30 Απαρχές

Κρατώντας επάνω του με το ένα χέρι τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση, ο Πέριν επέτρεψε στον Αναχαιτιστή να βηματίσει με το γνωστό βήμα που συνήθιζε το καστανοκόκκινο άτι. Ο ήλιος του προχωρημένου πρωινού δεν ανέδιδε και τόση ζέστη, ενώ το αυλακωμένο χιόνι στον δρόμο που οδηγούσε στα Άμπιλα δεν προσφερόταν για σταθερό πάτημα. Αυτός, μαζί με μια ντουζίνα συντρόφους του, μοιράζονταν την πορεία με δύο παραγεμισμένα καρότσια που τα έσερναν βόδια καθώς και με μια χούφτα αγρότες με απέριττα, μαύρα μάλλινα ρούχα. Βαριοσέρνονταν με τα κεφάλια κατεβασμένα, αδράχνοντας τα καπέλα ή τις κάπες μόλις τους χτυπούσε μια ριπή ανέμου, κατά τ’ άλλα όμως ήταν συγκεντρωμένοι στο έδαφος κάτω από τα πόδια τους.

Πίσω του, άκουσε τον Νιλντ να λέει χαμηλόφωνα ένα πρόστυχο αστείο. Ο Γκρέηντυ μούγκρισε κάτι σαν απάντηση κι ο Μπάλγουερ ρουθούνισε σεμνότυφα. Κανείς από τους τρεις δεν έμοιαζε επηρεασμένος από όσα είχαν δει κι ακούσει τον τελευταίο μήνα, από τότε που πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στην Αμαδισία, ή απ’ όσα ήξεραν ότι τους περίμεναν παρακάτω. Η Εντάρα επέπληττε αυστηρά τη Μασούρι επειδή η τελευταία είχε αφήσει να της γλιστρήσει η κουκούλα. Η Εντάρα κι η Καρέλ φορούσαν τις εσάρπες τυλιγμένες γύρω από το κεφάλι και τους ώμους τους, πάνω από τους μανδύες, αλλά παρ’ όλο που παραδέχτηκαν την αναγκαιότητα να ιππεύσουν, αρνήθηκαν να αποχωριστούν τις ογκώδεις φούστες τους, οπότε τα πόδια με τις μαύρες κάλτσες έμεναν γυμνά από το γόνατο και πάνω. Το κρύο φαίνεται πως δεν τις επηρέαζε ούτε στο ελάχιστο. Μονάχα αυτό το αλλόκοτο χιόνι. Η Καρέλ άρχισε να συμβουλεύει χαμηλόφωνα τη Σέονιντ για το τι θα συνέβαινε αν δεν κρατούσε το πρόσωπό της κρυμμένο.

Φυσικά, αν φανερωνόταν σύντομα, το λιγότερο που θα έπρεπε να φοβάται ήταν μια δόση μαστιγώματος, όπως πολύ καλά ήξεραν τόσο η ίδια όσο κι η Σοφή. Ο Πέριν δεν χρειαζόταν να κοιτάξει πίσω για να καταλάβει πως οι τρεις Πρόμαχοι της αδελφής, οι οποίοι ακολουθούσαν στα νώτα φορώντας συνηθισμένους μανδύες, ήταν άντρες που ανά πάσα στιγμή περίμεναν την ευκαιρία να ξεθηκαρώσουν τα ξίφη τους και να ανοίξουν δρόμο. Ήταν έτσι από τη στιγμή που άφησαν τον καταυλισμό, την αυγή. Διέτρεξε τον γαντοφορεμένο του αντίχειρα κατά μήκος του τσεκουριού που κρεμόταν από τη ζώνη του και μάζεψε επάνω του ξανά τον μανδύα, πριν κάποια ξαφνική ριπή αέρα τον κάνει να ανεμίσει. Αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, οι Πρόμαχοι ίσως να είχαν δίκιο.

Στα αριστερά, και κάπως μακρύτερα, εκεί που ο δρόμος διασταυρωνόταν με μια ξύλινη γέφυρα πάνω από ένα παγωμένο ποταμάκι που προχωρούσε φιδογυριστά κατά μήκος της άκρης της πόλης, ξύλινα αποκαΐδια ξεπετάγονταν μέσα από το χιόνι στην κορυφή μίας τεράστιας, τετραγωνισμένης πέτρινης πλατφόρμας στη βάση της οποίας το χιόνι είχε συσσωρευτεί. Απρόθυμος να δηλώσει υπακοή στον Αναγεννημένο Δράκοντα, ο τοπικός άρχοντας στάθηκε τυχερός που απλώς μαστιγώθηκε και κατασχέθηκαν όλα του τα υπάρχοντα. Μια αρμαθιά άντρες που στέκονταν πάνω στη γέφυρα παρακολουθούσαν την έφιππη ομάδα να πλησιάζει. Ο Πέριν δεν πρόσεξε να φορούν περικεφαλαίες ή αρματωσιά, αλλά ο κάθε άντρας άδραχνε το δόρυ ή τη βαλλίστρα σχεδόν το ίδιο σθεναρά όπως ο ίδιος τον μανδύα του. Δεν μιλούσαν αναμεταξύ τους. Απλά παρακολουθούσαν, με τα χνώτα τους να σχηματίζουν ομίχλη που περιστρεφόταν γύρω από τα πρόσωπα τους. Υπήρχαν κι άλλοι φρουροί μαζεμένοι γύρω από την πόλη, σε κάθε δρόμο που οδηγούσε προς τα έξω, σε κάθε κενό διάστημα ανάμεσα στα κτήρια. Αυτή εδώ ήταν η γη του Προφήτη, αλλά οι Λευκομανδίτες κι ο στρατός του Βασιλιά Άιλρον εξακολουθούσαν να κατέχουν κάμποσες περιοχές.

«Δίκιο είχα που δεν την έφερα», μουρμούρισε, «αλλά, όπως και να έχει, θα το πληρώσω».

«Φυσικά και θα το πληρώσεις», ρουθούνισε ο Ιλάυας. Για άντρας που είχε περάσει πεζός το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, χειριζόταν καλά το άτι με το ποντικίσιο χρώμα. Είχε κερδίσει στα ζάρια τον Γκαλίν, αποκτώντας έναν μανδύα με φόδρα από μαύρη αλεπού. Ο Άραμ, που προχωρούσε από την άλλη μεριά του Πέριν, κοίταξε τον Ιλάυας σκοτεινιασμένος, αλλά ο γενειοφόρος άντρας τον αγνόησε. Δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά οι δυο τους. «Ο άντρας που θα τα μπλέξει με μια γυναίκα το πληρώνει αργά ή γρήγορα, άσχετα από το αν η γυναίκα τού ανήκει ή όχι. Πάντως, είχα δίκιο, έτσι;»

Ο Πέριν ένευσε καταφατικά και κάπως απρόθυμα. Δεν έμοιαζε δίκαιο να παίρνει συμβουλές για τη γυναίκα του από κάποιον άλλον άντρα, ακόμα κι αν ήταν μετρημένες κι έμμεσες, κι ωστόσο λειτουργούσαν. Βέβαια, το να υψώσει τη φωνή στη Φάιλε ήταν εξίσου δύσκολο με το να μην την υψώσει στην Μπερελαίν, αλλά το τελευταίο γινόταν σχετικά συχνά και το πρώτο είχε γίνει κάμποσες φορές. Είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του Ιλάυας κατά γράμμα. Σχεδόν, δηλαδή. Όσο καλύτερα μπορούσε. Αυτή η αψιά οσμή της ζήλειας φούντωνε μόλις έβλεπε την Μπερελαίν, αλλά από την άλλη μεριά η οσμή του άλγους είχε χαθεί καθώς προχωρούσαν αργά προς τον Νότο. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος. Όταν της είπε καθαρά και ξάστερα πως δεν θα ερχόταν μαζί του το πρωί, εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε διόλου! Μύριζε σχεδόν... ικανοποιημένη! Και ξαφνιασμένη, μεταξύ άλλων. Πώς ήταν δυνατόν να είναι ικανοποιημένη και θυμωμένη ταυτόχρονα; Η έκφραση του προσώπου της δεν πρόδιδε τίποτα, αλλά η μύτη του δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Φαίνεται πως όσο περισσότερα μάθαινε για τις γυναίκες, τόσο λιγότερα ήξερε!

