Από τότε που είχαν φύγει από το Έμπου Νταρ, το ταξίδι με τον Μέγα Περιοδεύοντα Θίασο και τη Μεγαλειώδη Επίδειξη Ασυνήθιστων Θαυμάτων του Βάλαν Λούκα ήταν τόσο άσχημο όσο οι πιο ζοφερές σκέψεις του Ματ. Κατ’ αρχάς, έβρεχε σχεδόν καθημερινά για μερικές ώρες, ενώ κάποια στιγμή η βροχή συνεχίστηκε απτόητη επί τρεις μέρες, βροχή κρύα και χειμερινή, που έπεφτε καταρρακτωδώς κι ελάχιστα διέφερε από χιονόπτωση, καθώς και παγερό ψιλόβροχο, που μούσκευε πέρα για πέρα το πανωφόρι και σε άφηνε να τουρτουρίζεις πριν καλά-καλά το πάρεις χαμπάρι. Το νερό έτρεχε από τον χιλιοπατημένο δρόμο σαν να ήταν λιθόστρωτο, αφήνοντας πίσω στη χειρότερη περίπτωση μια λεπτή και γλιστερή λάσπη, έτσι που αυτή η τεράστια πομπή από άμαξες, άλογα κι ανθρώπους κάλυπτε ελάχιστη απόσταση μόλις ξεμύτιζε ο ήλιος. Αρχικά, τα μέλη του θιάσου ανυπομονούσαν να αφήσουν πίσω τους την πόλη όπου οι αστραπές βύθιζαν πλοία κατά τη διάρκεια της νύχτας και τα αλλόκοτα εγκλήματα έκαναν τους πάντες να κοιτούν καχύποπτα πάνω από τον ώμο τους, πασχίζοντας να κρατήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από κάποιον ζηλιάρη αριστοκράτη Σωντσάν που θα προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξετρυπώσει τη γυναίκα του και που θα ξεσπούσε στον πρώτο τυχόντα, άσχετα αν συνδεόταν ή όχι με το θέμα. Στην αρχή, προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα άλογα να τραβήξουν τις άμαξες, εξωθώντας τα να κάνουν άλλο ένα βήμα, να καλύψουν ακόμη ένα μίλι. Με κάθε μίλι, ένιωθαν όλο και πιο απομακρυσμένοι από τον κίνδυνο, όλο και πιο ασφαλείς, και προς το τέλος του πρώτου απογεύματος...
«Πρέπει να φροντίσουμε τα άλογα», εξήγησε ο Λούκα, παρακολουθώντας την ομάδα των υποζυγίων του να λύνεται από την κραυγαλέα βαμμένη άμαξά του και να κατευθύνεται στις γραμμές των αλόγων κάτω από το ψιλόβροχο. Ο ήλιος εξακολουθούσε να απέχει αρκετά ακόμα από τον ορίζοντα, αλλά τα γκρίζα πλοκάμια καπνού από τις πρόχειρες οπές των σκηνών, τις μεταλλικές καμινάδες και τις άμαξες σε μέγεθος κουτιού που χρησίμευαν ως σπίτια, ήδη υψώνονταν. «Δεν μας κυνηγάει κανείς κι έχουμε πολύ δρόμο μέχρι το Λάγκαρντ. Τα καλά άλογα σπανίζουν κι είναι κι ακριβά». Ο Λούκα συνοφρυώθηκε κι έκανε μια ξινισμένη γκριμάτσα, κουνώντας το κεφάλι του. Η αναφορά και μόνο των εξόδων ανέκαθεν τον δυσαρεστούσε. Ήταν σφιχτοχέρης, με εξαίρεση τα θέματα που παρενέβαινε η γυναίκα του. «Πιθανότατα, δεν θα συναντήσουμε κανένα μέρος που ν’ αξίζει να μείνουμε πάνω από μία μέρα. Τα περισσότερα χωριά έχουν ελάχιστους κατοίκους κι είναι δύσκολο να κρίνεις σε τι κατάσταση θα βρεις μια πόλη μέχρι να εγκατασταθείς. Άλλωστε, δεν με πληρώνεις αρκετά για να παρατήσω τη δουλειά μου». Τραβώντας πιο κοντά στο κορμί του τον κεντητό πορφυρό μανδύα, για να προστατευτεί από την υγρασία, έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, προς τη μεριά της άμαξάς του. Η οσμή από κάτι πικρό πλανιόταν στην απαλή βροχή. Ο Ματ δεν ήταν διόλου σίγουρος αν θα ήθελε να φάει κάτι που είχε μαγειρέψει η γυναίκα του Λούκα. «Είσαι σίγουρος πως δεν μας κυνηγάει κανείς, έτσι, Κώθον;»
Ο Ματ, νευριασμένος, κατέβασε κι άλλο στο μέτωπό του τον μάλλινο σκούφο και προχώρησε με δρασκελιές ανάμεσα στην έκταση από τις έγχρωμες σκηνές και τις άμαξες, τρίζοντας τα δόντια του. Δεν τον πλήρωνε αρκετά; Συγκριτικά με αυτά που του πρόσφερε, ο Λούκα θα έπρεπε να δείχνει πρόθυμος να αναγκάσει τα ζώα του να πάνε τρέχοντας έως το Λάγκαρντ. Τέλος πάντων, όχι ακριβώς τρέχοντας —σε τελική ανάλυση, δεν ήθελε να ξεκάνει τα ζωντανά— αλλά ετούτος εδώ ο λιμοκοντόρος, που έσκαγε γάιδαρο, δεν θα έπρεπε να έχει πρόβλημα να ζοριστεί λίγο περισσότερο.
Όχι πολύ μακριά από την άμαξα του Λούκα, ο Τσελ Βάνιν είχε καβαλικέψει ένα τρίποδο σκαμνί, ανακατεύοντας κάποιο είδος σκούρου ζωμού σε μια μικρή κατσαρόλα, η οποία κρεμόταν πάνω από μια μικρή φωτιά. Η βροχή έσταζε μέσα στην κατσαρόλα από το κυρτό γείσο του καπέλου του, αλλά ο ευτραφής άντρας δεν φάνηκε να το προσέχει, ούτε να ενδιαφέρεται. Ο Γκόρντεραν κι ο Φέργκιν, δύο από τους Κοκκινόχερους, βλαστημούσαν καθώς κάρφωναν πασσάλους στο λασπώδες έδαφος, για να στηριχθούν τα σχοινιά της σκηνής από βρώμικο καφετί καραβόπανο, την οποία μοιράζονταν με τον Χάρναν και τον Μέτγουιν. Και με τον Βάνιν, επίσης, αλλά ο Βάνιν κατείχε μερικές ικανότητες που τον καθιστούσαν ανώτερο από το να στήνει σκηνές, κι οι Κοκκινόχεροι συμφωνούσαν σ’ αυτό, αν και με κάποια απροθυμία. Ο Βάνιν ήταν έμπειρος πεταλωτής, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι κατείχε τον τίτλο του καλύτερου ιχνηλάτη κι αλογοκλέφτη της περιοχής, και μάλιστα της ευρύτερης, όσο κι αν φάνταζε απίθανο κάτι τέτοιο εκ πρώτης όψεως.
Το βλέμμα του Φέργκιν έπεσε πάνω στον Ματ και πάσχισε να πνίξει μια βρισιά καθώς το σφυρί του αστόχησε κι, αντί να χτυπήσει τον πάσσαλο της σκηνής, κοπάνησε τον αντίχειρα του. Αφήνοντας το σφυρί να πέσει, έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα του και κάθισε οκλαδόν γκρινιάζοντας. «Όλη νύχτα θα μείνουμε έξω φρουρώντας ετούτες τις γυναίκες, Άρχοντά μου. Δεν γίνεται να προσλάβεις τίποτα εκπαιδευτές αλόγων να κάνουν τη δουλειά, έτσι ώστε να μείνουμε στεγνοί μέχρι ν’ αναγκαστούμε να βραχούμε ξανά;»
Ο Γκόρντεραν σκούντησε με το παχύ του δάχτυλο τον ώμο του Φέργκιν. Όσο ο Φέργκιν ήταν πετσί και κόκαλο, τόσο ο άλλος ήταν πλατύστερνος, και μάλιστα Δακρυνός παρά τα γκρίζα μάτια του. «Οι εκπαιδευτές αλόγων θα στήσουν τη σκηνή και θα βουτήξουν οτιδήποτε βρουν πρόχειρο, Φέργκιν». Άλλο ένα σκούντημα με το δάχτυλο. «Θα σου άρεσε να δεις έναν από αυτούς τους αλαφροδάχτυλους να φεύγει κρατώντας τη βαλλίστρα ή τη σέλα μου; Κι είναι και καλή σέλα». Στο τρίτο σκούντημα, ο Φέργκιν κόντεψε να πέσει στο πλάι, «Ας κάνουμε πως δεν στήνουμε τη σκηνή, κι ο Χάρναν θα μας βάλει να στεκόμαστε όρθιοι όλη νύχτα για να φυλάμε».
Ο Φέργκιν τον αγριοκοίταξε και γρύλισε, αλλά τελικά πήρε στα χέρια του το σφυρί και τίναξε τη λάσπη από το πανωφόρι του. Ήταν καλός στρατιώτης αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνος.
Ο Βάνιν έφτυσε μέσα από το κενό που υπήρχε στα δόντια του, κι η φτυσιά κόντεψε να πέσει μέσα στο τσουκάλι. Το βραστό μύριζε υπέροχα, ό,τι κι αν ήταν αυτό που μαγείρευε η Λατέλ, αλλά ο Ματ αποφάσισε να μη φάει εδώ. Χτυπώντας ελαφρά το ξύλινο κουτάλι του στη στεφάνη του τσουκαλιού, για να το καθαρίσει, ο χοντρός άντρας κοίταξε τον Ματ πίσω από τα βαριά του βλέφαρα. Το στρογγυλό του πρόσωπο συχνά έδινε την εντύπωση ότι ήταν μισοκοιμισμένος, αλλά μονάχα ένας ανόητος θα πίστευε κάτι τέτοιο. «Μ’ αυτούς τους ρυθμούς, θα φτάσουμε στο Λάγκαρντ γύρω στο τέλος του καλοκαιριού. Αν φτάσουμε».
«Θα φτάσουμε, Βάνιν», είπε ο Ματ, δείχνοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ όση ένιωθε τη συγκεκριμένη στιγμή. Το τραχύ μάλλινο πανωφόρι, που λίγες ώρες πριν ήταν στεγνό, είχε στραγγίξει το βρόχινο νερό μόνο σε μερικά σημεία, και τώρα ο Ματ αισθανόταν το νερό να κυλάει στην πλάτη του. Δύσκολα νιώθεις αυτοπεποίθηση όταν το παγωμένο βροχόνερο τρέχει στη ραχοκοκαλιά σου. «Ο χειμώνας έχει σχεδόν τελειώσει. Μόλις μπει η άνοιξη, θα κινηθούμε ταχύτερα, θα δεις. Πριν φύγει η άνοιξη, θα βρισκόμαστε ήδη στο Λάγκαρντ».
Ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Την πρώτη μέρα δεν είχαν καλύψει πορεία μεγαλύτερη των δύο λευγών, και τις επόμενες ζήτημα ήταν αν είχαν καλύψει δυόμιση λεύγες ημερησίως, κάτι που θεωρείτο καλή επίδοση. Κατά μήκος του Μεγάλου Βορεινού Δρόμου, τα μέρη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πόλεις ήταν ελάχιστα, κάτι που άλλαζε αισθητά καθώς ο θίασος προχωρούσε βόρεια. Ο κόσμος τον αποκαλούσε «ο Δρόμος του Έμπου Νταρ» ή «ο Δρόμος του Πορθμού» ή, μερικές φορές, απλώς «ο δρόμος», λες κι ήταν μονάχα ένας. Ο Λούκα όμως δεν έχανε ευκαιρία να σταματήσει σε κάθε πόλη, είτε πραγματική, είτε κατ’ επίφασιν, είτε ήταν οχυρωμένη, είτε ήταν ένα προχειροφτιαγμένο χωριό με έξι δρόμους όλους κι όλους κι ένα σκληρό λιθόστρωτο που εκτελούσε χρέη κεντρικής πλατείας. Τους πήρε μισή μέρα περίπου για να τακτοποιήσουν τον θίασο και να στήσουν γύρω του το τείχος από καραβόπανο, με αυτό το τεράστιο μπλε λάβαρο με τα κόκκινα γράμματα να κρέμεται στην είσοδο. Ο Μέγας Περιοδεύων Θίασος του Βάλαν Λούκα. Ο Λούκα δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να τραβήξει τα πλήθη, και τα νομίσματα από τα πουγκιά τους, φυσικά. Όπως, επίσης, δεν έχανε την ευκαιρία να επιδεικνύει κάποιον από τους λαμπερούς πορφυρούς μανδύες του, απολαμβάνοντας την κολακεία του κοινού, κάτι που του άρεσε σχεδόν όσο τα χρήματα. Σχεδόν.
