4 Η Ιστορία μιας Κούκλας

Ο Φούριουκ Καρέντε ατένιζε με άδειο βλέμμα το γραφείο του, χωρίς να κοιτάζει πραγματικά τα έγγραφα και τους χάρτες που απλώνονταν μπροστά του. Και οι δύο λάμπες λαδιού ήταν αναμμένες και τοποθετημένες πάνω στο γραφείο, αλλά δεν τις χρειαζόταν πλέον. Ο ήλιος θα πρέπει να ξεμύτιζε στον ορίζοντα, αλλά ο ίδιος αφού είχε ξυπνήσει από έναν ανήσυχο ύπνο κι είχε προσευχηθεί στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα, το μόνο που έκανε ήταν να φορέσει τη ρόμπα του, σε Αυτοκρατορικό πράσινο χρώμα, που μερικοί επέμεναν να θεωρούν μαύρο, και να κάθεται εκεί ακίνητος. Δεν είχε καν ξυριστεί. Η βροχή είχε κοπάσει, οπότε σκέφτηκε να πει στον υπηρέτη του, τον Ατζιμπούρα, να ανοίξει ένα παράθυρο, για να μπει λίγος καθαρός αέρας στο δωμάτιο του στην Περιπλανώμενη Γυναίκα. Ο καθαρός αέρας ίσως φρεσκάριζε το μυαλό του. Τις τελευταίες πέντε μέρες, όμως, οι βροχές ήταν ακανόνιστες και συνήθως γίνονταν ραγδαίες, και το κρεβάτι του ήταν τοποθετημένο ανάμεσα στα παράθυρα. Το στρώμα και τα σεντόνια είχαν ήδη κρεμαστεί μία φορά στην κουζίνα για να στεγνώσουν.

Μια μικρή τσιρίδα κι ένα μουγκρητό ευχαρίστησης του Ατζιμπούρα ανάγκασαν τον Φούριουκ να κοιτάξει ψηλά, για να δει τον νευρώδη, μικροκαμωμένο άντρα να επιδεικνύει έναν άτονο αρουραίο σε μέγεθος μισής γάτας στην αιχμή του μακρόστενου μαχαιριού του. Δεν ήταν ο πρώτος που είχε σκοτώσει ο Ατζιμπούρα σε αυτό το δωμάτιο τον τελευταίο καιρό, κάτι που ο Καρέντε πίστευε ότι δεν θα γινόταν αν το χάνι εξακολουθούσε να ανήκει στη Σετάλε Ανάν, μολονότι ο αριθμός των αρουραίων στο Έμπου Νταρ αυξανόταν δραματικά την άνοιξη. Κι ο Ατζιμπούρα έμοιαζε κάπως με σταφιδιασμένο αρουραίο, έτσι όπως γελούσε ηδονικά και άγρια ταυτοχρόνως. Ενώ είχαν περάσει πάνω από τριακόσια χρόνια υπό την κυριαρχία της Αυτοκρατορίας, οι φυλές των λόφων της Κενσάντα εκπολιτίστηκαν μόνο εν μέρει κι εξημερώθηκαν ακόμη λιγότερο. Τα βαθυκόκκινα μαλλιά του άντρα με τις ψαρές ραβδώσεις σχημάτιζαν μια παχιά πλεξούδα, που κρεμόταν έως τη μέση του. Σίγουρα θα γίνονταν όμορφο τρόπαιο αν κατάφερνε ποτέ να βρει τον δρόμο του προς τα κοντινότερα βουνά κι έπεφτε πάνω σε μια από εκείνες τις ατελείωτες βεντέτες μεταξύ οικογενειών ή φυλών. Επέμενε να πίνει το ποτό του από ένα κύπελλο με ασημένια βάση, που αν κάποιος το κοιτούσε λίγο πιο προσεκτικά, θα αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για το επάνω μέρος ενός κρανίου.

«Αν σκοπεύεις να τον φας», είπε ο Καρέντε, λες και δεν επρόκειτο, «θα τον πλύνεις στους στάβλους, φροντίζοντας να μη σε δει κανείς». Ο Ατζιμπούρα μπορούσε να φάει τα πάντα εκτός από σαύρες, κάτι που απαγορευόταν από τη φυλή του για λόγο που δεν θα καταλάβαινε ποτέ.

«Μα, φυσικά, υψηλότατε», αποκρίθηκε ο άντρας μ’ ένα κύρτωμα των ώμων, που οι δικοί του ερμήνευαν ως υπόκλιση. «Ξέρω καλά τις συνήθειες των ανθρώπων της πόλης και δεν θα έφερνα σε δύσκολη θέση τον υψηλότατο». Είχε σχεδόν είκοσι χρόνια στην υπηρεσία του Καρέντε, κι αν ο Φούριουκ δεν του το υπενθύμιζε, ο Ατζιμπούρα ήταν ικανός να γδάρει τον αρουραίο και να τον ψήσει πάνω από τις φλόγες του μικρού τούβλινου τζακιού.

Τράβηξε το κουφάρι από τη λάμα, το τοποθέτησε σε ένα μικρό σακίδιο από καραβόπανο, το οποίο έχωσε σε μια γωνία για κατοπινή χρήση, και σκούπισε προσεκτικά το μαχαίρι του πριν το θηκαρώσει. Κατόπιν, στάθηκε προσοχή, περιμένοντας τις προσταγές του Καρέντε. Αν θεωρούνταν απαραίτητο, ήταν ικανός να περιμένει όλη μέρα, εξίσου υπομονετικός με έναν ντα’κοβάλε. Ο Καρέντε δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα στο μυαλό του γιατί ακριβώς ο Ατζιμπούρα είχε αφήσει τον οχυρωμένο λόφο, ακολουθώντας έναν από τους Φρουρούς του Θανάτου. Η ζωή του ήταν πολύ πιο περιορισμένη από πριν κι, επιπλέον, ο Καρέντε είχε κοντέψει να τον σκοτώσει τρεις φορές πριν κάνει την επιλογή του.

Διώχνοντας από το μυαλό του κάθε σκέψη σχετικά με τον υπηρέτη του, έστρεψε ξανά την προσοχή του σε ό,τι υπήρχε πάνω στο γραφείο, αν και δεν σκόπευε να πιάσει την πένα προς το παρόν. Είχε προαχθεί σε λαβαροφόρο-στρατηγό λόγω κάποιων επιτυχιών στις μάχες με τους Άσα’μαν, και μάλιστα σε εποχές που οι επιτυχημένοι ήταν ελάχιστοι, και τώρα, μια κι ηγούνταν εναντίον αντρών με τη δυνατότητα της διαβίβασης, μερικοί πίστευαν ότι θα είχε αρκετή σύνεση για να στραφεί κι εναντίον των μαράθ’νταμέην. Κανείς δεν το είχε επιχειρήσει εδώ κι αιώνες, ενώ από τότε που οι περιβόητες Άες Σεντάι είχαν αποκαλύψει το άγνωστο όπλο τους, σε απόσταση μερικών λευγών από το σημείο όπου βρισκόταν ο ίδιος, έσπαγε το κεφάλι του να βρει τρόπους για να σακατέψει τη δύναμή τους. Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν το μοναδικό ζήτημα που είχε τεθεί επί τάπητος. Εκτός από τις συνηθισμένες αιτήσεις κι αναφορές που έπρεπε να υπογράψει, οι παρατηρήσεις του αναφορικά με τις δυνάμεις που είχαν παραταχθεί εναντίον τους στο Ίλιαν είχαν σχολιαστεί από τέσσερις άρχοντες και τρεις αρχόντισσες, ενώ ειδικά το πρόβλημα των Αελιτών από έξι αρχόντισσες και πέντε άρχοντες, αλλά τα θέματα αυτού του τύπου θα αποφασίζονταν αλλού, ίσως δε να είχαν αποφασιστεί ήδη. Οι παρατηρήσεις του θα χρησίμευαν στις εσωτερικές έριδες σχετικά με το ποιος ήλεγχε τι στον Γυρισμό. Σε κάθε περίπτωση, ο πόλεμος ήταν πάντα κάτι σαν δεύτερο κάλεσμα για έναν Φρουρό του Θανάτου. Ναι, οι Φρουροί έδιναν πάντα το «παρών» σε μια μεγάλη μάχη, ήταν οι μαχητές της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα, οι οποίοι χτυπούσαν αλύπητα τους εχθρούς της, ασχέτως αν η ίδια ήταν παρούσα ή όχι, και πάντα έμπαιναν επικεφαλής στα σημεία όπου η μάχη είχε ανάψει για τα καλά. Η πρώτη τους προτεραιότητα, όμως, ήταν να προστατεύουν τις ζωές και τα μέλη της Αυτοκρατορικής οικογένειας. Με τίμημα τη ζωή τους, αν κρινόταν αναγκαίο, κάτι που έκαναν με εξαιρετική προθυμία. Εννέα βράδια πριν, η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν είχε εξαφανιστεί λες και την κατάπιε η θύελλα. Αδυνατούσε να τη σκεφτεί ως Κόρη των Εννέα Φεγγαριών, μέχρι τουλάχιστον να μάθει ότι είχε αποχωριστεί πια το πέπλο.

