Robert Jordan Το Μονοπάτι των Αιχμών


Στα ψηλά, όλα τα μονοπάτια είναι στρωμένα με στιλέτα.

—Παλιά παροιμία των Σωντσάν.


Όποιος δειπνήσει με τους ισχυρούς, πρέπει να ανηφορίσει την ατραπό των στιλέτων.

—Ανώνυμη σημείωση που βρέθηκε γραμμένη με μελάνι στο περιθώριο ενός χειρόγραφου (που, όπως πιστεύεται, ανάγεται στην εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου) που εξιστορεί τις τελευταίες μέρες του Τοβάνιου Κονκλάβιου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Απατηλά Φαινόμενα

Η Εθένιελ είχε δει βουνά πιο χαμηλά από αυτούς τους ατυχώς βαφτισμένους Μαύρους Λόφους, μεγάλους ανισόπεδους σωρούς μισοθαμμένων ογκόλιθων με φιδογυριστά περάσματα, που τους διέτρεχαν σαν ιστοί αράχνης. Κάποια από εκείνα τα περάσματα θα έκαναν ακόμα και μια κατσίκα να δειλιάσει. Θα μπορούσε κανείς να ταξιδεύει επί τρεις ολόκληρες μέρες ανάμεσα στα μαραμένα από την ξηρασία δάση και στους λειμώνες με το καφετί γρασίδι χωρίς να παρατηρήσει πουθενά ούτε ίχνος ανθρώπινης εγκατάστασης και ξαφνικά να βρεθεί μισή μέρα απόσταση από εφτά ή οκτώ μικροσκοπικά χωριουδάκια, ξεχασμένα από τον κόσμο. Οι Μαύροι Λόφοι ήταν μέρος δύσβατο για τους αγρότες, μακριά από εμπορικές οδούς, και πολύ πιο κακοτράχαλο τώρα απ’ ό,τι συνήθως. Μια λιπόσαρκη λεοπάρδαλη που υπό άλλες συνθήκες θα έκοβε λάσπη στη θέα των ανθρώπων, τους παρατηρούσε από μια απότομη πλαγιά, ούτε σαράντα βήματα πιο κάτω, καθώς η γυναίκα την προσπερνούσε μαζί με τους πάνοπλους συνοδούς της. Στα δυτικά, τα όρνια έκοβαν υπομονετικούς κύκλους στον αέρα, σαν οιωνοί. Ούτε ένα συννεφάκι δεν κηλίδωνε τον κόκκινο σαν αίμα ήλιο, υπήρχαν ωστόσο κάποιου είδους σύννεφα· τείχη ολόκληρα από σκόνη, που υψώνονταν μόλις έπνεε ο καυτός άνεμος.

Με πενήντα από τους καλύτερους άντρες της να την ακολουθούν κατά πόδας, η Εθένιελ κάλπαζε ανέμελα και δίχως βιασύνη. Αντίθετα με τη σχεδόν θρυλική πρόγονό της, τη Σουράοα, δεν είχε την παραμικρή ψευδαίσθηση πως ο καιρός θα εισάκουγε τις προσευχές της απλώς επειδή ήταν η κάτοχος του Θρόνου των Νεφών, όσο δε για τη βιασύνη... Οι προσεκτικά κρυπτογραφημένες κι αυστηρά φυλαγμένες επιστολές συμφωνούσαν σχετικά με τη διαταγή της προέλασης, κάτι που είχε καθοριστεί από την ανάγκη κάθε ατόμου να ταξιδεύει χωρίς να τραβάει την προσοχή. Δεν ήταν εύκολο. Κάποιοι, μάλιστα, το είχαν θεωρήσει αδύνατο.

Συνοφρυωμένη, σκέφτηκε πόσο τυχερή ήταν που είχε κατορθώσει να έρθει μέχρις εδώ χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσει κανέναν, αποφεύγοντας εκείνα τα μικροσκοπικά χωριά, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε επιπλέον μέρες ταξιδιού. Τα ελάχιστα Ογκιρανά στέντιγκ δεν παρουσίασαν κανένα πρόβλημα —οι Ογκιρανοί δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στις υποθέσεις των ανθρώπων, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, και τελευταία φαινόταν ότι αδιαφορούσαν ακόμα πιο πολύ— αλλά τα χωριά... Παραήταν μικρά για να κρύψουν τους κατασκόπους του Λευκού Πύργου ή αυτού του τύπου που ισχυριζόταν πως ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας — και ίσως ήταν· η Εθένιελ δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιο από τα δύο θα ήταν χειρότερο —ωστόσο, όλο και διάφοροι γυρολόγοι κατέφθαναν. Οι γυρολόγοι, εκτός από εμπόρευμα, κουβαλούσαν στην πραμάτεια τους και μπόλικο κουτσομπολιό, που δεν δίσταζαν να το ψιθυρίσουν σε άλλους κι εκείνοι με τη σειρά τους σε άλλους. Έτσι, οι φήμες απλώνονταν σαν διακλαδιζόμενο ποτάμι μέσω των Μαύρων Λόφων στον έξω κόσμο. Λίγες λέξεις αρκούσαν ώστε ένας απλοϊκός κι ασήμαντος βοσκός να ανάψει τη δάδα των διαδόσεων που θα φαινόταν πεντακόσιες λεύγες μακρύτερα. Τη δάδα που έσπερνε τον όλεθρο σε δάση και λιβάδια, ίσως ακόμα σε πόλεις ή σε ολόκληρα έθνη.

«Έκανα όντως τη σωστή επιλογή, Σεράιλα;» Ενοχλημένη από τον ίδιο της τον εαυτό, η Εθένιελ μόρφασε. Μπορεί να μην ήταν πια κοριτσάκι, αλλά η ελαφριά γκριζάδα στα μαλλιά της δεν σήμαινε πως ήταν αρκετά μεγάλη για να αφήνει τη γλώσσα της να προτρέχει της διανοίας της. Παρ’ όλο που η απόφαση είχε πλέον παρθεί, τριβέλιζε διαρκώς το μυαλό της. Μα την αλήθεια του Φωτός, δεν ένιωθε τόσο αδιάφορη όσο θα ήθελε να είναι.

Η Πρώτη Σύμβουλος της Εθένιελ σπιρούνισε την καστανόχρωμη φοράδα της για να πλησιάσει περισσότερο το καλοθρεμμένο μαύρο άτι της Βασίλισσας. Το στρογγυλό της πρόσωπο γαλήνιο, τα σκοτεινά της μάτια σκεφτικά· η Αρχόντισσα Σεράιλα θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σύζυγος αγρότη που την είχαν ντύσει ξαφνικά με το φόρεμα ιππασίας μιας αριστοκράτισσας, αλλά το μυαλό πίσω από αυτά τα κοινά κι ιδρωμένα χαρακτηριστικά ήταν εξίσου κοφτερό με οποιασδήποτε Άες Σεντάι. «Κι οι υπόλοιπες επιλογές έκρυβαν ρίσκα, διαφορετικής μεν μορφής αλλά καθόλου λιγότερα», απάντησε ήρεμα. Εύσαρκη αλλά γεμάτη χάρη πάνω στη σέλα, όπως κι όταν χόρευε, η Σεράιλα πάντα ήταν πράα. Όχι γλυκανάλατη ή ανειλικρινής· απλώς ολότελα ατάραχη. «Όποια κι αν είναι η αλήθεια, Μεγαλειοτάτη, ο Λευκός Πύργος φαίνεται να έχει παραλύσει και να καταρρέει. Θα μπορούσατε να έχετε καθίσει και να χαζεύετε τη Μάστιγα ενώ ο κόσμος γκρεμιζόταν γύρω σας. Αν ήσαστε κάποια άλλη, αυτό θα κάνατε».

Η απλή αναγκαιότητα να δράσει. Αυτό ήταν που την είχε φέρει μέχρις εδώ; Όπως και να είχε, αν ο Λευκός Πύργος δεν επρόκειτο ή δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει αυτό που έπρεπε, τότε θα χρειαζόταν να το αναλάβει κάποιος άλλος. Τι νόημα είχε να φρουρεί τη Μάστιγα, από τη στιγμή που ο κόσμος πίσω της κατέρρεε;

Η Εθένιελ κοίταξε τον λυγερόκορμο άντρα που ίππευε από την άλλη πλευρά. Οι λευκές λωρίδες στους κροτάφους τού προσέδιδαν έναν αέρα υπεροψίας, ενώ το διακοσμημένο και θηκαρωμένο Ξίφος της Κίρουκαν αναπαυόταν στο κοίλωμα του βραχίονά του. Έτσι το αποκαλούσαν, όπως και να ’χει, κι ίσως κάποτε το κράδαινε η θρυλική πολεμίστρια Βασίλισσα του Αραμαέλ. Η λάμα ήταν αρχαία, σφυρηλατημένη με τη Μία Δύναμη υποστήριζαν μερικοί. Όπως απαιτούσε η παράδοση, το σφαίρωμα με τις δυο λαβές ήταν στραμμένο προς το μέρος της Εθένιελ, μολονότι η ίδια δεν σκόπευε να χρησιμοποιήσει το ξίφος σαν καμιά θερμόαιμη Σαλδαία. Μια βασίλισσα υποτίθεται πως πρέπει να σκέφτεται, να ηγείται και να προστάζει, πράγματα που δεν θα κατάφερνε αν προσπαθούσε παράλληλα να κάνει ό,τι οποιοσδήποτε στρατιώτης της θα έκανε καλύτερα. «Κι εσύ, Ξιφοκουβαλητή;» ρώτησε. «Μήπως έχεις καθόλου ενδοιασμούς της τελευταίας στιγμής;»

Ο Άρχοντας Μπάλντερε συστράφηκε πάνω στη χρυσοποίκιλτη σέλα του κι έριξε μια ματιά πίσω, στα λάβαρα που κρατούσαν οι ιππείς, τα οποία ήταν τυλιγμένα σε κατεργασμένο δέρμα και κεντητό βελούδο. «Δεν μου αρέσει να κρύβω ποιος είμαι, Μεγαλειοτάτη», αποκρίθηκε νευρικά κορδώνοντας το ανάστημά του. «Ο κόσμος σύντομα θα μάθει ποιοι είμαστε και τι έχουμε κάνει. Ή, τουλάχιστον, τι προσπαθήσαμε να κάνουμε. Ή θα πεθάνουμε ή θα μείνουμε στην ιστορία ή και τα δύο, οπότε καλύτερα να ξέρουν ποια ονόματα να γράψουν». Ο Μπάλντερε ήταν δηκτικός κι έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μουσική ή το ντύσιμό του παρά για οτιδήποτε άλλο — αυτό το καλοραμμένο μπλε πανωφόρι ήταν ήδη το τρίτο που φορούσε μέσα στην ίδια μέρα. Όπως όμως συνέβαινε και με τη Σεράιλα, τα φαινόμενα απατούσαν. Ο Ξιφοκουβαλητής του Θρόνου των Νεφών είχε ευθύνες πολύ βαρύτερες από το ξίφος στο στολισμένο θηκάρι του. Από τον θάνατο του συζύγου της Εθένιελ πριν από είκοσι περίπου χρόνια κι έκτοτε, ο Μπάλντερε διοικούσε για λογαριασμό της τις στρατιές του Κάντορ στο πεδίο της μάχης κι οι πιο πολλοί από τους στρατιώτες της θα τον ακολουθούσαν χωρίς δισταγμό ακόμα και στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ. Δεν περιλαμβανόταν ανάμεσα στους σημαντικότερους διοικητές, μα γνώριζε καλά πότε να πολεμά και πότε όχι, όπως επίσης πώς να φτάνει στη νίκη.

«Το σημείο συνάντησης πρέπει να βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας», είπε η Σεράιλα ξαφνικά. Ακριβώς τότε, η Εθένιελ πρόσεξε τον ανιχνευτή που είχε στείλει ο Μπάλντερε· ο πονηρός τύπος, με το όνομα Λόμας και με μια αλεπουδοκεφαλή ως έμβλημα στο κράνος του, έφτανε στο ψηλότερο σημείο του μονοπατιού που ανοιγόταν μπροστά. Γέρνοντας το ακόντιο, έκανε την κίνηση που δήλωνε ότι «το σημείο συνάντησης είναι ορατό».

Ο Μπάλντερε έστρεψε το βαρύ μουνούχι του και βροντοφώναξε μια διαταγή για να σταματήσει η συνοδεία — μπορούσε να βροντοφωνάξει όταν το ήθελε. Κατόπιν, σπιρούνισε το καστανοκόκκινο άλογό του για να προφτάσει την Εθένιελ και τη Σεράιλα. Επρόκειτο για μια συνάντηση μεταξύ μακροχρόνιων συμμάχων, αλλά καθώς προσπερνούσαν τον Λόμας, ο Μπάλντερε έδωσε στον άντρα με το ισχνό πρόσωπο μια κοφτή διαταγή να «Παρακολουθεί και να αναμεταδίδει»· αν κάτι πήγαινε στραβά, ο Λόμας θα έπρεπε να κάνει σήμα στη συνοδεία να φανερώσει τη βασίλισσα.

Η Εθένιελ αναστέναξε ελαφρά όταν η Σεράιλα ένευσε καταφατικά στο άκουσμα της διαταγής. Μπορεί να ήταν σύμμαχοι επί μακρόν, αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι κι οι υποψίες μαζεύονταν σαν τις μύγες στην κοπριά. Αυτό που σκόπευαν να κάνουν ανακάτευε την κοπριά κι έκανε τις μύγες να πετούν σαν τρελές ολόγυρα. Οι ηγέτες του Νότου που είχαν πεθάνει ή εξαφανιστεί μέσα στην περασμένη χρονιά ήταν τόσοι, ώστε η ίδια δεν μπορούσε να νιώθει ασφαλής επειδή απλώς φορούσε ένα στέμμα. Πάρα πολλές περιοχές είχαν καταστραφεί εκ θεμελίων, λες κι είχε περάσει από πάνω τους ένας ολόκληρος στρατός Τρόλοκ. Όποιος κι αν ήταν αυτός ο αλ’Θόρ, έπρεπε να δώσει πολλές απαντήσεις. Πολλές.

Πέρα από τον Λόμας, το μονοπάτι ανοιγόταν σε ένα ρηχό βαθούλωμα, πολύ μικρό για να το αποκαλέσει κανείς κοιλάδα, με δέντρα πολύ αραιά διεσπαρμένα για να το αποκαλέσει κανείς λόχμη. Οι χαμοδάφνες, οι ερυθρελάτες και τα πεύκα με τα βελονωτά φύλλα μαζί με μερικές βελανιδιές διατηρούσαν μια χροιά πράσινου, όμως η υπόλοιπη βλάστηση καλυπτόταν από μια καφετιά απόχρωση, ενώ τα κλαδιά πολλών δέντρων ήταν εντελώς γυμνά. Στα νότια, ωστόσο, υπήρχε αυτό που έκανε το συγκεκριμένο σημείο καλή επιλογή για συγκέντρωση. Ένας λεπτός οβελίσκος σαν κολόνα λαμπερής χρυσαφιάς δαντέλας υψωνόταν γερτός κι εν μέρει θαμμένος στη γυμνή πλαγιά του λόφου, με περίπου εβδομήντα πόδια του ύψους του να προεξέχουν από τις δεντροκορφές. Κάθε παιδί των Μαύρων Λόφων, αρκετά μεγάλο για να δένει τα κορδόνια του, ήξερε γι’ αυτόν, αλλά σε διάστημα τεσσάρων ημερών ταξιδιού δεν υπήρχε ούτε ένα χωριό και δεν θα έβρισκες άνθρωπο πρόθυμο να πλησιάσει σε ακτίνα μικρότερη των δέκα μιλίων. Οι ιστορίες αυτού του τόπου μιλούσαν για τρελά οράματα, για περιπλανώμενους νεκρούς και για τον θάνατο που ελλόχευε αν άγγιζες τον οβελίσκο.