Τα παράδοξα νούμερα των διασκεδαστών και τα περίεργα ζώα από τις μακρινές χώρες που βρίσκονταν κλεισμένα στα κλουβιά ήταν αρκετά για να προσελκύσουν τον κόσμο, αν και πολλές φορές αρκούσαν τα ζώα των γύρω περιοχών. Άλλωστε, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν απομακρυνθεί τόσο, ώστε να έχουν δει από κοντά αρκούδα, πόσω μάλλον ένα λιοντάρι. Μόνο η δυνατή βροχή μπορούσε να γίνει αιτία μη προσέλευσης του κόσμου· στην περίπτωση που έπεφτε χαλάζι, οι ταχυδακτυλουργοί κι οι ακροβάτες αρνούνταν να κάνουν τα νούμερό τους δίχως να έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους. Έτσι, ο Λούκα αναγκαζόταν να πηγαινοέρχεται βλοσυρός κι εκνευρισμένος, ψάχνοντας να βρει αρκετή λινάτσα για να τη χρησιμοποιήσει ως κάλυμμα για κάθε νούμερο ή να φτιάξει μια σκηνή τόσο μεγάλη που να χωράει ολόκληρο τον θίασο. Μία και μόνο σκηνή! Ο τύπος ήταν φαντασμένος μέσα στην άμετρη φιλοδοξία του. Και γιατί να μην έφτιαχνε κι ένα παλάτι με ρόδες;
Ωστόσο, ο Ματ θα ήταν ευτυχισμένος αν αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο περιοριζόταν στον Λούκα και στον αργό ρυθμό με τον οποίο κινείτο ο θίασός του. Υπήρχαν φορές που τους προσπερνούσαν δύο-τρία αργοκίνητες πομπές Σωντσάν αποίκων, που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, με τις αλλόκοτες και μυτερές άμαξες τους και τα παράδοξα βοοειδή ή αρνιά ή κατσίκες, πριν ακόμα κουνηθεί η πρώτη άμαξα του θιάσου. Άλλες φορές, φάλαγγες Σωντσάν στρατιωτών τούς πρόφταιναν σουλατσάροντας και με αργό βηματισμό, σειρές ολόκληρες από άντρες με περικεφαλαίες, που έμοιαζαν με κεφάλια τεράστιων εντόμων, οι οποίοι περπατούσαν με αυστηρό ρυθμό, καθώς επίσης και σειρές από καβαλάρηδες με θωρακίσεις επικαλυπτόμενων, βαμμένων και ριγωτών πλακών. Μια φορά, οι αναβάτες ήταν καβάλα πάνω σε τορμ, πλάσματα με μπρούντζινη θωράκιση, που έμοιαζαν με γάτες σε μέγεθος αλόγου, μόνο που είχαν τρία μάτια. Ήταν καμιά εικοσαριά από δαύτα, προχωρώντας φιδογυριστά και με κυματοειδή καλπασμό, γοργότερα απ’ όσο θα μπορούσε να τροχάσει άλογο. Ούτε οι αναβάτες ούτε τα ζώα είχαν ρίξει δεύτερη ματιά στον θίασο, αλλά τα άλογα αγρίεψαν καθώς περνούσαν τα τορμ, κι άρχισαν να χλιμιντρίζουν και να σηκώνονται στα πισινά τους πόδια. Τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις κι οι αρκούδες άρχισαν να γρυλίζουν στα κλουβιά τους, ενώ τα παράξενα ελάφια έπεφταν πάνω στα κάγκελα, στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν. Τους πήρε μερικές ώρες μέχρι να τα καθησυχάσουν και να καταφέρουν να κινηθούν ξανά οι άμαξες, κι ο Λούκα επέμενε να ξύσουν πρώτα τα ζώα που ήταν στα κλουβιά. Τα ζώα του αποτελούσαν τεράστια επένδυση. Δύο φορές, αξιωματικοί με περικεφαλαίες από τις οποίες ξεφύτρωναν λεπτά φτερά, αποφάσισαν να κάνουν έλεγχο στις άδειες του Λούκα για τα άλογά του· Μέχρι να φύγουν ικανοποιημένοι, τον Ματ τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Καθώς ο θίασος προχωρούσε βόρεια, οι αριθμοί των Σωντσάν άρχισαν να φθίνουν ολοένα, αλλά ο Ματ εξακολουθούσε να ιδρώνει όποτε έβλεπε κάποια άλλη ομάδα, άσχετα από αν ήταν στρατιώτες ή άποικοι. Μπορεί η Σούροθ να είχε αποκρύψει την εξαφάνιση της Τουόν, αλλά οι Σωντσάν σίγουρα θα την έψαχναν. Αρκούσε ένας αξιωματικός που έχωνε τη μύτη του παντού, και θα διαπίστωνε ότι οι άδειες δεν συμφωνούσαν με τον αριθμό των αλόγων. Κατόπιν τούτου, θα έκανε ενδελεχή έρευνα στις άμαξες, κι αλίμονο αν βρισκόταν έστω και μία ανεπίσημη σουλ’ντάμ ανάμεσα στους ταχυδακτυλουργούς και στους ακροβάτες, για την οποία θα πίστευε ότι ανήκε στις γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Ματ άρχισε ξανά να ιδρώνει, κι οι κόμποι του ιδρώτα του ήταν σωστά δαμάσκηνα! Δυστυχώς, δεν ήταν πολλοί αυτοί που νοιάζονταν για το τομάρι τους.
Έξω από ένα μικροσκοπικό χωριό ονόματι Γουίσιν, μια αρμαθιά σπίτια με καλαμοσκεπές που ούτε καν ο Λούκα δεν έκρινε ότι άξιζε τον κόπο να ασχοληθούν, ο Ματ στάθηκε φορώντας τον βαρύ μάλλινο μανδύα του, σφιγμένο πάνω στο κορμί του για να προστατεύεται από τη βροχή, παρακολουθώντας τις τρεις Άες Σεντάι να επιστρέφουν στα κλεφτά στον θίασο με το που έδυε ο ήλιος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος της βροντής. Κι οι τρεις τους ήταν σκεπασμένες από την κορυφή έως τα νύχια με μανδύες και με τις κουκούλες τραβηγμένες μπροστά, αλλά ο Ματ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιες ήταν. Με τους κρουνούς ίου ουρανού να έχουν ανοίξει, πέρασαν σε μια απόσταση μόλις δέκα ποδιών χωρίς να τον προσέξουν, αλλά το ασημένιο μενταγιόν που κρεμόταν κάτω από την πουκαμίσα του κρύωσε πάνω στο στήθος του. Τουλάχιστον μία από αυτές διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης ή, έστω, μπορούσε να χαλιναγωγήσει τη Δύναμη. Που να τον πάρει και να τον σηκώσει, ήταν κι οι τρεις τους τρελές και παλαβιάρες.
Οι Άες Σεντάι δεν είχαν προλάβει να εξαφανιστούν ανάμεσα στις καρότσες και στις σκηνές, όταν φάνηκαν τρεις ακόμα μορφές καλυμμένες με μανδύες να τρέχουν ξοπίσω τους. Το βλέμμα της μίας από αυτές τις γυναίκες ήταν διαπεραστικό και, σηκώνοντας το χέρι της, έδειξε τον Ματ, όμως οι άλλες απλώς κοντοστάθηκαν κι έπειτα κίνησαν όλες μαζί ν’ ακολουθήσουν τις Άες Σεντάι. Ο Ματ κόντεψε να βλαστημήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν υπεράνω πλέον. Αν προσφωνούσε δυνατά τους ανθρώπους που ήθελε κι οι οποίοι περιπλανιούνταν τριγύρω, σε σημεία όπου κάλλιστα θα μπορούσε να τους επισημάνει μια περιπολία Σωντσάν, οι Άες Σεντάι κι οι σουλ’ντάμ θα φανερώνονταν μαζί με την Τουόν και τη Σελούσια.
«Αναρωτιέμαι τι θέλουν», είπε ο Νόαλ πίσω ίου, κι ο Ματ αναπήδησε, με αποτέλεσμα το βροχόνερο να πέσει στην κουκούλα του κι από εκεί να κατηφορίσει στον σβέρκο του. Ευχήθηκε να έπαυε ο βλογιοκομμένος γέρος να τον πλησιάζει στα κρυφά.
«Σκοπεύω να μάθω», μουρμούρισε ο Ματ, σιάζοντας τον μανδύα του, αν και δεν κατάλαβε για ποιο λόγο μπήκε στον κόπο. Το πανωφόρι του ήταν κάπως υγρό, αλλά η λινή πουκαμίσα του είχε ήδη μουσκέψει.
Παραδόξως, ο Νόαλ είχε απομακρυνθεί όταν ο Ματ έφτασε στην άμαξα με τις γκρίζες ρίγες και το φθαρμένο ασβεστόχρωμα όπου κοιμούνταν οι Άες Σεντάι κι οι σουλ’ντάμ. Αυτός ο τύπος ήθελε να χώνει τη μύτη του παντού. Ίσως αποφάσισε πως είχε μουσκέψει αρκετά. Ο Μπλάερικ κι ο Φεν ήταν ήδη τυλιγμένοι με τις κουβέρτες τους κάτω από την άμαξα, προφανώς χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στη βροχή και στη λάσπη, αλλά ο Ματ δεν θα έπαιρνε όρκο πως κοιμούνταν. Πράγματι, ο ένας ανασηκώθηκε, ακούγοντας το πλατσούρισμα από τις μπότες του Ματ, που ανέβαινε στην άμαξα. Όποιος από τους δύο κι αν ήταν, απέφυγε να μιλήσει, αν κι ο Ματ αισθανόταν το βλέμμα του επάνω του. Ωστόσο, δεν δίστασε καθόλου και δεν μπήκε καν στον κόπο να χτυπήσει την πόρτα.
Το εσωτερικό ήταν κατάμεστο από τις έξι όρθιες γυναίκες που κρατούσαν τους μανδύες τους, οι οποίοι έσταζαν. Δύο φανοί ακουμπισμένοι σε αναρτήρες στους τοίχους σκορπούσαν τριγύρω ικανοποιητικό φωτισμό, καλύτερο απ’ ό,τι περίμενε. Έξι πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος του με τη χαρακτηριστική, παγερή ματιά των γυναικών που βλέπουν έναν άντρα να μπαίνει στα λημέρια τους. Η ατμόσφαιρα μέσα στην άμαξα μύριζε νοτισμένο ξύλο κι έδινε την εντύπωση της αστραπής που μόλις είχε ξεσπάσει ή που επρόκειτο να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή. Η βροχή έπαιζε ταμπούρλο στην οροφή κι ο κυματιστός ήχος του κεραυνού ακουγόταν έντονος, αλλά το μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς πάνω στο δέρμα του δεν ήταν ψυχρότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο κομμάτι ασημιού. Ίσως ο Μπλάερικ κι ο Φεν τον είχαν αφήσει να μπει σκεπτόμενοι πως έτσι θα έτρωγε το κεφάλι του. Μπορεί, πάλι, να μην ήθελαν να ανακατευτούν. Από την άλλη, ένας Πρόμαχος ήταν έτοιμος να πεθάνει αν η Άες Σεντάι του αποφάσιζε πως ήταν απαραίτητο. Ένας Πρόμαχος ναι, αλλά όχι ο Ματ Κώθον. Έκλεισε ερμητικά την πόρτα σπρώχνοντάς τη με τον γοφό του, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, σπάνια του έδινε σουβλιές πια.
Όταν τους ζήτησε εξηγήσεις, η Εντεσίνα τού αποκρίθηκε σε έντονο ύφος, κουνώντας τα μαύρα μαλλιά της, που έπεφταν στην πλάτη της. «Σου είμαι ευγνώμων που μ’ έσωσες από τους Σωντσάν, Άρχοντα Κώθον, και θα σου αποδείξω έμπρακτα την ευγνωμοσύνη μου, αλλά υπάρχουν και κάποια όρια. Δεν είμαι υπηρέτριά σου για να με διατάζεις. Στο χωριό δεν υπήρχαν Σωντσάν κι, άλλωστε, είχαμε κρύψει τα πρόσωπά μας. Δεν ήταν ανάγκη να στείλεις τα... μαντρόσκυλά σου... ξοπίσω μας». Το βλέμμα που έριξε στις τρεις Σωντσάν ήταν τόσο καυτό, που μπορούσε να ψήσει αβγά. Η Εντεσίνα εκνευριζόταν και με το παραπάνω όταν άκουγε κάποιον με Σωντσάν προφορά. Ήθελε να έχει κοντά της κάποιον δικό της άνθρωπο, κι η σουλ’ντάμ ήταν η μόνη προσβάσιμη. Ο Ματ υπολόγιζε πολύ στον φημισμένο αυτοέλεγχο των Άες Σεντάι για να μην εκτραχυνθούν τα πράγματα. Ήλπιζε να μην το είχαν παρακάνει κι η κατάσταση έβγαινε εκτός ελέγχου. Εκείνες οι παλιές αναμνήσεις τού έλεγαν πως οι Άες Σεντάι παίρνουν φωτιά με το παραμικρό, σαν πραμάτεια Φωτοδότη.
Το σκοτεινιασμένο πρόσωπο της Μπέθαμιν δεν έδειχνε το παραμικρό σημάδι πανικού. Είχε σταματήσει πια να κουνάει τον μανδύα της και τον είχε κρεμάσει σε ένα ξύλινο καρφί ενόσω η Εντεσίνα μιλούσε. Κατόπιν, ίσιωσε τη φούστα της πάνω από τους γοφούς της. Απόψε, φορούσε ένα ξεθωριασμένο πράσινο μισοφόρι. Παραπονιόταν πως τα ρούχα των Εμπουνταρινών ήταν άσεμνα, κι ο Ματ υπέθετε ότι, τώρα που βρίσκονταν μακριά από την ακτή, θα έπρεπε να της βρει κάτι άλλο να φοράει, αν κι αυτό το στενό και χαμηλό ντεκολτέ τής πήγαινε θαύμα. Πάντως, η γυναίκα αυτή είχε κάπως μητρική συμπεριφορά για τα γούστα του. «Όντως είχαν κρύψει τα πρόσωπά τους, Άρχοντά μου», είπε με τη μακρόσυρτη προφορά της. «Επιπλέον, δεν απομακρύνθηκαν η μία από την άλλη και καμία δεν προσπάθησε να φύγει στα κρυφά. Σε γενικές γραμμές, συμπεριφέρθηκαν άψογα». Ακουγόταν σαν μάνα που καμαρώνει για τα παιδιά της ή μάλλον σαν εκπαιδεύτρια σκύλων που επαινεί τα ζώα της. Η ξανθομάλλα Σέτα ένευσε καταφατικά. Πράγματι, έμοιαζε περισσότερο με εκπαιδεύτρια σκύλων.