Οι φρουροί της γέφυρας συνοφρυώθηκαν και ψηλάφισαν τα όπλα τους καθώς οι οπλές του Αναχαιτιστή ηχούσαν κούφια στο ξύλινο σανίδωμα. Ήταν το συνηθισμένο, αλλόκοτο μείγμα ανθρώπων που ακολουθούσαν τον Προφήτη, τύποι με βρώμικα πρόσωπα και μεταξένια πανωφόρια, αρκετά μεγάλα για το μέγεθός τους, σημαδεμένοι τραμπούκοι του δρόμου μαζί με ροδομάγουλους μαθητευόμενους και πρώην έμποροι και τεχνίτες που έμοιαζαν να κοιμούνται επί μήνες φορώντας τα, πάλαι ποτέ, κομψά μάλλινα ρούχα τους. Ο οπλισμός τους, πάντως, έδινε την εντύπωση πως ήταν καλά συντηρημένος. Τα μάτια μερικών αντρών έλαμπαν πυρετικά, ενώ τα πρόσωπα των υπολοίπων ήταν επιφυλακτικά, ξύλινα. Παράλληλα με την απλυσιά, μύριζαν ανυπομονησία, ανησυχία, ορμητικότητα και φόβο, όλα ανακατεμένα.

Δεν έκαναν καμιά κίνηση για να τους εμποδίσουν, απλώς τους παρακολουθούσαν χωρίς καλά-καλά να ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους. Απ’ όσο είχε ακούσει ο Πέριν, τόσο οι διάφορες κυρίες με τα μεταξωτά όσο κι οι ζητιάνοι με τα κουρέλια έρχονταν στον Προφήτη με την ελπίδα πως αν δηλώσουν υποταγή σε προσωπικό επίπεδο ίσως κερδίσουν περισσότερες ευλογίες. Ή επιπρόσθετη προστασία. Να γιατί είχε έρθει κι ο ίδιος εδώ με μια χούφτα συντρόφους. Εν ανάγκη, θα φόβιζε τον Μασέμα, αν υποθέσουμε πως μπορούσε να εκφοβιστεί, αλλά ίσως ήταν καλύτερα να έρθει σε επαφή μαζί του δίχως μάχη. Αισθανόταν τα βλέμματα των φρουρών στην πλάτη του, μέχρι που η ομάδα διέσχισε τη μικρή γέφυρα και βγήκε στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης. Παρ’ όλο, όμως, που χάθηκε αυτή η αίσθηση της πίεσης, δεν ένιωσε καθόλου ανακουφισμένος.

Τα Άμπιλα ήταν αρκετά μεγάλη πόλη, με κάμποσα ψηλά παρατηρητήρια κι αρκετά κτήρια τεσσάρων ορόφων, καθένα εκ των οποίων είχε οροφή από σχιστόλιθο. Εδώ κι εκεί, σωροί από πέτρα και ξύλα γέμιζαν το κενό ανάμεσα σε δύο οικοδομές, ένδειξη ότι είχε κατεδαφιστεί κάποιο πανδοχείο ή οίκος εμπόρου. Ο Προφήτης δεν ενέκρινε τον πλούτο που είχε κερδηθεί από το εμπόριο, όπως επίσης αποδοκίμαζε την οινοποσία ή αυτό που οι ακόλουθοι του αποκαλούσαν λάγνα συμπεριφορά. Αποδοκίμαζε αρκετά πράγματα κι έκανε γνωστές τις προθέσεις του με σκληρά παραδείγματα.

Στους δρόμους επικρατούσε πολυκοσμία, αλλά ο Πέριν κι οι σύντροφοι του ήταν οι μόνοι έφιπποι. Το χιόνι είχε καταπατηθεί κι είχε μετατραπεί σε μισοπαγωμένο πολτό που έφτανε έως τον αστράγαλο. Κάμποσες καρότσες που τις έσερναν βόδια προχωρούσαν αργά ανάμεσα στο πλήθος, αλλά τα κάρα ήταν ελάχιστα, ενώ δεν φαινόταν ούτε μία άμαξα. Εκτός από αυτούς που φορούσαν φθαρμένα ρούχα από τα σκουπίδια ή κλεμμένα, όλοι οι υπόλοιποι φορούσαν ατημέλητα μάλλινα. Πολλοί έμοιαζαν βιαστικοί αλλά, όπως κι οι υπόλοιποι στους δρόμους, είχαν τα κεφάλια κατεβασμένα. Όσοι δεν βιάζονταν ήταν περιπλανώμενες και ξεκομμένες ομάδες οπλισμένων αντρών. Η κυρίαρχη οσμή στους δρόμους ήταν αυτή της βρωμιάς και του φόβου, κάτι που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του Πέριν να σηκωθούν. Τουλάχιστον, αν έφταναν εκεί τα πράγματα, δεν θα ήταν δύσκολο να φύγουν από μια πόλη χωρίς τείχη, όπως δεν ήταν δύσκολο και να μπουν.

«Άρχοντά μου», μουρμούρισε ο Μπάλγουερ καθώς έφτασαν παράπλευρα ενός σωρού από μπάζα. Δεν περίμενε καν το νεύμα του Πέριν για να γυρίσει πλάγια το άλογο του με την πλακουτσωτή μύτη και να πάρει άλλη κατεύθυνση, κυρτωμένος πάνω στη σέλα του και με τον καφετί μανδύα σφιχτά κρατημένο επάνω του. Ο Πέριν δεν ανησυχούσε γι’ αυτόν τον μικροσκοπικό, άχαρο άντρα, ακόμα κι αν ξέμενε εδώ. Για γραμματέας είχε καταφέρει να μάθει απρόσμενα πολλά πράγματα σχετικά με τις επιδρομές του. Έμοιαζε να γνωρίζει καλά ποιος ήταν ο σκοπός του κυρίου του.

Βγάζοντας τον Μπάλγουερ από τον νου του, ο Πέριν άρχισε να σκέφτεται για ποιο λόγο βρισκόταν εδώ.

Μία και μοναδική ερώτηση χρειάστηκε, απευθυνόμενη σε έναν ψηλόλιγνο νεαρό με μια εκστατική λάμψη στο πρόσωπό του, για να πληροφορηθεί που έμενε ο Προφήτης, κι άλλες τρεις σε διάφορους περαστικούς για να βρει την οικία του εμπόρου, τέσσερις όροφοι γκρίζας πέτρας με καλούπια άσπρου μαρμάρου και πλαίσια παραθύρων. Ο Μασέμα δεν ενέκρινε τον μόχθο για να βγάλεις χρήματα, αλλά δεν είχε πρόβλημα να δεχτεί τις εξυπηρετήσεις όσων εφάρμοζαν μια τέτοια τακτική. Από την άλλη, ο Μπάλγουερ έλεγε πως κοιμόταν συχνά σε μια αγροικία γεμάτη διαρροές κι ότι ήταν ικανοποιημένος. Ο Μασέμα έπινε μονάχα νερό, κι όπου πήγαινε μίσθωνε καμιά φουκαριάρα χήρα κι έτρωγε αδιαμαρτύρητα το φαγητό που ετοίμαζε, είτε ήταν καλομαγειρεμένο είτε χάλια. Εξαιτίας αυτής της ευσπλαχνίας είχε πάρει με το μέρος του περισσότερες χήρες απ’ όσες μπορούσε να μετρήσει ο Πέριν.

Το πλήθος που συνωστιζόταν στους δρόμους ήταν απόν μπροστά από το μεγάλο σπίτι, αντισταθμιζόταν ωστόσο από κάμποσους οπλισμένους φρουρούς, σαν κι αυτούς της γέφυρας. Κοιτούσαν τον Πέριν δύστροπα, ενώ μερικοί χασκογελούσαν αυθάδικα. Οι δύο Άες Σεντάι κρατούσαν τα πρόσωπά τους κρυμμένα στις βαθιές κουκούλες κι είχαν τα κεφάλια κατεβασμένα, ενώ οι λευκές ανάσες ξεπηδούσαν από τις καλύπτρες σαν ατμός. Με την άκρη του ματιού του, ο Πέριν πρόσεξε τον Ιλάυας να ψηλαφίζει τη λαβή του μακρόστενου μαχαιριού του. Δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και να μη χαϊδέψει το τσεκούρι του.

«Έρχομαι να παραδώσω ένα μήνυμα στον Προφήτη εκ μέρους του Αναγεννημένου Δράκοντα», ανακοίνωσε. Όταν κανείς από τους άντρες δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, πρόσθεσε: «Ονομάζομαι Πέριν Αϋμπάρα. Ο Προφήτης με γνωρίζει». Ο Μπάλγουερ τον είχε προειδοποιήσει πως μπορεί να ήταν επικίνδυνο να χρησιμοποιήσει το όνομα Μασέμα ή να αποκαλέσει τον Ραντ με το όνομά του κι όχι ως Άρχοντα Αναγεννημένο Δράκοντα. Δεν πήγε εκεί για να προκαλέσει φασαρίες.

