Το γέλιο κόπηκε απότομα και στο πρόσωπο του Άραμ χαράχτηκε ένα αυτάρεσκο μειδίαμα, ενώ η πρότερη οσμή του φόβου του είχε χαθεί. Θα έλεγε κανείς πως είχε προσέξει από νωρίς τα ίχνη και γνώριζε περί τίνος επρόκειτο. Ωστόσο, κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο προσποιητό του χαμόγελο, ούτε καν στην εξήγηση του Πέριν ότι τα Σκοτεινόσκυλα είχαν φύγει από ώρα. Όλοι κοιτούσαν με δέος τα τεράστια σκυλίσια χνάρια που είχαν αποτυπωθεί στην πέτρινη επιφάνεια. Φυσικά, ο Πέριν δεν μπορούσε να τους αναφέρει πώς τα είχε μάθει όλα αυτά, αλλά κανείς δεν φάνηκε να το προσέχει. Μια λοξή πρωινή ηλιαχτίδα έπεφτε ακριβώς πάνω στην γκρίζα επιφάνεια, φωτίζοντάς την πλήρως. Ο Γοργοπόδης είχε συνηθίσει τη μυρωδιά του καμένου θειαφιού, η οποία ολοένα υποχωρούσε —ευτυχώς, απλώς ρουθούνιζε και τέντωνε προς τα πίσω τα αυτιά του— αλλά τα υπόλοιπα άλογα απέφευγαν την κυρτή πέτρα. Εκτός του Πέριν, κανένας από τους ανθρώπους δεν μπορούσε να ανιχνεύσει την οσμή αυτή, κι οι περισσότεροι γρύλιζαν, εκνευρισμένοι με τη δύστροπη συμπεριφορά των αλόγων τους, παρατηρώντας τα παράξενα σημάδια πάνω στην πέτρα σαν να ήταν αξιοπερίεργο θέαμα κάποιου περιπλανώμενου θιάσου.
Η πλαδαρή υπηρέτρια της Μπερελαίν ούρλιαξε μόλις είδε τα ίχνη, μετακινούμενη τόσο άγαρμπα, ώστε κόντεψε να πέσει από τη σέλα της φοράδας με τη στρογγυλή κοιλιά, η οποία έδειχνε σημάδια νευρικότητας, αλλά η Μπερελαίν ζήτησε αφηρημένα από την Ανούρα να ασχοληθεί με την υπηρέτρια, ενώ η ίδια κοιτούσε τα χνάρια ανέκφραστη σαν να ήταν επίσης Άες Σεντάι. Τα χέρια της, ωστόσο, κρατούσαν σφιχτά τα γκέμια, μέχρι που το λεπτό κόκκινο πετσί άρχισε να ασπρίζει πάνω στις αρθρώσεις της. Ο Μπερτάιν Γκαλίν, ο Άρχοντας Ηγέτης των Φτερωτών Φρουρών, στην άλικη περικεφαλαία του οποίου υπήρχαν ανάγλυφα φτερά και πετάγονταν τρία λεπτά πορφυρά λοφία, είχε σήμερα τον προσωπικό έλεγχο της σωματοφυλακής της Μπερελαίν. Σπιρούνισε το μουνούχι του για να πλησιάσει την πλάκα, ξεπέζεψε πατώντας στο χιόνι που του έφτανε έως το γόνατο, κι αφαίρεσε το κράνος του για να κοιτάξει βλοσυρός την πέτρινη επιφάνεια με το ένα του μάτι. Ένα πορφυρό πέτσινο μπάλωμα κάλυπτε την άδεια κόγχη του άλλου ματιού, ο ιμάντας του οποίου περνούσε μέσα από τα ψαρά του μαλλιά, που έφταναν έως τους ώμους. Πήρε μια έκφραση που υποδήλωνε ότι προέβλεπε φασαρίες, αλλά ούτως ή άλλως ο Μπερτάιν φανταζόταν πρώτα τα χειρότερα. Ο Πέριν υπέθετε πως ήταν καλύτερο για έναν στρατιώτη να βλέπει την άσχημη πλευρά, παρά να είναι μονίμως αισιόδοξος.
Κι η Μασούρι ξεπέζεψε, αλλά δεν είχε προλάβει καλά-καλά να πατήσει στο έδαφος και σταμάτησε, κρατώντας σε ένα γαντοφορεμένο χέρι τα γκέμια του διάστικτου ζώου της, παρατηρώντας με αβεβαιότητα τις τρεις μελαψές —ηλιοκαμένες, θα ’λεγες— Αελίτισσες. Μερικοί Μαγιενοί στρατιώτες άρχισαν να μουρμουρίζουν ανήσυχα, αν και θα πρέπει να το είχαν συνηθίσει πια. Η Ανούρα έκρυψε το πρόσωπό της βαθύτερα μέσα στην γκρίζα κουκούλα της, λες και δεν ήθελε με τίποτα να δει την πλάκα, και ταρακούνησε την υπηρέτρια της Μπερελαίν με δύναμη. Η γυναίκα την κοίταξε εμβρόντητη, με γουρλωμένα μάτια. Η Μασούρι, από την άλλη, περίμενε πλάι στη φοράδα της με προσποιητή υπομονή, η οποία χαλούσε μόνο από το ότι έστρωνε διαρκώς με το χέρι την κοκκινωπή φούστα του μεταξένιου φορέματος ιππασίας σαν να μην είχε πάρει είδηση τι συνέβαινε γύρω της. Οι Σοφές αντάλλασσαν σιωπηλές ματιές ανέκφραστες, όπως οι αδελφές. Η Καρέλ στεκόταν πλάι στη Νέβαριν, μια κοκαλιάρα πρασινομάτα, κι από την άλλη, στεκόταν η Μαρλίν. Τα μάτια της, στο χρώμα του βαθυγάλαζου λυκόφωτος, και τα μαύρα μαλλιά της την καθιστούσαν σπάνια ανάμεσα στις Αελίτισσες, ενώ δεν ήταν εξ ολοκλήρου καλυμμένη με την εσάρπα. Ήταν κι οι τρεις ψηλές όσο κάποιοι άντρες, κι έδειχναν ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερες του Πέριν, αλλά καμιά τους δεν θα κατάφερνε να δείχνει ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση αν δεν ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ’ όσο μαρτυρούσαν τα πρόσωπά τους. Παρά τα μακριά περιδέραια και τα βαριά βραχιόλια από χρυσάφι και φίλντισι, οι σκούρες βαριές φούστες τους κι οι σκουρόχρωμες εσάρπες, που έκρυβαν σχεδόν εντελώς τις λευκές μπλούζες, τις έκαναν να μη διαφέρουν πολύ από αγρότισσες, αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος έκανε κουμάντο ανάμεσα στις ίδιες και τις Άες Σεντάι. Μερικές φορές, μάλιστα, θα αμφέβαλλε κανείς για το ποιος έκανε κουμάντο ανάμεσα στις ίδιες και τον Πέριν.
Τελικά, η Νέβαριν ένευσε. Και χαμογέλασε ζεστά κι επιδοκιμαστικά. Ο Πέριν δεν την είχε δει ποτέ να χαμογελά. Όχι ότι η Νέβαριν κυκλοφορούσε κατηφής, αλλά συνήθως όλο και κάποιον έψαχνε να επιπλήξει.
Μόλις η Μασούρι πρόσεξε το νεύμα της Νέβαριν, έδωσε τα γκέμια σ’ έναν από τους στρατιώτες. Ο Πρόμαχός της δεν φαινόταν πουθενά — αυτό ήταν μάλλον δουλειά των Σοφών. Ο Ροβέρ συνήθως δεν ξεκολλούσε από πάνω της. Ανασηκώνοντας τη διχαλωτή της φούστα, η Μασούρι διέσχισε το χιόνι, το οποίο βάθαινε όλο και περισσότερο καθώς πλησίαζε την πέτρα. Πέρασε τα χέρια της πάνω από τα χνάρια, διαβιβάζοντας προφανώς, αν και δεν συνέβη κάτι ορατό στα μάτια του Πέριν. Οι Σοφές την παρακολουθούσαν στενά· φυσικά, οι υφάνσεις ήταν ορατές στα δικά τους μάτια. Η Ανούρα δεν έμοιαζε να πολυενδιαφέρεται. Οι άκρες από τις στενές πλεξούδες της Γκρίζας αδελφής συσπάστηκαν, σαν να κουνούσε το κεφάλι της μέσα στην κουκούλα, και μετακίνησε το άλογό της πίσω από την υπηρέτρια, έξω από το οπτικό πεδίο των Σοφών, μολονότι έτσι απομακρύνθηκε από την Μπερελαίν, η οποία, θα σκεφτόταν κάποιος, ίσως να χρειαζόταν τη συμβουλή της. Η Ανούρα πράγματι απέφευγε όσο πιο πολύ μπορούσε τις Σοφές.