«Αν ο Άρχοντάς μου επιθυμεί να τις θέσει υπό περιορισμό», είπε η Ρέννα με μια χροιά αηδίας στη φωνή της, «μπορούμε ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσουμε το α’ντάμ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να τις αφήνουμε να περιφέρονται ελεύθερες καλή τη πίστη». Έφτασε στο σημείο να του προσφέρει ένα τόξο με τον χαρακτηριστικό τρόπο των Σωντσάν, δηλαδή διπλωμένη στα δύο, σχηματίζοντας ορθή γωνία με το σώμα της. Τα μεγάλα καστανά μάτια της φάνταζαν γεμάτα προσμονή κι ελπίδα. Η Τέσλυν άφησε μια κραυγή έκπληξης και τράβηξε τον μουσκεμένο μανδύα πάνω στο στήθος της. Σίγουρα δεν είχε ξεπεράσει τον φόβο της για τις σουλ’ντάμ, άσχετα από το αν έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να φάει σίδερα. Η Τζολίνε, αλαζονική όπως πάντα, ανασηκώθηκε και τα μάτια της άστραψαν. Ανεξάρτητα από τη γαλήνη και την ηρεμία που απέπνεαν οι Άες Σεντάι, όταν άστραφταν τα μάτια της Τζολίνε ήταν λες κι έπεφταν κεραυνοί. Το συνήθιζαν αυτό οι όμορφες γυναίκες.
«Όχι», είπε βιαστικά ο Ματ. «Δεν χρειάζεται. Αν μου τα δώσεις όλα αυτά, θα τα ξεφορτωθώ». Μα το Φως, γιατί λόγο είχε πάρει για συνοδεία του αυτές τις γυναίκες; Κάτι που σε πρώτη σκέψη φαίνεται καλή ιδέα, μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδειχτεί γκάφα. «Πρέπει να προσέχετε όλες σας. Δεν απέχουμε ούτε τριάντα μίλια από το Έμπου Νταρ κι οι δρόμοι είναι γεμάτοι με αυτούς τους καταραμένους τους Σωντσάν». Κοίταξε απολογητικά τις τρεις Σωντσάν, οι οποίες, σε τελική ανάλυση, είχαν πάρει το μέρος του. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, αφού δεν είχαν πού αλλού να πάνε, παρά μόνο στην Εγκήνιν, κι αργά ή γρήγορα αντιλήφθηκαν ποιος είχε το χρήμα. Τα φρύδια της Μπέθαμιν ανασηκώθηκαν, υποδηλώνοντας την έκπληξή της. Οι Σωντσάν ευγενείς δεν απολογούνταν, ούτε καν με τα μάτια.
«Οι στρατιώτες των Σωντσάν διέσχισαν το χωριό χθες», είπε η Τέσλυν με έντονη την Ιλιανή προφορά της. Το αστραφτερό βλέμμα της Τζολίνε έπεσε επάνω της, αλλά η γυναίκα αδιαφόρησε και στράφηκε να κρεμάσει και τον δικό της μανδύα. «Άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις σχετικά με ξένους διαβάτες. Μερικοί, μάλιστα, παραπονέθηκαν που τους είχαν στείλει βόρεια». Η Τέσλυν κοίταξε πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος της σουλ’ντάμ, και κατόπιν αποτράβηξε τη ματιά της με μια βαθιά ανάσα. «Φαίνεται πως ο Γυρισμός θα στραφεί ανατολικά. Οι στρατιώτες θαρρούν πως ο Στρατός της Παντοτινής Νίκης θα παρουσιάσει τους Ιλιανούς στην αυτοκράτειρά του πριν το τέλος της άνοιξης, καθώς επίσης και την ίδια την Πόλη μαζί με τα παρελκόμενα». Υποτίθεται πως όταν οι Άες Σεντάι πήγαιναν στον Λευκό Πύργο, εγκατέλειπαν οριστικά τις γενέτειρές τους, αλλά για οποιονδήποτε Ιλιανό ή Ιλιανή, η πόλη του Ίλιαν ήταν απλώς η «Πόλη» με κεφαλαίο «Π».
«Καλό αυτό», είπε ο Ματ συλλογισμένος, σαν να μονολογούσε. Οι στρατιώτες αντιδρούσαν με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, κι αυτός ήταν ένας λόγος που δεν ανέφερες τα σχέδιά σου στον κάθε τυχόντα πεζικάριο έως την τελευταία στιγμή. Τα λεπτά φρύδια της Τέσλυν ανασηκώθηκαν κι ο Ματ πρόσθεσε: «Αυτό σημαίνει πως ο δρόμος προς το Λάγκαρντ θα είναι, ως επί το πλείστον, ανοιχτός». Η Τέσλυν ένευσε, αν και με τρόπο κοφτό, όχι ιδιαίτερα ικανοποιημένη. Συνήθως, αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να πράξουν οι Άες Σεντάι διέφερε από αυτό που έπρατταν τελικά.
«Δεν μιλήσαμε σε κανέναν, Άρχοντά μου, απλώς παρακολουθούσαμε τα κορίτσια», είπε η Μπέθαμιν. Η φωνή της ήταν ακόμα πιο αργή απ’ όσο συνήθως, αν κι η ομιλία των Σωντσάν έμοιαζε με μέλι σε χιονοθύελλα. Ήταν ολοφάνερα η επικεφαλής των τριών σουλ’ντάμ, αλλά πριν συνεχίσει, έριξε μια ματιά σε καθεμία από τις άλλες γυναίκες. «Στο Έμπου Νταρ, το μόνιμο θέμα συζήτησης στα διαμερίσματα των σουλ’ντάμ ήταν το Ίλιαν. Μια πλούσια πόλη σε μια πλούσια περιοχή, όπου πολύς κόσμος μπορεί να βρει καινούργια ονόματα, καθώς και πλούτη». Πρόφερε την τελευταία λέξη λες και τα πλούτη κάθε άλλο παρά συμβάδιζαν με το καινούργιο όνομα. «Έπρεπε να είχαμε καταλάβει πως θα ήθελες να πληροφορηθείς για τέτοιου είδους θέματα». Πήρε άλλη μια ανάσα, τόσο βαθιά, ώστε λίγο ακόμα και θα έβγαινε από τα ρούχα της. «Αν θες να ρωτήσεις κάτι, Άρχοντά μου, ευχαρίστως θα σου πούμε όσα ξέρουμε».
Η Ρέννα έσκυψε μπροστά του γι’ άλλη μια φορά, με την ανυπομονησία έκδηλη στο πρόσωπό της, κι η Σέτα είπε με τραγουδιστή φωνή: «Θα μπορούσαμε να ακούσουμε με προσοχή όσα έχουν να μας πουν στις πόλεις και στα χωριά που θα σταματήσουμε. Οι κοπέλες μπορεί να είναι αναξιόπιστες, αλλά εμάς μπορείς να μας εμπιστευθείς».
Η προσφορά βοήθειας εκ μέρους μιας γυναίκας δεν διέφερε και πολύ από το να σε βάλει σε ένα καζάνι με ζεστό νερό κι έπειτα να δυναμώσει τη φωτιά. Το πρόσωπο της Τζολίνε μετατράπηκε σε παγερή μάσκα καταφρόνιας. Δεν καταδεχόταν καν να προσέξει τις Σωντσάν, κάτι που είχε ξεκαθαρίσει με μια χαρακτηριστική ματιά. Ήταν αυτός ο γκαντέμης ο Ματ Κώθον που τράβηξε το ψυχρό της βλέμμα. Τα χείλη της Εντεσίνα λέπτυναν κι η διαπεραστική ματιά της γυναίκας πάσχιζε να ανοίξει τρύπες στο κεφάλι του και στο κεφάλι της σουλ’ντάμ. Ακόμα κι η Τέσλυν έδειχνε αγανακτισμένη. Μπορεί να του ήταν κι εκείνη ευγνώμων που την είχε σώσει, αλλά εξακολουθούσε να είναι Άες Σεντάι και να τον κοιτάει βλοσυρά. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως, αν κάποια σουλ’ντάμ χτυπούσε παλαμάκια, η Τέσλυν θα πεταγόταν μέχρι το ταβάνι.
«Αυτό που θέλω από εσάς», εξήγησε υπομονετικά ο Ματ, «είναι να παραμείνετε στις άμαξες». Πρέπει να είναι κανείς υπομονετικός με τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των Άες Σεντάι, κάτι που είχε βιώσει στο πετσί του. «Αρκεί ένας απλός ψίθυρος ότι υπάρχουν κι Άες Σεντάι σε αυτόν τον θίασο, για να μας πάρουν στο κυνήγι οι Σωντσάν. Οι δε φήμες ότι υπάρχουν και Σωντσάν ανάμεσα στα μέλη του θιάσου δεν θα μας βοηθήσουν ούτε στο ελάχιστο. Όπως και να έχει, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιος θα θελήσει να μάθει τι τρέχει, και τότε όλοι μας θα τα βρούμε σκούρα. Σταματήστε να επιδεικνύεστε. Πρέπει να παραμείνετε διακριτικές μέχρι να πλησιάσουμε στο Λάγκαρντ. Δεν ζητάω πολλά, έτσι δεν είναι;» Οι αστραπές φώτισαν τα παράθυρα της άμαξας με μια γαλάζια λάμψη κι ο ήχος του κεραυνού ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια τους, τόσο κοντά που η άμαξα σείστηκε.
Καθώς περνούσαν οι μέρες, φάνηκε πως, τελικά, μάλλον τους είχε ζητήσει πολλά. Ναι, οι Άες Σεντάι δεν παρέλειπαν να φορούν τις κουκούλες τους όταν έβγαιναν —το κρύο κι η βροχή ήταν μια καλή δικαιολογία γι’ αυτό— αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που σκαρφάλωναν στα καθίσματα των αμαξών ή που δεν κατέβαλαν την παραμικρή προσπάθεια για να δώσουν την εντύπωση ότι ήταν απλές υπηρέτριες του θιάσου. Βέβαια, δεν παραδέχονταν σε καμία περίπτωση ποιες ήταν στην πραγματικότητα, ούτε διέταζαν κανέναν, ούτε μιλούσαν σε κανέναν, παρά μόνο μεταξύ τους, αλλά πού ξανακούστηκε υπηρέτρια να απαιτεί από τον κόσμο να κάνει στην άκρη για να περάσει; Κάποιες φορές, επίσης, πήγαιναν στα χωριά ή στις πόλεις, όταν ήταν σίγουρες πως δεν υπήρχαν Σωντσάν εκεί γύρω. Κι όταν μία Άες Σεντάι ήταν σίγουρη για κάτι, τότε αυτό μάλλον αλήθευε. Δύο φορές γύρισαν πίσω βιαστικά, όταν ανακάλυψαν μια πόλη μισογεμάτη με αποίκους που πήγαιναν βόρεια, κι ανέφεραν στον Ματ όσα είχαν μάθει από τις επισκέψεις τους. Ο Ματ θεώρησε πως του είπαν την αλήθεια. Η Τέσλυν κι η Εντεσίνα μάλλον έτρεφαν ειλικρινή ευγνωμοσύνη απέναντι του — με τον τρόπο των Άες Σεντάι, τουλάχιστον.
Παρά τις διαφορές τους, η Τζολίνε, η Τέσλυν κι η Εντεσίνα είχαν γίνει κολλητές. Αν έβλεπες μία, ήταν σαν να έβλεπες και τις τρεις τους. Το πιθανότερο ήταν ότι αυτό συνέβαινε επειδή, όταν τις παρατηρούσες να κάνουν περιπάτους, κατάλληλα καλυμμένες με τους μανδύες και κρυμμένες όσο το δυνατόν, ένα λεπτό αργότερα εμφανίζονταν ξοπίσω τους η Μπέθαμιν, η Ρέννα κι η Σέτα. Διακριτικά, βέβαια, αλλά χωρίς να αφήνουν στιγμή από τα μάτια τους τα «κορίτσια». Ναι, μπορεί να ήταν κολλητές, αλλά ακόμα κι ένας τυφλός θα αντιλαμβάνονταν πως επικρατούσε ένταση μεταξύ των δύο γυναικείων παρεών. Ακόμα κι ένας τυφλός δεν θα έβλεπε καμιά τους ως υπηρέτρια. Οι σουλ’ντάμ κατείχαν σεβάσμιες θέσεις, θέσεις εξουσίας, κι οι κινήσεις τους διέπονταν σχεδόν από την αλαζονεία των Άες Σεντάι. Ο Ματ, ωστόσο, είχε κολλήσει με τη συγκεκριμένη ιστορία.
Η Μπέθαμιν κι οι άλλες δύο, ωστόσο, ήταν φιλύποπτες σχετικά με τους Σωντσάν όσο κι οι υπόλοιπες Άες Σεντάι, παρ’ όλο που τις ακολουθούσαν όποτε πήγαιναν σε κάποιο χωριό ή πόλη, η δε Μπέθαμιν δεν παρέλειπε να αναφέρει τις διάφορες σκόρπιες πληροφορίες που μάζευαν κρυφακούγοντας, ενώ η Ρέννα είχε μονίμως χαραγμένο στα χείλη της ένα φιλάρεσκο χαμόγελο κι η Σέτα έλεγε με φωνή που έμοιαζε με τερέτισμα ότι τα «κορίτσια» δεν είχαν προσέξει το τάδε ή το δείνα ή ισχυρίζονταν ότι δεν άκουσαν τίποτα. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με μια γυναίκα που έχει την αυθάδεια να αυτοαποκαλείται Άες Σεντάι· ίσως έπρεπε να αναθεωρήσει και να τις δέσει, μέχρι τουλάχιστον να υπήρχε κάποια σχετική ασφάλεια.