Ο ισχυρισμός ότι γνώριζε τον Μασέμα φάνηκε να επηρεάζει τους φρουρούς. Κάμποσοι από δαύτους αντάλλαζαν ματιές με γουρλωμένα μάτια, ενώ ένας έτρεξε στο εσωτερικό. Οι υπόλοιποι απέμειναν να τον κοιτάζουν λες κι ήταν βάρδος. Λίγα λεπτά μετά, μια γυναίκα φάνηκε στην πόρτα. Ευπαρουσίαστη, με λευκούς κροτάφους κι ένα ψηλόλαιμο φόρεμα από μπλε μάλλινο, αρκετά κομψό αν και χωρίς στολίδια, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ίδια ο έμπορος. Ο Μασέμα δεν πετούσε στον δρόμο όσους του προσέφεραν φιλοξενία, αλλά οι υπηρέτες τους ή οι εργάτες γίνονταν συνήθως μέλη της ομάδας για «την εξάπλωση της δόξας του Άρχοντα Δράκοντα».

«Αν έρθετε μαζί μου, Άρχοντα Αϋμπάρα», είπε με ήρεμη φωνή η γυναίκα, «μαζί με τους φίλους σας, θα σας οδηγήσω στον Προφήτη του Άρχοντα Δράκοντα, είθε το Φως να φωτίζει το όνομά του». Μπορεί να ακουγόταν ήρεμη, αλλά η οσμή της ήταν διάχυτη από φόβο.

Διατάζοντας τον Νιλντ και του Προμάχους να προσέχουν τα άλογα μέχρι να επιστρέψουν, ο Πέριν κι οι υπόλοιποι την ακολούθησαν στο εσωτερικό, το οποίο ήταν σκοτεινό, καθότι οι αναμμένοι φανοί ήταν ελάχιστοι, κι όχι πολύ πιο ζεστό απ’ έξω. Ακόμα κι οι Σοφές έμοιαζαν να δείχνουν υπακοή. Η οσμή τους δεν ανέδιδε φόβο, αλλά κάτι σαν κι αυτό που ένιωθαν οι Άες Σεντάι, ενώ ο Γκρέηντυ κι ο Ιλάυας μύριζαν επιφυλακτικότητα, οι τρίχες του σβέρκου τους ήταν ανασηκωμένες και τα αυτιά τους τεντωμένα. Παραδόξως, ο Άραμ μύριζε ανυπομονησία. Ο Πέριν ήλπιζε πως δεν θα επιχειρούσε να τραβήξει εκείνο το ξίφος που είχε περασμένο στην πλάτη του.

Το τεράστιο και στρωμένο με χαλιά δωμάτιο στο οποίο τους οδήγησε η γυναίκα, με τις φωτιές να καίνε στις ακριανές εστίες, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι δωμάτιο επιχειρήσεων στρατηγού, καθότι το κάθε ξεχωριστό τραπέζι και τα μισά καθίσματα ήταν καλυμμένα με χάρτες κι έγγραφα. Ήταν αρκετά ζεστό για να αναγκάσει τον Πέριν να πετάξει τον μανδύα του και να μετανιώσει που φορούσε δύο πουκαμίσες κάτω από το πανωφόρι του. Ήταν όμως ο ίδιος ο Μασέμα, στεκόμενος καταμεσής στο δωμάτιο, που αμέσως τράβηξε το βλέμμα του όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα σιδήρου, ένας σκουρόχρωμος, μουτρωμένος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι κι ένα ωχρό τριγωνικό σημάδι στο μάγουλο. Φορούσε μια τσαλακωμένη γκρίζα μπέρτα και φθαρμένες μπότες. Τα βαθουλωτά του μάτια έκαιγαν με μια μαύρη φωτιά, η δε οσμή του... Η μόνη ονομασία που μπορούσε να δώσει ο Πέριν σε αυτήν την οσμή, την ατσαλένια, κοφτερή σαν λάμα και παλλόμενη με άγρια ένταση, ήταν «τρέλα». Πώς ήταν δυνατόν να πιστεύει ο Ραντ ότι μπορούσε να δαμάσει αυτόν τον τύπο;

«Ώστε εσύ είσαι», γρύλισε ο Μασέμα. «Δεν πίστευα πως θα τολμούσες να αποκαλύψεις το πρόσωπό σου. Γνωρίζω πολύ καλά τους σκοπούς σου! Ο Χάρι μού μίλησε πάνω από μια βδομάδα πριν κι είμαι καλά πληροφορημένος». Ένας άντρας ανακινήθηκε σε μια γωνιά του δωματίου, ένας τύπος με σχιστά μάτια και πεταχτή μύτη, κι ο Πέριν επέπληξε τον εαυτό του που δεν τον είχε προσέξει προηγουμένως. Το πράσινο μεταξωτό πανωφόρι του Χάρι ήταν πολύ πιο καλοφτιαγμένο από αυτό που φορούσε όταν αρνήθηκε να συλλέξει στάχυα. Ο άντρας έτριψε τα χέρια του και μειδίασε με έναν διεφθαρμένο τρόπο προς το μέρος του Πέριν, ωστόσο παρέμεινε σιωπηλός όσο μιλούσε ο Μασέμα. Η φωνή του Προφήτη γινόταν όλο και πιο θερμή με κάθε του λέξη, όχι από θυμό αλλά από την επιθυμία του να χαράξει την κάθε συλλαβή βαθιά στη σάρκα του Πέριν. «Ξέρω πως δολοφόνησες άντρες που τάχθηκαν με το μέρος του Άρχοντα Δράκοντα. Ξέρω πως προσπάθησες να σμιλέψεις το δικό σου βασίλειο. Ναι, γνωρίζω πολλά για τη Μανέθερεν, όπως επίσης και για τις φιλοδοξίες σου! Είσαι άπληστος για δόξα! Γύρισες την πλάτη στον...!»

Ξαφνικά, τα μάτια του Μασέμα γούρλωσαν και για πρώτη φορά η οργή φούντωσε στην οσμή του. Ο Χάρι άφησε έναν πνιχτό ήχο και προσπάθησε να γίνει ένα με τον τοίχο. Η Σέονιντ κι η Μασούρι είχαν κατεβάσει τις κουκούλες τους, αποκαλύπτοντας τα πρόσωπά τους, γαλήνια και ψυχρά, πρόσωπα Άες Σεντάι για οποιονδήποτε γνώριζε αυτό το βλέμμα. Ο Πέριν αναρωτήθηκε κατά πόσον είχαν στην κατοχή τους τη Δύναμη. Για τις Σοφές θα έβαζε και στοίχημα. Η Εντάρα κι η Καρέλ παρακολουθούσαν σιωπηλά προς κάθε κατεύθυνση ταυτόχρονα. Ανεξάρτητα από τα ήρεμα πρόσωπά τους, αν ο Πέριν είχε δει ποτέ κάποιον έτοιμο να πολεμήσει, ήταν αυτές. Αλλά η ετοιμότητα ήταν έκδηλη και στον Γκρέηντυ, σαν το μαύρο του πανωφόρι. Ίσως κι αυτός να κατείχε τη Δύναμη. Ο Ιλάυας είχε γείρει πάνω στον τοίχο, δίπλα στις ανοικτές πόρτες, δείχνοντας ψύχραιμος όσο κι οι αδελφές, αλλά μύριζε σαν να ήταν έτοιμος να δαγκώσει. Ο Άραμ είχε μείνει ακίνητος, ατενίζοντας τον Μασέμα με το στόμα ανοικτό! Μα το Φως!

«Ώστε κι αυτό είναι αλήθεια!» είπε απότομα ο Μασέμα, και σάλια πετάχτηκαν από τα χείλη του. «Με όλες αυτές τις βρωμερές φήμες που απλώνονται παντού, δυσφημώντας το ιερό όνομα του Άρχοντα Δράκοντα, εσύ τολμάς κι έρχεσαι με όλους αυτούς τους... τους...!»