Πάντως, δεν είχε περάσει από το μυαλό του η σκέψη να αυτοκτονήσει, αν και το όνειδος τον χάραζε βαθιά. Η Γενιά είχε καταφύγει στην εύκολη λύση για να αποφύγει την ατίμωση: οι Φρουροί του Θανάτου πολέμησαν μέχρι τον τελευταίο. Ο Μιουσέντζε είχε υπό την ηγεσία του τον προσωπικό της σωματοφύλακα αλλά, σαν το πιο υψηλόβαθμο μέλος των Φρουρών σε αυτή τη μεριά του Ωκεανού Άρυθ, ήταν καθήκον του Καρέντε να τη φέρει πίσω με ασφάλεια. Χρησιμοποιώντας διάφορες δικαιολογίες, είχαν ψάξει κάθε χαραμάδα της πόλης, κάθε πλεούμενο μεγαλύτερο από βάρκα, αλλά τις περισσότερες φορές οι άντρες που είχαν αναλάβει τη δουλειά αγνοούσαν τι ακριβώς έψαχναν, δεν είχαν καν υπ’ όψιν ότι η μοίρα του Γυρισμού εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την ενδελεχή ερευνά τους. Ήταν δικό του καθήκον. Βέβαια, οι ίντριγκες μέσα στην ίδια την Αυτοκρατορική οικογένεια ήταν πιο πολύπλοκες από εκείνες της Γενιάς κι η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν έπαιζε συχνά σκληρό παιχνίδι, και μάλιστα με αυστηρή και θανατηφόρα επιδεξιότητα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι είχε εξαφανιστεί δύο φορές στο παρελθόν, ότι είχε θεωρηθεί νεκρή κι ότι με δικές της μηχανορραφίες είχε κανονιστεί μέχρι κι η κηδεία της. Ωστόσο, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της εξαφάνισής της, ο Καρέντε έπρεπε να τη βρει και να την προστατέψει. Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν είχε ιδέα πώς να κινηθεί. Ήταν σαν να την είχε καταπιεί η θύελλα, ίσως κι η Κυρά των Ίσκιων. Είχαν σημειωθεί αναρίθμητες απόπειρες απαγωγής ή δολοφονίας της από τη μέρα που γεννήθηκε. Αν την έβρισκε νεκρή, θα έπρεπε να ξετρυπώσει τον φονιά της, καθώς κι εκείνον που είχε δώσει την τελική διαταγή, και να πάρει εκδίκηση με οποιοδήποτε τίμημα. Εντασσόταν κι αυτό στα καθήκοντά του.

Ένας ψηλόλιγνος άντρας μπήκε ανάλαφρα στο δωμάτιο από τον διάδρομο, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Κρίνοντας από το τραχύ του πανωφόρι, προφανώς ήταν κάποιος από τους σταβλίτες του πανδοχείου, αλλά κανείς από τους ντόπιους δεν είχε τα ωχρά του μαλλιά ή τα γαλάζια μάτια, που ανίχνευαν κάθε μεριά του δωματίου, λες και πάσχιζαν να απομνημονεύσουν τα πάντα. Το χέρι του γλίστρησε κάτω από το πανωφόρι του κι ο Καρέντε ετοιμάστηκε ακαριαία να δοκιμάσει τους δύο τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να σκοτώσει τον άντρα με τα ίδια του τα χέρια, αλλά, δευτερόλεπτα αργότερα, ο άλλος έβγαλε μια μικρή φιλντισένια πλάκα με χρυσή επένδυση, πάνω στην οποία υπήρχαν χαραγμένα το Κοράκι κι ο Πύργος. Οι Αναζητητές της Αλήθειας δεν ήταν ανάγκη να χτυπήσουν την πόρτα, ο δε πιθανός φονιάς τους αντιμετωπιζόταν με αμφιβολία.

«Άφησέ μας μόνους», διέταξε ο Αναζητητής τον Ατζιμπούρα, κρύβοντας την πλάκα μόλις κατάλαβε ότι ο Καρέντε την αναγνώρισε. Ο μικροκαμωμένος άντρας παρέμεινε καθισμένος ανακούρκουδα κι ακίνητος, ενώ τα φρύδια του Αναζητητή ανασηκώθηκαν από την έκπληξη. Ακόμα και στους Λόφους της Κενσάντα όλοι γνώριζαν ότι τα λόγια ενός Αναζητητή αποτελούσαν νόμο. Μπορεί, βέβαια, αυτό να μην ίσχυε σε μερικούς απομονωμένους προμαχώνες των λόφων, ειδικά όταν πίστευαν ότι κανείς δεν γνώριζε πως ο Αναζητητής βρισκόταν εκεί, αλλά ο Ατζιμπούρα ήξερε καλά τι έκανε.

«Περίμενε έξω», τον πρόσταξε κοφτά ο Καρέντε. Ο Ατζιμπούρα σηκώθηκε εντελώς απρόθυμα, μουρμουρίζοντας: «Ακούω κι υπακούω, Υψηλότατε». Περιεργάστηκε τον Αναζητητή ασύστολα, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο τελευταίος ήξερε πως τον είχε μαρκάρει, και βγήκε από το δωμάτιο. Κάποια μέρα, σίγουρα θα τον έβρισκαν με κομμένο κεφάλι.

«Πολύτιμο πράγμα η αφοσίωση», είπε ο άντρας με τα ωχρά μαλλιά παρατηρώντας την επιφάνεια του τραπεζιού, μόλις ο Ατζιμπούρα έκλεισε ερμητικά την πόρτα πίσω του. «Είσαι ανακατεμένος στα σχέδια του Άρχοντα Γιούλαν, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ Καρέντε; Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από έναν Φρουρό του Θανάτου».

Ο Καρέντε μετακίνησε δύο μπρούντζινα λεοντόσχημα βαρίδια στο γραφείο του κι άφησε τον χάρτη της Ταρ Βάλον να ξεδιπλωθεί. Ο άλλος παρέμεινε διπλωμένος. «Θα χρειαστεί να ρωτήσεις τον ίδιο τον Άρχοντα Γιούλαν, Αναζητητή. Η αφοσίωση στον Κρυστάλλινο Θρόνο είναι πολυτιμότερη κι από την ίδια τη ζωή, αρκεί να ξέρεις πότε να παραμείνεις σιωπηλός. Όσο πιο πολύ μιλάς για ένα θέμα, τόσο περισσότεροι θα μάθουν πράγματα που δεν πρέπει».