Οι διηγήσεις τους δεν διέφεραν και πολύ απ’ όσα του είχαν αναφέρει οι αδελφές. Δεν ήταν παρά κουτσομπολιά τον αστών για όσα είχαν κρυφακούσει από τους περιπλανώμενους Σωντσάν. Πολλοί άποικοι ήταν νευρικοί, μια και το μυαλό τους ήταν γεμάτο από ιστορίες σχετικά με τους βάρβαρους Αελίτες που ερήμωναν την Αλτάρα, παρ’ όλο που οι ντόπιοι επαναλάμβαναν ότι αυτό συνέβαινε κάπου στα βόρεια. Φαίνεται, όμως, πως κάποιος που βρισκόταν βορειότερα είχε σκεφτεί ακριβώς το ίδιο, γιατί κάμποσοι άποικοι είχαν εκτραπεί και κατευθύνονταν ανατολικά, προς το Ίλιαν. Κάποιου είδους συμμαχία ήταν στα σκαριά μ’ ένα πανίσχυρο πρόσωπο, που αναμενόταν να δώσει πρόσβαση στην Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ σε αρκετές περιοχές. Οι γυναίκες αρνούνταν να πειστούν ότι δεν χρειαζόταν να ακούνε τις διάφορες φήμες. Από την άλλη, δεν παρέδιδαν με τίποτα τα α’ντάμ. Η αλήθεια ήταν πως αυτά τα ασημένια λουριά κι οι τρεις σουλ’ντάμ αποτελούσαν τον μοναδικό μοχλό πίεσης απέναντι στις Άες Σεντάι. Ευγνωμοσύνη. Και μάλιστα εκ μέρους μιας Άες Σεντάι! Χα! Όχι ότι είχε σκεφτεί να ξαναφορέσει τα περιλαίμιο σ’ εκείνες τις αδελφές. Τουλάχιστον, δεν το σκεφτόταν συχνά. Ναι, όντως είχε κολλήσει με τη συγκεκριμένη ιστορία.
Στην πραγματικότητα, δεν είχε πολλή ανάγκη να ξέρει τι μάθαιναν οι σουλ’ντάμ κι οι Άες Σεντάι. Είχε καλύτερες πηγές, ανθρώπους που εμπιστευόταν. Τον Θομ, για παράδειγμα, αρκεί ο ασπρομάλλης βάρδος να ξεκολλούσε από το να παίζει Φίδια κι Αλεπούδες με τον Όλβερ κι από το να χαζεύει με λαχτάρα ένα χιλιοτσαλακωμένο γράμμα που κουβαλούσε στο μπροστινό μέρος του πανωφοριού του. Ο Θομ μπορούσε να μπει σε μια κοινή αίθουσα, να πει μια ιστορία, ίσως να κάνει και κανένα ταχυδακτυλουργικό και να φύγει ξέροντας τι σκεφτόταν ο καθένας εκεί μέσα. Εξίσου με τον Θομ εμπιστευόταν τον Τζούιλιν —και, μάλιστα, χωρίς ταχυδακτυλουργικά και διηγήσεις— αν κι ο άντρας επέμενε σχεδόν πάντα να παίρνει και τη Θίρα μαζί του, η οποία του έπιανε το χέρι με κόσμιο τρόπο καθώς βόλταραν στην πόλη. Για να συνηθίσει ξανά στην ελεύθερη ζωή, έτσι έλεγε ο άντρας, κι εκείνη του χαμογελούσε, με τα μεγάλα μάτια της να λάμπουν μελαγχολικά και το μικρό αλλά σαρκώδες στόμα της να λαχταρά ένα φιλί. Ίσως αυτή η γυναίκα να είχε υπάρξει πράγματι Πανάρχουσα του Τάραμπον, όπως ισχυρίζονταν ο Τζούιλιν κι ο Θομ, αλλά ο Ματ είχε αρχίσει να αμφιβάλλει. Είχε ακούσει μερικούς από τους ανθρώπους-λάστιχα να αστειεύονται σχετικά με το πώς η Ταραμπονέζα υπηρέτρια εξαντλούσε τον Δακρυνό ληστοκυνηγό, μέχρι που ο τελευταίος αδυνατούσε καν να περπατήσει. Άσχετα όμως από αν ήταν Πανάρχουσα ή υπηρέτρια, η Θίρα εξακολουθούσε να γονατίζει κάθε φορά που άκουγε μακρόσυρτη προφορά. Ο Ματ υπέθετε πως αν κάποιος Σωντσάν της έκανε μια ερώτηση, θα λάμβανε ως απάντηση όλα όσα γνώριζε η γυναίκα, ξεκινώντας από τον Τζούιλιν Σάνταρ και καταλήγοντας σε ποια άμαξα βρισκόταν τη συγκεκριμένη στιγμή η τάδε ή η δείνα Άες Σεντάι, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια των απαντήσεων θα παρέμενε γονατιστή. Κατά τη γνώμη του, η Θίρα αποτελούσε μεγαλύτερο κίνδυνο από τις Άες Σεντάι και τις σουλ’ντάμ μαζί. Ο Τζούιλιν, ωστόσο, εκνευριζόταν με την παραμικρή νύξη ότι η γυναίκα του μπορεί να μην ήταν άξια εμπιστοσύνης, κι άρχιζε να στριφογυρίζει τη μαγκούρα του από μπαμπού, λες κι είχε βάλει σκοπό να σπάσει το κεφάλι του Ματ. Δεν υπήρχε ορατή λύση, αλλά ο Ματ είχε βρει ένα προσωρινό μέτρο ώστε να προειδοποιηθεί έγκαιρα σε περίπτωση που συνέβαινε το χειρότερο.
«Φυσικά και μπορώ να τους ακολουθήσω», είπε ο Νόαλ, μειδιώντας κι αποκαλύπτοντας τα κενά ανάμεσα στα δόντια του, σαν να του έλεγε ότι γι’ αυτόν ήταν παιχνιδάκι. Ακούμπησε ένα ζαρωμένο δάχτυλο κατά μήκος της γαμψής του μύτης και γλίστρησε το άλλο, γεμάτο ρόζους, χέρι του κάτω από το πανωφόρι, εκεί όπου έκρυβε τα μαχαίρια. «Είσαι βέβαιος πως δεν θα ήταν καλύτερο να σιγουρέψουμε ότι δεν θα μιλήσει σε κανέναν; Μια πρόταση κάνω, αγόρι μου. Αν αρνηθείς, δεν υπάρχει πρόβλημα». Ο Ματ αρνήθηκε κατηγορηματικά. Είχε ήδη σκοτώσει μία γυναίκα στη ζωή του, αφήνοντας μια άλλη να σφαγιαστεί άσχημα. Δεν θα πρόσθετε και τρίτη στα κρίματά του.
«Φαίνεται πως η Σούροθ συμμάχησε με κάποιον βασιλιά», ανέφερε ο Τζούιλιν, χαμογελώντας πάνω από μια κούπα με αρωματικό κρασί. Αν μη τι άλλο, φαίνεται πως η Θίρα τον έκανε να χαμογελάει περισσότερο. Η γυναίκα είχε βολευτεί δίπλα στο σκαμνί του Τζούιλιν, στο εσωτερικό της στενής σκηνής, με το κεφάλι της να ακουμπάει στα γόνατά του και με τον άντρα να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά με το ελεύθερο χέρι του. «Συζητιέται αρκετά η περίπτωση να έχει έναν πανίσχυρο και καινούργιο σύμμαχο με το μέρος της. Άσε που αυτοί οι άποικοι τρέμουν τους Αελίτες».
«Θαρρώ πως οι περισσότεροι άποικοι έχουν σταλεί ανατολικά», είπε ο Θομ, κοιτώντας λυπημένα την κούπα του. Ο Τζούιλιν γινόταν όλο και πιο χαρούμενος μέρα με τη μέρα, αλλά ο Θομ έμοιαζε να θλίβεται όλο και περισσότερο. Ο Νόαλ είχε βγει, ρίχνοντας τη σκιά του πάνω στον Τζούιλιν και στη Θίρα, ενώ ο Λόπιν κι ο Νέριμ κάθονταν οκλαδόν στο πίσω μέρος της σκηνής. Οι δύο Καιρχινοί υπηρέτες είχαν βγάλει τα καλάθια με τα ραπτικά και περιεργάζονταν τα καλοφτιαγμένα πανωφόρια που είχε πάρει ο Ματ από το Έμπου Νταρ, μην τυχόν κι ήθελαν μοντάρισμα, οπότε η μικρή σκηνή φάνταζε ακόμα πιο συνωστισμένη. «Υπάρχουν κι αρκετοί στρατιώτες, επίσης», συνέχισε ο Θομ. «Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα πέσουν πάνω στο Ίλιαν σαν βαριοπούλες».
Τέλος πάντων, τουλάχιστον ήξερε ότι όσα άκουγε από εκείνους ήταν η ωμή αλήθεια. Καμία από τις Άες Σεντάι δεν προσπαθούσε να τους βάλει ιδέες, ούτε οι σουλ’ντάμ προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τη φιλευσπλαχνία τους. Η Μπέθαμιν κι η Σέτα είχαν μάθει μέχρι και να υποκλίνονται. Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε πιο άνετα όταν έβλεπε τη Ρέννα να διπλώνεται στα δύο. Φάνταζε δίκαιο, αν κι ήταν κάπως παράξενο.
Όσον αφορούσε στον ίδιο, άσχετα από το αν βρίσκονταν σε πόλη ή σε χωριό, ο Ματ δεν έριχνε ποτέ πάνω από μια σύντομη ματιά τριγύρω, με το πέτο του ανασηκωμένο και τον σκούφο του τραβηγμένο προς τα κάτω, πριν κατευθυνθεί πίσω, στον θίασο. Σπάνια φορούσε μανδύα. Ένας μανδύας θα δυσκόλευε τη χρήση των μαχαιριών που κουβαλούσε κρυμμένα επάνω του. Όχι ότι περίμενε να τα χρησιμοποιήσει. Ήταν απλώς μια συνετή προφύλαξη. Άλλωστε, δεν έπινε, δεν χόρευε και δεν έπαιζε τυχερά παιχνίδια. Κυρίως το τελευταίο. Ο ήχος των ζαριών που κροτάλιζαν πάνω στο τραπέζι της κοινής αίθουσας κάποιου πανδοχείου τον γοήτευε, αλλά η τύχη του στα ζάρια θα προκαλούσε εντύπωση, ακόμα κι αν δεν είχε ως αποτέλεσμα να τραβηχτούν μαχαίρια, και σε αυτή τη μεριά της Αλτάρα τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες κουβαλούσαν μαχαίρια κρυμμένα στα ζωνάρια τους, έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν. Ήθελε να περάσει απαρατήρητος, οπότε προσπέρασε τα παιχνίδια των ζαριών νεύοντας ψυχρά στις υπηρέτριες του καπηλειού που του χαμογελούσαν, χωρίς να πιει πάνω από μία κούπα κρασί, κι αυτή με το ζόρι. Σε τελική ανάλυση, τον περίμενε δουλειά στον θίασο. Δουλειά κάποιου συγκεκριμένου είδους, και μάλιστα σκληρή, την οποία είχε ξεκινήσει την πρώτη νύχτα του φευγιού του από το Έμπου Νταρ.
«Πρέπει να έρθεις μαζί μου», είχε πει, ανοίγοντας το ερμάρι που ήταν εντοιχισμένο στη μία πλευρά της άμαξας, κάτω από το κρεβάτι του. Εκεί φύλαγε το σεντούκι με το χρυσάφι, το οποίο είχε κερδηθεί με δίκαιο τρόπο από τη συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια, όσο δίκαια θα μπορούσε να τα καταφέρει ο ίδιος, τουλάχιστον. Το μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από μια ιπποδρομία κι η τύχη του στις ιπποδρομίες δεν ήταν καλύτερη από οπουδήποτε άλλου. Όσον αφορούσε στο υπόλοιπο... Από τη στιγμή που κάποιος διαλέγει να ρίξει τα ζάρια ή να παίξει χαρτιά ή να στρίψει το νόμισμα, πρέπει να είναι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο να χάσει. Ο Ντόμον, ο οποίος καθόταν στο απέναντι κρεβάτι τρίβοντας με το χέρι του τις σκληρές τρίχες του ξυρισμένου κρανίου του, είχε μάθει καλά αυτό το μάθημα. Ο τύπος ήταν πρόθυμος να κοιμηθεί στο πάτωμα σαν καλός σο’τζίν, αλλά στην αρχή επέμενε να παίξουν με τον Ματ κορώνα-γράμματα για το ποιος θα έπαιρνε κάθε νύχτα το δεύτερο κρεβάτι. Η Εγκήνιν έπαιρνε πάντα το πρώτο, φυσικά. Άλλωστε, το στρίψιμο του νομίσματος ήταν εξίσου εύκολο με το να παίζεις ζάρια. Αρκεί το νόμισμα να μην έπεφτε με την κόψη, κάτι που του συνέβαινε μερικές φορές. Ωστόσο, ήταν ο Ντόμον που είχε προσφερθεί, κι όχι ο ίδιος, μέχρι που ο Ματ κέρδισε τέσσερις φορές στη σειρά, και την πέμπτη νύχτα το κέρμα στάθηκε κάθετο τρεις συνεχόμενες φορές. Τώρα πια άλλαζαν εκ περιτροπής με τον Ντόμον, αλλά απόψε ήταν η σειρά του Ντόμον να κοιμηθεί στο δάπεδο.
Βρίσκοντας τη μικροκαμωμένη τσάντα από σαμουά την οποία έψαχνε, την έχωσε στην τσέπη του πανωφοριού του κι ίσιωσε το ανάστημά του, σπρώχνοντας με το πόδι του το ερμάρι για να κλείσει. «Από καιρού εις καιρόν, πρέπει να την αντιμετωπίζεις», είπε, «και σε χρειάζομαι για να βάλεις τάξη στα πράγματα». Είχε ανάγκη από κάποιον που θα προσέλκυε την οργή της Τουόν, κάποιον συγκριτικά με τον οποία» η δική του συμπεριφορά θα φάνταζε αποδεκτή, αλλά αυτό ήταν κάτι που αδυνατούσε να πει με λόγια, σωστά; «Είσαι μια ευγενής Σωντσάν και μπορείς να με προστατεύσεις από το να βάλω τρικλοποδιά στον εαυτό μου».