Η Εθένιελ δεν θεωρούσε τον εαυτό της φαντασιόπληκτο, ωστόσο ανατρίχιασε ελαφρά. Η Νίαν υποστήριζε ότι ο οβελίσκος δεν ήταν παρά ένα άκακο απομεινάρι της Εποχής των Θρύλων. Με λίγη τύχη, οι Άες Σεντάι δεν θα είχαν κανένα λόγο να θυμηθούν αυτήν την παλιά συζήτηση. Κρίμα που δεν μπορούσες να κάνεις τους νεκρούς να περπατήσουν εδώ. Ο θρύλος έλεγε πως η Κίρουκαν είχε αποκεφαλίσει έναν ψεύτικο Δράκοντα με τα ίδια της τα χέρια κι ότι είχε γεννήσει δύο γιους με κάποιον άλλον άντρα ικανό να διαβιβάζει. Ή ίσως με τον ίδιο. Θα πρέπει να ήξερε πώς να πηγαίνει με τα νερά τους και να επιβιώνει.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δύο πρώτοι από εκείνους που είχε έρθει να συναντήσει η Εθένιελ την περίμεναν, καθένας με δύο ακολούθους. Ο Πάιταρ Νάτσιμαν είχε πολύ περισσότερες ρυτίδες στο μακρόστενο πρόσωπό του από τον εντυπωσιακό και μεγαλύτερο ομορφάντρα που θαύμαζε όταν ήταν κοριτσάκι, για να μην αναφέρουμε πως τα μαλλιά του είχαν αραιώσει κι ήταν πια ως επί το πλείστον γκρίζα. Ευτυχώς, είχε έγκαταλείψει τις πλεξούδες, τη χαρακτηριστική μόδα των Αραφελινών, και τα μαλλιά του τώρα ήταν κοντοκομμένα. Καθόταν στητός πάνω στη σέλα του, ενώ οι ώμοι του δεν χρειάζονταν βάτες μέσα από εκείνον τον κεντητό πράσινο μεταξωτό επενδύτη. Η ίδια γνώριζε καλά πως ο άντρας διέθετε ακόμα την ικανότητα να χειρίζεται με σθένος κι επιδεξιότητα το ξίφος που κρεμόταν στον μηρό του. Ο Ήζαρ Τογκίτα, με το τετραγωνισμένο πρόσωπο, το κρανίο τελείως ξυρισμένο εκτός από μια λευκή τούφα και με το απέριττο πανωφόρι του στο χρώμα του μπρούντζου, ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός και πιο μικροκαμωμένος από τον Βασιλιά του Άραφελ· μολαταύτα, έκανε τον Πάιταρ να μοιάζει σχεδόν ασθενικός. Ο Ήζαρ του Σίναρ δεν ήταν συνοφρυωμένος —αν μη τι άλλο, μια χροιά θλίψης έμοιαζε να βαραίνει μόνιμα τη ματιά του— όμως κάλλιστα θα μπορούσε να είναι φτιαγμένος από το μέταλλο που είχε χρησιμοποιηθεί για το μακρύ ξίφος που βρισκόταν ζωσμένο στην πλάτη του. Η γυναίκα εμπιστευόταν και τους δυο τους — κι ήλπιζε πως οι οικογενειακοί τους σύνδεσμοι θα βοηθούσαν στην εξασφάλιση αυτής της εμπιστοσύνης. Οι συμμαχίες μέσω γάμων ανέκαθεν ένωναν με τόσο ισχυρούς δεσμούς τους Μεθορίτες όσο κι ο κοινός τους πόλεμος εναντίον της Μάστιγας· η Εθένιελ είχε μια θυγατέρα παντρεμένη με τον τρίτο γιο του Ήζαρ, έναν γιο νυμφευμένο με την αγαπημένη εγγονή του Πάιταρ, καθώς επίσης έναν αδελφό και δύο αδελφές έγγαμους στους Οίκους τους.

Οι ακόλουθοι τους φάνταζαν τόσο διαφορετικοί όσο κι οι βασιλιάδες τους. Όπως πάντα, ο Ισιγκάρι Τεράσιαν έμοιαζε σαν να είχε μόλις συνέλθει από τη χαύνωση της μέθης. Ποτέ της δεν είχε δει τόσο χοντρό άντρα πάνω σε σέλα· το φίνο κόκκινο πανωφόρι του ήταν τσαλακωμένο, τα μάτια του τσιμπλιασμένα, τα μάγουλά του αξύριστα. Σε πλήρη αντίθεση ο Κύριλ Σιάνρι· ψηλός, λεπτός και κομψός σχεδόν όσο ο Μπάλντερε, παρά τη σκόνη και τον ιδρώτα στο πρόσωπό του, είχε ασημένιες καμπανούλες στο πάνω μέρος από τις μπότες του, στα γάντια του και κάμποσες δεμένες στις πλεξούδες του. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η συνήθης έκφραση δυσαρέσκειας κι είχε έναν τρόπο να αντικρίζει μονίμως με βλέμμα παγερό οποιονδήποτε εκτός από τον Πάιταρ. Στην πραγματικότητα, ο Σιάνρι ήταν ανόητος από πολλές απόψεις —οι Αραφελινοί βασιλιάδες σπανίως έδιναν την εντύπωση πως άκουγαν τους συμβούλους τους, στηριζόμενοι κυρίως σε όσα έλεγαν οι βασίλισσες τους— αλλά αυτός εδώ ήταν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι έβλεπες με την πρώτη ματιά. Ο Αγκελμαρ Τζάγκαντ θα μπορούσε να είναι μια ογκωδέστερη εκδοχή του Ήζαρ· ένας απλός κι απέριττα ντυμένος άντρας, φτιαγμένος από πέτρα κι ατσάλι, που κουβαλούσε επάνω του περισσότερα όπλα από τον ίδιον τον Μπάλντερε, ένας ξαφνικός θάνατος έτοιμος να εξαπολυθεί. Η Άλεζουν Τσούλιν ήταν τόσο λυγερή όσο εύσωμη ήταν αντιστοίχως η Σεράιλα, χαριτωμένη σε αντίθεση με την ανεπιτήδευτη φυσιογνωμία της δεύτερης, κι ορμητική εκεί που η άλλη γυναίκα ήταν ατάραχη. Η Άλεζουν φάνταζε γεννημένη μέσα στα όμορφα γαλάζια μετάξια που φορούσε. Καλό θα ήταν να θυμάται πόσο μεγάλο λάθος θα έκανε αν έκρινε τη Σεράιλα από την εξωτερική της εμφάνιση και μόνο.

«Ειρήνη κι είθε το Φως να σε ευλογεί, Εθένιελ του Κάντορ», είπε τραχιά ο Ήζαρ, καθώς η Εθένιελ σταματούσε το άλογό της μπροστά τους, και την ίδια στιγμή ο Πάιταρ αναφώνησε μελωδικά: «Είθε το Φως να σε προστατεύει, Εθένιελ του Κάντορ». Η φωνή του Πάιταρ εξακολουθούσε να κάνει τις καρδιές των γυναικών να χτυπούν πιο γρήγορα, όπως και της συζύγου του, η οποία ήξερε πως της ήταν αφοσιωμένος ψυχή και σώμα. Η Εθένιελ αμφέβαλλε αν η Μενούκι είχε ζηλέψει ποτέ ή αν είχε κάποιον λόγο να ζηλέψει.

Τους χαιρέτησε με τη σειρά της εν συντομία και τόνισε: «Ελπίζω πως ήρθατε μέχρις εδώ χωρίς να σας εντοπίσει κανείς».

Ο Ήζαρ ρουθούνισε κι έγειρε στη σέλα του κοιτώντας τη βλοσυρά. Ήταν σκληροτράχηλος άντρας, αλλά, παρά το ότι είχε μείνει χήρος εδώ κι έντεκα χρόνια, εξακολουθούσε να πενθεί. Μέχρι και ποιήματα είχε γράψει για τη γυναίκα του. Συχνά, τα πράγματα δεν είναι αυτά που δείχνουν. «Αν μας έχουν δει, Εθένιελ», μούγκρισε, «καλύτερα να επιστρέψουμε αμέσως».

«Θες κιόλας να επιστρέψεις;» Συνδυάζοντας τον τόνο της φωνής του με ένα απότομο τίναγμα των θυσανωτών χαλινών, ο Σιάνρι κατάφερε να αναμείξει την αποστροφή του με αρκετή ευγένεια, έτσι ώστε να μην προκαλέσει. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Άγκελμαρ τον κοίταξε ψυχρά μετακινούμενος αδιόρατα πάνω στη σέλα του, ένας άντρας που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να θυμηθεί πού βρισκόταν το κάθε του όπλο. Μπορεί να ήταν παλιοί σύμμαχοι στις μάχες εναντίον της Μάστιγας, μα αυτές οι νέες υποψίες στριφογύριζαν ανάμεσά τους.

Το άλογο της Άλεζουν χόρεψε, μια γκρίζα φοράδα ψηλή όσο ένα πολεμικό άτι. Οι λεπτές άσπρες λωρίδες στα μακριά μαύρα μαλλιά της έδιναν την εντύπωση λοφίου σε περικεφαλαία, ενώ η ματιά της σε έκανε να ξεχνάς πως οι Σιναρανές ούτε εκπαιδεύονταν στα όπλα ούτε συμμετείχαν σε μονομαχίες. Ως προς το αξίωμα, ήταν απλώς η σαταγιάν τού βασιλικού οίκου. Ωστόσο, όποιος νόμιζε πως η επιρροή μιας ή ενός σαταγιάν περιοριζόταν μόνο σε εντολές προς τους μάγειρες, τις υπηρέτριες και τους σιτιστές, έκανε μεγάλο λάθος. «Η απερισκεψία δεν έχει καμιά σχέση με το θάρρος, Άρχοντα Σιάνρι. Αφήσαμε τη Μάστιγα σχεδόν αφρούρητη. Αν αποτύχουμε, ίσως ακόμη κι αν πετύχουμε, τα κεφάλια κάποιων από εμάς μπορεί να βρεθούν καρφωμένα σε παλούκια. Ίσως όλων μας. Θα το φροντίσει ο Λευκός Πύργος, αν όχι ο ίδιος ο αλ’Θόρ».

«Η Μάστιγα φαίνεται να βρίσκεται σε λήθαργο», μουρμούρισε ο Τεράσιαν, και τα μουστάκια του έβγαλαν έναν εκνευριστικό ήχο καθώς έξυσε το σαρκώδες πηγούνι του. «Ποτέ μου δεν την έχω ξαναδεί τόσο ήσυχη».

«Η Σκιά δεν κοιμάται ποτέ», αποκρίθηκε ο Τζάγκαντ κι ο Τεράσιαν ένευσε συλλογισμένος. Ο Αγκελμαρ ήταν ο καλύτερος στρατηγός ανάμεσά τους, ένας από τους καλύτερους απανταχού, αλλά το γεγονός πως ο Τεράσιαν είχε γίνει το δεξί χέρι του Πάιταρ δεν οφειλόταν στο ότι ήταν καλός συμπότης.

«Αυτό που έχω αφήσει πίσω μπορεί να φρουρεί τη Μάστιγα, μια κι οι Πόλεμοι των Τρόλοκ έχουν πια τελειώσει», είπε η Εθένιελ με σταθερή φωνή. «Θέλω να πιστεύω πως όλοι σας έχετε κάνει το καλύτερο δυνατόν, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Υπάρχει κανείς που να νομίζει πως όντως πρέπει να επιστρέψουμε;» Ο τόνος της φωνής της σε αυτήν την ερώτηση ήταν κάπως ξερός, αφού δεν περίμενε να αποκριθεί κανείς, αλλά κάποιος ρώτησε.

«Να επιστρέψουμε;» ακούστηκε η απαιτητική κι οξεία φωνή μιας γυναίκας πίσω της. Η Τενόμπια της Σαλδαία έφθασε καλπάζοντας στη μάζωξη, τραβώντας τα γκέμια του λευκού ευνουχισμένου της αλόγου, έτσι που αυτό σηκώθηκε επιβλητικό στα πίσω του πόδια. Πυκνές σειρές από μαργαριτάρια κατηφόριζαν τα σκούρα γκρίζα μανίκια του στενού φορέματος ιππασίας, ενώ σπειροειδή χρυσοκόκκινα κεντήματα κάλυπταν το υπόλοιπο ρούχο, δίνοντας έμφαση στη λεπτότητα της μέσης και στην καμπυλότητα του στήθους της. Ψηλή για γυναίκα, κατάφερνε να είναι χαριτωμένη, αν όχι όμορφη, παρά την επιεικώς έντονη μύτη της. Σίγουρα αυτήν την εντύπωση ενίσχυαν και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με το βαθυγάλαζο χρώμα, αλλά το ίδιο έκανε κι η αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε, κάνοντάς τη σχεδόν να λάμπει. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Βασίλισσα της Σαλδαία συνοδευόταν μόνο από τον Κάλυαν Ράμσιν, κάποιον από τους πολυάριθμους θείους της, έναν βλογιοκομμένο γκριζομάλλη άντρα με πρόσωπο αετού και πυκνά μουστάκια που καμπύλωναν γύρω από το στόμα του. Η Τενόμπια Καζάντι ανεχόταν το συμβούλιο των στρατιωτών αλλά κανέναν άλλον. «Δεν πρόκειται να επιστρέψω», συνέχισε με ενθουσιασμό, «ό,τι κι αν κάνετε εσείς οι υπόλοιποι. Έστειλα τον αγαπητό μου Θείο Ντάβραμ να μου φέρει το κεφάλι εκείνου του ψεύτικου Δράκοντα, του Μάζριμ Τάιμ, με αποτέλεσμα κι οι δυο τους να ακολουθούν τώρα αυτόν τον αλ’Θόρ, αν μπορώ να πιστέψω τα μισά απ’ όσα λέγονται. Έχω σχεδόν πενήντα χιλιάδες άντρες πίσω μου κι, ό,τι κι αν αποφασίσετε, εγώ δεν πρόκειται να οπισθοχωρήσω μέχρι ο θείος μου κι ο αλ’Θόρ να μάθουν για τα καλά ποιος εξουσιάζει τη Σαλδαία».

Η Εθένιελ αντάλλαξε ματιές με τη Σεράιλα και τον Μπάλντερε καθώς ο Πάιταρ κι ο Ήζαρ άρχισαν να εξηγούν στην Τενόμπια πως επίσης σκόπευαν να προχωρήσουν. Η Σεράιλα κούνησε ελάχιστα το κεφάλι της κι ανασήκωσε αδιόρατα τους ώμους της. Ο Μπάλντερε στριφογύρισε τα μάτια του προς τα επάνω χωρίς να νοιαστεί αν τον έβλεπαν. Η Εθένιελ δεν ήλπιζε ακριβώς πως η Τενόμπια θα αποφάσιζε τελικά να μείνει μακριά, αλλά η κοπέλα σίγουρα θα δυσκόλευε την κατάσταση.

Ήταν παράξενοι αυτοί οι Σαλδαίοι —η Εθένιελ συχνά αναρωτιόταν πως κατάφερνε η αδελφή της, η Έινον, να τα πηγαίνει τόσο καλά στον γάμο της με έναν από τους θείους της Τενόμπια— αλλά η βασίλισσα τους κατόρθωνε να φτάνει αυτήν την παραδοξότητα στα άκρα. Κάθε Σαλδαίος ήταν επιρρεπής στην επιδεικτικότητα, μα η Τενόμπια απολάμβανε να σοκάρει τους Ντομανούς και να κάνει τους Αλταρανούς να φαίνονται μονότονοι. Η ιδιοσυγκρασία των Σαλδαίων ήταν θρυλική· η δική της ήταν σαν πυρκαγιά φουντωμένη από τον άνεμο και δεν ήξερες πότε θα ξεσπούσε. Η Εθένιελ δεν ήθελε καν να σκέφτεται τη δυσκολία τού να αναγκάσει τη γυναίκα αυτή να ακούσει τη φωνή της λογικής, από τη στιγμή που απεχθανόταν κάτι τέτοιο. Μόνο ο Ντάβραμ Μπασίρε τα είχε καταφέρει. Αλλά τότε προέκυψε θέμα γάμου.

Η Τενόμπια ήταν ακόμη νέα, μολονότι χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικία που θα έπρεπε να είχε παντρευτεί. Ο γάμος αποτελούσε καθήκον κάθε μέλους ενός κυβερνώντος Οίκου, πόσω μάλλον του ίδιου του ηγεμόνα· έπρεπε να συσταθούν συμμαχίες και να προκύψει διάδοχος. Ωστόσο, η Εθένιελ ποτέ δεν είχε βάλει υπ’ όψιν της αυτό το κορίτσι για κάποιον από τους γιους της. Οι αξιώσεις της Τενόμπια από έναν σύζυγο δεν υστερούσαν διόλου των υπόλοιπων ιδιοτροπιών της. Θα έπρεπε να είναι ικανός να αντιμετωπίσει και να σφαγιάσει μια ντουζίνα Μυρντράαλ στο άψε σβήσε. Παράλληλα, θα έπαιζε άρπα και θα έγραφε ποίηση. Θα έπρεπε με την ευφράδειά του να προκαλεί σύγχυση στους λόγιους, ενώ συγχρόνως θα κατηφόριζε με το άλογό του μια απότομη πλαγιά. Ή θα την ανηφόριζε. Φυσικά, επιβαλλόταν να της δείχνει απόλυτη υποταγή —στο κάτω-κάτω, βασίλισσα ήταν— εκτός από μερικές περιπτώσεις που η Τενόμπια θα επιθυμούσε να την αγνοεί επί τούτου και να την παίρνει σηκωτή στον έναν ώμο του. Αυτά ακριβώς ήθελε! Και το Φως να βοηθούσε τον άντρα που θα διάλεγε να την αγνοήσει όταν εκείνη ήθελε υποταγή ή να υποταχθεί στη θέληση της όταν η ίδια επιθυμούσε κάτι άλλο. Ποτέ της δεν αναφέρθηκε ανοικτά σε αυτό το θέμα, αλλά κάθε λογική γυναίκα που την είχε ακούσει να μιλάει για άντρες εύκολα έβγαζε τα συμπεράσματά της. Η Τενόμπια ήταν καταδικασμένη να πεθάνει παρθένα. Πράγμα που σήμαινε πως θα τη διαδεχόταν ο θείος Ντάβραμ ή αλλιώς, αν δεν τον άφηνε να ζήσει ύστερα απ’ όλα αυτά, ο διάδοχός του.

