Η Αλβιάριν πέρασε μέσα από την πύλη, αφήνοντάς τη να κλείσει πίσω της με μία αχνή σχισμή λαμπερού γαλανόλευκου φωτός, και φταρνίστηκε σχεδόν αμέσως από τη σκόνη που σήκωσαν τα παπούτσια της. Αμέσως μετά, τραντάχτηκε από άλλο ένα φτάρνισμα, κι ακόμα ένα, που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Φωτισμένη μονάχα από τη λαμπερή σφαίρα που αιωρούνταν μπροστά της, η τραχιά επιφάνεια του τοίχου της αποθήκης, λαξεμένη στο βραχώδες υπόστρωμα τρία επίπεδα κάτω από τη Βιβλιοθήκη του Πύργου, ήταν άδεια εκτός από τη σκόνη που μάζευε εδώ κι αιώνες. Θα προτιμούσε να είχε επιστρέψει κατευθείαν στα διαμερίσματά της στον Πύργο, αλλά δεν αποκλείεται να έβρισκε εκεί κάποια καθαρίστρια επί το έργον, οπότε θα έπρεπε να ξεφορτωθεί το πτώμα με την ελπίδα να μην είχε προσέξει κανείς τη γυναίκα να μπαίνει στο δωμάτιό της. Μείνε κρυμμένη και μην προκαλείς την παραμικρή υποψία σε κανέναν, αυτό την είχε προστάξει η Μεσάνα, κάτι που φάνταζε μάλλον άτολμο τη στιγμή που το ίδιο το Μαύρο Άτζα έκανε ανέκαθεν ατιμώρητο ό,τι ήθελε στον Πύργο, αλλά όταν πρόσταζε κάτι ένας Εκλεκτός, θα έπρεπε να είσαι τρελός για να παρακούσεις. Αν, τουλάχιστον, υπήρχε περίπτωση να την ανακαλύψουν.
Εκνευρισμένη, η Αλβιάριν διαβίβασε για να διώξει τη σκόνη από τον αέρα, βροντώντας με τέτοια δύναμη την ενέργεια, που λίγο ακόμα και το πέτρινο πάτωμα θα ταρακουνιόταν. Δεν είχε καμιά όρεξη να το κάνει αυτό κάθε φορά αν σκοπός της ήταν να μαζέψει απλώς τη σκόνη σε μια γωνίτσα, αντί να την αφήσει να απλωθεί. Κανείς δεν είχε διεισδύσει τόσο βαθιά στο υπόγειο της Βιβλιοθήκης εδώ και πολλά χρόνια. Κανείς δεν θα πρόσεχε ότι ο χώρος ήταν πεντακάθαρος, ωστόσο κάποιος έκανε ήδη αυτό που δεν είχε κάνει κανείς ποτέ. Συνήθιζε να το κάνει κι η ίδια, και δεν ήθελε με τίποτα να την τσακώσουν εξαιτίας κάποιου τραγικού της λάθους. Πάντως, εξακολούθησε να μουγκρίζει μέσα από τα δόντια της καθώς έδιωχνε μέσω της διαβίβασης την κοκκινωπή λάσπη από τα παπούτσια της κι από το στρίφωμα της φούστας και του μανδύα της. Ήταν μάλλον απίθανο να καταλάβει κανείς ότι η λάσπη προερχόταν από το Τρεμάλκινγκ, το μεγαλύτερο από τα νησιά των Θαλασσινών, ίσως όμως αναρωτιόταν πώς η Αλβιάριν είχε καταφέρει να λασπωθεί έτσι. Η βάση του Πύργου ήταν θαμμένη κάτω από το χιόνι, εκτός από τα σημεία όπου είχε φτυαριστεί, και το χώμα είχε παγώσει και σκληρύνει. Εξακολουθώντας να μουρμουρίζει μονάχη της, διαβίβασε ξανά, για να καταπνίξει τον τριγμό των σκουριασμένων αρμών καθώς άνοιγε την τραχιά ξύλινη πόρτα. Ήταν σίγουρη ότι υπήρχε τρόπος να φτιάχνει μια ύφανση και να την κρύβει, οπότε δεν θα ήταν ανάγκη να απαλύνει το τρίξιμο κάθε φορά, αλλά η Μεσάνα είχε αρνηθεί να της τον διδάξει.
Η Μεσάνα ήταν η πραγματική πηγή της ανησυχίας της. Η Εκλεκτή δίδασκε όσα ήθελε η ίδια, τίποτα παραπάνω, κι άφηνε νύξεις για πράγματα θαυμαστά, τα οποία μετά κρατούσε για τον εαυτό της. Η Μεσάνα χρησιμοποιούσε την Αλβιάριν σαν παιδί για τα θελήματα. Έχοντας τεθεί επικεφαλής του Ανωτάτου Συμβουλίου, γνώριζε επακριβώς τα ονόματα όλων των Μαύρων αδελφών, αν κι η Μεσάνα δεν θα τα αποκάλυπτε ποτέ. Η γυναίκα αδιαφορούσε για το ποια θα εκτελούσε τις διαταγές της, αρκεί να τις εκτελούσε αυστηρά. Συχνά, επιθυμούσε να αναλάβει το έργο η ίδια η Αλβιάριν, αναγκάζοντάς τη να έχει δοσοληψίες με γυναίκες κι άντρες που θεωρούσαν εαυτούς ίσους μ’ εκείνη, απλώς και μόνο επειδή τύχαινε να υπηρετούν κι αυτοί τον Μέγα Άρχοντα. Δεν ήταν λίγες οι Φίλες που εξίσωναν τους εαυτούς τους με τις Άες Σεντάι, μερικές μάλιστα πίστευαν πως είναι ανώτερες. Το χειρότερο ήταν ότι η Μεσάνα τής είχε απαγορεύσει ρητά να τιμωρήσει παραδειγματικά έστω και μία από δαύτες. Δεν ήταν παρά σιχαμερά τρωκτικά, χωρίς την παραμικρή ικανότητα διαβίβασης, κι η Αλβιάριν ήταν αναγκασμένη να τους φέρεται ευγενικά μόνο και μόνο επειδή κάποιες υπηρετούσαν έναν άλλον Εκλεκτό! Ήταν ολοφάνερο ότι η Μεσάνα δεν μπορούσε να πει τίποτα με σιγουριά. Ανήκε στους Εκλεκτούς κι αυτό έκανε την Αλβιάριν να χαμογελάει κοιτώντας τη σκόνη του δρόμου όταν σκεφτόταν την αβεβαιότητά της.
Με την ωχρή φωτεινή μπάλα να αιωρείται μπροστά της φωτίζοντας τον δρόμο, η Αλβιάριν άρχισε να κατηφορίζει με μια ομαλή κίνηση τον τραχύ πέτρινο διάδρομο, στρώνοντας πίσω της τη σκόνη με ελαφρές κι απαλές κινήσεις Αέρα, έτσι ώστε να φαίνεται αδιατάρακτη, προβάροντας ταυτόχρονα τι θα έλεγε στη Μεσάνα. Τελικά, όμως, μάλλον δεν θα έλεγε τίποτα απ’ όσα είχε σκεφτεί, γεγονός που αύξανε κατακόρυφα τον εκνευρισμό της. Ακόμα κι η ηπιότερη κριτική απέναντι σ’ έναν Εκλεκτό οδηγούσε στον πόνο, ίσως και στον θάνατο, πιθανότατα και στα δύο. Για να επιβιώσει κανείς με τους Εκλεκτούς, ο μόνος τρόπος ήταν να ταπεινώνεται και να υπακούει, το πρώτο εξίσου σημαντικό με το δεύτερο. Άλλωστε, τι ήταν λίγη ταπείνωση μπροστά στην αθανασία; Έτσι, η Αλβιάριν θα αποκτούσε όση δύναμη επιθυμούσε, πολύ περισσότερη απ’ όση θα μπορούσε να χειριστεί μια Άμερλιν. Πρώτα, όμως, ήταν απαραίτητο να επιβιώσει.
Μόλις έφθασε στην κορυφή της πρώτης ράμπας που οδηγούσε επάνω, έπαψε πια να μπαίνει στον κόπο να κρύβει τα ίχνη της. Εδώ, δεν υπήρχε τόση σκόνη, κι όση υπήρχε ήταν σημαδεμένη από τους τροχούς των χειραμαξών κι από τα συρσίματα των ποδιών. Ακόμα ένα αδιόρατο ίχνος από πατήματα δεν θα γινόταν ποτέ ορατό. Ωστόσο, άρχισε να βαδίζει γοργά. Συνήθως, η σκέψη ότι θα ζούσε για πάντα, ότι θα έφτανε στο σημείο να χειρίζεται τη δύναμη μέσω της Μεσάνα, όπως έκανε τώρα μέσω της Ελάιντα, την έκανε να νιώθει αναζωογονημένη. Ήταν σχεδόν το ίδιο. Το να αναγκάσει τη Μεσάνα να συμμορφωθεί με την Ελάιντα ήταν ένα σχέδιο εξαιρετικά φιλόδοξο, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει κολλιτσίδα στη γυναίκα που θα σιγούρευε την άνοδό της. Σήμερα, στο μυαλό της στριφογύριζε το γεγονός πως ήταν εκτός Πύργου επί έναν μήνα σχεδόν. Η Μεσάνα δεν θα έμπαινε στον κόπο να χαλιναγωγήσει την Ελάιντα κατά τη διάρκεια της απουσίας της, αν και το σίγουρο ήταν πως, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά, οι Εκλεκτοί θα έριχναν το φταίξιμο στην Αλβιάριν. Βέβαια, η Ελάιντα ήταν τρομοκρατημένη ύστερα από την τελευταία φορά. Η γυναίκα ικέτευε να την ελευθερώσουν, για να μην υποστεί τα βασανιστήρια της Κυράς των Μαθητευομένων. Εννοείται πως ήταν αρκετά τρομαγμένη για να κάνει πίσω. Η Αλβιάριν έβγαλε την Ελάιντα από το μυαλό της, χωρίς να επιβραδύνει διόλου τον βηματισμό της.
Μια δεύτερη ράμπα τη μετέφερε ένα επίπεδο πιο πάνω, όπου κι εξαφάνισε τη λαμπερή μπάλα αφήνοντας το σαϊντάρ. Οι σκιές εδώ ήταν διάστικτες από μικρές λιμνούλες ασθενικού φωτός που σχεδόν άγγιζαν η μία την άλλη, ριγμένες από φανούς πάνω σε σιδερένια υποστηρίγματα κατά μήκος του πέτρινου τοίχου, ευθυγραμμισμένους αυστηρά σε αυτό το επίπεδο. Δεν κουνιόταν τίποτα, εκτός από κανέναν αρουραίο που το έβαζε στα πόδια, με τον αδιόρατο ήχο των νυχιών του να ακούγεται στο λιθόστρωτο, κάτι που την έκανε σχεδόν να χαμογελάσει. Σχεδόν. Τα μάτια του Μεγάλου Άρχοντα διαπερνούσαν πλέον τον Πύργο, παρ’ όλο που κανείς δεν έμοιαζε να έχει προσέξει ότι τα προστατευτικά ξόρκια δεν λειτουργούσαν. Δεν πίστευε ότι αυτό είχε να κάνει με τη Μεσάνα. Τα ξόρκια απλώς δεν λειτουργούσαν πια όπως θα έπρεπε. Υπήρχαν... κενά. Δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα αν το τρωκτικό την είχε δει ή αν θα ανέφερε όσα είχε δει, αλλά έσκυψε γρήγορα για να περάσει σε μια στενή κυκλική σκάλα. Μπορεί να υπήρχαν άνθρωποι σε αυτό το επίπεδο, και δεν εμπιστεύεσαι εξίσου ανθρώπους και ποντίκια.