Κανείς, εκτός από την Αυτοκρατορική οικογένεια, δεν τολμούσε να επιπλήξει έναν Αναζητητή ή το Χέρι που τον καθοδηγούσε, αλλά ο τύπος δεν φάνηκε να επηρεάζεται. Βολεύτηκε στα μαξιλαράκια της μοναδικής πολυθρόνας που υπήρχε στο δωμάτιο, ένωσε τα δάχτυλά του κι, από την κορυφή της πυραμίδας που σχημάτιζαν, κοίταξε εξεταστικά τον Καρέντε, οι μοναδικές επιλογές του οποίου ήταν ή να μετακινήσει και το δικό του κάθισμα ή να παραμείνει με την πλάτη στραμμένη στον άντρα. Οι περισσότεροι θα ένιωθαν ιδιαίτερα νευρικοί κι αγχωμένοι, έχοντας πίσω τους έναν Αναζητητή, πολλοί μάλιστα θα ένιωθαν νευρικότητα ακόμα κι αν απλώς βρισκόταν μαζί τους στον ίδιο χώρο. Ο Καρέντε έκρυψε ένα χαμόγελο και δεν έκανε καμία κίνηση. Ήταν αρκετά εκπαιδευμένος, έτσι ώστε κι ελάχιστα να έστρεφε το κεφάλι του, μπορούσε να δει ξεκάθαρα τι συνέβαινε στη γωνία του οπτικού του πεδίου.

«Θα πρέπει να είσαι περήφανος για τους γιους σου», είπε ο Αναζητητής. «Οι δύο ακολούθησαν τα βήματά σου κι έγιναν Φρουροί του Θανάτου, ενώ ο τρίτος συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ένδοξων νεκρών. Κι η γυναίκα σου θα πρέπει να νιώθει πολύ περήφανη».

«Πώς λέγεσαι, Αναζητητή;» Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική. Πιο πιθανό ήταν να επιπλήξεις Αναζητητή, παρά να θες να μάθεις το όνομά του.

«Μορ», ήρθε τελικά η απάντηση. «Άλμουρατ Μορ». Μορ, λοιπόν. Κάποιος πρόγονός του είχε ακολουθήσει τον Λουθαίρ Πέντραγκ, και με το δίκιο του ήταν περήφανος. Εφ’ όσον δεν είχε πρόσβαση στα γενεαλογικά βιβλία —κάτι απαγορευμένο για οποιονδήποτε ντα’κοβάλε— ο Καρέντε δεν μπορούσε να μάθει αν ίσχυαν οι ιστορίες σχετικά με τις ρίζες του —ίσως κάποιος δικός του πρόγονος ακολούθησε επίσης κάποτε τον μεγάλο Γερακόφτερο— αλλά ελάχιστη σημασία είχε. Οι άντρες που προσπαθούσαν να στηριχτούν περισσότερο στους ώμους των προγόνων τους παρά στα δικά τους πόδια, βρίσκονταν συχνά με το κεφάλι κομμένο, ειδικά αν ήταν ντα’κοβάλε.

«Λέγε με Φούριουκ. Είμαστε κι οι δύο ιδιοκτησία του Κρυστάλλινου Θρόνου. Τι θες από μένα, Άλμουρατ; Δεν νομίζω πως θες να συζητήσουμε τα της οικογενείας μου, ε;» Στην περίπτωση που οι γιοι του είχαν μπλεξίματα, ο τύπος δεν θα τους ανέφερε τόσο σύντομα, κι η Κάλια κάθε άλλο παρά δυστυχισμένη έδειχνε. Με την άκρη του ματιού του, ο Καρέντε μπορούσε να διακρίνει τις εναλλασσόμενες εκφράσεις στο πρόσωπο του Αναζητητή, αν και κατάφερνε να τις κρύβει αρκετά καλά. Είχε χάσει τον έλεγχο των ερωταποκρίσεων, όπως αναμενόταν, έτσι απότομα που του είχε δείξει την πλάκα, λες κι ένας Φρουρός του Θανάτου δεν ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ανταποδώσει, καρφώνοντας το εγχειρίδιο στην καρδιά του.

«Άκου μια ιστορία», είπε αργά ο Μορ, «και πες μου τι νομίζεις». Η ματιά του γαντζώθηκε στο πρόσωπο του Καρέντε, λες και τους συνέδεαν αόρατα νήματα, μελετώντας τον εξονυχιστικά, ζυγιάζοντάς τον κι αποτιμώντας τον σαν να ήταν αντικείμενο προς πώληση. «Τη μάθαμε εδώ και λίγες μέρες». Λέγοντας «τη μάθάμε», εννοούσε τους Αναζητητές. «Απ’ ό,τι μπορέσαμε να συμπεράνουμε, ξεκίνησε από τους ντόπιους, αν και δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να εντοπίσουμε την αρχική της πηγή. Υποτίθεται, λοιπόν, πως ένα κορίτσι με προφορά Σωντάρ αποσπούσε με εκβιασμούς χρυσάφι κι ασημικά από τους εμπόρους του Έμπου Νταρ. Αναφέρθηκε ο τίτλος της Κόρης των Εννέα Φεγγαριών». Μόρφασε από αηδία και, για μια στιγμή, τα ακροδάχτυλά του άσπρισαν από την πίεση που τους ασκούσε. «Κανείς από τους ντόπιους δεν φαίνεται να καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο τίτλος, αλλά η περιγραφή του κοριτσιού είναι εξαιρετικά ακριβής. Επιπλέον, κανείς δεν θυμάται να άκουσε παρόμοια φήμη πριν από τη νύχτα που... έγινε γνωστός ο φόνος της Τάυλιν», αποτελείωσε την πρότασή του, διαλέγοντας την κατάλληλη στιγμή το λιγότερο δυσάρεστο γεγονός.

«Προφορά Σωντάρ», επανέλαβε ο Καρέντε με επίπεδη φωνή, κι ο Μορ ένευσε καταφατικά. «Η φημολογία αυτή έχει περάσει και στους δικούς μας». Δεν ήταν ακριβώς ερώτηση, αλλά ο Μορ ένευσε ξανά. Μια προφορά Σωντάρ και μια ακριβής περιγραφή, δύο πράγματα που κανείς ντόπιος δεν θα είχε τη δυνατότητα να επινοήσει. Κάποιος έπαιζε πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Επικίνδυνο τόσο για τους ίδιους, όσο και για την Αυτοκρατορία. «Και πώς εκλαμβάνει τα πρόσφατα γεγονότα το Παλάτι Τάρασιν;» Σίγουρα θα υπήρχαν Αφουγκραστές μεταξύ των υπηρετών, πιθανότατα και μεταξύ των Εμπουνταρινών υπηρετών, κι όσα άκουγαν οι Αφουγκραστές, σύντομα τα μάθαιναν κι οι Αναζητητές.