Τα αυτιά της Εθένιελ έπιασαν κάποιες λέξεις κι η γυναίκα ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα. Δεν ήταν συνετό να χάνεται στις σκέψεις της· διακυβεύονταν πάρα πολλά. «Άες Σεντάι;» ρώτησε κοφτά. «Είπατε κάτι για τις Άες Σεντάι;» Πλην του Πάιταρ, όλοι οι σύμβουλοι του Λευκού Πύργου είχαν φύγει στο άκουσμα των αναταραχών που ξέσπασαν στον Πύργο, ενώ τόσο η δική της, η Νίαν, όσο κι η Έιζλινγκ του Ήζαρ, είχαν γίνει άφαντες. Αν οι Άες Σεντάι είχαν υποψιαστεί κάτι σχετικά με τα σχέδιά τους... Βέβαια, οι Άες Σεντάι πάντα έκαναν δικά τους σχέδια. Πάντα. Δεν θα της άρεσε διόλου να ανακαλύψει πως έβαζε τα χέρια της μέσα σε δύο σφηκοφωλιές, όχι μόνο σε μία.

Ο Πάιταρ ανασήκωσε τους ώμους του μοιάζοντας κάπως αμήχανος. Όσα άκουγε δεν ήταν ασήμαντα· όπως κι η Σεράιλα, δεν άφηνε τίποτα να τον αναστατώσει. «Δεν πιστεύω να περίμενες ότι θ’ άφηνα πίσω την Κολαντάρα, Εθένιελ», αποκρίθηκε σε ήπιο τόνο, «ακόμα κι αν είχα κρατήσει μυστικές από αυτήν τις προπαρασκευές». Όχι, δεν το περίμενε. Η αγαπημένη του αδελφή ήταν Άες Σεντάι κι η Κιρούνα του είχε εμπνεύσει μια βαθιά συμπάθεια για τον Πύργο. Η Εθένιελ δεν περίμενε κάτι τέτοιο, αλλά το ήλπιζε. «Η Κολαντάρα είχε επισκέπτριες», συνέχισε ο άντρας. «Εφτά τον αριθμό. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν πολύ συνετό να τις φέρει μαζί. Ευτυχώς, δεν χρειάζονται πολλή πειθώ. Καθόλου, για την ακρίβεια».

«Είθε το Φως να φωτίζει και να διαφυλάσσει τις ψυχές μας», είπε η Εθένιελ κοντανασαίνοντας κι άκουσε την ηχώ της ευχής της από τα στόματα της Σεράιλα και του Μπάλντερε. «Οκτώ αδελφές, Πάιταρ; Οκτώ;» Ο Λευκός Πύργος σίγουρα θα γνώριζε πλέον κάθε τους στοχευμένη κίνηση,

«Κι εγώ έχω ακόμα πέντε», ανακοίνωσε η Τενόμπια, σαν να ανέφερε πως είχε ένα καινούργιο ζευγάρι πασούμια. «Με βρήκαν λίγο προτού φύγω από τη Σαλδαία, σίγουρα κατά τύχη. Έδειχναν το ίδιο έκπληκτες μ’ εμένα. Μόλις έμαθαν τι έκανα —αν και δεν έχω ιδέα πώς τα κατάφεραν— ήμουν σίγουρη πως θα ξεχύνονταν για να βρουν τα ίχνη της Μεμάρα». Τα φρύδια της έσμιξαν σε ένα φευγαλέο αγριοκοίταγμα. Η Ελάιντα είχε σφάλει τρομερά, στέλνοντας μια αδελφή να φοβερίσει την Τενόμπια. «Πάντως», αποτελείωσε τη φράση της, «η Ιλέισιεν κι οι υπόλοιπες επέμεναν στην τήρηση της μυστικότητας περισσότερο απ’ ό,τι εγώ».

«Έστω κι έτσι», επέμεινε η Εθένιελ, «υπάρχουν δεκατρείς αδελφές. Το μόνο που χρειάζονται είναι να βρουν έναν τρόπο να αποστείλουν μήνυμα. Λίγες γραμμές αρκούν. Δεν έχουν παρά να εκφοβίσουν έναν στρατιώτη ή μια υπηρέτρια. Υπάρχει κανείς από εσάς που πιστεύει ότι μπορεί να τις σταματήσει;»

«Πλέον τα ζάρια έχουν πέσει στο τραπέζι», είπε απλά ο Πάιταρ. Ό,τι έγινε, έγινε. Κατά την Εθένιελ, οι Αραφελινοί ήταν εξίσου παράξενοι με τους Σαλδαίους.

«Πηγαίνοντας νοτιότερα», πρόσθεσε ο Ήζαρ, «ίσως να ωφεληθούμε από την παρουσία δεκατριών Άες Σεντάι στο πλευρό μας». Τα λόγια του έφεραν σιωπή, ενώ τα υπονοούμενα έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα. Κανείς δεν ήθελε να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του. Η περίπτωση ήταν εντελώς διαφορετική από την αντιμετώπιση της Μάστιγας.

Η Τενόμπια αφέθηκε σ’ ένα ξαφνικό, απρόσμενο γέλιο. Το ευνουχισμένο της άλογο προσπάθησε να χορέψει, αλλά εκείνη το σταθεροποίησε. «Σκοπεύω να στραφώ νότια το συντομότερο δυνατόν, αλλά σας προσκαλώ όλους να δειπνήσετε στον καταυλισμό μου απόψε. Μπορείτε να συζητήσετε με την Ιλέισιεν και τις φίλες της και να δείτε κατά πόσον η κρίση σας συμφωνεί με τη δική μου. Ίσως αύριο το βράδυ μπορέσουμε όλοι να συγκεντρωθούμε στον καταυλισμό του Πάιταρ και να υποβάλουμε ερωτήσεις στις φίλες τής Κολαντάρα του». Η πρόταση της ήταν τόσο λογική, τόσο φανερά απαραίτητη, ώστε οι παρευρισκόμενοι κατέληξαν σε άμεση συμφωνία. Ύστερα, η Τενόμπια πρόσθεσε ως δεύτερη σκέψη: «Θα είναι μεγάλη τιμή για τον θείο μου τον Κάλυαν, αν του επιτρέψεις να καθίσει πλάι σου απόψε, Εθένιελ. Είναι μέγας θαυμαστής σου».

Η Εθένιελ έριξε μια ματιά προς το μέρος του Κάλυαν Ράμσιν —ο τύπος είχε φέρει σιωπηλά το άλογό του πίσω από την Τενόμπια και δεν μιλούσε καθόλου, ίσα-ίσα που ανέπνεε. Για μια στιγμή, εκείνος ο γκριζαρισμένος αετός αποκάλυψε το βλέμμα του. Για μια στιγμή, εκείνη παρατήρησε φευγαλέα κάτι που είχε να δει απ’ όταν πέθανε ο Μπράις της— έναν άντρα που δεν κοιτούσε μια βασίλισσα, αλλά μια γυναίκα. Το σοκ που ένιωσε έμοιαζε με χαστούκι που της έκοψε την ανάσα. Η ματιά της Τενόμπια πεταγόταν από τον θείο της στην Εθένιελ, ενώ το μειδίαμά της δήλωνε ικανοποίηση.

Η Εθένιελ αισθάνθηκε την οργή της να φουντώνει. Αυτό το χαμόγελο της Τενόμπια —αν όχι το βλέμμα του Κάλυαν από μόνο του— έδειχνε τα πάντα πεντακάθαρα, σαν γάργαρο νερό. Τι σκέφτηκε αυτό το κοριτσάκι, να την παντρέψει με αυτόν τον τύπο; Αυτή η πιτσιρίκα συμπέρανε πως... Άξαφνα, η συμπόνια αντικατέστησε την οργή. Η ίδια η Εθένιελ ήταν νεότερη όταν κανόνισε τον γάμο της αδελφής της, της Ναζέλ, που είχε μείνει χήρα. Ήταν θέμα κοινωνικής θέσης, ωστόσο η Ναζέλ είχε αγαπήσει τον Άρχοντα Ίζμικ παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις. Η Εθένιελ είχε μεσολαβήσει για τόσο πολλούς γάμους στο παρελθόν, ώστε ποτέ της δεν είχε θεωρήσει πως η ίδια θα μπορούσε να κάνει έναν σοβαρό δεσμό. Κοίταξε ξανά τον Κάλυαν, για περισσότερη ώρα. Το σκληρό του πρόσωπο ήταν για άλλη μια φορά γεμάτο σεβασμό, εκείνη ωστόσο είδε τα μάτια του όπως πραγματικά ήταν. Όποιον κι αν διάλεγε για σύζυγο, θα έπρεπε να είναι σκληρός άντρας, αλλά η Εθένιελ πάντα έβαζε πάνω απ’ όλα την αγάπη όσον αφορούσε στους δεσμούς των παιδιών της, αν όχι και των υπόλοιπων συγγενών της, κάτι που απαιτούσε και για την ίδια.

«Αντί να χάνουμε το φως της μέρας με ψιλοκουβέντα», είπε, πιότερο λαχανιασμένη απ’ όσο σκόπευε να δείξει, «ας κάνουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε εδώ». Ήταν μια ώριμη γυναίκα, το Φως να έκαιγε την ψυχή της, όχι ένα κοριτσάκι που συναντούσε για πρώτη φορά τον μέλλοντα μνηστήρα της. «Λοιπόν;» ρώτησε απαιτητικά. Αυτήν τη φορά, ο τόνος της φωνής της ήταν σταθερότερος.

Οτιδήποτε είχαν συμφωνήσει αναφερόταν σ’ εκείνα τα προσεκτικά διατυπωμένα γράμματα, και πιθανόν να αναγκάζονταν να διαφοροποιήσουν τα σχέδιά τους, καθώς θα κινούνταν νότια κι οι συνθήκες θα άλλαζαν. Η συνάθροιση αυτή είχε έναν και μόνο πραγματικό σκοπό, μια απλή κι αρχαία τελετουργία των Μεθορίων που είχε καταγραφεί εφτά φορές όλες κι όλες από την εποχή του Τσακίσματος. Μια απλή τελετουργία, η οποία όμως θα τους δέσμευε πέρα από τα απλά λόγια, όσο ισχυρά κι αν ήταν αυτά. Οι διοικητές πλησίασαν με τα άλογά τους, ενώ οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν.

Η Εθένιελ σύρισε καθώς το μαχαίρι της ζώνης της χαράκωσε την αριστερή της παλάμη. Η Τενόμπια γέλασε κόβοντας τη δική της, ενώ ο Πάιταρ κι ο Ήζαρ έκαναν το ίδιο τόσο άνετα, σαν να προσπαθούσαν απλώς να βγάλουν κάποια αγκίθα. Τέσσερα χέρια απλώθηκαν κι άδραξαν το ένα το άλλο, το αίμα της καρδιάς ανακατεύτηκε, έσταξε στο έδαφος, απορροφήθηκε από την πέτρινη σκόνη. «Είμαστε ένα ως τον θάνατο», είπε ο Ήζαρ κι όλοι επανέλαβαν μαζί του: «Είμαστε ένα ως τον θάνατο». Δεσμεύτηκαν, με αίμα και με χώμα. Τώρα, έπρεπε να βρουν τον Ραντ αλ’Θόρ και να κάνουν ό,τι έπρεπε. Με οποιοδήποτε τίμημα.


Μόλις βεβαιώθηκε πως η Τουράνα μπορούσε να ανακαθίσει στα μαξιλάρια χωρίς βοήθεια, η Βέριν σηκώθηκε κι άφησε την ξαπλωμένη Λευκή αδελφή να πιει νερό ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσει να πιει. Τα δόντια της Τουράνα κροτάλισαν πάνω στην ασημένια κούπα, κάτι διόλου παράξενο. Η είσοδος της σκηνής ήταν χαμηλή, οπότε η Βέριν χρειάστηκε να σκύψει για να βγάλει το κεφάλι της έξω. Με την κίνηση αυτή, η εξουθένωση διαπέρασε τη μέση της σαν τρυπάνι. Δεν φοβόταν τη γυναίκα που έτρεμε πίσω της τυλιγμένη σε ένα τραχύ μαύρο μάλλινο χιτώνιο. Η Βέριν διατηρούσε ισχυρή τη θωράκιση με την οποία την κρατούσε, κι αμφέβαλλε αν η Τουράνα είχε τόση δύναμη για να πηδήσει επάνω της, ακόμα κι αν περνούσε από το μυαλό της μια τόσο παράλογη σκέψη. Οι Λευκές ποτέ δεν σκέφτονταν έτσι. Επιπλέον, η κατάσταση της Τουράνα ήταν τέτοια, ώστε ήταν αμφίβολο αν μπορούσε να διαβιβάσει έστω και μια ίνα σαϊντάρ για κάμποσες ώρες, ακόμα και στην περίπτωση που δεν ήταν θωρακισμένη.

Ο καταυλισμός των Αελιτών κάλυπτε τους λόφους που έκρυβαν την Καιρχίν· χαμηλές σκηνές στο χρώμα της γης γέμιζαν τον χώρο ανάμεσα στα ελάχιστα δέντρα που κατόρθωναν να παραμένουν όρθια τόσο κοντά στην πόλη. Αδιόρατα σύννεφα σκόνης αιωρούνταν στον αέρα, μα ούτε η σκόνη, ούτε η ζέστη, ούτε η εκθαμβωτική λάμψη του θυμωμένου ήλιου ενοχλούσαν τους Αελίτες. Θόρυβος κι ανακατωσούρα, που θα μπορούσαν να αναλογούν σε πόλη, γέμιζαν τον καταυλισμό. Στο οπτικό πεδίο της Βέριν εμφανίζονταν άντρες οι οποίοι τεμάχιζαν το κυνήγι και μπάλωναν σκηνές, ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι έφτιαχναν τις μαλακές μπότες που όλοι φορούσαν, ενώ οι γυναίκες μαγείρευαν πάνω από τις φωτιές, έψηναν το φαγητό, δούλευαν τους μικρούς αργαλειούς και φρόντιζαν τα ελάχιστα παιδιά του καταυλισμού. Παντού πηγαινοέρχονταν λευκοντυμένοι γκαϊ’σάιν, κουβαλώντας εμπορεύματα, τινάζοντας κιλίμια ή μεριμνώντας για τα υποζύγια και τα μουλάρια. Γυρολόγοι και μαγαζάτορες δεν φαίνονταν πουθενά. Ούτε άμαξες και καρότσες, φυσικά. Πόλη; Ο καταυλισμός έμοιαζε περισσότερο με χίλια χωριά συγκεντρωμένα σε ένα σημείο, παρ’ όλο που οι άντρες υπερτερούσαν αριθμητικά των γυναικών κατά πολύ κι, εκτός από τους σιδηρουργούς που έκαναν τα αμόνια τους να αντηχούν, σχεδόν κάθε άντρας που δεν ήταν ντυμένος στα λευκά οπλοφορούσε, όπως κι οι πιο πολλές γυναίκες.