«Ορκίστηκαν πίστη στον Άρχοντα Δράκοντα, Μασέμα», τον διέκοψε ο Πέριν. «Τον υπηρετούν! Εσύ; Με έστειλε να σταματήσω τους σκοτωμούς και να σε φέρω μπροστά του». Κανείς δεν του πρόσφερε κάθισμα κι έτσι ο Πέριν έβγαλε μια στοίβα χαρτιά από μια καρέκλα κι έκατσε. Ευχήθηκε να κάθονταν κι οι υπόλοιποι. Φαίνεται πως καθιστός δυσκολεύεσαι περισσότερο να φωνάζεις.

Ο Χάρι τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα, ενώ ο Μασέμα έτρεμε. Μήπως επειδή ο άλλος πήρε ένα κάθισμα χωρίς να του το ζητήσουν; Μα ναι.

«Έχω αφήσει πίσω μου τα ονόματα των ανθρώπων», είπε ψυχρά ο Μασέμα. «Είμαι απλώς ο Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα, είθε το Φως να τον φωτίζει κι ο κόσμος να γονατίσει μπροστά του». Από τον τόνο της φωνής του καταλάβαινε κανείς πως τόσο ο κόσμος όσο και το Φως θα θρηνούσαν εξίσου μια ενδεχόμενη αποτυχία. «Υπάρχουν πολλά να γίνουν εδώ ακόμα. Μεγάλα έργα. Όλοι πρέπει να υπακούουν στο κάλεσμα του Άρχοντα Δράκοντα, αλλά τον χειμώνα το ταξίδι είναι πάντα αργό και δύσκολο. Μια καθυστέρηση λίγων εβδομάδων δεν παίζει ρόλο».

«Μπορώ σήμερα κιόλας να σε πάω στην Καιρχίν», είπε ο Πέριν. «Μόλις τελειώσεις τις συνομιλίες με τον Άρχοντα Δράκοντα, μπορείς να επιστρέψεις από τον ίδιο δρόμο και να είσαι εδώ σε λίγες μέρες». Αν, φυσικά, ο Ραντ τον άφηνε να επιστρέψει.

Ο Μασέμα μαζεύτηκε φοβισμένος. Γύμνωσε τα δόντια του και αγριοκοίταξε τις Άες Σεντάι. «Τι είναι αυτό, κάποιο τέχνασμα της Δύναμης; Δεν θα αφήσω τη Δύναμη να με αγγίξει! Αποτελεί βλασφημία για τους θνητούς να αγγίζουν τη Δύναμη!»

Ο Πέριν τον κοίταξε σχεδόν εμβρόντητος. «Ο Αναγεννημένος Δράκοντας μπορεί και διαβιβάζει, άνθρωπέ μου!»

«Ο ευλογημένος Άρχοντας Δράκοντας δεν είναι σαν τους άλλους, Αϋμπάρα!» γρύλισε ο Μασέμα. «Είναι το ίδιο το Φως ενσαρκωμένο! Θα υπακούσω στο κέλευσμά του, αλλά δεν θα επιτρέψω να με αγγίξει το μίασμα αυτών εδώ των γυναικών!»

Ο Πέριν έγειρε στη ράχη του καθίσματος κι αναστέναξε. Αν αυτός ο άντρας ήταν τόσο προκατειλημμένος για τις Άες Σεντάι, τι εντύπωση θα σχημάτιζε για τον Γκρέηντυ και τον Νιλντ μόλις μάθαινε ότι είχαν την ικανότητα της διαβίβασης; Για μια στιγμή σκέφτηκε απλώς να δώσει μια στο κεφάλι του Μασέμα και... Έξω όμως, στον διάδρομο, περνούσε κόσμος και μερικοί έκαναν μια στάση για να ρίξουν μια ματιά στο εσωτερικό πριν απομακρυνθούν. Ένας από δαύτους να έβαζε μια φωνή και τα Άμπιλα θα μετατρέπονταν σε σφαγείο. «Τότε, θα πάμε καβάλα, Προφήτη», είπε ξινά. Μα το Φως, ο Ραντ τού είχε πει να το κρατήσει μυστικό μέχρι ο Μασέμα να σταθεί μπρος του! Πώς θα το κατάφερνε αυτό σε όλη τη διαδρομή μέχρι την Καιρχίν; «Μην καθυστερείς. Ο Άρχοντας Δράκοντας ανυπομονεί να μιλήσετε».

«Κι εγώ ανυπομονώ να μιλήσω με τον Άρχοντα Δράκοντα, είθε το όνομά του να είναι ευλογημένο από το Φως». Το βλέμμα του πετάχτηκε προς την κατεύθυνση των δυο Άες Σεντάι. Προσπάθησε να το κρύψει, χαμογελώντας στον Πέριν. Αυτός, ωστόσο, οσμιζόταν... κάτι ζοφερό. «Πράγματι, ανυπομονώ πολύ».


«Θα επιθυμούσε η Αρχόντισσα να ζητήσω από κάποιον εκπαιδευτή να της φέρει ένα γεράκι;» ρώτησε η Μάιντιν. Ένας από τους τέσσερις εκπαιδευτές γερακιών της Αλιάντρε, άντρες λιγνοί σαν τα πτηνά που φρόντιζαν, έβγαλε από την ξύλινη βάση, μπροστά στη σέλα του, ένα καλοζωισμένο χαριτωμένο γεράκι, που φορούσε μια κουκούλα από φτερά πάνω από τη βαριά προστατευτική του εξάρτυση, κι έτεινε το γκρίζο πουλί προς το μέρος της γυναίκας. Το γεράκι με τις γαλαζωπές άκρες στις φτερούγες καθόταν στον καρπό της Αλιάντρε, πάνω στο πράσινο γάντι. Δυστυχώς, αυτό το πουλί ήταν ειδικά φυλαγμένο για την ίδια. Η Αλιάντρε γνώριζε καλά πως ήταν υποτελής, αλλά η Φάιλε καταλάβαινε πως δεν ήθελε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της πουλί.

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της κι η Μάιντιν έκανε μια υπόκλιση πάνω στη σέλα της κι απομάκρυνε την παρδαλή της φοράδα από το Χελιδόνι, σε αρκετή απόσταση έτσι ώστε να μην παρεμβαίνει, αλλά κι αρκετά κοντά για να είναι έτοιμη να εξυπηρετήσει την κυρά της χωρίς η Φάιλε να αναγκαστεί να υψώσει τη φωνή της. Η αξιοπρεπής ξανθομάλλα είχε αποδειχτεί πολύ καλή υπηρέτρια για αρχόντισσα, τόσο καλή όσο ήλπιζε η Φάιλε, πεπειραμένη κι ικανή, ειδικά όταν έμαθε πως, άσχετα τι θέση κατείχε η κάθε μια τους με την προηγούμενη κυρά τους, η Λίνι ήταν πρώτη ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικό της Φάιλε, και πρόθυμη να χρησιμοποιήσει την εξουσία της. Παραδόξως, είχε συμβεί ένα επεισόδιο με κάποιο μαστίγιο, αλλά η Φάιλε προσποιούνταν πως δεν γνώριζε τίποτα. Μόνο ένας πανίβλακας θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τους υπηρέτες της. Βέβαια, υπήρχε ακόμα και το θέμα με τη Μάιντιν και τον Τάλανβορ. Ήταν σίγουρη πως η Μάιντιν μοιραζόταν το κρεβάτι του κι, από τη στιγμή που θα έβρισκε αποδείξεις γι’ αυτό, θα τους πάντρευε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να αμολήσει τη Λίνι εναντίον τους. Πάντως, το θέμα ήταν επουσιώδες και δεν θα το άφηνε να της χαλάσει το πρωινό.

Τα γεράκια ήταν ιδέα της Αλιάντρε, αλλά η Φάιλε δεν είχε αντίρρηση για μια βόλτα σε αυτό το αραιοσπαρμένο δάσος, όπου το χιόνι κάλυπτε σαν κυματιστή κουβέρτα τα πάντα και μαζευόταν πηχτό κι άσπρο πάνω στα γυμνά κλωνάρια. Το πράσινο χρώμα των δέντρων που διατηρούσαν ακόμα τη φυλλωσιά τους φάνταζε πιο έντονο. Ο αέρας ήταν αναζωογονητικός και μύριζε φρεσκάδα.