Ίσως, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε, θα μπορούσε να βολιδοσκοπήσει τη Μεσάνα σχετικά μ’ εκείνη την απίθανη έκλαμψη της Δύναμης, όσο τουλάχιστον η γυναίκα ήταν ακόμα... ευάλωτη. Οι Εκλεκτοί θα νόμιζαν πως κάτι έκρυβε αν το ανέφερε. Κάθε γυναίκα στον κόσμο με τη δυνατότητα της διαβίβασης θα αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Έπρεπε να είναι προσεκτική, μην τυχόν και της ξέφευγε κάτι που θα υποδήλωνε ότι είχε επισκεφθεί το σημείο αρκετή ώρα μετά την εξαφάνιση της έκλαμψης, ασφαλώς —δεν ήταν τόσο ηλίθια, να πάει κατευθείαν στο στόμα του λύκου!— αν κι η Μεσάνα έμοιαζε να πιστεύει πως η Αλβιάριν έπρεπε να ασχολείται με τις αγγαρείες της δίχως να αφιερώνει καθόλου χρόνο στον εαυτό της. Άραγε, όντως πίστευε ότι δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει; Καλύτερα, όμως, να έδινε αυτή την εντύπωση. Προς το παρόν, τουλάχιστον.
Φτάνοντας στην κορυφή της σκάλας, ανάμεσα στους ίσκιους, σταμάτησε μπροστά στη μικρή απλή πόρτα, μετά βίας τελειωμένη από τη μία πλευρά, για να ηρεμήσει κάπως και να διπλώσει τον μανδύα γύρω από το μπράτσο της. Μπορεί η Μεσάνα να ήταν μία από τους Εκλεκτούς, αλλά εξακολουθούσε να είναι άνθρωπος και να κάνει λάθη. Αν όμως έκανε η Αλβιάριν λάθος, θα τη σκότωνε στο λεπτό. Ταπεινώσου, υπάκουσε και θα επιζήσεις. Και να είσαι πάντα επιφυλακτική. Τα ήξερε όλα αυτά πολύ πριν συναντήσει κάποιον Εκλεκτό. Τράβηξε το επιτραχήλιο της Λευκής Τηρήτριας από το πουγκί της ζώνης της και το τοποθέτησε γύρω από τον λαιμό της. Άνοιξε ίσα-ίσα την πόρτα κι αφουγκράστηκε προσεκτικά. Σιωπή, όπως αναμενόταν. Μπήκε στο Ένατο Θεματοφυλάκιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στην εσωτερική πλευρά, η πόρτα ήταν εξίσου απλή και λεία, λάμποντας αμυδρά.
Η Βιβλιοθήκη του Πύργου ήταν χωρισμένη σε δώδεκα θεματοφυλάκια, απ’ όσο τουλάχιστον γνώριζε ο κόσμος, και το Ένατο ήταν το μικρότερο, κατάμεστο από κείμενα σχετικά με διάφορες μορφές αριθμητικής. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι μεγάλο δωμάτιο, σε μακρόστενο οβάλ σχήμα με πεπιεσμένο θόλο για οροφή, γεμάτο με σειρές από ψηλά, ξύλινα ράφια, καθένα εκ των οποίων τριγυριζόταν από έναν στενό διάδρομο, τέσσερα πόδια ψηλότερα από το εφτάχρωμο πλακόστρωτο. Ψηλές σκαλωσιές στέκονταν παράπλευρα στα ράφια πάνω σε ρόδες, έτσι ώστε να μετακινούνται εύκολα τόσο στο δάπεδο, όσο και στους διαδρόμους, καθώς κι ανακλώμενοι ορειχάλκινοι φανοί πάνω σε παραστάδες με βάσεις τόσο βαριές, που για να μετακινηθούν, χρειάζονταν τρεις-τέσσερις άντρες. Η Βιβλιοθήκη δεν ξέμενε ποτέ από Φωτιά. Οι όρθιοι φανοί έκαιγαν με λαμπερή φλόγα, έτοιμοι να φωτίσουν τον δρόμο οποιασδήποτε αδελφής επιθυμούσε να βρει κάποιο βιβλίο ή κάποιο χειρόγραφο προστατευμένο σε κουτί, αλλά ένα καροτσάκι με ράφια που περιείχε τρεις μεγάλους δερματόδετους τόμους, έτοιμους για αντικατάσταση, βρισκόταν ακόμα καταμεσής της πτέρυγας, ακριβώς όπως το θυμόταν την τελευταία φορά που είχε έρθει εδώ. Δεν καταλάβαινε την ανάγκη για τόσο διαφορετικές μορφές αριθμητικής ή γιατί είχαν γραφτεί τόσο πολλά βιβλία αναφορικά με το θέμα, και παρ’ ότι ο Πύργος υπερηφανευόταν ότι διέθετε τη μεγαλύτερη συλλογή βιβλίων στον κόσμο, καλύπτοντας κάθε πιθανό γνωστικό αντικείμενο, μάλλον οι περισσότερες Άες Σεντάι συμφωνούσαν μαζί της. Η Αλβιάριν δεν είχε δει ποτέ άλλη αδελφή στο Ένατο Θεματοφυλάκιο, εξ ου και το χρησιμοποιούσε ως προσωπική της είσοδο. Στάθηκε στις φαρδιές και προκλητικά ορθάνοιχτες αψιδωτές πόρτες κι αφουγκράστηκε, μέχρι που βεβαιώθηκε ότι ο διάδρομος παραπέρα ήταν άδειος. Κατόπιν, γλίστρησε έξω. Ο καθένας θα παραξενευόταν αν την έβλεπε να δείχνει ενδιαφέρον για τα βιβλία.
Καθώς προχωρούσε βιαστικά κατά μήκος του κυρίως διαδρόμου, όπου οι πλάκες του δαπέδου απλώνονταν σε επαναλαμβανόμενες σειρές στα χρώματα των Άτζα, συνειδητοποίησε πως η Βιβλιοθήκη ήταν υπερβολικά σιωπηλή, ακόμα και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ελάχιστες Άες Σεντάι που παρέμεναν στον Πύργο. Όλο και κάποιες αδελφές έβλεπε, καθώς και τις βιβλιοθηκαρίους —κάποιες Καφετιές κατέλυαν σε διαμερίσματα στα ανώτερα επίπεδα, εκτός από τα δωμάτιά τους στον Πύργο— αλλά οι τεράστιες φιγούρες που ήταν σκαλισμένες στα τοιχώματα των διαδρόμων, άνθρωποι ιδιόμορφα ντυμένοι κι αλλόκοτα ζώα με ύψος πάνω από δέκα πόδια, ίσως να ήταν οι μόνες κάτοικοι της Βιβλιοθήκης. Τα ρεύματα του αέρα έκαναν τις ρόδες των περίτεχνων σκαλιστών φανών, που κρέμονταν δέκα πόδια πάνω από το κεφάλι της, να τρίζουν αδιόρατα στις αλυσίδες τους. Τα βήματά της ακούγονταν αφύσικα δυνατά, αντηχώντας απαλά από τη θολωτή οροφή.
«Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» ακούστηκε η σιγανή φωνή μιας γυναίκας πίσω της.
Η Αλβιάριν στράφηκε να κοιτάξει ξαφνιασμένη, ενώ ο μανδύας κόντεψε να πέσει από πάνω της πριν καταφέρει να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Ήθελα απλώς να κάνω μια βόλτα στη Βιβλιοθήκη, Ζεμάιλ», είπε, αισθανόμενη μια σουβλιά έντονου εκνευρισμού. Αν ένιωθε τόσο νευρικά προσπαθώντας να βρει μια εξήγηση απέναντι σε μια απλή βιβλιοθηκάριο, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αποκτήσει πολύ μεγάλο αυτοέλεγχο πριν να δώσει αναφορά στη Μεσάνα. Επιθυμούσε σχεδόν να πει στη Ζεμάιλ όσα συνέβαιναν στο Τρεμάλκινγκ, μόνο και μόνο για να δει τις αντιδράσεις της γυναίκας.
Η ήπια έκφραση στο σκοτεινό πρόσωπο της Καφετιάς αδερφής δεν άλλαξε, αλλά μια χροιά αδιευκρίνιστου συναισθήματος αλλοίωσε κάπως τον τόνο της φωνής της. Ψηλή κι ισχνή, η Ζεμάιλ διατηρούσε ανέκαθεν αυτή την αίσθηση επιφύλαξης και κρατούσε πάντα αποστάσεις, αν κι η Αλβιάριν υποπτευόταν πως δεν ήταν και τόσο ντροπαλή, ούτε τόσο ευχάριστη. «Κατανοητό. Η Βιβλιοθήκη είναι τόπος γαλήνης κι οι καιροί είναι δύσκολοι για όλους μας. Για σένα, ειδικά, είναι ακόμα πιο δύσκολοι».
«Σωστά», αποκρίθηκε η Αλβιάριν σχεδόν μηχανικά. Δύσκολοι καιροί, ειδικά για την ίδια; Σκέφτηκε να παρασύρει τη γυναίκα σε κάποια απόμερη γωνιά, όπου θα μπορούσε να τη ρωτήσει μερικά πράγματα κι έπειτα να την ξεφορτωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή πρόσεξε άλλη μία Καφετιά, μια παχουλή γυναίκα, πιο μελαψή κι απ’ τη Ζεμάιλ, που τις παρατηρούσε από ένα σημείο λίγο πιο κάτω στον διάδρομο. Η Έιντεν κι η Ζεμάιλ θεωρούνταν μάλλον ανίσχυρες στη Δύναμη, αλλά ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να τις ξεκάνει ταυτόχρονα. Τι γύρευαν, άραγε, κι οι δύο εδώ κάτω; Σπάνια τις έβλεπε κανείς εκεί γύρω, αφού κυρίως πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα δωμάτια των επάνω διαζωμάτων, που μοιράζονταν με τη Νυέιν, την τρίτη Θαλασσινή αδελφή, και το περιβόητο Δέκατο Τρίτο Θεματοφυλάκιο, όπου κρατούνταν τα μυστικά αρχεία. Κι οι τρεις τους δούλευαν εκεί με εξοντωτικούς ρυθμούς. Η Αλβιάριν άρχισε να προχωράει, πασχίζοντας να πείσει τον εαυτό της ότι εκδήλωνε νευρικότητα δίχως λόγο, αλλά δεν κατάφερε να απαλύνει αυτή την έντονη αίσθηση ανάμεσα στους ώμους της.