«Πολλές σπιτικές ιστορίες κυκλοφορούν τελευταία», μουρμούρισε ο Γκαλίν, τραβώντας το μουνούχι του μακριά από την πέτρα και λοξοκοιτώντας προς τη μεριά της Μασούρι. Μπορεί να σεβόταν τις Άες Σεντάι, όμως ελάχιστοι άντρες επιθυμούσαν να βρίσκονται κοντά σε μια Άες Σεντάι εν ώρα διαβίβασης. «Αν και δεν έχω ιδέα γιατί εκπλήσσομαι, έπειτα απ’ όσα είδα από τότε που ’φυγα απ’ το Μαγιέν». Η Μασούρι, απόλυτα συγκεντρωμένη στα ίχνη, δεν φάνηκε να τον προσέχει.
Οι έφιπποι λογχοφόροι αναδεύτηκαν, λες και δεν πίστευαν στα ίδια τους τα μάτια μέχρι να το επιβεβαιώσει ο ίδιος ο διοικητής τους, και μερικοί άρχισαν να αποπνέουν οσμή ταραχής και φόβου, σαν να περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τα Σκοτεινόσκυλα να ξεπηδήσουν μέσα από τις σκιές. Ο Πέριν δεν μπορούσε να διακρίνει εύκολα ξεχωριστές μυρωδιές ανάμεσά τους, αλλά αυτή η ταγκίλα της ταραχής παραήταν έντονη για να προέρχεται μόνο από λίγους.
Ο Γκαλίν φάνηκε να διαισθάνεται αυτό που οσμιζόταν ο Πέριν. Μπορεί να είχε τα ελαττώματά του, αλλά διοικούσε στρατιώτες εδώ και πολύ καιρό. Κρέμασε την περικεφαλαία του στη λαβή του μακρόστενου ξίφους του και μειδίασε. Το μπάλωμα πάνω στο μάτι του του προσέδιδε αγριωπή όψη, κάνοντάς τον να μοιάζει με άνθρωπο που θεωρεί τον θάνατο αστείο και που περιμένει κι από τους άλλους να τον θεωρούν έτσι. «Αν μας ενοχλήσουν τα Μαύρα Σκυλιά, θα αλατίσουμε τα αυτιά τους», ανήγγειλε με στεντόρεια και σθεναρή φωνή. «Έτσι δεν γίνεται στις ιστορίες; Ρίχνεις λίγο αλάτι στα αυτιά τους, κι αυτά εξαφανίζονται». Κάποιοι λογχοφόροι γέλασαν, αν και το μίασμα του φόβου δεν λιγόστεψε διόλου. Άλλο οι σπιτικές ιστορίες, κι άλλο να τις ζεις στην πραγματικότητα.
Ο Γκαλίν οδήγησε το μαύρο άλογό του προς το μέρος της Μπερελαίν κι ακούμπησε το γαντοφορεμένο χέρι του στον λαιμό του καστανοκόκκινου ζώου της. Έριξε μια εξεταστική ματιά στον Πέριν κι εκείνος την ανταπέδωσε, αρνούμενος να εκλάβει το υπονοούμενο. Ό,τι κι αν είχε να πει αυτός ο άντρας, ας το έλεγε μπροστά στον ίδιο και στον Άραμ. Ο Γκαλίν αναστέναξε. «Η γαλήνη θα επανέλθει, Αρχόντισσά μου», άρχισε μαλακά, «αλλά είναι γεγονός ότι η θέση μας είναι επισφαλής. Είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς κι οι προμήθειες μας τελειώνουν. Τα Σκιογεννήματα θα χειροτέρευαν την κατάσταση. Έχω καθήκον απέναντι σου κι απέναντι στο Μαγιέν, Αρχόντισσά μου, και με όλο τον σεβασμό απέναντι στον Άρχοντα Πέριν, ίσως θα επιθυμούσες να τροποποιήσεις τα σχέδιά σου». Ο Πέριν αισθάνθηκε να πλημμυρίζει από οργή —αυτός ο άνθρωπος ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Φάιλε!— αλλά η Μπερελαίν τον πρόλαβε και μίλησε.
«Δεν θα υπάρξει η παραμικρή αλλαγή σχεδίων, Άρχοντα Γκαλίν». Υπήρχαν φορές που ξεχνούσε κανείς ότι αυτή η γυναίκα διοικούσε ένα έθνος, καίτοι μικρό σαν το Μαγιέν, αλλά η φωνή της είχε τον ηγεμονικό τόνο που θα ταίριαζε σε Βασίλισσα του Άντορ. Ίσιωσε την πλάτη της, κάνοντας τη σέλα να μοιάζει με θρόνο, και μίλησε αρκετά δυνατά, για να βεβαιωθεί ότι θα άκουγαν όλοι την απόφασή της. Η φωνή της είχε μια σταθερότητα, έτσι ώστε όλοι να καταλάβουν ότι η απόφαση είχε ήδη ληφθεί. «Αν όντως είμαστε περικυκλωμένοι από εχθρούς, είτε προχωρήσουμε, είτε γυρίσουμε, είναι το ένα και το αυτό. Ακόμα, όμως, κι αν ήταν δέκα φορές ασφαλέστερο να γυρίσουμε, εγώ θα προχωρούσα. Σκοπεύω να ελευθερώσω τη Φάιλε, ακόμα κι αν χρειαστεί να αντιμετωπίσω χίλια Σκοτεινόσκυλα μαζί με άλλους τόσους Τρόλοκ. Έχω πάρει όρκο!»
Επευφημίες ακολούθησαν τη δήλωση της, Φτερωτοί Φρουροί που φώναζαν κι ύψωναν τα δόρατά τους στον αέρα, με τις κόκκινες σημαιούλες ν’ ανεμίζουν. Η οσμή του φόβου παρέμενε, αλλά οι στρατιώτες δήλωναν έτσι την πρόθεσή τους να τα βάλουν με τους Τρόλοκ, όσοι κι αν ήταν, παρά να ξεπέσουν στα μάτια της Μπερελαίν. Μπορεί να τους διοικούσε ο Γκαλίν, αλλά ένιωθαν περισσότερη στοργή για την ηγέτιδά τους, παρά τη φήμη που είχε αποκτήσει σχετικά με τους άντρες. Ίσως και γι’ αυτό, εν μέρει. Χάρη στην ικανότητα της Μπερελαίν να βάζει έναν άντρα που την έβρισκε ελκυστική να τσακωθεί μ’ έναν άλλον, το Δάκρυ δεν είχε καταφέρει να καταπιεί το Μαγιέν. Από τη μεριά του, ο Πέριν είχε μείνει άναυδος. Η γυναίκα φάνταζε εξίσου αποφασιστική με τον ίδιο! Μύριζε αποφασιστικότητα! Ο Γκαλίν έσκυψε το ψαρό του κεφάλι σε ένδειξη απρόθυμης αποδοχής κι η Μπερελαίν έκανε ένα μικρό νεύμα ικανοποίησης, πριν στρέψει την προσοχή της στην Άες Σεντάι δίπλα στην πέτρινη πλάκα.