«Και γιατί θέλεις να βάλεις τα πράγματα σε τάξη;» Η μακρόσυρτη προφορά της Εγκήνιν ήταν σκληρή σαν ήχος πριονιού. Στάθηκε μπροστά από την πόρτα της άμαξας, με τις γροθιές της ακουμπισμένες πάνω στους γοφούς της και τα γαλανά της μάτια να τον διαπερνούν κάτω από τη μακριά μαύρη περούκα της. «Γιατί θες να τη δεις; Αρκετά δεν έκανες ήδη;»
«Μη μου πεις ότι τη φοβάσαι», τη χλεύασε ο Ματ, αποφεύγοντας επιδέξια την ερώτηση. Άλλωστε, τι να απαντήσει, χωρίς να φανεί παρανοϊκός; «Θα μπορούσες κάλλιστα να την κάνεις ό,τι θέλεις, το ίδιο εύκολα μ’ εμένα. Υποσχέθηκα, όμως, να μην την αφήσω να σου κόψει το κεφάλι ή να σε σπάσει στο ξύλο».
«Η Εγκήνιν δεν φοβάται τίποτα και κανέναν, αγόρι μου», γρύλισε προστατευτικά ο Ντόμον. «Αν δεν θέλει με τίποτα να πάει, προσπάθησε να τα καταφέρεις μοναχός σου. Ειδάλλως, κάτσε εδώ όλη νύχτα».
Η Εγκήνιν εξακολούθησε να αγριοκοιτάξει τον Ματ, αν και το βλέμμα της έμοιαζε να τον διαπερνά. Κατόπιν, έριξε μια ματιά στον Ντόμον, κύρτωσε τους ώμους της και τράβηξε τον μανδύα της από το καρφί του τοίχου. «Εμπρός, κουνήσου, Κώθον», γρύλισε. «Αν είναι να γίνει, ας γίνει, να τελειώνουμε». Βγήκε από την άμαξα αστραπιαία κι ο Ματ χρειάστηκε να κινηθεί γοργά για να την προλάβει. Θα έλεγε κανείς πως η γυναίκα δεν είχε διάθεση να μείνει μόνη της με τον Ντόμον, αν και κάτι τέτοιο δεν έβγαζε νόημα.
Έξω από τη μαβιά και χωρίς παράθυρα άμαξα, μια σκιά, μαύρη σαν τη νύχτα, κινήθηκε ανάμεσα στις βαθύτερες σκιές. Το δρεπανοειδές φεγγάρι βγήκε φευγαλέα πίσω από ένα σύννεφο, αρκετά για να αναγνωρίσει ο Ματ το στενόμακρο πηγούνι του Χάρναν.
«Όλα ήσυχα, Άρχοντά μου», είπε ο επικεφαλής της φάλαγγας.
Ο Ματ ένευσε καταφατικά και πήρε μια βαθιά ανάσα, ψαχουλεύοντας το σαμουά τσαντάκι στην τσέπη του. Ο αέρας ήταν καθαρός, ξεπλυμένος από τη βροχή, κι οι οσμές από τα άλογα δεν έφταναν έως εκεί. Η Τουόν θα πρέπει να ένιωθε υπέροχα που δεν έφτανε στα ρουθούνια της η μυρωδιά της αλογίσιας κοπριάς κι η δυσοσμία των ζώων στα κλουβιά. Οι άμαξες των ακροβατών, στα αριστερά της, ήταν εξίσου σκοτεινές όσο κι οι αποθηκευτικές άμαξες με τις κορυφές από καραβόπανο, στα δεξιά της. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν περισσότερο. Ο Ματ έσπρωξε την Εγκήνιν για να ανέβει τα σκαλοπάτια της μαβιάς άμαξας μπροστά τους.
Στο εσωτερικό υπήρχε περισσότερος κόσμος απ’ όσον περίμενε. Η Σετάλε καθόταν σ’ ένα από τα κρεβάτια, ασχολούμενη ξανά με το τελάρο του κεντήματός της, ενώ η Σελούσια καθόταν στην αντικριστή μεριά, συνοφρυωμένη κάτω από το κεφαλομάντιλό της. Ο Νόαλ καθόταν στο άλλο κρεβάτι, προφανώς χαμένος στις σκέψεις του, ενώ η Τουόν οκλαδόν στο πάτωμα, παίζοντας Φίδια κι Αλεπούδες με τον Όλβερ.
Το αγόρι γύρισε να κοιτάξει μόλις μπήκε ο Ματ, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό του, σαν να το έκοβε στα δύο. «Ματ, ο Νόαλ μάς έλεγε για το Κο’ντανσίν!» αναφώνησε. «Είναι μια άλλη ονομασία του Σάρα. Ήξερες ότι οι Αγιάντ κάνουν τατουάζ στα πρόσωπά τους; Έτσι λένε στο Σάρα τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάσουν».
«Όχι, δεν το ’ξερα», αποκρίθηκε ο Ματ, καρφώνοντας τη βλοσυρή του ματιά στον Νόαλ. Ο Βάνιν κι οι Κοκκινόχεροι δεν έκαναν καλά που μάθαιναν στο αγόρι όλες τις; κακές συνήθειες, για να μην αναφέρουμε όσα του μάθαιναν ο Τζούιλιν κι ο Θομ, χώρια που ο Νόαλ τού γέμιζε το κεφάλι με αυτοσχέδιες ανοησίες.
Ξαφνικά, ο Νόαλ κοπάνησε τον γοφό του και σηκώθηκε όρθιος. «Τώρα θυμήθηκα», είπε κι άρχισε να απαγγέλλει ο ανόητος.
«Η μοίρα καλπάζει σαν τον ήλιο ψηλά,
Κι η αλεπού τα κοράκια σκορπά στον αέρα.
Τυχερός στην ψυχή, αστραπή στη ματιά,
Τα φεγγάρια αδράχνει από του αιθέρα».
Ο γέρος με τη σπασμένη μύτη κοίταξε τριγύρω, λες κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως υπήρχαν κι άλλοι. «Πάσχιζα να το θυμηθώ. Είναι από τις Προφητείες του Δράκοντα».
«Πολύ ενδιαφέρον, Νόαλ», μουρμούρισε ο Ματ. Τα χρώματα είχαν στήσει χορό στο κεφάλι του, όπως εκείνο το πρωί που είχαν πανικοβληθεί οι Άες Σεντάι. Άστραψαν, χωρίς να σχηματίσουν εικόνα αυτή τη φορά, αλλά ο Ματ ένιωθε παγωμένος, λες κι είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα κάτω από έναν θάμνο. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα ήταν να συνδέσουν το όνομά του με τις Προφητείες. «Ίσως κάποια άλλη φορά μπορέσεις να μας το απαγγείλεις όλο, αλλά όχι απόψε, έτσι;»
Η Τουόν τον κοίταξε μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της, μοιάζοντας με μαύρη πορσελάνινη κούκλα, με φορεσιά που της έπεφτε αρκετά μεγάλη. Μα το Φως, πόσο μεγάλες βλεφαρίδες είχε... Αγνοούσε την Εγκήνιν, σαν να μην υπήρχε, κι η αλήθεια ήταν πως κι η Εγκήνιν έκανε το παν για να δίνει την εντύπωση διακοσμητικής γλάστρας. Κατά τ’ άλλα, ήλπιζε να παραπλανήσει.
«Το Παιχνιδάκι δεν το λέει από αγένεια», μουρμούρισε η Τουόν με την αργή και μελιστάλαχτη μακρόσυρτη προφορά της. «Απλώς, δεν ξέρει καλούς τρόπους. Όμως, είναι αργά πια, Άρχοντα Τσάριν, κι ο Όλβερ πρέπει να πάει για ύπνο. Θα είχες την καλοσύνη να τον συνοδεύσεις στη σκηνή του; Όλβερ, θα συνεχίσουμε το παιχνίδι μιαν άλλη φορά. Θες να σε μάθω να παίζεις λίθους;»
Ο Όλβερ ένευσε καταφατικά με έμφαση, γυρνώντας σχεδόν προς το μέρος της κοπέλας. Στο αγόρι άρεσε οτιδήποτε του έδινε την ευκαιρία να χαμογελάσει σε μια γυναίκα, χώρια που άδραχνε οποιαδήποτε ευκαιρία για να πει κάτι που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα είχε σαν αποτέλεσμα να φάει ένα χαστούκι τόσο δυνατό, που τα αυτιά του θα πρήζονταν περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη πρησμένα. Αν ανακάλυπτε ο Ματ ποιος από τους περιβόητους «θείους» τον μάθαινε τέτοια πράγματα... Το αγόρι, πάντως, μάζεψε τα κομμάτια του παιχνιδιού του και τα δίπλωσε στο σημαδεμένο με γραμμές ύφασμα, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω παρότρυνση. Επιπλέον, έκανε μια εντυπωσιακή υπόκλιση, ευχαριστώντας την Υψηλή Αρχόντισσα, πριν ακολουθήσει τον Νόαλ έξω από την άμαξα. Ο Ματ ένευσε επιδοκιμαστικά. Είχε μάθει ο ίδιος το παιδί να υποκλίνεται, αν και πολλές φορές το αγόρι δεν απέφευγε να λοξοκοιτάξει λάγνα μια όμορφη γυναίκα. Ας έβρισκε ποιος του τα είχε μάθει αυτά, και...
«Έχεις κάποιον ειδικό λόγο που με διέκοψες, Παιχνιδάκι;» ρώτησε με παγερό τόνο η Τουόν. «Είναι αργά, ξέρεις, και σκεφτόμουν να πάω για ύπνο».
Ο Ματ υποκλίθηκε, χαρίζοντάς της το καλύτερό του χαμόγελο. Μπορούσε να είναι ευγενικός απέναντι της, ακόμα κι αν η ίδια δεν ήταν. «Απλώς, ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά. Αυτές οι άμαξες δεν είναι πολύ αναπαυτικές καθ’ οδόν και ξέρω πολύ καλά ότι δεν σου αρέσουν ιδιαίτερα τα ρούχα που σου βρήκα. Σκέφτηκα πως αυτή η νύχτα θα σ’ έκανε να νιώσεις κάπως καλύτερα». Ψαρεύοντας από την τσέπη του το πέτσινο σακίδιο, της το παρουσίασε με μια θεαματική κίνηση, κάτι που άρεσε πολύ στις γυναίκες.
Η Σελούσια τεντώθηκε και τα γαλανά της μάτια γυάλισαν, αλλά η Τουόν έκανε μια ρυθμική κίνηση με τα λεπτά της δάχτυλα κι η υπηρέτρια με το πλούσιο στήθος χαλάρωσε κάπως. Στον Ματ άρεσαν γενικά οι ανήσυχες γυναίκες, κι αν η Τουόν του χαλούσε τα σχέδια, θα τις έτρωγε στα πισινά. Πάσχισε να διατηρήσει το χαμόγελό του, κατορθώνοντας να το πλατύνει λίγο.
Η Τουόν στριφογύρισε κάμποσες φορές το σακίδιο στα χέρια της πριν λύσει τα κορδόνια κι αφήσει το περιεχόμενο να πέσει στα γόνατά της, ένα βαρύ περιδέραιο από χρυσάφι και σκαλιστό κεχριμπάρι. Ακριβό κομμάτι, δουλεμένο εμφανώς από Σωντσάν. Ο Ματ ήταν πολύ περήφανος που το είχε βρει. Ανήκε σε μια ακροβάτισσα, η οποία είχε κερδίσει την καρδιά ενός αξιωματικού των Σωντσάν. Τώρα που ο αξιωματικός είχε μείνει πίσω, είχε προθυμοποιηθεί να το πουλήσει. Δεν ταίριαζε με το δέρμα της, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Ο Ματ χαμογέλασε και περίμενε. Τα κοσμήματα πάντα μαλακώνουν την καρδιά μιας γυναίκας.
Ωστόσο, κανενός η αντίδραση δεν ήταν αυτή που περίμενε. Η Τουόν ανασήκωσε και με τα δυο της χέρια το περιδέραιο, φέρνοντας το μπροστά στο πρόσωπό της και μελετώντας το σαν να μην είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Τα χείλη της Σελούσια σούφρωσαν κι έκανε μια χλευαστική γκριμάτσα. Η Σετάλε ακούμπησε το κέντημα στα γόνατά της και τον κοίταξε, με τα μεγάλα, χρυσαφιά στεφάνια που φορούσε στα αυτιά της να λικνίζονται καθώς κουνούσε το κεφάλι της.
Ξαφνικά, η Τουόν πέταξε το περιδέραιο πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος της Σελούσια. «Δεν μου πάει», είπε. «Το θέλεις, Σελούσια;» Το χαμόγελο έσβησε για λίγο από τα χείλη του Ματ.
Η γυναίκα με τη λευκή επιδερμίδα κράτησε το κολιέ ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη, λες και κρατούσε ψόφιο ποντίκι από την ουρά. «Ταιριάζει πιότερο σε χορεύτρια, για να το φοράει με το πέπλο της», είπε κάπως στραβά. Με μια επιδέξια συστροφή του καρπού της, πέταξε το περιδέραιο στη Εγκήνιν, λέγοντάς της σε αυστηρό τόνο: «Φόρεσέ το!» Η Εγκήνιν μόλις που πρόλαβε να το πιάσει πριν τη χτυπήσει στο πρόσωπο. Το χαμόγελο του Ματ έσβησε τελείως.
Περίμενε να εκδηλωθεί έκρηξη οργής, αλλά η Εγκήνιν άρχισε να ψαχουλεύει το κούμπωμα του περιδεραίου, τραβώντας τη βαριά περούκα της για να το πιάσει πίσω από τον λαιμό της. Η έκφραση του προσώπου της ήταν παγερή, σαν καλούπι φτιαγμένο από χιόνι.