Ο πληθυσμός σίγουρα ισοδυναμούσε με αυτόν μιας μεγάλης πόλης, ικανός να περιλαμβάνει μερικές αιχμάλωτες Άες Σεντάι, ωστόσο η Βέριν παρατήρησε μια γυναίκα με μαύρο χιτώνιο να βηματίζει αργά, ούτε πενήντα βήματα μακρύτερα, σέρνοντας με κόπο έναν σωρό από πέτρες που της έφτανε ως τη μέση, τυλιγμένος με αγελαδοτόμαρο. Η μακριά κουκούλα έκρυβε το πρόσωπό της, αλλά κανείς στον καταυλισμό, εκτός από τις αιχμάλωτες αδελφές, δεν φορούσε εκείνες τις μαύρες ρόμπες. Μια Σοφή πλησίασε το τομάρι που έσερνε η γυναίκα, λάμποντας από τη Δύναμη καθώς θωράκιζε την αιχμάλωτη, ενώ ένα ζευγάρι Κόρες στάθηκαν παράπλευρα της αδελφής, τσιγκλώντας τη με βίτσες όποτε η τελευταία έχανε τον βηματισμό της. Η Βέριν αναρωτήθηκε κατά πόσον ήταν σκόπιμο να παρακολουθήσει αυτήν τη σκηνή. Το ίδιο πρωί είχε συναντήσει την Κόιρεν Σαλνταίην να κοιτά με βλέμμα αποθηριωμένο, ενώ ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπό της. Συνοδευόταν από μια Σοφή με δύο ψηλούς Αελίτες και κουβαλούσε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο άμμο, κοψομεσιασμένη καθώς πάλευε να ανέβει την πλαγιά. Χτες ήταν η Σαρίνε Νέμνταλ. Την είχαν βάλει να μεταφέρει με τις χούφτες νερό από τον ένα δερμάτινο κουβά στον άλλο δίπλα, τσιγκλώντας τη να κάνει πιο γρήγορα, δίνοντας της βιτσιές για κάθε χαμένη σταγόνα, η οποία έπεφτε ακριβώς επειδή την τσιγκλούσαν να κάνει πιο γρήγορα. Η Σαρίνε είχε κλέψει μια στιγμή προκειμένου να ρωτήσει τη Βέριν για ποιον λόγο συνέβαιναν αυτά, αν και μάλλον δεν περίμενε απάντηση. Η Βέριν σαφώς δεν είχε προλάβει να ικανοποιήσει την περιέργειά της άλλης προτού οι Κόρες αναγκάσουν τη Σαρίνε να ασχοληθεί ξανά με αυτήν την άχρηστη εργασία.

Κατέπνιξε έναν αναστεναγμό. Αν μη τι άλλο, δεν της άρεσε να βλέπει να μεταχειρίζονται τις αδελφές κατ’ αυτόν τον τρόπο —όποια κι αν ήταν η αιτία ή η ανάγκη— όμως, επίσης, ήταν προφανές πως κάποιες Σοφές ήθελαν να... Τι; Να την κάνουν να συνειδητοποιήσει πως το να είναι Άες Σεντάι δεν σήμαινε τίποτα εκεί; Γελοίο. Αυτό είχε καταστεί σαφές εδώ και μέρες. Μήπως ότι θα μπορούσε κι αυτή να βρεθεί ντυμένη με μαύρο χιτώνιο; Προς το παρόν, πίστευε πως ήταν ασφαλής από κάτι τέτοιο, μα οι Σοφές έκρυβαν κι άλλα μυστικά που έπρεπε να ξεδιαλύνει· το πιο ασήμαντο εξ αυτών ήταν πώς λειτουργούσε η ιεραρχία τους. Σίγουρα το πιο ασήμαντο σε σχέση με τα υπόλοιπα, αλλά ζωτικής σημασίας στην πραγματικότητα. Γυναίκες που διέταζαν δέχονταν συχνά εντολές από εκείνες τις οποίες διέταζαν νωρίτερα, κι έπειτα οι ρόλοι εναλλάσσονταν ξανά, χωρίς κανέναν ρυθμό ή αιτία που μπορούσε η ίδια να αντιληφθεί. Ωστόσο, κανείς δεν είχε διατάξει μέχρι τώρα τη Σορίλεα, κι αυτό την έκανε να αισθάνεται κάποια ασφάλεια.

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια αίσθηση ικανοποίησης. Νωρίς το πρωί, στο Παλάτι του Ήλιου, η Σορίλεα είχε απαιτήσει να μάθει τι ντρόπιαζε περισσότερο από καθετί άλλο τους υδροβίους. Η Κιρούνα κι οι υπόλοιπες αδελφές δεν κατάλαβαν τι εννοούσε· δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να δουν τι συνέβαινε εκεί έξω, φοβούμενες ίσως αυτό που θα μάθαιναν, φοβούμενες τα επακόλουθα της γνώσης στους όρκους που είχαν δώσει. Πάσχιζαν ακόμη να δικαιολογήσουν το μονοπάτι στο οποίο τις είχε ρίξει η μοίρα, αλλά η Βέριν είχε ήδη πολλούς λόγους να ακολουθήσει το δικό της μονοπάτι, την επιδίωξη των δικών της στόχων. Είχε μια λίστα μέσα στο πουγκί της, έτοιμη να τη δώσει στη Σορίλεα μόλις θα βρίσκονταν μόνες. Δεν ήταν ανάγκη να το μάθουν κι οι υπόλοιποι. Δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιες από τις κρατούμενες, αλλά σκέφτηκε πως, για τις περισσότερες γυναίκες, η λίστα αυτή συνόψιζε όλες τις αδυναμίες που αναζητούσε η Σορίλεα. Η ζωή θα γινόταν ακόμα δυσκολότερη για τις μαυροντυμένες. Και με λίγη τύχη, όλο και κάποιος θα τη βοηθούσε στις προσπάθειές της.

Δύο ογκώδεις Αελίτες, πλατύστερνοι όσο η λαβή ενός τσεκουριού, κάθονταν ακριβώς έξω από τη σκηνή, φαινομενικά απορροφημένοι σε ένα περίπλοκο παιχνίδι. Μόλις όμως το κεφάλι της Βέριν ξεπρόβαλε από το πάνινο άνοιγμα, αμέσως κοίταξαν ολόγυρα. Ο Κόραμ, παρά το μέγεθός του, τινάχτηκε σαν ερπετό που ξεδίπλωνε τις σπείρες του, ενώ ο Μένταν απλά περίμενε, έτοιμος να πεταχτεί. Αν στεκόταν στητή, το κεφάλι της μόλις και μετά βίας θα έφτανε στα στήθη τους. Θα μπορούσε βέβαια να τους κάνει ό,τι θέλει, φυσικά. Αν τολμούσε. Κατά καιρούς έμπαινε στον πειρασμό. Ήταν οι εντεταλμένοι φυλακές της, η προστασία της από οποιουδήποτε είδους παρεξηγήσεις θα μπορούσαν να προκύψουν σε έναν καταυλισμό. Και, αναμφίβολα, ανέφεραν οτιδήποτε έλεγε ή έκανε. Από μια άποψη, θα προτιμούσε να έχει μαζί της τον Τόμας, μολονότι αυτό δεν ήταν και τόσο απόλυτο. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρατάς μυστικά από τον Πρόμαχό σου παρά από έναν ξένο.

«Πληροφόρησε, σε παρακαλώ, την Κολίντα πως τελείωσα με την Τουράνα Νορίλ», είπε στον Κόραμ, «και ζήτησε της να μου στείλει την Κατερίνε Αλρούντιν». Ήθελε κατ’ αρχάς να ασχοληθεί με τις αδελφές που δεν διέθεταν Προμάχους. Ο άντρας ένευσε κι απομακρύνθηκε γοργά δίχως να πει λέξη. Αυτοί οι Αελίτες δεν ήξεραν και πολλά από ευγένεια.

Ο Μένταν κάθισε ανακούρκουδα, παρακολουθώντας τη με τα εντυπωσιακά γαλάζια μάτια του. Ένας από τους δύο παρέμενε πάντα μαζί της, ανεξάρτητα από τις προσταγές της. Μια λωρίδα πορφυρού υφάσματος ήταν δεμένη γύρω από τους κροτάφους του, σημαδεμένη με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Όπως οι υπόλοιποι άντρες που τη φορούσαν, όπως κι οι Κόρες, έμοιαζε να περιμένει από τη Βέριν να κάνει κάποιο λάθος. Τέλος πάντων, δεν ήταν οι πρώτοι ούτε οι πιο επικίνδυνοι. Είχαν περάσει εβδομήντα ένα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε σφάλει σοβαρά.

Χάρισε στον Μένταν ένα επιτηδευμένα αδιόρατο χαμόγελο κι έκανε να μπει ξανά στη σκηνή, όταν ξαφνικά κάτι πήρε το μάτι της και μαρμάρωσε. Αν ο Αελίτης είχε προσπαθήσει εκείνη τη στιγμή να της κόψει τον λαιμό, ούτε καν θα το πρόσεχε.

Όχι πολύ μακριά από το σημείο που στεκόταν σκυμμένη στην είσοδο της σκηνής, βρίσκονταν παραταγμένες και γονατιστές εννέα ή δέκα γυναίκες κυλώντας μυλόπετρες πάνω στην επίπεδη πέτρινη επιφάνεια των χειρόμυλων, οι οποίοι δεν διέφεραν διόλου από αυτούς που συναντούσε κανείς σε οποιαδήποτε απομονωμένη αγροικία. Άλλες κουβαλούσαν σιτηρά μέσα σε καλάθια και συγκέντρωναν το σκληρό αλεύρι. Οι εννέα ή δέκα γονυπετείς γυναίκες φορούσαν μαύρες φούστες και ξεθωριασμένες μπλούζες, ενώ τα διπλωμένα μαντίλια κρατούσαν τα μαλλιά τους μαζεμένα πίσω. Μία από δαύτες, αρκετά πιο κοντή από τις υπόλοιπες κι η μόνη που τα μαλλιά της δεν κρέμονταν μέχρι τη μέση της ή ακόμα πιο κάτω, δεν είχε πάνω της ούτε ένα περιδέραιο, ούτε ένα βραχιόλι. Κοίταξε ψηλά κι η δυσαρέσκεια σκλήρυνε το ροδαλό της πρόσωπο μόλις το βλέμμα της συνάντησε αυτό της Βέριν. Μόνο για μια στιγμή, ωστόσο, πριν ζαρώσει και πάλι, επιστρέφοντας βιαστικά στη δουλειά της.

Η Βέριν μπήκε ξανά μέσα στη σκηνή, νιώθοντας ναυτία. Η Ιργκαίην ανήκε στο Πράσινο Άτζα. Για την ακρίβεια, ανήκε κάποτε, προτού τη σιγανέψει ο Ραντ αλ’Θόρ. Η θωράκιση άμβλυνε κι αποδυνάμωνε τον δεσμό με τον Πρόμαχό σου, αλλά το σιγάνεμα τον ξέκοβε απότομα όπως ο θάνατος. Ο ένας από τους δύο Προμάχους της Ιργκαίην προφανώς είχε πέσει νεκρός από το σοκ, ενώ ο άλλος είχε πεθάνει προσπαθώντας να σκοτώσει χιλιάδες Αελίτες, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το σκάσει. Πιθανότατα, κι η ίδια θα προτιμούσε να ήταν νεκρή. Σιγανεμένη. Η Βέριν πίεσε με τα δυο της χέρια τη μέση της. Όχι, δεν θα έκανε εμετό. Είχε δει και χειρότερα από μια σιγανεμένη γυναίκα. Πολύ χειρότερα.

«Δεν υπάρχει ελπίδα, έτσι;» μουρμούρισε η Τουράνα με βαριά φωνή. Κλαψούρισε σιωπηλά, κοιτώντας την ασημένια κούπα που κρατούσε στα τρεμάμενα χέρια της, σαν να κοιτούσε κάτι μακρινό και τρομερό. «Καμιά ελπίδα».

«Πάντα υπάρχει λύση, αρκεί να ψάξεις να τη βρεις», απάντησε η Βέριν αφηρημένη, χτυπώντας μαλακά τη γυναίκα στον ώμο. «Δεν πρέπει να πάψεις να ψάχνεις».

Οι σκέψεις της ξεχύνονταν ορμητικές, αλλά καμιά τους δεν έμοιαζε να αγγίζει την Τουράνα. Το Φως μόνο ήξερε πως το σιγάνεμα της Ιργκάιην την έκανε να νιώθει άρρωστη. Αλλά για ποιον λόγο άλεθε η γυναίκα; Και, μάλιστα, ντυμένη σαν Αελίτισσα! Μήπως την είχαν βάλει επίτηδες εκεί, για να την προσέξει η Βέριν; Ανόητη ερώτηση. Ακόμα και με έναν τα’βίρεν ισχυρό όσο ο Ραντ αλ’Θόρ μερικά μίλια μόνο μακριά, η σύμπτωση παραπήγαινε. Μήπως είχε πέσει έξω στους υπολογισμούς της; Στη χειρότερη περίπτωση, το λάθος δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, αν και μερικές φορές τα μικρά λάθη αποδεικνύονται εξίσου μοιραία με τα μεγάλα. Πόσο θα μπορούσε να αντέξει ακόμα, αν η Σορίλεα αποφάσιζε να την εξολοθρεύσει; Ελάχιστα, υπέθεσε. Από μερικές απόψεις, η Σορίλεα ήταν εξίσου σκληρή με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που είχε συναντήσει και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Άλλη μια μέρα γεμάτη σκοτούρες. Δεν είχε νόημα να το πολυψάχνει το πράγμα.

Γονατίζοντας, κατέβαλε μια μικρή προσπάθεια να παρηγορήσει την Τουράνα. Τα κατευναστικά της λόγια ηχούσαν κούφια τόσο στην ίδια όσο και στην Τουράνα, κρίνοντας από τη μελαγχολική της ματιά. Τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει τη διάθεσή της παρά μονάχα η ίδια, κι αυτό έπρεπε να προέλθει από μέσα της. Η Λευκή αδελφή απλώς έκλαιγε περισσότερο, δίχως τον παραμικρό ήχο, καθώς οι ώμοι της κινούνταν και τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. Η είσοδος δύο Σοφών κι ενός ζευγαριού νεαρών Αελιτών, οι οποίοι ήταν αδύνατον να σταθούν όρθιοι στο εσωτερικό της σκηνής, υπήρξε κάπως ανακουφιστική. Για τη Βέριν, τουλάχιστον. Ανασηκώθηκε κι υποκλίθηκε ελαφρά, αλλά κανείς δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

Η Νταβιένα ήταν πυρόξανθη και πρασινομάτα, ενώ η Λοζαίν ήταν γκριζομάτα με σκούρα μαλλιά, που κάτω από τον ήλιο αποκάλυπταν κόκκινες ανταύγειες. Κι οι δυο τους ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερες από την ίδια κι είχαν την έκφραση των γυναικών που έπρεπε να φέρουν εις πέρας ένα δυσάρεστο έργο, το οποίο θα προτιμούσαν να αναλάμβανε κάποιος άλλος. Καμιά τους δεν μπορούσε να διαβιβάσει με αρκετή ισχύ, ώστε να μπορέσει να κρατήσει την Τουράνα από μόνη της, αλλά συνδέονταν λες και σχημάτιζαν κύκλους όλη τους τη ζωή, με το φως του σαϊντάρ γύρω από τη μία να συμπλέκεται φαινομενικά με το φως που περικύκλωνε την άλλη, παρά το γεγονός πως υπήρχε κάποια απόσταση μεταξύ τους. Η Βέριν χαμογέλασε βεβιασμένα, για να μη φανεί συνοφρυωμένη. Πού στην ευχή τα είχαν μάθει όλα αυτά; Θα στοιχημάτιζε ό,τι είχε και δεν είχε πως, λίγες μόλις μέρες πριν, δεν ήξεραν τίποτα.

Όλα έγιναν γρήγορα κι ομαλά. Καθώς οι σκυμμένοι άντρες ανασήκωναν την Τουράνα από τα μπράτσα, εκείνη άφησε την ασημένια κούπα να πέσει. Ευτυχώς γι’ αυτήν, ήταν άδεια. Δεν αντιστάθηκε καθόλου, γεγονός θετικό, δεδομένου ότι καθένας από δαύτους μπορούσε να τη σηκώσει με το ένα του χέρι, σαν σακί με σιτάρι. Το στόμα της, ωστόσο, ήταν ανοικτό κι από μέσα του ξεχυνόταν κάτι σαν βουβό μοιρολόι. Οι Αελίτες ούτε που έδωσαν σημασία. Η Νταβιένα, επικεντρωμένη στον κύκλο, ενεργοποίησε τη θωράκιση κι η Βέριν άφησε εντελώς την Πηγή. Καμιά τους δεν την εμπιστευόταν αρκετά, ώστε να την αφήσει να έχει στην κατοχή της το σαϊντάρ δίχως κάποιον σοβαρό λόγο, άσχετα από τους όρκους που είχε δώσει. Ούτε παρατήρησαν τίποτα, κάτι που θα είχε συμβεί αν η γυναίκα επέμενε. Οι άντρες τράβηξαν μακριά την Τουράνα, τα γυμνά πόδια της οποίας σέρνονταν πάνω στα χαλιά που αποτελούσαν το πάτωμα της σκηνής, κι οι Σοφές τους ακολούθησαν. Αυτό ήταν. Είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν με την Τουράνα.

