σιουάν, κάτι στο οποίο δύσκολα θα αντεπεξερχόταν ο Ρέντραν Αλμάρικ ντο Αρέλοα α’Ναλόυ. Λεγόταν πως ο τύπος ήταν τόσο άσωτος, ώστε έκανε τον Ματ να μοιάζει με βράχο ηθικής. Από την άλλη, σίγουρα δεν επρόκειτο για σχέδιο που θα μπορούσε να σκαρφιστεί ο Ρέντραν. Η μόνη βεβαιότητα ήταν ότι ο Ταλμέηνς είχε πάρει τις αποφάσεις του.
«Θέλω να μου δώσεις τον λόγο σου, Ταλμέηνς, πως δεν θα αφήσεις τον Ρέντραν να σε σύρει σε πόλεμο». Ευθύνη. Το στενό επιτραχήλιο γύρω από τον λαιμό της έμοιαζε να ζυγίζει δέκα φορές παραπάνω από τον μανδύα της. «Αν κινηθεί γρηγορότερα απ’ ό,τι πίστευες, θα φύγεις, άσχετα από το αν ο Ματ σε έχει προλάβει ή όχι».
«Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω τον λόγο μου, αλλά είναι μάλλον αδύνατον», διαμαρτυρήθηκε. «Αναμένω την πρώτη επιδρομή εναντίον της εμπροσθοφυλακής μου το αργότερο τρεις μέρες αφότου αποσπαστώ από το στράτευμα του Άρχοντα Μπράυν. Κάθε ψωροευγενής κι αγρότης θα πιστέψει πως όλο και κάποια άλογα θα καταφέρει να βουτήξει κατά τη διάρκεια της νύχτας, κρατώντας με απασχολημένο και τρέχοντας ύστερα να κρυφτεί».
«Δεν συζητώ το αν και πώς θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου, και το ξέρεις πολύ καλά», του αποκρίθηκε με σταθερή φωνή. «Θέλω να μου υποσχεθείς, Ταλμέηνς. Αλλιώς, δεν θα σου επιτρέψω να συμφωνήσεις με τον Ρέντραν». Ο μόνος τρόπος να το σταματήσει ήταν η προδοσία, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωθεί να φύγει αφήνοντας πίσω της έναν πόλεμο να εκτυλίσσεται και, μάλιστα, από τη στιγμή που τον είχε προκαλέσει η ίδια, φέρνοντας εδώ τον Ταλμέηνς.
Σαν να την κοίταζε για πρώτη φορά, ο άντρας έσκυψε το κεφάλι του. Παραδόξως, αυτή η κίνηση έμοιαζε περισσότερο τυπική από την υπόκλιση. «Θα γίνει όπως λες, Μητέρα. Πες μου, είσαι σίγουρη πως δεν είσαι κι εσύ τα’βίρεν;»
«Είμαι η Έδρα της Άμερλιν», του αποκρίθηκε. «Κι αυτό αρκεί». Τον άγγιξε ξανά στο μπράτσο. «Είθε το Φως να λάμπει επάνω σου, Ταλμέηνς». Το χαμόγελο του έφτασε σχεδόν έως τις άκρες των ματιών του αυτή τη φορά.
Μολονότι όμως η συζήτησή τους γινόταν ψιθυριστά, αναμενόμενο ήταν πως όλο και κάποιος θα τους πρόσεχε. Ίσως επειδή ακριβώς ψιθύριζαν. Το κορίτσι που ισχυριζόταν πως ήταν Άμερλιν, μία επαναστάτρια ενάντια στον Λευκό Πύργο, συζητούσε με τον ηγέτη δέκα χιλιάδων Δρακορκισμένων. Άραγε, είχε κάνει το σχέδιο του Ταλμέηνς αναφορικά με τον Ρέντραν ευκολότερο ή δυσκολότερο; Πόσο πιθανό ήταν να ξεσπάσει πόλεμος στο Μουράντυ; Ανάθεμα στη Σιουάν και στον καταραμένο Νόμο των Ακούσιων Επακόλουθων! Πενήντα βλέμματα την ακολούθησαν κι έπειτα στράφηκαν αλλού, καθώς η Εγκουέν μετακινήθηκε μέσα από το πλήθος ζεσταίνοντας τα δάχτυλά της με την κούπα της. Ή, τουλάχιστον, τα περισσότερα βλέμματα στράφηκαν αλλού. Τα πρόσωπα των Καθήμενων αντανακλούσαν την αγέραστη γαλήνη των Άες Σεντάι, αλλά τα χαρακτηριστικά της Λελαίν έμοιαζαν με μαυρομάτικου γερακιού που παρακολουθεί ένα ψάρι να παλεύει στα ρηχά, ενώ τα ελαφρώς πιο σκούρα μάτια της Ρομάντα ήταν ικανά να ανοίξουν τρύπες στο σίδερο.