Η απουσία των βιβλιοθηκαρίων που φρουρούσαν την μπροστινή είσοδο αύξησε την ανησυχία της. Οι βιβλιοθηκάριοι πάντα στέκονταν σε κάθε είσοδο, φροντίζοντας να μη λείψει ούτε ένα κομματάκι χαρτί από τη βιβλιοθήκη δίχως να έχουν οι ίδιες πλήρη επίγνωση. Η Αλβιάριν διαβίβασε, για να ανοίξει μία από τις ψηλές σκαλιστές πόρτες πριν ακόμα τη φτάσει, και την άφησε να στέκεται ανοικτή στους μπρούντζινους αρμούς της καθώς η ίδια άρχισε να κατεβαίνει τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλοπάτια. Το πλατύ πέτρινο μονοπάτι με τις σειρές από βελανιδιές που οδηγούσε στον πανύψηλο λευκό άξονα του Πύργου είχε καθαριστεί, αλλά και να μην είχε καθαριστεί, η Αλβιάριν θα χρησιμοποιούσε τη Δύναμη για να λιώσει το χιόνι μπροστά στα πόδια της, κι ας σκέφτονταν οι άλλες ό,τι ήθελαν. Η Μεσάνα είχε καταστήσει σαφές ότι, όποιος διακινδύνευε να μάθει την ύφανση του Ταξιδέματος, θα πλήρωνε πολύ ακριβά το τίμημα. Άλλωστε, αν ήξερε την ύφανση, θα Ταξίδευε μέσα σε ένα λεπτό. Με τον Πύργο ακριβώς μπροστά της, να δεσπόζει πάνω από τα δέντρα και να λαμποκοπά στο αχνό ηλιόφως του πρωινού, θα μπορούσε να βρεθεί εκεί μ’ ένα της βήμα. Αντί γι’ αυτό, όμως, κατέπνιξε την παρόρμηση να τρέξει.
Δεν της προκάλεσε εντύπωση που βρήκε τους πλατιούς, ψηλούς διαδρόμους του Πύργου άδειους. Μερικοί βιαστικοί υπηρέτες, με τη λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον στο στήθος, άρχισαν τις υποκλίσεις καθώς τους προσπερνούσε, αλλά ήταν λιγότερο σημαντικοί κι από τα ρεύματα του αέρα, που έκαναν τους επίχρυσους όρθιους φανούς να τρεμοπαίζουν και τα ζωηρόχρωμα κρεμαστά χαλιά στους χιονάτους τοίχους να αναδεύονται. Τούτες τις μέρες, φυσικά, οι αδελφές κλείνονταν στα διαμερίσματα των Άτζα τους όσο το δυνατόν περισσότερο, κι εκτός κι αν συναντούσε κάποιο μέλος του δικού της σιναφιού, ακόμα και μια Άες Σεντάι που ανήκε στο Μαύρο Άτζα δεν θα της πρόσφερε τίποτα. Εκείνη τις ήξερε, αλλά εκείνες δεν την ήξεραν. Επιπλέον, δεν σκόπευε να αποκαλυφθεί σε καμία αν δεν ήταν ανάγκη. Ίσως μερικά από αυτά τα θαυμαστά όργανα της Εποχής των Θρύλων, για τα οποία είχε κάνει λόγο η Μεσάνα, να της επέτρεπαν κάποια μέρα να ανακρίνει άμεσα οποιαδήποτε αδελφή θα συναντούσε, με την προϋπόθεση ότι η γυναίκα θα τα φανέρωνε, αλλά προς το παρόν εξακολουθούσαν να ισχύουν οι κωδικοποιημένες εντολές, αφημένες σε μαξιλάρια ή σε μυστικά σημεία. Αυτό που κάποτε έμοιαζε με σχεδόν άμεσες αντιδράσεις, φάνταζε τώρα σαν ατελείωτη αναμονή. Ένας ρωμαλέος, καραφλός υπηρέτης, που εκείνη τη στιγμή υποκλινόταν, ξερόβηξε ηχηρά κι η Αλβιάριν πάσχισε να φανεί ήρεμη. Υπερηφανευόταν για την ψυχρή κι απόμακρη εντύπωση που έδινε, παρουσιάζοντας πάντα μια παγερή κι ατάραχη όψη. Όπως και να έχει, το να είναι κατηφής μέσα στον Πύργο δεν θα την οδηγούσε πουθενά.
Υπήρχε ένα άτομο στον Πύργο που η Αλβιάριν ήξερε ακριβώς πού θα το έβρισκε, κάποια από την οποία μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει απαντήσεις χωρίς να φοβάται τι θα σκεφτόταν. Βέβαια, ακόμα κι εδώ χρειαζόταν λίγη προσοχή —οι απρόσεκτες ερωτήσεις αποκάλυπταν πιο πολλά απ’ ό,τι άξιζαν οι περισσότερες απαντήσεις— αλλά η Ελάιντα θα μπορούσε να της τα πει όλα. Αναστέναξε κι άρχισε να ανεβαίνει.
Η Μεσάνα τής είχε αναφέρει ένα ακόμη θαύμα της Εποχής των Θρύλων, κάτι που πολύ θα ήθελε να δει. Λεγόταν «ανελκυστήρας». Οι ιπτάμενες μηχανές, βέβαια, έδιναν πολύ πιο μεγαλοπρεπή εντύπωση, αλλά ήταν ευκολότερο να φανταστεί μια μηχανική επινόηση που μπορούσε να σε μεταφέρει από όροφο σε όροφο. Δεν ήταν απολύτως σίγουρη πως είχαν υπάρξει στον κόσμο κτήρια αρκετές φορές ψηλότερα του Λευκού Πύργου —σε ολόκληρη την υφήλιο, ούτε καν η Πέτρα του Δακρύου δεν συναγωνιζόταν το ύψος του Πύργου— αλλά και μόνο η επίγνωση των «ανελκυστήρων» αρκούσε για να της φανεί ιδιαίτερα κοπιαστικό το σκαρφάλωμα των σπειροειδών διαδρόμων και των μεγαλόπρεπων σκαλωσιών.
Έκανε μια στάση στο γραφείο της Άμερλιν, κάπου τρία πατώματα πάνω, αλλά, όπως αναμενόταν, και τα δύο δωμάτια ήταν αδειανά, ενώ τα γυμνά τραπέζια ήταν καλογυαλισμένα. Και τα ίδια τα δωμάτια φάνταζαν γυμνά, καθότι δεν υπήρχαν ταπισερί και στολίδια, παρά μόνο τραπέζια, καθίσματα κι αφώτιστοι όρθιοι φανοί. Η Ελάιντα σπάνια κατέβαινε από τα διαμερίσματά της, κοντά στην κορυφή του Πύργου, κάτι που το πάλαι ποτέ θεωρούνταν αποδεκτό, μια κι έτσι η Άμερλιν απομονωνόταν ευκολότερα από τον υπόλοιπο Πύργο. Ελάχιστες αδελφές σκαρφάλωναν μέχρις αυτού του σημείου με τη θέλησή τους. Σήμερα, ωστόσο, από τη στιγμή που η Αλβιάριν είχε ήδη σκαρφαλώσει σχεδόν ογδόντα απλωσιές, σκεφτόταν σοβαρά να αναγκάσει την Ελάιντα να κατέβει.
Το καθιστικό της Ελάιντα ήταν άδειο, βέβαια, μολονότι ένας φάκελος με χαρτιά πάνω στο γραφείο μαρτυρούσε ότι κάποιος είχε βρεθεί εκεί πριν από λίγο. Ωστόσο, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για να δει το περιεχόμενο και να κρίνει αν η Ελάιντα έπρεπε να τιμωρηθεί επειδή τα είχε στην κατοχή της. Η Αλβιάριν άφησε τον μανδύα της στο γραφείο κι άνοιξε την πόρτα με την πρόσφατα σκαλισμένη Φλόγα της Ταρ Βάλον, από την οποία έλειπε μόνον ένα στρώμα επιχρύσωσης κι οδηγούσε βαθύτερα στα διαμερίσματα.
Εξεπλάγη με την ανακούφιση που ένιωσε μόλις είδε την Ελάιντα να κάθεται πίσω από το σκαλισμένο κι επιχρυσωμένο γραφείο, με το εφτάριγο —ή, μάλλον, εξάριγο πλέον— επιτραχήλιο γύρω από τον λαιμό της και την καμωμένη από φεγγαρόπετρες Φλόγα της Ταρ Βάλον να ξεχωρίζει ανάμεσα στα χρυσά ποικίλματα της ράχης του καθίσματος πάνω από το κεφάλι της. Μια βασανιστική ανησυχία, την οποία δεν είχε αφήσει να εξωτερικευτεί μέχρι τώρα, ήταν η πιθανότητα να είχε πεθάνει εξαιτίας κάποιου ανόητου ατυχήματος, κάτι που θα εξηγούσε το σχόλιο της Ζεμάιλ. Η εκλογή νέας Άμερλιν μπορεί να έπαιρνε μήνες, ακόμα και με τις επαναστάτριες ή οποιονδήποτε άλλον προ των πυλών, αλλά οι μέρες της ως Τηρήτριας θα ήταν μετρημένες. Αυτό, όμως, που την ξάφνιασε περισσότερο κι από την ανακούφιση που ένιωσε ήταν η παρουσία των μισών και παραπάνω Καθημένων στην Αίθουσα, στημένων μπροστά από το γραφείο, με τα κροσσωτά τους επώμια. Κάτι ήξερε η Ελάιντα που τιμούσε αυτού του είδους την αντιπροσωπεία με την παρουσία της. Το τεράστιο επιχρυσωμένο ρολόι τοίχου, τόσο παραφορτωμένο με στολίδια, ώστε φάνταζε φθηνιάρικο, ήχησε αρμονικά δύο φορές, σημαίνοντας την Υψηλή Ώρα, ενώ οι μικρές σμαλτωμένες φιγούρες των Άες Σεντάι ξεπήδησαν από τις μικροσκοπικές πόρτες στην πρόσοψή του καθώς η Αλβιάριν άνοιγε το στόμα της για να αναγγείλει στις Καθήμενες ότι έπρεπε να συσκεφθεί ιδιαιτέρως με την Άμερλιν, κάτι που θα τις ανάγκαζε να φύγουν χωρίς γκρίνιες κι άγριες ματιές. Ως Τηρήτρια, κανονικά δεν είχε το δικαίωμα για να τις διατάξει να φύγουν, αλλά ήξεραν καλά ότι η εξουσία της εκτεινόταν πέραν του επωμίου της, αν και δεν είχαν ιδέα πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο.