Η Μπάιν κι η Τσιάντ επέμεναν να τη συνοδεύσουν, αλλά τώρα είχαν κάτσει οκλαδόν κάπου εκεί κοντά, με τα σούφα τυλιγμένα γύρω από τα κεφάλια τους, παρακολουθώντας τη με δυσαρεστημένες εκφράσεις. Η Σούλιν ήθελε να φέρει μαζί τις Κόρες, αλλά με όλες αυτές τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν παντού περί διαρπαγών εκ μέρους των Αελιτών, και μόνο η απλή εμφάνιση μιας Αελίτισσας ήταν αρκετή για να κάνει τους περισσότερους κατοίκους της Αμαδισία να το βάλουν στα πόδια ή να αρπάξουν τα ξίφη τους. Θα πρέπει να υπήρχε ένας πυρήνας αλήθειας σ’ αυτές τις ιστορίες, ειδάλλως πολλοί δεν ήξεραν καν τι είναι οι Αελίτες, αν και το Φως μόνο ξέρει ποιοι ήταν ή από πού ήρθαν. Ωστόσο, ακόμα κι η Σούλιν συμφωνούσε πως, όποιοι κι αν ήταν, είχαν κινηθεί ανατολικά, ίσως προς την Αλτάρα.

Όπως και να έχει, τόσο κοντά στα Άμπιλα, είκοσι στρατιώτες της Αλιάντρε κι άλλοι τόσοι Μαγιενοί Φτερωτοί Φρουροί αποτελούσαν ικανοποιητική συνοδεία. Τα σημαιάκια πάνω στις λόγχες τους, κόκκινα ή πράσινα, ανέμιζαν σαν κορδέλες όποτε έπνεε η αύρα. Η μόνη συμφορά ήταν η παρουσία της Μπερελαίν, αν κι ήταν πολύ διασκεδαστικό να παρακολουθείς τη γυναίκα να αναρριγεί μέσα στον κόκκινο μανδύα της με τη γούνινη φόδρα, χοντρό σχεδόν σαν δύο παπλώματα. Το Μαγιέν δεν είχε πραγματικό χειμώνα. Ο καιρός έμοιαζε με τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου. Στη Σαλδαία, στην καρδιά του χειμώνα, η εκτεθειμένη σάρκα παγώνει και γίνεται σκληρή σαν ξύλο. Η Φάιλε πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε έτοιμη να σκάσει στα γέλια.

Σαν από θαύμα λες, ο σύζυγος της, ο αγαπημένος της λύκος, είχε αρχίσει να συμπεριφέρεται με τον αρμόζοντα τρόπο. Αντί να φωνάζει στην Μπερελαίν ή να κοιτάει να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά της, ο Πέριν ανεχόταν πια τα θέλγητρα του γύναιου όπως θα ανεχόταν ένα παιδάκι που μπερδεύεται στα πόδια του. Το καλύτερο απ’ όλα δε ήταν πως δεν χρειαζόταν πια να καταπνίξει την οργή της όταν ένιωθε την ανάγκη να την εξωτερικεύσει. Όταν η γυναίκα φώναζε, αυτός ανταπέδιδε τις φωνές. Γνώριζε πως δεν ήταν Σαλδαίος, αλλά και μόνο η ενδόμυχη σκέψη ότι τη θεωρούσε πολύ αδύναμη για να σταθεί απέναντι του, την έκανε να νιώθει άβολα. Λίγα βράδια πριν, στο δείπνο, του είχε υποδείξει πως η Μπερελαίν θα έμενε σχεδόν γυμνή αν έγερνε λίγο ακόμα στο τραπέζι. Τέλος πάντων, η Μπερελαίν δεν θα έφτανε έως εκεί. Η τσούλα πίστευε ακόμα πως μπορούσε να τον κερδίσει. Το ίδιο πρωί είχε φανεί αυταρχικός, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, ακριβώς το είδος του άντρα που μια γυναίκα ξέρει ότι θα πρέπει να φανεί πολύ ισχυρή για να τον κατακτήσει, για να φανεί αντάξιά του. Φυσικά, θα έπρεπε να του τρίξει και λίγο τα δόντια. Ένας αυταρχικός άντρας ήταν εξαίσιος, αρκεί να μην πίστευε πως θα ήταν πάντα εξουσιαστικός. Να γελάσει; Μέχρι που θα τραγουδούσε κιόλας!

«Μάιντιν, νομίζω πως τελικά θα...» Η Μάιντιν βρέθηκε αμέσως πλάι της με ένα απορημένο χαμόγελο, αλλά η Φάιλε δεν αποτελείωσε την πρότασή της, καθώς πρόσεξε μπροστά της τρεις καβαλάρηδες που κάλπαζαν μέσα στο χιόνι σπιρουνίζοντας τα άλογά τους για να πάνε πιο γρήγορα.

«Τουλάχιστον, υπάρχουν αρκετοί λαγοί, Αρχόντισσά μου», είπε η Αλιάντρε, οδηγώντας το ψηλό λευκό ευνουχισμένο της ζώο δίπλα στο Χελιδόνι, «αλλά ήλπιζα... Ποιοι είναι τούτοι;» Το γεράκι της ανακινήθηκε πάνω στο χοντρό της γάντι κι οι καμπανούλες πάνω στα λουριά του κουδούνισαν. «Μοιάζουν να είναι δικοί σου, Αρχόντισσά μου».

Η Φάιλε ένευσε κατσούφικα. Τους είχε αναγνωρίσει. Ο Παρέλεαν, η Αρέλα κι η Λασίλ. Μα τι έκαναν εδώ;

Οι τρεις έφιπποι σταμάτησαν μπροστά της κι η ανάσα των λαχανιασμένων αλόγων έβγαινε από τα ρουθούνια τους σαν ατμός. Ο Παρέλεαν έμοιαζε εξίσου γουρλομάτης με το διάστικτο άτι του. Η Λασίλ, με το ωχρό της πρόσωπο κρυμμένο σχεδόν στη βαθιά καλύπτρα του μανδύα της, ξεροκατάπιε ανήσυχα, ενώ το σκουρόχρωμο πρόσωπο της Αρέλα φαινόταν να έχει γκριζάρει. «Αρχόντισσά μου», είπε ο Παρέλεαν με μια χροιά βιασύνης στη φωνή του, «έχω φοβερά νέα! Ο Προφήτης Μασέμα συναντήθηκε με τους Σωντσάν!»

«Με τους Σωντσάν!» αναφώνησε η Αλιάντρε. «Δεν πιστεύω να νομίζει πως αυτοί θα έρθουν στον Άρχοντα Δράκοντα!»

«Μπορεί να είναι πολύ απλούστερο», είπε η Μπερελαίν σπιρουνίζοντας την ιδιαίτερα επιδεικτική φοράδα της, ώστε να ζυγώσει από την άλλη πλευρά της Αλιάντρε. Μια κι ο Πέριν δεν βρισκόταν εκεί γύρω για να προσπαθήσει να τον εντυπωσιάσει, το βαθυγάλανο φόρεμα ιππασίας που φορούσε ήταν ραμμένο αρκετά σεμνά, με τον λαιμό να φτάνει έως το πηγούνι της. Ωστόσο, εξακολουθούσε να αναριγεί. «Ο Μασέμα αντιπαθεί τις Άες Σεντάι κι οι Σωντσάν κρατούν αιχμάλωτες όσες γυναίκες έχουν την ικανότητα της διαβίβασης».

Η Φάιλε πλατάγισε τη γλώσσα της εκνευρισμένη. Αν όλα αυτά ήταν αληθινά, τα νέα ήταν πράγματι άσχημα. Ήλπιζε μόνο ο Παρέλεαν κι οι υπόλοιποι να ήταν αρκετά λογικοί ώστε να προσποιούνται, τουλάχιστον, ότι κρυφάκουσαν κατά τύχη. Όμως έπρεπε να βεβαιωθεί και μάλιστα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο Πέριν ίσως είχε ήδη φτάσει στον Μασέμα. «Τι αποδείξεις έχεις, Παρέλεαν;»

«Μιλήσαμε με τρεις αγρότες που είδαν ένα μεγάλο ιπτάμενο πλάσμα να προσγειώνεται πριν από τέσσερα βράδια, Αρχόντισσά μου. Μετέφερε μια γυναίκα, η οποία πήγε κατευθείαν στον Μασέμα και παρέμεινε μαζί του επί τρεις ώρες».

«Κατορθώσαμε να την ακολουθήσουμε μέχρι την οικία του Μασέμα, στα Άμπιλα», πρόσθεσε η Λασίλ.

«Και οι τρεις άντρες πιστεύουν πως το πλάσμα ήταν ένα Σκιογέννημα», παρενέβη η Αρέλα, «και φαίνονταν αρκετά αξιόπιστοι». Το να πει η Αρέλα ότι ένας άντρας που δεν ανήκει στους Τσα Φάιλε είναι αξιόπιστος, είναι σαν να λες πως κάποιος είναι τίμιος σαν φίδι.