Ο Μορ κατάλαβε την ερώτηση, φυσικά. Δεν ήταν ανάγκη να αναφέρει αυτό που δεν έπρεπε, οπότε αποκρίθηκε με αδιάφορο τόνο. «Το περιβάλλον της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν συμπεριφέρεται σαν να μην τρέχει τίποτα, με εξαίρεση την Άναθ, την Αληθομιλήτριά της, η οποία έχει απομονωθεί, αν κι, απ’ ό,τι μου είπαν, το συνηθίζει ούτως ή άλλως. Η ίδια η Σούροθ είναι πιότερο ταραγμένη κατ’ ιδίαν παρά δημοσίως. Δεν κοιμάται καλά, θυμώνει με οικεία της πρόσωπα κι έχει μετατρέψει την περιουσία της σε πενταροδεκάρες. Διέταξε να πεθαίνει ένας Αναζητητής κάθε μέρα μέχρι να αποκατασταθούν τα πράγματα, ακυρώνοντας τη διαταγή της μόλις σήμερα το πρωί, όταν αντιλήφθηκε πως δεν θα αργούσε η μέρα που θα ξέμενε από Αναζητητές». Ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του, ίσως για να δείξει πως κάτι τέτοια βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη ενός Αναζητητή, ίσως όμως κι από ανακούφιση που κατάφερε να διαφύγει τον θάνατο. «Κατανοητό. Αν κληθεί να λογοδοτήσει, θα εύχεται για τον Θάνατο των Δέκα Χιλιάδων Δακρύων. Οι υπόλοιποι της Γενιάς που γνωρίζουν τι έχει συμβεί, εύχονται να είχαν μάτια στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους για να φυλάνε τα νώτα τους. Μερικοί, μάλιστα, έχουν κανονίσει αθόρυβα ακόμα και την κηδεία τους, για παν ενδεχόμενο».

Ο Καρέντε ήθελε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά στο πρόσωπο του άντρα. Είχε ανοσία στις προσβολές —μέρος της εκπαίδευσης γαρ— αλλά ετούτο εδώ... Απομάκρυνε το κάθισμά του, σηκώθηκε κι έμεινε όρθιος στην άκρη του γραφείου. Ο Μορ τον κοίταξε χωρίς να κουνάει βλέφαρο, τσιτωμένος σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να υπερασπίσει τον εαυτό του σ’ ενδεχόμενη επίθεση, κι ο Καρέντε πήρε μια βαθιά ανάσα για να καταλαγιάσει τον θυμό του. «Γιατί ήρθες σε μένα, εφ’ όσον πιστεύεις πως οι Φρουροί του Θανάτου είναι ανακατεμένοι σε αυτό;» Η προσπάθεια να μην υψώσει τη φωνή του τον έπνιγε σχεδόν. Από τότε που οι πρώτοι Φρουροί του Θανάτου ορκίστηκαν πάνω από το πτώμα του Λουθαίρ Πέντραγκ να υπερασπίσουν τον γιο του, δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση προδοσίας ανάμεσα τους! Ποτέ!

Ο Μορ χαλάρωσε σταδιακά μόλις συνειδητοποίησε ότι ο Καρέντε δεν σκόπευε να τον σκοτώσει —όχι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον— αλλά στο μέτωπό του υπήρχε μια ελαφριά αχλή ιδρώτα. «Έχω ακούσει να λένε πως ένας Φρουρός του Θανάτου μπορεί να διακρίνει την ανάσα μιας πεταλούδας. Μήπως έχεις κάτι να πιω;»

Ο Καρέντε έκανε μια κοφτή χειρονομία προς το μέρος του τούβλινου τζακιού, όπου μια ασημένια κούπα και μια κανάτα ήταν ακουμπισμένες κοντά στις φλόγες για να διατηρούνται ζεστές. Είχαν μείνει εκεί, ανέγγιχτες, από τότε που τις έφερε ο Ατζιμπούρα, μόλις ξύπνησε ο Καρέντε. «Το κρασί μπορεί να έχει κρυώσει, αλλά πιες ελεύθερα. Όταν βρέξεις το λαρύγγι σου, θα απαντήσεις στην ερώτηση μου. Είτε υποπτεύεσαι τους Φρουρούς, είτε θέλεις να με ανακατέψεις σε κάποιο προσωπικό σου παιχνίδι, μα τα ίδια μου τα μάτια, θα μάθω τι από τα δύο συμβαίνει και για ποιο λόγο».

Ο τύπος έκανε μια πλάγια κίνηση προς το τζάκι, παρακολουθώντας τον άλλον με την άκρη του ματιού του, αλλά καθώς ο Μορ έσκυψε να πιάσει την κανάτα, συνοφρυώθηκε κι ύστερα τινάχτηκε ελαφρά. Κάτι σαν κύπελλο, με ασημένιο χείλος και βάση από το ίδιο υλικό, σε σχήμα κεράτων κριαριού, ήταν ακουμπισμένο δίπλα στην κούπα. Μα το Φως του ουρανού, πόσες φορές είχε πει στον Ατζιμπούρα να το κρύβει αυτό το πράγμα! Αναμφίβολα, ο Μορ είχε αναγνωρίσει περί τίνος επρόκειτο.

Πόσο πιθανή θεωρούσε, άραγε, μια προδοσία ανάμεσα στους Φρουρούς; «Βάλε λίγο και για μένα, σε παρακαλώ».

Ο Μορ βλεφάρισε, κάτι που μαρτυρούσε ένα ελαφρύ σάστισμα —κρατούσε τη μοναδική κούπα που υπήρχε— αλλά κατόπιν μια αναλαμπή κατανόησης άστραψε στο βλέμμα του. Μια αναλαμπή ανησυχίας. Γέμισε το κύπελλο με κάπως ασταθείς κινήσεις και σκούπισε τα χέρια του πάνω στο πανωφόρι του πριν το ανασηκώσει. Ο κάθε άνθρωπος είχε τα όριά του —ακόμα κι ένας Αναζητητής— κι αν τα ξεπερνούσε, μπορεί να γινόταν επικίνδυνος, αλλά ο συγκεκριμένος έμοιαζε κλονισμένος.

Δεχόμενος την κούπα που έμοιαζε με κρανίο και πιάνοντάς την και με τα δύο χέρια, ο Καρέντε την ανασήκωσε ψηλά και χαμήλωσε το κεφάλι του. «Στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα με δόξα και τιμή. Θάνατος και όνειδος στους εχθρούς της».

«Στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζει για πάντα με δόξα και τιμή», αποκρίθηκε σαν ηχώ ο Μορ, σκύβοντας το κεφάλι κι ανασηκώνοντας την κούπα του. «Θάνατος και όνειδος στους εχθρούς της».

Φέρνοντας την κούπα του Ατζιμπούρα στα χείλη του, ο Καρέντε γνώριζε ότι ο άλλος τον παρακολουθούσε να πίνει. Το κρασί ήταν πράγματι κρύο, τα μυρωδικά είχαν πικρή γεύση κι υπήρχε ένα αδιόρατο, στυφό ίχνος στιλβωμένου ασημιού. Έπεισε τον εαυτό του πως η γεύση από τις στάχτες ενός νεκρού άντρα δεν ήταν παρά αποκύημα της φαντασίας του.