«Αλβιάριν», είπε η Ελάιντα, πριν η γυναίκα προλάβει να πει κουβέντα, κι η φωνή της ήταν γεμάτη έκπληξη. Η σκληράδα στο πρόσωπο της Ελάιντα χαλάρωσε κι η ίδια φάνηκε μάλλον ευχαριστημένη. Το στόμα της συστράφηκε και κάτι σαν χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Η Ελάιντα δεν είχε λόγους να χαμογελάει εδώ κι αρκετό καιρό. «Κάτσε εκεί και κάνε ησυχία μέχρι να βρω χρόνο να ασχοληθώ μαζί σου», είπε, κουνώντας αυτοκρατορικά το χέρι της προς μία γωνιά του δωματίου. Οι Καθήμενες μετακινήθηκαν ανήσυχα κι άρχισαν να σιάζουν τα επώμιά τους. Η Σουάνα, μια εύρωστη γυναίκα, έριξε ένα σκληρό βλέμμα στην Αλβιάριν, ενώ η Σέβαν, ψηλή σαν άντρας κι εξίσου πλατύστερνη, την κοίταξε κατάματα κι ανέκφραστα, αν κι οι υπόλοιπες απέφυγαν τη ματιά της.
Η Αλβιάριν απέμεινε να χάσκει αποσβολωμένη κι άκαμπτη στο μεταξωτό χαλί με τα ζωηρά σχέδιά. Αυτό εδώ δεν ήταν απλώς ανταρσία εκ μέρους της Ελάιντα — αυτή η γυναίκα μάλλον είχε αποτρελαθεί!— αλλά τι στο όνομα του Μεγάλου Άρχοντα είχε συμβεί για να αποκτήσει τόσο θράσος;
Το χέρι της Ελάιντα έπεσε με κρότο στην επιφάνεια του γραφείου, ένα χτύπημα που έκανε ένα από τα λουστραρισμένα κουτιά να αναπηδήσει. «Όταν σε προστάζω να κάτσεις στη γωνία, Κόρη», είπε μιλώντας σιγανά και με πολύ επικίνδυνο τόνο, «περιμένω να υπακούσεις». Τα μάτια της λαμπύρισαν. «Ή μήπως πρέπει να καλέσω την Κυρά των Μαθητευομένων για να παρακολουθήσουν κι οι αδελφές την "ιδιαίτερη" τιμωρία σου;»
Ένα κοκκίνισμα πλημμύρισε το πρόσωπο της Αλβιάριν, που φανέρωνε εν μέρει ταπείνωση κι εν μέρει οργή. Ήταν πρωτοφανές να ακούει κάποια να της μιλάει κατάμουτρα με αυτόν τον τρόπο! Φόβος ξεπήδησε από μέσα της, αναστατώνοντας τα σωθικά της. Λίγα λόγια εκ μέρους της θα αρκούσαν για να κατηγορηθεί εις διπλούν η Ελάιντα επειδή είχε στείλει τις αδελφές στην καταστροφή τους και στην αιχμαλωσία. Ήδη είχαν αρχίσει να σχηματίζονται φήμες σχετικά με τα γεγονότα στην Καιρχίν. Φήμες ομιχλώδεις κι αόριστες προς το παρόν, αλλά που έτειναν κάθε μέρα να γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένες. Επιπλέον, από τη στιγμή που θα μαθευόταν ότι η Ελάιντα είχε στείλει πενήντα αδελφές ενάντια σε εκατοντάδες άντρες με τη δυνατότητα της διαβίβασης, ούτε οι επαναστατημένες αδελφές που ξεχειμώνιαζαν στο Μουράντυ με τον στρατό τους δεν θα ήταν ικανές να διατηρήσουν το επιτραχήλιο, ή το ίδιο το κεφάλι, της Άμερλιν πάνω στους ώμους της. Δεν θα τολμούσε με τίποτα να κάνει κάτι τέτοιο. Εκτός αν... Εκτός αν δυσφημούσε την Αλβιάριν ως μέλος του Μαύρου Άτζα, κάτι που θα την έκανε να κερδίσει λίγο χρόνο. Ελάχιστο, βέβαια, από τη στιγμή που κι γεγονότα σχετικά με τα Πηγάδια του Ντουμάι και τον Μαύρο Πύργο θα γίνονταν γνωστά, αλλά η Ελάιντα ήταν έτοιμη να πιαστεί από οπουδήποτε. Όχι, δεν ήταν δυνατόν, αποκλείεται να ήταν δυνατόν. Σίγουρα, η διαφυγή ήταν αδύνατη. Αν μη τι άλλο, αν η Ελάιντα ήταν έτοιμη να προβεί σε ενοχοποιήσεις, το φευγιό θα ήταν η επιβεβαίωσή τους. Από την άλλη, αν η Αλβιάριν το έσκαγε, η Μεσάνα θα την έβρισκε και θα τη σκότωνε. Όλα αυτά άστραψαν μες στο μυαλό της καθώς έσερνε τα μολυβένια της πόδια για να σταθεί στη γωνία σαν μετανιωμένη μαθητευόμενη. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, θα υπήρχε τρόπος να συνέλθει. Πάντα υπήρχε τρόπος. Αν άκουγε, ίσως να τον έβρισκε. Άλλωστε, θα μπορούσε να προσευχηθεί, αν υποθέσουμε πως ο Άρχων του Σκότους εισάκουγε τις προσευχές.
Η Ελάιντα την περιεργάστηκε για λίγο κι έπειτα ένευσε ικανοποιημένη. Ωστόσο, τα μάτια της εξακολουθούσαν να λάμπουν από έξαψη. Ανασήκωσε το καπάκι ενός από τα τρία λακαρισμένα κουτιά πάνω στο γραφείο, τράβηξε ένα μικρό φιλντισένιο ομοίωμα χελώνας, μαυρισμένο από την πολυκαιρία, κι άρχισε να το χαϊδεύει με τα δάχτυλά της. Το είχε συνήθειο να θωπεύει τα σκαλιστά ομοιώματα των κουτιών όταν ήθελε να καταπραΰνει τα νεύρα της. «Λοιπόν», είπε. «Μου εξηγούσατε γιατί πρέπει να μπω σε διαδικασία διαπραγματεύσεων».
«Δεν ζητούσαμε άδεια, Μητέρα», αποκρίθηκε κοφτά η Σουάνα, τινάζοντας το πηγούνι της, ένα πηγούνι θεληματικό, που υποδήλωνε αλαζονεία, την οποία δεν είχε πρόβλημα να δείξει σε οποιονδήποτε. «Τέτοιου είδους αποφάσεις ανήκουν στη δικαιοδοσία της Αίθουσας. Το Κίτρινο Άτζα τάσσεται υπέρ». Πράγμα που σήμαινε ότι έτρεφε τα ίδια συναισθήματα. Ήταν επικεφαλής του Κίτρινου Άτζα, η Πρώτη Υφάντρια, κάτι που η Αλβιάριν ήξερε επειδή το Μαύρο Άτζα γνώριζε σχεδόν όλα τα μυστικά των Άτζα, και σύμφωνα με τη γνώμη της Σουάνα, η δική της άποψη ήταν και η άποψη του Άτζα της.
Η Ντόεσιν, μια άλλη Κίτρινη που ήταν παρούσα, λοξοκοίταξε τη Σουάνα, αλλά δεν είπε τίποτα. Χλωμή και λεπτή σαν παιδάκι, έδινε την εντύπωση πως, στην πραγματικότητα, δεν θα ήθελε να παρίσταται, μοιάζοντας πιότερο με ένα χαριτωμένο αλλά κατσούφικο αγοράκι που το έσερναν από το αυτί. Οι Καθήμενες συχνά αρνούνταν κάθετα τις εξαναγκαστικές προσταγές των επικεφαλής των Άτζα, αλλά δεν ήταν αδιανόητο να είχε βρει η Σουάνα κάποιον άλλον τρόπο.
«Πολλές από τις Λευκές υποστηρίζουν τις συζητήσεις», είπε η Φεράν, κοιτάζοντας συνοφρυωμένη, λες κι η προσοχή της είχε διασπαστεί, μια κηλίδα από μελάνι σε ένα από τα χοντρά της δάχτυλα. «Δεδομένων των συνθηκών, είναι ό,τι πιο λογικό μπορούμε να κάνουμε». Ήταν η Πρώτη Συλλογίστρια, επικεφαλής του Λευκού Άτζα, αλλά —αντίθετα από τη Σουάνα— δεν θεωρούσε πως οι απόψεις της ταυτίζονταν με τις απόψεις του Άτζα της. Η Φεράν ήταν συχνά ανέκφραστη σαν τις χειρότερες Καφετιές —τα μακριά μαύρα μαλλιά, που πλαισίωναν το στρογγυλό της πρόσωπο, χρειάζονταν επειγόντως χτένισμα, κι ένα μέρος από τα κρόσσια του επωμίου της έμοιαζε να έχει βουτηχτεί από απροσεξία στο τσάι του πρωινού της— αλλά είχε τη δυνατότητα να ανιχνεύσει οποιοδήποτε κενό στη λογική κάποιου επιχειρήματος. Θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται εκεί από δική της πρωτοβουλία, αφού δεν πίστευε πως χρειαζόταν βοήθεια από τις υπόλοιπες Λευκές Καθήμενες.
Ακουμπώντας στη ράχη του ψηλού της καθίσματος, η Ελάιντα άρχισε να τις αγριοκοιτάζει, με τα δάχτυλά της να χαϊδεύουν ολοένα και πιο γρήγορα τη χελώνα, κι η Αντάγια μίλησε βιαστικά χωρίς καν να κοιτάει την Ελάιντα, προσποιούμενη πως τακτοποιούσε το επώμιο με τα γκρίζα κρόσσια πάνω στα μπράτσα της.
«Το θέμα, Μητέρα, είναι ότι πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τελειώσει ειρηνικά αυτή η ιστορία», είπε, κι η Ταραμπονέζικη προφορά ήταν έντονη στα λόγια της, όπως συνέβαινε κάθε φορά που αισθανόταν ανήσυχη. Μια και συχνά ήταν μαζεμένη και διστακτική όταν βρισκόταν η Ελάιντα τριγύρω, στράφηκε να κοιτάξει τη Γιουκίρι, λες κι ήλπιζε να βρει εκεί κάποια υποστήριξη, αλλά η λεπτοκαμωμένη και μικροκαμωμένη γυναίκα έστρεψε ελαφρά το κεφάλι της αλλού. Η Γιουκίρι ήταν εντυπωσιακά επίμονη για τόσο μικροκαμωμένη γυναίκα. Αντίθετα με την Ντόεσιν, δεν θα ανταποκρινόταν σε κάποια εξαναγκαστική διαταγή του Άτζα της, αλλά τότε, για ποιο λόγο βρισκόταν εδώ αφού δεν το ήθελε; Συνειδητοποιώντας πως, τελικά, δεν θα έβρισκε υποστήριξη πουθενά, η Αντάγια συνέχισε με σπουδή. «Δεν πρέπει με τίποτα να επιτρέψουμε να ξεσπάσουν μάχες στους δρόμους της Ταρ Βάλον ή στον ίδιο τον Πύργο. Ειδικά εκεί. Μέχρι στιγμής, οι επαναστάτριες μοιάζουν ικανοποιημένες με το να κάθονται και να παρακολουθούν την πόλη, αλλά αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Ανακάλυψαν εκ νέου το Ταξίδεμα, Μητέρα, και το χρησιμοποίησαν για να μεταφέρουν έναν ολόκληρο στρατό σε μια απόσταση εκατοντάδων λευγών. Πρέπει να αρχίσουμε τις διαπραγματεύσεις πριν αποφασίσουν να χρησιμοποιήσουν το Ταξίδεμα για να φέρουν όλον αυτόν τον στρατό στην Ταρ Βάλον, ειδάλλως όλα είναι χαμένα, ακόμα κι αν κερδίσουμε».