«Μου φαίνεται πως πρέπει να επισκεφθώ τα Άμπιλα», είπε η Φάιλε, αρπάζοντας τα χαλινάρια της Σουώλοου. «Αλιάντρε, πάρε μαζί σου τη Μάιντιν και την Μπερελαίν». Κάτω από άλλες συνθήκες, το σφίξιμο των χειλιών της Μπερελαίν καθώς άκουγε αυτά τα λόγια θά ήταν διασκεδαστικό. «Ο Παρέλεαν, η Αρέλα κι η Λασίλ θα με συνοδεύσουν...» Ένας άντρας ούρλιαξε κι όλοι αναπήδησαν.

Πενήντα βήματα μακρύτερα, ένας από τους πρασινοντυμένους στρατιώτες της Αλιάντρε έπεφτε από τη σέλα του, κι ένα λεπτό αργότερα ένας Φτερωτός Φρουρός σωριαζόταν κάτω, με ένα βέλος να εξέχει από τον λαιμό του. Πεπλοφόροι Αελίτες έκαναν την εμφάνισή τους ανάμεσα στα δέντρα, κραδαίνοντας τόξα και τρέχοντας. Κι άλλοι στρατιώτες σωριάστηκαν. Η Μπάιν κι η Τσιάντ πήδηξαν όρθιες, με τα σκούρα πέπλα να κρύβουν τα πρόσωπά τους έως τα μάτια. Τα δόρατά τους ήταν περασμένα ανάμεσα στα λουριά της φαρέτρας στην πλάτη τους, κι άρχισαν να χειρίζονται με ευελιξία τα τόξα τους, ρίχνοντας ταυτόχρονα ματιές προς το μέρος της Φάιλε. Παντού τριγύρω υπήρχαν Αελίτες, εκατοντάδες ίσως, μια μεγάλη θηλιά έτοιμη να κλείσει γύρω τους. Έφιπποι στρατιώτες χαμήλωσαν τα δόρατά τους, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τη Φάιλε και τους υπόλοιπους, αλλά αμέσως φάνηκαν κενά καθώς τα βέλη των Αελιτών έβρισκαν στόχο.

«Κάποιος πρέπει να μεταφέρει τα νέα σχετικά με τον Μασέμα στον Άρχοντα Πέριν», είπε η Φάιλε στον Παρέλεαν και στις δύο γυναίκες. «Κάποιος από σας πρέπει να τον προλάβει πάση θυσία! Καλπάστε σαν τη φωτιά!» Η σαρωτική της ματιά περιέλαβε την Αλιάντρε και τη Μάιντιν. Ακόμα και την Μπερελαίν. «Καλπάστε όλοι σας σαν τη φωτιά, αλλιώς θα πεθάνετε εδώ!» Χωρίς καλά-καλά να περιμένει τα καταφατικά τους νεύματα, έκανε πράξη τα λόγια της σπιρουνίζοντας τα πλευρά της Σουώλοου κι ορμώντας μέσα από τον άχρηστο κλοιό των στρατιωτών. «Καλπάστε!» φώναξε. Κάποιος έπρεπε να μεταφέρει τα μαντάτα στον Πέριν. «Καλπάστε!»

Γέρνοντας πάνω στον λαιμό της μαύρης φοράδας, η γυναίκα τη σπιρούνισε για να αναπτύξει ταχύτητα. Οι σβέλτες οπλές τίναζαν παντού χιόνι καθώς η Σουώλοου έτρεχε ανάλαφρα. Στις πρώτες εκατό δρασκελιές, η Φάιλε πίστεψε πως θα κατάφερνε τελικά να το σκάσει. Κι ύστερα, η Σουώλοου ούρλιαξε και σκόνταψε, πέφτοντας μπροστά με τον ξερό ήχο του σπασμένου ποδιού. Η Φάιλε πετάχτηκε στον αέρα κι έπεσε βαριά στο έδαφος, νιώθοντας να της κόβεται η ανάσα καθώς βυθίστηκε με τα μούτρα μέσα στο χιόνι. Παλεύοντας να πάρει αέρα, σηκώθηκε στα πόδια της και τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη της. Η Σουώλοου είχε ουρλιάξει πριν σκοντάψει, πριν από αυτό το φοβερό σπάσιμο.

Ένας κουκουλοφόρος Αελίτης πρόβαλε μπροστά της από το πουθενά, χτυπώντας τη στον καρπό με το άκαμπτο χέρι του. Το μαχαίρι έπεσε από τα μουδιασμένα της δάχτυλα και, πριν προλάβει να επιχειρήσει να τραβήξει ένα άλλο με το αριστερό της χέρι, ο άντρας βρέθηκε επάνω της.

Άρχισε να παλεύει κλωτσώντας, χτυπώντας τον με τις γροθιές της, ακόμα και δαγκώνοντάς τον, αλλά ο τύπος ήταν εξίσου πλατύστερνος με τον Πέριν κι ένα κεφάλι ψηλότερος. Έμοιαζε επίσης εξίσου δυνατός, σύμφωνα με τις εντυπώσεις της Φάιλε. Λίγο απείχε από το να βάλει τα κλάματα από απόγνωση εξαιτίας αυτής της εξευτελιστικής ευκολίας με την οποία τη μεταχειριζόταν, παίρνοντάς της πρώτα όλα της τα μαχαίρια και τοποθετώντας τα πίσω από τη ζώνη του κι έπειτα χρησιμοποιώντας μια από τις δικές της λάμες για να της σκίσει τα ρούχα. Πριν ακόμα το καταλάβει καλά-καλά, βρέθηκε γυμνή στο χιόνι, με τους αγκώνες δεμένους πίσω από την πλάτη της με μία από τις κάλτσες της και με μια άλλη κάλτσα περασμένη γύρω από τον λαιμό της, σαν λουρί.

Δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει, αναρριγώντας και σκοντάφτοντας στο χιόνι. Το δέρμα της είχε ανατριχιάσει από το κρύο. Μα το Φως, πώς ήταν δυνατόν να πίστευε πως η σημερινή μέρα δεν θα ήταν και τόσο κρύα; Μα το Φως, μακάρι να κατόρθωνε κάποιος να δραπετεύσει με τα μαντάτα για τον Μασέμα! Και για να πληροφορήσει τον Πέριν σχετικά με την αιχμαλωσία της, βέβαια, αν και θα έβρισκε τρόπο να ξεφύγει. Τα πρώτα νέα ήταν πιο σημαντικά.

Το πρώτο πτώμα που είδε ήταν του Παρέλεαν, ο οποίος κειτόταν ανάσκελα με το ξίφος κρατημένο σε ένα τεντωμένο χέρι και με το αίμα να έχει απλωθεί σε όλη την επιφάνεια του κομψού πανωφοριού του με τα σατινένια ταινιωτά μανίκια. Υπήρχαν και πολλά άλλα πτώματα, Φτερωτοί Φρουροί με τους κόκκινους θώρακές τους, στρατιώτες της Αλιάντρε με σκουροπράσινες περικεφαλαίες, καθώς κι ένας από τους εκπαιδευτές γερακιών, με το κουκουλοφόρο πουλί να πεταρίζει μάταια για να ξεφύγει από τα λουριά που είχαν σκαλώσει στη γροθιά του νεκρού άντρα. Ωστόσο, κράτησε την ελπίδα μέσα της.

Οι πρώτοι αιχμάλωτοι που είδε, γονατισμένοι ανάμεσα σε μερικούς Αελίτες, άντρες και Κόρες με τα βέλα κατεβασμένα μέχρι το στήθος τους, ήταν η Μπάιν κι η Τσιάντ, γυμνές κι οι δύο, με τα χέρια λυτά κι ακουμπισμένα στα γόνατα. Το αίμα κυλούσε στο πρόσωπο της Μπάιν, κάνοντας τα φλογάτα της μαλλιά να κολλούν μεταξύ τους. Το αριστερό μάγουλο της Τσιάντ ήταν κοκκινισμένο και πρησμένο, ενώ τα γκρίζα της μάτια έμοιαζαν ελαφρώς απλανή. Ήταν κι οι δύο γονατισμένες εκεί, ευθυτενείς, ανέκφραστες κι αδιάντροπες, αλλά καθώς ο τεράστιος Αελίτης την ανάγκασε με βάναυσο τρόπο να πέσει στα γόνατα πλάι τους, εκείνες ανασηκώθηκαν.