Ο Μορ κατάπιε με μεγάλες και βιαστικές γουλιές το μισό κρασί του, κατόπιν κοίταξε εξεταστικά το ποτήρι του κι, αντιλαμβανόμενος τι είχε κάνει, προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Φούριουκ Καρέντε», είπε ζωηρά. «Γεννημένος σαράντα δύο χρόνια πριν από οικογένεια υφαντουργών, ιδιοκτησίας κάποιου Τζαλίντ Μάγκοναϊν, τεχνίτη στο Άνκαριντ. Στα δεκαπέντε του, επιλέχθηκε για να εκπαιδευτεί στους Φρουρούς του Θανάτου. Τιμήθηκε δύο φορές για ηρωισμό και το όνομά του συμπεριλήφθηκε τρεις φορές σε μνείες. Ως βετεράνος επί επτά χρόνια, αναγορεύτηκε σωματοφύλακας της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν από την ημέρα της γέννησής της». Φυσικά, τότε δεν την έλεγαν έτσι, αλλά θα ήταν μεγάλη προσβολή να αναφερθεί το γενέθλιο όνομά της. «Το ίδιο έτος, όντας ένας από τους τρεις επιζώντες της πρώτης γνωστής δολοφονικής απόπειρας εναντίον της, επελέγη για να εκπαιδευτεί ως αξιωματικός. Υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης του Μουγιάμι και των Γεγονότων του Τζιανμίν, όπου τιμήθηκε και πάλι για ηρωισμό, το όνομά του για άλλη μία φορά συμπεριλήφθηκε σε μνείες και του ανατέθηκε ξανά ο ρόλος του σωματοφύλακα της Υψηλής Αρχόντισσας λίγο πριν τα πρώτα αληθογενέθλιά της». Ο Μορ έριξε μια ματιά στο κρασί του κι ύστερα ανασήκωσε απότομα το βλέμμα του. «Κατόπιν δικής σου αίτησης. Ασυνήθιστο αυτό. Τον επόμενο χρόνο, εισέπραξες τρεις σοβαρές πληγές, όταν την προστάτευσες με το σώμα σου από κάποιους άλλους επίδοξους δολοφόνους, κι εκείνη σου έδωσε ό,τι πολυτιμότερο είχε, δηλαδή μια κούκλα. Οι διακρίσεις συνεχίστηκαν, κέρδισες κι άλλες τιμές, ώσπου τελικά σε διόρισαν προσωπικό φρουρό της ίδιας της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα, κι υπηρέτησες σ’ εκείνο το πόστο μέχρι που διατάχθηκες να συνοδεύσεις τον Υψηλό Άρχοντα Τούρακ σε αυτές τις περιοχές με τους Χαϊλέν. Οι εποχές αλλάζουν, όπως κι οι άνθρωποι, αλλά πριν πας να φυλάξεις τον θρόνο, έκανες άλλες δύο αιτήσεις για να πάρεις μετάθεση ως σωματοφύλακας της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν. Πολύ ασυνήθιστο. Κράτησες, μάλιστα, την κούκλα μέχρι που καταστράφηκε στη Μεγάλη Πυρκαγιά της Σοχίμα, κάπου δέκα χρόνια πριν».

Όχι για πρώτη φορά, ο Καρέντε αισθάνθηκε τυχερός που είχε εκπαιδευτεί να διατηρεί την ψυχραιμία του ασχέτως όσων συνέβαιναν γύρω του. Οι απρόσεκτες εκφράσεις μαρτυρούν πολλά στον αντίπαλό σου. Θυμόταν το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού που είχε ακουμπήσει εκείνη την κούκλα πάνω στο φορείο του. Ακόμα άκουγε τη φωνή της. Προστάτεψες τη ζωή μου, άρα κι εγώ σου δίνω την Έμελα για να σε προσέχει, του είχε πει. Βέβαια, δεν μπορεί να σε προστατέψει πραγματικά, γιατί δεν είναι παρά μια κούκλα. Κράτα την, όμως, για να σου θυμίζει ότι αρκεί να με φωνάξεις με το όνομά μου, κι εγώ θα σ’ ακούσω. Αν, φυσικά, είμαι ακόμα ζωντανή.

«Η τιμή μου είναι η αφοσίωση», είπε ακουμπώντας προσεκτικά την κούπα του Ατζιμπούρα πάνω στο γραφείο, έτσι ώστε να μη στάξει κρασί πάνω στα χαρτιά του. Μπορεί ο Ατζιμπούρα να γυάλιζε συχνά το ασήμι, αλλά ο Καρέντε δεν πίστευε πως έμπαινε στον κόπο να το πλύνει κιόλας. «Πίστη κι αφοσίωση στον θρόνο. Γιατί ήρθες σ’ εμένα;»

Ο Μορ μετακινήθηκε ελαφρά, έτσι που η πολυθρόνα βρέθηκε ανάμεσά τους. Αναμφίβολα, θεωρούσε πως η στάση του ήταν λίγο-πολύ χαλαρή, αλλά ήταν ολοφάνερα έτοιμος να πετάξει την κούπα με το κρασί. Σε έναν μικρό χώρο στο πίσω μέρος του πανωφοριού του κουβαλούσε ένα μαχαίρι, και μάλλον θα είχε άλλο ένα κρυμμένο κάπου αλλού. «Τρεις αιτήσεις για να γίνεις σωματοφύλακας της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν. Και κράτησες και την κούκλα».

«Μέχρις εδώ, καλά», του απάντησε ξερά ο Καρέντε. Υποτίθεται πως οι Φρουροί δεν δένονταν με αυτούς που είχαν καθήκον να φρουρούν. Ο Φρουρός του Θανάτου υπηρετούσε μονάχα τον Κρυστάλλινο Θρόνο, επομένως υπηρετούσε με την ψυχή και το σώμα του οποιαδήποτε διάδοχο του θρόνου. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το σοβαρό πρόσωπο εκείνου του παιδιού, που κατανοούσε ήδη ότι μπορεί να μη ζούσε για να κάνει το καθήκον της κι ωστόσο προσπαθούσε να το κάνει. Ναι, τελικά είχε κρατήσει και την κούκλα. «Υπάρχει και κάτι περισσότερο από απλές φήμες για το κορίτσι, έτσι δεν είναι;»

«Η ανάσα μιας πεταλούδας», μουρμούρισε ο τύπος. «Είναι πολύ ευχάριστο να μιλάς με κάποιον που βλέπει τόσο μακριά. Τη νύχτα που δολοφονήθηκε η Τάυλιν, δύο νταμέην πάρθηκαν από το Παλάτι Τάρασιν. Και οι δύο ήταν πρώην Άες Σεντάι. Δεν νομίζεις πως παραείναι σύμπτωση;»

«Κάθε είδους σύμπτωση με βάζει σε σκέψεις, Άλμουρατ. Αλλά αυτό τι σχέση έχει με τις φήμες και... διάφορα άλλα θέματα;»

«Ο ιστός αυτός είναι πιο πολύπλοκος απ’ όσο νομίζεις. Υπήρχαν και κάμποσοι άλλοι που έφυγαν από το παλάτι εκείνη τη νύχτα, ανάμεσά τους ένας νεαρός που μάλλον ήταν ο χαϊδεμένος της Τάυλιν, τέσσερις άντρες που σίγουρα ήταν στρατιώτες, κι ένας γεροντότερος, κάποιος Θομ Μέριλιν, έτσι είπε ότι τον έλεγαν, που υποθετικά ήταν υπηρέτης, αλλά έδειχνε πολύ πιο μορφωμένος από το συνηθισμένο. Τους είδαν σε διάφορες φάσεις παρέα με Άες Σεντάι που βρίσκονταν στην πόλη προτού την κατακτήσει η Αυτοκρατορία». Με την ένταση να διαγράφεται στο πρόσωπό του, ο Αναζητητής έγειρε ελαφρά μπροστά, πάνω από τη ράχη της πολυθρόνας. «Ίσως η Τάυλιν να μη δολοφονήθηκε επειδή ορκίστηκε αφοσίωση, αλλά επειδή ήξερε μερικά πολύ επικίνδυνα πράγματα. Ίσως ήταν απρόσεκτη σε αυτά που αποκάλυψε στο αγόρι που είχε στο κρεβάτι της, κι εκείνος τα μετέδωσε στον Μέριλιν. Μπορούμε να τον ονοματίζουμε έτσι μέχρι να μάθουμε κάποιο πιο ταιριαστό όνομα. Όσο περισσότερα μαθαίνω γι’ αυτόν, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω πόσο δολοπλόκος είναι: καλά πληροφορημένος για τον κόσμο, ευπροσήγορος και με πολύ καλές σχέσεις με τους ευγενείς και με το στέμμα. Θα τον αποκαλούσες κόλακα, αν δεν ήξερες ότι είναι υπηρέτης. Αν ο Λευκός Πύργος έχει σχέδια για το Έμπου Νταρ, έναν τέτοιο άνθρωπο θα έστελνε να τα βγάλει πέρα».