Έχοντας κάνει τις παλάμες της γροθιά κι ακουμπώντας τες πάνω στη φούστα της, η Αλβιάριν ξεροκατάπιε ηχηρά. Νόμιζε πως τα μάτια της ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Οι επαναστάτριες γνώριζαν το Ταξίδεμα και βρίσκονταν ήδη στην Ταρ Βάλον; Κι αυτές εδώ οι ανόητες ήθελαν να κάνουν διαπραγματεύσεις; Διέκρινε τα καλοσχεδιασμένα πλάνα και τους προσεκτικά επιλεγμένους στόχους να εξατμίζονται σαν πούσι σε καλοκαιρινό ήλιο. Ίσως ο Σκοτεινός Άρχοντας να την άκουγε αν προσευχόταν αρκετά δυνατά.
Το σκοτείνιασμα της Ελάιντα δεν υποχώρησε στο ελάχιστο, αλλά άφησε προσεκτικά κάτω τη φιλντισένια χελώνα κι η φωνή της έγινε σχεδόν κανονική. Περίπου, δηλαδή, όπως ήταν πριν παρέμβει η Αλβιάριν. Κάτω από τα ήπια λόγια της υπήρχε ένας ατσάλινος πυρήνας. «Το Καφέ και το Πράσινο Άτζα υποστηρίζουν εξίσου τις συνομιλίες;»
«Το Καφέ», άρχισε να λέει η Σέβαν, αλλά σούφρωσε τα χείλη της σκεπτική κι αποφάσισε να μη συνεχίσει. Εξωτερικά, έμοιαζε εντελώς ισορροπημένη, αν κι ασυνείδητα έτριβε τους μακρόστενους αντίχειρές της πάνω στους κοκαλιάρικους δείκτες της. «Το Καφέ είναι ξεκάθαρο όσον αφορά στο ιστορικό προηγούμενο. Όλες σας έχετε διαβάσει τη μυστική ιστορία, κι αν δεν το έχετε κάνει, θα έπρεπε. Όποτε ο Πύργος ήταν διχασμένος, ακολουθούσε όλεθρος για όλον τον κόσμο. Με την Τελευταία Μάχη προ των πυλών, σ’ έναν κόσμο που εμπεριέχει τον Μαύρο Πύργο, δεν πρέπει να παραμείνουμε διχασμένες ούτε μία μέρα».
Δύσκολα θα έλεγε κανείς πως το πρόσωπο της Ελάιντα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο σκοτεινό, αλλά στην αναφορά του Μαύρου Πύργου, έγινε. «Και το Πράσινο;» Η φωνή της ακουγόταν ακόμα ελεγχόμενη.
Και οι τρεις Πράσινες Καθήμενες ήταν παρούσες, κάτι που υποδήλωνε ή ότι αλληλοϋποστηρίζονταν μεταξύ τους με θέρμη ή ότι ήταν πολύ μεγάλη η πίεση εκ μέρους της επικεφαλής των Πρασίνων. Η Τάλεν, σαν ανώτερη, ήταν εκείνη που θα έπρεπε να δώσει μια απάντηση στην Ελάιντα —οι Πράσινες ήταν εξαιρετικά σχολαστικές με την ιεραρχία σχεδόν σε όλα— αλλά η ψηλή χρυσομάλλα γυναίκα έριξε για κάποιο λόγο μια ματιά στη Γιουκίρι κι αμέσως μετά, περιέργως, στην Ντόεσιν. Κατόπιν, χαμήλωσε τη ματιά της και στάθηκε ακίνητη, τραβώντας αφηρημένα την πράσινη μεταξένια φούστα της. Η Ρίνα συνοφρυώθηκε ελαφρά, ζαρώνοντας απορημένα την ανασηκωμένη της μύτη, αλλά μια και φορούσε το επώμιο για λιγότερο από πενήντα χρόνια, εναπόκειτο στη Ρουμπίντε να απαντήσει. Η Ρουμπίντε ήταν μια σθεναρή γυναίκα, αν και πλάι στην Τάλεν φάνταζε κοντόχοντρη και σχεδόν συνηθισμένη, παρά τα ζαφειρένια της μάτια.
«Μου δόθηκε εντολή να κάνω τις ίδιες παρατηρήσεις με τη Σέβαν», είπε, αγνοώντας το ξαφνιασμένο βλέμμα που της έριξε η Ρίνα. Ήταν ολοφάνερο ότι η Αντελόρνα, η Πράσινη «Στρατηγός», είχε πιέσει τα πράγματα, κι ήταν εξίσου ολοφάνερο ότι η Ρουμπίντε διαφωνούσε για το κατά πόσον επιθυμούσε να το κάνει δημοσίως γνωστό. «Η Τάρμον Γκάι’ντον είναι καθ’ οδόν, ο Μαύρος Πύργος δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μεγάλη απειλή, κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι εξαφανισμένος, αν όχι νεκρός. Δεν έχουμε περιθώριο να παραμείνουμε διχασμένες. Αν η Αντάγια μπορεί να πείσει τις επαναστάτριες να επιστρέψουν στον Πύργο, πρέπει να της δώσουμε μια ευκαιρία να το προσπαθήσει».
«Κατάλαβα», είπε άτονα η Ελάιντα. Παραδόξως, το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλά της κι ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Τότε, έχετε την άδειά μου να προσπαθήσετε να τις μεταπείσετε αν μπορείτε. Τα διατάγματά μου, όμως, εξακολουθούν να ισχύουν. Το Γαλάζιο Άτζα δεν υπάρχει πια και κάθε αδελφή που θα ακολουθήσει αυτή την παιδούλα, την Εγκουέν αλ’Βέρ, θα αναγκαστεί σε πράξη μετάνοιας υπό την καθοδήγησή μου πριν ξαναγίνει δεκτή σε οποιοδήποτε Άτζα. Σκοπεύω να ενώσω τον Λευκό Πύργο, να τον χρησιμοποιήσω ως όπλο στην Τάρμον Γκάι’ντον».
Η Φεράν κι η Σουάνα κάτι πήγαν να πουν, με την ένσταση να διαγράφεται έντονη στα πρόσωπά τους, αλλά η Ελάιντα τις διέκοψε ανασηκώνοντας το χέρι της. «Μίλησα, κόρες. Και τώρα, φύγετε. Και φροντίστε να πάνε καλά οι... διαπραγματεύσεις».
Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Καθήμενες ήταν να δείξουν ανοικτά την περιφρόνησή τους. Τα δικαιώματα της Αίθουσας ήταν και δικά τους, αλλά η Αίθουσα σπάνια τολμούσε να παραβιάσει την εξουσία της Έδρας της Άμερλιν, εκτός αν ήταν ενωμένη ενάντια στην Άμερλιν, αλλά η συγκεκριμένη Αίθουσα μόνο ενωμένη δεν ήταν, κάτι που είχε φροντίσει να διασφαλίσει η Αλβιάριν. Η Φεράν με τη Σουάνα έφυγαν, στητές και με σφιγμένα χείλη, ενώ η Αντάγια μόνο που δεν το έβαλε στα πόδια. Καμία δεν κοίταξε προς την κατεύθυνση της Αλβιάριν.
Η γυναίκα δεν περίμενε καν να κλείσει η πόρτα πίσω από την τελευταία αδελφή. «Καταλαβαίνεις, Ελάιντα, ότι αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό, όχι να παρασύρεσαι από περιστασιακές θυμηδίες». Ήξερε ότι φλυαρούσε, αλλά δεν το έβαλε κάτω. «Η καταστροφή στα Πηγάδια του Ντουμάι κι η σχεδόν σίγουρη καταστροφή στον Μαύρο Πύργο είναι ικανές να σε ανατρέψουν. Με χρειάζεσαι για να εξακολουθήσεις να έχεις στην κατοχή σου τη ράβδο και το επιτραχήλιο. Με χρειάζεσαι, Ελάιντα. Εσύ...» Έκλεισε ερμητικά το στόμα της πριν η γλώσσα της μαρτυρήσει τα πάντα. Θα έπρεπε να υπάρχει άλλος τρόπος.
«Εκπλήσσομαι που επέστρεψες», είπε η Ελάιντα. Σηκώθηκε, τακτοποιώντας την κόκκινη ριγωτή φούστα της. Ποτέ της δεν παρέκκλινε από το συνήθειο να ντύνεται ως Κόκκινη. Παραδόξως, χαμογελούσε καθώς έκανε τον γύρο του τραπεζιού, και το χαμόγελο αυτό δεν ήταν μια απλή υποψία αλλά ένα πλήρες κύρτωμα των χειλιών της, που δήλωνε ικανοποίηση. «Μήπως κρυβόσουν μέσα στην πόλη από τότε που κατέφθασαν οι επαναστάτριες; Νόμιζα πως, μόλις το έμαθες, πήρες το πρώτο πλοίο που βρήκες μπροστά σου. Ποιος να το πίστευε ότι ανακάλυψαν ξανά το Ταξίδεμα; Φαντάσου τι μπορούμε να κάνουμε εμείς μόλις το μάθουμε». Εξακολουθώντας να χαμογελάει, βάδισε με μια κίνηση σαν να γλιστρούσε πάνω στο χαλί.
«Λοιπόν, για να δούμε. Έχω να φοβάμαι κάτι από σένα; Οι ιστορίες που διαδίδονται από την Καιρχίν δεν είναι παρά παραμύθια του Πύργου, αλλά ακόμα κι αν οι αδελφές όντως υπακούνε σε αυτό το αγοράκι, τον αλ’Θόρ, πράγμα το οποίο προσωπικά δεν πιστεύω, όλοι κατηγορούν την Κόιρεν, η οποία είχε την απόλυτη ευθύνη του ερχομού του εδώ. Άρα, σύμφωνα με τις αδελφές, πρέπει να υποβληθεί σε ανάκριση και να καταδικαστεί». Η Ελάιντα σταμάτησε μπροστά στην Αλβιάριν, στριμώχνοντάς τη στη γωνία. Το χαμόγελό δεν άγγιξε ποτέ τα μάτια της, τα οποία γυάλιζαν. Η Αλβιάριν αδυνατούσε να αποτραβηχτεί από αυτό το βλέμμα. «Μέσα στην τελευταία βδομάδα ακούστηκαν πολλά και για τον Μαύρο Πύργο». Στην αναφορά του ονόματος, τα χείλη της Ελάιντα συσπάστηκαν από αηδία. «Φαίνεται πως υπάρχουν πολύ περισσότεροι άντρες απ’ όσους υπέθεσες, αλλά όλοι θεώρησαν πως η Τοβέιν θα σκεφτόταν να μάθει πληροφορίες πριν επιτεθεί. Κάναμε κάμποσες συζητήσεις γύρω από αυτό το θέμα. Αν επιστρέψει ηττημένη και με την ουρά στα σκέλια, θα υποστεί τις ανάλογες συνέπειες. Έτσι, οι απειλές σου...»