Η Μασούρι είχε πάψει να κουνάει τα χέρια της γύρω-γύρω κι ατένιζε τα χνάρια σκεπτική, έχοντας ένα δάχτυλο ακουμπισμένο στα χείλη της. Ήταν χαριτωμένη, χωρίς να είναι εξαιρετικά όμορφη, αν και μέρος του παρουσιαστικού της μπορεί να οφειλόταν στη θολερότητα των Άες Σεντάι, μαζί με τη χάρη και την κομψότητα, που ίσως προερχόταν επίσης από το γεγονός ότι ήταν Άες Σεντάι. Πολλές φορές, ήταν δύσκολο να διακρίνεις μια αδελφή που είχε γεννηθεί σε αγρόκτημα κι είχε περάσει τη ζωή της κάνοντας αγγαρείες από μία άλλη που είχε γεννηθεί σε ένα μεγαλόπρεπο παλάτι. Ο Πέριν την είχε δει να αναψοκοκκινίζει και να θυμώνει, καταβεβλημένη και με τσακισμένα νεύρα, ωστόσο, παρά τα δύσκολα ταξίδια και τη ζωή που έκανε στις σκηνές των Αελιτών, τα μαύρα μαλλιά της και τα ρούχα της ήταν τόσο περιποιημένα, που θα έλεγες πως διέθετε προσωπική υπηρέτρια. Έμοιαζε σαν να βρίσκεται μέσα σε βιβλιοθήκη.
«Έμαθες τίποτα, Μασούρι;» ρώτησε η Μπερελαίν. «Μασούρι, σου μιλάω. Μασούρι;»
Η τελευταία λέξη της βγήκε λίγο πιο κοφτά κι η Μασούρι αναπήδησε ξαφνιασμένη, λες κι εξεπλάγη μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μόνη. Πολύ πιθανόν να εξεπλάγη. Από πολλές απόψεις, έμοιαζε πιότερο με τις αδελφές του Πράσινου Άτζα παρά του Καφετιού, καθότι ήταν περισσότερο συγκεντρωμένη στη δράση παρά στην ενατένιση και μιλούσε πάντα επί του θέματος χωρίς ποτέ να λέει αοριστίες, αλλά ήταν ικανή να χαθεί σε κάτι που θα της τραβούσε το ενδιαφέρον ολοκληρωτικά. Σταύρωσε τα χέρια στη μέση της κι άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά, αντί γι’ αυτό, δίστασε και κοίταξε ερωτηματικά τις Σοφές.
«Μίλα, λοιπόν, κορίτσι μου», της είπε η Νέβαριν γεμάτη ανυπομονησία, βάζοντας τις γροθιές στους γοφούς της. Τα βραχιόλια της κουδούνισαν. Η χαραγμένη βλοσυρότητα στο πρόσωπο της την έκανε να φαίνεται κάτι παραπάνω από τον συνηθισμένο εαυτό της, αλλά καμιά από τις υπόλοιπες Σοφές δεν έμοιαζε πιο επιδοκιμαστική. Τρία συνοφρυώματα στη σειρά, που έδιναν την εντύπωση τριών κουρούνων με ξεπλυμένα μάτια πίσω από φράχτη. «Δεν σ’ αφήσαμε να το κάνεις μόνο και μόνο για να ικανοποιήσεις την περιέργειά σου. Τελείωνε. Πες μας τι έμαθες».
Η Μασούρι αναψοκοκκίνισε, αλλά άρχισε να μιλάει χωρίς περιστροφές, με το βλέμμα της καρφωμένο στην Μπερελαίν. Δεν της άρεσε να την επιτιμούν δημοσίως, άσχετα από το τι ήξερε ο καθένας για τη σχέση της με τις Σοφές. «Δεν υπάρχουν και πολλές πληροφορίες για τα Σκοτεινόσκυλα, αλλά έχω κάνει μελέτη επί του θέματος, ας πούμε. Στο παρελθόν, συναπαντήθηκα μ’ εφτά κοπάδια συνολικά, δύο φορές με πέντε από δαύτα και τρεις φορές με άλλα δύο». Το αναψοκοκκίνισμα άρχισε να σβήνει από τα μάγουλά της, και λίγο-λίγο η γυναίκα άρχισε να μιλάει λες κι έδινε διάλεξη. «Κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς ισχυρίζονται πως υπάρχουν μόνο εφτά κοπάδια, κάποιοι άλλοι μιλούν για εννέα ή δεκατρία ή κάποιο άλλο νούμερο, στο οποίο αποδίδουν ξεχωριστή σημασία, αλλά κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Τρόλοκ, η Σορελάνα Άλσααν έγραψε για τα "εκατό κοπάδια των κυνηγόσκυλων της Σκιάς, που στοιχειώνουν τη νύχτα", κι ακόμα νωρίτερα, η Άιβονελ Μπαρατίγια υποτίθεται πως έγραψε σχετικά με τα "κυνηγόσκυλα που η Σκιά γεννά σε αριθμούς που μόνο στους εφιάλτες του βιώνει το ανθρώπινο είδος". Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως η Άιβονελ ίσως μιλούσε κάπως αποκρυφιστικά. Όπως και να έχει, η...» έκανε μια κίνηση σαν να έψαχνε για τη λέξη. «Μυρωδιά δεν είναι η κατάλληλη λέξη, ούτε οσμή. Η αίσθηση που αποπνέει το κάθε κοπάδι είναι μοναδική, και μπορώ να δηλώσω με πάσα βεβαιότητα ότι αυτό εδώ δεν το έχω ξανασυναντήσει, επομένως ο αριθμός "εφτά" είναι λάθος. Ανεξάρτητα από το αν ο σωστός αριθμός είναι "εννέα", "δεκατρία" ή κάποιος άλλος, οι ιστορίες για τα Σκοτεινόσκυλα είναι πολύ πιο συνηθισμένες από τα ίδια κι εξαιρετικά σπάνιες τόσο νότια της Μάστιγας. Άλλη μία σπανιότητα: μπορεί να υπάρχουν μέχρι και πενήντα Σκοτεινόσκυλα σε αυτό το κοπάδι. Δέκα-δώδεκα είναι το σύνηθες όριο. Χρήσιμο συμπέρασμα: δύο σπανιότηχες μαζί απαιτούν ξεχωριστή προσοχή». Έκανε μια παύση, ανασήκωσε το ένα της δάχτυλο για να δώσει έμφαση, ένευσε μόλις κατάλαβε όχι η Μπερελαίν έπιασε το νόημα, και σταύρωσε ξανά τα χέρια της. Η ριπή μιας αύρας πέταξε από τον ένα της ώμο τον καφεκίτρινο μανδύα της, αλλά η Μασούρι δεν φάνηκε να συνειδητοποιεί την ξαφνική έλλειψη ζεστασιάς.
«Υπάρχει πάντα μια αίσθηση επιτακτικότητας στα χνάρια των Σκοτεινόσκυλων, αλλά ποικίλλει εξαιτίας διάφορων παραγόντων, για τους περισσότερους εκ των οποίων δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Σ’ ετούτα εδώ τα ίχνη υπάρχει ένα έντονο μείγμα από... ανυπομονησία, θα μπορούσαμε να πούμε. Δεν είναι πολύ δυνατό —κάτι σαν τσίμπημα— αλλά αρκεί. Θα έλεγα πως το κυνήγι τους έχει αρχίσει εδώ κι αρκετό καιρό, αλλά το θήραμά τους ξεγλιστράει με κάποιον τρόπο. Άσχετα από τις ιστορίες — επί τη ευκαιρία, Άρχοντα Γκαλίν, το αλάτι δεν κάνει την παραμικρή ζημιά στα Σκοτεινόσκυλα». Άρα, δεν ήταν ολοκληρωτικά χαμένη στις σκέψεις της προηγουμένως. «Παρά τα όσα αναφέρονται στις ιστορίες, ποτέ δεν κυνηγούν στην τύχη, μολονότι σκοτώνουν στην πρώτη ευκαιρία, με την προϋπόθεση η ευκαιρία αυτή να μην παρεμποδίσει το κυνήγι τους. Για τα Σκοτεινόσκυλα, το κυνήγι είναι ο υπέρτατος σκοπός. Το θήραμα έχει πολύ μεγάλη σημασία για τους σκοπούς της Σκιάς, αν και μερικές φορές δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον λόγο. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου δεν μπήκαν στον κόπο να σκοτώσουν τους ισχυρούς, προκειμένου να ξεκάνουν μια αγρότισσα ή έναν τεχνίτη. Άλλες φορές, πάλι, αναφέρθηκε όχι μπήκαν σε μια πόλη ή σ’ ένα χωριό κι έφυγαν δίχως να σκοτώσουν κανέναν, παρ’ όλο που είχαν πάει για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Η πρώτη μου σκέψη σχετικά με τον λόγο του ερχομού τους εδώ πρέπει να απορριφθεί, μια κι έφυγαν τελικά». Το βλέμμα της πετάχτηκε προς τη μεριά του Πέριν τόσο γρήγορα, ώστε ο άντρας δεν ήταν καν σίγουρος πως το είχε προσέξει κάποιος άλλος. «Βάσει των παραπάνω, αμφιβάλλω αν θα επιστρέψουν. Α, ναι... Έχει περάσει κάτι παραπάνω από μία ώρα από τότε που έφυγαν. Φοβάμαι πως αυτά ήταν όσα είχα να σας πω». Η Νέβαριν κι οι υπόλοιπες Σοφές ένευσαν καταφατικά καθώς η Μασούρι ολοκλήρωνε την αφήγησή της, κι ένα ελαφρύ αναψοκοκκίνισμα εμφανίστηκε στα μάγουλά της, παρ’ όλο που χάθηκε γρήγορα μόλις στα χαρακτηριστικά της γυναίκας φάνηκε η γαλήνια μάσκα των Άες Σεντάι. Η ανάλαφρη αύρα έφερε τη μυρωδιά της προς το μέρος του Πέριν, μια οσμή έκπληξης κι ευχαρίστησης, αλλά κι ανησυχίας λόγω αυτής της ευχαρίστησης.