Προσπαθώντας να μη χάσει από τα μάτια της τον ήλιο, η Εγκουέν βημάτισε αργά γύρω-γύρω από το κιόσκι. Οι ευγενείς εξακολουθούσαν να γίνονται φορτικοί στις Καθήμενες, πηγαίνοντας από τη μία στην άλλη σαν να αναζητούσαν την τέλεια απάντηση, κι η Εγκουέν άρχισε να προσέχει τις λεπτομέρειες. Ο Ντόνελ, αφήνοντας την Τζάνυα για να απευθυνθεί στη Μόρια, έκανε μια παύση μπροστά στην Ήμλυν κι υποκλίθηκε βαθιά. Η γυναίκα τού ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα καταδεκτικό νεύμα. Η Τσιάν άφησε την Τακίμα κι έκανε μια εξίσου βαθιά υπόκλιση στον Πέλιβαρ, για να λάβει ως απάντηση ένα ελαφρύ κύρτωμα του κεφαλιού. Κι η διαδικασία συνεχίστηκε, με τους Μουραντιανούς να χαιρετάνε γεμάτοι σεβασμό τους Αντορινούς, οι οποίοι ανταποκρίνονταν εξίσου τυπικά. Οι Αντορινοί προσπαθούσαν να αγνοήσουν τον Μπράυν, εκτός από την περίεργη κατήφειά του, αλλά οι Μουραντιανοί τον αποζητούσαν, θέλοντας να του μιλήσουν ένας-ένας ξεχωριστά και χωρίς να τους ακούει κανείς άλλος· από τον τρόπο δε που κοιτούσαν τριγύρω, ήταν προφανές πως συζητούσαν για τον Πέλιβαρ, την Αραθέλε ή για την Ήμλυν. Ίσως ο Ταλμέηνς να είχε δίκιο.
Κι η Εγκουέν δέχθηκε κάμποσες υποκλίσεις, αν και καμιά δεν ήταν τόσο βαθιά όσο αυτές που λάμβαναν η Αραθέλε, ο Πέλιβαρ κι η Ήμλυν, πόσω μάλλον οι Καθήμενες. Μισή ντουζίνα γυναίκες τής είπαν πόσο ευγνώμονες ήταν που τα πράγματα είχαν διευθετηθεί ειρηνικά, αν κι η αλήθεια ήταν πως άλλες τόσες εκδήλωναν επιφυλακτικότητα ή ανασήκωναν τους ώμους τους ανήσυχα, όταν η Εγκουέν εξέφραζε την ίδια γνώμη, λες και δεν ήταν διόλου σίγουρες πως όλα θα τελείωναν ειρηνικά. Οι αισιόδοξες διαβεβαιώσεις της αντιμετωπίζονταν με ένα ένθερμο «Το Φως να δεήσει!» ή με το εντελώς μοιρολατρικό «Φωτός θέλοντος». Τέσσερις εξ αυτών την αποκάλεσαν Μητέρα, η μία μάλιστα δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Τρεις ακόμα της είπαν πως ήταν αρκετά όμορφη, ότι είχε ωραία μάτια και χαριτωμένη φινέτσα, με αυτή τη σειρά. Ίσως ήταν οι κατάλληλες φιλοφρονήσεις για την ηλικία της Εγκουέν, αλλά δεν ανταποκρίνονταν στο αξίωμά της.