«Γύρνα», τη διέταξε η Σελούσια. «Να σε δω».
Η Εγκήνιν στράφηκε, άκαμπτη σαν πάσσαλος.
Η Σετάλε την κοίταξε έντονα, κουνώντας κάπως απορημένα το κεφάλι της. Ύστερα κοίταξε τον Ματ και μ’ ένα ακόμη κούνημα του κεφαλιού της επέστρεψε στο κέντημά της. Στις γυναίκες, τα κουνήματα του κεφαλιού, όπως και το βλέμμα, μπορεί να σήμαιναν διαφορετικά πράγματα κάθε φορά. Το συγκεκριμένο κούνημα έλεγε πως τον θεωρούσε χαζοχαρούμενο γιατί αδυνατούσε να αντιληφθεί τις λεπτές, συναισθηματικές αποχρώσεις, κάτι που, ούτως ή άλλως, δεν θα του άρεσε. Που να πάρει και να σηκώσει, είχε αγοράσει ένα περιδέραιο για την Τουόν, η οποία, μπροστά στα μάτια του, το έδωσε στη Σελούσια, και τώρα ανήκε στην Εγκήνιν;
«Ήρθε με σκοπό ν’ αλλάξει το όνομά της», είπε συλλογισμένη η Τουόν. «Πώς τη λένε τώρα;»
«Λέιλγουιν», αποκρίθηκε η Σελούσια. «Ταιριαστό όνομα για χορεύτρια. Λέιλγουιν Σίπλες[1], ίσως;»
Η Τουόν ένευσε καταφατικά. «Λέιλγουιν Σίπλες, λοιπόν».
Η Εγκήνιν τινάχτηκε λες κι η κάθε λέξη ήταν σκαμπίλι στο μάγουλό της. «Μπορώ ν’ αποσυρθώ τώρα;» ρώτησε άκαμπτα και διπλώθηκε κάνοντας μια κοφτή υπόκλιση.
«Αν θες να φύγεις, φύγε», γρύλισε ο Ματ. Δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο που την είχε φέρει εξ αρχής, αλλά ίσως χωρίς την παρουσία της να κατάφερνε να συνέλθει λίγο.
Με το βλέμμα καρφωμένο στις σανίδες του δαπέδου, η Εγκήνιν γονάτισε βαθιά. «Μπορώ ν’ αποσυρθώ, παρακαλώ;»
Η Τουόν έμεινε στητή κι ακίνητη, ενώ η ματιά της έμοιαζε να περνάει μέσα από την ψηλότερη γυναίκα, αν κι ήταν προφανές ότι δεν την έβλεπε καν. Η Σελούσια κοίταξε την Εγκήνιν από πάνω έως κάτω σουφρώνοντας τα χείλη της. Η Σετάλε έσπρωξε τη βελόνα μέσα από το ύφασμα που ήταν τεντωμένο στο τελάρο. Καμία δεν κοιτούσε τον Ματ.
Η Εγκήνιν έγειρε μπροστά κι ο Ματ συγκρατήθηκε για να μη βλαστημήσει όταν η γυναίκα φίλησε το πάτωμα. «Σας παρακαλώ», είπε βραχνά, «σας ικετεύω να με αφήσετε να αποσυρθώ».
«Φύγε, Λέιλγουιν», είπε η Σελούσια ψυχρά, σαν βασίλισσα που απευθύνεται σε κλεφτοκοτά, «Μην ξαναδώ το πρόσωπό σου αν δεν το έχεις καλύψει με πέπλο χορεύτριας».
Η Εγκήνιν οπισθοχώρησε μπουσουλώντας, και βγήκε από την πόρτα τόσο γρήγορα, που κόντεψε να σωριαστεί. Ο Ματ είχε μείνει με το στόμα ανοικτό.
Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να ξαναβρεί το χαμόγελό του. Δεν είχε νόημα να παραμείνει, αλλά η αποχώρηση ενός άντρα έπρεπε πάντα να είναι ευγενική. «Λοιπόν, υποθέτω πως...»
Η Τουόν στριφογύρισε ξανά τα δάχτυλά της, εξακολουθώντας να μην τον κοιτάει, κι η Σελούσια τον διέκοψε. «Η Υψηλή Αρχόντισσα είναι κουρασμένη, Παιχνιδάκι. Έχεις την άδειά της να αποσυρθείς».
«Κοίτα, το όνομά μου είναι Ματ», της είπε. «Εύκολο να το θυμάσαι, και πολύ απλό. Ματ». Η Τουόν δεν διέφερε από πορσελάνινη κούκλα, παρά την αντίδρασή της.
Η Σετάλε, ωστόσο, άφησε κάτω το κέντημά της κι ανασηκώθηκε, με το ένα της χέρι να αναπαύεται ανάλαφρα στη λαβή του καμπυλωτού της εγχειριδίου, που ήταν χωμένο στη ζώνη της. «Νεαρέ, αν νομίζεις πως θα κάτσεις να χαζολογάς μέχρι να μας δεις να ετοιμαζόμαστε για ύπνο, κάνεις μέγα λάθος». Χαμογελούσε όσο μιλούσε, αλλά δεν τράβηξε το χέρι της από το εγχειρίδιο· ήταν Εμπουνταρινή, άλλωστε, ικανή να τρελάνει έναν άντρα με τις παραξενιές της. Η Τουόν παρέμεινε ακίνητη σαν κούκλα, μια θρονιασμένη βασίλισσα που είχε ντυθεί με λάθος ρούχα. Ο Ματ έφυγε.
Η Εγκήνιν, με το κεφάλι κρεμασμένο, είχε ακουμπήσει το χέρι της στο ένα τοίχωμα της άμαξας. Με το άλλο χέρι άδραχνε το περιδέραιο γύρω από τον λαιμό της. Ο Χάρναν κινήθηκε ανεπαίσθητα μέσα στις σκιές, μόνο και μόνο για να υποδηλώσει την παρουσία του. Ήταν πολύ συνετό εκ μέρους του που είχε παραμείνει μακριά από την Εγκήνιν. Τον Ματ τον εκνεύριζε η σύνεση.
«Τι σήμαιναν όλα αυτά;» ρώτησε απαιτητικά. «Δεν είναι ανάγκη πια να πέφτεις στα γόνατα μπροστά στην Τουόν, πόσω μάλλον παρουσία της Σελούσια, μιας απλής υπηρέτριας! Δεν ξέρω καμία άλλη που να φέρεται τόσο δουλικά απέναντι στη βασίλισσά της όσο εσύ».
Το σκληρό πρόσωπο της Εγκήνιν ήταν στη σκιά κι η φωνή της ακουγόταν καταβεβλημένη. «Η Υψηλή Αρχόντισσα είναι... αυτή που είναι, κι η Σελούσια είναι η σο’τζίν της. Κανείς της Κατώτερης Γενιάς δεν τολμάει να κοιτάξει μια σο’τζίν κατάματα, κάτι που αμφιβάλλω αν το κάνουν κι αυτοί της Υψηλής Γενιάς». Το κούμπωμα έσπασε μ’ έναν μεταλλικό ήχο καθώς η γυναίκα τράβηξε απότομα το περιδέραιο. «Ούτως ή άλλως, εγώ δεν ανήκω καν στη Γενιά πια». Έγειρε προς τα πίσω και πέταξε με δύναμη το περιδέραιο όσο πιο μακριά γινόταν μες στη νύχτα.
Ο Ματ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Θα μπορούσε να αγοράσει μια ντουζίνα άλογα εξαιρετικής ποιότητας με όσα είχε πληρώσει γι’ αυτό το πράγμα, και μάλιστα θα του περίσσευαν και χρήματα. Το έκλεισε ξανά, χωρίς να πει λέξη. Μπορεί να μην ήταν πάντα συνετός, αλλά καταλάβαινε πότε μια γυναίκα προσπαθούσε να τον καρφώσει μ’ ένα μαχαίρι. Επιπλέον, ήξερε και κάτι άλλο. Αν η Εγκήνιν συμπεριφερόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο παρουσία της Τουόν και της Σελούσια, καλύτερα να φρόντιζε να μην παρευρίσκονταν οι σουλ’ντάμ. Το Φως μόνο ήξερε τι θα έκαναν στην περίπτωση που η Τουόν άρχιζε να κουνάει πέρα-δώθε τα δάχτυλά της.
Πάντως, είχε μια δουλειά να φέρει εις πέρας. Μισούσε τις δουλειές, αλλά όλες εκείνες οι παλιές μνήμες είχαν γεμίσει το κεφάλι του με μάχες. Μισούσε και τις μάχες —αν μη τι άλλο, μπορούσε να σκοτωθεί ακαριαία!— αλλά τις θεωρούσε προτιμότερες από τις δουλειές. Στρατηγική και τακτικές. Μάθε τον χώρο, μάθε τον εχθρό σου, κι αν δεν μπορείς να κερδίσεις με τον έναν τρόπο, βρες άλλον.
Την επόμενη νύχτα επέστρεψε μόνος στην πορφυρή άμαξα και, μόλις ο Όλβερ τελείωσε τα μαθήματα των λίθων που του παρέδιδε η Τουόν, ο Ματ παρέσυρε τη γυναίκα στο παιχνίδι. Αρχικά, καθισμένος στο σανιδένιο πάτωμα απέναντι από τη σκουρόχρωμη μικροκαμωμένη γυναίκα, δεν ήταν σίγουρος αν θα κέρδιζε ή θα έχανε. Σε μερικές γυναίκες άρεσε να κερδίζουν κάθε φορά, αλλά ο άντρας ήταν υποχρεωμένος να την κάνει να προσπαθήσει σκληρά. Σε άλλες, άρεσε να κερδίζει ο άντρας ή, τουλάχιστον, να κερδίζει συχνότερα απ’ όσο χάνει. Ο Ματ δεν έβγαζε νόημα από κάτι τέτοια —του άρεσε να νικάει, και μάλιστα όσο πιο εύκολα γινόταν— αλλά αυτό δεν άλλαζε κάτι. Όσο ο Ματ εκδήλωνε ταραχή κι αναποφασιστικότητα, η Τουόν πήρε την κατάσταση στα χέρια της. Στα μισά του παιχνιδιού, ο Ματ συνειδητοποίησε πως τον είχε παγιδεύσει με τρόπο που ήταν πολύ δύσκολο να αντεπεξέλθει. Οι άσπροι λίθοι της εμπόδιζαν παντού τους δικούς του μαύρους. Ήταν μια ξεκάθαρη και σημαντική νίκη για την Τουόν.
«Δεν παίζεις πολύ καλά, Παιχνιδάκι», του είπε κοροϊδευτικά. Παρά τον χλευαστικό τόνο της φωνής της, τα μεγάλα λαμπερά μάτια της τον περιεργάστηκαν ψυχρά, ζυγιάζοντάς τον κι αναμετρώντας τον. Ένας άντρας θα μπορούσε να πνιγεί μέσα σ’ αυτά τα μάτια.
Χαμογέλασε και την αποχαιρέτησε προτού η κοπέλα διανοηθεί καν να τον διώξει με τις κλωτσιές. Στρατηγική. Σκέψου μακροπρόθεσμα και πράξε το μη αναμενόμενο. Την επόμενη νύχτα, έφερε ένα μικρό χάρτινο κόκκινο λουλούδι, φτιαγμένο από μια μοδίστρα του θιάσου, και το πρόσφερε σε μια εμβρόντητη Σελούσια. Τα φρύδια της Σετάλε ανασηκώθηκαν, ενώ ακόμα κι η Τουόν φάνηκε να σοκάρεται. Τακτική. Κάνε τον αντίπαλό σου να μην ξέρει από πού θα του έρθει. Εδώ που τα λέμε, οι γυναίκες δεν διέφεραν και πολύ από τις μάχες. Κι οι δύο μπορούσαν να τυλίξουν έναν άντρα στην ομίχλη κι, αν ήταν απρόσεκτος, να τον ξεκάνουν δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια.
Κάθε νύχτα επισκεπτόταν τη μαβιά άμαξα για ένα παιχνίδι λίθων κάτω από τα παρατηρητικά βλέμματα της Σετάλε και της Σελούσια, και συγκεντρωνόταν στον ραβδωτό πίνακα. Η Τουόν ήταν πολύ καλή και του ήταν πανεύκολο να παρακολουθεί πώς τοποθετούσε τους λίθους της λυγίζοντας τα δάχτυλά της προς τα πίσω μ’ έναν περίεργο αλλά και χαριτωμένο τρόπο. Ήταν συνηθισμένη να έχει νύχια μήκους μίας ίντσας, και πρόσεχε ιδιαίτερα μην τυχόν και τα έσπαγε. Η ματιά της ήταν ο κίνδυνος προσωποποιημένος. Όταν έπαιζες λίθους, αλλά κι όταν πολεμούσες, έπρεπε να έχεις καθαρό μυαλό, αλλά το βλέμμα της έμοιαζε να τρυπώνει μέσα στο κρανίο του. Ο Ματ, ωστόσο, κατάφερε να συγκεντρωθεί στο παιχνίδι και κατόρθωσε να κερδίσει τις τέσσερις από τις εφτά παρτίδες, ενώ έφερε και μία ισοπαλία. Η Τουόν ήταν ικανοποιημένη όποτε κέρδιζε κι αποφασισμένη όποτε έχανε, χωρίς αυτές τις εκρήξεις οργής που φοβόταν ο Ματ και χωρίς αυτά τα φαρμακερά σχόλια εκ μέρους της, εκτός από το ότι επέμενε να τον αποκαλεί Παιχνιδάκι. Επιπλέον, δεν εξέπεμπε καθόλου εκείνη την παγερή, βασιλική αλαζονεία, όσο ασχολούνταν με το παιχνίδι τουλάχιστον. Το απολάμβανε και γελούσε με την καρδιά της όποτε του έστηνε παγίδα, αλλά το δεχόταν με ευχαρίστηση όποτε ο Ματ κατάφερνε να κάνει κάποιο επιδέξιο κόλπο για ν’ αποφύγει την παγίδα της. Από τη στιγμή που ο πέτρινος πίνακας την απορροφούσε, η Τουόν γινόταν άλλος άνθρωπος.