«Ευχαριστούμε, Μασούρι Σεντάι», είπε με τυπικότητα η Μπερελαίν, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση πάνω στη σέλα της. Η Μασούρι ανταπέδωσε με ένα ελαφρύ γέρσιμο του κεφαλιού της. «Νιώθουμε μεγαλύτερη ανακούφιση πλέον».
Πράγματι, η μυρωδιά του φόβου ανάμεσα στους στρατιώτες είχε αρχίσει να χάνεται, αν κι ο Πέριν άκουσε τον Γκαλίν να μουγκρίζει μέσα από τα δόντια του: «Θα μπορούσε ν’ αναφέρει στην αρχή αυτές τις τελευταίες πληροφορίες».
Η ακοή του Πέριν αντιλήφθηκε και κάτι άλλο μέσα από το δυνατό ποδοκρότημα των αλόγων στο έδαφος, και το σιγανό, γεμάτο ανακούφιση, γέλιο των αντρών. Η τρίλια μιας σιαλίας ακούστηκε από τα νότια, πέρα από το ακουστικό βεληνεκές οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, ακολουθούμενη από τον χαρακτηριστικό βόμβο του καλέσματος ενός κρυφόσπινου. Άλλη μια σιαλία ακούστηκε, πιο κοντά, κι ακολούθησε ξανά ο ήχος του κρυφόσπινου, και το ζευγάρι επανέλαβε το κάλεσμα ακόμη πιο κοντά. Μπορεί να υπήρχαν σιαλίες και κρυφόσπινοι στην Αλτάρα, αλλά ο Πέριν ήξερε ότι τα συγκεκριμένα κουβαλούσαν βαλλίστρες από τους Δύο Ποταμούς. Η σιαλία σήμαινε ότι τους προσέγγιζαν αρκετοί άντρες, πιθανόν με εχθρικές διαθέσεις. Ο κρυφόσπινος, που κάποιοι πίσω στην πατρίδα τον έλεγαν «κλεφτοπούλι» εξαιτίας της συνήθειάς του να αρπάζει φανταχτερά αντικείμενα, από την άλλη... Ο Πέριν διέτρεξε με το δάχτυλό του την ακμή του τσεκουριού του, αλλά περίμενε άλλο ένα κάλεσμα, πιο κοντινό, για να το αντιληφθούν κι οι υπόλοιποι.
«Τ’ ακούσατε αυτό;» ρώτησε κοιτώντας νότια, λες και μόλις το είχε προσέξει κι ο ίδιος. «Οι φρουροί μου εντόπισαν τον Μασέμα». Τα λόγια του είχαν ως αποτέλεσμα να ανασηκωθούν κάποια κεφάλια και να αφουγκραστούν, ενώ κάμποσοι άντρες ένευσαν καταφατικά μόλις τα καλέσματα επαναλήφθηκαν σε ακόμη μικρότερη απόσταση. «Από δω έρχεται».
Βλαστημώντας και γρυλίζοντας, ο Γκαλίν άδραξε την περικεφαλαία του, τη φόρεσε και καβάλησε το άλογά του. Η Ανούρα μάζεψε τα γκέμια κι η Μασούρι άρχισε να κατευθύνεται βιαστικά προς το διάστικτο ζώο της. Οι λογχοφόροι ανακινήθηκαν στις σέλες τους, αποπνέοντας οσμές οργής με αποχρώσεις φόβου — και πάλι. Οι Φτερωτοί Φρουροί θεωρούσαν μεν πως ο Μασέμα είχε οφειλή αίματος απέναντι τους, αλλά δεν ανυπομονούσαν κιόλας να συλλέξουν τα χρωστούμενα έχοντας μόνο πενήντα άντρες, τη στιγμή που ο Μασέμα προήλαυνε με εκατό δικούς του από κοντά.
«Δεν θα το βάλω στα πόδια εξαιτίας του», δήλωσε η Μπερελαίν. Ατένισε νότια με παγερό και βλοσυρό βλέμμα. «Θα τον περιμένουμε εδώ».
Ο Γκαλίν άνοιξε το στόμα του, όμως το έκλεισε ξανά χωρίς να μιλήσει — σ’ εκείνη, τουλάχιστον. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε να γαβγίζει διαταγές στοιχίζοντας τους Φρουρούς του, κάτι όχι ιδιαίτερα εύκολο. Άσχετα από την αραιότητα των δέντρων, το δάσος δεν ήταν κατάλληλος χώρος για λογχοφόρους. Οποιαδήποτε έφοδος θα εξαρθρωνόταν πολύ γρήγορα, κι ήταν δύσκολο να τρυπήσεις κάποιον με λόγχη, όταν αυτός μπορούσε να καλυφθεί πίσω από έναν κορμό και να σε αιφνιδιάσει βγαίνοντας πίσω σου. Ο Γκαλίν προσπάθησε να παρατάξει σχηματισμό μπροστά από την Μπερελαίν, ανάμεσα στην ίδια και τους άντρες που τους προσέγγιζαν, αλλά η γυναίκα τον κοίταξε με μια κοφτερή ματιά κι ο μονόφθαλμος άντρας τροποποίησε τις διαταγές του, τοποθετώντας τους λογχοφόρους σε καμπύλη σειρά, σε πυκνές γραμμές γύρω από ογκώδη δέντρα, επικεντρωμένους επάνω της. Ο Γκαλίν έστειλε έναν στρατιώτη πίσω, προς τον καταυλισμό, σκυφτό πάνω στη σέλα και με τη λόγχη προτεταμένη λες κι έκανε έφοδο, καλπάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, παρά το χιόνι και το ανώμαλο έδαφος. Η Μπερελαίν ανασήκωσε το φρύδι της βλέποντάς τον, αλλά δεν είπε τίποτα.