Η Αλβιάριν τρίκλισε πάνω στον τοίχο, πασχίζοντας να διώξει από μπροστά της τις φωτεινές κουκίδες, πριν συνειδητοποιήσει πως η άλλη γυναίκα την είχε χαστουκίσει. Ένιωθε ήδη το μάγουλό της πρησμένο. Η λάμψη του σαϊντάρ είχε ήδη περικυκλώσει την Ελάιντα κι η θωράκιση είχε ακινητοποιήσει την Αλβιάριν πριν προλάβει να κουνηθεί, αποκόπτοντάς την από τη Δύναμη. Η Ελάιντα όμως, δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει τη Δύναμη. Εξακολουθώντας να χαμογελάει, τράβηξε προς τα πίσω τη γροθιά της.
Αργά, η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε το χέρι της να πέσει, αν και δεν απέσυρε τη θωράκιση. «Θα το χρησιμοποιήσεις στ’ αλήθεια αυτό;» ρώτησε με σχεδόν ήπια φωνή.
Το χέρι της Αλβιάριν τινάχτηκε απότομα από τη λαβή του μαχαιριού στη ζώνη της. Το είχε αδράξει αντανακλαστικά, αλλά ακόμα κι αν η Ελάιντα δεν είχε στην κατοχή της τη Δύναμη, θα ήταν αυτοκτονία να τη σκοτώσει τη στιγμή που τόσες Καθήμενες γνώριζαν ότι οι δύο γυναίκες ήταν μαζί. Ωστόσο, το πρόσωπό της εξακολουθούσε να καίει όταν η Ελάιντα ρουθούνισε περιφρονητικά.
«Πολύ θα ήθελα να δω τον λαιμό σου στον τάκο του δήμιου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Αλβιάριν, αλλά μέχρι να βρω τις αποδείξεις που χρειάζομαι, μπορώ να κάνω μερικά πράγματα ακόμα. Μήπως θυμάσαι πόσες φορές ήρθε η Σιλβιάνα για να μου επιβάλει κατ’ ιδίαν τιμωρίες; Ελπίζω να θυμάσαι, γιατί, για κάθε μέρα που υπέφερα, εσύ θα υποφέρεις δέκα φορές παραπάνω. Α, και κάτι άλλο». Με μια απότομη κίνηση, τράβηξε άγρια το επιτραχήλιο της Τηρήτριας από τον λαιμό της Αλβιάριν. «Μια και κανείς δεν μπορούσε να σε βρει από τότε που κατέφθασαν οι επαναστάτριες, ζήτησα από την Αίθουσα να σε καθαιρέσει από Τηρήτρια. Φυσικά, δεν το ζήτησα από κάθε μέλος της, αφού μπορεί να ασκείς ακόμη κάποια επιρροή εκεί. Ωστόσο, αποδείχτηκε εξαιρετικά εύκολο να λάβω ομόφωνη συναίνεση από όλες όσες ήταν παρούσες εκείνη τη μέρα. Μια Τηρήτρια υποτίθεται πως βρίσκεται πλάι στην Άμερλιν που υπηρετεί, δεν σουλατσάρει όπου θέλει. Βέβαια, ίσως δεν ασκείς την παραμικρή επιρροή, μια κι αποδείχτηκε πως όλον αυτόν τον καιρό κρυβόσουν στην πόλη. Ή, μήπως, επέστρεψες νομίζοντας ότι θα βρεις τα πάντα κατεστραμμένα κι ότι θα μπορούσες να διασώσεις κάτι από τα συντρίμμια;
»Δεν έχει και πολλή σημασία. Ίσως θα ήταν καλύτερα για σένα να μπεις στο πρώτο πλοιάριο που θα αναχωρούσε από την Ταρ Βάλον. Πρέπει, όμως, να παραδεχτώ ότι η εικόνα τού να περιπλανιέσαι ντροπιασμένη από το ένα χωριό στο άλλο, χωρίς να τολμάς να δείξεις το πρόσωπό σου σε κάποια άλλη αδελφή, ωχριά μπροστά στην ευχαρίστηση που θα πάρω όταν σε δω να υποφέρεις. Τώρα, χάσου από μπροστά μου πριν αποφασίσω ότι ο ραβδισμός είναι προτιμότερος από τα λουριά της Σιλβιάνα». Απομακρύνθηκε, πετώντας κάτω το λευκό επιτραχήλιο κι απελευθερώνοντας το σαϊντάρ. Κατευθύνθηκε στο κάθισμά της, λες κι η Αλβιάριν είχε πάψει πια να υπάρχει.
Η Αλβιάριν δεν έφυγε απλώς, το έβαλε στα πόδια, τρέχοντας μανιασμένα σαν να ένιωθε στον σβέρκο της την ανάσα των Σκοτεινόσκυλων. Από τη στιγμή που άκουσε τη λέξη προδοσία, δεν μπορούσε καλά-καλά να σκεφτεί. Η λέξη αυτή, έτσι όπως αντηχούσε στο μυαλό της, την έκανε να θέλει να ουρλιάξει. Η προδοσία σήμαινε μονάχα ένα πράγμα. Η Ελάιντα γνώριζε τα πάντα κι έψαχνε να βρει αποδείξεις. Ίσως ο Σκοτεινός Άρχων να έδειχνε οίκτο — κάτι που δεν έκανε ποτέ, ωστόσο. Ο οίκτος ήταν για τους φοβισμένους και τους αδύναμους. Η ίδια, όμως, δεν φοβόταν απλώς. Κόντευε να εκραγεί από τρόμο.
Άρχισε να τρέχει μανιασμένα μέσα στον Πύργο· αν υπήρχε κανένας υπηρέτης στους διαδρόμους, ούτε καν τον πρόσεξε. Τυφλωμένη από τρόμο, δεν έβλεπε τίποτα πέρα απ’ ό,τι βρισκόταν ακριβώς μπροστά της. Κατέβηκε τρέχοντας μέχρι το έκτο επίπεδο, στα διαμερίσματά της. Υπέθετε πως, προς το παρόν τουλάχιστον, εξακολουθούσαν να την ανήκουν. Τα δωμάτια με το μπαλκόνι που δέσποζε πάνω από τη μεγάλη πλατεία, μπροστά στον Πύργο, ήταν μέρος του γραφείου της Τηρήτριας. Προς το παρόν, της αρκούσε να έχει ακόμη στην κατοχή της αυτούς τους χώρους. Της έδιναν μία ακόμα ευκαιρία να ζήσει.
Η επίπλωση είχε ακόμα το Ντομανικό στυλ, παρακαταθήκη της προηγούμενης ενοίκου, δηλαδή ωχρό απογυμνωμένο ξύλο με ένθετα όστρακα με μαργαριτάρια και κεχριμπάρι. Μόλις έφθασε στην κρεβατοκάμαρα, άνοιξε απότομα μια ντουλάπα κι έπεσε στα γόνατα αρχίζοντας να πετάει τριγύρω ρούχα, για να ψάξει στο βάθος για ένα μικρό σεντούκι, ένα κουτί λιγότερο από δύο παλάμες πλατύ, το οποίο της ανήκε εδώ και πολλά χρόνια. Το σκάλισμα στην επιφάνεια του κουτιού ήταν περίτεχνο αλλά κάπως αδέξιο, μερικές σειρές ποικίλων εξογκωμάτων που είχαν γίνει από κάποιον χαράκτη περισσότερο φιλόδοξο παρά ικανό. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς το κουβαλούσε στο τραπέζι, και το απίθωσε για να σκουπίσει τις ιδρωμένες της παλάμες στο φόρεμά της. Το κόλπο για να ανοίξει το κουτί ήταν να απλώσει στην επιφάνειά του τα δάχτυλά της όσο περισσότερο γινόταν, έτσι ώστε να πιέσει συγχρόνως τέσσερα εξογκώματα πάνω στο σκαλιστό πλαίσιο, κανένα εκ των οποίων δεν ήταν ίδιο με τα άλλα. Το καπάκι ανασηκώθηκε ελαφρά κι η Αλβιάριν το άφησε πίσω, αποκαλύπτοντας το πολυτιμότερο απόκτημά της, τυλιγμένο σαν μικρό δέμα σε καφετί ύφασμα για να μην κροταλίζει σε περίπτωση που κάποια υπηρέτρια κουνούσε το κουτί. Οι περισσότεροι υπηρέτες του Πύργου ούτε που διανοούνταν την κλοπή, αλλά αυτό δεν ίσχυε υποχρεωτικά για όλους.
Για μια στιγμή, η Αλβιάριν απέμεινε να ατενίζει το δέμα. Ήταν το πολυτιμότερο απόκτημά της, κάτι που αναγόταν στην Εποχή των Θρύλων, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε τολμήσει να το χρησιμοποιήσει. Η Μεσάνα τής είχε πει να το χρησιμοποιήσει μόνο στη χειρότερη περίπτωση, στην πιο απελπιστική της ανάγκη, αλλά τι μπορούσε να είναι τρομερότερο από αυτό που της συνέβαινε τώρα; Η Μεσάνα έλεγε ότι αυτό το πράγμα δεν θα έσπαγε ακόμα κι αν το χτυπούσε με σφυρί, αλλά η Αλβιάριν το ξετύλιξε με κινήσεις τόσο λεπτεπίλεπτες σαν να άγγιζε ένα εύθραυστο κομμάτι γυαλιού, αποκαλύπτοντας ένα τερ’ανγκριάλ, μια λαμπερή κόκκινη ράβδο όχι μεγαλύτερη από τον δείκτη της, εντελώς λεία εκτός από μερικές καλοδουλεμένες γραμμές στην επιφάνειά του, που σχημάτιζαν κυματοειδή αλληλοσυνδεόμενα σχήματα. Αγκαλιάζοντας την Πηγή, άγγιξε το σχήμα φτιάχνοντας λεπτές ροές Φωτιάς και Γης σε δύο από τις αλληλοσυνδέσεις, αν κι αυτό δεν ήταν απαραίτητο την Εποχή των Θρύλων, αλλά κάτι που ήταν γνωστό τότε ως «αμετάβλητες ροές» δεν υπήρχε πια. Ένας κόσμος όπου σχεδόν κάθε τερ’ανγκριάλ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από ανθρώπους ανίκανους να διαβιβάσουν, φάνταζε αλλόκοτος πέραν πάσης κατανόησης. Γιατί το επέτρεπαν, άραγε;
Πιέζοντας δυνατά με τον αντίχειρά της τη μία άκρη της ράβδου —η Δύναμη δεν αρκούσε από μόνη της— κάθισε κάτω βαριά κι έγειρε στη χαμηλή πλάτη του καθίσματός της, κοιτώντας το αντικείμενο που κρατούσε. Η δουλειά είχε γίνει. Ένιωθε κενή, σαν απέραντος άδειος χώρος όπου οι φόβοι φτερούγιζαν στο σκοτάδι σαν πελώριες νυχτερίδες.