Σχέδια. Χωρίς να σκέφτεται, ο Καρέντε έπιασε την κούπα του Ατζιμπούρα κι ήπιε πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι έκανε. Ωστόσο, συνέχισε να κρατάει το ποτήρι για να μη γίνει φανερή η ταραχή που ένιωθε. Όλοι —όσους γνώριζε, εν πάση περιπτώσει— ήταν σίγουροι ότι η εξαφάνιση της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν ήταν μέρος της διεκδίκησης για τη διαδοχή της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα. Έτσι ήταν η ζωή στην Αυτοκρατορική οικογένεια. Σε τελική ανάλυση, αν η Υψηλή Αρχόντισσα είχε πεθάνει, θα ονοματιζόταν κάποια νέα διάδοχος. Αν είχε πεθάνει. Αν όχι, όμως... Αν ο Λευκός Πύργος σκόπευε να την πάρει από εκεί, θα έστελνε την αφρόκρεμα των αντρών του. Κι όλα αυτά αν ο Αναζητητής δεν έπαιζε ήδη κάποιο παιχνίδι μαζί του. Οι Αναζητητές προσπαθούσαν συχνά να παγιδεύσουν τον κόσμο, εκτός από την ίδια την Αυτοκράτειρα βέβαια, είθε να ζήσει για πάντα. «Προφανώς, τα συζήτησες όλα αυτά με τους ανωτέρους σου κι εκείνοι τα απέρριψαν, ειδάλλως δεν θα ερχόσουν εδώ. Ή αυτό ή... Δεν τους το ανέφερες καν, έτσι; Για ποιο λόγο;»

«Τα πράγματα είναι πολύ πιο μπερδεμένα απ’ όσο φαντάζεσαι», είπε ο Μορ με μαλακή φωνή, ρίχνοντας ματιές στην πόρτα, λες κι υποπτευόταν πως κάποιος κρυφάκουγε από πίσω. Γιατί, άραγε, είχε γίνει επιφυλακτικός τώρα; «Υπάρχουν πολλές... επιπλοκές. Οι δύο νταμέην έφυγαν με διαταγή της Αρχόντισσας Εγκήνιν Τάμαραθ, η οποία στο παρελθόν είχε δοσοληψίες με τις Άες Σεντάι. Πολλές δοσοληψίες, για να είμαι ακριβής. Είναι ολοφάνερο ότι απελευθέρωσε την άλλη νταμέην μόνο και μόνο για να καλύψει την απόδρασή της. Η Εγκήνιν έφυγε από την πόλη το ίδιο βράδυ, έχοντας στην ακολουθία της τρεις νταμέην και, πιθανότατα, τον Μέριλιν και τους υπολοίπους. Δεν ξέρουμε ποια ήταν η τρίτη νταμέην —υποπτευόμαστε πως ήταν κάποιο πρόσωπο πολύ σημαντικό ανάμεσα στους Άθα’αν Μιέρε, ίσως όμως και μια Άες Σεντάι που κρυβόταν στην πόλη— αλλά αναγνωρίσαμε τη σουλ’ντάμ που χρησιμοποιούσε, ενώ οι άλλες δύο είχαν στενές σχέσεις με τη Σούροθ, η οποία έχει επίσης πολλές επαφές με τις Άες Σεντάι». Παρά την επιφυλακτικότητά του, ο Μορ μιλούσε λες και τα λόγια του δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Δεν ήταν να απορεί κανείς για τη νευρικότητά του.

Ώστε, λοιπόν, η Σούροθ μηχανορραφούσε με τις Άες Σεντάι κι είχε διαφθείρει μερικούς τουλάχιστον Αναζητητές, ανώτερους του Μορ, ενώ ο Λευκός Πύργος είχε τοποθετήσει άντρες υπό τις διαταγές ενός από τους καλύτερούς του για να φέρουν εις πέρας ορισμένες αποστολές. Πιστευτά όλα αυτά. Όταν ο Καρέντε είχε σταλεί στους Προδρόμους, δουλειά του ήταν να παρακολουθεί στενά τη Γενιά για τυχόν εκδηλώσεις υπέρμετρης φιλοδοξίας. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα, παρ’ όλο που βρίσκονταν μακριά από την Αυτοκρατορία, να προσπαθήσουν να ιδρύσουν τα δικά τους βασίλεια. Ο ίδιος, μάλιστα, είχε στείλει άντρες σε μια πόλη που ήξερε καλά ότι, όσο κι αν την υπεράσπιζαν, τελικά θα έπεφτε, για να κάνουν ζημιά στον εχθρό εκ των έσω.

«Έχεις κάποιο στίγμα, Άλμουρατ;»

Ο Μορ κούνησε το κεφάλι του. «Κατευθύνθηκαν βόρεια και στους στάβλους του παλατιού ανέφεραν κάτι για την Τζεχάνα, αλλά εμένα μου μοιάζει με προσπάθεια παραπληροφόρησης. Με την πρώτη ευκαιρία, θα άλλαξαν κατεύθυνση. Ελέγξαμε λέμβους αρκετά μεγάλες ώστε να διασχίσουν το ποτάμι κουβαλώντας ολόκληρη την ομάδα, αλλά τέτοιου μεγέθους πλεούμενα πηγαινοέρχονται όλη την ώρα. Σ’ αυτό το μέρος δεν υπάρχουν κανόνες και δεν γίνεται κανένας έλεγχος».

«Αυτό με βάζει σε πολλές σκέψεις».

Ο Αναζητητής μόρφασε στραβώνοντας ελαφρά το στόμα του, αλλά φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι δεν μπορούσε να εκμαιεύσει περισσότερες υποσχέσεις από μεριάς Καρέντε. Ένευσε μία φορά. «Ό,τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις, θα πρέπει να ξέρεις αυτό. Ίσως αναρωτιέσαι με ποιον τρόπο το κορίτσι εκβίασε τους εμπόρους. Φαίνεται πως συνοδευόταν διαρκώς από δύο ή τρεις στρατιώτες. Οι περιγραφές της αρματωσιάς τους ήταν εξαιρετικά ακριβείς». Μισοάπλωσε το χέρι του, σαν να ήθελε να αγγίξει τη ρόμπα του Καρέντε, αλλά, φερόμενος συνετά, το άφησε να ξαναπέσει στα πλευρά του. «Οι περισσότεροι λένε πως ήταν μαύρη. Καταλαβαίνεις; Ό,τι κι αν αποφασίσεις να πράξεις, μην καθυστερείς». Ο Μορ ανασήκωσε την κούπα του. «Στην υγειά σου, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ Φούριουκ. Στην υγειά σου και στην υγεία της Αυτοκρατορίας».

Ο Καρέντε άδειασε την κούπα του Ατζιμπούρα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.

Ο Αναζητητής αποχώρησε όσο απότομα είχε έρθει, κι η πόρτα δεν είχε κλείσει καλά-καλά πίσω του όταν άνοιξε και πάλι, για να περάσει μέσα ο Ατζιμπούρα. Ο μικροκαμωμένος άντρας παρατήρησε την κούπα με το σχήμα του κρανίου, που κρατούσε ο Καρέντε, και τον κοίταξε γεμάτος κατηγόρια.

«Εσύ, Ατζιμπούρα, την έχεις ακουστά αυτή τη φήμη;» Δεν είχε νόημα να ρωτήσει αν ο άλλος κρυφάκουγε. Θα ήταν σαν να ρωτά αν ανατέλλει ο ήλιος το πρωί. Πάντως, ο Ατζιμπούρα δεν το αρνήθηκε.

«Δεν πρόκειται να λερώσω το στόμα μου με τέτοιες βρωμιές, υψηλότατε», είπε, πλησιάζοντας τον Καρέντε.