Τουλάχιστον, βρήκε μια ανόθευτη ευχαρίστηση. Η Σεγκάν δεν ήταν η μόνη που σάστισε από την αναγγελία της σχετικά με το βιβλίο των μαθητευομένων. Ήταν ολοφάνερο πως αυτός ήταν κι ο λόγος που της πρωτομίλησαν οι περισσότερες γυναίκες. Σε τελική ανάλυση, μπορεί οι υπόλοιπες αδελφές να είχαν επαναστατήσει ενάντια στον Πύργο, αλλά η ίδια ισχυριζόταν πως ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Θα πρέπει να είχαν αρκετά έντονο ενδιαφέρον για να μην τους επηρεάσει κάτι τέτοιο, αν και καμιά τους δεν το άφηνε να εκδηλωθεί. Την έρευνα διεξήγε η Αραθέλε, με ένα συνοφρύωμα που αύξησε τις ζάρες στα μάγουλά της. Η Άεμλυν κούνησε το γκριζωπό της κεφάλι ως απάντηση. Κατόπιν, η κοντόχοντρη Τσιάν υπέβαλε μια ερώτηση κι ακολούθησε μια Αντορινή λαίδη με αυστηρό πρόσωπο ονόματι Νεγκάρα, κι ύστερα από αυτήν ήρθε η σειρά μιας χαριτωμένης Μουραντιανής με μεγάλα μάτια, που την έλεγαν Τζένετ, καθώς κι άλλων. Καμιά τους δεν επιθυμούσε απαντήσεις για προσωπικό όφελος —κάμποσες μάλιστα, ειδικά οι νεότερες, το ξεκαθάρισαν αμέσως αυτό— αλλά πριν περάσει πολύ ώρα η κάθε αριστοκράτισσα είχε κάνει την ερώτησή της, όπως επίσης κι αρκετοί από το υπηρετικό προσωπικό, με την πρόφαση του σερβιρίσματος επιπλέον αρωματικού κρασιού. Μια νευρώδης γυναίκα ονόματι Νίλντρα είχε έρθει από τον καταυλισμό των Άες Σεντάι.
Η Εγκουέν ένιωθε ευχαριστημένη με τον σπόρο που είχε φυτέψει εκεί. Δεν ήταν όμως εξίσου ευχαριστημένη με τους άντρες. Λίγοι της μίλησαν, κι αυτοί μόνο όταν ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι της και δεν είχαν άλλη επιλογή. Της ψιθύριζαν λόγια σχετικά με τον καιρό, είτε επιδοκιμάζοντας το τέλος της ξηρασίας είτε αποδοκιμάζοντας τις ξαφνικές χιονοπτώσεις, της εξέφραζαν όλο και κάποια δειλή ελπίδα πως το πρόβλημα με τους ληστοσυμμορίτες θα έβρισκε λύση σύντομα, ρίχνοντας πιθανόν και μια ματιά όλο νόημα προς το μέρος του Ταλμέηνς. Κατόπιν ξεγλιστρούσαν μακριά, σαν γουρούνια αλειμμένα με λίπος. Ένας Αντορινός ονόματι Μακάραν, πελώριος σαν αρκούδα, παραπάτησε σχεδόν στην προσπάθειά του να την αποφύγει. Από μια άποψη, δεν ήταν να απορεί κανείς. Οι γυναίκες είχαν τη δικαιολογία, απέναντι στον εαυτό τους τουλάχιστον, του βιβλίου των μαθητευομένων, αλλά οι άντρες το μόνο που σκέφτονταν ήταν πως, αν κάποιο μάτι τούς έβλεπε να συνομιλούν με την Εγκουέν, θα στιγματίζονταν για μια ζωή.
Πράγματι, ήταν κάπως αποθαρρυντικό. Δεν την ένοιαζε διόλου τι σκέφτονταν οι άντρες αναφορικά με τις μαθητευόμενες, αλλά πολύ θα ήθελε να μάθει αν τους διακατείχε ο ίδιος φόβος με τις γυναίκες ότι, τελικά, όλα αυτά δεν θα έφερναν αποτέλεσμα. Κάτι τέτοιοι φόβοι αυτοεκπληρώνονταν πολύ εύκολα. Στο τέλος, αποφάσισε πως μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθει.
Ο Πέλιβαρ πήρε από έναν δίσκο μια νέα κούπα με κρασί και στράφηκε να φύγει, αφήνοντας μια πνιχτή βρισιά επειδή κόντεψε να πέσει επάνω της. Αν η Εγκουέν στέκονταν πιο κοντά, δεν θα απέφευγε τη σύγκρουση. Το ζεστό κρασί πιτσίλισε το γαντοφορεμένο του χέρι και κύλησε κάτω από το μανίκι του, αναγκάζοντας τον να αφήσει μια νέα βρισιά, όχι και τόσο πνιχτή αυτή τη φορά. Έπαιζε ρόλο και το ότι ήταν αρκετά ψηλότερος της, τόσο που φάνταζε να πυργώνεται από πάνω της. Το σκυθρώπιασμά του ανήκε σε άντρα που το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει πέρα μια ενοχλητική νεαρή γυναίκα. Ή υποδήλωνε κάποιον που μόλις είχε πατήσει κόκκινη οχιά. Η Εγκουέν παρέμεινε στητή και συγκέντρωσε την προσοχή της στην εικόνα αυτού του άντρα ως πιτσιρίκου, αν και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Αυτό πάντα βοηθούσε. Οι πιο πολλοί άντρες φαίνεται πως το διαισθάνονταν. Ο Πέλιβαρ μουρμούρισε κάτι —ίσως έναν ευγενικό χαιρετισμό, ίσως ακόμα μια βρισιά— κι υποκλίθηκε ελαφρά, προσπαθώντας αμέσως μετά να την προσπεράσει. Εκείνη έκανε ένα πλάγιο βήμα για να τον εμποδίσει. Ο άντρας έκανε πίσω κι η Εγκουέν τον ακολούθησε. Άρχισε να μοιάζει με κυνηγημένο. Η γυναίκα αποφάσισε να τον ηρεμήσει πριν του κάνει την πιεστική και σημαντική ερώτηση. Ήθελε απαντήσεις, όχι μεμψιμοιρίες.