Η Ανούρα σπιρούνισε την καφετιά φοράδα της προς το μέρος της Μπερελαίν, αλλά σταμάτησε μόλις τη φώναξε η Μασούρι. Η Καφετιά αδελφή είχε μαζέψει το διάστικτο ζώο της, αλλά εξακολουθούσε να κάθεται ακίνητη στο χιόνι έχοντας γύρω της τις Σοφές, αρκετά ψηλές για να την κάνουν να φαίνεται κάτι λιγότερο από ανεπτυγμένη. Η Ανούρα κοντοστάθηκε, μέχρι που η Μασούρι τη φώναξε ξανά, πιο δυνατά· ο Πέριν νόμισε πως την άκουσε να βαριαναστενάζει πριν πάει προς το μέρος τους και ξεπεζέψει. Ό,τι κι αν είχαν να της πουν οι Αελίτισσες, μιλώντας τόσο χαμηλόφωνα, ώστε ο Πέριν ήταν αδύνατον να τις ακούσει, και μαζεμένες γύρω από την Ανούρα με τα κεφάλια κατεβασμένα και σκυμμένα προς το μέρος της, φαίνεται πως δεν άρεσε και πολύ στην Ταραμπονέζα αδελφή. Το πρόσωπό της παρέμενε κρυμμένο στην κουκούλα της, αλλά οι λεπτές πλεξούδες της πηγαινοέρχονταν ακόμα πιο έντονα με το κούνημα του κεφαλιού της. Τελικά, στράφηκε απότομα κι έβαλε το πόδι της στον αναβολέα της σέλας της. Η Μασούρι στεκόταν σιωπηλή, αφήνοντας τις Σοφές να μιλούν, μέχρι που ακούμπησε το χέρι της στο μανίκι της Ανούρα και της είπε κάτι χαμηλόφωνα. Οι ώμοι της Ανούρα κρέμασαν κι οι Σοφές ένευσαν. Τινάζοντας πίσω την κουκούλα της, η Ανούρα περίμενε τη Μασούρι να ανέβει στη φοράδα της πριν καβαλήσει κι η ίδια το άλογό της, κι οι δύο αδελφές προχώρησαν μαζί προς τις σειρές των λογχοφόρων και πλεύρισαν την Μπερελαίν, με τις Σοφές να προσπαθούν να στριμωχτούν ανάμεσά τους, στην αντίθετη μεριά από εκείνη όπου βρισκόταν ο Πέριν. Το πλατύ στόμα της Ανούρα είχε καμπυλώσει, δίνοντάς της μια σκυθρωπή έκφραση, κι η ίδια έτριβε νευρικά τους αντίχειρες της.
«Λοιπόν; Τι σχεδιάζετε να κάνετε;» ρώτησε ο Πέριν, πασχίζοντας να μη δείχνει καχύποπτος. Ίσως οι Σοφές είχαν επιτρέψει στη Μασούρι να συναντηθεί με τον Μασέμα, παρ’ όλο που άφηναν να εννοηθεί ότι θα προτιμούσαν να τον δουν νεκρό. Οι Άες Σεντάι αδυνατούσαν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη ως όπλο, εκτός κι αν κινδύνευαν, αλλά για τις Σοφές δεν ίσχυαν τέτοιου είδους απαγορεύσεις. Αναρωτήθηκε αν ήταν συνδεδεμένες. Γνώριζε περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε σχετικά με τη Μία Δύναμη κι αρκετά για τις Σοφές, ώστε να είναι σίγουρος ότι η Νέβαριν θα ήλεγχε την κατάσταση αν είχαν σχηματίσει κύκλο.
Η Ανούρα άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά το έκλεισε ερμητικά έπειτα από το προειδοποιητικό άγγιγμα της Καρέλ, αγριοκοιτάζοντας τη Μασούρι. Η Καφετιά αδελφή σούφρωσε τα χείλη της και κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, κάτι που δεν φάνηκε να κατευνάζει την Ανούρα. Τα γαντοφορεμένα της χέρια άδραξαν τόσο σφικτά τα χάμουρα, που άρχισαν να τρέμουν.
Η Νέβαριν κοίταξε τον Πέριν, πίσω από την Μπερελαίν, λες και διάβαζε το μυαλό του. «Σχεδιάζουμε να σε στείλουμε με ασφάλεια πίσω στον καταυλισμό, Πέριν Αϋμπάρα», απάντησε κοφτά, «μαζί με την Μπερελαίν Πεηρόν. Σχεδιάζουμε να σώσουμε όσο περισσότερους μπορούμε, και τώρα και στο μέλλον. Έχεις καμιά αντίρρηση;»
«Μην κάνετε τίποτα μέχρι να σας πω», αποκρίθηκε ο Πέριν. Η απάντησή του μπορούσε να σημαίνει πολλά πράγματα. «Τίποτα».
Η Νέβαριν κούνησε το κεφάλι της απηυδισμένη, ενώ η Καρέλ έβαλε τα γέλια, λες κι ο Πέριν είχε πει κάτι πολύ αστείο. Από πλευράς Σοφών, καμία δεν έδινε την εντύπωση ότι όφειλε να υπακούσει. Είχαν διαταχτεί να τον υπακούουν, αλλά η αντίληψή τους περί υπακοής δεν συμβάδιζε με όσα είχε μάθει ο Πέριν. Πιο πιθανό να έβγαζαν τα γουρούνια φτερά, παρά να λάμβανε εκ μέρους τους κάποια σοβαρή απάντηση.
Έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε όλη αυτή την κατάσταση. Το ήξερε. Άσχετα από τα σχέδια των Σοφών, μια συνάντησή τους με τον Μασέμα τόσο μακριά από τον καταυλισμό —ειδικά εφ’ όσον ο άντρας γνώριζε ποιος είχε κλέψει το έγγραφο των Σωντσάν— ήταν σαν να ήλπιζες να προλάβεις να τραβήξεις το χέρι σου από το αμόνι πριν σε κοπανήσει το σφυρί. Η Μπερελαίν ήταν εξίσου ανεπίδεκτη με τις Σοφές στο θέμα της εφαρμογής των εντολών, αλλά ο Πέριν πίστευε πως θα υπάκουε αν έδινε εντολή να απομακρυνθούν από τον καταυλισμό. Έτσι θαρρούσε, τουλάχιστον, γιατί, ανεξάρτητα από το τι υποδήλωνε η οσμή της, ήταν προσγειωμένη γυναίκα. Η παραμονή της στο σημείο ήταν αδιανόητο ρίσκο. Ήταν σίγουρος πως θα μπορούσε να την πείσει εύκολα. Από την άλλη, δεν ήθελε να φανεί πως απέφευγε τον Μασέμα. Ένα μέρος του εαυτού του του έλεγε πως είχε φερθεί ανόητα, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος υπέβοσκε μια οργή που ήταν δύσκολο να καταστείλει. Ο Άραμ στριμώχτηκε πλάι του, κατσουφιασμένος, χωρίς να έχει ξεθηκαρώσει το σπαθί του τουλάχιστον. Αν άρχιζε να το κραδαίνει, η ομήγυρη θα αναστατωνόταν σ’ ελάχιστο χρόνο κι η ώρα που θα έρχονταν αντιμέτωποι με τον Μασέμα δεν είχε φτάσει ακόμα. Ο Πέριν ακούμπησε τεμπέλικα το χέρι του πάνω στη λαβή του τσεκουριού του. Όχι ακόμα.
Παρά τις έντονα λοξές ακτίνες φωτός που διαπερνούσαν τα πυκνά κλαδιά πάνω από το κεφάλι τους, το δάσος φάνταζε τυλιγμένο στις μουντές σκιές της χαραυγής. Ακόμα και το μεσημέρι, ήταν σκοτεινά εδώ. Το αυτί του Πέριν έπιασε κάποιους ήχους, τον πνιχτό κι υπόκωφο γδούπο οπλών πάνω στο χιόνι και τη βαριά ανάσα αλόγων που ζορίζονται για να επιταχύνουν τον βηματισμό τους. Τότε, εμφανίστηκε μια ομάδα καβαλάρηδων, ένα άτακτο πλήθος που, παρά το χιόνι και το τραχύ έδαφος, κάλπαζε ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα με βόρεια κατεύθυνση. Δεν ήταν μονάχα εκατό, αλλά δύο-τρεις φορές περισσότερο. Ένα άλογο έπεσε χλιμιντρίζοντας στο έδαφος, κι απέμεινε να τινάζει τα πόδια του έχοντας καταπλακώσει τον αναβάτη του, μα κανείς από τους υπόλοιπους δεν επιβράδυνε μέχρι που, εβδομήντα-ογδόντα πόδια μακρύτερα, ο επικεφαλής σήκωσε το χέρι του κι οι άντρες τράβηξαν τα χαλινάρια, σταματώντας την πορεία των αλόγων τους μ’ έναν πίδακα χιονιού. Τα ζωντανά έβγαζαν αφρούς, ξεφυσούσαν και άσθμαιναν εξαντλημένα. Εδώ κι εκεί, δόρατα ξεπηδούσαν ανάμεσα στους ιππείς. Οι περισσότεροι δεν φορούσαν πανοπλία, ενώ πολλοί δεν είχαν παρά έναν θώρακα ή μια περικεφαλαία, ωστόσο οι σέλες τους ξεχείλιζαν από ξίφη, τσεκούρια και ρόπαλα. Οι ακτίνες του ηλιόφωτος έπεφταν πάνω σε μερικά πρόσωπα, σε βλοσυρούς άντρες με ρηχό βλέμμα, που θα έλεγες όχι μόνο ότι δεν είχαν χαμογελάσει ποτέ, αλλά κι ότι ούτε επρόκειτο.