Αντί να τυλίξει ξανά το τερ’ανγκριάλ, το έχωσε στο πουγκί της ζώνης της κι ανασηκώθηκε ίσα-ίσα για να τοποθετήσει ξανά το κουτί στην ντουλάπα. Μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλής, δεν σκόπευε να αφήσει ούτε στιγμή τη ράβδο. Από την άλλη, όμως, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κάτσει και να περιμένει, λικνιζόμενη μπρος-πίσω και με τα χέρια διπλωμένα πάνω στα γόνατα. Όσο κατάφερνε να περιορίσει τα βογγητά που ξέφευγαν ανάμεσα από τα δόντια της, τόσο περιόριζε και το λίκνισμα. Από καταβολής Πύργου, καμία αδελφή δεν είχε κατηγορηθεί ως μέλος του Μαύρου Άτζα. Βέβαια, πάντα υπήρχαν υποψίες για μεμονωμένες αδελφές, κι από καιρού εις καιρόν όλο και κάποιες Άες Σεντάι πέθαιναν προκειμένου να μην επεκταθούν αυτές οι υποψίες, αλλά επίσημη κατηγορία δεν είχε απαγγελθεί ποτέ. Από τη στιγμή που η Ελάιντα είχε μιλήσει ανοιχτά περί δήμιου, σήμαινε ότι ήταν έτοιμη να προσάψει κατηγορίες. Πανέτοιμη, μάλιστα. Όταν οι υποψίες κόντευαν να γίνουν βεβαιότητες, οι Μαύρες αδελφές είχαν την τάση να εξαφανίζονται. Το Μαύρο Άτζα παρέμενε κρυφό ανεξαρτήτως κόστους. Ευχήθηκε να έπαυε να γογγύζει.
Ξαφνικά, το φως του δωματίου χαμήλωσε κι ο χώρος τυλίχτηκε στις περιδινούμενες σκιές του λυκόφωτος. Το ηλιόφως στα πλαίσια των παραθύρων έμοιαζε ανίκανο να διαπεράσει τα γυάλινα τζάμια. Η Αλβιάριν έπεσε αμέσως στα γόνατα χαμηλώνοντας τη ματιά της. Έτρεμε, επιθυμώντας όσο τίποτα άλλο να διώξει τους φόβους της, αλλά με τους Εκλεκτούς ήταν αναγκαίο να ακολουθηθεί το τυπικό. «Ζω για να σε υπηρετώ, Μεγάλη Αφέντρα», είπε, αυτό και τίποτα άλλο. Της ήταν αδύνατον να αντέξει λεπτό, πόσω μάλλον μία ολόκληρη ώρα, κραυγάζοντας από πόνο. Έσφιγγε δυνατά τα χέρια της, για να πάψουν να τρέμουν.
«Ποια είναι η επείγουσα ανάγκη για την οποία με καλείς, παιδί μου;» Η φωνή ήταν γυναικεία, κρυστάλλινη και καμπανιστή, αν κι η ηχώ της ακουγόταν κάπως δυσαρεστημένη. Ευτυχώς, γιατί αν ακουγόταν θυμωμένη, θα σήμαινε θάνατο επί τόπου. «Αν νομίζεις πως θα σηκώσω το δαχτυλάκι μου για να ανακτήσεις το επιτραχήλιο της Τηρήτριας, πλανάσαι. Μπορείς ακόμα να πραγματοποιήσεις αυτό που επιθυμώ, μόνο που θα χρειαστεί λίγη προσπάθεια. Θεώρησε δε την τιμωρία από την Κυρά των Μαθητευομένων ως ελάχιστη ποινή εκ μέρους μου. Σε προειδοποίησα να μην το παρατραβήξεις με την Ελάιντα».
Η Αλβιάριν ξεροκατάπιε, χωρίς καν να σκεφτεί να διαμαρτυρηθεί. Η Ελάιντα δεν ανήκε στις γυναίκες που λύγιζαν τόσο εύκολα. Η Μεσάνα έπρεπε να το γνωρίζει. Οι διαμαρτυρίες, όμως, όπως και πολλά άλλα πράγματα, είναι πάντα επικίνδυνες όταν έχεις απέναντι σου έναν Εκλεκτό. Όπως και να έχει, τα λουριά της Σιλβιάνα ήταν ψιλοπράγματα συγκριτικά με τον τάκο του δήμιου.
«Η Ελάιντα ξέρει τα πάντα, Αφέντρα», είπε ξέπνοα, ανασηκώνοντας ελάχιστα το βλέμμα της. Μπροστά της στεκόταν μια γυναίκα από φως και σκιές, ντυμένη στις φωτοσκιάσεις, στα κατάμαυρα και στα ασημόλευκα που έρρεαν και συγχωνεύονταν. Ασημιά μάτια την κοίταζαν βλοσυρά μέσα από ένα πρόσωπο φτιαγμένο από καπνό, ενώ τα ασημένια χείλη ήταν σφιγμένα κι ερμητικά κλειστά. Δεν ήταν παρά μια Ψευδαίσθηση, όχι καλύτερη από οποιαδήποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει η ίδια η Αλβιάριν. Μια υποψία πράσινης μεταξωτής φούστας, κεντητής με περίτεχνες ταινίες από ορείχαλκο, φάνηκε καθώς η Μεσάνα έκανε μια κίνηση, σαν να γλιστρούσε, πάνω στο Ντομανικό χαλί. Η Αλβιάριν, ωστόσο, δεν μπορούσε να διακρίνει τις υφάνσεις που έφτιαχναν την Ψευδαίσθηση, όπως δεν μπορούσε να αισθανθεί κι αυτές που είχε χρησιμοποιήσει η γυναίκα για να καταφθάσει ή για να σκιάσει το δωμάτιο. Απ’ όσο μπορούσε να διαισθανθεί, η Μεσάνα δεν διαβίβαζε καν! Ο πόθος γι’ αυτά τα δύο μυστικά συνήθως την κατέτρωγε, αλλά σήμερα ούτε καν του έδινε σημασία. «Γνωρίζει ότι ανήκω στο Μαύρο Άτζα, Μεγάλη Αφέντρα. Για να με ξεσκεπάσει, πάει να πει όχι έβαλε κάποιον να ψάξει πολύ βαθιά. Δεκάδες από τις όμοιες μας μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο, ίσως κι όλες». Καλύτερα να εξογκώνεις μια απειλή αν θέλεις να είσαι σίγουρη για ανταπόκριση. Ίσως αυτό να λειτουργούσε καλύτερα.
Η ανταπόκριση της Μεσάνα, όμως, ήταν μια αποπεμπτική κίνηση ενός ασημιού χεριού. Το πρόσωπό της λαμπύρισε σαν το φεγγάρι, ενώ τα μάτια της ήταν πιο μαύρα κι από κάρβουνα. «Γελοιότητες. Η Ελάιντα δεν μπορεί να αποφασίσει από τη μια μέρα στην άλλη αν πιστεύει στην ύπαρξη του Μαύρου Άτζα ή όχι. Απλώς, προσπαθείς να πονέσεις όσο το δυνατόν λιγότερο. Ίσως, όμως, λίγο περισσότερος πόνος σε διδάξει καλύτερα να μην κάνεις λάθη». Η Αλβιάριν άρχισε να την ικετεύει καθώς η Μεσάνα σήκωσε το χέρι της ψηλότερα, και μια ύφανση, την οποία θυμόταν πολύ καλά, σχηματίστηκε στον αέρα. Έπρεπε να κάνει αυτή τη γυναίκα να καταλάβει!
Ξαφνικά, οι σκιές του δωματίου τρεμόπαιξαν και καθετί φάνηκε να αλλάζει θέση καθώς το σκοτάδι πύκνωσε, μοιάζοντας πλέον με τεράστια μεταμεσονύχτια μάζα. Κατόπιν, το σκοτάδι χάθηκε. Κατάπληκτη, η Αλβιάριν βρέθηκε με τα χέρια της απλωμένα ικετευτικά προς το μέρος μιας γαλανομάτας γυναίκας από σάρκα και οστά, ντυμένης με μια πράσινη φορεσιά με χάλκινα κεντήματα. Μια γυναίκα με τρομερά οικείο πρόσωπο, σχεδόν μεσήλικη. Ήξερε καλά ότι η Μεσάνα κυκλοφορούσε στον Πύργο μεταμφιεσμένη σε κάποια από τις αδελφές, αν και κανένας από τους Εκλεκτούς που είχε συναντήσει δεν έδειχνε σημάδια θολερότητας, αλλά αδυνατούσε να ταιριάξει αυτό το πρόσωπο με κάποιο όνομα. Επιπλέον, συνειδητοποίησε και κάτι άλλο. Το πρόσωπο αυτό ήταν τρομαγμένο, αν και το έκρυβε καλά.
«Στάθηκε πολύ χρήσιμη», είπε η Μεσάνα χωρίς να ακούγεται διόλου φοβισμένη, με φωνή που υποδήλωνε κάποιου είδους αναγνώριση, «και τώρα θα χρειαστεί να τη σκοτώσω».
«Ανέκαθεν ήσουν... υπερβολικά σπάταλη», αποκρίθηκε μια τραχιά φωνή, σαν να τσακίζονταν σάπια κόκαλα κάτω από μπότα.
Η Αλβιάριν κόντεψε να σωριαστεί από το σοκ όταν αντίκρισε την ψηλή σιλουέτα ενός άντρα με κυματοειδή μαύρη θωράκιση, όλο αλληλεπικαλυπτόμενες πλάκες σαν λέπια φιδιού, να στέκεται μπροστά στο παράθυρο. Ωστόσο, δεν ήταν ακριβώς άντρας. Στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια, το αναιμικό πρόσωπο είχε μονάχα λείο, νεκρό και κατάλευκο δέρμα. Η γυναίκα είχε συναντήσει και στο παρελθόν έναν Μυρντράαλ στην υπηρεσία του Σκοτεινού Άρχοντα, καταφέρνοντας μάλιστα να κοιτάξει κατάματα το αόμματο βλέμμα του χωρίς να αφήσει να την κυριεύσει ο τρόμος που προκαλούσαν αυτές οι επίπονες ματιές, αλλά ετούτος εδώ την έκανε να συρθεί ψηλαφιστά στο πάτωμα, μέχρι που η πλάτη της χτύπησε στο πόδι ενός τραπεζιού. Τα Καρτέρια ήταν σαν δυο σταγόνες νερό, ψηλά, λυγερά κι απαράλλαχτα, αλλά αυτό εδώ ήταν ένα κεφάλι ψηλότερο κι έμοιαζε να ακτινοβολεί φόβο, που της τρυπούσε τα κόκαλα. Χωρίς να σκεφτεί καν, απλώθηκε για να αδράξει την Πηγή, και λίγο έλειψε να ουρλιάξει, Η Πηγή είχε εξαφανιστεί! Δεν ήταν καν θωρακισμένη. Απλούστατα, δεν υπήρχε τίποτα να αδράξει! Ο Μυρντράαλ την κοίταξε και χαμογέλασε. Τα Καρτέρια δεν χαμογελούσαν ποτέ. Ποτέ. Η ανάσα της έβγαινε σφυριχτή και τραχιά.