«Θα πρέπει να ικανοποιήθηκες όταν άκουσες πως η Κόρη-Διάδοχος κατευθύνεται στο Κάεμλυν, Άρχοντα Πέλιβαρ». Είχε ακούσει κάμποσες από τις Καθήμενες να το αναφέρουν.
Ο άντρας έμεινε ανέκφραστος. «Η Ηλαίην Τράκαντ έχει δικαίωμα διεκδίκησης του Θρόνου του Λιονταριού», αποκρίθηκε ξερά.
Τα μάτια της Εγκουέν γούρλωσαν κι ο άντρας έκανε ακόμα ένα αβέβαιο βήμα προς τα πίσω. Ίσως νόμιζε πως η γυναίκα θίχτηκε που δεν ανέφερε τον τίτλο της, αλλά η Εγκουέν ούτε που το πρόσεξε καλά-καλά. Ο Πέλιβαρ είχε υποστηρίξει τη μητέρα της Ηλαίην όταν εκείνη διεκδικούσε τον θρόνο, κι η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως, με τη σειρά της, θα είχε την υποστήριξή του. Μιλούσε πολύ στοργικά για τον Πέλιβαρ, σαν να ήταν ένας αγαπημένος θείος.
«Μητέρα», μουρμούρισε η Σιουάν πλάι της, «πρέπει να φύγουμε, αν θες να είμαστε στον καταυλισμό πριν δύσει ο ήλιος». Τα κατάφερε έτσι ώστε οι σιγανές αυτές λέξεις να ακουστούν ιδιαίτερα επιτακτικές. Ο ήλιος είχε ήδη φτάσει το ζενίθ του.
«Με αυτόν τον καιρό δεν είναι ό,τι καλύτερο να βρίσκεσαι έξω νυχτιάτικα», είπε βιαστικά ο Πέλιβαρ. «Με την άδειά σας, πρέπει να ετοιμαστώ για αναχώρηση». Ακούμπησε την κούπα του στον δίσκο ενός περαστικού υπηρέτη, δίστασε λίγο πριν κάνει το πρώτο βήμα και κατόπιν απομακρύνθηκε με τον αέρα κάποιου που μόλις είχε αποφύγει μια παγίδα.
Η Εγκουέν ήθελε να τρίξει τα δόντια της από απογοήτευση. Μα, τι στο καλό πίστευαν οι άντρες για τη συμφωνία τους; Αν, δηλαδή, μπορούσε να αποκαλεστεί έτσι, ύστερα από τον τρόπο που τους την επέβαλε η ίδια. Η Αραθέλε κι η Ήμλυν είχαν περισσότερη εξουσία κι επιρροή από τους πιο πολλούς άντρες, ωστόσο ήταν ο Πέλιβαρ, ο Κούλχαν, καθώς και μερικοί άλλοι του συναφιού τους, που ίππευαν μαζί με τους στρατιώτες. Κι αυτό, μπορούσαν να της το πετάξουν κατάμουτρα χωρίς να μπορεί να πει τίποτα.
«Βρες τη Σέριαμ», γρύλισε, «και πες της να ετοιμαστούν όλοι για αναχώρηση τώρα, οπωσδήποτε!» Δεν θα χάριζε στις Καθήμενες ακόμα μία νύχτα για να σκεφτούν όσα έγιναν σήμερα και για να σχεδιάσουν τις ίντριγκες τους. Έπρεπε πάση θυσία να βρίσκονται στον καταυλισμό προτού βασιλέψει ο ήλιος.