Η σκέψη πως ίσως έσφαλε επειδή δεν είχε πάρει το πάνω χέρι από την Μπερελαίν ξεπήδησε ξαφνικά στο μυαλό του Πέριν. Να τι συμβαίνει όταν παίρνεις βιαστικές αποφάσεις κι όταν η οργή υπερκαλύπτει την ορθή σκέψη. Όλος ο κόσμος γνώριζε ότι η Μπερελαίν έβγαινε συχνά το Πρωί, κι ο Μασέμα ίσως ήθελε απεγνωσμένα να ανακτήσει το έγγραφο των Σωντσάν. Ακόμα και με τη βοήθεια των Άες Σεντάι και των Σοφών, σίγουρα θα χυνόταν αίμα σε μια πιθανή μάχη σε αυτό το πυκνό δάσος, σε μια αψιμαχία όπου άντρες και γυναίκες θα πέθαιναν δίχως να καταφέρουν να δουν ποιος τους είχε σκοτώσει. Στην περίπτωση που δεν επιζούσε κανείς τους, θα μπορούσαν κάλλιστα να κατηγορηθούν οι ληστοσυμμορίτες ή ακόμα κι οι Σάιντο. Είχε συμβεί και στο παρελθόν. Αλλά κι αν ακόμα υπήρχαν κάποιοι μάρτυρες, ο Μασέμα δεν είχε πρόβλημα να κρεμάσει μερικούς άντρες του, για να φανεί ότι τιμωρήθηκαν οι ένοχοι. Το πιθανότερο, όμως, ήταν πως επιθυμούσε να διατηρήσει ζωντανό για λίγο ακόμα τον Πέριν Αϋμπάρα, αν και μάλλον δεν περίμενε να δει τις Σοφές ή μια δεύτερη Άες Σεντάι. Άλλο να θυσιάσεις καμιά πενηνταριά άντρες, κι άλλο την ίδια τη Φάιλε. Ο Πέριν χαλάρωσε το τσεκούρι του στη θηλιά που είχε περασμένη στη ζώνη του. Δίπλα του, η Μπερελαίν μύριζε παγερή ηρεμία και βραχώδη αποφασιστικότητα. Παραδόξως, η οσμή του φόβου είχε εξανεμιστεί. Ούτε ίχνος. Ο Άραμ μύριζε... έξαψη.
Οι δύο ομάδες στάθηκαν αντικριστά, περιεργαζόμενες σιωπηλά η μία την άλλη, μέχρι Που τελικά ο Μασέμα βγήκε μπροστά, ακολουθούμενος μόνο από δύο άντρες. Και οι τρεις είχαν τραβηγμένες τις κουκούλες, ενώ κανείς τους δεν φορούσε περικεφαλαία ή θώρακα. Όπως ο Μασέμα, ο Νένγκαρ κι ο Μπάρτου ήταν Σιναρανοί κι, όπως ο Μασέμα, είχαν ξυρίσει τις κορυφές των μαλλιών τους, αφήνοντας τα κεφάλια τους γυμνά. Ο ερχομός του Αναγεννημένου Δράκοντα είχε σπάσει όλους τους δεσμούς, συμπεριλαμβανομένων όσων υποχρέωναν αυτούς τους άντρες να πολεμούν τη Σκιά κατά μήκος της Μάστιγας. Ο Νένγκαρ κι ο Μπάρτου κουβαλούσαν από ένα ξίφος στην πλάτη κι είχαν άλλο ένα κρεμασμένο στο μπροστάρι της σέλας, ενώ ο Μπάρτου, ο κοντύτερος μεταξύ των δύο, είχε επίσης προσδεμένα στη σέλα του ένα θηκαρωμένο τόξο και μια φαρέτρα. Ο Μασέμα δεν οπλοφορούσε, φαινομενικά τουλάχιστον. Ο Προφήτης του Αναγεννημένου Δράκοντα δεν είχε ανάγκη από όπλα. Ο Πέριν χάρηκε βλέποντας τον Γκαλίν να παρακολουθεί σχολαστικά τους άντρες που ο Μασέμα είχε αφήσει πίσω του, γιατί υπήρχε κάτι πάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο που αιχμαλώτιζε το βλέμμα. Μπορεί να είχε σχέση με την επίγνωση του ποιος ήταν, αλλά θα πρέπει να ήταν και κάτι παραπάνω.
Ο Μασέμα σταμάτησε το ψηλόλιγνο καστανοκόκκινο άλογό του σε απόσταση μερικών βημάτων από τον Πέριν. Ο Προφήτης ήταν ένας σκουρόχρωμος, βλοσυρός άντρας, μετρίου αναστήματος, μ’ ένα αχνό λευκό σημάδι από βέλος να διατρέχει το μάγουλό του. Φορούσε ένα φθαρμένο καφετί μάλλινο πανωφόρι κι έναν σκούρο μανδύα με ξεφτισμένες άκρες. Ο Μασέμα δεν ενδιαφερόταν για την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, πολύ λιγότερο δε για τη δική του. Οι ματιές που έριχναν ο Νένγκαρ κι ο Μπάρτου, πίσω του, ήταν πυρετώδεις, αλλά τα βαθουλωτά, σχεδόν μαύρα, μάτια του Μασέμα φάνταζαν σαν πυρωμένα κάρβουνα σε σιδηρουργείο, λες και το φύσημα της αύρας θα τα έκανε να ανάψουν, ενώ η οσμή του ανέδιδε αυτή την μπερδεμένη κι οξεία δριμύτητα της ατόφιας παράνοιας. Αγνόησε τις Σοφές και τις Άες Σεντάι με χαρακτηριστική καταφρόνια, την οποία δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει· κατά την άποψή του, οι Σοφές ήταν χειρότερες κι από Άες Σεντάι. Όχι μόνο βλασφημούσαν διαβιβάζοντας μέσω της Μίας Δύναμης, αλλά ήταν κι απολίτιστες Αελίτισσες μέχρι το κόκαλο. Διπλό αμάρτημα. Οι Φτερωτοί Φρουροί δεν διέφεραν από απλές σκιές κάτω από τα δέντρα. «Κάνεις πικνίκ;» ρώτησε τον Πέριν, ρίχνοντας μια ματιά στο καλάθι που κρεμόταν από τη σέλα του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η φωνή του Μασέμα ήταν εξίσου έντονη με τη ματιά του, αλλά τώρα έμοιαζε ειρωνική, και τα χείλη του αναδιπλώθηκαν καθώς το βλέμμα του πεταγόταν προς τη μεριά της Μπερελαίν. Φυσικά, είχε πάρει και το δικό του αυτί τις σχετικές φήμες.
Ένα κύμα οργής διαπέρασε τον Πέριν, αλλά κατάφερε να το αδράξει και να το καταστείλει. Η οργή του είχε μόνο έναν στόχο, και δεν θα τη χαράμιζε στρέφοντάς την αλλού. Διαισθανόμενος την ψυχική κατάσταση του αναβάτη του, ο Γοργοπόδης γύμνωσε τα δόντια του προς το μουνούχι του Μασέμα, κι ο Πέριν αναγκάστηκε να του τραβήξει με δύναμη τα χαλινάρια. «Τη νύχτα πέρασαν Σκοτεινόσκυλα από δω», είπε, με όχι και τόσο μελιστάλαχτο τόνο, αλλά δύσκολα μπορούσε να κάνει τη φωνή του ηπιότερη. «Έφυγαν κι η Μασούρι πιστεύει πως δεν πρόκειται να ξανάρθουν, οπότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας·».