Εκπνέοντας ηχηρά, η Βέριν βυθίστηκε σε ένα από τα ζωηρόχρωμα, διακοσμημένα με θυσάνους μαξιλαράκια. Ένας κομψός δίσκος από χρυσό σχοινί βρισκόταν ακουμπισμένος στα χαλιά δίπλα της. Γέμισε μια παράταιρη ασημένια κούπα από μια κασσιτέρινη κανάτα και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά. Η δουλειά αυτή ήταν κουραστική και προκαλούσε δίψα. Υπήρχαν ακόμα αρκετές ώρες πριν τελειώσει η μέρα, αλλά ήδη ένιωθε σαν να είχε κουβαλήσει ένα βαρύ σεντούκι επί είκοσι μίλια. Σκαρφαλώνοντας σε λόφους. Ακούμπησε ξανά την κούπα στον δίσκο και τράβηξε το μικρό δερμάτινο σημειωματάριο που βρισκόταν πίσω από τη ζώνη της. Πάντα περνούσε λίγος χρόνος μέχρι να της φέρουν εκείνα που ζητούσε. Λίγες στιγμές για να διαβάσει ξανά τις σημειώσεις της —και να κρατήσει μερικές ακόμα— δεν ήταν πρόβλημα.

Δεν ήταν ανάγκη να κρατήσει σημειώσεις για τις κρατούμενες, αλλά η ξαφνική εμφάνιση της Κάντσουεϊν Μελάιντριν, προ τριών ημερών, την έβαζε σε σκέψεις. Τι αναζητούσε; Οι σύντροφοι της δεν ήταν δύσκολο να αποπεμφθούν, μα η ίδια η Κάντσουεϊν ήταν ένας θρύλος, και τα πειστικά σημεία αυτού του θρύλου την καθιστούσαν πολύ επικίνδυνη. Επικίνδυνη κι απρόσμενη. Τράβηξε μια πένα από τη μικρή ξύλινη θήκη γραφικής ύλης που πάντα είχε μαζί της, κι άπλωσε το χέρι της στο σκεπασμένο μελανοδοχείο, στο θηκάρι. Άλλη μια Σοφή εμφανίστηκε στο εσωτερικό της σκηνής.

Η Βέριν σηκώθηκε τόσο απότομα, που το σημειωματάριο της έπεσε. Η Ήρον δεν μπορούσε να διαβιβάσει καθόλου, αλλά η υπόκλιση της Βέριν ήταν πολύ πιο βαθιά απέναντι στην γκριζομάλλα γυναίκα παρά απέναντι στην Νταβιένα και στη Λοζαίν. Στο κατώτατο σημείο της υπόκλισης, τράβηξε τη φούστα της για να πιάσει το βιβλίο, αλλά τα δάχτυλα της Ήρον την πρόλαβαν. Η Βέριν ορθώθηκε, παρακολουθώντας ήρεμα την ψηλότερη γυναίκα να ξεφυλλίζει τις σελίδες.

Γαλανά μάτια, σαν του ουρανού, συνάντησαν τα δικά της. Μάτια χειμερινού ουρανού. «Μερικές χαριτωμένες ζωγραφιές και κάμποσες σημειώσεις για φυτά και λουλούδια», είπε ψυχρά η Ήρον. «Δεν βλέπω τίποτα αναφορικά με τις ερωτήσεις που στάλθηκες να υποβάλεις». Έδωσε το σημειωματάριο στη Βέριν με τρόπο που έμοιαζε να της το πετάει κατάμουτρα.

«Σε ευχαριστώ, Σοφή», είπε πειθήνια η Βέριν, στριμώχνοντας το βιβλιαράκι πίσω από τη ζώνη της. Καλού κακού, έκανε άλλη μια υπόκλιση, εξίσου βαθιά με την πρώτη. «Έχω το συνήθειο να σημειώνω ό,τι βλέπω». Κάποια μέρα θα έπρεπε να καθαρογράψει το κρυπτογράφημα που χρησιμοποιούσε στις σημειώσεις της —σημειώσεις μιας ζωής, που γέμιζαν τα ερμάρια και τα σεντούκια στα διαμερίσματά της, πάνω από τη βιβλιοθήκη του Λευκού Πύργου. Κάποια μέρα, αλλά όχι σύντομα, όπως ήλπιζε. «Όσον αφορά στις... εμ... κρατούμενες, προς το παρόν λένε παραλλαγές της ίδιας ιστορίας. Ο Πύργος επρόκειτο να παράσχει στέγη στον Καρ’α’κάρν μέχρι την Τελευταία Μάχη. Η... εμ... κακομεταχείρισή του άρχισε εξαιτίας μιας απόπειρας να δραπετεύσει. Αλλά όλα αυτά τα γνωρίζεις, φυσικά. Πάντως, μην ανησυχείς. Είμαι σίγουρη πως θα μάθω περισσότερα». Κι ήταν αλήθεια, ίσως μάλιστα η μόνη αλήθεια— είχε δει κάμποσες αδελφές να πεθαίνουν, ρισκάροντας να στείλουν άλλες στον τάφο δίχως ικανοποιητική αιτία. Το πρόβλημα ήταν να αποφασίσεις τι θα μπορούσε να προκαλέσει ένα τέτοιο ρίσκο. Ο τρόπος που είχε απαχθεί ο νεαρός αλ’Θόρ, από μια αντιπροσωπεία που υποτίθεται πως διαπραγματευόταν μαζί του, προκάλεσε θανάσιμη οργή στους Αελίτες, ωστόσο αυτό που η ίδια αποκαλούσε «κακομεταχείριση» δεν τους εξόργιζε σχεδόν καθόλου, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει τουλάχιστον.

Χρυσά και φιλντισένια βραχιόλια κροτάλισαν μαλακά καθώς η Ήρον τακτοποίησε τη μαύρη της εσάρπα. Κοίταξε τη Βέριν σαν να ήθελε να διαβάσει τη σκέψη της. Η Ήρον φαίνεται πως κατείχε υψηλή θέση ανάμεσα στις Σοφές, κι η Βέριν έβλεπε περιστασιακά ένα χαμόγελο να χαράζει αυτά τα σκούρα μάγουλα, ένα χαμόγελο ζεστό κι άνετο, που όμως δεν απευθυνόταν σε κάποια Άες Σεντάι. Ποτέ δεν μας πέρασε από το μυαλό πως ειδικά εσείς θα αποτυγχάνατε, είχε πει στη Βέριν με τόνο ζοφερό. Τα υπόλοιπα λόγια της, πάντως, δεν άφηναν τίποτα ανεξιχνίαστο. Οι Άες Σεντάι δεν έχουν τιμή. Στην παραμικρή υποψία, μπορώ να σε δέσω με τα ίδια μου τα χέρια. Αν οι υποψίες αυξηθούν, θα σε παλουκώσω και θα σε αφήσω στο έλεος των όρνιων και των μυρμηγκιών. Η Βέριν βλεφάρισε, προσπαθώντας να φανεί δεκτική. Κι υπάκουη· δεν έπρεπε να ξεχνάει την υπακοή. Πειθήνια και συμβιβαστική. Δεν αισθανόταν φόβο. Παλαιότερα, είχε έρθει αντιμέτωπη με άλλα, σκληρότερα βλέμματα, γυναικεία —αλλά κι αντρικά— δίχως καν τους αόριστους ενδοιασμούς της Ήρον σχετικά με το να βάλει τέλος στη ζωή της. Όμως, είχε καταβληθεί κάμποση προσπάθεια για να τη στείλουν να κάνει αυτές τις ερωτήσεις. Ήταν κρίμα να πάει χαμένη. Μακάρι αυτοί οι Αελίτες να φανέρωναν τα αληθινά τους πρόσωπα.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πια μόνες τους στη σκηνή. Δύο ξανθές Κόρες είχαν εισέλθει μαζί με μια μαυροντυμένη γυναίκα, μια παλάμη κοντύτερη κι από τις δυο τους. Τη μισοκρατούσαν όρθια. Στη μια πλευρά στεκόταν η Τίαλιν, μια ψηλόλιγνη κοκκινομάλλα με μια βλοσυρή έκφραση πίσω από το φως του σαϊντάρ, θωρακίζοντας τη μαυροντυμένη κρατούμενη. Τα μαλλιά της αδελφής κρέμονταν σε βοστρύχους μουσκεμένους από τον ιδρώτα, που έπεφταν στους ώμους της, ενώ μερικές πλεξούδες κολλούσαν στο πρόσωπό της· ήταν τόσο βρώμικο, ώστε η Βέριν δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει αμέσως. Ψηλά ζυγωματικά αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό, μύτη ελαφρά γαμψή, και μια ελαφριά κλίση στα καστανά μάτια... Η Μπελντάινε. Η Μπελντάινε Νάιραμ. Της είχε κάνει μάθημα σε κάποιες τάξεις των μαθητευομένων.

«Αν επιτρέπεται», είπε προσεκτικά, «για ποιον λόγο φέρατε αυτή; Ζήτησα κάποια άλλη». Η Μπελντάινε δεν είχε Πρόμαχο, παρά το γεγονός πως ήταν Πράσινη —είχε πάρει το επώμιο μόλις πριν από τρία χρόνια, κι οι Πράσινες ήταν εξαιρετικά ιδιότροπες όσον αφορά στον πρώτο τους— αλλά, αν άρχιζαν να φέρνουν όποιον να’ ναι, οι επόμενες θα βρίσκονταν με δύο ή τρεις Προμάχους. Πίστευε πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα με δύο ακόμα σήμερα, όχι όμως αν καθεμία είχε κι από έναν Πρόμαχο. Εξάλλου, αμφέβαλλε αν θα της έδιναν δεύτερη ευκαιρία.

«Η Κατερίνε Αλρούντιν δραπέτευσε χτες το βράδυ», είπε η Τίαλιν, σαν να έφτυνε σχεδόν, κι η Βέριν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.

«Την αφήσατε να δραπετεύσει;» ρώτησε έξαλλη, δίχως δεύτερη σκέψη. Η κούραση δεν ήταν δικαιολογία, αλλά οι λέξεις ξεχύθηκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τις σταματήσει. «Πώς μπορείτε να είστε τόσο ανόητες; Είναι Κόκκινη! Και διόλου δειλή, μήτε ασθενική στη Δύναμη! Ο Καρ’α’κάρν ίσως κινδυνεύει! Γιατί δεν πληροφορηθήκαμε το γεγονός μόλις συνέβη;»

«Δεν το πήραμε είδηση παρά σήμερα το πρωί», γρύλισε μία από τις Κόρες. Τα μάτια της θα μπορούσαν να είναι καλογυαλισμένα ζαφείρια. «Μια Σοφή και δύο Κορ Νταράι δηλητηριάστηκαν κι ο γκαϊ’σάιν που τους έφερε τα ποτά βρέθηκε με κομμένο τον λαιμό».

Η Ήρον ύψωσε το ένα της φρύδι προς το μέρος της Κόρης και την κοίταξε ψυχρά. «Σου μίλησε καθόλου, Καράχουιν;» Ξαφνικά, οι δύο Κόρες αφοσιώθηκαν στο να κρατήσουν όρθια την Μπελντάινε. Η Ήρον έριξε μια ματιά στην Τίαλιν, αλλά η κοκκινομάλλα Σοφή χαμήλωσε το βλέμμα της. Η Βέριν ήταν ο επόμενος δέκτης της προσοχής της. «Το ενδιαφέρον σου για τον Ραντ αλ’Θόρ σε... τιμά», είπε απρόθυμα η Ήρον. «Θα βάλουμε φρουρούς. Δεν χρειάζεται να ξέρεις περισσότερα, ούτε τόσο πολλά». Ξαφνικά, ο τόνος της φωνής της σκλήρυνε. «Οι μαθητευόμενες δεν απευθύνονται έτσι στις Σοφές, Βέριν Μάθγουιν Άες Σεντάι». Πρόφερε σαρκαστικά τις τελευταίες λέξεις.

Καταπνίγοντας έναν αναστεναγμό, η Βέριν έκανε άλλη μία βαθιά υπόκλιση, με ένα μέρος του εαυτού της να εύχεται να ήταν εξίσου λεπτοκαμωμένη όπως όταν είχε πρωτοπάει στον Λευκό Πύργο. Ο σωματότυπός της δεν προοριζόταν για τόσο πολλές υποκλίσεις. «Συγχώρεσέ με, Σοφή», είπε ταπεινά. Δραπέτευσε! Οι περιστάσεις έκαναν τα πάντα ξεκάθαρα, τουλάχιστον στο δικό της μυαλό, αν όχι στων Αελιτών. «Ο φόβος για τα μελλούμενα θα πρέπει να τάραξε τον νου μου». Κρίμα που δεν είχε κανέναν τρόπο να εξασφαλίσει ότι συνέβη κάποιο μοιραίο ατύχημα στην Κατερίνε. «Θα κάνω το παν, ώστε να το θυμάμαι στο μέλλον». Ένα φευγαλέο τρεμόπαιγμα του ματιού ήταν αρκετό για να δείξει πως η Ήρον είχε αποδεχτεί τα λόγια της. «Μπορώ να αναλάβω τη θωράκισή της, Σοφή;»

Η Ήρον ένευσε χωρίς να κοιτάει την Τίαλιν, κι η Βέριν αγκάλιασε γρήγορα την Πηγή, παίρνοντας τη θωράκιση που απελευθέρωσε η Τίαλιν. Ποτέ δεν έπαψε να την εντυπωσιάζει το γεγονός πως γυναίκες ανίκανες να διαβιβάσουν έδιναν τόσο άνετα διαταγές σε γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα. Η Τίαλιν ήταν ελάχιστα ασθενέστερη όσον αφορά στη Δύναμη από τη Βέριν, εντούτοις παρακολουθούσε την Ήρον εξίσου επιφυλακτικά με τις Κόρες. Όταν εκείνες βγήκαν βιαστικά από τη σκηνή, υπακούοντας σε ένα νεύμα της Ήρον κι αφήνοντας την Μπελντάινε να αμφιταλαντεύεται, η Τίαλιν πήγε ξοπίσω τους.

Η Ήρον, πάντως, δεν έφυγε· όχι αμέσως, τουλάχιστον. «Δεν θα πεις λέξη στον Καρ’α’κάρν για την Κατερίνε Αλρούντιν», είπε. «Αρκετές σκοτούρες έχει ήδη στο κεφάλι του για να ασχοληθεί με τέτοιες σαχλαμάρες».

«Δεν θα του αναφέρω τίποτα γι’ αυτήν», συμφώνησε βιαστικά η Βέριν. Σαχλαμάρες; Μια Κόκκινη με την ισχύ της Κατερίνε δεν μπορεί να ήταν σαχλαμάρα. Ίσως έπρεπε να κρατήσει μια σημείωση και να το σκεφτεί αργότερα.

«Φρόντισε να μη σου ξεφύγουν λόγια, Βέριν Μάθγουιν, αλλιώς ετοιμάσου να ουρλιάξεις».

Η Βέριν δεν είχε να απαντήσει τίποτα σ’ αυτό, οπότε συγκεντρώθηκε στο να δείξει ακόμα πιο υπάκουη και πειθήνια, κάνοντας ξανά μια υπόκλιση. Τα γόνατά της ήθελαν να βογκήξουν.

Μόλις αναχώρησε η Ήρον, η Βέριν άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Φοβόταν μήπως η γυναίκα σκόπευε να μείνει. Το να πάρει άδεια για να παραμείνει μόνη με τις αιχμάλωτες είχε χρειαστεί σχεδόν την ίδια προσπάθεια με το να κάνει τη Σορίλεα και την Άμυς να αποφασίσουν ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να τους υποβληθούν ερωτήσεις, και μάλιστα από κάποια οικεία στον Λευκό Πύργο. Αν ποτέ μάθαιναν πως, ουσιαστικά, καθοδηγήθηκαν προκειμένου να πάρουν αυτήν την απόφαση... Αλλά αυτή η σκοτούρα δεν ήταν της παρούσης, μια κι η Βέριν ήδη συσσώρευε αρκετές άλλες.