Ο Καρέντε αναστέναξε. Άσχετα από το αν η εξαφάνιση της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν είχε να κάνει με δικές της ραδιουργίες ή όχι, το θέμα ήταν πως βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Αν, μάλιστα, η σχετική φημολογία ήταν κάποιο τέχνασμα του Μορ, τότε ο καλύτερος τρόπος για να κερδίσεις κάποιον στο ίδιο του το παιχνίδι, είναι να το μετατρέψεις σε δικό σου. «Ετοίμασε το ξυράφι μου». Κάθισε κι άπλωσε το χέρι του για να πιάσει την πένα, κρατώντας με το αριστερό χέρι το μανίκι της ρόμπας του, για να μη λερωθεί με μελάνι. «Θα βρεις τον Στρατηγό Μιουσέντζε, όταν είναι μόνος του, και θα του δώσεις αυτό. Γύρνα το συντομότερο δυνατόν. Έχω κι άλλες οδηγίες για σένα».

Λίγο μετά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, ο Καρέντε διέσχιζε το λιμάνι πάνω στο πορθμείο που αναχωρούσε κάθε ώρα, σύμφωνα με το αυστηρό κουδούνισμα που έδινε το σχετικό σήμα. Ήταν μια βαριά, δύσχρηστη μαούνα, που κουνιόταν πάνω-κάτω καθώς τα μακρόστενα κουπιά την ωθούσαν πάνω στην κυματώδη επιφάνεια των νερών του λιμανιού. Τα σχοινιά που είχαν προσδεθεί πάνω σε δέκα εμπορικές άμαξες, καλυμμένες με καραβόπανο, στη δέστρα του καταστρώματος, έτριζαν με κάθε κούνημα, τα άλογα χτυπούσαν νευρικά τις οπλές τους κι οι κωπηλάτες έδιωχναν τους αμαξηλάτες και τους εκμισθωμένους φρουρούς, οι οποίοι ήθελαν να βγάλουν τα άντερά τους στα πλαϊνά του σκάφους. Μερικοί άντρες δεν διέθεταν το κατάλληλο στομάχι για πορεία πάνω στην επιφάνεια του νερού. Η ίδια η κάτοχος του πορθμείου, μια γυναίκα με πλαδαρή φάτσα και χαλκόχρωμη επιδερμίδα, καθόταν στην πλώρη τυλιγμένη στον σκούρο μανδύα της, ισορροπώντας εύκολα ανάλογα με τις κινήσεις του πορθμείου, έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στην αποβάθρα που τους πλησίαζε, κι αγνοώντας τον Καρέντε που βρισκόταν πλάι της. Ίσως είχε καταλάβει ότι επρόκειτο για Σωντσάν, από τη σέλα του καστανοκόκκινου ευνουχισμένου του ζώου, αλλά ένας απλός γκρίζος μανδύας κάλυπτε το πράσινο πανωφόρι με το άλικο ξάκρισμα, οπότε μπορεί να τον είχε περάσει για απλό στρατιώτη. Σίγουρα δεν ήταν άποικος, με αυτό το σπαθί κρεμασμένο από τους γοφούς του. Ίσως μέσα στην πόλη τα άγρυπνα βλέμματα να τον είχαν προσέξει, παρά τα όσα έκανε για να ξεγλιστρήσει, αλλά ως προς το ξίφος του, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Με λίγη τύχη, είχε μπροστά του μία μέρα, ίσως και δύο, προτού αντιλαμβανόταν κάποιος ότι δεν είχε επιστρέψει στο πανδοχείο.

Στριφογυρνώντας στη σέλα του, καθώς το πορθμείο έπεσε με δύναμη πάνω στις καλυμμένες με δέρμα στήλες της αποβάθρας, βγήκε πρώτος-πρώτος μόλις άνοιξαν οι μπουκαπόρτες, ενώ η ιδιοκτήτρια ήταν απασχολημένη να κυνηγάει τους οδηγούς να ανέβουν στις άμαξες και τους περαματάρηδες να λύσουν τους τροχούς. Έκανε τον Αλντάζαρ να προχωρά αργά ανάμεσα στις κοτρώνες, οι οποίες γλιστρούσαν ακόμα από την πρωινή βροχή, από μια στρώση κοπριάς αλόγων κι από τα περιττώματα ενός κοπαδιού προβάτων, κι επιτάχυνε το βήμα του καστανοκόκκινου ζώου μόλις έφθασε στον ίδιο τον Δρόμο του Ίλιαν, μολονότι ακόμα και τότε αρκέστηκε σε απλό τροχασμό. Η ανυπομονησία είναι ελάττωμα όταν ξεκινάς ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό.

Πανδοχεία και χάνια απλώνονταν σε όλο το μήκος του δρόμου πέρα από την αποβάθρα, κτήρια με επίπεδες οροφές, καλυμμένα με ραγισμένο και ξεφλουδισμένο λευκό ασβεστοκονίαμα και με φθαρμένες πινακίδες στο μπροστινό μέρος, μερικά μάλιστα δεν είχαν ούτε τέτοιες. Ο δρόμος αυτός όριζε το βόρειο άκρο του Ράχαντ. Προχειροντυμένοι άντρες ραχάτευαν σε πάγκους μπροστά από τα πανδοχεία, παρακολουθώντας τον βαρύθυμα καθώς τους προσπερνούσε. Όχι επειδή ήταν Σωντσάν, άλλωστε δεν τους είχε και τόσο έξυπνους, για να αναγνωρίσουν κάποιον έφιππο ή, εν πάση περιπτώσει, κάποιον που θα τους πετούσε ένα-δυο νομίσματα. Σύντομα, ωστόσο, τους άφησε πίσω, και τις επόμενες λίγες ώρες βρέθηκε να προσπερνάει ελαιώνες και μικρά κτήματα, όπου οι εργάτες ήταν συνηθισμένοι στους διαβάτες, οπότε ούτε καν μπήκαν στον κόπο να αφήσουν τις δουλειές τους και να του ρίξουν μια ματιά. Ούτως ή άλλως, η κυκλοφορία ήταν αραιή, μια χούφτα αγροτικές άμαξες με ψηλούς τροχούς κι ελάχιστα περισσότεροι εμπορικοί συρμοί, που όδευαν θορυβωδώς προς το Έμπου Νταρ, περικυκλωμένοι από μισθωμένους φρουρούς. Πολλοί από τους αμαξηλάτες και τους εμπόρους είχαν το χαρακτηριστικό γενάκι των Ιλιανών. Έμοιαζε κάπως παράξενο που το Ίλιαν εξακολουθούσε να έχει εμπορικές σχέσεις με το Έμπου Νταρ ενώ ταυτόχρονα αντιστεκόταν στην Αυτοκρατορία, αλλά οι άνθρωποι σε αυτή τη μεριά της Ανατολικής Θάλασσας ήταν συχνά περίεργοι, με αλλόκοτα έθιμα, και δεν απείχαν πολύ από τις ιστορίες που λέγονταν για τη γενέτειρα του Γερακόφτερου. Μερικές φορές, μάλιστα, δεν διέφεραν καθόλου. Βέβαια, αν επρόκειτο να ενωθούν με την Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να γίνουν κατανοητοί, αλλά αυτό ήταν δουλειά άλλων, με αξίωμα υψηλότερο από του ίδιου. Τα δικά του καθήκοντα διέφεραν.