Ο Μασέμα δεν μύριζε σαν ανήσυχος. Ποτέ του δεν μύριζε κάτι άλλο εκτός από καθαρή τρέλα. Το καστανοκόκκινο άλογό του τίναξε επιθετικά το κεφάλι του προς το μέρος του Γοργοπόδη, αλλά ο Μασέμα το συγκράτησε τραβώντας το με δύναμη. Ως αναβάτης ήταν καλός, αλλά μεταχειριζόταν τα ζωντανά όπως και τους ανθρώπους. Κοίταξε για πρώτη φορά τη Μασούρι κι η ματιά του, όσο κι αν έμοιαζε παράξενο, έγινε ελάχιστα πιο φλογερή. «Η Σκιά μπορεί να βρεθεί παντού», είπε. Τα λόγια του ήχησαν σαν ζωηρή δήλωση αναμφίβολης αλήθειας. «Όποιος ακολουθεί τον Άρχοντα Αναγεννημένο Δράκοντα, είθε το Φως να φωτίζει το όνομά του, δεν χρειάζεται να φοβάται τη Σκιά. Ακόμα και στον θάνατο, το Φως θα θριαμβεύσει».
Η φοράδα της Μασούρι δείλιασε, λες κι είχε τσουρουφλιστεί από αυτό το βλέμμα, αλλά η γυναίκα έθεσε το ζώο υπό τον έλεγχο της με ένα άγγιγμα στα χαλινάρια και συνάντησε τη ματιά του Μασέμα με την ανεξιχνίαστη έκφραση μιας Άες Σεντάι, γαλήνια σαν παγωμένη λίμνη. Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη ότι οι δυο τους είχαν συναντηθεί μυστικά. «Ο φόβος είναι χρήσιμο κεντρί για το πνεύμα και για την αποφασιστικότητα, αρκεί να είναι υπό έλεγχο. Αν δεν φοβόμαστε τους εχθρούς μας, θα πρέπει να τους περιφρονούμε, αλλά η περιφρόνηση φέρνει τον εχθρό πιο κοντά στη νίκη». Θα έλεγε κανείς πως μιλούσε σε έναν απλό αγρότη που δεν είχε συναντήσει ποτέ. Η Ανούρα τούς παρακολουθούσε δείχνοντας κάπως κομμένη. Μήπως φοβόταν ότι το μυστικό τους θα αποκαλυπτόταν και θα διαλύονταν τα σχέδια που αφορούσαν στον Μασέμα;
Ο Μασέμα σούφρωσε ξανά τα χείλη του, σε χαμόγελο ή χλευασμό. Η Άες Σεντάι έμοιαζε να μην υφίσταται πλέον για εκείνον, καθώς ο άντρας έστρεψε και πάλι την προσοχή του στον Πέριν. «Κάποιοι από εκείνους που ακολούθησαν τον Άρχοντα Δράκοντα, βρήκαν μια πόλη ονόματι Σο Χάμπορ». Έτσι αναφερόταν πάντα στους ακολούθους του: ακολουθούσαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όχι τον ίδιο. Το γεγονός ότι ο Μασέμα τούς έλεγε τι, πότε και πώς να το κάνουν αποτελούσε ασήμαντη λεπτομέρεια. «Είναι μια αξιοπρεπής περιοχή τριών-τεσσάρων χιλιάδων κατοίκων, μία μέρα περίπου απόσταση από δω, ίσως και λιγότερο, στα νοτιοδυτικά. Φαίνεται πως βρίσκεται έξω από το μονοπάτι των Αελιτών και, παρά την ξηρασία, η σοδειά πήγε καλά πέρυσι. Έχουν αποθήκες γεμάτες κριθάρι, κεχρί, βρώμη και διάφορα άλλα απαραίτητα. Ξέρω ότι τελειώνουν τα αποθέματά σου, τόσο για τους άντρες σου, όσο και για τα ζώα».
«Πώς κι οι αποθήκες τους είναι γεμάτες τέτοια εποχή;» Η Μπερελαίν έγειρε μπροστά συνοφρυωμένη κι ο τόνος της φωνής της έμοιαζε απαιτητικός, έως και δύσπιστος.
Ο Νένγκαρ, σκυθρωπός, ακούμπησε το χέρι του στο ξίφος της σέλας του. Κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει τόσο κοφτά στον Προφήτη του Άρχοντα Δράκοντα, και κανείς δεν τον αμφισβητούσε, αν ήθελε τη ζωή του. Οι δερμάτινες σέλες έτριξαν καθώς οι λογχοφόροι μετακινήθηκαν πάνω στα άλογά τους, αλλά ο Νένγκαρ τούς αγνόησε. Η οσμή της παράνοιας που απέπνεε ο Μασέμα έφτανε μεστή στα ρουθούνια του Πέριν. Ο Μασέμα κοίταξε εξεταστικά την Μπερελαίν. Έμοιαζε να μη δίνει σημασία στον Νένγκαρ, στους λογχοφόρους ή στην πιθανότητα να αλληλοσκοτώνονταν οι άντρες ανά πάσα στιγμή.
«Είναι θέμα πλεονεξίας», είπε τελικά. «Προφανώς, οι σιτέμποροι του Σο Χάμπορ σκέφτηκαν ότι θα κέρδιζαν περισσότερα δημιουργώντας απόθεμα μέχρι οι τιμές ν’ ανέβουν λόγω του χειμώνα. Συνήθως, κάνουν δουλειές με τη Δύση, πουλώντας στην Γκεάλνταν και στην Αμαδισία, αλλά τα γεγονότα εκεί και στο Έμπου Νταρ τους έκαναν να φοβούνται πως, ό,τι κι αν στείλουν προς τα εκεί, θα κατασχεθεί. Η πλεονεξία τους τους άφησε με γεμάτες αποθήκες κι άδεια πορτοφόλια». Μια χροιά ικανοποίησης φάνηκε στη φωνή του. Μισούσε την πλεονεξία, όπως επίσης μισούσε οποιαδήποτε ανθρώπινη αδυναμία, μεγάλη ή μικρή. «Έχω την εντύπωση πως τώρα θα αναγκαστούν να πουλήσουν το εμπόρευμά τους κοψοχρονιά».
Ο Πέριν μυριζόταν παγίδα και δεν ήταν ανάγκη να διαθέτει κάποιος όσφρηση λύκου για να την αντιληφθεί. Ο Μασέμα έπρεπε να θρέψει τους άντρες και τα άλογά του και, άσχετα από το πόσο καλά είχαν ξεπαστρέψει τη χώρα που διέσχιζαν, δεν θα μπορούσαν να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους άντρες του Πέριν. Γιατί, άραγε, δεν είχε στείλει ο Μασέμα μερικές χιλιάδες ακολούθους του στην πόλη για να πάρουν ό,τι θέλουν; Μία μέρα δρόμος. Έτσι, όμως, ο Πέριν θα απομακρυνόταν από τη Φάιλε, κάτι που ίσως θα έδινε χρόνο στους Σάιντο να κερδίσουν το χαμένο έδαφος. Μήπως αυτή ήταν η αιτία ετούτης της περίεργης προσφοράς; Εκτός αν η επιπλέον αργοπορία κρατούσε τον Μασέμα στη Δύση, κοντά στους φίλους του, τους Σωντσάν.
«Ίσως υπάρξει χρόνος να επισκεφθώ αυτή την πόλη αφότου ελευθερωθεί η γυναίκα μου». Για άλλη μία φορά, τα αυτιά του Πέριν έπιασαν πριν από οποιονδήποτε άλλον τον αδιόρατο ήχο αντρών κι αλόγων που κινούνταν μέσα στο δάσος. Αυτή τη φορά, ο ήχος ερχόταν από τα δυτικά, από τον καταυλισμό. Φαίνεται πως ο αγγελιαφόρος του Γκαλίν είχε διασχίσει γοργά όλο τον δρόμο.
«Η γυναίκα σου», είπε ο Μασέμα με επίπεδη φωνή, ρίχνοντας ένα βλέμμα στην Μπερελαίν, που έκανε το αίμα του Πέριν να βράζει στις φλέβες του. Ακόμα κι η ίδια η Μπερελαίν αναψοκοκκίνισε, αν και το πρόσωπό της παρέμεινε ήρεμο. «Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως θα έχεις νέα της σήμερα κιόλας;»
«Το πιστεύω». Η φωνή του Πέριν ήταν εξίσου επίπεδη με του Μασέμα και πιο σκληρή. Άδραξε το μπροστάρι της σέλας του, πάνω από τη δακτυλιοειδή λαβή του καλαθιού της Μπερελαίν, μόνο και μόνο για να μην πιάσει το τσεκούρι του. «Πρώτη μου προτεραιότητα είναι να ελευθερώσω τη Φάιλε και τις υπόλοιπες. Έπειτα, μπορούμε να φάμε του σκασμού».