«Τουλάχιστον, υπάρχει κάμποσο νερό για να πλύνεις το πρόσωπο και τα χέρια σου», είπε πράα στην Μπελντάινε. «Επιπλέον, μπορώ να σε Θεραπεύσω, αν το επιθυμείς». Κάθε αδελφή στην οποία είχε υποβάλει ερωτήσεις έφερε στο κορμί της σημάδια από βουρδουλιές. Οι Αελίτες δεν χτυπούσαν τους αιχμαλώτους, παρά μόνο αν έχυναν νερό ή καθυοτερούσαν στην εκτέλεση ενός έργου —ακόμα και τα πιο περιφρονητικά και προκλητικά λόγια έπεφταν πάνω σε ειρωνικά μειδιάματα— αλλά στις μαυροντυμένες γυναίκες συμπεριφέρονταν σαν να ήταν αγέλη ζώων, αναγκάζοντάς τες να κινηθούν, να γυρίσουν ή να σταματήσουν με ένα απλό χτύπημα του μαστιγίου — ή με μια πιο δυνατή βουρδουλιά, αν τυχόν δεν υπάκουαν αρκετά. Άλλωστε, η Θεραπεία διευκόλυνε κι άλλα πράγματα.

Η Μπελντάινε, βρώμικη, ιδρωμένη και τρέμοντας σαν καλαμιά στον άνεμο, σούφρωσε τα χείλη της. «Καλύτερα να αιμορραγήσω μέχρι θανάτου παρά να Θεραπευτώ από σένα!» είπε σαν να έφτυνε. «Ίσως θα έπρεπε να περιμένω πως θα σε έβλεπα να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τούτες τις αδέσποτες, τις βάρβαρες, αλλά δεν περίμενα πως θα ξέπεφτες τόσο, ώστε να αποκαλύψεις τα μυστικά του Πύργου! Αυτό θεωρείται προδοσία, Βέριν! Ανταρσία!» Άφησε ένα μουγκρητό γεμάτο περιφρόνηση. «Υποθέτω πως, αφού δεν δίστασες να κάνεις κάτι τέτοιο, τίποτα δεν θα σε σταματήσει! Τι άλλο τους μάθατε εσύ κι οι υπόλοιπες εκτός από τη σύνδεση;»

Η Βέριν πλατάγισε τη γλώσσα της οργισμένα, χωρίς να μπει στον κόπο να σηκώσει τη νεαρή γυναίκα. Ο λαιμός της είχε πονέσει, έτσι όπως κοιτούσε την Αελίτισσα από κάτω προς τα πάνω —παρεμπιπτόντως, ακόμα κι η Μπελντάινε ήταν τουλάχιστον μία παλάμη ψηλότερη της— τα γόνατά της πονούσαν από τις υποκλίσεις και δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που την είχαν αντιμετωπίσει με περιφρόνηση κι υπεροψία μέσα στην ίδια μέρα, μολονότι θα έπρεπε να το ξανασκεφτούν. Ποιος γνώριζε καλύτερα από μια Άες Σεντάι ότι μια αδελφή έπρεπε να παρουσιάζει πολλά πρόσωπα στον έξω κόσμο; Δεν μπορείς συνεχώς να τρομοκρατείς και να πειθαναγκάζεις τους ανθρώπους. Άλλωστε, ήταν πολύ καλύτερο να συμπεριφέρεσαι σαν μαθητευόμενη παρά να τιμωρείσαι σαν μαθητευόμενη, ειδικά όταν το μόνο που είχες να κερδίσεις ήταν πόνος και ταπείνωση. Ακόμα κι η Κιρούνα έπρεπε να κατανοήσει τη λογική του πράγματος.

«Κάτσε κάτω πριν σωριαστείς στο πάτωμα», είπε, διαλέγοντας τα λόγια της. «Άσε με να υποθέσω τι έκανες σήμερα. Κρίνοντας από όλη αυτήν τη βρωμιά, θα έλεγα πως έσκαβες τρύπες, και μάλιστα με γυμνά χέρια. Ή μήπως σε άφησαν να χρησιμοποιήσεις κουτάλι; Έχε υπ’ όψιν σου πως, από τη στιγμή που θα αποφασίσουν πως η δουλειά τελείωσε, θα σε βάλουν να τις ξαναγεμίσεις. Λοιπόν, για να δούμε. Κάθε ορατό μέρος του κορμιού σου είναι λερωμένο, αλλά η ρόμπα που φοράς καθαρή. Συνεπώς, υποθέτω πως σε ανάγκασαν να σκάβεις γυμνή. Είσαι σίγουρη πως δεν θες Θεραπεία; Τα εγκαύματα από τον ήλιο είναι συνήθως οδυνηρά». Γέμισε άλλη μια κούπα με νερό και τη μετέφερε στην άλλη άκρη της σκηνής πάνω σε ένα στρώμα Αέρα. Η κούπα αιωρήθηκε μπροστά στην Μπελντάινε. «Ο λαιμός σου θα πρέπει να είναι εντελώς ξεραμένος».

Η νεαρή Πράσινη κοίταξε την κούπα παραπαίοντας για μια στιγμή. Ξαφνικά, τα πόδια της υποχώρησαν και σωριάστηκε σε ένα μαξιλαράκι, με ένα πικρόχολο γέλιο. «Με... πότιζαν τακτικότατα». Γέλασε ξανά, αν κι η Βέριν δεν έβλεπε τίποτε αστείο. «Όσο ήθελα, όσο μπορούσα να ρουφήξω». Με βλέμμα θυμωμένο, κοίταξε τη Βέριν εξεταστικά και σταμάτησε να μιλάει. Κατόπιν, συνέχισε με σφιγμένη φωνή: «Αυτό το φόρεμα σου πάει πολύ. Το δικό μου το έκαψαν. Τους είδα. Έκλεψαν τα πάντα εκτός απ’ αυτό». Αγγιξε το χρυσό Μέγα Ερπετό που βρισκόταν τυλιγμένο στον αριστερό της δείχτη, μια λαμπερή ακτίνα από μάλαμα μέσα στη βρωμιά. «Υποθέτω πως δεν είχαν τα κότσια να το πάρουν κι αυτό. Ξέρω τι προσπαθούν να κάνουν, Βέριν, αλλά δεν θα πιάσει. Ούτε με μένα ούτε με καμιά από εμάς!»

Η στάση της εξακολουθούσε να είναι αμυντική. Η Βέριν απίθωσε την κούπα στο λουλουδάτο χαλάκι, πλάι στην Μπελντάινε, κι ύστερα πήρε στα χέρια της τη δική της, πίνοντας μια γουλιά προτού μιλήσει. «Μπα; Και τι είναι αυτό που προσπαθούν να κάνουν;»

Αυτή τη φορά, το γέλιο της γυναίκας ήταν εύθραυστο αλλά και σκληρό ταυτόχρονα. «Να μας τσακίσουν, το ξέρεις! Να μας αναγκάσουν να ορκιστούμε πίστη στον αλ’Θόρ, όπως έκανες εσύ. Πώς μπόρεσες, Βέριν; Ορκίστηκες πίστη κι αφοσίωση σ’ έναν άντρα, και μάλιστα σ’ αυτόν! Ακόμα κι αν επαναστατούσες ενάντια στην Έδρα της Άμερλιν, ενάντια στον ίδιον τον Λευκό Πύργο...» Από τον τρόπο που το είπε φάνηκε ότι θεωρούσε τις δύο έννοιες ταυτόσημες, «...πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;»

Για μια στιγμή, η Βέριν αναρωτήθηκε κατά πόσον θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, αν οι γυναίκες που κρατούνταν τώρα αιχμάλωτες στο Αελίτικο στρατόπεδο είχαν πιαστεί όπως η ίδια, ένα πελεκούδι στη δίνη του τα’βίρεν Ραντ αλ’Θόρ, με λόγια που ξέφυγαν από το στόμα της πριν καλά-καλά πάρουν μορφή στο μυαλό της. Δεν επρόκειτο για λόγια που δεν θα έλεγε ποτέ από μόνη της —δεν ήταν αυτός ο τρόπος που σε επηρέαζε ένας τα’βίρεν— αλλά που πιθανόν θα ξεστόμιζε μία στις χίλιες ή, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μία στις δέκα χιλιάδες. Όχι, οι διαφωνίες ήταν έντονες και βίαιες αναφορικά με το αν έπρεπε να τηρηθούν οι όρκοι που δόθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι δε λογομαχίες για το πώς έπρεπε να τους τηρήσουν διαιωνίζονταν. Καλύτερα έτσι. Ψαχούλεψε αφηρημένα κάτι σκληρό μέσα στο πουγκί της ζώνης της· ήταν ένα μικρό στολίδι, μια ημιδιαφανής πέτρα, σκαλισμένη πάνω σε κάτι που έμοιαζε με κρίνο με πολλά πέταλα. Δεν το είχε φορέσει ποτέ, δίχως όμως να το αποχωριστεί εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια.

«Είσαι μία ντα’τσάνγκ, Μπελντάινε. Θα πρέπει να το έχεις ακούσει αυτό». Το ευγενικό νεύμα της γυναίκας ήταν αχρείαστο· υποδήλωνε πως οι καταφρονημένες αποτελούσαν κομμάτι του Αελίτικου νόμου, κάτι σαν ανακοίνωση θανατικής καταδίκης. Μέχρις εκεί κάτι ήξερε κι η ίδια, αν και λίγα πράγματα. «Τα ρούχα σου, καθώς κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να καεί, πετάχτηκαν στη φωτιά, επειδή κανείς Αελίτης δεν μπορεί να πάρει κάτι που κάποτε ανήκε σε μια ντα’τσάνγκ. Τα υπόλοιπα κομματιάστηκαν κι έγιναν θρύψαλα, ακόμα και τα κοσμήματα που είχες μαζί σου, και θάφτηκαν σ’ έναν λάκκο που χρησίμευε ως απόπατος».

«Το...; Το άλογό μου;» ρώτησε με αγωνία η Μπελντάινε.

«Τα άλογα δεν τα σκότωσαν, αλλά δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται το δικό σου». Μάλλον το καβαλούσε κάποιος άλλος, στην πόλη, εκτός κι αν το είχε πάρει κανένας Άσα’μαν. Αν της το έλεγε όμως, θα έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Η Βέριν θυμήθηκε πως η Μπελντάινε ανήκε στην κατηγορία των νεαρών γυναικών που έτρεφαν βαθιά αισθήματα για τα άλογα. «Σε άφησαν να κρατήσεις το δαχτυλίδι για να θυμάσαι ποια ήσουν και να νιώθεις ακόμα μεγαλύτερο όνειδος. Δεν ξέρω αν θα σε άφηναν να ορκιστείς πίστη στον Άρχοντα αλ’Θόρ, ακόμα κι αν τους ικέτευες. Νομίζω πως, από την πλευρά σου, θα έπρεπε να κάνεις κάτι τρομερά εντυπωσιακό».

«Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα! Ποτέ!» Μα τα λόγια της Μπελντάινε ηχούσαν κούφια κι οι ώμοι της καμπούριασαν. Ήταν κλονισμένη, αλλά όχι αρκετά.

Η Βέριν τής χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο. Κάποιος της είχε πει κάποτε πως το χαμόγελό της του θύμιζε την αγαπημένη του μητέρα. Ήλπιζε πως σε αυτό τουλάχιστον δεν έλεγε ψέματα. Λίγο αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος προσπάθησε να καρφώσει ένα στιλέτο ανάμεσα στα πλευρά της, και το χαμόγελό της ήταν το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε. «Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν ικανοποιητικό λόγο για να κάνεις κάτι. Όχι, φοβάμαι πως το μόνο που μπορείς να ελπίζεις είναι ο άχρηστος μόχθος. Ντροπιαστικό, γι’ αυτούς. Πολύ ντροπιαστικό. Βέβαια, αν αντιλαμβάνονται πως εσύ δεν το βλέπεις έτσι... Που να πάρει. Θα στοιχημάτιζα πως δεν σου αρέσει καθόλου να σκάβεις γυμνή, ακόμα κι αν έχεις γύρω σου Κόρες να σε φρουρούν, αλλά για σκέψου, ας πούμε, να βρεθείς όπως είσαι μέσα σε μια σκηνή γεμάτη άντρες». Η Μπελντάινε μόρφασε κι η Βέριν εξακολούθησε να φλυαρεί. Είχε αναγάγει τη φλυαρία σε Ταλέντο. «Φυσικά, θα σε αναγκάσουν να καθίσεις εκεί που είσαι. Στις ντα’τσάνγκ δεν επιτρέπεται να κάνουν τίποτα χρήσιμο, εκτός αν υπάρχει μεγάλη ανάγκη, κι ένας Αελίτης θα αγκάλιαζε ακόμα κι ένα σάπιο πτώμα σαν να ήταν... Τέλος πόντων, δεν είναι πολύ ευχάριστη αυτή η σκέψη, έτσι; Όπως και να έχει, αυτό είναι το μόνο που θα μπορούσες να ελπίζεις. Ξέρω πως θα αντισταθείς όσο περισσότερο μπορείς, αν και δεν είμαι σίγουρη τι νόημα έχει αυτό. Δεν θα προσπαθήσουν να σου αποσπάσουν πληροφορίες ή να σου κάνουν αυτά που συνηθίζουν να κάνουν στους κρατουμένους. Όμως δεν πρόκειται να σε αφήσουν να φύγεις μέχρι να βεβαιωθούν πως η ντροπή έχει ριζώσει τόσο βαθιά μέσα σου, ώστε δεν υπάρχει χώρος για τίποτα άλλο, ακόμα κι αν χρειαστεί να περιμένουν για το υπόλοιπο της ζωής σου».

Τα χείλη της Μπελντάινε κινήθηκαν σιωπηλά, σαν να πρόφερε τις λέξεις. Το υπόλοιπο της ζωής μου. Μετακινήθηκε άβολα πάνω στο μαξιλάρι κι έκανε μια γκριμάτσα. Ίσως να έφταιγαν τα εγκαύματα, οι βουρδουλιές ή απλώς ο πόνος ενός ανθρώπου ασυνήθιστου σε σκληρή εργασία. «Θα μας σώσουν», είπε τελικά. «Δεν θα μας αφήσει έτσι η Άμερλιν... Θα σωθούμε ή θα... Θα σωθούμε!» Άδραξε την ασημένια κούπα από δίπλα της, τίναξε πίσω το κεφάλι της κι ήπιε το περιεχόμενο με μεγάλες γουλιές μέχρι που την άδειασε. Κατόπιν, άπλωσε το χέρι της, ζητώντας κι άλλο νερό. Η Βέριν, χρησιμοποιώντας το στρώμα του Αέρα, μετακίνησε προς το μέρος της την κανάτα και την τοποθέτησε κάτω, αφήνοντας τη νεαρή γυναίκα να σερβιριστεί μόνη της.

«Ή θα δραπετεύσετε;» είπε η Βέριν, και τα βρώμικα χέρια της Μπελντάινε τινάχτηκαν ψηλά, πιτσιλώντας νερό από τις άκρες της κούπας. «Έλα τώρα. Οι πιθανότητες είναι οι ίδιες με το να σωθείτε. Είστε περικυκλωμένες από έναν στρατό Αελιτών κι ο αλ’Θόρ δεν έχει πρόβλημα να καλέσει μερικές εκατοντάδες Άσα’μαν όποτε θελήσει, για να σας κυνηγήσει». Η γυναίκα ανατρίχιασε κι η Βέριν το ίδιο. Όλη αυτή η σύγχυση έπρεπε να είχε σταματήσει πριν ακόμα ξεκινήσει. «Όχι, φοβάμαι πως θα χρειαστεί να βρεις δικό σου τρόπο και να τα βγάλεις πέρα μόνη σου. Ξέρω πως δεν σε αφήνουν να μιλήσεις με τις άλλες. Είσαι μονάχη», αναστέναξε. Γουρλωμένα μάτια την κοιτούσαν σαν να αντίκριζαν κόκκινη οχιά. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις χειρότερο απ’ όσο είναι. Άσε με να σε Θεραπεύσω».

Μόλις που περίμενε το αξιοθρήνητο νεύμα της άλλης γυναίκας προτού γονατίσει πλάι της και βάλει τα χέρια της στο κεφάλι της Μπελντάινε. Η νεαρή γυναίκα ήταν σχεδόν έτοιμη. Κάνοντας τον εαυτό της ακόμα πιο δεκτικό στο σαϊντάρ, η Βέριν ύφανε τις ροές της Θεραπείας κι η Πράσινη αδελφή κοντανάσανε και τρεμούλιασε. Η μισογεμάτη κούπα τής έπεσε από το χέρι, ενώ το μπράτσο της τινάχτηκε κι αναποδογύρισε την κανάτα. Τώρα, ήταν όντως πανέτοιμη.