Ένα άνθος ραμμένο από γαλάζιο λινό ακολούθησε το χάρτινο λουλούδι, και δύο μέρες αργότερα ο Ματ φάνηκε με ένα ροζ μεταξένιο μπουμπούκι πλατύ σαν γυναικεία παλάμη. Τα έδωσε και τα δύο στη Σελούσια. Τα γαλανά μάτια της δεν έπαψαν να είναι καχύποπτα και συνοφρυωμένα όποτε έπεφταν επάνω του, αλλά η Τουόν τής είπε ότι μπορούσε να κρατήσει τα λουλούδια, κι εκείνη τα δίπλωσε σ’ ένα λινό ύφασμα και τα φύλαξε προσεκτικά. Ο Ματ άφησε να περάσουν τρεις μέρες χωρίς δώρο, κι έπειτα έφερε ένα μικρό μπουκέτο από κόκκινα μεταξωτά τριαντάφυλλα με κοντά κοτσάνια και γυαλιστερά φύλλα, που φάνταζαν αληθινά και φυσικά, μόνο που ήταν τελειότερα. Είχε ζητήσει από τη μοδίστρα να τα φτιάξει τη μέρα που είχε φέρει εκείνο το πρώτο χάρτινο λουλούδι.
Η Σελούσια έκανε ένα βήμα μπροστά κι άπλωσε το χέρι της για να δεχτεί τα τριαντάφυλλα σουφρώνοντας τα χείλη της, αλλά ο Ματ κάθισε κάτω κι ακούμπησε τα λουλούδια δίπλα στον πίνακα, στρέφοντάς τα ελάχιστα προς το μέρος της Τουόν. Δεν είπε τίποτα, απλώς τα άφησε εκεί, ενώ η Τουόν δεν τους έριξε ούτε ματιά. Βουτώντας το χέρι του στα μικρά πέτσινα σακίδια που περιείχαν τους λίθους, τράβηξε έναν από κάθε σακίδιο και τους ανακάτεψε μες στην παλάμη του, μέχρι που κι ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος ποιος ήταν ποιος. Κατόπιν, άπλωσε τις κλειστές του γροθιές προς το μέρος της Τουόν, η οποία δίστασε για μια στιγμή, κοίταξε ανέκφραστη το πρόσωπό του και χτύπησε ελαφρά το αριστερό του χέρι. Ο Ματ άνοιξε τη γροθιά του, αποκαλύπτοντας τη λαμπερή άσπρη πέτρα.
«Άλλαξα γνώμη, Παιχνιδάκι», μουρμούρισε η γυναίκα, τοποθετώντας προσεκτικά την άσπρη πέτρα στη διατομή δύο γραμμών, κοντά στο κέντρο του πίνακα. «Παίζεις πολύ καλά».
Ο Ματ βλεφάρισε. Άραγε, ήξερε η γυναίκα τι είχε στο μυαλό του; Η Σελούσια στεκόταν πίσω από την Τουόν, αφοσιωμένη φαινομενικά στον σχεδόν άδειο πίνακα. Η Σετάλε γύρισε μια σελίδα στο βιβλίο της και μετακινήθηκε λίγο, για να βλέπει καλύτερα. Όχι, βέβαια. Αναφερόταν στους λίθους. Αν υποψιαζόταν τι παιχνίδι έπαιζε, θα τον άρπαζε από το αυτί και θα τον πετούσε έξω, κάτι που θα έκανε οποιαδήποτε γυναίκα. Μάλλον εννοούσε τους λίθους.
Εκείνη τη νύχτα έφεραν ισοπαλία, με τον καθένα τους να ελέγχει τον μισό πίνακα και τους λίθους τοποθετημένους ακανόνιστα επάνω του. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως η γυναίκα πήρε μια νίκη.
«Κράτησα τον λόγο μου, Παιχνιδάκι», είπε η Τουόν με τη μακρόσυρτη προφορά της, καθώς ο Ματ τοποθετούσε τους λίθους στα σακίδια. «Δεν προσπάθησα να δραπετεύσω, ούτε σε πρόδωσα. Αυτό λέγεται περιορισμός». Έκανε νόημα με το χέρι της, δείχνοντας το εσωτερικό της άμαξας. «Θα επιθυμούσα να κάνω μια βόλτα, κατά προτίμηση αφού πέσει το σκοτάδι. Μπορείς να με συνοδεύσεις». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα και κατόπιν στο πρόσωπό του. «Έτσι, για να βεβαιωθείς ότι δεν σκοπεύω να το σκάσω».
Η Σετάλε δήλωσε την άποψή της μ’ ένα λεπτό δάχτυλο και τον κοίταξε. Η Σελούσια, που στεκόταν πίσω από την Τουόν, τον κοίταξε επίσης. Όσο τρελό κι αν φαινόταν, η γυναίκα είχε όντως κρατήσει τον λόγο της. Μια βόλτα αφού πέσει το σκοτάδι, με τον περισσότερο κόσμο του θιάσου να έχει πέσει για ύπνο, δεν ήταν κάτι ιδιαίτερα κακό, ειδικά από τη στιγμή που θα τη συνόδευε. Άρα, γιατί αισθανόταν πως έχανε τον έλεγχο της κατάστασης;
Η Τουόν συμφώνησε να βγει φορώντας τον μανδύα της και την κουκούλα, κάτι αρκετά ανακουφιστικό από μόνο του. Τα μαύρα μαλλιά φύτρωναν ξανά στο ξυρισμένο της κρανίο, αλλά μέχρι στιγμής δεν ήταν παρά απλό χνούδι κι, αντίθετα από τη Σελούσια, η οποία πιθανότατα κοιμόταν φορώντας τη μαντίλα της, η Τουόν δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να καλύψει το κεφάλι της. Μια γυναίκα με σχεδόν παιδικό σώμα και με μαλλί κοντύτερο από οποιουδήποτε άντρα —εκτός αν ήταν καραφλός— θα ήταν ευδιάκριτη ακόμα και καταμεσής της νύχτας. Η Σετάλε κι η Σελούσια ακολουθούσαν πάντα από κοντά μέσα στο σκοτάδι, η υπηρέτρια για να προσέχει την κυρά της, κι η Σετάλε για να προσέχει την υπηρέτρια. Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε ο Ματ. Υπήρχαν φορές, όμως, που φαινόταν πως και οι δύο παρακολουθούσαν τον ίδιο. Πάντως, δεδομένου ότι η μία ήταν φρουρός κι η άλλη αιχμάλωτη, ήταν ιδιαίτερα φιλικές μεταξύ τους. Είχε ακούσει τη Σετάλε να προειδοποιεί τη Σελούσια ότι ο Ματ ήταν αλητήριος με τις γυναίκες, κάτι που δε περίμενε εκ μέρους της! Η Σελούσια απαντούσε ήρεμα ότι η κυρά της θα του έσπαγε τα χέρια σε περίπτωση που δεν έδειχνε τον ανάλογο σεβασμό. Οι δύο γυναίκες συζητούσαν λες και δεν ήταν καν αιχμάλωτες.
Ο Ματ σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτές τις βόλτες, μήπως και μάθαινε κάτι παραπάνω για την Τουόν —μια κι εκείνη δεν μιλούσε πολύ όταν έπαιζε λίθους— αλλά, ειδικά απέναντι του, είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να αγνοεί όσα τη ρωτούσε και να αλλάζει θέμα.
«Οι Δύο Ποταμοί είναι γεμάτοι δάση κι αγρούς», της είπε καθώς περπατούσαν κατά μήκος του κεντρικού μονοπατιού του θιάσου. Τα σύννεφα έκρυβαν τη σελήνη κι οι χρωματιστές άμαξες μετατρέπονταν σε αδιόρατες σκοτεινές μορφές, ενώ οι πλατφόρμες των ακροβατών που ήταν αραδιασμένες στον δρόμο γίνονταν απλές σκιές. «Όλοι εκεί καλλιεργούν ταμπάκ κι εκτρέφουν πρόβατα. Ο πατέρας μου εκτρέφει αγελάδες κι εμπορεύεται άλογα, αλλά η κύρια ασχολία των κατοίκων, από τη μία άκρη έως την άλλη, είναι το ταμπάκ και τα πρόβατα».
«Ο πατέρας σου εμπορεύεται άλογα», μουρμούρισε η Τουόν, «Εσύ με τι ασχολείσαι, Παιχνιδάκι;»
Ο Ματ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, προς το μέρος των δύο γυναικών που περπατούσαν δέκα βήματα πίσω, σαν φαντάσματα. Αν μιλούσε χαμηλόφωνα, η Σετάλε μάλλον δεν θα τον άκουγε, αλλά αποφάσισε να φανεί δίκαιος. Επιπλέον, ο θίασος ήταν απόλυτα σιωπηλός στο σκοτάδι. Ίσως τον άκουγε τελικά, άλλωστε ήξερε τι έκανε στο Έμπου Νταρ. «Είμαι τζογαδόρος», είπε.
«Ο πατέρας μου συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του τζογαδόρο», είπε μαλακά η Τουόν. «Πέθανε εξαιτίας ενός στοιχήματος που πήγε στραβά».
Άντε να καταλάβεις τώρα τι σήμαινε αυτό.
Μια άλλη νύχτα, καθώς περπατούσαν κατά μήκος μιας σειράς κλουβιών με ζώα, τόσο μεγάλων, ώστε κάθε κλουβί καταλάμβανε ολόκληρη άμαξα, ο Ματ είπε: «Με τι διασκεδάζεις, Τουόν; Εκτός από το να παίζεις λίθους, εννοώ. Υπάρχει κάτι που να το κάνεις έτσι, για το κέφι σου;» Μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί τη Σελούσια, από τριάντα βήματα απόσταση, να ανατριχιάζει στην προσφώνηση, αλλά η Τουόν δεν φάνηκε να δίνει πολλή σημασία· έτσι, τουλάχιστον, νόμιζε ο Ματ.
«Εκπαιδεύω άλογα και νταμέην», αποκρίθηκε εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά σ’ ένα κλουβί που περιείχε ένα κοιμισμένο λιοντάρι. Το ζώο δεν ήταν παρά μια μεγάλη σκιά που κειτόταν στα άχυρα πίσω από τα στιβαρά κάγκελα. «Άραγε, όντως έχει μαύρη χαίτη; Σ’ ολόκληρη την επικράτεια των Σωντσάν, δεν υπάρχουν λιοντάρια με μαύρη χαίτη».
Εκπαίδευε νταμέην; Για το κέφι της; Μα το Φως! «Άλογα, είπες; Τι είδους άλογα;» Αν όντως εκπαίδευε τις καταραμένες τις νταμέην, μάλλον θα εννοούσε πολεμικά άλογα. Έτσι, για το κέφι της.
«Η Κυρά Ανάν μού είπε ότι είσαι ένας αχρείος, Παιχνιδάκι». Η φωνή της ήταν ψυχρή αλλά όχι παγερή. Μάλλον ισορροπημένη. Στράφηκε προς το μέρος του, με το πρόσωπό της κρυμμένο στις σκιές της κουκούλας της. «Πόσες γυναίκες έχεις φιλήσει;» Το λιοντάρι ανασηκώθηκε κι έβηξε με έναν λαρυγγώδη ήχο, που θα έκανε οποιονδήποτε ν’ ανατριχιάσει. Η Τουόν ούτε καν μόρφασε.
«Θαρρώ πως θα αρχίσει να βρέχει πάλι», απάντησε αδύναμα ο Ματ. «Η Σελούσια θα με γδάρει αν σε γυρίσω πίσω μουσκεμένη». Την άκουσε να γελά σιγανά. Πού ήταν το αστείο;
Φυσικά, υπήρχε ένα τίμημα σ’ όλα αυτά. Μπορεί τα πράγματα να βαίνουν υπέρ σου, μπορεί κι όχι, αλλά αν νομίζεις ότι πάνε καλά, πάντα υπάρχει ένα τίμημα.
«Ένα μάτσο φλύαρες καρακάξες», παραπονέθηκε στην Εγκήνιν. Ο απογευματινός ήλιος έσβηνε πίσω από τον ορίζοντα, μια χρυσοκόκκινη μπάλα μισοκρυμμένη από τα σύννεφα, που έριχνε μακρόστενες σκιές στον θίασο. Τελικά δεν έβρεξε και, παρά το κρύο, κάθονταν μαζεμένοι κοντά-κοντά κάτω από την πράσινη άμαξα που μοιράζονταν, παίζοντας λίθους σε κοινή θέα για οποιονδήποτε περαστικό. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που περνούσαν, κυρίως άντρες που έσπευδαν να ολοκληρώσουν αγγαρείες της τελευταίας στιγμής, και παιδιά που άδραχναν την τελευταία ευκαιρία της ημέρας να κυλήσουν τα τσέρκια μέσα στις λασπωμένες λακκούβες ή να παίξουν τόπι πριν πέσει η νύχτα. Γυναίκες που κρατούσαν ψηλά τις φούστες τους έριχναν ματιές στην άμαξα καθώς την προσπερνούσαν, κι ο Ματ ήξερε καλά ποια έκφραση διαγραφόταν στα πρόσωπά τους, κι ας ήταν καλυμμένες με τις κουκούλες. Δύσκολα μια γυναίκα του θιάσου θα μιλούσε στον Ματ Κώθον. Εκνευρισμένος, κροτάλισε τους μαύρους λίθους που είχε μαζέψει στο αριστερό του χέρι. «Θα πάρουν το χρυσάφι τους μόλις φτάσουμε στο Λάγκαρντ. Μόνο αυτό τους νοιάζει. Δεν θα έπρεπε να χώνουν τις μύτες τους στις δουλειές μου».