Οι αγροικίες έδωσαν τη θέση τους σε δασότοπους κι αγρούς γεμάτους χαμόκλαδα, ενώ έβλεπε τη σκιά του να επιμηκύνεται διαρκώς μπροστά του, καθώς ο ήλιος όδευε προς την άκρη του ορίζοντα. Κάποια στιγμή, είδε αυτό που έψαχνε. Ακριβώς μπροστά του, ο Ατζιμπούρα ήταν καθισμένος ανακούρκουδα στη βορεινή πλευρά του δρόμου, παίζοντας έναν καλαμένιο αυλό και δίνοντας την εντύπωση φυγόπονου αργόσχολου. Πριν ο Καρέντε προλάβει να τον πλησιάσει, ο άντρας έχωσε τον αυλό μέσα από τη ζώνη του, μάζεψε τον καφετή χιτώνα του και χάθηκε ανάμεσα στα θάμνα και στα δέντρα. Κοιτώντας πίσω του, για να σιγουρευτεί πως ο δρόμος ήταν κι εκεί άδειος, ο Καρέντε έστρεψε τον Αλντάζαρ προς τη μεριά του δασότοπου, στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Ο μικροκαμωμένος άντρας τον περίμενε λίγο πιο έξω από τον δρόμο, στη βάση κάποιου είδους τεράστιων πεύκων, το ψηλότερο εκ των οποίων θα πρέπει να έφτανε άνετα τα εκατό πόδια. Έκανε τη συνηθισμένη υπόκλιση, χαμηλώνοντας την καμπούρα του, και σκαρφάλωσε στη σέλα ενός λιπόσαρκου καστανοκόκκινου αλόγου με άσπρα πόδια. Ανέκαθεν επέμενε πως τα άσπρα πόδια σε ένα άλογο ήταν ένδειξη τύχης. «Από δω, υψηλότατε;» ρώτησε, και με το ανάλογο νόημα του Καρέντε, έστρεψε το υποζύγιό του βαθύτερα στο δάσος.

Δεν είχαν πολύ δρόμο να διανύσουν, ίσα-ίσα μισό μίλι, αλλά κανένας οδοιπόρος δεν θα υποψιαζόταν τι υπήρχε στο μεγάλο ξέφωτο. Ο Μιουσέντζε είχε φέρει μαζί του εκατό Φρουρούς καβάλα σε γυμνασμένα άλογα κι είκοσι Ογκιρανούς Κηπουρούς, όλοι θωρακισμένοι, μαζί με υποζύγια για προμήθειες δύο εβδομάδων. Το υποζύγιο που είχε φέρει την προηγούμενη μέρα ο Ατζιμπούρα, με την πανοπλία του Καρέντε, θα πρέπει να βρισκόταν ανάμεσά τους. Μια ομάδα από σουλ’ντάμ στεκόταν πλάι στα άλογά της και μερικές κανάκευαν τις έξι νταμέην που ήταν δεμένες με λουριά. Ο Μιουσέντζε προχώρησε μπροστά, για να προϋπαντήσει τον Καρέντε, έχοντας μαζί του τον Χάρθα, τον Πρώτο Κηπουρό, που βημάτιζε πλάι του βλοσυρός, με μεγάλες δρασκελιές κι έχοντας το τσεκούρι με τις πράσινες φούντες περασμένο πάνω από τον ώμο του. Κάποια από τις γυναίκες, η Μελιτέν, η ντερ’σουλ’ντάμ της Υψηλής Αρχόντισσας Τουόν, πήδηξε στη σέλα της και τους πλησίασε.

Ο Μιουσέντζε κι ο Χάρθα ακούμπησαν τις γροθιές τους στο μέρος της καρδιάς κι ο Καρέντε τούς ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, αλλά η ματιά του έπεσε πάνω στις νταμέην, ειδικά σε μια μικροκαμωμένη γυναίκα, της οποίας τα μαλλιά χάιδευε μια μελαψή, στρογγυλοπρόσωπη σουλ’ντάμ. Το πρόσωπο μιας νταμέην ήταν απατηλό — αργούσαν πολύ να γεράσουν, και ζούσαν πολύ— αλλά η συγκεκριμένη γυναίκα είχε μία διαφορά που ο Καρέντε είχε μάθει να αναγνωρίζει σε όσες αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι. «Με ποια δικαιολογία τις έβγαλες μεμιάς από την πόλη;» ρώτησε.

«Άσκηση, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ», αποκρίθηκε η Μελιτέν με ένα στραβό χαμόγελο. «Όλοι πείθονται με τη δικαιολογία της άσκησης». Λέγεται πως, στην πραγματικότητα, η Υψηλή Αρχόντισσα Τουόν δεν χρειαζόταν καμιά ντερ’σουλ’ντάμ για να εκπαιδεύσει την ιδιοκτησία της ή τη σουλ’ντάμ της, αλλά η Μελιτέν με τα μακριά μαλλιά —πιότερο γκρίζα, παρά μαύρα— είχε εμπειρία και σε πεδία εκτός της τέχνης της κι ήξερε πολύ καλά γιατί τη ρωτούσε ο Καρέντε. Είχε ζητήσει από τον Μιουσέντζε να φέρει ένα ζευγάρι νταμέην, αν μπορούσε. «Κανείς μας δεν θα μείνει πίσω, Λαβαροφόρε-Στρατηγέ. Όχι εξαιτίας αυτού, τουλάχιστον. Όσον αφορά στη Μάιλεν...» Αυτή θα ήταν μάλλον η πρώην Άες Σεντάι. «Αφού βγήκαμε από την πόλη, εξηγήσαμε στις νταμέην γιατί φεύγουμε. Ίσως είναι καλύτερα να γνωρίζουν τι να περιμένουν. Από τότε, προσπαθούμε να καλμάρουμε τη Μάιλεν. Αγαπάει πολύ την Υψηλή Αρχόντισσα. Όλες τους την αγαπούν, αλλά η Μάιλεν τη λατρεύει λες και κάθεται ήδη στον Κρυστάλλινο Θρόνο. Αν η Μάιλεν απλώσει χέρι σε κάποια από αυτές τις Άες Σεντάι», χασκογέλασε η γυναίκα, «θα χρειαστεί να επέμβουμε γρήγορα για να μην την ξυλοφορτώσει, κι έπειτα δεν θ’ αξίζει τον κόπο να της περάσουμε το λουρί».

«Δεν βλέπω πού είναι το αστείο», μούγκρισε ο Χάρθα. Ο Ογκιρανός ήταν ακόμα πιο ταλαιπωρημένος και κακομοιριασμένος από τον Μιουσέντζε. Είχε μεγάλα γκρίζα μουστάκια, ενώ τα μάτια του φάνταζαν σαν μαύρες πέτρες κάτω από το κράνος του. Ήταν ήδη Κηπουρός πριν ακόμα γεννηθεί ο πατέρας του Καρέντε, ίσως και πριν από τον παππού του. «Δεν έχουμε στόχο. Προσπαθούμε να παγιδεύσουμε τον άνεμο σ’ ένα δίχτυ». Η Μελιτέν σοβάρεψε απότομα κι ο Μιουσέντζε φάνηκε ακόμα πιο δύσθυμος από τον Χάρθα, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.

Δέκα μέρες ήταν αρκετές για να τους έχουν αφήσει μίλια πίσω αυτοί που αναζητούσαν. Η αφρόκρεμα του Λευκού Πύργου δεν θα προέβαινε ποτέ σε μια τόσο κραυγαλέα ενέργεια όπως να κατευθυνθούν ανατολικά από τη στιγμή που προσπάθησαν να εφαρμόσουν εκείνο το τέχνασμα στην Τζεχάνα, αλλά ούτε και θα ήταν τόσο ανόητοι για να προσεγγίσουν τον Βορρά. Ακόμα κι έτσι όμως, η περιοχή που έμενε για ανίχνευση ήταν απέραντη και μεγάλωνε διαρκώς σε έκταση. «Επομένως, πρέπει ν’ αρχίσουμε ν’ απλώνουμε τα δίχτυα μας χωρίς καμία καθυστέρηση», είπε ο Καρέντε, «και με ακρίβεια».

Ο Μιουσέντζε κι ο Χάρθα ένευσαν καταφατικά. Για έναν Φρουρό του Θανάτου, ό,τι έπρεπε να γίνει, έπρεπε να γίνει. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να παγιδεύσει τον άνεμο.

Загрузка...