Τις στιγμές της σύγχυσης που καταλαμβάνουν κάθε άνθρωπο έπειτα από μια Θεραπεία κι ενώ η Μπελντάινε βλεφάριζε και προσπαθούσε να συνέλθει, η Βέριν ανοίχτηκε κι άλλο, ανοίχτηκε μέσω του σκαλιστού άνθους ανγκριάλ που είχε μέσα στο σακίδιο της. Δεν ήταν πολύ ισχυρό ανγκριάλ, αλλά αρκετό για να της δώσει κάθε ικμάδα επιπλέον Δύναμης που χρειαζόταν για να πετύχει τον σκοπό της. Οι ροές που είχε αρχίσει να υφαίνει δεν έμοιαζαν με Θεραπεία. Το Πνεύμα επικρατούσε μακράν, αλλά υπήρχαν επίσης ο Άνεμος και το Νερό, η Φωτιά κι η Γη, η τελευταία με κάποια δυσκολία. Ακόμα και τα νήματα του Πνεύματος έπρεπε να χωριστούν ξανά και ξανά, να τοποθετηθούν με τέτοια περιπλοκή, ώστε ακόμα και μια υφάντρα περίτεχνων κιλιμιών δύσκολα θα έβγαζε άκρη. Στην περίπτωση που μια Σοφή έριχνε μια ματιά στο εσωτερικό της σκηνής, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα διέθετε το σπάνιο ταλέντο να αντιληφθεί τι έκανε η Βέριν. Μπορεί να υπήρχαν δυσκολίες, και μάλιστα οδυνηρές από μια άποψη, αλλά ήταν αποφασισμένη να πραγματοποιήσει τη μεγάλη ανακάλυψη.

«Τι...;» έκανε η Μπελντάινε νυσταλέα. Το κεφάλι της θα κρεμόταν στο πλάι, αν δεν το είχε αρπάξει στα χέρια της η Βέριν, και τα ματόκλαδά της ήταν μισόκλειστα. «Τι πας να...; Τι συμβαίνει;»

«Τίποτα που να μπορεί να σε βλάψει», της αποκρίθηκε η Βέριν καθησυχαστικά. Η γυναίκα μπορεί να πέθαινε μέσα σε έναν χρόνο ή μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, ως αποτέλεσμα αυτού που της έκανε, αλλά η ύφανση δεν θα της προκαλούσε κακό. «Σου υπόσχομαι πως είναι τόσο ασφαλές, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και σε μωρά». Βέβαια, εξαρτάται από τη χρήση που έκανες.

Έπρεπε να ξεχωρίσει τις ροές νήμα-νήμα, αλλά η κουβέντα μάλλον βοηθούσε παρά εμπόδιζε. Άλλωστε, η σιωπή για μεγάλο χρονικό διάστημα θα κινούσε υποψίες, σε περίπτωση που οι δίδυμοι φρουροί της άκουγαν τι γινόταν στο εσωτερικό. Το βλέμμα της πεταγόταν συχνά στην υφασμάτινη είσοδο που κουνιόταν πέρα δώθε. Ήθελε κάποιες απαντήσεις που δεν είχε σκοπό να τις μοιραστεί, απαντήσεις που καμία από τις ανακρινόμενες δεν θα έδινε χωρίς αντίτιμο, ακόμα κι αν τις γνώριζε. Μια από τις μικρότερες παρενέργειες αυτής της ύφανσης ήταν πως έλυνε τη γλώσσα κι άνοιγε τον νου, κάτι που μπορούσε να κάνει κι οποιοδήποτε βότανο, αλλά το αποτέλεσμα εδώ ήταν πιο γρήγορο.

Συνέχισε να μιλάει, κάνοντας τη φωνή της σχεδόν ψιθυριστή. «Αυτό το αγόρι, ο αλ’Θόρ, φαίνεται ότι πιστεύει πως έχει κάποιου είδους υποστηρίκτριες μέσα στον Λευκό Πύργο, Μπελντάινε. Αν υπάρχουν, θα είναι κρυφές, φυσικά». Ακόμα κι αν κάποιος κολλούσε το αυτί του πάνω στο ύφασμα της σκηνής, το μόνο που θα άκουγε θα ήταν κάποια αόριστη συζήτηση. «Πες μου ό,τι γνωρίζεις γι’ αυτές».

«Υποστηρίκτριες;» μουρμούρισε η Μπελντάινε, προσπαθώντας, αποτυχημένα όμως, να φανεί βλοσυρή. Αναδεύτηκε, αν κι αυτή δεν έμοιαζε να είναι η κατάλληλη λέξη, εξασθενημένη κι ασυντόνιστη. «Δικοί του άνθρωποι; Μεταξύ των αδελφών; Αδύνατον. Εκτός από εσάς, που... Πώς μπόρεσες, Βέριν; Γιατί δεν το πολέμησες;»

Η Βέριν έκανε έναν εκνευριστικό ήχο αποδοκιμασίας, όχι όμως για τον ανόητο υπαινιγμό ότι θα μπορούσε να αντισταθεί σε έναν τα’βίρεν. Το αγόρι έμοιαζε τόσο σίγουρο. Γιατί; Μίλησε ξανά χαμηλόφωνα. «Δεν υποψιάζεσαι κανέναν, Μπελντάινε; Δεν άκουσες καμία φήμη πριν φύγεις από την Ταρ Βάλον; Κανέναν ψίθυρο; Δεν υπαινίχτηκε κανείς ότι έπρεπε να τον πλησιάσουμε διαφορετικά; Πες μου».

«Κανείς. Ποιος θα το έκανε αυτό...; Κανείς δεν μπορούσε... Θαύμαζα τόσο την Κιρούνα». Στη νυσταλέα φωνή της Μπελντάινε υπήρχε μια χροιά απώλειας, και τα δάκρυα που ξεχύνονταν από τα μάτια της σχημάτιζαν χνάρια πάνω στη ρυπαρότητα του προσώπου της. Μόνο τα χέρια της Βέριν τη στήριζαν.

Η Βέριν συνέχισε να απλώνει τις ίνες της ύφανσης, με το βλέμμα της να πετιέται από το έργο της προς την είσοδο της σκηνής και τανάπαλιν. Αισθάνθηκε να ιδρώνει κάπως. Ίσως η Σορίλεα να αποφάσιζε πως χρειαζόταν βοήθεια για την ανάκριση. Ίσως, μάλιστα, να έφερνε κάποια από τις αδελφές από το Παλάτι του Ήλιου. Αν οποιαδήποτε αδελφή μάθαινε για όλα αυτά, το σιγάνεμα δεν θα απείχε και πολύ. «Ώστε, σκοπεύεις να τον παραδώσεις στην Ελάιντα φρεσκοπλυμένο και καθώς πρέπει», είπε κάπως πιο δυνατά αυτή τη φορά. Σαν πολύ να είχε διαρκέσει η σιωπή. Δεν είχε καμία διάθεση αυτοί εκεί έξω να αναφέρουν πως την άκουγαν να ψιθυρίζει με τις κρατούμενες.

«Δεν θα... καταφερόμουν ποτέ... ενάντια στην απόφαση της Γκαλίνα. Εκτελούσε... διαταγές της Άμερλιν». Η Μπελντάινε μετακινήθηκε ξανά, αδύναμα. Η φωνή της εξακολουθούσε να είναι ονειρική, αν και τώρα είχε αποκτήσει μια χροιά εκνευρισμού. Τα ματόκλαδά της τρεμόπαιξαν. «Πρέπει... να αναγκαστεί... να υπακούσει! Πρέπει! Δεν ήταν ανάγκη να... τον μεταχειριστούν τόσο άσχημα, λες και... τον ανέκριναν. Ήταν λάθος».

Η Βέριν ρουθούνισε. Λάθος; «Καταστροφικό» θα ήταν πιο σωστή λέξη. Καταστροφικό εξ αρχής. Τώρα αυτός ο άντρας αντιμετώπιζε τις Άες Σεντάι σχεδόν όπως η Ήρον. Κι αν είχαν καταφέρει να τον κουβαλήσουν στην Ταρ Βάλον; Ένας τα’βίρεν σαν τον Ραντ αλ’Θόρ μέσα στον ίδιο τον Λευκό Πύργο; Να μια σκέψη ικανή να κάνει ακόμα και τις πέτρες να τρέμουν. Όποια κι αν ήταν η κατάληξη, η λέξη καταστροφή ήταν σίγουρα πολύ επιεικής. Συγκριτικά, το τίμημα που πλήρωσαν στα Πηγάδια του Ντουμάι ήταν σχετικά μικρό.

Συνέχισε να κάνει ερωτήσεις, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της, έτσι που μπορούσε εύκολα να ακουστεί από κάποιον που κρυφάκουγε. Είχε ήδη βρει τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που έκανε, αλλά απέφευγε όσες ήταν πολύ επικίνδυνες για να απαντηθούν. Δεν έδινε και πολλή σημασία στα λόγια που ξεστόμιζε ή στις αποκρίσεις της Μπελντάινε. Κατά κύριο λόγο, είχε συγκεντρωθεί στην ύφανση της.

Πάρα πολλά πράγματα είχαν έλξει το ενδιαφέρον της με τα χρόνια, δεν ήταν όμως όλα ρητώς εγκεκριμένα από τον Πύργο. Σχεδόν κάθε αδέσποτη που ερχόταν στον Πύργο για εκπαίδευση —τόσο οι γνήσιες, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να αυτοδιδάσκονται, όσο και τα κορίτσια που είχαν αγγίξει φευχαλέα την Πηγή επειδή η σπίθα φούντωσε μέσα τους, άλλωστε για μερικές αδελφές δεν είχε και μεγάλη διαφορά— σχεδόν, λοιπόν, κάθε αδέσποτη είχε δημιουργήσει τουλάχιστον ένα ατομικό κόλπο. Τα κόλπα αυτά σχεδόν πάντα ενέπιπταν σε μία από δυο συγκεκριμένες κατηγορίες. Ή στον τρόπο να ακούνε τις συζητήσεις των άλλων ή στο να πειθαναγκάζουν τον κόσμο να κάνει αυτό που επιθυμούσαν.

Όσον αφορά στο πρώτο, ο Πύργος δεν ενδιαφερόταν και πολύ. Ακόμα και μια αδέσποτη που είχε αποκτήσει επαρκή έλεγχο αφ’ εαυτής, γρήγορα μάθαινε πως, όσο ήταν ντυμένη στα λευκά της μαθητευόμενης, δεν επιτρεπόταν να αγγίξει το σαϊντάρ χωρίς την επιτήρηση μιας αδελφής ή κάποιας από τις Αποδεχθείσες. Κάτι που περιόριζε δραματικά το κρυφάκουσμα. Το άλλο κόλπο, ωστόσο, έμοιαζε πολύ συγγενές με τον απαγορευμένο Καταναγκασμό. Εντάξει, ήταν μια καλή μέθοδος ώστε να υποχρεώσει κάποια τον Πατέρα να της αγοράσει φορέματα και μπιχλιμπίδια που δεν θα αγόραζε σε άλλες περιστάσεις, ή να κάνει τη Μητέρα να εκτιμήσει νεαρούς που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήθελε να δει στα μάτια της· καλή για τέτοια πράγματα. Ο Πύργος, όμως, ξερίζωσε αποτελεσματικά αυτό το κόλπο. Πολλές από τις κοπέλες και τις γυναίκες με τις οποίες είχε μιλήσει η Βέριν στον διάβα των χρόνων, δεν μπορούσαν ούτε καν να σχηματίσουν υφάνσεις, πόσω μάλλον να τις χρησιμοποιήσουν κιόλας, κι αρκετές από αυτές δεν θυμούνταν καν τη διαδικασία. Παίρνοντας σκόρπιες πληροφορίες από δω κι από κει, κι από μισοξεχασμένες υφάνσεις που δημιουργήθηκαν από ανεκπαίδευτα κορίτσια για πολύ περιορισμένη χρήση, η Βέριν ανακατασκεύασε κάτι που ο Πύργος είχε απαγορεύσει ήδη από την ίδρυσή του. Από τη μεριά της, επρόκειτο για απλή περιέργεια, αρχικά τουλάχιστον. Η περιέργεια, σκέφτηκε πικρόχολα, ασχολούμενη με την ύφανση της Μπελντάινε, με έκανε να δαγκώσω μεγαλύτερη μπουκιά απ’ όση μπορούσα να καταπιώ. Τα πρακτικά οφέλη φάνηκαν αργότερα.

«Υποθέτω πως η Ελάιντα σκόπευε να τον κρατήσει κάτω, στ’ ανοιχτά κελιά», είπε σαν να κουτσομπόλευε. Τα κελιά με τους καφασωτούς τοίχους προορίζονταν για άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης, όπως επίσης και για μυημένους του Πύργου που βρίσκονταν υπό κράτηση, για αδέσποτες που ισχυρίζονταν πως είναι Άες Σεντάι και για οποιονδήποτε που ήταν αναγκαίο να φυλακιστεί και να κρατηθεί μακριά από την Πηγή. «Όχι και πολύ άνετο μέρος για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Θα χάσει την ησυχία του. Πιστεύεις πως είναι όντως ο Αναγεννημένος Δράκοντας, Μπελντάινε;» Αυτήν τη φορά, έκανε μια παύση για να ακούσει την απάντηση.

«Ναι». Η λέξη βγήκε σαν μακρόσυρτο σφύριγμα κι η Μπελντάινε έστρεψε το τρομαγμένο της βλέμμα στο πρόσωπο της Βέριν. «Ναι... αλλά πρέπει... να τον κρατήσουν... σε ασφαλές μέρος. Ο κόσμος... πρέπει να... γλιτώσει... απ’ αυτόν».

Ενδιαφέρον. Όλες τους είχαν πει πως ο κόσμος έπρεπε να γλιτώσει απ’ αυτόν· εκείνο που παρουσίαζε ενδιαφέρον ήταν όσες πίστευαν πως χρειαζόταν κι ο ίδιος προστασία. Είχε μείνει εμβρόντητη από τα λόγια ορισμένων από δαύτες.

Στα μάτια της Βέριν, η ύφανση που είχε φτιάξει έμοιαζε αρκετά με μια πρόχειρη, μπερδεμένη μάζα ημιδιάφανων ινών που έλαμπαν αδιόρατα, όλες μαζεμένες γύρω από το κεφάλι της Μπελντάινε, με τέσσερα νημάτια Πνεύματος να εξέχουν από το κουβάρι. Τράβηξε δυο από αυτά, αντικριστά το ένα από το άλλο, κι η μάζα διαλύθηκε ελαφρά, καταρρέοντας προς τα μέσα, σε κάτι που προσέγγιζε την τάξη. Τα μάτια της Μπελντάινε άνοιξαν διάπλατα, ατενίζοντας στο βάθος.

Σταθερά και χαμηλόφωνα, η Βέριν άρχισε να της δίνει οδηγίες. Έμοιαζαν περισσότερο με υποδείξεις, αν και με τον τρόπο που τις έλεγε φάνταζαν σαν προσταγές. Η Μπελντάινε έπρεπε να βρει κάποιον λόγο βαθιά μέσα της για να υπακούσει. Αν δεν το έκανε, τότε όλα θα πήγαιναν στράφι.

Με αυτές τις τελευταίες λέξεις, η Βέριν τράβηξε τα άλλα δύο νημάτια του Πνεύματος κι ο σωρός κατέρρευσε περισσότερο. Αυτήν τη φορά, πάντως, η κατάρρευση του φάνταζε ομαλή, ένα σχήμα πολύ πιο ακριβές και περίπλοκο κι από την πιο περίτεχνη δαντέλα, όπως επίσης κι ολοκληρωμένο, δεμένο από την ίδια πράξη που ενεργοποίησε τη συρρίκνωσή του. Αυτήν τη φορά, εξακολούθησε να απορροφάται από τον ίδιο του τον εαυτό, να μαζεύεται γύρω από το κεφάλι της Μπελντάινε. Αυτές οι αμυδρά λαμπερές ίνες βυθίστηκαν μέσα της και χάθηκαν. Τα μάτια της γύρισαν προς τα πίσω, μέσα στις κόγχες τους, ενώ η γυναίκα άρχισε να συσπάται, με τα μέλη της να τρέμουν. Η Βέριν την κρατούσε όσο πιο μαλακά γινόταν, αλλά το κεφάλι της Μπελντάινε τιναζόταν από τη μια πλευρά στην άλλη κι οι γυμνές της φτέρνες χτυπούσαν άγρια πάνω στα κιλίμια. Σύντομα, μόνο ο πλέον προσεκτικός Εντοπισμός θα μπορούσε να δείξει κατά πόσον είχε επιτευχθεί κάτι, αλλά ακόμα κι αυτός θα ήταν αδύνατον να αναγνωρίσει την ύφανση. Η Βέριν τον είχε δοκιμάσει πολύ προσεκτικά κι, από τη στιγμή που το έλεγε η ίδια, έτσι ήταν, μια και κανείς δεν την ξεπερνούσε στον Εντοπισμό.