Ο ήχος από τα άλογα που ζύγωναν γινόταν αντιληπτός στον καθένα πλέον. Μια μακρόστενη σειρά λογχοφόρων εμφανίστηκε στα δυτικά, κινούμενη ανάμεσα στις σκιές των δέντρων, ενώ μία ακόμη σειρά εφίππων φάνηκε πίσω, με τα κόκκινα σημαιάκια και τους θώρακες του Μαγιέν να εναλλάσσονται με τα πράσινα σημαιάκια και τους στιλβωμένους θώρακες της Γκεάλνταν. Οι γραμμές των στρατιωτών απλώνονταν απέναντι από τον Πέριν, κάτω από τον όγκο των ιππέων που περίμεναν να συνοδεύσουν τον Μασέμα. Πεζικάριοι κινούνταν σαν φαντάσματα από δέντρο σε δέντρο, κουβαλώντας τα μακρόστενα τόξα των Δύο Ποταμών. Ο Πέριν ήλπιζε να μην είχαν αφήσει εντελώς έρημο τον καταυλισμό. Η κλοπή του εγγράφου των Σωντσάν μπορεί να ήταν η αιτία που ο Μασέμα θα όπλιζε το χέρι του, και θεωρούνταν βετεράνος μαχητής σε όλο το μήκος της Μάστιγας καθώς κι ενάντια στους Αελίτες. Μπορεί να είχε κάτι πιο μακροπρόθεσμο κατά νου από το να ψάξει απλώς να βρει την Μπερελαίν. Το όλο θέμα ήταν σαν μία ακόμα σπαζοκεφαλιά, σαν γρίφος σιδηρουργού. Κίνησε ένα κομμάτι, για να μετακινήσεις ένα άλλο, μόνο και μόνο για να ελευθερώσεις ένα τρίτο. Ένας καταυλισμός με αδύναμους υπερασπιστές γίνεται εύκολα λεία, και σε αυτά τα δάση το να έχεις πολυάριθμο στρατό μετρούσε όσο και το να έχεις στις τάξεις σου άτομα ικανά να διαβιβάζουν. Άραγε, ο Μασέμα ήθελε να κρατήσει το μυστικό του επτασφράγιστο; Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι ακουμπούσε με το χέρι του το τσεκούρι του, αλλά το άφησε εκεί.
Ανάμεσα στον όγκο των ακολούθων του Μασέμα, τα άλογα άρχισαν να κινούνται νευρικά, καθώς οι αναβάτες τούς τραβούσαν τα γκέμια, κι οι άντρες άρχισαν να ουρλιάζουν και να κραδαίνουν τα όπλα τους, αλλά ο Μασέμα κοιτούσε εξεταστικά τους ερχόμενους λογχοφόρους και τους τοξότες, ανέκφραστος, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο σκυθρωπός. Θα μπορούσαν να είναι πουλάκια που πηδούν από κλαδί σε κλαδί. Η οσμή του έβγαινε παρανοϊκή κι απαράλλακτη.
«Ό,τι είναι να γίνει στην υπηρεσία του Φωτός, ας γίνει», είπε μόλις επιβράδυναν οι νεοφερμένοι, κάπου διακόσια βήματα μακρύτερα. Η απόσταση εντασσόταν στο βεληνεκές ενός Διποταμίτη τοξότη κι ο Μασέμα είχε δει παλιότερα σχετικές επιδείξεις, αλλά η στάση του δεν μαρτυρούσε ότι τα βέλη με την πλατιά αιχμή σημάδευαν την καρδιά του. «Όλα τα υπόλοιπα είναι σκουπίδια. Να το θυμάσαι αυτό, Άρχοντα Πέριν Χρυσομάτη. Όλα τα υπόλοιπα είναι σκουπίδια!»
Τσίγκλησε το καστανοκίτρινο ζώο του, στρέφοντάς το προς την άλλη μεριά χωρίς να πει λέξη, και κατευθύνθηκε προς το μέρος των αντρών του, που τον περίμεναν, ακολουθούμενος από τον Νένγκαρ και τον Μπάρτου. Και οι τρεις άντρες ζόριζαν τα άλογά τους για να αναπτύξουν ταχύτητα, δίχως να νοιάζονται για σπασμένα πόδια ή τσακισμένα κεφάλια. Η συνοδεία κίνησε ξοπίσω τους, δίνοντας την εντύπωση όχλου που κατηφορίζει νότια. Μερικοί άντρες στην οπισθοφυλακή σταμάτησαν για να τραβήξουν μια ακίνητη σιλουέτα κάτω από το πληγωμένο άλογο, δίνοντας τέλος στο βάσανο του ζώου με μια γρήγορη μαχαιριά. Κατόπιν, άρχισαν να το πετσοκόβουν και να το ξεκοιλιάζουν. Κρίμα να πάει χαμένο τόσο κρέας. Τον καβαλάρη τον παράτησαν πεταμένο.
«Πιστεύει κάθε λέξη που λέει», είπε η Ανούρα βαριανασαίνοντας. «Πού τον οδηγεί, όμως, αυτή η πίστη;»
Ο Πέριν σκέφτηκε να τη ρωτήσει ευθέως τι γνώμη είχε η ίδια, πού επιθυμούσε αυτή να τον οδηγεί, αλλά ξαφνικά η χαρακτηριστική, αδιαπέραστη ηρεμία των Άες Σεντάι έκανε την εμφάνισή της στο πρόσωπό της. Η άκρη της γαμψής μύτης της είχε κοκκινίσει από το κρύο. Η γυναίκα τον περιεργάστηκε με γαλήνιο βλέμμα. Πιο εύκολο ήταν να σηκώσεις με γυμνά χέρια την πέτρα που είχε σημαδευτεί από τα Σκοτεινόσκυλα, παρά να αποσπάσεις απάντηση από Άες Σεντάι που σε κοίταζε έτσι. Μάλλον έπρεπε να αφήσει τις ερωτήσεις για την Μπερελαίν.
Ο άντρας που είχε φέρει τους λογχοφόρους σπιρούνισε ξαφνικά το άλογά του, κάνοντάς το να κινηθεί προς τα εμπρός. Κοντός και στιβαρός, φορώντας θώρακα με ασημιές πλάκες και περικεφαλαία με ραβδωτή προσωπίδα και τρία μικρά, λευκά φτερά, ο Γκέραρντ Αργκάντα ήταν σκληροτράχηλος, ένας στρατιώτης που ξεκίνησε από χαμηλά κι, ενάντια σε κάθε αντιξοότητα, έφτασε σταδιακά στην κορυφή, για να γίνει τελικά Πρώτος Αξιωματικός της σωματοφυλακής της Αλιάντρε. Δεν πολυσυμπαθούσε τον Πέριν, ο οποίος είχε φέρει αναίτια τη βασίλισσά του τόσο νότια, με αποτέλεσμα την απαγωγή της, αλλά ο Πέριν περίμενε ότι ο άντρας θα σταματούσε για να υποβάλει τα σέβη του στην Μπερελαίν, ίσως και να συσκεφθεί με τον Γκαλίν. Ο Αργκάντα έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του Γκαλίν και συχνά έκαναν παρέα καπνίζοντας τις πίπες τους. Αντί γι’ αυτό όμως, το σταχτί ζώο πέρασε δίπλα τους, με τον Αργκάντα να σπιρουνίζει με δύναμη τα πλευρά του, πασχίζοντας να το κάνει να αναπτύξει ταχύτητα. Μόλις ο Πέριν είδε πού κατευθυνόταν, κατάλαβε. Ένας έφιππος άντρας, καβάλα σε ένα γκρίζο άλογο, πλησίαζε από τα ανατολικά με σταθερό βηματισμό, και πλάι του βρισκόταν μια Αελίτισσα, που έσερνε τα πόδια της μέσα σε παπούτσια για το χιόνι.