«Μην τους κατηγορείς», είπε η Εγκήνιν με τη μακρόσυρτη προφορά της, μελετώντας τον πίνακα. «Εσύ κι εγώ υποτίθεται πως είμαστε εραστές που το έχουμε σκάσει, αλλά εσύ περνάς πιο πολύ χρόνο... μαζί της... παρά μ’ εμένα». Εξακολουθούσε να μην μπορεί ν’ αποκαλέσει την Τουόν Υψηλή Αρχόντισσα. «Συμπεριφέρεσαι σαν να φλερτάρεις». Πήγε να τοποθετήσει τον λίθο της, αλλά σταμάτησε, με το χέρι της να αιωρείται πάνω από τον πίνακα. «Δεν είναι δυνατόν να νομίζεις πως θα ολοκληρώσει την τελετή, έτσι; Δεν γίνεται να είσαι τόσο ανόητος».
«Ποια τελετή; Για τι πράγμα μιλάς;»
«Την ονομάτισες σύζυγό σου τρεις φορές εκείνη τη νύχτα, στο Έμπου Νταρ», του αποκρίθηκε αργά. «Όντως δεν το ξέρεις; Μια γυναίκα λέει τρεις φορές ότι ο άντρας είναι σύζυγός της, το ίδιο κάνει κι ο άντρας, κι έπειτα παντρεύονται. Συνήθως δίνονται και κάποιες ευχές, αλλά πάντα παρουσία μαρτύρων, που είναι απαραίτητοι για την τέλεση του γάμου. Δεν το γνώριζες;»
Ο Ματ γέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας το μαχαίρι να κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού του. Ένα καλό μαχαίρι προσέδιδε αίσθημα ασφάλειας σε έναν άντρα. Το γέλιο του, όμως, ήταν κάπως βραχνό. «Δεν μου είπε τίποτα». Μόνο που, εκείνη την ώρα, της είχε φιμώσει το στόμα! «Άρα, ό,τι κι αν είπα εγώ, δεν σημαίνει τίποτα». Ωστόσο, ήξερε τι θα του απαντούσε η Εγκήνιν. Το ήξερε πολύ καλά. Του είχαν ήδη πει ποια θα παντρευόταν.
«Με τη Γενιά, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Μερικές φορές, ένας ευγενής από τη μία μεριά της Αυτοκρατορίας παντρεύεται μια ευγενή από την άλλη, γιατί έτσι είναι κανονισμένο. Στην Αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπαίνει κανείς άλλος. Μπορεί, μάλιστα, να μην αντέχουν να περιμένουν, οπότε ο καθένας αποδέχεται τον γάμο στον τόπο που βρίσκεται. Ο γάμος είναι νόμιμος εντός ενός χρόνου και μίας ημέρας, αρκεί να υπάρχουν μάρτυρες. Ώστε, όντως δεν ήξερες τίποτα».
Ναι, σίγουρα δεν είχε ιδέα κι οι λίθοι εξακολουθούσαν να πέφτουν από το χέρι του πάνω στον πίνακα, αναπηδώντας παντού τριγύρω. Το καταραμένο το κορίτσι, γνώριζε τα πάντα. Ίσως έβλεπε το όλο θέμα σαν περιπέτεια, σαν παιχνίδι. Ίσως πίστευε ότι το να την απαγάγουν είχε την ίδια πλάκα με το να εκπαιδεύει άλογα ή εκείνες τις άθλιες τις νταμέην! Ωστόσο, ο Ματ καταλάβαινε πως ο ίδιος δεν ήταν παρά μια πέστροφα που περίμενε το αγκίστρι με το δόλωμα.
Έμεινε μακριά από τη μαβιά άμαξα για δύο μέρες. Δεν είχε νόημα να αρχίσει να τρέχει —το αγκίστρι βρισκόταν ήδη στο στόμα του, και το χειρότερο ήταν πως το είχε βάλει ο ίδιος— αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος να καταπιεί και το δόλωμα. Ήξερε, όμως, ότι το θέμα ήταν πότε θα αποφάσιζε η γυναίκα να τραβήξει επάνω το καλάμι.
Ο θίασος κινούνταν με αργό ρυθμό, αλλά τελικά έφτασαν στο πορθμείο από την άλλη πλευρά του Έλνταρ, το οποίο διέτρεχε την απόσταση από την Άλκινταρ στη δυτική όχθη έως την Κόραμεν στην ανατολική, μικρές και καθαρές, οχυρωμένες πόλεις, με πέτρινα κτίσματα με κεραμιδένιες σκεπές και μισή ντουζίνα πέτρινες αποβάθρες η καθεμία. Ο ήλιος σκαρφάλωνε ψηλά, τα σύννεφα ήταν ελάχιστα στον ουρανό και το χρώμα τους ήταν λευκό σαν φρεσκοπλυμένο μάλλινο. Μάλλον δεν θα έβρεχε σήμερα. Το πέρασμα θεωρείτο σημαντικό, με εμπορικά πλοία που έρχονταν από το πάνω μέρος του ποταμού δεμένα στις αποβάθρες και μεγάλα πορθμεία σαν μαούνες να πηγαινοέρχονται από τη μια πόλη στην άλλη, με τα κουπιά τους να σαρώνουν τα κύματα. Προφανώς, το ίδιο είχαν σκεφτεί κι οι Σωντσάν, οι οποίοι είχαν στήσει στρατόπεδα έξω κι από τις δύο πόλεις και, κρίνοντας από τα πέτρινα τείχη που είχαν αρχίσει να ανεγείρονται γύρω από τους καταυλισμούς και τις πέτρινες κατασκευές που υπήρχαν ήδη στο εσωτερικό τους, δεν σκόπευαν να φύγουν σύντομα.
Ο Ματ διέσχισε το ποτάμι μαζί με τις πρώτες άμαξες, καβάλα στον Πιπς. Το καφετί μουνούχι φάνταζε μάλλον συνηθισμένο σε ένα μη παρατηρητικό μάτι. Δεν έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου να κουβαλάει στη ράχη του έναν τύπο που φορούσε τραχύ μάλλινο πανωφόρι και μάλλινο σκούφο, τραβηγμένο έως τα αυτιά για να προστατεύεται από το κρύο. Δεν είχε περάσει στιγμή από το μυαλό του Ματ να τρέξει προς τις δασωμένες ράχες των περιοχών που βρίσκονταν πίσω από την Κόραμεν. Δηλαδή, το είχε σκεφτεί, αλλά όχι σοβαρά. Άλλωστε, η Τουόν θα τραβούσε το αγκίστρι, είτε αυτός το έσκαγε είτε όχι. Οπότε, έφερε τον Πιπς στη μία άκρη της πέτρινης αποβάθρας του πορθμείου, παρακολουθώντας τον θίασο να περνάει απέναντι και να προχωράει τσουλώντας μέσα από την πόλη. Στις αποβάθρες υπήρχαν κάμποσοι Σωντσάν, ένας ουλαμός από εύρωστους άντρες με τμηματικές πανοπλίες, βαμμένες σε έντονο γαλάζιο και χρυσαφί χρώμα, υπό τις διαταγές ενός λιγνού νεαρού αξιωματικού μ’ ένα λεπτό μπλε φτερό καρφωμένο στην παράξενη περικεφαλαία του. Έμοιαζαν να βρίσκονται εκεί για να επιβάλλουν την τάξη, αλλά ο αξιωματικός ήλεγξε τη βεβαίωση για τα άλογα κι ο Λούκα ρώτησε αν ο ευγενής άρχοντας γνώριζε κάποιο σημείο εκτός πόλεως κατάλληλο για τις παραστάσεις του θιάσου του. Ο Ματ μόνο που δεν έκλαιγε. Στον δρόμο, πίσω του, έβλεπε στρατιώτες να φορούν ριγωτές θωρακίσεις και να μπαινοβγαίνουν σε μαγαζιά και καπηλειά. Ένα ράκεν κατέβηκε ορμητικά από τα ουράνια με τα μακρόστενα ραβδωτά φτερά του και προσγειώθηκε έξω από έναν καταυλισμό, στην άλλη μεριά του ποταμού. Τρία-τέσσερα από αυτά τα πλάσματα με τον φιδίσιο λαιμό βρίσκονταν ήδη στο έδαφος. Θα πρέπει να υπήρχαν εκατοντάδες στρατιώτες σ’ αυτούς τους καταυλισμούς, μπορεί και χιλιάδες. Και το μόνο που ενδιέφερε τον Λούκα ήταν πώς θα έδινε παραστάσεις.
Έπειτα, ένα από τα πορθμεία χτύπησε στα διπλωμένα σχοινιά που χρησίμευαν ως κυματοθραύστες στην άκρη της αποβάθρας, κι η ράμπα κατέβηκε για να μπορέσει η μαβιά άμαξα να κυλήσει μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο πάνω στις πέτρες. Η Σετάλε οδηγούσε, ενώ η Σελούσια καθόταν στη μία πλευρά, παρατηρώντας μέσα από την κουκούλα του φθαρμένου κόκκινου μανδύα της. Από την άλλη μεριά, τυλιγμένη με έναν σκούρο μανδύα που δεν αποκάλυπτε ούτε μια ίντσα από το πρόσωπό της, βρισκόταν η Τουόν.
Ο Ματ νόμιζε πως τα μάτια του θα πετάγονταν από τις κόγχες τους, αν, δηλαδή, δεν πεταγόταν πρώτα η καρδιά του έξω από το στήθος του. Τα ζάρια είχαν ήδη αρχίσει να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του, με τον χαρακτηριστικό κρότο που έκαναν όταν κυλούσαν στην επιφάνεια ενός τραπεζιού. Αυτή τη φορά, η ματιά του Σκοτεινού θα έπεφτε επάνω του. Το ήξερε.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να προχωρεί δίπλα από την άμαξα με άνεση, λες κι η ζωή ήταν εξαίσια, διασχίζοντας την πλατιά κεντρική οδό εν μέσω τελάληδων που διαφήμιζαν τα μαγαζιά τους, και πλανόδιων που πουλούσαν διάφορα πράγματα στους δίσκους τους. Κι εν μέσω στρατιωτών Σωντσάν, βέβαια, οι οποίοι δεν βάδιζαν πια σε σχηματισμό και κοιτούσαν με ενδιαφέρον τις άμαξες με τα ζωηρά χρώματα. Προχωρούσε έφιππος, περιμένοντας ότι η Τουόν θ’ άρχιζε να φωνάζει. Μπορεί να του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα το έκανε, αλλά ένας αιχμάλωτος θα έλεγε οτιδήποτε προκειμένου να χαλαρώσουν οι αλυσίδες του. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βάλει μια φωνή, καλώντας χίλιους στρατιώτες Σωντσάν να την απελευθερώσουν. Τα ζάρια αναπηδούσαν και στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι του Ματ. Συνέχισε να προχωράει, περιμένοντας τη ματιά του Σκοτεινού:
Μα η Τουόν δεν έβγαλε μιλιά. Έριχνε περίεργες και προσεκτικές ματιές από την άκρη της βαθιάς κουκούλας της, όμως κατά τ’ άλλα κρατούσε κρυμμένο το πρόσωπό της, ακόμα και τα χέρια της, τυλιγμένη σ’ εκείνον τον σκούρο μανδύα και ζαρωμένη πάνω στη Σετάλε, σαν μικρό παιδί που αναζητά την προστασία της μάνας του μέσα σ’ ένα παράξενο πλήθος. Δεν είπε λέξη μέχρι που πέρασαν τις πύλες της Κόραμεν και ξεμάκρυναν με θόρυβο προς τη βάση της ράχης που υψωνόταν πίσω από την πόλη, όπου ο Λούκα είχε ήδη μαζέψει τις άμαξες του θιάσου. Τότε, ο Ματ συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Ναι, η γυναίκα θα του πετούσε το αγκίστρι και θα περίμενε με την ησυχία της.
Βεβαιώθηκε ότι όλες οι Σωντσάν κι οι Άες Σεντάι παρέμειναν στις άμαξές τους εκείνη τη νύχτα. Απ’ όσο ήξερε ο Ματ, κανείς δεν είχε δει πουθενά σουλ’ντάμ ή νταμέην, αλλά ήταν η πρώτη φορά που, τόσο οι Άες Σεντάι όσο κι η Τουόν, δεν του έφεραν την παραμικρή αντίρρηση, αν κι η Τουόν είχε ζητήσει κάτι που έκανε τα φρύδια της Σετάλε να ανασηκωθούν σχεδόν μέχρι το μέτωπό της. Το εξέφρασε ως παράκληση, ως υπενθύμιση μιας υπόσχεσης που της είχε δώσει ο Ματ, ο οποίος όμως καταλάβαινε πολύ καλά πότε μια γυναίκα απαιτούσε κάτι. Όπως και να έχει, ένας άντρας πρέπει να εμπιστεύεται τη γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί. Της είπε πως έπρεπε να το σκεφτεί, μόνο και μόνο για να μη νομίζει πως μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε. Το σκεφτόταν όλη μέρα, ενόσω ο Λούκα έστηνε τον θίασό του, κι άρχισε να το συλλογιέται τόσο έντονα, που ίδρωσε, ενώ οι Σωντσάν που έρχονταν να χαζέψουν τους ακροβάτες και τους ηθοποιούς αυξάνονταν ολοένα. Το σκεφτόταν ακόμα τη στιγμή που οι άμαξες έστριβαν ανατολικά, μέσα από τους λόφους, κινούμενες πιο αργά από κάθε άλλη φορά, αλλά γνώριζε πολύ καλά την απάντηση.
Την τρίτη μέρα από τότε που είχαν αφήσει πίσω τους το ποτάμι, έφθασαν στην πόλη του αλατιού, το Τζούραντορ, κι ο Ματ είπε στην Τουόν πως θα το έκανε. Η κοπέλα τού χαμογέλασε και τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του έπαψαν ξαφνικά. Θα το θυμόταν για πάντα αυτό. Του χαμογέλασε και τα ζάρια σταμάτησαν. Κι όμως, ακόμα κι ένας άντρας μπορούσε να κλάψει!