«Μπορεί να φανεί χρήσιμη», είπε ο Μυρντράαλ με οξεία κι εκνευριστική φωνή. «Δεν θα ήθελα να καταστραφεί το Μαύρο Άτζα».
«Και ποιος είσαι εσύ που προκαλείς μία Εκλεκτή;» απαίτησε να μάθει η Μεσάνα όλο περιφρόνηση» αλλά χάλασε την εντύπωση γλείφοντας τα χείλη της.
«Πιστεύεις πως το Χέρι της Σκιάς είναι μια απλή ονομασία;» Η φωνή του Μυρντράαλ είχε πάψει να τρίζει πλέον. Ακουγόταν κενή, λες και μούγκριζε μέσα από σπηλιές αφάνταστου βάθους. Το πλάσμα μεγάλωσε καθώς μιλούσε, εξογκώνοντας το μέγεθός του, μέχρι που το κεφάλι του άγγιξε την οροφή. «Κλήθηκες, αλλά δεν ήρθες. Το χέρι μου φτάνει πολύ μακριά, Μεσάνα».
Τρέμοντας ολοφάνερα, η Εκλεκτή άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, να ικετεύσει ίσως, αλλά έξαφνα μαύρες φλόγες φούντωσαν γύρω της κι η γυναίκα ούρλιαξε καθώς τα ρούχα της έπεφταν από το κορμί της και γίνονταν σκόνη. Λωρίδες μαύρης φλόγας τής έδεσαν τα χέρια στα πλευρά, τυλίχτηκαν σφικτά γύρω από τα πόδια της, ενώ μια κοχλάζουσα μπάλα μαυρίλας φάνηκε μέσα στο στόμα της, ανοίγοντάς της τα σαγόνια με το ζόρι. Η γυναίκα σφάδαζε γυμνή κι απροστάτευτη κι η έκφραση στα μάτια της, που είχαν γυρίσει προς τα μέσα, έκανε την Αλβιάριν να θέλει να τα κάνει επάνω της.
«Θέλεις να μάθεις γιατί πρέπει να τιμωρηθεί μία από τους Εκλεκτούς;». Η φωνή ήταν και πάλι τραχιά και διαπεραστική κι ο Μυρντράαλ φάνταζε σαν ένα πανύψηλο Καρτέρι, αλλά η Αλβιάριν δεν ξεγελάστηκε. «Θέλεις να παρακολουθήσεις;» τη ρώτησε.
Θα έπρεπε να πέσει με το πρόσωπο στο πάτωμα, να συρθεί εκλιπαρώντας για τη ζωή της, αλλά ούτε να κουνηθεί μπορούσε, ούτε να πάρει το βλέμμα της από αυτή την αόμματη ματιά. «Όχι, Μέγα Άρχοντα», κατάφερε να πει με στόμα ξερό σαν σκόνη. Ήξερε. Έμοιαζε απίθανο, αλλά ήξερε. Ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της.
Ο Μυρντράαλ χαμογέλασε ξανά. «Πολλοί γκρεμοτσακίστηκαν επειδή επιθυμούσαν να μάθουν πολλά».
Το πλάσμα άρχισε να ρέει προς το μέρος της —όχι, όχι πλάσμα— ο ίδιος ο Μέγας Άρχων, ντυμένος με το δέρμα ενός Μυρντράαλ, άρχισε να ρέει προς το μέρος της. Ήταν σαν να περπατούσε, βέβαια, αλλά δεν υπήρχε άλλη περιγραφή για τον τρόπο που κινούνταν. Η ωχρή μαυροντυμένη μορφή έσκυψε από πάνω της, κι η γυναίκα θα ούρλιαζε όταν με το ένα του δάχτυλο άγγιξε το μέτωπό της, αν φυσικά μπορούσε να βγάλει από μέσα της κάποιου είδους κραυγή. Τα πνευμόνια της ήταν σάκοι άδειοι από αέρα. Η επαφή έκαιγε σαν αναψοκοκκινισμένο σίδερο. Κάπως αόριστα, αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν μύριζε την καμένη της σάρκα. Ο Μέγας Άρχων ισιώθηκε, κι ο πόνος που την τσουρούφλιζε λιγόστεψε, μέχρι που χάθηκε εντελώς. Ο τρόμος της, ωστόσο, δεν μειώθηκε ούτε στο ελάχιστο.
«Είσαι σημαδεμένη και μου ανήκεις», είπε ο Μέγας Άρχων, πάλι με τραχιά φωνή. «Η Μεσάνα δεν θα σε πειράξει τώρα, εκτός αν της δώσω εγώ την άδεια. Θα βρεις ποιοι απειλούν τα πλάσματα μου και θα μου τους παραδώσεις». Απομακρύνθηκε από κοντά της, κι η μαύρη θωράκιση έπεσε από το κορμί του. Η Αλβιάριν εξεπλάγη όταν έπεσε στις στρωμένες με χαλί πέτρινες πλάκες του δαπέδου, παράγοντας τη χαρακτηριστική κλαγγή του ατσαλιού αντί απλώς να εξαφανιστεί. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και δύσκολα θα διέκρινες αν αυτό που φορούσε ήταν μετάξι, δέρμα ή κάτι άλλο. Η μαυρίλα αυτής της ουσίας έμοιαζε να απορροφά το φως από το δωμάτιο. Η Μεσάνα άρχισε να τινάζεται στα δεσμά της, βγάζοντας πνιχτούς και διαπεραστικούς ήχους μέσα από το φίμωτρο που είχε στο στόμα της. «Πήγαινε τώρα», της είπε, «αν θες να ζήσεις άλλη μία ώρα». Ο ήχος που ακούστηκε από τη μεριά της Μεσάνα έγινε σύντομα κραυγή απόγνωσης.
Η Αλβιάριν δεν είχε ιδέα πώς κατάφερε να βγει από τα διαμερίσματά της —δεν καταλάβαινε καν πώς μπορούσε να στέκεται όρθια τη στιγμή που τα πόδια της είχαν νερουλιάσει— αλλά αντιλήφθηκε ότι έτρεχε στους διαδρόμους όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με τη φούστα της ανασηκωμένη έως τα γόνατα. Ξαφνικά, η κορυφή μιας φαρδιάς σκάλας ξεπήδησε μπροστά της και μόλις που κατάφερε να σταματήσει την τρεχάλα πριν βρεθεί στο κενό. Ακουμπώντας πάνω στον τοίχο και τρέμοντας ολόκληρη, κοίταξε την καμπυλωτή σειρά των άσπρων μαρμάρινων σκαλοπατιών. Μέσα στο μυαλό της, έβλεπε ήδη το κορμί της να συντρίβεται καθώς γκρεμοτσακιζόταν στο κλιμακοστάσιο.
Με την ανάσα της να βγαίνει τραχιά και το λαχάνιασμά της τόσο βραχνό, που της έγδερνε τον λαιμό, έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο μέτωπό της. Οι σκέψεις της κουτρουβαλούσαν η μία πάνω στην άλλη, όπως θα έκανε κι η ίδια αν έπεφτε από αυτή τη σκάλα. Ο Μέγας Άρχων την είχε σημαδέψει, κάνοντάς τη δική του. Τα δάχτυλά της γλίστρησαν πάνω στο λείο ακηλίδωτο δέρμα. Ανέκαθεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τη γνώση —η ισχύς απορρέει από τη γνώση, άλλωστε— αλλά δεν ήθελε με τίποτα να ξέρει τι συνέβαινε αυτή τη στιγμή στα δωμάτια που είχε αφήσει πίσω της. Ευχήθηκε να μην ήξερε καν ότι συνέβαινε κάτι. Ο Μέγας Άρχων μπορεί να την είχε σημάδεψε, αλλά η Μεσάνα σίγουρα θα έβρισκε τρόπο να την ξεκάνει, μόνο και μόνο επειδή το γνώριζε. Ο Μέγας Άρχων την είχε σημαδέψει και της είχε δώσει μια διαταγή. Θα ζούσε, με την προϋπόθεση να ανακαλύψει ποιος κυνηγούσε το Μαύρο Άτζα. Καταβάλλοντας προσπάθεια, ίσιωσε την πλάτη της και σκούπισε βιαστικά με την παλάμη τα δάκρυα στα μάγουλά της. Αδυνατούσε να αποτραβήξει τη ματιά της από τα σκαλοπάτια που κατηφόριζαν μπροστά της. Η Ελάιντα σίγουρα την υποπτευόταν, αλλά αν ήταν μονάχα αυτό, θα μπορούσε ίσως να σκαρφιστεί κάποιο κυνήγι. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να συμπεριλάβει την ίδια την Ελάιντα ως απειλή που πρέπει να αφανιστεί και να παραδοθεί στον Μέγα Άρχοντα. Τα δάχτυλά της πετάρισαν ξανά στο μέτωπό της. Είχε το Μαύρο Άτζα υπό τις προσταγές της. Λείο, ακηλίδωτο δέρμα. Η Τάλεν βρισκόταν εκεί, στα διαμερίσματα της Ελάιντα. Γιατί είχε κοιτάξει τη Γιουκίρι και την Ντόεσιν με αυτόν τον τρόπο; Η Τάλεν ήταν Μαύρη, παρ’ όλο που δεν ήξερε ότι το ίδιο ίσχυε και για την Αλβιάριν. Άραγε, φαινόταν κανένα σημάδι στον καθρέφτη; Κάτι που θα μπορούσαν να διακρίνουν οι υπόλοιπες; Αν σκόπευε να σκαρώσει κάποιο σχέδιο για τις υποτιθέμενες κυνηγούς της Ελάιντα, ίσως θα έπρεπε να αρχίσει από την Τάλεν. Προσπάθησε να ανιχνεύσει την πορεία ενός μηνύματος από καρδιά σε καρδιά μέχρι να φτάσει στην Τάλεν, αλλά δεν κατάφερε στιγμή να αποτραβήξει το βλέμμα της από τη σκάλα, παρατηρώντας με τα μάτια του μυαλού της το σώμα της να αναπηδάει στα σκαλοπάτια και να τσακίζεται μέχρι να φτάσει στον πάτο. Ο Μέγας Άρχων την είχε σημαδέψει.