Φυσικά, το θέμα δεν είχε να κάνει με τον αληθινό Καταναγκασμό όπως τον περιέγραφαν τα αρχαία κείμενα. Η ύφανση, έτσι μπαλωμένη καθώς ήταν, συνεχιζόταν με οδυνηρή βραδύτητα κι, επιπλέον, η ύπαρξη κάποιας αιτίας ήταν αναγκαία. Βοηθούσε πολύ αν το αντικείμενο της ύφανσης ήταν συναισθηματικά τρωτό, αλλά η εμπιστοσύνη ήταν απολύτως απαραίτητη. Ακόμα κι αν έπιανες κάποιον εξαπίνης, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν έδειχνε δυσπιστία. Το γεγονός αυτό μείωνε αισθητά την αποτελεσματικότητα σε ό,τι αφορούσε ειδικά τους άντρες· ελάχιστοι ήταν οι άντρες που δεν έδειχναν καχυποψία απέναντι στις Άες Σεντάι.

Αλλά, ακόμα κι αν δεν έδινε κανείς σημασία στην έλλειψη εμπιστοσύνης, οι άντρες ήταν δυστυχώς πολύ κακά υποκείμενα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Οι πιο πολλές από αυτές τις υφάνσεις που έφτιαχναν τα κορίτσια προορίζονταν για τους πατέρες τους ή για διάφορους άλλους άντρες. Οποιοσδήποτε με ισχυρή προσωπικότητα ίσως άρχιζε να αναρωτιέται για τις πράξεις του —ή ακόμα και να τις ξεχνούσε, κάτι που δημιουργούσε άλλου είδους προβλήματα— αλλά, μια και σε όλα υπάρχει μια ισοδυναμία, οι άντρες ήταν ακόμα πιο επιρρεπείς. Πολύ πιο επιρρεπείς. Ίσως να έφταιγε πάλι η καχυποψία. Ωστόσο, υπήρχε ένας άντρας κάποτε, ο οποίος θυμόταν τις υφάνσεις που είχε δημιουργήσει γύρω του, αν όχι και τις οδηγίες που του είχε δώσει. Τι βάσανο κι αυτό! Δεν σκόπευε να το διακινδυνεύσει ξανά.

Τελικά, οι σπασμοί της Μπελντάινε ελαττώθηκαν, μέχρι που σταμάτησαν τελείως, κι η γυναίκα ανασήκωσε ένα βρώμικο χέρι στο κεφάλι της. «Τι—; Τι συνέβη;» ρώτησε, χωρίς να ακούγεται σχεδόν. «Λιποθύμησα;» Η λησμοσύνη ήταν ένα ακόμα θετικό σημείο της ύφανσης, όχι και τόσο απρόσμενο. Σε τελική ανάλυση, ο Πατέρας δεν πρέπει να θυμάται πως τον ώθησες με κάποιον τρόπο να σου αγοράσει εκείνο το ακριβό φόρεμα.

«Η ζέστη είναι ανυπόφορη», είπε η Βέριν, βοηθώντας τη να σηκωθεί ξανά. «Ένιωσα κι εγώ μια δυο φορές ζαλάδα σήμερα». Από κούραση, όχι από ζέστη. Το να χειρίζεσαι τόσο μεγάλη ποσότητα σαϊντάρ σε εξουθένωνε, ειδικά αν το είχες κάνει ήδη τέσσερις φορές σε μια μέρα. Το ανγκριάλ δεν εξουδετέρωνε τα αποτελέσματα από τη στιγμή που σταματούσες να το χρησιμοποιείς. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει η ίδια το σταθερό της χέρι. «Νομίζω πως είναι αρκετό. Αν λιποθυμάς, ίσως σου βρουν να ασχοληθείς με κάτι μακριά από τον ήλιο». Η προοπτική δεν φάνηκε να χαροποιεί ιδιαίτερα την Μπελντάινε.

Τρίβοντας τη βάση της πλάτης της, η Βέριν έβγαλε το κεφάλι της από το άνοιγμα της σκηνής. Ο Κόραμ κι ο Μένταν σταμάτησαν το περίπλοκο παιχνίδι τους για άλλη μια φορά· δεν υπήρχε καμιά ένδειξη πως είχαν ακούσει κάτι, αλλά δεν θα στοιχημάτιζε και το κεφάλι της. Τους είπε πως τελείωσε με την Μπελντάινε και, σε δεύτερη σκέψη, πρόσθεσε πως θα επιθυμούσε άλλη μια κανάτα νερό, αφού η Μπελντάινε είχε αναποδογυρίσει τη δική της. Τα πρόσωπα των δύο αντρών σκοτείνιασαν κάτω από το μαύρισμά τους. Σίγουρα θα μετέφεραν την πληροφορία στη Σοφή που ήρθε για την Μπελντάινε. Ένας λόγος παραπάνω να καταλήξει σε κάποια απόφαση.

Ο ήλιος είχε δρόμο ακόμα μέχρι να βυθιστεί στον ορίζοντα, αλλά ο πόνος στη μέση της της υπενθύμιζε πως είχε έρθει η ώρα να σταματήσει για σήμερα. Ίσως είχε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με μία ακόμη αδελφή, αλλά σε αυτήν την περίπτωση το πρωί θα την έβρισκε εντελώς ξεθεωμένη. Η ματιά της έπεσε πάνω στην Ιργκαίην, η οποία βρισκόταν τώρα μαζί με τις γυναίκες που κουβαλούσαν καλάθια στους χειρόμυλους. Η Βέριν αναρωτήθηκε πώς θα είχε εξελιχτεί η ζωή της αν δεν ήταν τόσο περίεργη. Αν μη τι άλλο, θα είχε παντρευτεί τον Έντγουιν και θα είχε μείνει στο Φαρ Μάντιγκ αντί να πάει στον Λευκό Πύργο. Από την άλλη, μπορεί να ήταν νεκρή εδώ και καιρό, όπως και τα παιδιά που ποτέ δεν έκανε, και τα εγγόνια της επίσης.

Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, γύρισε την πλάτη της στον Κόραμ. «Μόλις επιστρέψει ο Μένταν, μπορείς να πεις στην Κολίντα πως θα επιθυμούσα να δω την Ιργκαίην Φάταμεντ;» Ο πόνος των μυών της την επόμενη μέρα θα ήταν μια μικρή τιμωρία για όσα υπέφερε η Μπελντάινε πάνω από εκείνο το χυμένο νερό, αλλά δεν το έκανε γι’ αυτόν τον λόγο, ούτε από απλή περιέργεια. Είχε ένα ακόμα έργο να επιτελέσει. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να διατηρήσει ζωντανό τον νεαρό Ραντ αλ’Θόρ μέχρι να έρθει η ώρα του.


Το δωμάτιο θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιο μεγαλόπρεπο παλάτι, μόνο που δεν είχε ούτε παράθυρα ούτε πόρτες. Η φωτιά στη χρυσαφιά μαρμάρινη εστία του τζακιού δεν παρείχε ζεστασιά, ενώ οι φλόγες δεν έκαιγαν τα κούτσουρα. Ο άντρας που καθόταν στο τραπέζι με τα επίχρυσα πόδια, στο κέντρο ενός μεταξωτού χαλιού, υφασμένου με απαστράπτοντα χρυσά και αργυρόχρωμα νήματα, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα διακοσμητικά στοιχεία αυτής της Εποχής. Ήταν απαραίτητα για λόγους εντυπωσιασμού· τίποτα περισσότερο. Όχι πως χρειαζόταν κάτι άλλο, πέρα από τον ίδιο τον εαυτό του, για να κάνει ακόμα και την πιο αλύγιστη υπεροψία να νιώσει δέος μπροστά του. Ονόμαζε τον εαυτό του Μοριντίν, και σίγουρα κανείς στο παρελθόν δεν δικαιούνταν περισσότερο από τον ίδιο να αυτοαποκαλείται Θάνατος.

Από καιρού εις καιρόν, θώπευε τη μία από τις δύο νοητικές παγίδες που κρέμονταν από μεταξένια κορδόνια περασμένα στον λαιμό του. Με το άγγιγμα αυτό, το πορφυρό σαν αίμα κρύσταλλο του κουρ’σούβρα παλλόταν, δημιουργώντας δίνες που στροβιλίζονταν σε ατελείωτα βάθη, σαν καρδιοχτύπια. Στην πραγματικότητα, η προσοχή του ήταν στραμμένη στο παιχνίδι που βρισκόταν στο τραπέζι, μπροστά του. Τριάντα τρία κόκκινα κομμάτια κι άλλα τόσα πράσινα στοιχίζονταν κατά μήκος μιας επιφάνειας δεκατριών επί δεκατριών τετραγώνων. Μια αναπαράσταση των πρώτων σταδίων ενός φημισμένου παιχνιδιού. Το πιο σημαντικό πιόνι, ο Ψαράς, ασπρόμαυρος όπως η επιφάνεια, ήταν σε στάση αναμονής στο σημείο εκκίνησης, στο κεντρικό τετράγωνο. Το σα’ραχ ήταν ένα πολύπλοκο παιχνίδι, αρχαιότερο κι από τον Πόλεμο της Δύναμης. Το σα’ραχ, το τσέραν και το νο’ρι —παίγνιο που πλέον ονομαζόταν «λίθοι»— είχαν όλα τους φανατικούς οπαδούς, οι οποίοι ισχυρίζονταν πως το παιχνίδι της προτίμησης τους περιέκλειε όλες τις πανουργίες της ζωής, αλλά ο Μοριντίν προτιμούσε ανέκαθεν το σα’ραχ. Μόνο εννέα άνθρωποι εν ζωή θυμούνταν αυτό το παιχνίδι. Ο ίδιος ήταν αυθεντία και το παιχνίδι αυτό θεωρούνταν πολύ πιο περίπλοκο από το τσέραν ή το νο’ρι. Ο πρωταρχικός σκοπός ήταν να εξουδετερώσει κάποιος το πιόνι του Ψαρά. Μόνο τότε ξεκινούσε πραγματικά η παρτίδα.

Τότε, τον πλησίασε ένας υπηρέτης, ένας λυγερόκορμος νεαρός γεμάτος χάρη, ντυμένος στα λευκά κι εντυπωσιακά ευπαρουσίαστος. Με μια υπόκλιση, παρουσίασε ένα κρυστάλλινο ψηλό ποτήρι ακουμπισμένο σε έναν ασημένιο δίσκο. Χαμογέλασε· ένα χαμόγελο που περιοριζόταν μόνο στα χείλη του, ενώ τα μαύρα του μάτια έμοιαζαν περισσότερο άψυχα παρά νεκρά. Οι περισσότεροι άντρες θα είχαν αισθανθεί τελείως άβολα κάτω από αυτό το βλέμμα, αλλά ο Μοριντίν απλώς πήρε το ποτήρι στα χέρια του κι έκανε νόημα στον υπηρέτη να φύγει. Οι οινοπαραγωγοί αυτήν την περίοδο παρουσίαζαν μερικές εξαιρετικές ποικιλίες κρασιού. Ωστόσο, ο ίδιος δεν έπινε.

Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στον Ψαρά, μια φιγούρα που τον δελέαζε. Για αρκετά πιόνια οι κινήσεις ποίκιλλαν, αλλά μόνο οι ιδιότητες του Ψαρά άλλαζαν ανάλογα με το πού στεκόταν. Αν βρισκόταν σε άσπρο τετράγωνο, ήταν μεν ευάλωτος σε επίθεση αλλά επίσης ευκίνητος κι είχε τη δυνατότητα να μετακινηθεί σε μεγάλη απόσταση για να σωθεί. Σε μαύρο τετράγωνο, ήταν αρκετά δυνατός ώστε να αντεπεξέλθει σε μια επίθεση, αλλά ταυτόχρονα αργός και τρωτός. Όταν έπαιζαν οι ειδήμονες, ο Ψαράς άλλαζε πλευρά κάμποσες φορές προτού τελειώσει το παιχνίδι. Η πρασινοκόκκινη γραμμή του τερματισμού, η οποία περιέβαλλε την επιφάνεια του παιχνιδιού, μπορούσε να απειληθεί από οποιοδήποτε πιόνι, αλλά μονάχα ο Ψαράς είχε τη δυνατότητα να μετακινηθεί εκεί. Όχι πως εκεί ήταν ασφαλής. Ο Ψαράς ποτέ δεν ήταν ασφαλής. Όταν ο Ψαράς σού ανήκε, προσπαθούσες να τον μετακινήσεις σε ένα τετράγωνο δικού σου χρώματος, πίσω από την άκρη του ταμπλό του αντιπάλου σου. Αυτός ήταν κι ο ευκολότερος τρόπος για να κερδίσεις, αλλά όχι ο μόνος. Όταν ο αντίπαλος σου είχε στην κατοχή του τον Ψαρά, προσπαθούσες να μην του αφήσεις καμιά επιλογή πλην του να μετακινήσει τον Ψαρά σε τετράγωνο με το δικό σου χρώμα. Όπου αλλού κι αν τον πήγαινε κατά μήκος της γραμμής τερματισμού, ήταν ασφαλής. Η κατοχή του Ψαρά αποδεικνυόταν επικίνδυνη τις περισσότερες φορές. Βέβαια, υπήρχε κι ένα τρίτο μονοπάτι προς τη νίκη στο σα’ραχ, αν το ακολουθούσες προτού παγιδευτείς. Το παιχνίδι πάντα εκφυλιζόταν σε αιματοβαμμένες συμπλοκές εκ του συστάδην, αλλά η νίκη ερχόταν μονάχα με τον πλήρη αφανισμό του εχθρού. Μια φορά είχε δοκιμάσει απεγνωσμένα να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο, αλλά είχε αποτύχει. Οικτρά.

Η οργή κόχλασε ξαφνικά μέσα στο κεφάλι του Μοριντίν και μαύρες νιφάδες κολύμπησαν στο οπτικό του πεδίο, καθώς άδραχνε την Αληθινή Δύναμη. Μια έκσταση που άγγιζε τον πόνο βρόντηξε μέσα του. Το χέρι του σφίχτηκε γύρω από τις δύο νοητικές παγίδες, κι η Αληθινή Δύναμη σφίχτηκε γύρω από τον Ψαρά, σηκώνοντάς τον στον αέρα, απέχοντας ελάχιστα από το να τον κάνει σκόνη, από το να συνθλίψει και την ίδια τη σκόνη στην ανυπαρξία. Το ποτήρι έγινε θρύψαλα στο χέρι του κι η αρπάγη του απειλούσε να τσακίσει το κουρ’σούβρα. Τα σάα ήταν ένας σκοτεινός στρόβιλος, αλλά δεν εμπόδιζαν την όρασή του. Ο Ψαράς είχε πάντα ανθρώπινη μορφή, με έναν επίδεσμο να τυφλώνει τα μάτια του, το ένα χέρι κολλημένο στο πλευρό του, ενώ λίγες σταγόνες αίμα έσταζαν ανάμεσα στα δάχτυλα του. Οι λόγοι, όπως κι η προέλευση του ονόματος, χάνονταν στην ομίχλη του χρόνου. Αυτό τον ενοχλούσε μερικές φορές, τον έκανε έξαλλο, όλη τούτη η γνώση που χάθηκε κατά τα γυρίσματα του Τροχού, γνώση που ο ίδιος χρειαζόταν, μια γνώση στην οποία είχε κάθε δικαίωμα πρόσβασης. Κάθε δικαίωμα!

Με αργές κινήσεις, απίθωσε και πάλι τον Ψαρά στην επιφάνεια του παιχνιδιού. Με εξίσου αργές κινήσεις, τα δάχτυλά του άρχισαν να ξετυλίγονται από το κουρ’σούβρα. Δεν υπήρχε καμιά ανάγκη ολέθρου. Ακόμα. Η παγερή ηρεμία αντικατέστησε την οργή σε χρόνο μηδέν. Δεν είχε προσέξει το αίμα και το κρασί που έσταζαν από το κομμένο του χέρι. Ίσως ο Ψαράς όντως να καταγόταν από ένα θολό απομεινάρι κάποιας μνήμης του Ραντ αλ’Θόρ, η σκιά μιας σκιάς. Δεν είχε σημασία. Συνειδητοποίησε πως γελούσε, και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει. Πάνω στην επιφάνεια του παιχνιδιού, ο Ψαράς στεκόταν σε στάση αναμονής, αλλά στο ευρύτερο παιχνίδι ο αλ’Θόρ ήδη υπάκουε στις επιθυμίες του. Σύντομα πια... Ήταν πολύ δύσκολο να χάσεις ένα παιχνίδι, όταν έχεις παίξει και με τις δύο μεριές. Ο Μοριντίν γέλασε τόσο δυνατά, που στο πρόσωπό του κύλησαν δάκρυα, μα ο ίδιος δεν είχε συνείδηση της ύπαρξής τους.

Загрузка...