«Δεν είναι δίκαιο, Σάιντο», μουρμούρισε θυμωμένα η Τσιάντ.

«Δεν ακολουθεί το τζι’ε’τόχ», γαύγισε η Μπάιν. «Δεν μπορείς να την κάνεις γκαϊ’σάιν».

«Οι γκαϊ’σάιν θα έκαναν ησυχία», αποκρίθηκε αφηρημένα μια γκριζομάλλα Κόρη. Η Μπάιν κι η Τσιάντ έριξαν περίλυπες ματιές προς το μέρος της Φάιλε και κατόπιν επανήλθαν στην ήρεμη αναμονή τους. Κουλουριασμένη και πασχίζοντας να κρύψει τη γύμνια της με τα γόνατά της, η Φάιλε δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει. Οι δύο γυναίκες που είχε διαλέξει για να τη βοηθήσουν να δραπετεύσει σε περίπτωση ανάγκης δεν κουνούσαν ούτε το δαχτυλάκι τους εξαιτίας του τζι’ε’τόχ.

«Θα το πω ξανά, Έφαλιν», μουρμούρισε ο άντρας που την είχε αιχμαλωτίσει. «Πρόκειται για τρέλα. Σχεδόν σερνόμαστε με αυτό το... χιόνι». Η λέξη βγήκε κάπως αμήχανα από τα χείλη του. «Υπάρχουν πολλοί οπλισμένοι άντρες εδώ. Θα έπρεπε να κινηθούμε ανατολικά, όχι να πάρουμε κι άλλους γκαϊ’σάιν για να μας καθυστερήσουν».

«Η Σεβάνα επιθυμεί κι άλλους γκαϊ’σάιν, Ρόλαν», απάντησε η γκριζομάλλα Κόρη. Συνοφρυώθηκε, και στα σκληρά, γκρίζα μάτια της φάνηκε για μια στιγμή η αποδοκιμασία.

Αναριγώντας, η Φάιλε βλεφάρισε, καθώς συνειδητοποίησε τα ονόματα που είχε ακούσει. Μα το Φως, το κρύο έκανε το μυαλό της να παίρνει όλο και λιγότερες στροφές. Η Σεβάνα Σάιντο. Βρίσκονταν στο Μαχαίρι του Σφαγέα, μακριά από δω, πέρα ίσως κι από τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου! Κι όμως ήταν εδώ, κάτι που θα έπρεπε να ξέρει ο Πέριν και που αποτελούσε επαρκή λόγο για να δραπετεύσει σύντομα. Οι πιθανότητες, πάντως, δεν ήταν πολλές, έτσι όπως καθόταν ζαρωμένη πάνω στο χιόνι, αναλογιζόμενη ποιο μέρος του κορμιού της θα πάγωνε πρώτο. Ο Τροχός εξισορροπούσε τη θυμηδία που ένιωθε για τα ρίγη της Μπερελαίν, κάνοντας τα να μοιάζουν με εκδίκηση εκ μέρους της. Η αλήθεια ήταν πως εποφθαλμιούσε το χοντρό μάλλινο χιτώνιο που φορούσε η γκαϊ’σάιν. Οι φυλακές της, πάντως, δεν το αποφάσιζαν να αναχωρήσουν. Περίμεναν κι άλλους αιχμαλώτους.

Πρώτη απ’ όλες φάνηκε η Μάιντιν, γυμνωμένη και δεμένη, όπως κι η Φάιλε, παλεύοντας να ξεφύγει σε κάθε της βήμα, μέχρι που η Κόρη που την έσπρωχνε την κλώτσησε ξαφνικά στα πόδια. Η Μάιντιν έπεσε κάτω βαριά, κάθισε στο χιόνι και τα μάτια της γούρλωσαν τόσο, που η Φάιλε θα γελούσε αν δεν ένιωθε λύπηση για τη γυναίκα. Ακολούθησε η Αλιάντρε, διπλωμένη στα δύο σε μια προσπάθεια να θωρακίσει τον εαυτό της, και κατόπιν η Αρέλα, που έμοιαζε μισοπαράλυτη από τη γύμνια της, σερνάμενη σχεδόν από δύο Κόρες. Στο τέλος, φάνηκε ένας ακόμα ψηλός Αελίτης με τη Λασίλ κάτω από το ένα του μπράτσο σαν πακέτο, η οποία κλωτσούσε τριγύρω μανιασμένα.

«Οι υπόλοιποι ή έχουν σκοτωθεί ή το έχουν σκάσει», είπε ο άντρας ρίχνοντας τη μικροκαμωμένη Καιρχινή δίπλα στη Φάιλε. «Η Σεβάνα θα πρέπει να μείνει ικανοποιημένη, Έφαλιν. Δίνει μεγάλη έμφαση στην εξεύρεση ανθρώπων που φορούν μεταξωτά».

Η Φάιλε δεν πρόφερε καμιά αντίσταση όταν τη σκούντησαν για να σηκωθεί όρθια και την έβαλαν επικεφαλής των άλλων κρατούμενων, να τους οδηγεί με κοπιαστικό βήμα μέσα στο χιόνι. Ήταν πολύ ζαλισμένη για να πολεμήσει. Ο Παρέλεαν ήταν νεκρός, η Αρέλα, η Λασίλ, η Αλιάντρε κι η Μάιντιν αιχμάλωτες. Μα το Φως, κάποιος έπρεπε να προειδοποιήσει τον Πέριν σχετικά με τον Μασέμα. Κάποιος έπρεπε να το κάνει, αλλιώς αυτό θα ήταν το τελικό χτύπημα. Κι αυτή ήταν εδώ, τρέμοντας και τρίζοντας τα δόντια της για να μην αρχίσει να βγάζει άναρθρες κραυγές, προσπαθώντας να προσποιηθεί πως δεν ήταν ολόγυμνη και δεμένη, καθ’ οδόν προς μια άγνωστη αιχμαλωσία. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έπρεπε να ελπίζει πως αυτή η προκλητική γατούλα —αυτή η σκυθρωπή τσούλα!— η Μπερελαίν, κατάφερε να το σκάσει για να ειδοποιήσει τον Πέριν. Συγκριτικά, αυτό ήταν και το χειρότερο.


Η Εγκουέν σπιρούνισε τον Ντάισαρ κατά μήκος της φάλαγγας των μυημένων έφιππων αδελφών ανάμεσα στις άμαξες και των —παρά το χιόνι— πεζών Αποδεχθεισών και μαθητευομένων. Ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό και τα σύννεφα ήταν ελάχιστα, αλλά η ανάσα έβγαινε σαν σπειροειδής ομίχλη από τα ρουθούνια του ευνουχισμένου της ζώου. Η Σέριαμ κι η Σιουάν βάδιζαν πίσω της συζητώντας σχετικά με όσα είχαν πληροφορηθεί από τους κατασκόπους της Σιουάν. Η Εγκουέν πίστευε πως η γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά ήταν πολύ αποτελεσματική Τηρήτρια από τότε που έμαθε πως δεν ήταν Άμερλιν, αλλά μέρα τη μέρα η Σέριαμ γινόταν όλο και πιο φίλεργη στα καθήκοντά της. Η Τσέσα ακολουθούσε με την κοντοπίθαρη φοράδα της, σε περίπτωση που η Άμερλιν επιθυμούσε κάτι κι, αντίθετα με αυτήν, όλο και κάτι μουρμούριζε για τη Μέρι και τη Σέλαμι που το είχαν σκάσει, τέτοιες αγνώμονες κι αχρείες που ήταν, αφήνοντάς τη να βγάλει δουλειά για τρεις. Κινούνταν με αργό ρυθμό κι η Εγκουέν πρόσεχε να μη ρίχνει ματιές προς τη φάλαγγα.

Είχε περάσει ένας μήνας στρατολόγησης, ένας μήνας όπου το βιβλίο των μαθητευομένων ήταν ανοικτό για οποιαδήποτε, κι η ανταπόκριση ήταν μεγάλη, ένας χείμαρρος γυναικών που ανυπομονούσαν να γίνουν Άες Σεντάι. Ήταν γυναίκες κάθε ηλικίας, μερικές εκ των οποίων κατέφθαναν από μίλια μακριά. Ο αριθμός των μαθητευομένων στη φάλαγγα ήταν αυτή τη στιγμή διπλάσιος από πριν. Σχεδόν χίλιες! Οι περισσότερες, βέβαια, δεν θα φορούσαν ποτέ το επώμιο, ωστόσο επρόκειτο για εντυπωσιακό νούμερο. Κάποιες από δαύτες μπορεί να προκαλούσαν μικροπροβλήματα, ενώ μια γιαγιά ονόματι Σαρίνα, με δυναμικό μεγαλύτερο ακόμα κι από της Νυνάβε, ξάφνιαζε τους πάντες. Ωστόσο, δεν ήταν το θέαμα της μάνας με την κόρη που λογόφερναν επειδή η κόρη θα γινόταν κάποια μέρα κατά πολύ δυνατότερη, ούτε το θέαμα δύο αριστοκρατισσών που είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι έκαναν λανθασμένη επιλογή ζητώντας να περάσουν τη δοκιμασία, ούτε καν οι ανησυχητικές και κοφτές ματιές της Σαρίνα. Η γκριζομάλλα γυναίκα υπάκουε σε κάθε κανόνα κι έδειχνε πάντα την ανάλογη εκτίμηση, ωστόσο διοικούσε την τεράστια οικογένειά της με τη επιβλητική ισχύ της παρουσίας της, κι υπήρχαν μερικές αδελφές που την απέφευγαν και την κοιτούσαν με μισό μάτι. Αυτό που δεν ήθελε να δει η Εγκουέν ήταν οι νεαρές γυναίκες που είχαν προσχωρήσει πριν από δυο μέρες. Οι δύο αδελφές που τις έφεραν ξαφνιάστηκαν και με το παραπάνω όταν ανακάλυψαν ότι η Εγκουέν είχε γίνει Άμερλιν, οι κηδεμόνες τους όμως δεν το πίστευαν, ούτε καν η ίδια η Εγκουέν αλ’Βέρ, η θυγατέρα του Δημάρχου από το Πεδίο του Έμοντ. Δεν επιθυμούσε να διατάξει να τιμωρηθεί κάποιος άσχετος, κάτι που θα ήταν αναγκασμένη να κάνει αν έβλεπε κάποιον άλλον να της βγάζει τη γλώσσα.

Ο Γκάρεθ Μπράυν είχε διευθετήσει κι αυτός τον στρατό του σε μορφή πλατιάς φάλαγγας, με το ιππικό και τους πεζούς να απλώνονται σε σειρές που χάνονταν ανάμεσα στα δέντρα. Ο ωχρός ήλιος έπεφτε πάνω στους θώρακες, στις περικεφαλαίες και στις άκρες των δοράτων, ενώ οι οπλές των αλόγων χτυπούσαν ανυπόμονα πάνω στο χιόνι.

Ο Μπράυν τσίγκλησε το ρωμαλέο του, καστανοκόκκινο άλογο για να τη συναντήσει πριν αυτή φτάσει στις Καθήμενες που περίμεναν καβάλα πάνω στα άλογά τους, σε ένα μεγάλο ξέφωτο μπροστά κι από τις δύο φάλαγγες. Της χαμογέλασε μέσα από τα διαχωριστικά της προσωπίδας, στην περικεφαλαία του, ένα χαμόγελο καθησυχαστικό, όπως το ερμήνευσε η ίδια. «Όμορφο πρωινό, Μητέρα», της είπε. «Εδώ».

Αυτή συγκατένευσε κι ο άντρας πήγε λίγο πιο πίσω, πλάι στη Σιουάν, η οποία δεν άρχισε να τον φτύνει αμέσως. Η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη τι είδους διακανονισμούς είχε κάνει η γυναίκα με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά σπάνια γκρίνιαζε πια όταν η Εγκουέν βρισκόταν σε απόσταση ακοής, και ποτέ όταν ήταν ο ίδιος παρών. Η Εγκουέν, πάντως, ήταν ευχαριστημένη που ο άντρας βρισκόταν μαζί τους. Η Έδρα της Άμερλιν δεν έπρεπε να δείχνει ότι είχε ανάγκη της επιβεβαίωσης ενός στρατηγού, αλλά σήμερα το πρωί το είχε μεγάλη ανάγκη.

Οι Καθήμενες είχαν παρατάξει σε σειρά τα άλογά τους στην περίμετρο των δέντρων και δεκατρείς ακόμα έφιππες αδελφές βρίσκονταν λίγο πιο πέρα παρακολουθώντας προσεκτικά τις Καθήμενες. Η Ρομάντα κι η Λελαίν σπιρούνισαν τα άλογά τους με μια συγχρονισμένη κίνηση κι η Εγκουέν δεν συγκράτησε έναν αναστεναγμό καθώς ζύγωναν, με τους μανδύες να ανεμίζουν και τις οπλές των αλόγων να τινάζουν τριγύρω χιόνι, λες και επιτίθονταν. Η Αίθουσα την υπάκουε γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Βέβαια, σε θέματα που αφορούσαν στον πόλεμο εναντίον της Ελάιντα είχαν κάμποσες επιλογές αλλά, μα το Φως, ήταν ικανές να λογομαχήσουν για το αν κάτι είχε σχέση ή όχι με τον πόλεμο. Κι όταν κάτι δεν είχε σχέση, ήταν πολύ εύκολο να το παραμερίσουν! Με μοναδική εξαίρεση τη Σαρίνα, θα μπορούσαν κάλλιστα να βρουν τρόπο να θέσουν τέλος στην αποδοχή γυναικών κάθε ηλικίας. Ακόμα κι η Ρομάντα είχε εντυπωσιαστεί από τη Σαρίνα.

Το ζευγάρι κάλπασε μπροστά της, αλλά πριν ακόμα προλάβουν να ανοίξουν τα στόματά τους, αυτή μίλησε. «Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με αυτό, κόρες, κι ας μη χάνουμε χρόνο με επιπόλαιες συζητήσεις. Αρχίστε». Η Ρομάντα ρουθούνισε ελαφρά κι η Λελαίν έμοιαζε να θέλει να κάνει το ίδιο.

Έστρεψαν τα άλογά τους ταυτόχρονα κι αγριοκοίταξαν για μια στιγμή η μία την άλλη. Τα γεγονότα του τελευταίου μήνα είχαν μεγεθύνει την αμοιβαία αντιπάθεια. Η Λελαίν τίναξε θυμωμένη το κεφάλι της, σαν σε παραδοχή, κι η Ρομάντα χαμογέλασε, μια αχνή καμπύλωση των χειλιών της. Η Εγκουέν χαμογέλασε κι αυτή. Αυτό το αμοιβαίο μίσος εξακολουθούσε να είναι το μεγαλύτερο όπλο της στην Αίθουσα.

«Η Έδρα της Άμερλιν σας προστάζει να ξεκινήσετε», ανακοίνωσε η Ρομάντα ανασηκώνοντας μεγαλόπρεπα το ένα της χέρι.

Το φως του σαϊντάρ ξεπήδησε γύρω κι από τις δεκατρείς αδελφές που βρίσκονταν κοντά στις Καθήμενες, και μια παχιά ασημιά χαρακιά εμφανίστηκε στο μέσον του ξέφωτου κι άρχισε να περιστρέφεται μέχρι που έγινε μια πύλη δέκα πόδια ψηλή κι εκατό πλατιά. Το χιόνι στροβιλίστηκε από την άλλη πλευρά. Δυνατές προσταγές υψώθηκαν ανάμεσα στους στρατιώτες κι οι πρώτοι θωρακισμένοι καβαλάρηδες πέρασαν από μέσα. Το στροβιλιζόμενο χιόνι πέρα από την πύλη ήταν πολύ πυκνό για να διακρίνει κανείς μακριά, ωστόσο η Εγκουέν φαντάστηκε πως διέκρινε τα Λαμπερά Τείχη της Ταρ Βάλον και τον ίδιο τον Λευκό Πύργο.

«Άρχισε, Μητέρα», είπε η Σέριαμ κι, από τον ήχο της φωνής της, έμοιαζε κάπως έκπληκτη.

«Άρχισε», συμφώνησε κι η Εγκουέν. Και με τη βοήθεια του Φωτός, η Ελάιντα σύντομα θα έπεφτε. Υποτίθεται πως έπρεπε να περιμένει μέχρι να την ειδοποιήσει ο Μπράυν ότι είχαν περάσει ήδη αρκετοί από τους στρατιώτες του, αλλά δεν συγκρατήθηκε. Βύθισε τα σπιρούνια της στα πλευρά του Ντάισαρ και ξεχύθηκε προς το μέρος της χιονόπτωσης, στην πεδιάδα όπου το Όρος του Δράκοντα ορθωνόταν κατάμαυρο, αναδίδοντας καπνούς που υψώνονταν με φόντο τον λευκό ουρανό.

Загрузка...